Βιογραφικό σημείωμα

Ο γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί, γεννήθηκε στη Νάξο.

Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή.

Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, Μαουτχάουζεν (1963).

Όταν γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1950 με το έργο Χορός πάνω στα στάχυα (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται Η αυλή των θαυμάτων (1957). Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. Για την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο του απονεμήθηκαν οι τίτλοι: επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, επίτιμος Διδάκτωρ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επίτιμος Διδάκτωρ της Θεατρολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).

Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του. Έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.

Τα έργα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.

Με την ανακοίνωσή του στις 2 Μαρτίου 2021, το Υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε το 2022 «Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη» και θέτει υπό την αιγίδα του το σύνολο των εκδηλώσεων, στο πλαίσιο του αφιερωματικού έτους.

Ο υπέροχος κόσμος του Ιάκωβου Καμπανέλλη με τα λόγια της κόρης του, Κατερίνας

Eπισκεφθείτε την επίσημη ιστοσελίδα για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη 

 


Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη στις Εκδόσεις Κέδρος

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


Μαουτχάουζεν (1981) Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ' το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ' τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μάουτχαουζεν και μπήκε στον περίβολο. Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρμάτων της τρίτης αμερικανικής Στρατιάς που διοικούσε κάποιος σπουδαίος στρατηγός ονόματι Τζώρτζ Πάττον!...Τι ωραία λόγια, τι ουράνιες ειδήσεις... Οι πολεμιστές μας κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι....Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ' τη χαρά μας δε θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα δαιμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε, για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε τα κεφάλια τους και κλαίγανε.


ΘΕΑΤΡΟ 


Θέατρο Τόμος Α': Έβδομη μέρα της δημιουργίας. Η αυλή των θαυμάτων. Η ηλικία της νύχτας (1978)
Θέατρο Τόμος Β': Το παραμύθι χωρίς όνομα. Βίβα Ασπασία. Οδυσσέα γύρισε σπίτι (1979)
Θέατρο Τόμος Γ΄: Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα. Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού. Ο μπαμπάς ο πόλεμος (1981)
Θέατρο Τόμος Δ': Η οδός.... Αυτός και το πανταλόνι του. Ο αόρατος θίασος. Ο Γορίλας και η Ορτανσία (1989)
Θέατρο Τόμος Ε': Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια. Ο δρόμος περνά από μέσα. Ο επικήδειος (1992)
Θέατρο Τόμος Στ΄: Γράμμα στον Ορέστη. Ο δείπνος. Πάροδος Θηβών. Στη χώρα Ίψεν. Ο διάλογος. Ποιος ήταν ο κύριος...; Ο κανείς και οι Κύκλωπες (1994)
Θέατρο Τόμος Z': Mια συνάντηση κάπου αλλού. H τελευταία πράξη. Mια κωμωδία (1999)
Θέατρο Τόμος Η': Το μεγάλο μας τσίρκο. Ο εχθρός λαός (2010)
Θέατρο Τόμος Θ': Η γειτονιά των Αγγέλων. Η αποικία των τιμωρημένων. Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά. (2014)


ΠΟΙΗΣΗ

AKOYΣΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΚΙ ΕΛΑ: Τραγούδια και ποιήματα του Ιάκωβου Καμπανέλλη (2020). ΦΡΟΝΤΙΔΑ: ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε μια μακροχρόνια σχέση με τον εύρυθμο λόγο, το τραγούδι γενικά. Πρώτ’ απ’ όλα με τα τραγούδια που άκουγε στο σπίτι του και στο νησί του, τη Νάξο, αλλά και μετά, κυρίως με το έντεχνο λαϊκό, που άκουγε όταν το 1932 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Έναν συνδυασμό αυτών των δύο υπηρέτησε με συνέπεια για πενήντα περίπου χρόνια.
Η συγκεντρωτική συλλογή Άκουσε τη φωνή μου κι έλα περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, όλα τα ποιήματα και τα τραγούδια του, που πολλά μάλιστα ακούμε και τραγουδάμε μέχρι σήμερα. Όσα συμπεριλαμβάνονται σε θεατρικά του έργα αναδημοσιεύονται στην αυτοτελή μορφή τους, δεδομένου ότι αρκετά από αυτά δεν έχουν μελοποιηθεί, παρά μόνο κάποιες στροφές ή ενίοτε κάποιοι στίχοι τους, περιμένοντας τον συνθέτη που θα τα μελοποιήσει ολόκληρα.
Τη συλλογή συνοδεύουν χαιρετισμός του Μίκη Θεοδωράκη, χαιρετισμός του Σταύρου Ξαρχάκου, πρόλογος, επίμετρο και σημειώσεις του θεατρολόγου Θάνου Φωσκαρίνη, εκτενές βιογραφικό, δισκογραφία και εργογραφία του Iάκωβου Καμπανέλλη, καθώς και σχέδιά του, φιλοτεχνημένα στη δεκαετία του 1960.


«Ο Ιάκωβος ήταν από τα πιο αγαπητά μέλη της οικογένειας του Κέδρου. Ήταν ένας γλυκομίλητος άνθρωπος. Ερχόταν τακτικά στο γραφείο, πίναμε καφέ και συζητούσαμε για διάφορα. Είχε σφαιρική άποψη για τα πράγματα και παρατηρούσε με οξυδέρκεια αυτά που συνέβαιναν γύρω του, γύρω μας. Θυμάμαι μια φορά που μου έλεγε πως είχε πάει πρωτύτερα στο μανάβη κι είχε ακούσει κάποιον να παραπονιέται επειδή ήταν ακριβά τα σταφύλια, κι ο Ιάκωβος απόρησε: ‘Τι περίμενες, άνθρωπέ μου, να βρεις φτηνά σταφύλια το Δεκέμβριο;»

Ο Ιάκωβος ήταν εξαιρετικός αφηγητής, σωστός παραμυθάς. Είχε την άνεση να πάρει ένα συμβάν, κάτι που του συνέβη ή που έτυχε να παρατηρήσει, και να σκαρώσει επί τόπου μια ιστορία με τα πιο ζωντανά λόγια. Θα μπορούσε να είχε γίνει ένας έξοχος διηγηματογράφος. Θυμάμαι ότι του λέγαμε: ‘Μα καλά, βρε Ιάκωβε, αφού τα λες τόσο ωραία, γιατί δεν κάθεσαι να τα γράψεις’ και εκείνος μας το ξέκοβε: ‘Όχι, εγώ είμαι θεατρικός συγγραφέας…’».

Κάτια Λεμπέση, «Ένα σημείωμα», Διαβάζω, τχ. 518 (Μάιος 2011) 97.

Έγραψαν για το έργο του

Α. ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ

Αποσπάσματα από κριτικές που έλαβε η γαλλική έκδοση του Μαουτχάουζεν που τιμήθηκε με το σημαντικό Βραβείο μεταφρασμένης λογοτεχνίας, Prix du Livre Etranger 2020 France Inter - Le journal du Dimanche:

Το πιο εντυπωσιακό, είναι η ενέργεια που ξεπηδά απ' τα κεφάλαια, το χιούμορ ως όπλο ενάντια στην οδύνη, η αξιοπρέπεια που ορθώνεται σαν γροθιά. Μια γλώσσα ξεκάθαρη, ζωντανή, αυθάδικη, που επιβάλλεται ανάμεσα στις τραχιές φωνές. Το ανείπωτο βρήκε τον γραφέα του. Ο Καμπανέλλης (1922-2011) υπήρξε διάσημος θεατρικός συγγραφέας στη χώρα του. Έγραψε ένα μόνο βιβλίο. Αυτό αρκεί για να δικαιολογήσει μια ολόκληρη ζωή. Το Μαουτχάουζεν –σχεδόν με αισχύνη το επισημαίνουμε– συνθλίβει όλα τα μυθιστορηματάκια του Ιανουαρίου. Νούμερο 37734, τιμή και σέβας. Le Figaro, 15.01.2020

Ως μαρτυρία τόσο της προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα όσο και των συγκρατουμένων του, αναμειγνύοντας τη δυστυχία με την τρέλα, το γκροτέσκο με το παράλογο, τον Έρωτα με τον Θάνατο, το Μαουτχάουζεν αφήνει στον αναγνώστη μια έντονη αίσθηση ανθρωπιάς, καθώς εκφράζει μια εμπειρία στα όρια του ανείπωτου, μεταμορφωμένη σε εξαίρετο άσμα αντίστασης και ζωής. www.franceinter.fr, 23.01.2019

Το σκηνικό της αναγέννησης, σ' αυτή την μακρόχρονη αναμονή, παραμένει σκηνικό φρίκης. Πώς να πειστεί κανείς πως το δάσος, ο ποταμός κι οι όχθες του, δεν είναι τόποι βασανιστηρίων και εκτελέσεων; Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στέκεται μονίμως στο όριο ανάμεσα στην εφόρμηση προς τη ζωή, που μια ιστορία αγάπης με μια νεαρή Λιθουανή οδηγεί σε πυράκτωση, και το ίχνος της καταστροφής. Υπάρχει πνοή και οργή στην αφήγησή του γι' αυτή την απελευθέρωση, που αποτελεί επίσης μια αξέχαστη μνημόνευση των νεκρών του Μαουτχάουζεν. Le Monde, 22.01.2020

Εξήντα χρόνια αργότερα, το 2005, ο Καμπανέλλης δήλωνε: «Το Μαουτχάουζεν με καθόρισε ως άνθρωπο, είμαι ακόμα ένας άνθρωπος του στρατοπέδου». Πάντα και ολοένα πιο επίκαιρη, η μαρτυρία αυτή μας οδηγεί ξανά στο ερώτημα που έθεσε ο Τζορτζ Στάινερ σχετικά με τη φρίκη των στρατοπέδων, και στο οποίο ο ίδιος λέει πως δεν βρήκε απάντηση: Γιατί; La Croix, 22.01.2020

Άγνωστος στη Γαλλία, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης υπήρξε θρύλος στην Ελλάδα, όπου θεωρούνταν από τους σπουδαιότερους δραματουργούς της εποχής του. Γεννημένος στη Νάξο, και αφού πέρασε την εφηβεία του στην Αθήνα, θα μπορούσε να είχε ζήσει μια κανονική ζωή. Όμως αυτό δεν συνέβη: όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος κι οι Γερμανοί συνέθλιψαν την Ελλάδα, ο Καμπανέλλης βρέθηκε εκτοπισμένος στο στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν, στην Αυστρία. Παρέμεινε εκεί από τον Οκτώβριο του 1943 ως τον Μάιο του 1945. Η εμπειρία αυτή είναι το θέμα αυτού του βιβλίου, που μεταφράζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία. Η αφήγηση του Καμπανέλλη διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα γνωστά κείμενα σχετικά με την εμπειρία των στρατοπέδων: λιγότερο φιλοσοφική από του Πρίμο Λέβι, λιγότερο πομπώδης από του Χόρχε Σεμπρούν. Ο Έλληνας καταγράφει απλά τις μέρες αυτές που περνούν, σχεδόν σαν μυθιστοριογράφος. Η πρωτοτυπία του βιβλίου οφείλεται επίσης στο γεγονός πως η μισή ιστορία εκτυλίσσεται μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου, μερικούς μήνες κατά τους οποίους οι πρώην κρατούμενοι έπρεπε να μάθουν ξανά να ζουν. Ρώσοι, Σέρβοι, Γάλλοι, Έλληνες, Γερμανοεβραίοι που ευελπιστούν να πάνε στην Παλαιστίνη, πανηγυρίζουν όπως μπορούν το τέλος του γολγοθά τους. Ειδύλλια πλέκονται, ποτήρια υψώνονται, άντρες και γυναίκες κάθε εθνικότητας αγκαλιάζονται. Είναι ένα κείμενο απλό και σεμνό, όμως παρά τις προσπάθειές του να μην κυλήσει στη φρίκη, ο Καμπανέλλης περιγράφει, σχεδόν εν παρόδω, σκηνές τις οποίες η φαντασία μας απλά δεν καταφέρνει να οπτικοποιήσει. Το 1995, έγραφε: «Χωρίς να μας διαπεράσουν τα όσα μας κληροδότησε το 1945 πέρασαν πενήντα χρόνια από ΤΟΤΕ». Le Figaro Magazine, 03.01.2020

Μια αναμονή διαπνεόμενη από συναισθήματα ενίοτε αντικρουόμενα, που ορίζουν τον ανεπιτήδευτο Άνθρωπο. Και που τρέφουν αυτή τη δυνατή σαν ριπή ανέμου αφήγηση, που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1963 κι επιτέλους μεταφράζεται στα γαλλικά. Télérama, 25-31.01.2020


Ο γενέθλιος τόπος, το στρατόπεδο και η λειτουργία της μνήμης στην Καμπανελλική σκηνή του Γιώργου Π. Πεφάνη  

Yπάρχουν συγγραφείς που στιγματίζουν μια περίοδο. Yπάρχουν και άλλοι που δημιουργούν μια ολόκληρη παράδοση. Σε αυτούς ανήκει ο Καμπανέλλης. Είναι δημιουργός μιας εποχής και μιας θεατρικής παράδοσης. Δημιουργός δεν είναι ο οποιοσδήποτε συγγραφέας ή καλλιτέχνης, όπως εσφαλμένα έχει καθιερωθεί στις μέρες μας. Δημιουργός, σύμφωνα με τη βαθιά αρχαιοελληνική σημασία του όρου, είναι αυτός που εργάζεται, που παράγει ένα σημαντικό έργο για τον δήμο και χάριν του δήμου. Αυτός που αφοσιώνεται σε μια κοινότητα ανθρώπων και δημιουργεί αντλώντας δυνάμεις από αυτήν την κοινότητα και επιστρέφοντας σε αυτήν ένα έργο που προάγει τον κοινό βίο. Με τους όρους ενός δημοσιογραφικού λόγου, ο Καμπανέλλης είναι ο συγγραφέας 40 θεατρικών έργων, τραγουδιών, χορικών και ποιημάτων, κινηματογραφικών σεναρίων (όπως ο Δράκος, η Στέλλα, το Κανόνι και τ’ αηδόνι ή η Αρπαγή της Περσεφόνης), είναι ο ακαδημαϊκός, ο επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων Aθηνών, Θεσσαλονίκης και Kύπρου, ο δραματουργός που, παρά την ακηδία της ελληνικής πολιτείας ως προς την προβολή του νεοελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό, τιμήθηκε στη Pωσία, στις H.Π.A., στη Nορβηγία, στην Iσπανία κ.ά. Mεγαλύτερη όμως τιμή γι’ αυτόν είναι η αγάπη που του δείχνει το ελληνικό κοινό, (αναγνωστικό, θεατρικό, μουσικό και κινηματογραφικό), οι ακαδημαϊκοί κύκλοι και, βεβαίως, όλοι οι ομότεχνοί του που, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, τον αναγνωρίζουν ως τον πρωτεργάτη, τον primus inter pares, τον δραματουργό που παραλληλίζεται με τον Xορτάτση στην όψιμη κρητική Aναγέννηση και στο Mπαρόκ.

Πάντως, όταν μιλάμε για αυτόν, μιλάμε για τη μεταπολεμική και σύγχρονη ελληνική δραματουργία στο σύνολό της. Και όταν μελετούμε το σύγχρονο ελληνικό θέατρο, αναπόφευκτα περνούμε κάποια στιγμή από έναν δρόμο ή ένα μονοπάτι που άνοιξε τα τελευταία εξήντα χρόνια αυτός ο σπουδαίος έλληνας θεατρικός συγγραφέας. [...] Η δεύτερη σημαντική πηγή μνήμης είναι για τον Καμπανέλλη η εμπειρία του στρατοπέδου, η εμπειρία του homo homini lupus στην πιο εφιαλτική και φρικιαστική εκδοχή της. Στο μυαλό μας πηγαίνει αμέσως στο Μαουτχάουζεν. Στο ομώνυμο αφήγημα του Καμπανέλλη άργησε να γνωρίσει την επίσημη καθιέρωση στους κόλπους της λογοτεχνίας του ολοκαυτώματος. Στη σχετική εγκυκλοπαίδεια λ.χ. των David Patterson-Alan L. Berger-Sarita Cargas, 10 δεν αναφέρεται καν το όνομα του συγγραφέα, αν και το έργο του έχει δημοσιευθεί σε ενιαία μορφή ήδη από το 1965 και εκδίδεται ανελλιπώς για τριάντα χρόνια.

Ασφαλώς, έπαιξαν εδώ σημαντικό ρόλο οι νόμοι της γλωσσικής πολιτικής και όχι εκείνοι της λογοτεχνικής ποιότητας. Σο αφήγημα του Καμπανέλλη ξεπερνά κατά πολύ την αυτοβιογραφική μαρτυρία, αλλά και τα στενά όρια του χρονικού. Η λογοτεχνική υφή του είναι έκδηλη, τόσο στη δομή του, όσο και στο γλωσσικό ύφος, που συχνά ακολουθεί θεατρικούς βηματισμούς, στις αφηγηματικές τεχνικές, αλλά και στη φιλοσοφική του σκευή. Η διάρθρωσή του σε ξεχωριστά επεισόδια, σε συνδυασμό με τα διαδοχικά flash back και flash forward που διενεργούνται, αφ’ ενός επιτρέπουν ποικίλες εστιάσεις από διαφορετικές οπτικές γωνίες και, αφ’ ετέρου, αποκαλύπτουν μια ευλύγιστη γραφή που κινείται συχνά με κινηματογραφικούς ρυθμούς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, την εποχή που συγκροτείται το αφήγημα σε ενιαίο σώμα, ο Καμπανέλλης γράφει και τα κινηματογραφικά του σενάρια. Από την άλλη μεριά, η διεισδυτική ματιά του έμπειρου πλέον συγγραφέα, μπορεί και φωτίζει από κοντά τον τρόμο της στιγμής, ας πούμε τη χαίνουσα πληγή, ενώ παράλληλα απομακρύνεται για να αποδώσει πιο σφαιρικά την ειρωνεία της ιστορίας και τη φρίκη με όρους πανανθρώπινους. Τον ενδιαφέρει λοιπόν τόσο ο συγκεκριμένος μορφασμός του πόνου, όσο και η ιστορική ανθρώπινη χειρονομία.

Οι απηχήσεις της εμπειρίας του στρατοπέδου απλώνονται σε πλήθος άλλων έργων, με σπαράγματα αναμνήσεων, με έμμεσες αναφορές, με υπαινιγμούς, με συνειρμικές σχέσεις ή και με υποσυνείδητες, έστω, συνδέσεις. Πότε ένα δραματικό πρόσωπο παραπέμπει έμμεσα σε κάποιον «φιλοξενούμενο» του Μαουτχάουζεν, πότε μια εικόνα του αφηγήματος περνά διαθλασμένη στη θεατρική σκηνή, πότε ένα περιστατικό του στρατοπέδου παρεισδύει εν μέρει μετασχηματισμένο στη σκηνική δράση. Μια προσεκτική μελέτη, όπως αυτή του Βάλτερ Πούχνερ, μπορεί να αποκαλύψει ένα πλούσιο διακείμενο ανάμεσα στο Ο μπαμπάς ο πόλεμος, στο Ο Γορίλας και η Ορτανσία, στη Στέλλα με τα κόκκινα γάντια, στην Έβδομη μέρα της δημιουργίας, στο Παραμύθι χωρίς όνομα, στην Αποικία των τιμωρημένων, που εμπνέεται από το ομώνυμο έργο του Franz Kafka, αλλά απεικονίζει ξεκάθαρα στιγμές του στρατοπέδου, στο Βίβα Ασπασία, στο Η γυναίκα και ο Λάθος, στο Μεγάλο μας Τσίρκο, ακόμα και στο πρωτόλειο του συγγραφέα Άνθρωποι και ημέρες, το οποίο εντοπίστηκε και δημοσιεύτηκε μόλις το 2008, στο περιοδικό Παράβασις του Σμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Τπάρχουν βεβαίως δύο έργα, όπου η σχέση με την εμπειρία του στρατοπέδου είναι άμεση και έντονη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Πρόκειται για τον Κρυφό ήλιο, και την Οδό…,  Το δεύτερο είναι πιο γνωστό, καθ’ ότι δημοσιευμένο εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα


 

Β. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

Η Αυλή Των Θαυμάτων | ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ «ΑΘΗΝΑΪΚΗ», Δεκέμβριος 1957

Επί τέλους ένα ελληνικό έργο πού αντέχει στον έλεγχο και στη σύγκριση με ξένα ομοειδή: η «Αυλή των θαυμάτων» του κ. Ίακ. Καμπανέλλη πού ανέβασε προχθές ο κ. Κάρολος Κουν στο «Θέατρο Τέχνης», Κάνοντας την απροκάλυπτη κι' απροφάσιστην αυτή διαπίστωση, δεν παραβλέπουμε το γεγονός πώς ο κ. Καμπανέλλης έχει. δεχθεί πολλές επιδράσεις και πως η «Αυλή των θαυμάτων», εκτός από τις «Σκηνές του δρόμου» του Έλμερ Ράϊς, θυμίζει το «Μεγάλο παιχνίδι» τού Άγγελου Τερζάκη, καθώς και μερικές γνωστές δημιουργίες του σύγχρονου αμερικάνικου θεάτρου (Μίλλερ, Ούϊλλιαμς κ.α.). Ακόμα, ο λεπτομέριμνος κριτικός θα μπορούσε να βρει στο «αστεροσκοπείο» του γερο Ιορδάνη κάποιαν αναλογία με τη σοφίτα του γέρο Έκδαλ τής «Αγριόπαπιας». Ό,τι όμως εξασφαλίζει στην «Αυλή των θαυμάτων» μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα σύγχρονα νεοελληνικά δραματικά προϊόντα είναι η δημιουργική αφομοίωση των ξένων αυτών επιδράσεων, η ελληνικότης των εικόνων και των καταστάσεων πού προβάλλει και μια στέρεη δομή που από ανάλογα ξένα πρότυπα αποφεύγει την αποσπασματικότητα της κινηματογραφικής τεχνικής.

Φυσικά, σ’ έναν πολυπρόσωπο ηθογραφικό (με την καλή σημασία του όρου) πίνακα, όπως η «Αυλή των Θαυμάτων» Είναι κάπως δύσκολο να προχωρήσει σε βάθος η ψυχολογική διερεύνηση κάθε προσώπου χωριστά. Ωστόσο και στον στιγμιοτυπικό τρόπο με τον οποίο προβάλλονται οι ήρωες του έργου, εύκολα διαισθάνεται κανείς τη γνησιότητα της αισθήσεως και την παρατηρητικότητα του συγγραφέα που συνέλαβε κάποιες ζωντανές μορφές της ελληνικής καθημερινότητας και δημιούργησε την ανάλογη ατμόσφαιρα της σε μιαν αυλή φτωχογειτονιάς που οι ένοικοι της απαρτίζουν ένα μικρογραφικό μεγαλόκοσμο με τα πάθη, τις αυταπάτες, τις μιζέριες, τους καϋμούς και τις μικροχαρές του. Ο κ. Ίακ. Καμπανέλλης που ίσαμε τώρα έχει αποτολμήσει ατό θέατρο μερικές δειλές δοκιμές, αυτή τη φορά πιστοποιεί με την «Αυλή των Θαυμάτων» του πώς έμαθε πια τα μυστικά της δραματικής τέχνης και πώς στο μέλλον δεν θα χρειάζεται κανενός την ενίσχυση για να προχώρηση πιο πέρα.


Για την παράσταση ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ (1973) | ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΑΙΟΝ - ΘΙΑΣΟΣ ΚΑΡΕΖΗ - ΚΑΖΑΚΟΥ

Ήταν κάτι αληθινά μεγάλο. Είμαι πολύ τυχερός που το έζησα. Τέτοια ώρα τη ζει κανείς μια φορά μόνο στη ζωή του... Λαός και Θεατρίνοι γίνηκαν ένα και με αφορμή μόνο το θεατρικό λόγο παίζανε κι οι δύο το ρόλο τους με ένα πάθος απερίγραπτο. Ήταν ένα ξεχείλισμα πίκρας - το πρώτο - πίκρας, αγανάκτησης, πείσματος, καημού, θρήνου, απόφασης, ελπίδας. Ποτέ άλλοτε δεν είδα ηθοποιούς "να μην παίζουν θέατρο" έτσι, και ποτέ δεν είδα θεατές "να είναι έτσι μέσα στο έργο"... Ολόκληρη η παράσταση ξετυλίχτηκε σαν ένας αγωνιστικός διάλογος, το κείμενο απ’ τη μια και το λαϊκό χειροκρότημα απ’ την άλλη - που δεν ήταν χειροκρότημα ούτε για το έργο ούτε για τους θεατρίνους... κι όταν η παράσταση τελείωνε βρόντησε το σύνθημα, πηγαίο, λυτρωτικό, αβάσταγο "Θα νι-κή-σου-με".
Κώστας Καλατζής (ΣΕΛΙΔΕΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ)

Μπράβο σου, Ι.Κ.! Πόση χαρά, ομορφιά και συγκίνηση μας χάρισε και πάλι η πέννα σου! (...) Θαυμάζω πραγματικά, την ικανότητά σου να δίνεις ζωντανούς τύπους κι εναργείς εικόνες. Μπαίνεις στο πετσί των ηρώων σου, τους δίνεις ζωή και τους εμφανίζεις τόσο αληθινούς, ώστε αναγκάζεις, κυριολεκτικά, τον θεατή να τους ζει και να συμπάσχει ή να χαίρεται μαζί τους, να συμμετέχει, με δυο λόγια, στα δρώμενα. Τούτη όμως τη φορά παραείσαι πληθωρικός σε νοήματα και εικόνες! Επιχειρώντας μια μεγάλη αναδρομή στην ιστορία του τόπου μας – αρχαιότητα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, 1821 και παεπόμενα, Μικρασιατική καταστροφή – κατορθώνεις να δώσεις χωρίς δημαγωγίες και ρηχές συγκινήσεις, τον παλμό των γεγονότων και να υπογραμμίσεις την ευγένεια, την μεγαλοψυχία και την αντρειοσύνη του πονεμένου και τόσες φορές προδομένου λαού μας, που με τις δημιουργικές δυνάμεις που κλείνει μέσα του, δεν χάνεται μέσα στους αιώνες, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που κάθε τόσο τον βρίσκουν.
Γ. Παράσχος (ΕΜΠΡΟΣ)

Πολύ σωστά ο κ. Καμπανέλλης προσπάθησε να βρει τον συγγραφικό του στόχο μέσα στη «Μικρή Ιστορία». (...) Τα επεισόδια ου αντλούνται από το ιστορικό περιθώριο είναι και λαϊκότερα και βολικότερα για να υποδεχθούν στον σατιρικό χώρο. (...) Φοβούμαι πως στη γραφή αλλά περισσότερο στην παρουσίαση του έργου πρυτάνευσε η αρχή πως ο κόσμος πρέπει να «καθοδηγηθεί» για να καταλάβει. (...) Μ’ όλες τις επιφυλλάξεις μας, χαιρετίζουμε την επιστροφή του κ. Καμπανέλλη στο λαϊκό, ουσιαστικό θέατρο.
Κ. Γεωργουσόπουλος (ΤΑ ΝΕΑ)

Για την παράσταση Ο ΕΧΘΡΟΣ ΛΑΟΣ (1975) | Θίασος Τζένης Καρέζη, Κώστα Καζάκου - Θέατρο Αθήναιον

“ Αυτό που επιχείρησε ο κ. Καμπανέλλης είναι τολμηρό. Πρώτο, τόλμησε ν’ ανεβάσει στη σκηνή πρόσφατα πολιτικά γεγονότα, δεύτερο, τόλμησε να έχει μια θέση προσωπική για τα γεγονότα, τρίτο, τόλμησε να πάει ενάντια στο ρεύμα της πολιτικής συνύπαρξης, αντίθετα, τέταρτο, τόλμησε μια θέση πολιτικής πόλωσης και, τέλος, τόλμησε να μεταφέρει αυτούσια τα γεγονότα στη σκηνή, και ιδιαίτερα «το λόγο», χωρίς φανερές επεμβάσεις. Το μέγεθος της τόλμης έχει χειροπιαστές αποδείξεις. Έντονες ήδη αντιδράσεις από μια μερίδα του Τύπου, αλλά κυρίως, το πάγωμα του κοινού που παρακολουθεί το έργο.»
« ... Το μούδιασμα του κοινού είναι για μένα τουλάχιστον ένα μέγα πολιτικό μάθημα. Φοβόμαστε ακόμα τους μπαμπούλες που αιώνες τώρα διδαχτήκαμε να θεωρούμε σύμβολα.»
« ... Περίσσεψε τόσο πολύ ο χαφιεδισμός στα χρόνια μας, δούλεψε τόσο πολύ η τρομοκρατία, που φοβάμαι πως ο μέσος αστός τουλάχιστον είναι έτοιμος να τα εφεύρει, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει την ύπαρξη της κρυψώνας του.»
« ... τόλμησε να ξεγυμνώσει τους θεσμικούς και τους πολιτικούς μύθους (ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανένας ή όχι με την πολιτική του θέση) μπροστά σε μια αστική άμυνα που στηρίζεται στη κρυψίνοια.»

Κώστας Γεωργουσόπουλος (Ιούλιος 1975)


Για την παράσταση Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ (1990) | Πειραματικό Θέατρο της Πόλης - Μαριέττα Ριάλδη

«Έξοχο απόκτημα του νεοελληνικού θεάτρου είναι το έργο "Ο δρόμος περνά από μέσα", τελευταίο δείγμα γραφής του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σκηνοθετημένο από τον ίδιο στο Πειραματικό Θέατρο της Πόλης. Η οικονομία και συγχρόνως ο πλούτος των καίριων μονολόγων, η ισορροπία ανάμεσα στην ενδοσκόπηση και την απογραφή κοινωνικών τύπων, ο δραματικός χώρος ως πεδίο ποιητικών αναγωγών και μεταφορών, η ελλειπτικότητα που συμβαδίζει με την υπαινικτικότητα, η διακριτική παρεμβολή μιας λυρικής γλωσσάς και κυρίως ο γερός σχεδιασμός των ατομικών περιπτώσεων συνιστούν μερικά από τα προτερήματα του έργου. Στο σημείο όπου ο παλιός κόσμος διασταυρώνεται με τον καινούριο, όπου το παρελθόν, ως ανάμνηση, φόβος η τύψη, συγκρούεται με το αδίστακτο παρόν, όπου ένα θνήσκον κοινωνικό στρώμα υποσκάπτεται από το στρώμα των αναρριχόμενων, των οικονομικά εύρωστων, ακαλλιέργητων και ανενδοίαστων, με σκοπό να αντικατασταθεί σταδιακά, οικοδόμησε ο Καμπανέλλης τον δικό του "Βυσσινόκηπο".»
Ελένη Βαροπούλου (ΤΟ ΒΗΜΑ)

«Στο νέο του έργο ο Καμπανέλλης αποδεικνύεται σημαντικός πλέον ποιητής. Ενώ διαβλέπει ότι υπάρχει προγραμματικό σχήμα, η δραματουργική ανάπτυξη είναι τέτοια ώστε στο έργο απογειώνεται και καθίσταται πλέον δραματουργική πρόκληση για το μέλλον της θεατρικής μας πορείας. Ο Καμπανέλλης ωριμάζοντας απεκάλυψε μια τρυφερή ενδοχώρα, μια λυρική περιοχή του ταλέντου του που έως τώρα έκρυβε. Αφού έως πριν λίγο στο έργο του κατειρωνεύτηκε το νεοπλουτικό κιτς, την εκζήτηση του γούστου και τη δουλεία στο συρμό, τώρα μας ανοίγει δρόμο για να απολαύσουμε την αφή του σπανίου, τη σοφία της μαστοριάς, την αξία του ακριβού και του μοναδικού. Στον "Αόρατο Θίασο" υπήρξαν εξαίσιες νοσταλγικές αναφορές στην αυθεντικότητα του τοπίου, στη χαμένη κοινοτική ζωή, στην αγαπητική σχέση που οικοδομείται στην αυλή και στην ευρεία συγγένεια. Το έργο του Καμπανέλλη είναι ένα πνευματικό γεγονός πέρα από ένα σημαντικό απόκτημα της νεοελληνικής δραματουργίας.»
Κώστας Γεωργουσόπουλος (ΤΑ ΝΕΑ)


Για την παράσταση ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΙΨΕΝ (1995) | Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, Θεσσαλονίκη

«Όσον αφορά, όμως, την κατανόηση των ίδιων των χαρακτήρων, είναι αλήθεια ότι παρά την αναγνωρισμένη διαχρονικότητα των έργω του Ίψεν, δεν μπορούμε εμείς σήμερα να συνδεθούμε εύκολα με τα πολιτισμικά συμφραζόμενα του 1880. Η ιδιαίτερη γλώσσα των προσώπων εκείνης της εποχής, οι πεποιθήσεις τους και οι εκφράσεις τους δεν έχουν ούτε ένα μεγάλο έργο εξομολογητικό, σοφό, ειλικρινές, ντοκουμέντο μιας υπαρξιακής περιπέτειας με έντονο το ιστορικό περιβάλλον και τις εποχές που διαδραματίστηκε.»
Γιώργος Χατζηδάκης (ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ)

«Στη διαδρομή του θεάτρου και την επαφή του με το κοινό υπάρχουν μερικοί συγγραφείς που μοιάζουν συνεχώς αειθαλείς. Συγγραφείς που παραμένουν με το πέρασμα του χρόνου μονίμως δημιουργικοί, αναζητητές και πρωτοπόροι, εξελίσσοντας αδιάκοπα τη γραφή και τη σκέψη τους, χωρίς συγχρόνως να χάνουν τη ζώσα σχέση τους με την κοινωνία και τη ζωή γύρω τους. Ένας τέτοιος συγγραφέας στον ελληνικό θεατρικό και κοινωνικό χώρο είναι και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο "πατριάρχης" του νεότερου θεάτρου του τόπου. Συγγραφέας που μοιάζει να μη σταματά σε όσα - πάμπολλα και εξόχως σημαντικά - έχει ήδη προσφέρει, αλλά αναζητά συνέχεια καινούριους τρόπους για να εκφράσει το διευρυνόμενο προβληματισμό του, ο οποίος μάλιστα δείχνει την τελευταία δεκαετία να εγκαταλείπει σταδιακά την - καίρια οπωσδήποτε - περιγραφική και κριτική ματιά του προς τη "συμβιωτική" ζωή και να καταδύεται στον ίδιο τον πυρήνα της οντολογικής υπόστασης του ανθρώπου. Με ήρωες και θέματα που πλέον δεν χαρακτηρίζονται απλώς από την "ελληνικότητα" τους, μα την εμπεριέχουν.»
Βάιος Παγκουρέλης (ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)


Ο Γιάννης Βαρβέρης για τις “Δύσκολες νύχτες του κ. Θωμά” (με αφορμή την παράσταση ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΘΩΜΑ (2005) | Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν), Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Νοέμβριος 2005
«Οι Δύσκολες νύχτες του κ. Θωμά είναι ένα αριστουργηματικό πρόσφατο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος, σε πλήρη νεανική συγγραφική ευρωστία κι ευφορία, κατέγραψε με φιλάνθρωπη συγκίνηση και σύγχρονο χιούμορ τη στυφή, ιδίως νυχτιά, καθημερινότητα ενός χήρου ηλικιωμένου άντρα, όπως αυτή εκδιπλώνεται μέσα από ποικίλες λεπτομέρειες, αυτοπαθή μικροεπεισόδια, μνήμες, μονολόγους, μονολόγους ως οιονεί διαλόγου, αναμνηστικές χαρές, αιφνίδιες θλίψεις και απέραντη, απέραντη μοναξιά. Ο Καμπανέλλης έχει τόσο ταλέντο κι είναι τέτοιος μεγάλος τεχνίτης, που δεν χρειάζεται αναγκαστικά τον άνθρωπο και τον κόσμο για να δημιουργήσει. Έχει έναν άνθρωπο και μέσω αυτού φτιάχνει τον κόσμο.»


Γ. ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ

Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Το στημόνι και το υφάδι στο έργο του Καμπανέλλη», στο: Ιάκωβος Καμπανέλλης, Θέατρο, Τόμος Α΄. Αθήνα, Κέδρος, 1978, σ. 13-4. 

Ο Καμπανέλλης δεν αρκείται στις τοιχογραφίες, δεν εξαντλείται στις περιγραφές∙ δεν καταγράφει∙ κάνει απογραφή και προβαίνει σε αποσβέσεις. Ο ρεαλισμός του είναι κριτικός και το θέατρό του έχει πρόθεση. Χωρίς να είναι προγραμματικός, δομεί για να εξηγήσει. Με καημό, βαθιά τραυματισμένος, όλος συμπόνοια για τα πρόσωπά του, έτοιμος να κατανοήσει, όχι όμως και να παραβλέψει, ερμηνεύει την εποχή του και τις καταστάσεις, όχι εποπτεύοντας αλλά μετέχοντας.

Χωρίς να είναι θεωρητικός ανακαλύπτει τη διαλεκτική μέσα από τη θεατρική σύγκρουση και οικοδομώντας την πλοκή αποδεσμεύει τις αντιφάσεις και τις αντινομίες του νεοελληνικού βίου και του νεοελληνικού χαρακτήρα.

Κανένας χαρακτήρας του δεν είναι μονοσήμαντος∙ είναι γεμάτος αδιέξοδα, κοινωνικά πλέγματα∙ και πάντα εξηγείται μέσα από τις καταστάσεις. Πίσω όμως από τις δοσμένες καταστάσεις των έργων του υπάρχει και μαζί τους εξηγείται η ιστορική και κοινωνική ελληνική συγκυρία.

Η μεταπολεμική μας εμπλοκή, τα εθνικά μας σύνδρομα, η αίσθηση να είσαι εξόριστος στον τόπο σου, το καπετανιλίκι, η μαστροπεία σαν τρόπος ζωής, ο αναίτιος θάνατος, η εμφύλια πληγή, η βουλιμία για το κέρδος, η κερδοσκοπία ως πολιτική βούληση,  η αυθεντία της ρίζας και ο ριζοσπαστισμός της μπουλντόζας, το αγοραίο αίσθημα και η αναισθησία της αγοράς, ο θάνατος για χάρη της μέλλουσας ευτυχίας και ο καθημερινός θάνατος για χάρη της παρούσας ευτυχίας, το όνειρο κόντρα στην πραγματικότητα, η πραγματικότητα που δολοφονεί τα όνειρα στον ύπνο, η ντροπή μας, το χάλι μας και οι μάρτυρές μας, το ποινικό μας μητρώο και το αγιολόγιό μας γίνονται εικόνες ιθαγενείς στην τριλογία του Καμπανέλλη.

Αν στα πρώιμα αυτά έργα υπήρχε ένας τεχνικότερος χειρισμός κάποιων λύσεων […] θα μπορούσαμε να μιλάμε για εντέλεια.

Όταν όμως έχεις την τελική σκηνή της «Εβδόμης μέρας της Δημιουργίας» που είναι αυθεντική λαϊκή τραγωδία, όταν έχεις την αγρυπνία της «Ηλικίας της νύχτας», όταν έχεις ολόκληρη την «Αυλή των θαυμάτων», όταν έχεις τον Ιορδάνη και το Στέλιο, τα παραπληρώματα της νεοελληνικής κοινωνικής πινακοθήκης, έχεις θέατρο μεγάλο, δηλ. λαϊκό θέατρο.

Και ο Καμπανέλλης μας πίστωσε με ένα τέτοιο θέατρο. Είμαστε χρεώστες.


Κουν Κάρολος, «Ένας ανανεωτής της ελληνικής θεατρικής γραφής», Η λέξη 34, 5/1984, σ.322-325.

Μιλώντας για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μιλώ για ένα παλιό μου συνεργάτη και φίλο, που έχει παραμείνει συνεργάτης και φίλος στενός ολ’ αυτά τα χρόνια και που το έργο του είναι πραγματικά πολύ σημαντικό. Το πρώτο που πρέπει να πει κανείς για τον Καμπανέλλη είναι ότι από κείνον ξεκινά μια καινούργια μορφή του νεοελληνικού θεάτρου. Υπήρξε η αρχή, η αφετηρία των νέων θεατρικών συγγραφέων και «Η αυλή των θαυμάτων» του είναι ένα — το βασικότερο ίσως — ορόσημο για τους προσανατολισμούς των συγγραφέων αυτών. Τον Ιάκωβο τον είχα γνωρίσει λίγο καιρό πριν μου φέρει την «Αυλή» για να τη διαβάσω, το 1957. Το έργο το αγάπησα πολύ, το ανεβάσαμε αμέσως στο «Θέατρο Τέχνης» και είχε τεράστια επιτυχία, τόσο από άποψη καλλιτεχνική όσο και από άποψη ανταπόκρισης του κοινού. Τι είναι όμως εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει τον Καμπανέλλη ξεχωριστό συγγραφέα; Είναι κυρίως η θεατρική μαγεία της γραφής του. 

Και τι είναι η θεατρική μαγεία; Είναι ένα ένστικτο και μια γνώση για το τι πρέπει να προβληθεί την κάθε στιγμή, για το πόσο πρέπει να διαρκέσει αυτό και πόση πρέπει να είναι η ένταση εκείνου που προηγείται και εκείνου που έπεται. Πιστεύω ότι δε μπορεί να υπάρξει σημαντικό θεατρικό έργο αν δεν έχει ως κύριο συστατικό και γνώρισμα τη θεατρική μαγεία. Όλοι οι συγγραφείς που έχουν μια διάρκεια μέσα στο χρόνο και μέσα στο χώρο, είναι συγγραφείς που ξέρουν να δημιουργούν αυτή τη μαγεία, που ξέρουν να δίνουν τις καταστάσεις με τα σωστά μέσα — που ξέρουν λόγου χάρη αν σ’ ένα σημείο του έργου χρειάζεται μια λέξη μόνο, μια κίνηση, η μια σκηνή τεσσάρων σελίδων. Γιατί, μπορεί το γράψιμο ενός συγγραφέα να είναι πολύ ωραίο, πολύ ποιητικό η να έχει μεγάλη πνευματικότητα, για να γίνει όμως θέατρο πρέπει να υπάρξει απαραίτητα αυτή η μαγεία, η οποία διαμορφώνεται και αναμορφώνεται κάθε τόσο, ανάλογα με τις εποχές. Μόνο τότε έχουμε επί σκηνής ένα έργο γερό, που ο θεατής μπορεί να το παρακολουθήσει και να δημιουργηθούν μέσα του οι ανάλογες καταστάσεις και τα ερεθίσματα που θα του επιτρέψουν να πλησιάσει τα νοήματα — είτε κοινωνικά είτε πολιτικά είτε πνευματικά είτε φιλοσοφικά και υπαρξιακά είν’ αυτά — που ο συγγραφέας θέλει να του μεταδώσει.

Από την εποχή της «Αυλής» έως σήμερα έχουμε παίξει πολλά έργα του Καμπανέλλη στο «Θέατρο Τέχνης». Σε άλλα απ’ αυτά ήταν περισσότερο έντονα και εμφανή τα χαρίσματα της θεατρικής του γραφής, σε άλλα λιγότερο, πάντα όμως είχαν τη σφραγίδα της ποιότητας του δημιουργού τους και πάντα σημείωσαν επιτυχία, γιατί πάντα είχανε κάτι σημαντικό να προσθέσουνε στον θεατρικό μας χώρο.

Όταν πρωτοξεκίνησε το «Θέατρο Τέχνης», το 1942, μέσα στις προοπτικές και στις φιλοδοξίες μας ήταν και η δημιουργία ενός πυρήνα νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων που θα έφερναν καινούργια πνοή στο εγχώριο θέατρο. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε η φαρσοκωμωδία σαν βασική ελληνική έκφραση, η οποία είχε προσφέρει αρκετά καλά δείγματα, σ’ ένα είδος βέβαια «θεάτρου ψυχαγωγίας». Επίσης πρέπει να αναφέρουμε την επιθεώρηση, αλλά και την παράδοση του Ξενόπουλου, που δέσποζαν τότε στις θεατρικές μας σκηνές. ο πρώτος Έλληνας θεατρικός συγγραφέας που συνεργάστηκε μαζί μας και αποτελούσε μέλος της ομάδας του θεάτρου μας ήταν ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο οποίος ήταν συγχρόνως και μεταφραστής πολλών ξένων έργων που ανεβάσαμε. Το 1943 παίξαμε το θεατρικό του «Κωνσταντίνου και Ελένης», έργο της Κατοχής με πολλά προτερήματα, και το 1964 την «Αγγέλα» του — με μεγάλη καθυστέρηση, γιατί είχαμε δυσκολίες με τη λογοκρισία και γιατί μάς απειλούσανε πώς αν το ανεβάζαμε θα μάς τα κάνανε γυαλιά-καρφιά. Το καλοκαίρι του 1944 παίξαμε σε δύο παραστάσεις τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολομού (ο όποιος είχε μπει στην ομάδα μας και έπαιζε σαν ηθοποιός) , ενώ το «Μακρινό λυπητερό τραγούδι» και τα «Παιχνίδια στις αλυκές» του Δημήτρη Κεχαΐδη τα ανεβάσαμε το 1957 σ’ ένα ειδικό πρόγραμμα επίδειξης της νέας ελληνικής θεατρικής γραφής.
Η καινούργια ελληνική θεατρική παράδοση δημιουργήθηκε κυρίως με τον Καμπανέλλη και συνεχίστηκε με την Αναγνωστάκη, τον Αρμένη, τον Ευθυμιάδη, τον Κεχαίδη, τον Κωσταβάρα, τον Ποντίκα, τον Σεβαστάκη, τον Σκούρτη, τον Τακόπουλο κ.ά. ‘Αναφέρω ενδεικτικά συγγραφείς που έργα τους ανεβάσαμε εμείς, υπάρχουν όμως και άλλοι που ανήκουν στην ίδια πλειάδα μ’ αυτούς και πού, με πρώτο τον Καμπανέλλη, καλλιέργησαν ένα είδος «θεάτρου προβληματισμού». Μπορεί βέβαια να διακρίνει κανείς στο γράψιμό τους επιρροές από το ξένο θέατρο, ωστόσο επιρροές πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν παντού — άλλωστε αυτό είναι κάτι που όχι μόνο το αποδεχόμαστε αλλά και το αποζητάμε. 

Ακόμα και ο Καμπανέλλης, παρά την πρωτοτυπία του και το χαρακτηριστικό του ύφος, νομίζω ότι επηρεάστηκε αρκετά από τους ξένους ρυθμούς και τους ξένους προβληματισμούς. Όλοι μας δεχόμαστε επιρροές από τον παγκόσμιο χώρο, και αλοίμονο αν αυτό δεν συνέβαινε! Θα ήμασταν στεγνοί, ξεροί και εκτός εποχής, θα μας έλειπαν οι πηγές για ν’ αντλήσουμε διδάγματα. Θα ήταν τεράστιο λάθος αν μέναμε ανεπηρέαστοι από τα ζωντανά ρεύματα του καιρού μας. Ας μην ξεχνάμε πώς και σε παλαιότερες εποχές οι συγγραφείς ήταν όλοι επηρεασμένοι από κάποια ξένα πρότυπα• ακόμα και το κωμειδύλλιο, ακόμα και το θέατρο του Ξενόπουλου, έφερναν ζωηρά τα ίχνη των επιρροών. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι οι σύγχρονοι συγγραφείς είναι πολύ πιό γνήσιοι και πιο «Έλληνες» απ’ τους παλιότερους, μολονότι ζούμε σ’ έναν αιώνα που λόγω των επικοινωνιών επηρεάζεται από τα παγκόσμια ρεύματα πολύ περισσότερο απ’ όσο συνέβαινε στο παρελθόν.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Καμπανέλλη και όλης της σχολής που δημιουργήθηκε αργότερα είναι η γνησιότητα και η ελληνικότητα τους. Γύρω στα 1935-’40 κυριαρχούσε ένας σωβινισμός κι ένας πουριτανισμός στους κύκλους των διανοουμένων σχετικά με το τι είναι «ελληνικό» και τι δεν είναι, με το τι έχει «ελληνικότητα» και τι δεν έχει. Μιλώντας τώρα για την ελληνικότητα του Καμπανέλλη δεν την εννοώ με το ίδιο πνεύμα- την εννοώ σαν αναμόχλευση των δικών μας, των ντόπιων προβληματισμών, χωρίς όμως αποκοπή από τους ανάλογους προβληματισμούς του παγκόσμιου χώρου. Γιατί κι εμείς οι ίδιοι ανήκουμε κατά κάποιο τρόπο στα παγκόσμια ρεύματα, δεν είμαστε ξένοι, δεν είμαστε ξεκομμένοι απ’ αυτά. Ο Καμπανέλλης και οι άλλοι νέοι συγγραφείς καταφέρνουν να δημιουργήσουν στα έργα τους αυθεντικούς ελληνικούς χαρακτήρες, μορφές που μας είναι οικείες και που γι’ αυτό το λόγο εύκολα μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε. Το στοιχείο της ελληνικότητας σήμερα βρίσκεται στους ανθρώπινους τύπους που έχουμε γύρω μας. Και οι συγγραφείς αυτοί βασίζονται πολύ στον τύπο του μέσου και λαϊκού Έλληνα, γιατί αυτός είναι ο πιο ζωντανός, ο πιο «έγχρωμος».

Βάλτερ Πούχνερ, Τοπία ψυχής και μύθοι πολιτείας. Το θεατρικό σύμπαν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Παπαζήσης Αθήνα 2010 (από το οπισθόφυλλο)

Τοπία ψυχής και μύθοι πολιτείας. Η ξενάγηση στη χώρα Καμπανέλλη μοιάζει με Οδύσσεια σε 41 σταθμούς, με οδηγό τον μυθικό ήρωα του διαχρονικού Ελληνισμού, που συμπορεύεται νοερά με τον ίδιο το συγγραφέα από το “Οδυσσέα γύρισε σπίτι” (1952) ως την “Τελευταία πράξη” (1997) σε όλα τα βάθη και ύψη της ανθρώπινης ψυχής και της πολιτείας τις αλήθειες και τα ψεύδη. “Μελετώντας τα κείμενα αυτά, με πήρε ο ίδιος ο συγγραφέας από το χέρι και πηγαίναμε, διανύσαμε πορεία μεγάλη από το πρώτο έργο έως το τελευταίο. Τον ακολούθησα, χωρίς να επιβάλω μια δική μου μεθοδολογία. Νομίζω πως αυτή είναι η πιο σωστή και έντιμη τακτική, που φέρνει και τα περισσότερα και πιο έγκυρα αποτελέσματα, με την έννοια πως έτσι διεισδύει κανείς βαθύτερα στην ιδιοπροσωπία ενός σύνθετου συγγραφέα. Άλλωστε οι κόσμοι που ανακαλύπτει κανείς κατά την πορεία, η συνθετότητα και η λεπτότητα που χαρακτηρίζουν τον Καμπανέλλη, δεν σε αφήνουν κιόλας, αν δεν θέλεις να είσαι αυθαίρετος και αχάριστος, να επιβάλλεις μια απ’ έξω δεδομένη μεθοδολογία. Και επειδή ήθελα να εισχωρήσω όσο περισσότερο γίνεται στο σύνολο του έργου, όχι σε κάποια ειδική πτυχή ή προβληματική, άφησα τον εαυτό μου να συνδιαλέγεται ελεύθερα με τα ίδια τα κείμενα. Έτσι αποφεύχθηκε η όποια αταίριαστη συστηματικότητα και ως ένα βαθμό και η αναγωγή σε καθαρά θεωρητικές κατηγορίες. 
Σύνθετες προσεγγίσεις τέτοιας έκτασης κατ με σύνθετα πορίσματα έχουν αναγκαστικά την προσωπική σφραγίδα της προσωπικότητας του μελετητή”. “Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν συγκρίνεται με κανένα συγγραφέα” με κανένα θεατρικό συγγραφέα” με κανέναν Έλληνα θεατρικό συγγραφέα. Γιατί ξεκινάει τελείως διαφορετικά. 

Διαφορετικά με την έννοια της πνευματικής βιογραφίας και της βιωματικής βάσης μιας κοσμοαντίληψης. Και στην αρχή ενυπάρχει ήδη το όλο, όπως σοφά παρατήρησε ο Heidegger. Τον Καμπανέλλη τον έχω συγκρίνει με τον Χορτάτση, που δέσποζε ως κατεξοχήν θεατρικός συγγραφέας το 17ο και 18ο αιώνα, απόλυτο και αξεπέραστο δραματουργικό πρότυπο στη συνείδηση της εποχής, μια σύγκριση, ασφαλώς, συμβολική, γιατί οι διαφορές είναι μεγάλες, και ίσως θα μπορούσε να προστεθεί και μια άλλη ακόμα, εξίσου τολμηρή αν όχι τολμηρότερη: αν προσπαθήσουμε να βρούμε μέσα στην ελληνική παράδοση άλλον αποκλειστικά θεατρικό συγγραφέα με το μέγεθος της παραγωγής του Καμπανέλλη, τότε φτάνουμε πίσω στον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή, τηρουμένων των αναλογιών βέβαια κι έχοντας υπόψη τον καθαρά συμβολικό ή και “ποιητικό” χαρακτήρα τέτοιων συγκρίσεων”.

Σταυρούλα Παπασπύρου, "Ο πατριάρχης της απλότητας",  "Επτά", Καθημερινή, 3 Απριλίου 2011
 
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν φοβόταν τον θάνατο. Κόντευε τα 80 όταν το δήλωνε, αλλά δεν μπορούσες παρά να τον καμαρώσεις, βλέποντάς τον δημιουργικό και ακμαίο, ν’ ανυπομονεί να δει την «Κωμωδία» του επί σκηνής.   Ηταν το καλοκαίρι του 2002, τότε που ο Γιώργος Μιχαηλίδης ετοιμαζόταν να παρουσιάσει στο Ηρώδειο αυτήν την ξεκαρδιστική του σάτιρα, που εκτυλίσσεται στον Αδη, κι όπου οι νεκροί πολιτεύονται, χρηματίζονται, διασκεδάζουν και καταλώνουν αφειδώς, όπως και στην προηγούμενη ζωή. «Ειλικρινά δεν τον φοβάμαι» μας διαβεβαίωνε: «Ισως επειδή έζησα καθημερινά μαζί του, κρατούμενος στο Μαουτχάουζεν. Εκεί που βρισκόμουν, οι πιθανότητες να βγεις ζωντανός ήταν μία στις εννιά… Αυτή η εμπειρία μού άφησε μια αίσθηση ματαιότητας που ουδέποτε μ’ εγκατέλειψε, αναξάρτητα από τις φιλοδοξίες μου. Αν φοβάμαι κάτι, είναι ο κακός θάνατος, αυτός που σε διασύρει…» Γεννημένος στη Νάξο τον Δεκέμβριο του 1922, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έμελλε να περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής του στο «Μητέρα», ταλαιπωρούμενος από νεφρική ανεπάρκεια. Εκεί ξεψύχησε την περασμένη Τρίτη, αφήνοντας ένα κενό που δύσκολα θα συμπληρωθεί. 

Γόνος πολυμελούς οικογένειας που για οικονομικούς λόγους μετεγκαστάθηκε το 1935 στη Νίκαια, ο «πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου» αναγκάστηκε από μικρός να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει τα βράδια σε τεχνική σχολή. Τη δίψα του για μόρφωση την κάλυπτε νοικιάζοντας μεταχειρισμένα βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία… Οταν όμως εξελέγη παμψηφεί μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, είχε να το παινεύεται: «Μπορεί να μην έχω απολυτήριο γυμνασίου, αλλά ήμουν πιο διαβασμένος από πολλούς πτυχιούχους της εποχής μου. Θα ‘θελα βέβαια να γνωρίζω αρχαία ελληνικά ή να έχω μια προπαίδεια στα φιλοσοφικά ζητήματα. Εκεί οι σπουδές σε πάνε ακόμα πιο βαθιά. Η ζωή ωστόσο ενός θεατρανθρώπου συνδέεται αναγκαστικά με τους χιλιάδες χαρακτήρες του παγκόσμιου δραματολογίου. Εγώ έζησα και με αυτόν τον κόσμο, αντλώντας άπειρα διδάγματα. Και μέσα απ’ αυτό το υπερπανεπιστήμιο, το υπερταμείο βιωμάτων, καθοδηγήθηκα στο να ερμηνεύσω φαινόμενα και κοινωνικά και υπαρξιακά». Ο Καμπανέλλης σαγηνεύτηκε από το θέατρο, αφού είχε ήδη βιώσει την εμπειρία του εγκλεισμού στο ναζιστικό στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν, «ανταμοιβή» για την αντιστασιακή του δράση επί Κατοχής, η οποία αποτυπώθηκε στο ομώνυμο βιβλίο του και μπήκε στα χείλη όλων μας χάρη στους μελοποιημένους στίχους του από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ηταν χάρη στις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Κουν, τον χειμώνα του ’45, που ανακάλυψε τον εαυτό του και τον προορισμό του σ’ αυτή τη ζωή. 

Τι αναζητούσε όμως, κυρίως, όταν ξεκινούσε να γράφει θέατρο ο ίδιος; Εναν τρόπο έκφρασης ή ένα μέσο βιοπορισμού; «Ημουν και παραμένω ερασιτέχνης», επέμενε σ’ εκείνη τη συνάντησή μας. «Θεωρώ μάλιστα προσβλητικό να με αποκαλούν επαγγελματία. Ποτέ δεν σκέφτηκα αν το έργο θα φέρει κόσμο. Φυσικά, ήθελα να το δουν πολλοί, επειδή και η επιχείριση – δεν δίνονταν τότε κρατικές επιχορηγήσεις – έπρεπε να συντηρηθεί. Εγραφα όμως και επιφυλλίδες, εργάστηκα ως κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρείες, είχα και κάποια ποσοστά από τραγούδια, ζούσαμε. Ξεκινώντας δύο στόχους είχα: το Τέχνης και το Εθνικό. Καθώς το πρώτο παρέμεινε κλειστό μεταξύ ’49 και ’54, υπέβαλλα τα έργα μου στο δεύτερο. Ε, απορρίπτονταν το ένα μετά το άλλο! Δεν σταμάτησα την προσπάθεια μέχρι να το εκπορθήσω, αλλά πάντοτε με τους δικούς μου όρους. Κι έγραφα πάντα για να εκφραστώ». Το Εθνικό άνοιξε τελικά τις πόρτες του το ’55, με την «Εβδομη μέρα της δημιουργίας», ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Κάρολος Κουν σκηνοθετούσε στο υπόγειο του Τέχνης την «Αυλή των θαυμάτων», από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας μας. «Αμέσως μετά, δεν είχα ανάλογες επιτυχίες» παραδεχόταν: «Πολλοί μάλιστα αναρωτιώνταν γιατί δεν συνέχιζα έτσι, αφού είχα βρει έναν τρόπο γραφής και μια συγκεκριμένη θεματολογία. Η ιδέα όμως της «Αυλής…» και τα προβλήματα των ηρώων της με είχαν ερεθίσει τον καιρό που έμενα δίπλα σε μια αυλή και η κοινωνική μου κατάσταση ήταν παρεμφερής με τη δικιά τους. Οταν αργότερα ήμουν φίρμα, όταν μ’ έβλεπε για παράδειγμα ο γιατρός στην ουρά και μ’ έβαζε πρώτον μέσα, δεν ήμουν ο ίδιος. 

Θα ήταν συγγραφική φτωχοκαπηλεία να πουλάω θεατρικά τον πόνο των άλλων για να βγάλω περισσότερα χρήματα και να γίνω ακόμα μεγαλύτερη φίρμα». Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης σφράγισε τη νεοελληνική δραματουργία με το έργα του -«Παραμύθι χωρίς όνομα», «Γειτονιά των αγγέλων», «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Βίβα Ασπασία», «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», «Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα», «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», «Ο δρόμος περνά από μέσα» … – ενώ δικά του ήταν και τα σενάρια του «Δράκου» του Κούνδουρου, της «Στέλλας» του Κακογιάννη, του «Κορίτσια τον ήλιο» του Γεωργιάδη. Αποχώρησε πλήρης ημερών, έχοντας ευτυχήσει να τιμηθεί εν ζωή από την πολιτεία και από τους ακαδημαϊκούς της θεσμούς. Κι έχοντας διασχίσει όλον σχεδόν τον 20ό αιώνα, ήταν πεπεισμένος πως δεν ήταν οι πολιτικές ηγεσίες που κυβερνούσαν αλλά το «κεφάλαιο»: «Το ίδιο συμβαίνει και τώρα», έλεγε μέχρι πρόσφατα: «Οι λαοί δεν ελέγχουν τους κυβερνήτες τους».

Κατερίνα Διακουμοπούλου, “Το θεατρικό θαύμα του Ιάκωβου Καμπανέλλη “, Η Αυγή, 3 Απριλίου 2011 

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1922-2011) υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας μεταπολεμικός θεατρικός συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, σε ηλικία είκοσι ετών, αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς και παρέμεινε κρατούμενος στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν της Αυστρίας, απ’ όπου επέστρεψε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1945 και ανακάλυψε τη θεατρική μαγεία μέσα από τις παραστάσεις του Κ. Κουν στο Θέατρο Τέχνης. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, για βιοποριστικούς λόγους αναγκάστηκε να εργαστεί ως γραφέας στο υπουργείο Αεροπορίας.

Το 1950 παραστάθηκε έργο του για πρώτη φορά, ο Χορός πάνω στα στάχυα, στο θέατρο Διονύσια της Καλλιθέας, από τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού. Η αναγνώριση όμως ήρθε το 1957, με την Αυλή των θαυμάτων, στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Οι εγκυρότεροι θεατρικοί κριτικοί -ανάμεσά τους και ο Άγγελος Τερζάκης- επεσήμαναν την αξία του νεαρού συγγραφέα και σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η παράσταση αυτή αποτέλεσε σταθμό για το νεοελληνικό θέατρο. Η Αυλή των θαυμάτων δεν υπήρξε μόνο το έναυσμα για την ανανέωση της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας αλλά ήταν και η ιδανική επιλογή ώστε να πραγματοποιηθεί το θεατρικό όραμα του Κουν. Η ταύτιση απόψεων και η αλληλεπίδραση των δύο ανδρών ήταν συνεχής, εποικοδομητική και πολύτιμη παρακαταθήκη για το νεοελληνικό θέατρο.

Συχνά ο Καμπανέλλης πραγματεύτηκε βιώματα της προσωπικής του πορείας, γι’ αυτό άλλωστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα έργα του διατρέχουν ανάγλυφα τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και κοινωνία. Παρατήρησε με σεβασμό τις λαϊκές τάξεις και τον βιοτικό χώρο τους, δηλαδή τις λαϊκές συνοικίες λίγο πριν την παραμόρφωσή τους (δεν είναι τυχαίο ότι είχε σπουδάσει αρχιτεκτονικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο Σχολή). Τρέφοντας, λοιπόν, βαθιά εκτίμηση στους λαϊκούς ανθρώπους, ανέδειξε όψεις των Νεοελλήνων, ακόμα και τις πιο ποταπές εκφάνσεις τους, όχι όμως με διάθεση κριτική, αντιθέτως, δίνοντας πάντα ελαφρυντικά, θέλοντας συμπονετικά να δικαιολογήσει και όχι να καταδικάσει.

Είναι ο δημιουργός του «θεάτρου της καθημερινής ζωής», αυτοδίδακτος, με εμπειρικό φορτίο από τη γενέτειρά του, τη Νάξο, και τις φτωχογειτονιές της Αθήνας, που κατάφερε να διοχετεύσει στα θεατρικά του έργα αναλλοίωτο τον πλούτο του προφορικού λαϊκού λόγου, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη, προσωπική γλωσσική φόρμα, διαμετρικά αντίθετη από την επίπλαστη ηθογραφία, αναδεικνύοντας έναν αυθεντικό πολιτισμό. Μία γλώσσα λαϊκή και ταυτόχρονα ποιητική, διφορούμενη και υπαινικτική.

Προσπαθώντας να σκιαγραφήσει και να ερμηνεύσει τη νοοτροπία του Έλληνα της μεταπολεμικής περιόδου, σημείωνε ο ίδιος: «Η Αυλή των θαυμάτων βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, τόσο γνώριμη σε όλους μας, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, την στρατηγική γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας, και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία.

Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν, κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι. Η λαϊκή τάξη εκφράζει πάντα με πιότερη γνησιότητα τα χαρακτηριστικά της ζωής, γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που τοποθέτησα το έργο στο χώρο της» (Ιάκωβος Καμπανέλλης, από το πρόγραμμα της παράστασης της Αυλής των θαυμάτων από το Θέατρο Τέχνης το 1957). Η εργογραφία του, οι λαϊκές τραγωδίες του νεοελληνικού θεάτρου, αποτέλεσαν και αποτελούν πρότυπο για όλους τους μετέπειτα θεατρικούς συγγραφείς.
Η συμβολή του ωστόσο στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό υπήρξε σημαντική και στον κινηματογράφο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ως σεναριογράφος συνεργάστηκε με τον Κακογιάννη (Στέλλα) τον Κούνδουρο (Δράκος και Ποτάμι), τον Γρηγορίου (Αρπαγή της Περσεφόνης) κ.ά. Το 1968 μάλιστα ο ίδιος σκηνοθέτησε το σενάριό του το Κανόνι και τ’ αηδόνι. Ως στιχουργός συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες: τον Χατζιδάκι (Παραμύθι χωρίς όνομα), τον Θεοδωράκη (Μαουτχάουζεν), τον Ξαρχάκο (Το μεγάλο μας τσίρκο), τον Μαμαγκάκη (Ο κύκλος με την κιμωλία). Τέλος, το 1963 έγραψε το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Μαουτχάουζεν.


Από το αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη Σαν Σήμερα | Lifo | 2.12.2013

«Κανένας χαρακτήρας του Καμπανέλλη δεν είναι μονοσήμαντος: γεμάτοι αδιέξοδα, κοινωνικά πλέγματα και βάσσανα μες στ’ αδιέξοδα του ίδιου του κόσμου, τα έργα του Καμπανέλλη αγγίζουν και συγκινούν με την ευρωστία της γραφής, την πρωτογενή τεχνική και το πολυεπίπεδο των σημάνσεων: από την τελική σκηνή της «Εβδόμης μέρας της Δημιουργίας» μιας αυθεντικής λαϊκής τραγωδίας, έως την αγρυπνία της «Ηλικίας της νύχτας», ολόκληρη την «Αυλή των θαυμάτων με τον Ιορδάνη, το Μπάμπη και το Στέλιο μέχρι τη Λίτσα, τον Αντωνάκο και τον παρηκμασμένο Ποριώτη των παλαιών ημερών του Δρόμου, ο Καμπανέλλης σκιαγραφεί ήρωες παραπληρώματα της νεοελληνικής κοινωνικής πινακοθήκης, σα σκηνικές επαληθεύσεις της ίδιας της ζωής, φιλτραρισμένης με τη μαγική δεξιοτεχνία της θεατροποίησης της αλήθειας, της λογοτεχνίας, της ίδιας της ελληνικότητας.

 Η εμφύλια ανοικτή πληγή, τα εθνικά σύνδρομα, η εξορία του ίδιου του τόπου και των ανθρώπων, ο καθημερινός θάνατος και η μακρινή ευτυχία, τα όνειρα και η αγριότητα της πραγματικότητας, η αρπαχτή και η βουλιμία για το γρήγορο και εύκολο κέρδος, το αγοραίο αίσθημα και η αναισθησία της αγοράς, η τιμωρία και η ταπείνωση, η ντροπή, η κοινή ενοχή, εικόνες καθαρά ελληνικές ενός κόσμου που φεύγει και ενός άλλου που έρχεται, εναλλάσσονται στα ταμπλό του Καμπανέλλη, αναμοχλεύουν τους προβληματισμούς μας και συνθέτουν αυθεντικούς ελληνικούς ήρωες, οικείες φιγούρες και συμπεριφορές εύκολα σε όλους αναγνωρίσιμες.
«Όσα έργα και αν γράψουμε ένα είναι αυτό που επιχειρούμε να γράψουμε και απλώς το κυκλοφέρνουμε, επειδή αντιληφθήκαμε μια άλλη όψη του, επειδή οι εξελίξεις –και η προσωπική μας μαζί- το φανέρωσαν αλλιώς ή βαθύτερα» έλεγε ο συγγραφέας.»


Δελβερούδη Ε.Α., Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο ελληνικός κινηματογράφος, Αριάδνη 7, 1994, σ.165-195.

Η μεταπολεμική ελληνική θεατρική και κινηματογραφική παραγωγή αντιμετωπίστηκαν από την κριτική με φανερές διακρίσεις και με εξίσου φανερά, κατά τη γνώμη μου, αποτελέσματα. Σε αντίθεση με ό,τι ίσχυσε στον κινηματογράφο, η θεατρική κριτική αγκάλιασε με ενδιαφέρον και αγάπη τις προσπάθε ιες της μεταπολεμικής γενιάς των θεατρικών συγγραφέων,  βοηθώντας την να αποκτήσει ένα πρόσωπο και να δημιουργήσει μία παράδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διάκρισης με την οποία αντιμετωπίζονται από την οικεία κριτική τα κινη ματογραφικά και τα θεατρικά έργα, μπορεί να αποτελέσε ι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Από τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, ο Καμπανέλλης εντυπωσίασε την κριτική και το κοινό του. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, ενώ το τοπίο του μη εμπορικού θεάτρου ήταν αδιαμόρφωτο και οι προσπάθειες των συγγραφέων δεν έδειχναν ακόμα ότι θα αποτελέσουν αυτόνομη ενότητα σε σχέση με τις προηγούμενες τάσεις της νεοελληνικής δραματουργίας, ο Καμπανέλλης αναγνωριζόταν ήδη ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νέου αίματος. Με την πάροδο των ετών, η συνεχής του ενασχόληση με τη σκηνή δικαίωσε τις ελπίδες των πρώτων υποστηρικτών του.5 Κοινό και κριτική παρακολουθούν με ενδιαφέρον κάθε νέα του δουλειά, ενώ κανείς δεν του αμφισβητεί τη θέση του "πατριάρχη" της μεταπολεμικής γενιάς των θεατρικών συγγραφέων.

Κάποια εποχή ο Καμπανέλλης εργάστηκε και στον κινηματογράφο. Όμως η δουλειά του εκεί μας είναι σήμερα πολύ λιγότερο, έως καθόλου γνωστή. Ενώ συνδέουμε αυτόματα το όνομά του με την Αυλή των θαυμάτων, η Στέλλα ή ο Δράκος δεν μας οδηγούν στον ανάλογο συνειρμό. Αυτή η διαφορά οφείλεται κατά τη γνώμη μου στις ανασταλτικές αιτίες που εκτέθηκαν παραπάνω, δηλαδή στην υποτίμηση του σεναρίου, στην υποτίμηση των ελληνικών ταινιών, αλλά και στην υποτίμηση της δουλειάς του σεναριογράφου από τον ίδιο τον συγγραφέα. Σε αντίθεση με το θεατρικό του έργο, που έχε ι γίνει αντικείμενο πλείστων προσεγγίσεων, η δουλειά του Καμπανέλλη στον κινηματογράφο δεν έχει αποτιμηθεί και δεν αναφέρεται συχνά, ούτε από τον ίδιο, ούτε από όσους ασχολούνται με το έργο του, με αποτέλεσμα να παραμένει ως σήμερα άγνωστη και αγνοημένη. 
[...]
Το ενδιαφέρον του συγγραφέα διοχετεύεται και στο πεδίο της δημιουργικής αξιοποίησης αρχαιοελληνικών μύθων και της μεταφοράς τους στη σύγχρονη πραγματικότητα. Το συνολικότερο παράδειγμα αυτής της προσπάθειας είναι το σενάριο της Αρπαγής της Περσεφόνης. Η αρχαία παράδοση εισχωρε ί στο έργο του Καμπανέλλη και μέσω των τραγικών του ηρώων, της Στέλλας και του Θωμά. Το τραγικό λάθος που διαπράττουν, η απόφασή τους να υποδυθούν ένα ρόλο ξένο, ή, ακριβέστερα, αντίθετο προς τον εαυτό τους, η Στέλλα με το να συγκατανεύσει σε ένα γάμο που δεν μπορεί να αντέξει, ο Θωμάς με το να εμφανιστεί ως ο παντοδύναμος αρχηγός μιας συμμορίας, το πληρώνουν και οι δύο με τη ζωή τους, όπως οι ήρωες των αρχαίων τραγωδιών. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της δραματουργίας του Καμπανέλλη, που εμφανίζεται στα σενάριά του, είναι η σκωπτική του διάθεση, το χιούμορ του. Αγαπάει τους ήρωές του, καλούς και λιγότερο καλούς, έξυπνους και λιγότερο έξυπνους, καπάτσους και αφελείς.
Εντοπίζει τα ελαττώματά τους και τα υποδεικνύει με συμπάθεια, με την έννοια ότι το ελάττωμα είναι ανθρώπινη αδυναμία, για την οποία δε χρειάζεται κανείς να καταδικαστεί, επειδή τα αίτιά της είναι εν πολλοίς δικαιολογημένα. Η κοινωνική του παρατήρηση γίνεται με αυτό το πνεύμα. Άλλωστε η λογική του άσπρου-μαύρου, της κάθετης αντιπαράθεσης καλού-κακού δεν τον συγκινεί. Αντίθετα έχει μια θετική άποψη για τον κόσμο, μία αισιοδοξία και αναζητά το καλό στοιχείο πίσω από το κακό φαινόμενο.

Η κυρίαρχη αντίληψη για τον ελληνικό κινηματογράφο δεν ενθάρρυνε ως σήμερα τη μελέτη ταινιών, σεναρίων και άλλων επιμέρους θεμάτων που άπτονται της προγενέστερης του 1970 παραγωγής. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα είναι η διχοτόμηση του έργου του σημαντικότερου σύγχρονου έλληνα συγγραφέα σε ενδιαφέρον θεατρικό και εκ προοιμίου αδιάφορο κινηματογραφικό, διχοτόμηση που και ο ίδιος δεν αρνείται. Το επιχείρημά του είναι ότι ενώ στο θέατρο έχει ελευθερία κινήσεων και έλεγχο στην απόδοση του έργου του με την επιλογή του θιάσου και του σκηνοθέτη που θα το ανεβάσει, στον κινηματογράφο δεν έχε ι τη δυνατότητα να ελέγξει το αποτέλεσμα και να διορθώσει τα σημεία που αποκλίνουν από το καλλιτεχνικό του όραμα. Γι' αυτό, απ' όλη την κινηματογραφική του παραγωγή, εξαιρεί το Κανόνι και τ ' αηδόνι, όπου δεν υπεισήλθαν κριτήρια εμπορικότητας, αλλά μόνο καλλιτεχνικής έκφρασης. Και οι άλλες ταινίες που εξαιρεί, Η Αρπαγή της Περσεφόνης και Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα, διατηρούν ακριβώς αυτό το στοιχείο της προσωπικής παρέμβασης. Ωστόσο, από τη μελέτη των σεναρίων του προκύπτει το συμπέρασμα, ότι όσο και αν οι όροι εργασίας επηρεάζουν το αποτέλεσμα, δεν μπορούν να εξαφανίσουν τον πυρήνα της σκέψης του συγγραφέα. Η δραματουργική δεινότητα και η σταθερή παρουσία ορισμένων θεμάτων, πεποιθήσεων και προσωπικών αντιστάσεων, σε αντιστοιχία με το θέατρό του, βρίσκουν διέξοδο και επανεμφανίζονται με ποικίλους τρόπους στο κινηματογραφικό του έργο. 


 

Γιώργος Πεφάνης - Ιάκωβος Καμπανέλλης: Ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ: ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ 
Ο μέχρι τώρα απολογισμός της πορείας του Ιάκωβου Καμπανέλλη είναι εντυπωσιακός: τριάντα τέσσερα θεατρικά έργα˙ έξι κινηματογραφικά σενάρια και δύο τηλεοπτικά˙ αρκετά ποιήματα που εντάχθηκαν στα θεατρικά του και έγιναν τραγούδια˙ ένα συγκλονιστικό χρονικό της ομηρείας του˙ ένας εξαιρετικός τόμος με ομιλίες, εισηγήσεις και συνεντεύξεις του. Μας χάρισε αρκετές δικές του θεατρικές σκηνοθεσίες και δύο κινηματογραφικές, αναρίθμητες παραστάσεις έργων του στην Ελλάδα, ενώ και στο εξωτερικό έργα του έχουν ανέβει με επιτυχία σε πολλές και καθόλου «εύκολες» χώρες, όπως η Αγγλία, η Αυστρία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Νορβηγία κ.ά.
Δε γνωρίζω ποιες διαστάσεις θα έπαιρνε το έργο του εάν καταγόταν από μια πλούσια και δυνατή χώρα, όπως o Arthur Miller λ.χ.˙ εναπόκειται στη σκέψη του καθενός να δώσει απάντηση. Πάντως, πολλά από τα κείμενά του, εάν είχαν γραφτεί στην Αγγλία ή στις ΗΠΑ, θα θεωρούνταν σήμερα παγκοσμίως κορυφαία. Όπως κι αν έχει, ο όγκος του συνόλου έργου, η υψηλή ποιότητά του, καθώς και ο πολύ σημαντικός ρόλος τού συγγραφέα του προσωπικά στον χώρο του πολιτισμού και, ειδικότερα, στη θεμελίωση και ανάπτυξη του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, οδηγούν στην καθόλου μεροληπτική διαπίστωση ότι ο Καμπανέλλης ανήκει στις σπουδαιότερες μορφές του θεάτρου στον εικοστό αιώνα. (σελ.33)

Δείτε επίσης τη μελέτη του Γιώργου Πεφάνη, Θέματα του Μεταπολεμικού και Σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, Κέδρος. 

Η σύγχρονη ελληνική δραματουργία, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, πορεύεται προς ένα θέατρο ουσίας, μακριά από τη σαγηνευτική αναχώρηση και τους αληθοφανείς αντικατοπτρισμούς που παρέχει εν δαψιλεία η τηλεοπτική εικόνα. Η κριτική που ασκεί το ελληνικό θέατρο, αλλά και η περιπλάνησή του στον κόσμο της ετερότητας, ενδέχεται να επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συμβολική διάσταση, η οποία μεσολαβεί πάντα ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό, στη φαντασμαγορία και στη συμβαντολογία. Μόνο μέσα στη διάσταση αυτή καθίσταται δυνατή η καλλιτεχνική εμπειρία, δηλαδή εκείνη η συνειδησιακή στάση που τείνει να ανταποκριθεί σε ακαθόριστες ακόμα επιθυμίες και να προσανατολιστεί σε βιώματα αχαρτογράφητα από την κληρονομημένη γνώση. Η σκηνή που πρέπει και μπορεί να στήσει το σύγχρονο ελληνικό θέατρο είναι η συμβολική σκηνή που δεν απαντά, δεν επαναλαμβάνει, δεν οπτικοποιεί, απλουστεύοντας, ένα ερώτημα, αλλά διατυπώνει νέα ερωτήματα.
Σε μια κουλτούρα τηλεοπτική, δηλαδή σημειακή και ηδονοβλεπτική, το θέατρο μπορεί να γίνει η εστία ανάδυσης νέων σημασιών, μόνο όταν ακολουθεί τον δικό του δρόμο αντιπαραθέτοντας στα ήπια ομοιώματα τη «σκληρή» ανθρώπινη παρουσία και στην εφησυχαστική κατάφαση της πραγματικότητας τα διαβρωτικά του ερωτήματα. 

Ειδικότερα στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16. “Ο Πυρήνας της Ετερότητας και του Κακού στη διαμόρφωση μιας Σύγχρονης Κοσμοεικόνας. Το παράδειγμα της Ελληνικής Δραματουργίας· 1980-1995. (Καμπανέλλης, Μάτεσις, Ποντίκας, Διαλεγμένος, Μανιώτης, Χρυσούλης):
«Μια εσωτερική περιπέτεια, ένα εσωτερικό θέατρο που επιψαύει τα ζεστά σημεία του παρελθόντος και τις σημαντικές πτυχώσεις του ψυχικού βίου· η γειτνίαση του ονειρικού κόσμου και της εν εγρηγόρσει συνειδήσεως, η συνύφανση του συνειρμού και της ανάμνησης, του φαντάσματος της ψυχής, της ξεθωριασμένης εικόνας και του άμεσου βιώματος πάνω σ’ έναν παράξενο καμβά από ζωντανό υλικό. Αυτά είναι όσα θα μπορούσε κανείς να πει για να περιγράψει τη δομή του Αόρατου θιάσου του Ιάκωβου Καμπανέλλη. (…) Ο Καμπανέλλης με το έργο αυτό αιφνιδιάζει, αιφνιδιαζόμενος ο ίδιος, γοητεύει, γοητευμένος ο ίδιος από την απροσδιοριστία και την απαράγραπτη εκκρεμότητα του εσωτερικού βίου, από την υποβλητική και παράδσοξη ετερότητα που εντοπίζεται στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής και αντανακλά ένα φως που σπαράσσει την εφησυχασμένη συνείδηση.» (σ. 238)

Αποσπάσματα του έργου του


Ο αμερικάνος διοικητής με φώναξε στο γραφείο του. Ακούμπησε φιλικά το χέρι στον ώμο μου και μου είπε: «... οι Έλληνες μπορούν να φύγουν σε τρεις μέρες. Αυτοκίνητα και τραίνα είναι όλα ταχτοποιημένα. Είμαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να βοηθήσω Έλληνες κρατούμενους».

Γράψαμε την ανακοίνωση για την αναχώρηση σε μεγάλο χαρτί, σωστή ταμπέλα, και την κρεμάσαμε στο παράθυρο. Πήγαμε και στην παράγκα για να το πούμε σ’ όσους ήταν εκεί. Άλλοι αρχίσανε να χοροπηδάνε, άλλοι δεν είπαν τίποτα και μόνο που ανάψανε τσιγάρο. Τον Ξεκαρδάκη όμως τον πνίξανε τα κλάματα και το παράπονο:
–  Να, τώρα φεύγουμε, γυρίζουμε πίσω και δεν έχω τίποτα να τους πάω...
–  Σε ποιους δεν έχεις να πας τίποτα;
–  Στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου!
–  Τι να τους πας, μωρέ Ξεκαρδάκη;
–  Ένα δωράκι, ανάθεμά με, τόσον καιρό λείπω και θα πάω με άδεια χέρια!...
–  Και πού ήσουνα για να τους πας δώρα; Για αναψυχή είχες πάει;
–  Τι σημασία έχει, έλειπα τόσον καιρό, για δεν έλειπα;
–  Δε φτάνει που θα τους πας πίσω ζωντανός, τα δώρα σκέφτεσαι;
–  Μα οι ζωντανοί πάνε δώρα, μωρέ. Οι πεθαμένοι παίρνουνε. Ίντα να βρω τώρα να τους πάω;
Έμεινε αμετάπειστος κι απαρηγόρητος. Και να σκεφτείς πως τέσσερις μέρες πριν μπουν τ’ αμερικάνικα τανκς στο Μαουτχάουζεν, ο Ξεκαρδάκης βρισκόταν στην ουρά των μελλοθανάτων που περίμεναν τη σειρά τους έξω απ’ το κρεματόριουμ.
 


ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΜΟΣ Α': ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ. Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Έβδομη μέρα της δημιουργίας», Μέρος δεύτερο, Εικόνα πέμπτη, από το Θέατρο, τόμος Α’, Κέδρος, 1978
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος σωστά, σας το λέω εκ πείρας! Έπρεπε να ‘χει το σπίτι του κολλημένο στη ράχη του όπως το σαλιγκάρι, το κοχύλι, η χελώνα! Είμαι βέβαιος ότι κανένα Πρωτοδικείο  δε θα έβγαζε απόφαση να του αφαιρεθεί το καβούκι κατά τον ίδιο τρόπο που δεν βγάζουν απόφαση να του κόψουν τα πόδια. Αυτές οι πρώτες ανάγκες, όπως η στέγη, έπρεπε να είναι μέλος του οργανισμού μας…

ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΜΟΣ Β': ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ. ΒΙΒΑ ΑΣΠΑΣΙΑ. ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ
Ποίημα από το θεατρικό έργο: «Το παραμύθι χωρίς όνομα», Πράξη δεύτερη, Εικόνα έβδομη, από το Θέατρο, τόμος Β’, Κέδρος, 1979
ΕΡΩΤΙΚΟ
Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
να γίνει νερό να ξεδιψάσεις
Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
να γινεί ψωμάκι να χορτάσεις
Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου
τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις
Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
να γινεί δροσούλα ν’ ανασάνεις

ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΜΟΣ Γ': ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ. ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΟΥ. Ο ΜΠΑΜΠΑΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», Εικόνα πέμπτη, από το Θέατρο, τόμος Γ’, Κέδρος, 1981
ΧΑΡΗΣ: Είπες να ησυχάσω, από τι να ησυχάσεις…;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Απ’ όλους αυτούς…!
ΧΑΡΗΣ: Τι σου κάνουνε…;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Αν δεν τους χτυπήσω πρώτος εγώ, θα με χτυπήσουν αυτοί! μπορώ να ζω σ’ αυτή τη μαρτυρική αγωνία; Αντί να τρέμω εγώ τους άλλους, δεν είναι πιο καλά να τρέμουν οι άλλοι εμένα…;
ΧΑΡΗΣ: Στάσου όπως είσαι, μην κουνήσεις καθόλου… Στο δεξί σου μάτι πεταρίζει η ανασφάλεια, στ’ αριστερό γυαλίζει η μοχθηρία… με το δεξί τρέμεις, με τ’ αριστερό σφάζεις… Το δεξί σου αυτί ψάχνει στο άπειρο, τ’ αριστερό έχει μαραθεί από καθολική έλλειψη εμπιστοσύνης…! Έλα τώρα να δεις πόσο σεβάστηκα την αλήθεια…! Και σε ρωτώ! Είναι δίκαιο, επειδή γεννήθηκες δειλός, να χαλάς την ησυχία της πλάσης;
(Θόρυβος έξω και τρεχαλητά)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Δειλός εγώ…;
ΧΑΡΗΣ: Εκ γενετής! Φάνηκε στη Ρόδο! Ούτε ανάμεσα σε μαγέρικα και ζαχαροπλαστεία δεν τόλμησες να περάσεις χωρίς να σφάξεις άοπλους και αθώους…!

ΤΟΜΟΣ Δ': Η ΟΔΟΣ. ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΑΛΟΝΙ ΤΟΥ. Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΘΙΑΣΟΣ. Ο ΓΟΡΙΛΑΣ ΚΑΙ Η ΟΡΤΑΝΣΙΑ. Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Ο αόρατος θίασος», από το Θέατρο, τόμος Δ’, Κέδρος, 1989
ΟΙΚΟΔ/ΤΗΣ: …γιατί είμαι ένας σκλάβος… ξέρετε ποιες ελευθερίες μού απομείνανε; …να διαλέγω μία γραβάτα που κοστίζει ένα μισθό υπαλλήλου, αλλά να μην τολμώ να μη φορώ γραβάτα… να έχω χίλιους εργατοϋπαλλήλους να δουλεύουν για μένα, αλλά να μην τολμώ τώρα πια να μην τους έχω… κάθε μέρα σχεδόν έχω μια σύσκεψη με σοβαρότατα θέματα… ξέρετε τι κάνω… προσέχω τα μάτια τους, προσέχω τις μύτες τους, τα δόντια τους, τα δάχτυλά τους, τη φωνή τους, τις λέξεις τους και αναρωτιέμαι «τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτούς και μ’ αυτά που λένε»… κι αυτό που θέλω ολόψυχα είναι να τους παρατήσω, να πάω στον πρώτο μανάβη να πάρω μια σακούλα μανταρίνια, να τρέξω στο λόφο του Φιλοπάππου… να ‘ναι μια ωραία λιακάδα… να κάτσω στα χόρτα… δεν το ‘χω κάμει όμως, ούτε θα το κάμω… ό,τι δεν μπορείς πια, δεν είναι κι ένας θάνατος;

ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΜΟΣ Ε': Η ΣΤΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ. Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», Μέρος δεύτερο, Εικόνα πρώτη, από το Θέατρο, τόμος Ε’, Κέδρος, 1991
ΣΤΕΛΛΑ: …ηλίθια, πειναλέα, κακομοιριασμένη, άνοιξε τα στραβά σου, αυτοί που λυπάσαι μάς χαραμίζουνε! του ζήτησα γω να με νοικοκυρέψει; γιατί όλοι θέλουν να με κουτσουρέψουν, ο ένας να με κάνει κυρία, ο άλλος νοικοκυρά! τι στραβό έχω έτσι που είμαι; δηλαδή όποιος θέλει την ελευθερία τού εαυτού του είναι υπόκοσμος; πέστε μου έναν που να ‘ρθε και να μην ήθελε να μ’ αλλάξει κατά το κέφι του…! και τι είμ’ εγώ για να μ’ αλλάζουνε, γραμμόφωνο! εν τοιαύτη περιπτώσει για τους άρεσα την πρώτη ώρα; επειδή ήμουνα κατάλληλη για αλλαγή ή επιδιόρθωση; είπα σε κανέναν τους «πεθαίνω για σένα αλλά σε θέλω αλλιώς»… σε κανένα! πέφτω σαν τυφλή, τα δίνω όλα, τους πιστεύω, ενώ αυτοί μελετάνε μέσα τους πώς να με κάνουνε άλλη! όχι, αγαπημένες μου, εγώ δεν ξεγέλασα κανένα, αυτοί με ξεγελάσανε…! (στη ΜΑΡΙΑ)…εσύ, τουλάχιστο, κατάλαβέ με…!

ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΜΟΣ ΣΤ': ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΟΡΕΣΤΗ. Ο ΔΕΙΠΝΟΣ. ΠΑΡΟΔΟΣ ΘΗΒΩΝ. ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΙΨΕΝ. Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ. ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ...; Ο ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Ο δείπνος», από το Θέατρο, τόμος ΣΤ’, Κέδρος, 1994
ΗΘΟΠ.: …τέλος, σας ζητώ συγνώμη για τις λέξεις, ψυχή, κάθαρση, γενναία, σπόρος και ιδιαίτερα για τη λέξη αγάπη, λεξιλόγιο παρωχημένο… αλλά ίσως να οφείλεται σε κάποιου είδους αμήχανη απελπισία… ευχαριστούμε…

 

ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΜΟΣ Ζ': ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ. ΜΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Μια συνάντηση κάπου αλλού», Μέρος δεύτερο, Εικόνα και Ανάμνηση όγδοη, από το Θέατρο, τόμος Ζ’, Κέδρος, 1998
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: …«αν λέω αλήθεια ότι είμαι ρακοσυλλέκτης», εσύ με ρώτησες…;
ΕΦΗΒΟΣ: …εγώ…
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: …είμαι… όμως μην σκεφτείς κι εσύ την ίδια γλυκάντζα επειδή κάποτε διάβαζες Μαξίμ Γκόρκι και Εμίλ Ζολά, δεν είμαι θύμα της κοινωνίας… είναι μια αποκλειστικά δική μου μελετημένη επιλογή…
ΕΦΗΒΟΣ: …δηλαδή, αυτό διάλεξες για δουλειά…;
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: …άρχισα με διάφορες άλλες, αλλά καμιά σαν κι αυτή…! ειν’ ένα παρατηρητήριο, ένα «ανθρωποσκοπείο» που μετρά πόση πλάνη οδεύει κάθε μέρα για πολτοποίηση…! και μοιραία βέβαια, όπως τα πάντα στη ζωή, και για ανακύκλωση… διότι ακόμα και εμείς οι άνθρωποι – και με όλα μας τα αξεσουάρ, παπούτσια, σώβρακα, μνήμη, ιδέες, αμαρτίες – προϊόντα ανακυκλώσεως είμαστε…!  

ΤΟΜΟΣ Η': ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ. Ο ΕΧΘΡΟΣ ΛΑΟΣ
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Το μεγάλο μας τσίρκο», Μέρος πρώτο, Έναρξη, από το Θέατρο, τόμος Η’, Κέδρος, 2010
ΡΩΜΙΟΣ: Αρκετά!... Και τώρα μια τελευταία διευκρίνιση. Είπα ότι το έργο μας είναι κωμωδία. Αλλά δεν είναι απλώς διότι έτσι γράφτηκε ή διότι το λέμε εμείς. Είναι κωμωδία για έναν άλλο σοβαρότερο και πολύ πιο έγκυρο λόγο: Το δηλώσαμε ως κωμωδία, το υποβάλαμε στη λογοκρισία ως κωμωδία  και ενεκρίθη ως κωμωδία δια της υπ’ αριθμόν 199 αποφάσεως. Δε θέλω με τούτο να πω ότι δυνάμει του νόμου τάδε είστε υποχρεωμένοι να γελάσετε. Κάθε άλλο! Επισημαίνει απλώς ότι οποιαδήποτε ομοιότης της κωμωδίας μας με δράμα είναι τελείως συμπτωματική.

ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΜΟΣ Θ': Η γειτονιά των αγγέλων. Η αποικία των τιμωρημένων. Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: «Η γειτονιά των αγγέλων», Πράξη Δεύτερη, Εικόνα Δεύτερη:
ΞΕΝΙΑ: «Κρίμα είναι να τελειώνουν έτσι… με μόνη λαχτάρα να θες να φύγεις, να φύγεις… Εγώ δε θα πω ότι εσύ φταις… Η γειτονιά σου είναι πολύ βαριά για τους ώμους σου… Πόσο ταπεινώθηκα αυτή τη φορά… Πόσο γελοία σκορπιέμαι… (φωνάζει σ’ ένα υποτιθέμενο περαστικό ταξί) Ταξί… Σας παρακαλώ, στείλτε μου ένα ταξί… Ζω σ’ έναν κόσμο που δεν τον ξέρω και δε με ξέρει… σ’ έναν κόσμο που γυρεύω να τόνε βρω… Κάτι με διώχνει απ’ τους άλλους και κάτι με χωρίζει απ’ τον εαυτό μου. Αμαρτίες και λάθη που δεν είναι δικά μου, αλλά που με ακολουθάνε όπως ο ίσκιος μου και που κοντεύουνε να γίνουν μοίρα μου… (φωνάζει) Ταξί…
 

Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
να γενεί νερό να ξεδιψάσεις
Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις
Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου
τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις
Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
να γενεί δροσούλα ν’ ανασάνεις
(Από τον κύκλο τραγουδιών «Παραμύθι χωρίς όνομα» που έγραψε το 1965 ο Μάνος Χατζιδάκις για το ομώνυμο θεατρικό έργο του Ι.  Καμπανέλλη).

Λαχτάρησα μια χώρα, γυρεύω ένα νησί
που οι άνθρωποι να λένε ό,τι μου λες κι εσύ
Βροχούλα στα μαλλιά σου στα μάτια η χαραυγή
φωνή που σε θηλάζει μια μάνα υπομονή
Να σπείρω ένα χωράφι και κάθε πρωινό
πόση ζωή έχει πάρει να βγαίνω να μετρώ
Θέλω να σε κρατήσω θέλω να σ’ αγαπώ
για όσα έχουν σωπάσει να σκύψω να σου πω.
Και σαν θα μεγαλώσεις το λάδι απ’ την ελιά
ίσια να το μοιράζεις στα δώδεκα παιδιά
Να ρίξουν ένα γέλιο να πάει ως την πηγή
να σηκωθούν οι μέρες που καρτερούν εκεί.
Βροχούλα στα μαλλιά σου στα μάτια η χαραυγή
φωνή που σε θηλάζει μια μάνα υπομονή.

Οπτικοακουστικό υλικό

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ [Δύο μέρη] 

Η εκπομπή ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ της σειράς αυτοβιογραφικών ντοκιμαντέρ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ, των ΓΙΩΡΓΟΥ και ΗΡΩΣ ΣΓΟΥΡΑΚΗ, όπου σκιαγραφούνται προσωπικότητες από τον πνευματικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό και κοινωνικό χώρο, αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης διηγείται την εμπειρία της πρώτης θεατρικής παράστασης που παρακολούθησε, ενώ επίσης μιλά για την επίδραση του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν και εξηγεί το πώς ξεκίνησε να γράφει κείμενα για το θέατρο. Αναφέρεται επίσης στην εμπειρία των δυόμισι χρόνων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν.

Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας αναφέρεται στο θεατρικό είδος με το οποίο ασχολήθηκε και παρουσιάζει τις προσωπικές του απόψεις για τη διαδικασία της θεατρικής συγγραφής. Κατόπιν μιλάει για την περίοδο που ήταν Γενικός Διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και για τις θεατρικές διασκευές έργων που παρουσιάζονταν στο ραδιόφωνο. Αφηγείται τη γνωριμία του με τη Μελίνα Μερκούρη και πώς η προσωπικότητά της στάθηκε η αφορμή για να γράψει τη Στέλλα, έργο που προοριζόταν για το θέατρο αλλά γνώρισε την επιτυχία μέσω της ταινίας του Κακογιάννη. Κάνει μνεία επίσης στη συνεργασία του με τον Νίκο Κούνδουρο στην ταινία Ο Δράκος, καθώς και στα έργα του Το κανόνι και τ’ αηδόνι και Το μεγάλο μας τσίρκο.

Κατά τη διάρκεια της εκπομπής παρακολουθούμε αποσπάσματα από τις ταινίες και τα θεατρικά του έργα. Την εκπομπή προλογίζει ο Γιώργος Σγουράκης.

ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνέντευξη στην Εύη Κυριακοπούλου για την εκπομπή Η ζωή είναι αλλού της ΕΤ1


Συμβουλές του Ιάκωβου Καμπανέλλη στους νέους


Η Νάξος του Ιάκωβου Καμπανέλλη



ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, ΘΕΑΤΡΟ

Μια ταινία για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, με σημείο αναφοράς το έργο  "Η αυλή των θαυμάτων". 

Θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο του Ιάκωβου Καμπανέλλη: 

Η Έβδομη μέρα της Δημιουργίας
Η Αυλή των θαυμάτων
Η Ηλικία της νύχτας
Η Καμπάνα και το χελιδόνι
Η Τελευταία πράξη
Οι Κουκούγεροι της Θράκης
Ο Μπαμπάς ο πόλεμος

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ - ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

Το Νοέμβρη του 1973 ηχογραφήθηκαν τα τραγούδια κι ένα μεγάλο μέρος της παράστασης στο στούντιο Polysound και το 1974 κυκλοφόρησε ένας διπλός δίσκος.

Το "Μεγάλο μας τσίρκο" του Ιάκωβου Καμπανέλλη παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1973 στο θέατρο Αθήναιον με τους Τζένη Καρέζη, Κώστα Καζάκο, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Τίμο Περλέγκα, Χρήστο Καλαβρούζο κ.α.
Τα τραγούδια έγραψαν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευσε ο Νίκος Ξυλούρης.
Τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Ευγένιος Σπαθάρης και το έργο σκηνοθέτησε ο Κώστας Καζάκος.
Περισσότερες πληροφορίες για το δίσκο: http://vinylmaniac.madblog.gr


Από την ιστοσελίδα του Θεάτρου Τέχνης, μπορείτε να διαβάσετε τους συντελεστές της κάθε παράστασης.
 
1957 Η αυλή των θαυμάτων
1958 Η ηλικία της νύχτας
1959 196 Οδυσσέα γύρισε σπίτι
1976 Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα
     Τα μέρη:
     Ο πανηγυρικός
     Ο πιστός άνθρωπος
     Η γυναίκα και ο Λάθος
     Ο άνθρωπος και το κάδρο
1978 Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού
1980 Ο μπαμπάς ο πόλεμος

Από το ψηφιοποιημένο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, για καθεμιά από τις παρακάτω παραστάσεις, μπορείτε να δείτε τους συντελεστές, να «ξεφυλλίσετε» το πρόγραμμα (το οποίο μεταξύ άλλων περιέχει θεωρητικά κείμενα από σημαντικούς συγγραφείς), να διαβάσετε τις κριτικές που είχαν γραφτεί και τέλος να απολαύσετε το σημαντικό οπτικοακουστικό υλικό.
 
Αόρατος θίασος (1988)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή 
Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαηλίδης
 
 
 
 
Η αυλή των θαυμάτων (1982)
Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή 
Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Γράμμα στον Ορέστη | Ο δείπνος | Πάροδος Θηβών (1993)
Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή | Ενιαία παράσταση
Σκηνοθεσία: Ιάκωβος Καμπανέλλης
 
 
 
Η έβδομη ημέρα της δημιουργίας (1956)
Εθνικό Θέατρο: Δευτέρα Σκηνή
Σκηνοθεσία: Κωστής Μιχαηλίδης
 
 
 
 
 
Οδυσσέα γύρισε σπίτι (1980)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας
 
 
 
 
 
 
Παραμύθι χωρίς όνομα (1995)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου

Φωτογραφίες του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Φωτογραφίες από παραστάσεις

2022 - έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη

Με την ανακοίνωσή του στις 2 Μαρτίου 2021, το Υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε το 2022 «Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη» και θέτει υπό την αιγίδα του το σύνολο των εκδηλώσεων, στο πλαίσιο του αφιερωματικού έτους.

H διαδικασία για την κήρυξη «Έτους Ιάκωβου Καμπανέλλη» ξεκίνησε Μάρτη 2020, μετά από την επιστολή της κυρίας Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, ως Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών προς την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, στην οποία «η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών εκφράζει την ένθερμη υποστήριξή της στην ανακήρυξη του έτους Δεκέμβριος 2021-Δεκέμβριος 2022 ως «Έτους  Ιακώβου Καμπανέλλη, κατόχου της έδρας της Θεατρικής Δραματουργίας της Ακαδημίας, επί δώδεκα έτη συναπτά». Να σημειωθεί ότι το ίδιο αίτημα είχε υποβάλει ο Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων, τόπος καταγωγής του θεμελιωτή του σύγχρονου νεοελληνικού θεάτρου.

«Η ανακήρυξη του 2022 ως "Έτους Καμπανέλλη"», δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, «αποτελεί ελάχιστο αντίδωρο στο τεράστιο πνευματικό έργο του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο αξεπέραστο έργο του, κατέγραψε με μοναδικό τρόπο την ελληνική ιστορία και την κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής περιόδου. Κατάφερε, όσο κάνεις άλλος, να συνθέσει, με ρεαλισμό αλλά και λυρισμό, τις δυσκολίες, τον αγώνα, αλλά και τη δύναμη και την ελπίδα του ελληνικού λαού. Εκτός όμως από την διαχρονική αξία του έργου του, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, υπήρξε σπουδαίος Έλληνας. Ένας πνευματικός άνθρωπος, ένας ανήσυχος πολίτης και ένας θαρραλέος αγωνιστής, σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής φασισμού. Ο Καμπανέλλης υπήρξε ένας μοναδικός άνθρωπος. Όσοι είχαμε την τιμή και την χαρά να τον γνωρίσουμε, διδαχθήκαμε πολλά από αυτή την συναναστροφή. Ευφυής, καλοσυνάτος, μεγάθυμος, ευαίσθητος, ποιητικός, νησιώτης».  Η πλήρης ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού είναι διαθέσιμη εδώ.

Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Από τη σελίδα αυτή θα σας ενημερώνουμε για εκδηλώσεις και τις νέες εκδόσεις που ήδη ετοιμάζουμε, τιμώντας και εμείς τον σπουδαίο δημιουργό, αλλά και για σημαντικά σχετικά δημοσιεύματα και αφιερώματα.