ΑΞΙΩΤΗ, ΜΕΛΠΩ

ΑΞΙΩΤΗ, ΜΕΛΠΩ

Η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Μυκόνου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας της ήταν ο μουσικοσυνθέτης Γεώργιος Αξιώτης, με τον οποίο έζησε όταν χώρισαν οι γονείς της. Και οι δύο γονείς της ξαναπαντρεύτηκαν και είχε τρία ετεροθαλή αδέλφια. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή των Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη, από τον οποίο χώρισε τέσσερα χρόνια αργότερα.
Μετά από μια σύντομη σχετικά παραμονή στη Μύκονο, επέστρεψε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νίκο Αλεξίου. Το 1933 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, με το διήγημα Απ' τα χτες ως τα σήμερα, στην εφημερίδα Μυκονιάτικα Χρονικά, όπου τον επόμενο χρόνο θα δημοσιεύσει άλλο ένα διήγημα. Πέρασαν και τα δύο απαρατήρητα.
Το 1934 άνοιξε μαζί με τη Βέτα Τσιτιμάτη έναν βραχύβιο οίκο ραπτικής και παράλληλα άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε. και παρέμεινε πιστή στην Αριστερά ως το θάνατό της. Το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, Δύσκολες Νύχτες, με το οποίο ασχολήθηκε σύσσωμη η κριτική. Της απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών και η ψυχή του συλλόγου, Πηνελόπη Δέλτα, η οποία διαφωνούσε με τη βράβευσή της, κατάργησε το βραβείο.
Στην Κατοχή, εντάχθηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τη Διδώ Σωτηρίου, την Έλλη Αλεξίου, την Έλλη Παππά κ.ά. Μετά την απελευθέρωση, διώχθηκε λόγω της πολιτικής της δράσης και κατέφυγε στη Γαλλία, το 1947, όπου η αριστερή διανόηση, Λουί Αραγκόν, Έλσα Τριολέ, Πωλ Ελυάρ, Πάμπλο Νερούντα, κ.ά της επεφύλαξε θερμή υποδοχή.
Το μυθιστόρημά της Εικοστός αιώνας μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και της χάρισε πανευρωπαϊκή καταξίωση. Το 1950 απελαύνεται από τη Γαλλία, κατόπιν διαβήματος της ελληνικής κυβέρνησης, και καταφεύγει αρχικά στην Ανατολική Γερμανία, στη συνέχεια στη Βαρσοβία, όπου θα εργαστεί στην ελληνική εκπομπή του πολωνικού ραδιοφώνου, και πάλι πίσω, το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Εργάζεται επί έξι χρόνια στο πανεπιστήμιο Humboldt, διδάσκοντας νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, και συνεργάζεται με τον επίσης εξόριστο Δημήτρη Χατζή.
Έχει μονίμως προβλήματα υγείας, γι' αυτό και καταφεύγει πολύ συχνά στην Αλμπίζολα της Ιταλίας. Με απόφαση του Ηλία Τσιριμώκου, επαναπατρίζεται το 1965. Συνεχίζει τα ταξίδια της. Κατά τη δικτατορία, αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και της συμπαραστέκονται η αδελφή της Χαρούλα, οι φίλοι της, η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς. Ο Γιάννης Ρίτσος θα τη βοηθήσει αποφασιστικά να ολοκληρώσει και να εκδώσει το κύκνειο άσμα της, την Κάδμω.
Το 1971 η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία, πάσχει από προϊούσα αμνησία και σωματική εξασθένηση, και το 1973 πεθαίνει.
Επηρεασμένη τόσο από τον μοντερνισμό, και την πρόσληψή του από τη γενιά του τριάντα, όσο και από το σουρεαλισμό, χρησιμοποιεί ευρέως το συνειρμό και τον εσωτερικό μονόλογο και ανάγει το απολύτως προσωπικό σε οικουμενικό. Εστιάζοντας στο όνειρο, στην παιδική ηλικία, στο γενέθλιο νησί της, με γλώσσα χειμαρρώδη, λαϊκή, και περίτεχνη, μακροπερίοδη σύνταξη, με λέξη απόλυτα ακριβή και πολυστρωματική αφήγηση, η Αξιώτη άφησε πίσω της ένα πολυσύνθετο, που κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των αριστουργημάτων της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.