ΣΑΠΦΩ

ΣΑΠΦΩ

Ποιά δύναμη ἀλήθεια μαγικὴ εἶχε ὁ λόγος τῆς ποιήτριας αὐτῆς ποὺ ἔζησε στὸ νησὶ τῆς Λέσβου περὶ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. π.Χ. ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. (630-570 π.Χ.) καὶ κατόρθωσε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου και νὰ δικαιώσει τὴν ἴδια της τὴν πρόβλεψη:

μνάσεσθαί τινά φαιμι καὶ ἕτερον ἀμμέων. (147)

(καὶ κάποιος ἄλλος σίγουρα θὰ μὲ θυμᾶται ἐμένα).

Λίγα εἶναι τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν τὸν βίο τῆς Σαπφῶς τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ παρατεθοῦν μὲ βεβαιότητα ὡς πρὸς τὴν ἐγκυρότητά τους. Γιὰ τὴν ἀσάφεια ἡ ὁποία περιβάλλει τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὴ ζωὴ τῆς ποιήτριας, ὁ Ἀριστόξενος Σκιαδᾶς γράφει χαρακτηριστικά: «Ὅλα εἶναι ἀσαφῆ, περίπλοκα, ἀντιφατικὰ ἢ παρερμηνευόμενα». Τὸ λεξικὸ τῆς Σούδας τοποθετεῖ τὴ γέννησή της στὴν 42η Ὀλυμπιάδα: Λεσβία ἐξ Ἐρεσσοῦ, λυρική, γεγονυῖα κατὰ τὴν μβʹ Ὀλυμπιάδα, ὅτε καὶ Ἀλκαῖος ἦν καὶ Στησίχορος καὶ Πιττακός. («Ἦταν λυρικὴ ποιήτρια ἀπὸ τὴ Λέσβο γεννημένη στὴν Ἐρεσσὸ κατὰ τὴν 42η Ὀλυμπιάδα – δηλαδὴ περίπου ἀπὸ τὸ 612 π.Χ. ἕως τὸ 609 π.Χ. – τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσαν ὁ Ἀλκαῖος καὶ ὁ Στησίχορος καὶ ὁ Πιττακός»). Πιθανότερη πάντως χρονολογία γέννησής της θεωρεῖται τὸ 630 π.Χ. καὶ πιθανὴ χρονολογία θανάτου τὸ 570 π.Χ. Πιθανότερο εἶναι νὰ γεννήθηκε στὴν Ἐρεσσὸ καὶ νὰ ἔζησε τὴ μακρόχρονη δημιουργική της περίοδο στὴ Μυτιλήνη. Πάντως καὶ οἱ δύο πόλεις τῆς Λέσβου χάραξαν νομίσματα μὲ τὸ ὄνομά της.
Ἀπὸ τὸ Πάριο Χρονικὸ πληφορούμαστε ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολιτικῶν ἀναταράξεων στὴ Λέσβο ἐξορίστηκε λόγω τῆς ἀριστοκρατικῆς της καταγωγῆς γιὰ ἕνα διάστημα στὴ Σικελία, ὅπου παρέμεινε, ἴσως κατὰ τὰ ἔτη ἀνάμεσα στὸ 604 καὶ στὸ 596 π.Χ. Πατέρας της ἦταν ὁ Σκαμανδρώνυμος (ἢ Σκάμανδρος) καὶ μητέρα της ἡ Κλεΐδα (ὄνομα ποὺ δόθηκε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μητρωνυμικῆς ὀνοματοθεσίας, καὶ στὴ θυγατέρα της). Τὴν τρυφερὴ ὀμορφιὰ τῆς μικρῆς Κλεΐδας ἡ Σαπφὼ τὴν παραβάλλει μὲ «μαλαματένιο λουλουδάκι». Παντρεύτηκε, σύμφωνα μὲ τὴ Σούδα, τὸν πλούσιο Κερκύλα ἀπὸ τὴν Ἄνδρο. Γιὰ τὸν Κερκύλα δὲν γίνεται καμιὰ μνεία στὸ σωζόμενο ἔργο της. Ἴσως – σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀναφερόμενη καταγωγή του ἀπὸ τὴν Ἄνδρο – τὸ πρόσωπό του νὰ εἶναι ἐπινόηση τῶν κωμωδιογράφων.
Εἶχε τρία ἀδέλφια, τὸν Λάριχο, τὸν Χάραξο καὶ τὸν Εὐρύγιο. Οἱ δύο πρῶτοι μνημονεύονται ἐπώνυμα ἀπὸ τὴν ποιήτρια.
Ἀπὸ τοὺς κωμωδιογράφους ἔχει ἐπινοηθεῖ καὶ ἡ παράδοση (τὴ συναντᾶμε στὸν Μένανδρο καὶ στὸ ἔργο του Λευκαδία) σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Σαπφὼ αὐτοκτόνησε πέφτοντας ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο Λευκάτα τῆς Λευκάδας γιὰ τὴν ἀγάπη ἑνὸς ἄνδρα, τοῦ Φάωνα, ἑνὸς πορθμέα ποὺ κατὰ τὸν μύθο εἶχε κερδίσει τὴν εὔνοια τῆς Ἀφροδίτης.
Καὶ ἐνῶ τὰ περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Σαπφῶς εἶναι καλυμμένα ἀπὸ τὴν ἀχλὴ τοῦ μύθου, μένει ὡς ἀσφαλέστατο τεκμήριο τῆς παρουσίας της τὸ σπαραγμένο της ἔργο. Στὴν ἀκρωτηριασμένη αὐτὴ ποίηση, ποὺ ἔχει ἀφήσει τὸ ἀνεξίτηλο χνάρι της στὴν παγκόσμια ποιητικὴ δημιουργία ἀλλὰ καὶ στὴν παγκόσμια σκέψη, ἡ Σαπφώ, ἡ εὐνοούμενη αὐτὴ τῆς θεᾶς τοῦ ἔρωτα, παρουσιάζεται ἐπικεφαλῆς ἑνὸς κύκλου κοριτσιῶν (ἂν θέλετε, μιᾶς συντεχνίας, ἢ μιᾶς σχολῆς) στὸν ὁποῖο προσέρχονται ἀνύπαντρα νέα κορίτσια γιὰ νὰ διδαχθοῦν τὴν τέχνη τῆς ποίησης καὶ παράλληλα νὰ ἀσκηθοῦν σὲ μιὰ λεπταίσθητη χάρη τοῦ βίου ὁλότελα ἀφιερωμένη στὸ κάλλος, σωματικὸ καὶ ψυχικό. Στὸν κύκλο αυτὸ ἡ Σαπφὼ διδάσκει τὰ μυστικὰ τῆς μελικῆς ποίησης καὶ τέχνης, τὴν παραδοσιακὴ τεχνικὴ τῶν ὑπέροχων ἐπιθαλάμιων (νυφιάτικων) τραγουδιῶν καὶ παράλληλα «διδάσκεται» καὶ ἡ ἴδια τὴν ὀμορφιὰ ὡς ὑπέρτατη ἀξία. Τὸ δέσιμο, συναισθηματικὸ καὶ ἐρωτικό, μὲ τὰ κορίτσια τοῦ κύκλου της παίρνει μιὰ διάσταση μυητικὴ γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὸν κόσμο ὅπου θριαμβεύει ἡ ἁβροσύνη καὶ περιβάλλεται πάντα ἀπὸ τὴν ἐξιδανικευτικὴ αὔρα τῆς εὐγένειας καὶ τῆς χάρης. Ἡ Ἀτθίδα, ἡ Γογγύλα, ἡ ξενιτεμένη Ἀνακτορία ἢ Ἀριγνώτα, πρόσωπα νεανικὰ στὰ ὁποῖα ἀπευθύνεται ἡ Σαπφὼ ἄλλοτε γιὰ νὰ ὑμνήσει τὴν ἐξαίσια περιβολή τους, ἄλλοτε γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ ἐρωτικό της παράπονο καὶ ἄλλοτε γιὰ νὰ στείλει στὴ φίλη ποὺ ξενιτεύθηκε στὶς μυθικὲς Σάρδεις ἕνα θλιμμένο τραγούδι ἀποχωρισμοῦ, κερδίζουν μιὰ θέση στὴν ποιητικὴ αἰωνιότητα ἐπειδὴ ἡ σαπφικὴ λύρα τραγούδησε καὶ φευγαλέα αἰχμαλώτισε μιὰ καὶ μόνο στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους.
Συνθεμένη μὲ τὰ πιὸ λιτὰ ὑλικά, ἡ σαπφικὴ ποίηση ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναδίδει μέσα ἀπὸ τοὺς θρυμματισμένους πάπυρους τὸ βρένθειον ἄρωμα τῆς Ἀνατολῆς καὶ νὰ μαγεύει τὶς αἰσθήσεις μὲ τὰ ὡραῖα ἄνθινα στεφάνια, μὲ τὶς ἐξαίσιες ἐσθῆτες καὶ μὲ τοὺς ἀκριβοὺς κεφαλόδεσμους (τὶς μιτράνες) ποὺ εἰσάγονται ἀπὸ τὴ μυθικὴ Λυδία, κυρίως ὅμως μὲ τὴν πνοὴ μιᾶς θεϊκῆς χάριτος τὴν ὁποία κομίζει ἡ εὐλογία τῆς Κύπριδος.
Τασούλα Καραγεωργίου, Σαπφώ - Τα ποιήματα, Εκδόσεις Κέδρος, 2022