«Ένα τέτοιο απόγευμα… Κυριακή ήταν, νομίζω σας το είπα… αποφάσισα να βγω στο δρόμο… μόνος μου! Όπως σας είπα και στην αρχή, ένας μοναχικός άνθρωπος στους δρόμους, το απόγευμα της Κυριακής… είναι ένα θέαμα καθόλου ευχάριστο… και το κυριότερο, καθόλου συνηθισμένο! Περπατούσα ακριβώς στη μέση του δρόμου. Δεξιά και αριστερά μου περνούσαν άνθρωποι κάθε λογής… δυο δυο, τρεις τρεις, πέντε, οχτώ, πολλοί μαζί. Μερικοί με κοίταζαν, νομίζω περίεργα. Άλλοι ούτε με πρόσεχαν, κι αυτό μου κάνε πολύ καλό, πάρα πολύ καλό. Δεν ήμουνα «μοναδικός», ευτυχώς! Είναι πολύ οδυνηρό να είσαι μοναδικός σε μια τέτοια εποχή σαν τη δική μας.
»Τι έλεγα όμως; Ά, ναι, για το δρόμο. Με προσπερνούσαν λεωφορεία, ταξί, αυτοκίνητα σπόρ, τρόλεϊ, δίκυκλα, τρίκυκλα, ένας κόσμος ολόκληρος πάνω σε τροχούς. Κι εγώ βάδιζα όσο μπορούσα πιο ήρεμος, όσο μπορούσα πιο αδιάφορος. Ξαφνικά, είδα ένα παιδικό πρόσωπο που μου χαμογελούσε. Έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον… Δε μπορώ να σας εξηγήσω τι ακριβώς ένιωσα, ούτε τι ήταν εκείνο που μ’ έκανε να πλησιάσω το παιδί… Και ξαφνικά άρχισα να τρέχω! Έτρεχα… γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγορα! Λαχάνιασα. Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου. Ήμουνα σ’ ένα δρόμο εντελώς έρημο. Πλάι μου το παιδί έκλαιγε. Είχε λαχανιάσει και κείνο απ’ τι τρέξιμο και με κοιτούσε με έκπληξη… Όχι με φόβο, όχι. Κάθισα χάμω και το κοιτούσα. Προσπάθησα να του μιλήσω όσο μπορούσα πιο γλυκά και του ζήτησα να μου πει μια λέξη… οτιδήποτε. Σταμάτησε το κλάμα και μου χαμογέλασε με εμπιστοσύνη. Είχαμε γίνει φίλοι. Και το πιο σπουδαίο: Ανακάλυψα ότι ήθελε να περπατήσει μαζί μου στους δρόμους! Μπορείτε να το φανταστείτε αυτό, κύριοι; Κυριακή βράδυ, τα σινεμά γεμάτα, τα εστιατόρια το ίδιο, τα σπίτια κλειστά για όλους, εκτός και αν δεχόσουν να παίξεις κουμ καν, να φας ντολμάδες και να συζητήσεις την πολιτική κρίση… Και ξαφνικά, ένα παιδί σου χαμογελάει και θέλει να περπατήσει μαζί σου! Θ έ λ ε ι ν α π ε ρ π α τ ή σ ε ι μ α ζ ί σ ο υ ! »