Η ιστορία μιας ζωής. Η Άννα, ο Γιάννης, η Μάρθα, η κυρία Θαλή, άνθρωποι που ξεκίνησαν από αλλού, με το τρέμουλο να τα γνωρίσουν όλα γύρω τους
"Σε ποια μεριά της γης να βρίσκονται άραγε τα σπουδαία πράγματα..."
Γλείφουν χρόνια, λόγια, σιωπές, τρατάρουν την τύχη τους γέλια και δάκρυα, και κάποτε σμίγουν μαζί, ησυχασμένοι για το δρόμο που έκαναν.
"Έτρεμα μήπως δεν προλάβω να γνωρίσω όλα γύρω μου. Έτρεμα πάλι, ύστερα, μήπως τελειώσουν όλα και δεν πομείνει τίποτα άλλο, για τη συνέχεια της ζωής. Αλλά η ζωή είναι μεγάλη, και ησύχασα."
Η ιστορία της ζωής. Αφτιασίδωτη και επιθυμητή, όπως μια πρόσκληση σε χορό:
Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;
Η νουβέλα της Μέλπως Αξιώτη Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; κυκλοφόρησε το 1940, αμέσως μετά το μυθιστόρημα Δύσκολες νύχτες (1938). Γραφή ιδιότυπη, γλώσσα τρυφερή, ονειρική, κοφτή, λαχανιασμένη μέσα στην αγωνία της να συλλάβει τις καθαρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, ξεδιπλώνει με τρόπο μοναδικό το απλό και συνάμα τρομακτικό που κρύβει η ζωή.
Απόσπασμα
Όταν θελήσει σήμερα ο Γιάννης να θυμηθεί την πρώτη νύχτα, θυμάται ότι το πρώτο πράμα που της είπε:
«Ίσως τώρα που ήρθες να αγοράσομε μια πιο μεγάλη κατσαρόλα, για το τσάι».
Ρώτησε ύστερα:
«Άννα, νομίζεις ότι είσαι έτοιμη για να υποδεχτούμε μαζί εκείνο που έρχεται, το τρομαχτικό;».
«Νομίζω», λέει εκείνη, «γιατί ετοιμαζόμουν όλη τη ζωή, μέχρι σήμερα».
Και τότε ο Γιάννης την αγάπησε.
Από την αρχή, ως το τέλος.
Με το ρυθμό που πλησιάζεις χοχλακιστό χυλό στα χείλια σου με πολλή προσοχή, να μη σε κάψει.
«Ήσουνα μακριά μου τόσον καιρό», της είπε, «όσο είναι μακριά η άνοιξη από το καλοκαίρι».
Και, όταν έγερνε κάθε μέρα ο ήλιος, κι εφώτιζε τα παράθυρα της άδειας κάμαράς τους, ο Γιάννης λίγο λίγο, τότε, τα παράδινε όλα.
«Άκουσα πως μεγάλωσες», της έλεγε άλλη φορά, «μες στην αμφιβολία. Είναι απαραίτητο να πιστέψεις παραπάνω τον άνθρωπο και τη βοήθειά του».
«Όχι». Έλεγε η Άννα. «Εγώ μεγάλωσα μέσα σε μια σακούλα χαρτοπόλεμο. Προσπαθούσα να ξεχωρίσω μέσα σ’ εκείνο το πλήθος τα χρώματα, το ιδιαίτερο που δεν θα εξαφανίζονταν με τη γοργή στροφή, να μπερδευτεί με τα άλλα χρώματα. Σε ποια μεριά της γης να βρίσκουνται άραγε, συλλογιζόμουν πάντα, τα σπουδαία πράγματα…
»… Μεγάλωσα μπροστά σ’ ένα ψιλικατζίδικο. Κάθε πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, με χιόνια και βροχή, βγαίναν τα ψιλικά από μέσα, και τα κρεμνούσανε γύρω γύρω. Και στην ψηλότερη θέση κρεμνούσανε τρία μαξιλαράκια, και ήταν ζωγραφισμένα απάνω τρία γατιά, καφέ, μαύρο και μολυβί. Αλλά δεν τα αγόρασε ποτέ κανείς. Και εγώ τα λυπόμουνα και ήθελα να αγοράσω το καφέ γατάκι. Αλλά η μητέρα δεν έδινε χρήματα. Έλεγε η μητέρα ότι τα χρήματα είναι προορισμένα για καλύτερα πράγματα...».