Κώστας Βάρναλης: «O Σωκράτης, η αληθινή απολογία και ο θάνατός του», Φιλολογικά απομνημονεύματα

Κώστας Βάρναλης: «O Σωκράτης, η αληθινή απολογία και ο θάνατός του», Φιλολογικά απομνημονεύματα, Κέδρος, 1981
 

Αυτά γινόντανε το καλοκαίρι του 1924. Όταν τον άλλο χρόνο ξαναπήγα… πρόσφυγας στο Σεν – Μαρ, ξαναθυμήθηκα στον ίδιο τόπο τις ίδιες παλιές ευτυχίες. Νοστάλγησα τη συντροφιά των αρχαίων. Και θέλησα να συνεχίσω το «Φαίδωνα» διαβάζοντας την «Απολογία του Σωκράτη». Ήμουνα βέβαιος πως αυτή τη φορά θα έβρισκα σε τούτο το πολύ γνωστό μου βιβλίο καινούρια… τοπία!
Μια μέρα, που βρισκόμαστε στην Τουρ, πήγαμε στο βιβλιοπωλείο να ζητήσουμε την «Απολογία». Ο υπάλληλος μας έδωσε μια γαλλική μετάφραση. Όταν του είπαμε πως θέλουμε το ελληνικό πρωτότυπο χωρίς σχόλια, χωρίς μετάφραση, μας κοίταξε με θαυμασμό: είτε γιατί έβλεπε πως ξέρουμε μια τόσο δύσκολη γλώσσα (Graeca sunt, non leguntur), είτε γιατί φαντάστηκε πως δεν θα καταλαβαίναμε τίποτα.
Σκέτο ελληνικό κείμενο δεν είχε το βιβλιοπωλείο. Χρειάστηκε να το παραγγείλει στο Παρίσι. Όταν σε λίγες μέρες μάς το έστειλε – μικρό το βιβλίο, σε μια βραδιά το χαρήκαμε όλο. Κι ύστερα; Ύστερα μου έγινε τρυπάνι στο κεφάλι. Έβαλα σε κίνηση όλον τον εσωτερικό μου κόσμο.

Ο πλατωνικός Σωκράτης, σκεφτόμουνα, να έχει πεποίθηση, πως είναι αθώος. Μα και για τους δικαστές του, που τόνε θανατώσανε άδικα, έχει την ιδέα πως είναι κι αυτοί… αθώοι. Δε φταίνε οι Νόμοι, δε φταίει η Δικαιοσύνη∙ αυτωνών η αξία, το κύρος κι η δύναμη είναι παντού και πάντα η ίδια, είναι απόλυτη! Δε φταίνε κι οι άνθρωποι. Φταίει η «περασμένη» σκέψη τους. Γι’ αυτήν ο Σωκράτης έχει όλη τη φιλοσοφική του συγκατάβαση. «Ουδείς εκών κακός». Αν ξέρανε οι δικαστές του και οι συκοφάντες του πως τον αδικούνε, δε θα τον αδικούσανε! Γι’ αυτό απολογιέται με τόσην αξιοπρέπεια, με τόση γαλήνη. Όλο λοιπόν το ζήτημα γι’ αυτόν είναι όχι να σώσει τη ζωή του, μα να σώσει… τις ιδέες του, την υπερβατική τους αλήθεια, το κύρος της εξουσίας των απάνου στον κόσμο και στο χρόνο.
Φαντάζεται πως έπεσε θύμα της αγνοίας των ανθρώπων. Λίγο ακόμα και θα έλεγε: « πάτερ, άφες αυτοίς∙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και ζητάει ν’ αποδείξει πως λαθέψανε και οι καλόβολοι δικαστές του και οι καλόψυχοι συκοφάντες του. Προσπαθεί να τους πείσει, πως δεν ερευνά τα μετέωρα, δεν αεροβατεί και δεν περιφρονεί τον ήλιον! – λες και τους ένοιαζε πολύ τους τοτεσινούς λωποδύτες, αν ο Σωκράτης κοιτάει προς τ’ απάνου κι όχι προς τα κάτου! Προσπαθεί να τους πείσει, πως το δαιμόνιο, που είχε μέσα του, δεν ήτανε… παράνομο, δεν ήτανε εχθρός των άλλων Θεών, – λες κι οι τοτεσινοί θεομπαίχτες δεν είχανε άλλον καημό από το να εξετάζουνε τα χαρτιά των Θεών τους, αν είναι «εντάξει», αν είναι δηλαδή γραμμένοι στο Μητρώο του Δήμου, κι αν εχτελέσανε τη στρατιωτική τους υπηρεσία! Προσπαθεί ακόμα να τους πείσει, πως δε «διαφθείρει» τους νέους (πνευματικά ή σωματικά) – λες κι οι τοτεσινοί δημαγωγοί και σοδομίτες θα παθαίνανε από τη λύπη τους, αν η αλήθεια και η αρετή δε θριαμβεύανε στην ψυχή και στα μπατζάκια της νεολαίας και των… αγγέλων!
Ο Σωκράτης, έλεγα μέσα μου, χάνει τα λόγια του τζάμπα. Οι δικαστές του δε δίνουνε μια πεντάρα για όλα αυτά τα υψηλά και ωραία. Γιατί; Γιατί δεν του περνάει ούτε στιγμή από το νου του η σκέψη, πως η δικαιοσύνη δεν είναι καθόλου απόλυτη! Δεν ξέρει πως αυτή είναι όργανο ταξικής βίας και εκμετάλλευσης στα χέρια των ληστών κάθε καιρού και τόπου, όπως είναι και οι θεοί και οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, η δική του φιλοσοφία ολάκερη! Δεν μπόρεσε να βρει την αληθινήν αιτία του καταδικασμού του. Αυτή η αιτία δεν έχει καμιά σχέση με την… απόλυτη έννοια του Δικαίου παρά μονάχα με την… πολιτική σκοπιμότητα.

Ο πλατωνικός Σωκράτης ξέρει βέβαια πολύ καλά, πως αυτός δεν είναι «εμπρηστής». Κι έχει τη συνείδησή του αναπαυμένη. Άρα… δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει τίποτα από τη βαθύτερη σημασία της δίκης του: δεν ξέρει ούτε υποψιάζεται πως «εμπρηστής» είναι το κράτος που τον δικάζει.
Ένας όμως ματεριαλιστής Σωκράτης, ένας Σωκράτης συνειδητός επαναστάτης, θα ήξερε κατά βάθος και κατά πλάτος τον ταξικό ρόλο της δικαιοσύνης στα κοινωνικά καθεστώτα του παρασιτισμού (της εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους) και δεν θα γελιότανε ούτε για τα ελατήρια της δίκης του, ούτε για το σκοπό της θανάτωσής του.
Δε θα μπορούσα όμως να διαστρέψω τόσο πολύ τον «ιστορικό» Σωκράτη – έτσι που μας τον παραδώσανε οι μαθητές του, ο καθένας σαν τον… εαυτό του, άλλος πραχτικό φιλόσοφο, άλλος μεταφυσικό, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις αντιδραστικό. Ο «ιστορικός» (ήγουν ο «πλαστός» Σωκράτης της παράδοσης) ήτανε μονοκόμματος και μονότονος στη σκέψη του και στη δράση του από την αρχή της ζωής του ως την τελευταίαν του πνοή∙ μονοκόμματος και μονότονος φιλόσοφος, ορθολογιστής και ιδεοκράτης, απόθνησκε όπως έζησε, πιστεύοντας στην αθανασία της ψυχής, στην «αγιότητα» των νόμων και της πατριωτικής ιδέας, – χωρίς φαντασία, χωρίς ποίηση , αντιμουσικός και ξηρός και ασυγκίνητος μπροστά στη φυσική και στην καλλιτεχνική ομορφιά.
Αν η δημιουργική μου φαντασία έφκιανε ένα Σωκράτη ματεριαλιστή, ιδρυτήν όχι της υλιστικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου, μα της φιλοσοφίας του ιστορικού υλισμού του Μαρξ, θα ξεπερνούσε όλα τα όρια της «ιστορικής» πραγματικότητας. Θα έφκιανε ένα Σωκράτη απίθανο, άρα ψεύτικο, χωρίς πνευματικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρο.
Γι’ αυτό δεν παραποίησα τον «ιστορικό» Σωκράτη. Τη σκέψη του και τη δράση του τις άφησα, όπως τις θέλησε ο Ξενοφώντας και ο Πλάτωνας. Το  έκανα μοναχά ν’ αλλάξει στα τελευταία του. Να ξυπνήσει απότομα από το τράνταγμα της θανατικής του καταδίκης και να ιδεί ξαφνικά τον κόσμο… ανάποδα. Όπως το έπαθε (κατά τα ιερά κείμενα) ο Σαύλος, όταν έγινε… Παύλος. Με τη διαφορά, πως ο Σαύλος «μετέπεσε» από τον παροξυσμό της μιανής μυστικοπάθειας στον παροξυσμό μιας αλληνής. Ενώ ο Σωκράτης ο δικός μου «έπεσε» απλούστατα από τα σύννεφα του ηθικού του απολυταρχισμού κάτου στο… πεζοδρόμιο της πιο αμείλιχτης πραγματικότητας.

Ολομόναχος λοιπόν ο Σωκράτης με το μεγάλο του μυαλό και με το τσουχτερό μαστίγιο της κοροϊδίας στο χέρι μπροστά στα πεντακόσια ρεμάλια της εποχής του – της κλασσικής εποχής! Περιφρονώντας βαθύτατα κι όπως πάντα τη μωρία, την αμορφωσιά και την παλιανθρωπιά αυτουνού του μπουλουκιού των δικαστών, που είναι όλοι τους ασυνείδητα όργανα της βίας και του συμφέροντος των αφεντάδων, όλοι τους ακαμάτηδες και χαραμοφάγηδες, που ζούνε εις βάρος του δημόσιου ταμείου και που βολεύονται πουλώντας στο παζάρι τη συνείδησή τους σε όσους πληρώνουνε περισσότερα, τους πετάει κατάμουτρα και με τις δυο του φούχτες γεμάτες κάθε κοροϊδία και κάθε βρισιά, που του φέρνει στη σκέψη και στο στόμα η «στερνή» του γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Βρισιές, κοροϊδίες, όλα «αφ’ υψηλού!». Γιατί «αφ’ υψηλού;».
Γιατί ο ίδιος είναι ανώτερος άνθρωπος. Δηλαδή άνθρωπος χωρίς ατομικές αδυναμίες, που έχει την ψυχική παλικαριά ν’ αυτοεξετάζεται, ν’ αυτοαναλύεται και ν’ αυτοκριτικάρεται με την ίδια σκληρότητα, που εξετάζει, αναλύει και κριτικάρει τους άλλους. Ο Σωκράτης ο δικός μου δεν αρνιέται τους άλλους για να «θέσει» τον εαυτό του. Δεν είναι από το σινάφι των σημερινών πνευματικών αρνητάδων – που όλοι τους ηρωικοί τσαρλατάνοι ή ορνιθόμυαλοι μουντζουρωτήδες του χαρτιού «καταλαμβάνονται» από θερμήν αγανάχτιση, επειδή αυτοί έχουνε όλες τις αρετές και τις αξιωσύνες κι οι άλλοι καμιά!... Ο Σωκράτης μου, ξετινάζοντας και κοροϊδεύοντας τα δικά του φάλτσα και τις δικές του κακουργίες στη σφαίρα της πνευματικής ζωής, αποχτά το ηθικό δικαίωμα να ξετινάζει και να κοροϊδεύει και τους άλλους για τα δικά τους φάλτσα και τις δικές τους κακουργίες.

Εξήγησα πώς γεννήθηκε στο κεφάλι μου και με ποιο σκοπό γράφτηκε η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Τώρα, αν το έργο πέτυχε από τη λογοτεχνική του άποψη, εγώ δεν… ανακατεύομαι. Εγώ εξήγησα ως τώρα μονάχα πώς γίνανε τα έργα μου, όχι κι αν γίνανε καλά. Απόφυγα αυτόν το σκόπελο, όχι για να μη παρουσιάσω το θλιβερό θέαμα ενός συγγραφέα που αυτοθαυμάζεται, παρά για να μην υποβληθώ στην οδυνηρή δοκιμασία να τα κατηγορήσω ο ίδιος. Γιατί, «ό,τι ξέρει ο νοικοκύρης δεν το ξέρει ο κόσμος όλος».

Πρόλογος του συγγραφέα στην τρίτη έκδοση

Πρόλογος του συγγραφέα στην τρίτη έκδοση, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, Κέδρος, 1978
 
Για τρίτη φορά εκδίδεται η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» και νομίζω, πως δεν είναι άσκοπο να πω δυο λόγια πληροφοριακά για το πνεύμα και για το σκοπό του βιβλίου.
Η «Απολογία» γράφτηκε στα 1931 σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια στην τοτεσινή «δημοκρατία» του ιδιωνύμου, του Καλπακιού και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων, που είχανε κατακουρελιάσει τις συνταγματικές ελευθερίες του πολίτη κι είχανε διαφθείρει ολάκερο το δημόσιο βίο της χώρας και προετοιμάσει τη διχτατορία της 4ης Αυγούστου.
Η τυραννία αυτής της μαύρης εποχής κι αργότερα των δυο ξενικών κατόχων ίσαμε σήμερα, κάνουνε τη σάτιρα της «Απολογίας» τόσο επίκαιρη τώρα, όσο είτανε και τον καιρό που γράφτηκε.
Μερικοί νομίσανε, πως με τούτο το έργο «υβρίζεται» η αρχαία Ελλάδα κι ο μεγάλος της  φιλόσοφος, ο Σωκράτης. Λάθος. Με το πρόσχημα της αρχαίας Ελλάδας και της σωκρατικής φιλοσοφίας σατιρίζεται η σημερινή αντιδραστική Ελλάδα κ’ η «κοινή γνώμη» του κοπαδιού, των «προδομένων ελλήνων» (όπως θάλεγε ο Σολωμός) που η κυρίαρχη τάξη τούς τυφλώνει τόσο πιτήδεια, ώστε να μη μπορούνε να βλέπουνε και να κατανοούνε την πραγματικότητα.
Όσο για το Σωκράτη, νομίζω, πως «αθωόνεται» κάνοντάς τον ν’ αναγνωρίζει στο τέλος της ζωής του τις ζημιές της ιδεαλιστικής του φιλοσοφίας.
Αν τώρα κείνοι που καταδικάσανε το Σωκράτη είτανε «δημοκρατικοί» κι αυτός «ολιγαρχικός», η διαφορά είναι τυπική κι όχι ουσιαστική. Κατά βάθος πιστεύανε τα ίδια πράγματα. Τον καταδικάσανε λοιπόν από παρεξήγηση.
Για να ζωντανέψω την πολιτική, την κοινωνική και την πνευματική κατάσταση των Αθηνών της παρακμής, προσπάθησα να μεταφέρω τα περασμένα στα τωρινά και για να δείξω την ομοιότητά τους έκανα χρήση των αναχρονισμών. Πέτυχα, δεν πέτυχα – το αποτέλεσμα έχει το λόγο.
Η «Απολογία» μεταφράστηκε ρούσικα και τυπώθηκε σε 10.000 αντίτυπα, που εξαντληθήκανε σε πέντε μέρες. Τέλη του 1932 ο εκδοτικός οίκος του Βερολίνου «Neue deutscher Verlag» είχε κλείσει συμφωνία με τον συν. Κ. Καραγιώργη (που είχε δημοσιέψει ένα κομμάτι της «Απολογίας» σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό) να μεταφράσει ολάκερο το έργο. Μα η άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ματαίωσε φυσικά την πραγμάτωση της συμφωνίας.
Αθήνα, Μάρτης του 1946
Κ. Βάρναλης

Γράμμα του Κωστή Παλαμά στον Κώστα Βάρναλη

 
(Αποσπάσματα από το γράμμα του Κωστή Παλαμά στον Κώστα Βάρναλη)
[…] Τώρα καθαρώτερα το καταλαβαίνω με την Αληθινή απολογία του Σωκράτη σου. Δ έ ο ς. […] Και λοιπόν με το Σωκράτη σου νομίζω, πως φαίνεται καθαρώτερα η δύναμή σου και η χάρη σου. […] Η γλώσσα σου εξαίσια στην καλλιτεχνική εφαρμογή μιας αρχής, που της αμφισβητώ, τώρα με την πρεσβυτική πείρα μου, πάντ’ απόλυτη την αλήθεια της – και μ’ όλο το παράδειγμα της επιτυχίας της μέσα στο στίχο – στον πεζό μας λόγο. Η αρχαιογνωσία σου όσο κι αν είναι ανακαταμένη με τη σάτιρά σου ξεμυτίζει αξιόλογη. Διαβάζοντάς σε σημείωσα στο περιθώριο κάπου: Η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία χορεύουν τον καρσιλαμά. Α! η κοροϊδία! της απευθύνεις καλέσματα συγκινητικά. Είναι η Μούσα σου. Ο υπαινιγμός κι ο αναχρονισμός. Συγχρονίζονται. Δυο θεράποντες του τεχνίτη υπάκουοι κάνουν ένα επαναστατικό δαιμόνιο. Κάνουν το Σωκράτη, από αρχαίο μοντέρνο, χωρίς μήτε του αρχαϊσμού να κακοφαίνεται μήτε ο μοντερνισμός να ζημιώνεται. Προστατεύει και τους δυο ο λυρισμός. Ο καημένος ο ποιητής, όπου ανακατευθή, ξέρει και συγυρίζει. Μας δίνεις μιαν αυτοψυχογραφία του φιλόσοφου διασκεδαστικώτατη. Και μας θυμίζεις, πως όσο κι αν ο Σωκράτης βουτήχτηκε στη διαλεχτική, όσο κι αν την επολέμησε τη σοφιστική – σοφιστής κι αυτός, όσο κι αν είναι η συνείδηση του Πλάτωνα – είναι ο Σωκράτης εκείνος, που αγαλματοποιός στα νιάτα του, μας έδωκε τις Χάριτες. Μου φτάνουν. Η κοροϊδία. Η κοροϊδία σου. Παιγνίδι και τέχνη. Γιατί τέτοια είναι και η Τέχνη. Μαζί ιεροτελεστία και ξεσυνέρισμα. Με την ελευθερία της απόλυτη, συνταιριάζει και τα δυο. Μήτε που μπορείς χωρίς ελευθερία να τη φανταστείς. […] Και γενικώτερα είναι μια φράση σου: «Από την καβαλίνα του δρόμου στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς». Τέτοιος είναι ο δρόμος σου και τα τριγυρίσματά σου. Δε σε ταράζουν τ’ ακάθαρτα του δρόμου, γιατί λυτρώνεσαι στην κορφή της ροδακινιάς. Αλλά κακοσυνηθισμένος, από την κορφή ξαναγυρίζεις στη λάσπη.
Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δυο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους, που θέλουνε να σ’ αφορίσουν κ’ εκείνους, που θα ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που τα αισθάνεται και τα δυο διαβάζοντάς σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει. Λοιπόν με συγχωρείς, που αργά σου αποκρίνομαι για το στάλσιμο της Αληθινής απολογίας του Σωκράτη σου, ευχαριστώντας σε με λόγια, που μπορεί να μη σου λένε τίποτα.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ   

Κώστας Βάρναλης: «Το έργον μου»

Κώστας Βάρναλης: «Το έργον μου», Φιλολογικά απομνημονεύματα, Κέδρος, 1981

Αυτό το ίδιο λάθος φυλάχτηκα να το ξανακάνω στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Σ’ αυτό μου το έργο προσπάθησα να γράψω, όσο βαστούσανε τα κότσια μου, την πιο ατόφια, την πιο γνήσια, την πιο κανονισμένη δημοτική γλώσσα. Την πιο ψυχαρική. Με τη διαφορά, πως δεν έφκιασα καμιά δικιά μου λέξη, όταν η ανάγκη το καλούσε, μα προσπαθούσα να βρω τη λέξη, που υπάρχει, τη δόκιμη να πούμε, όσο κι αν έχει με τον καιρό λησμονηθεί ή αχρηστευτεί, όσο κι αν βρίσκεται μονάχα σε παλιά κείμενα. Κι εφάρμοσα τις δυο ακόλουθες αρχές: α) Ανάμεσα σε δυο λέξεις, που η μια είναι παλιά δημοτική (κι ας είναι η καταγωγή της ξενική) κι η άλλη έχει τώρα πολιτογραφηθεί στη δημοτική από την καθαρεύουσα, να προτιμάς την πρώτη, γιατί έχει πιότερη ζωντάνια, πιότερο χρώμα (π.χ. λαγούμι υπόνομο), β) Όταν η λέξη είναι καινούρια και μονάχα η καθαρεύουσα σου τήνε δίνει, τότες, άμα η φθογγολογία αυτής της λέξης δε συμβιβάζεται με τη φθογγολογία της δημοτικής, ή θα την υποτάξεις στη φθογγολογία της δημοτικής (π.χ. αυθυποβολή αυτοϋποβολή), ή θα την αποφύγεις ολότελα˙ θα την αντικαταστήσεις με περίφραση ή με περιγραφή του πράγματος η με κανένα… παραμυθάκι.
Τούτες οι αρχές δεν έχουνε γενικό κύρος για κάθε γράψιμο και για κάθε σκοπό. Ήτανε απαραίτητες όμως για το δικό μου το έργο. Ο Σωκράτης, όπως εγώ τόνε φαντάστηκα, ξεχνάει μπροστά στο μπουλούκι των Αθηναίων του παζαριού, που αποτελούνε το δικαστήριό του, πως είναι φιλόσοφος. Και τους μιλάει τη δική τους γλώσσα, τη γλώσσα του παζαριού, για να τον καταλάβουνε καλά. Και όταν τους εξηγεί τη φιλοσοφία του, τήνε κάνει κι αυτήνε κουβέντα του παζαριού. Μονάχα έτσι μπορεί να δείξει τα φάλτσα της, τα φάλτσα μιας φιλοσοφίας, που ο ίδιος την αναιρεί με τη βοήθεια του κοινού και πραχτικού μυαλού.

Ηλίας Βενέζης: Δυο γράμματα στον Κ. Βάρναλη

Ηλίας Βενέζης: Δυο γράμματα στον Κ. Βάρναλη. (Ένα μονόφυλλο 28,7 x 21,3 εκ.), «Η λέξη» - τεύχος 187

Μυτιλήνη 11, Απρίλης [1932]
Μεγάλε μου φίλε,
Μόλις τώρα διαβάζω την Αληθινή Απολογία του Σωκράτη. Τι να σας πω. Θέλω να φωνάξω τον ενθουσιασμό μου – έτσι κι ας μην έχει καμιά σημασία. Α, μα δεν έχει γραφτεί πιο ρωμαλέο έργο στον πεζό μας λόγο απ’ αυτήν την απελπισμένη κραυγή. Τι τα θέλετε, ίσως στην εποχή μας να μην πρέπει να γράφεται τίποτα άλλο, μονάχα να δέρνεις έτσι, να δαγκάνεις λυσσασμένα να χυθεί αίμα. Δεν είμαι σε θέση να παρακολουθώ τι σας γράφουν – τι θα σας λεν άραγες απ’ την άλλη μεριά. Να τους βράσετε – κι αν σας παινούν κι αν σας βρίζουν. Είμαστε εμείς – σας αγαπούμε τόσο θερμά και τόσο γνήσια. Να, κι αν σας ζαλίζω με τούτα τα λίγα λόγια το κάνω μονάχα για να σας πω άλλη μια φορά πόσος είναι ο θαυμασμός μου.
Ηλίας Βενέζης

Στρατής Τσίρκας

Στρατής Τσίρκας: «Το Βήμα», 18.12.1974, «Η λέξη» - τεύχος 187
 

Στην Αληθινή Απολογία του Σωκράτη (1931), αυτό το πεζογραφικό αριστούργημα, οι μορφές του Σωκράτη και του Αριστοφάνη έχουν μια τόσο έντονη παρουσία που θαρρεί κανείς ότι ο Βάρναλης, όταν πηγαίνει στην αγορά ή κάθεται στο καφενείο, αυτούς έχει για συνομιλητές του. Τόσο παραστατικά μπορεί και κάνει τα παλιά να μοιάζουν σαν σημερινά, πράγμα που δεν είναι άσχετο με την τεράστια εξοικείωσή του με τον πνευματικό κόσμο και τους προβληματισμούς τόσο της Αρχαίας Ελλάδας όσο και της σύγχρονης Ευρώπης.
Στρατής Τσίρκας «Το Βήμα», 18.12.1974
 

Στρατής Τσίρκας. Από τα σχετικά με τον εορτασμό (της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Αθήνα, 9 του Δεκέμβρη 1956) δημοσιεύματα του Τύπου, Κώστας Βάρναλης – Τα πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957



Με το Σολωμό χωρίς Μεταφυσική και την Αληθινή απολογία του Σωκράτη, ο Βάρναλης κέρδισε στα νεοελληνικά γράμματα πολλά στάδια από το δρόμο που τους έμενε να τρέξουν για να προφτάσουν τη σημερινή παγκόσμια κριτική και πεζογραφία.
Στρατής Τσίρκας
(Πάροικος Καΐρου)

Φώτης Κουβέλης: «Η “γνωριμία” μου με τον Βάρναλη»

Φώτης Κουβέλης: «Η “γνωριμία” μου με τον Βάρναλη», «Η λέξη» - τεύχος 187

Η Απολογία του Σωκράτη λοιπόν στα χέρια μου. Κι άρχισα να διαβάζω, κρυφά, όχι από τη μάνα μου που ήταν αριστερή, αλλά από τους άλλους. Περίπου συνωμοτικά. Έτσι μου άρεσε να αισθάνομαι. Είχε ένα πρόλογο του ίδιου του Βάρναλη. Έλεγε: «Μερικοί παρεξηγήσανε το πνέβμα του έργου. Νομίσανε πως μ’ αφτό χλεβάζεται η “αρχαία Ελλάδα” κι ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης. Λάθος. Η Ελλάδα της παρακμής κι ο θεωρητικός της αντίδρασης χρησιμέψανε για πρόσχημα να χτυπηθεί η παρακμή κ’ η αντίδραση της εποχής μας… Ο Σωκράτης ο ίδιος αναγνωρίζει τα λάθη και τις ζημιές της διδασκαλίας του. Κι αφού κοροϊδέψει τους δημοκρατικούς της δουλοχτησίας, πάει πιο μπροστά απ’ αφτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λεφτεριάς».
Έχω σήμερα την εκτίμηση ότι δεν πρέπει να κατανόησα τότε το βάθος του λόγου του. Ένιωσα όμως οι ιδέες αυτής της «απολογίας» να προκαλούν ανατροπές στη σκέψη μου. Ένιωσα να αναπτύσσουν φυγόκεντρες δυνάμεις μέσα μου. Φυγή από το συστηματικά δομημένο κέντρο της συμβατικής αλήθειας και του επιβληθέντος από την κυρίαρχη ιδεολογία μύθου. Αργότερα διάβασα πιο πολύ Βάρναλη. Η ποίηση, και όχι μόνον του Βάρναλη, είχε ξεχωριστή θέση στις νεανικές αποσκευές μας.
Φώτης Κουβέλης

Νίκος Κατηφόρης: «Ο πεζογράφος Κώστας Βάρναλης»

Νίκος Κατηφόρης: «Ο πεζογράφος Κώστας Βάρναλης», Ομιλία του Νίκου Κατηφόρη στον εορτασμό της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθήνα, 9 του Δεκέμβρη 1956, Κώστας Βάρναλης – Τα πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957

Στα 1931 βλέπει το φως η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη. Με το βιβλίο του αυτό ο Βάρναλης φθάνει στο κορύφωμα του πεζογραφικού του έργου και στήνει μνημείο ασύγκριτο της λογοτεχνίας μας. Το υλικό που συγκέντρωσε για να το γράψει είναι άφθονο. Έχει υπόψη του ό,τι είναι γνωστό για τη ζωή του Σωκράτη, ξέρει τη φιλοσοφία του κατά βάθος, καθώς και την ιστορία της εποχής του. Αυτά όλα τα δεδομένα, θα τα συνθέσει τώρα κάτω από τη νέα του άποψη για τη ζωή! Όμως αυτό θα το κάνει σε μιαν αυστηρή, άγρια θάλεγα, πειθαρχημένη φόρμα, με γραμμή αγαλματένια, απλή, βαθειά, λιτή και αλύγιστη! Είναι σαν ο λόγος του να μην ήταν από λέξεις φτερωτές, μ’ από ατσάλι, που πρέπει να χυθή και να συναρμολογηθή προσεχτικά για να βγη ένα σύνολο αρμονικό. Γι’ αυτό το σκοπό, όχι μόνο τίποτα δεν επιτρέπεται νάναι περιττό, μα κάθε νόημα πρέπει νάναι απόλυτα χρήσιμο και αναγκαίο. Και κάθε λέξη να ζυγίζεται, να παίρνει τη βαρειά της σημασία και την κατάλληλη θέση στη φράση. Με τέτοιο μαστορικό και καλλιτεχνικό δούλεμα, κάθε παράγραφο γίνεται θεμέλιο και αγκωνάρι του όλου έργου – έτσι που καμιά να μη μπροεί να λείψει χωρίς κλονισμό του συνόλου. Και το έργο ζει μιαν αυτόνομη ζωή, από την πρώτη ως την τελευταία του σελίδα. Ο λόγος του εξ άλλου, είναι καθ’ αυτόν αριστουργηματικός! Η δημοτική μας βρίσκεται στην τελειότερη άνθησή της. Λέξεις κοινές ή διαλεγμένες, παίρνουνε μ’ ένα παρατονισμό ή με μια κατάληξη, ή και με μόνη τη σύνθεση μεταξύ τους στη φράση, την ακτινοβολία του προσωπικού, μα ανεπιτήδευτου ύφους του ποιητή. Και καθώς πιάνονται η μια κοντά στην άλλη, σε φράσεις λαμπερές, πέφτουνε στον ξαφνιασμένο αναγνώστη, σαν κύματα από μικρούς ήλιους στραφτερούς. Ένας πραγματικός παράδεισος του λόγου!
Τα εξωτερικά τούτα χαρίσματα της μορφής πάνε υπέροχα ταιριασμένα με το βάθος, την πνοή και την πρωτοτυπία του περιεχομένου! Στη σύλληψη του έργου κινείται μια δημιουργική δραματικότητα. Ο ποιητής πιάνει το Σωκράτη πάνω σε μια κρίση και λύτρωση μαζί, όταν απαρνιέται την ιδεαλιστική του φιλοσοφία κι αντικρύζει τον κόσμο με την παρθενικότητα και τον αυθορμητισμό μιας φιλοσοφίας καινούργιας, της φιλοσοφίας του ποιητή! Κρατώντας από τον παλιό του εαυτό ό,τι είχε καλλίτερο, παρουσιάζεται στους καταξαφνιασμένους δικαστές του ένας άλλος, ένας αληθινός άνθρωπος!
Και πρώτα δεν απολογείται. Τη δικονομική του απολογία την έχει κάνει κι έχει μάλιστα τη θανατική του καταδίκη στην τσέπη, όταν αντί ν’ απολογηθή αρχίζει να κατηγορεί. Και κατηγορεί μια κοινωνία διεφθαρμένη, που με τους πρόστυχους εκπροσώπους της τόλμησε να κατηγορήσει και να καταδικάσει αυτόν τον «ανδρών τον σοφώτατον»! Κατηγορεί μια δικαιοσύνη που δικάζει κοιμισμένη! Κατηγορεί τους άρχοντες της εποχής του, που προκαλούν τη δυστυχία του λαού κι ύστερα γυρεύουν αποδιοπομπαίους τράγους, τα φωτισμένα μυαλά! Κατηγορεί μια ποίηση φκιασιδωμένη και μια διανόηση που υπηρετεί την κοινωνική σαπίλα! Κατηγορεί τους θρησκευτικούς καπήλους και τους εκπρόσωπους της συμβατικής ηθικής! Δε σταματάει ακόμα, ούτε μπροστά στο λαό, όταν είναι να κατηγορήσει την αδράνεια και τη μοιρολατρία του που διαιωνίζουν τη δυστυχία του! Αλλά το κορύφωμα είναι το κατηγορητήριο του Σωκράτη για την ιδεαλιστική του φιλοσοφία και το «δαιμόνιό» του, που ξεσκεπάζει το αντιλαϊκό τους περιεχόμενο!
Σ’ αυτά τα κατηγορητήρια ο Σωκράτης του Βάρναλη, δεν οργίζεται, καθώς τ’ αραδιάζει ένα-ένα! Δεν αστράφτει, ούτε βροντάει! Δεν κρατάει, ούτε καν φραγκέλιο! Μόνο του όπλο είναι η σάτυρα, μια σάτυρα που ενώ συγχρονίζει τα γεγονότα με τους αναχρονισμούς της και τις αλληγορίες της, παίρνει τα βόλια της από μια φωτεινή κοινωνική κριτική και πηγάζει από τη βαθύτερη κοινωνική συνείδηση της έχθρας για τα αντικοινωνικά στοιχεία! Γι’ αυτό ο Βάρναλης λέει την «κάκητα» το θεϊκός μας στοιχείο, που στέλνει την κοροϊδία. Καν να πώς περιγράφει ο ίδιος αυτή τη λειτουργία:
«Έχοντες τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια, πώς δε σκορπούσα χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα παντού φαρμάκι και χολή; Γιατί χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα πέρα πέρα σα να σαστε γυαλένιοι. Και επειδής ήξαιρα, πως δε θα σας διόρθωνα μοναχός μου, κορόιδεβα. Α! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα η κοροϊδία. Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη. Πρέπει να χεις πολλή φαντασία και κρίση και πείρα της ζωής. Και να μπορείς όλ’ αφτά ναν τα παίζεις ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια. Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος της φιλοσοφίας. Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα από το δράμα της συλλογής και της απελπισιάς για να φτάσεις στο γέλιο, στο πικρόγελο. Κι αν μπορέσεις να φτάσεις.
. . .
» Το καλοκαίρι. Χρυσή εποχή των φτωχών… Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια το κορμί μου και τη σκέψη μου. όλο μου το είναι βοούσε και φουρφούριζε χαρούμενα σα λέφκα στον όχτο, γεμάτη αστράματα και πουλιά και τζιτζίκια. Και στη ρίζα κουλουριασμέν’ η ψυχή μου με το κεφάλι ψηλά καρφωτό, πυρωνότανε στον ήλιο και κατέβαζε πλήθιο το φαρμάκι στα κανάλια των δοντιών της!… Κι αλί σε κείνονε, που δάγκωνε… Πήγατε λοιπόν να με καταδικάστε στη δόξα του καλοκαιριού, το Μάη με τα λουλούδια!… Την ώρα, που χω το πιότερο φαρμάκι… Αν είτανε χειμώνας, δε θα βγαζα λέξη. Μα τώρα γλεντάω και φραίνομαι να σας δαγκώνω».
 
Η λειτουργία αυτής της έχθρας απλώνεται έτσι μέσα στη φύση και το φαρμάκι της κατεβαίνει από το καλοκαιριάτικο πύρωμα του ήλιου. Τόσο είναι δυνατή: Μ’ αν έτσι αισθάνεται για τ’ αντικοινωνικά στοιχεία, για το λαό αντίθετα, η μεγάλη του καρδιά, νοιώθει όπως λέγει, «λύπηση»! Και κάτι παραπάνω: Αγάπη! Αυτή η αγάπη είναι διάχυτη σε όλη την Απολογία μα κορυφώνεται στις τελευταίες της σελίδες, όταν ο Σωκράτης λέει τι θάκανε αν τον άφιναν να ζήσει, τώρα που βλέπει τα πράγματα σωστά.
 
«Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα λεγα: Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκόταν στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ’ από μάβρα σύνεφα και πάνω σ’ άλιωτα χιόνια, πάλι θα τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θελ’ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας… Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί να “εθνικά”»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Φηβαίοι και Κορθιώτες σας σκοτώνουνε μια φορά μα τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κι η ψυχή σας είναι δικά τους».

Τίτος Πατρίκιος: «Ο πεζογράφος Κώστας Βάρναλης»

Τίτος Πατρίκιος: «Ο πεζογράφος Κώστας Βάρναλης», Ομιλία του Τίτου Πατρίκιου στον εορτασμό της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθήνα, 9 του Δεκέμβρη 1956, Κώστας Βάρναλης – Τα πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957

Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη είναι ένα έργο μοναδικό, όχι μόνο απ’ την άποψη της καυστικής του σάτιρας ή του πλαστικού του λόγου, αλλά και απ’ την άποψη της θέσης που κατέχει στα γράμματά μας. Εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τότε που η λογοτεχνία μας, εκφράζοντας συνειδητά ή ασύνειδα, άμεσα ή έμμεσα, τη νέα φάση που έμπαινε η κοινωνική εξέλιξη και οι κοινωνικές ζυμώσεις στη χώρα μας, κάνει  μιαν αποφασιστική στροφή στο ρεαλισμό και μπαίνει σε μια περίοδο άνθησης. Η Αληθινή Απολογία, ίσως σε μια επιπόλαιη ματιά, να φαίνεται ολότελα άσχετη και ασυγχρόνιστη μ’ αυτό το ρεύμα. Κι όμως, το εντελώς αντίθετο συμβαίνει. Η Αληθινή Απολογία, με ην οξύτατη κοινωνική της σάτιρα, με το γκρέμισμα όλων των κούφιων ειδώλων, με την αποκάλυψη της γυμνής πραγματικότητας, στέκει για τη ρεαλιστική πεζογραφία δίδαγμα, όχι με την έννοια ότι θα έπρεπε να μεταβληθεί σ’ ένα πρότυπο, που η πεζογραφία θα το ακολουθούσε μηχανικά, αλλά υποδεικνύοντας με καλλιτεχνική τελειότητα τον τρόπο που έπρεπε να λειτουργήσει η πεζογραφία για ν’ αποδώσει πιστά και βαθειά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κι ο τρόπος αυτός βρίσκεται στη χειραφέτηση του συγγραφέα από την εξουσία των φθαρμένων αξιών, στην απελευθέρωσή του από το ζυγό των ειδώλων και το απροκάλυπτο και τολμηρό αντίκρυσμα της ζωής. Αν η Αληθινή Απολογία φαίνεται απομονωμένη μέσα στο πεζογραφικό μας σύνολο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της γενιάς του 30 συμβιβάστηκε με τα αυτοτελή επιφαινόμενα της πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και ξέπεσε σ’ έναν ανούσιο νατουραλισμό ή σ’ έναν κούφιο ψυχολογισμό.

Βάσος Βαρίκας: «Κώστας Βάρναλης»

Βάσος Βαρίκας: «Κώστας Βάρναλης», Από τα σχετικά με τον εορτασμό (της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Αθήνα, 9 του Δεκέμβρη 1956) δημοσιεύματα του Τύπου, Κώστας Βάρναλης – Τα πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957

Ακολουθεί η Αληθινή απολογία του Σωκράτη, το αρτιώτερο ασφαλώς πεζογράφημα του Βάρναλη, όπου με ανεξάντλητο κέφι και οξύτητα παρατήρησης και μαχητικότητα πνεύματος βάζει τον Σωκράτη αντιμέτωπο στον θάνατο να ανασκευάζη το ίδιο το φιλοσοφικό του σύστημα και προβάλλοντας τις αντιφάσεις της αρχαίας κοινωνίας, να ρίχνη τα βέλη του εναντίον της σύγχρονης.

Δημήτρης Ψαθάς: «Άνθη ροδακινιάς»

Δημήτρης Ψαθάς: «Άνθη ροδακινιάς», Από τα σχετικά με τον εορτασμό (της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Αθήνα, 9 του Δεκέμβρη 1956) δημοσιεύματα του Τύπου, Κώστας Βάρναλης – Τα πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957

Συχνά τις ώρες που νοιώθω αηδιασμένος παίρνω στα χέρια μου την Αληθινή απολογία του Σωκράτη για να φύγω απ’ την «καβαλίνα του δρόμου» και ν’ ανεβώ μαζί του «στην κορφή της ροδακινιάς». Κι ακούω να χτυπά μέσα στην σάτυρα τούτη μια ζεστή ανθρώπινη καρδιά που ξέρει να γελά και να πονά αληθινά. Και κάτι παραπάνω: Να κάνη τέχνη με το αστείο. Ο Παλαμάς θαμάζοντας αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό του Παιχνιδιού και της Τέχνης στον Βάρναλη του είχε γράψει κάποτε ανάμεσα σ’ άλλα εγκώμια:
«Μια φορά κι έναν καιρό γνώριζα έναν παπά. Καρακαντάς τ’ όνομά του. Μια Κυριακή διάβαζε στην πόρτα του ιερού το Ευαγγέλιο. Μια γυναίκα αγνάντια του δεν έπαυε την κουβέντα. Ο Παπα-καρακαντάς χωρίς να κουνηθή από την θέση του, χωρίς να του ξεφύγη καμμιά ματιά, καμμιά χειρονομία, φρόντισε να προσθέση στο άγιο κείμενο που διάβαζε, σε ήχο πλάγιο βαρύ, ένα: «σκασμός Καραμουντάνενα» – έτσι τη λέγανε τη γυναίκα – κι εξακολούθησε τον ψαλμό του. Μου θυμίζεις τον Παπα-καρακαντά…»
Τα πενήντα χρόνια του γιόρτασε ο ποιητής την περασμένη Κυριακή. Με τα χέρια του λευκά και την ψυχή του πεντακάθαρη έφτασε και σε τούτη την κορφή. Ανάμεσα στις τόσες προσφορές ας δεχτή κι από την στήλη τούτη τα λίγα φτωχολούλουδα που ο συντάκτης της προσφέρει από την καρδιά του με συγκίνηση κι αγάπη στον Κώστα Βάρναλη, τον άνθρωπο.
(Τα Νέα, 14 του Δεκέμβρη 1956)

Εφημερίδα Αυγή

Εφημερίδα Αυγή. Από τα σχετικά με τον εορτασμό (της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Αθήνα, 9 του Δεκέμβρη 1956) δημοσιεύματα του Τύπου, Κώστας Βάρναλης – Τα πενηντάχρονα του έργου του, Κέδρος, 1957
 

[…] ξεσκεπάζει την υποκρισία της αστικής τάξης και μαστιγώνει αλύπητα το ψέμα και την εκμετάλλευση του εργαζόμενου λαού. Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη μεταφράσθηκε το 1946 στα ρωσικά και μέσα σε 5 ημέρες τα 10.000 αντίτυπα έγιναν ανάρπαστα. Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη μεταφράσθηκε και στα γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά.
(Αυγή, 7 του Δεκέμβρη 1956)

Γιώργος Κατηφόρης, «Οχτώ στίχοι», Αφιέρωμα: Η Αριστερά και ο Κώστας Βάρναλης

Γιώργος Κατηφόρης, «Οχτώ στίχοι», Αφιέρωμα: Η Αριστερά και ο Κώστας Βάρναλης, Περιοδικό ΑΝΤΙ, Περίοδος Β’, τεύχος 308, 17/1/1986

[…] Εκείνο που έπρεπε να είχαμε κρατήσει, ε­κείνο που έπρεπε να μας είχε παρακινήσει να κάνουμε η καθη­μερινή σχεδόν συνάφεια μαζί του, ήταν να πετάξουμε κάποια στιγμή στα σκουπίδια τους σοφούς, τις Ακαδημίες των βαρύ­γδουπων Επιστημών, τα ηλίθια εγχειρίδια του ανιστόρητου Ι­στορικού Υλισμού και να κατεβάσουμε από το ράφι την «Αλη­θινή Απολογία του Σωκράτη». Να διαβάσουμε τον υπόδικο να λέει: «Μα τώρα τελεφταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια, που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει και δε θέλει να κάνει μια πιθαμή περ’ απ’ τη μύτη μου. Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξε­νο πράμα! Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελ­λούμενα, και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! Τώρα καταλαβαίνω, πως αληθινά σοφός είναι εκείνος που καταφέρνει να τήνε ιδεί και να την καταλάβει. Κ’ εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί, πως υπάρχει, κι ας με πειράζαν όλοι, πως ήτανε πλατσουκωτή σαν της μαϊμούς και του τράγου. Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αφτές τις ώρες μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός». Αρχή σοφίας, η γνώση της μύτη μας. Αλλά εμείς είχαμε πο­λύ ξεμακρύνει απ’ το ρωμαλέο πρακτικό μήνυμα, τη βάση κά­θε ιστορικού υλισμού, που εμπνέει αυτά τα λόγια. Προτιμούσα­με τα νεφελώματα του Παγκόσμιου Κινήματος, της κομμουνι­στικής υπερτελειότητας, από το βάσανο της κριτικής του εαυ­τού μας, της κομματικής μας πραγματικότητας, όσο κι αν αυ­τή απορροφούσε για μερικούς από μας το κύριο μέρος της ζω­ής μας. Η μύτη στο μεταξύ ολοένα μεγάλωνε! Μα δεν της δί­ναμε σημασία. Χρειάστηκε να μας την τραβήξει με τα χοντρόχερά του ο Χαχόλος το 1956, κι ούτε αυτό μας έφτασε. Έπρεπε να μας την τρίψουν στη λάσπη οι γορίλλες της 21ης Απριλίου, για να ξυπνήσουμε απότομα από τον ιδεαλιστικό λήθαργο, να καταδεχτούμε να την κοιτάξουμε και να τρομάξουμε, βλέπον­τας πόσο είχε γίνει άσκημη, σαν της μαϊμούς και σαν του τρά­γου. Τότε πια ήταν που αποφασίσαμε πως δε γινόταν να φτιά­ξουμε την κοινωνία αν δεν κάνουμε πρώτα κάτι γι’ αυτή τη φο­βερή μύτη. Παραείχε μεγαλώσει και μας έφραζε το δρόμο. Κάπως έτσι ξαναθυμηθήκαμε και τους οχτώ στίχους διδαχής: «Όλα τελειώνουνε κι όλα περνάνε, ιδέες βασίλισσες κακογερνάνε, στις νέες ανάγκες σου – κόπος βαρής! – σκοπούς αλάθεφτους κοίτα να βρεις». Πόσο δύσκολη είναι μερικές φορές η ποίηση. Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια, διαβάσαμε οχτώ στίχους. Τόσο μπορέσαμε. Παρακάτω ίσως μπορέσουν να προχωρήσουν κάποιοι νεώτεροι.

Σεραφείμ Μάξιμος: «Το ιδεολογικό σχήμα της “Αληθινής Απολογίας”»

Σεραφείμ Μάξιμος: «Το ιδεολογικό σχήμα της “Αληθινής Απολογίας”», Επιθεώρηση τέχνης, Αρ. Τεύχους 26, Φλεβάρης 1957
 
Στην αρχή, θαρρεί κανείς πως ο συγγραφέας της Αληθινής Απολογίας κάνει αυτήν την κοπιαστική διαδρομή στην ιστορία, μόνο και μόνο για να σκηνοθετήσει τη δική του απολογία απέναντι στην αστική κοινωνία, που δεν είναι παρά ένα φοβερό κατηγορητήριο εναντίον της και ένας σπάνιος σαρκασμός του κάθε τι που την αξιολογεί στη συνείδησή μας. Όμως αυτό πού αποτελεί μια από τις ου­σιαστικές πλευρές – την πιο ουσιαστική – του έργου, δεν είναι το μόνο που πρέπει να προσέξουμε. Στην πραγματικότητα, η προσομοίωση των περιστατικών και των τύπων της αρχαίας εποχής προς τα περιστατικά και τους τύπους της τωρινής μας ζωής, δεν είναι μόνο σκηνοθεσία αναγκαία για να εκθέσει ο συγγραφέας τις ιδέες του. Είναι και μια αληθινή απογύμνωση του αρχαιοελληνικού κόσμου από το στοιχείο του μύθου που τον περιβάλλει, μια παρουσίασή του χωρίς διάκοσμο, πράμα που μόνον η διάγνωση της κοινωνικής του υφής μπορεί να φέρει στην επιφάνεια. Για να αποκαλύψει τη σημερινή κοινωνική κατάθλιψη ο Βάρναλης και την ανάγκη που αισθανόμαστε όλοι να την αποτινάξουμε, μας παρουσιάζει την τρισχειρότερη κατά­θλιψη που περιέκλειε ή αρχαιοελληνική κοινωνία και γίνεται έτσι αιτία να καταπέ­σουν ταυτόχρονα, μέσα στη συνείδησή μας, δύο οικοδομήματα: το σημερινό και το αρχαίο. Ένας κόσμος φανταστικός – της αρχαιότητας – και ένας κόσμος πραγματι­κός – ο τωρινός – κατρακυλούνε με μια και την ίδια προσπάθεια, μέσα σ’ ένα και το αυτό έργο την Αληθινή απολογία του Σωκράτη, που παίρνει έτσι εξέχουσα θέση στο όλο πνευματικό πρωτοποριακό μας στερέωμα. Όταν διαβάζει κανείς αυτό το θαυμαστό έργο, αναρωτιέται μήπως και η αρχαιότητα βρυκολάκιασε μπροστά μας, μήπως και ο Λύκων «ο ρήτορας», που τον εμπιστευθήκανε να φυ­λάξει τον Έπαχτο κι αυτός πούλησε το κάστρο στους εχθρούς «αντί αργυρίου», δεν είναι κανένας από τους σημερινούς αρχιδοσίλογους! Γιατί όπως ετούτοι έτσι κι αυτός σκότωνε τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα τους!...
Αυτή η ομοιότητα στα περιστατικά και τους τύπους δείχνει μια γνωριμία βαθειά του αρχαιοελληνικού περιβάλλοντος, βαθειά και ψυχολογημένη, πού μαρτυρεί ότι ο Βάρναλης έχει δυο μεγάλα προσόντα: την κοινωνικοφιλοσοφική κατανόηση των εποχών και την επαναστατική άποψη.
[…]
Είν’ η αλήθεια, ότι ο Βάρναλης δε συσχετίζει παρά τα αρνητικά στοιχεία των εποχών. Δεν πάει να εξάρει παρά τις όψεις εκείνες που καταρρίπτουνε τα κα­θεστώτα – αρχαία και νέα – στην ανθρώπινη συνείδηση. Όχι τα άλλα που οικοδο­μούνε κατά την εξέλιξή τους και τις πολύπλοκες σχέσεις τους, την πρόοδο. Από την πλευρά αυτή είναι αρνητικός. Μα ο Βάρναλης δεν κάνει ιστορία μήτε συνδυάζει γόνιμες και μη καταστάσεις για να βγάλει συμπέρασμα. Ο Βάρναλης είναι ποιητής και μιλεί μέσα του το αίσθημα. Υψώνεται εντός του η φωνή των καταπιεζομένων της κοινωνίας, που απολογούνται με το στόμα του και για τα τωρινά και για τα περασμένα. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της πάλης των τά­ξεων!... Να το σχήμα το ιδεολογικό του βιβλίου του.
[…]
Περιττό να πούμε πως από την άποψη της γλωσσικής μορφής η ιδεολογική επίδραση πάνω στη μεγάλη αυτή διάνοια, είναι τόσο δυνατή, ώστε να υποτάσσει και τις πιο βαρβαρικές ή ιδιότυπες εκφράσεις σ’ ένα ύφος τόσο λιτό και τόσο δυνατό που να συγκλονίζει τον αναγνώστη και να τον υψώνει σε κόσμους γεμάτους από ανώτερα ανθρώπινα αισθήματα. Ποτέ δε μπορούσε να φαντασθεί κανείς ότι οι μιξοβάρβαροι ιδιωματισμοί θα ήτανε σε θέση, στα χέρια αυτού του πλάστη να μεταποιηθούνε σε αξιοζήλευτο – σχεδόν κλα­σικό – ύφος και να μας δώσουνε αυτή τη γλωσσική και ηχητική αρμονία.
Σ. ΜΑΞΙΜΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
1986-1987
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Κριτική | Πορφύρης Κ. | Εφημερίδα ΠΟΛΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Πορφύρης Κ.
Αθήνα, 4/2/1955 - Εφραιμίδης Βασ.
Κείμενα εφημερίδας
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Φωτογραφία: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Α.Σ.Κ.Ι.

 

Περιοδικό: Νέοι Πρωτοπόροι
Περιοδικό: ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ
Έτος: 1931 - 1932
Από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων

 

 


Επιθεώρηση τέχνης, Αρ. Τεύχους 26, Φλεβάρης 1957
Πηγή: politis.eu.org

 

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ