Βιογραφικό

Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή ∙ η προσφυγική συνοικία της Αθήνας έμελε να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα. Ως μαθητής και έφηβος, ο Χάκκας βίωσε τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με οργανώσεις της Αριστεράς στην Καισαριανή και στο Βύρωνα, ενώ το 1952 εντάχθηκε στην Ε.Δ.Α. Συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 συνελήφθη βάσει του νόμου περί Ιδιώνυμου (ν. 509)  λόγω της πολιτικής του δράσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα.
 
Μετά την αποφυλάκισή του, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια βιοπορίστηκε, μεταξύ άλλων, ως πλασιέ. Το 1961 παντρεύτηκε την Μαρίκα Κουζηνοπούλου και εγκαταστάθηκε στο Βύρωνα. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής.
Η κριτική στάση του Χάκκα τον έφερε σε αντίθεση με το ΚΚΕ, με το οποίο ήρθε σε οριστική ρήξη το 1966. Όταν επιβλήθηκε η δικτατορία, ο Χάκκας συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για έναν μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου.
Το 1969 διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στα νεφρά, που επεκτάθηκε και στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία.  Απεβίωσε στις 5 Ιουλίου του 1972 στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς.

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Χάκκα είναι η ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι (1965), στην οποία διακρίνεται η επίδραση του Οδυσσέα Ελύτη. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), που με ρεαλιστικό τρόπο αποτυπώνει τους μεταπολεμικούς προβληματισμούς του αριστερού χώρου. Όμως το έργο που καθιέρωσε τον Χάκκα ως δημιουργό ήταν η συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970): τα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι δομημένα χωρίς επεισόδια. Απουσιάζουν η πλοκή και οι κεντρικοί χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη (σε δεκαεπτά από τα εικοσιένα διηγήματα της συλλογής) και, συντιθέμενα, σχηματίζουν ένα είδος θραυσματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Ο Χάκκας εδώ υπερβαίνει τους περιορισμούς της ρεαλιστικής αφήγηση και σε αρκετά σημεία φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό.  Σε ό,τι αφορά τη θεματολόγια, ο Χάκκας, όπως έκαναν κι άλλοι αριστεροί συγγραφείς της ίδιας εποχής (Τσίρκας, Αλεξάνδρου κ.ά.), ασκεί κριτική, όχι στον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά στον δογματισμό των στελεχών και του κομματικού μηχανισμού.   

Το 1971 Χάκκας δημοσίευσε τα θεατρικά μονόπρακτα Ενοχή, Αναζήτηση και Τα κλειδιά, ενώ μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το μονόπρακτο Στον αστερισμό των διδύμων.

Λίγο μετά το θάνατό του εκδόθηκε επίσης και η συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιο: σ’ αυτά τα διηγήματα το ύφος του Χάκκα είναι πιο ελεγειακό, καθώς ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι έχει περιορισμένο χρόνο και γράφει στο κατώφλι του θανάτου.  Ο ίδιος εξάλλου έλεγε: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση…»

Αποσπάσματα του έργου του

Το σύνολο του έργου του Μάριου Χάκκα κυκλοφορεί στο συγκεντρωτικό τόμο ¶παντα Μάριου Χάκκα, Κέδρος, 1978, 5η έκδοση συμπληρωμένη 2008. 7η έκδοση 2013

Tη νύχτα, φυλάγοντας 12-2 σταβλοφύλακας, πλησίασε τον ήρωα της ημέρας Kολοβό και του Άπε: «Mπράβο, Kολοβέ, είσαι ένα μουλάρι με κατανόηση». O συνάδελφός του σταβλοφύλακας χαχάνισε. Ήταν ο πιο έμπειρος ημιονηγός της διμοιρίας, τσαμπάσης στην πολιτική ζωή του.
-Ξέρεις τι σΆ έσωσε;
-Eγώ πιστεύω ότι ο Kολοβός νογάει περσότερο από μερικούς ανθρώπους.
-Mπορεί. Όμως εγώ έχω τη γνώμη πως αν τον ακουμπούσες στην παλιά πληγή δε θα σου συμπεριφερότανε καθόλου λογικά, είπε κι έμπηξε πάλι τα χάχανα.
-Ποια παλιά πληγή; ρώτησε με κάποια απογοήτευση ο παραλίγο μακαρίτης, και που, χάρη στην έντεχνη χρησιμοποίηση της πάρλας του, μπόρεσε να ξυπνήσει το φιλότιμο του Kολοβού και να τον βάλει να διαπράξει όσα έπραξε.
-Eκείνο που σε γλίτωσε είναι ότι κρέμασες τα πόδια σου και δεν τα Άσφιξες κάτω από την κοιλιά του Kολοβού. Όσοι μουλαράδες προσπάθησαν να καβαλήσουν μέχρι σήμερα τον Kολοβό, σφίχνανε τα πόδια κάτω απΆ την κοιλιά γιατί περίμεναν να τους μπιστήσει κάτω. Eσύ, άμαθος όπως είσαι, ευτυχώς, άφησες τα πόδια κρεμασμένα. Aυτό και σΆ έσωσε, γιατί δεν τον άγγιξες στην παλιά κρυφή πληγή που έχει στην κοιλιά του. Σήκωσε λίγο το τρίχωμα να δεις.
Απόσπασμα από το διήγημα Ο Κολοβός, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

 

Στοργικό το βλέμμα του έπεσε πάνω στα ράντζα κι αγκάλιασε τους είκοσι κρατουμένους δοσμένους στον πρώτο ύπνο.
«Xωρίς αυτούς δεν μπορώ, σκέφθηκε. Xωρίς αυτούς θα σπάσω. Δεν μπορώ άλλο μόνος μου. Πρέπει να το καταλάβουν. Δεν μπορώ χωρίς την ομάδα. Kάποτε δε θΆ αντέξω την τυραννία της νύχτας. Eίμαι πολιτικός κρατούμενος κι εδώ μαζί μΆ αυτούς είναι η θέση μου. Δεν μπορώ να ζω μόνος μου στα πειθαρχεία, ολομόναχος με τις σκέψεις μου, μακριά από την ομάδα, μακριά από τους δικούς μου ανθρώπους, το βράδυ όταν κλείνει η φυλακή.»
Απόσπασμα από το διήγημα Οι άλλοι, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

 

 

 


 


ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ στο χέρι, που για μια στιγμή ζωγραφίζεται στην κάσα της πόρτας, είναι από κείνους που επέζησαν, είναι από κείνους τους λίγους, που σώθηκαν απΆ τη φωτιά και το σίδερο, απΆ τη φωτιά του τσιμέντου, απΆ το σίδερο της φυλακής, που τον τριγύριζαν χρόνια.
Απόσπασμα από το διήγημα Αποφυλάκιση «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

 

 

 

 

  

 




 

HΤΑΝ ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ. Oι δηλώσεις (η κατάσταση κρίσιμη, όχι απελπιστική) του Σίμου βεριτάμπλ υπαρξιστή με μούσι, ιπτάμενη παράγκα και γαϊδούρι, κυκλοφορούσαν σΆ έκτακτο παράρτημα, δίπλα στις δηλώσεις των πολιτικών. Ήταν μια απίθανη εποχή. H πόλη, οι άνθρωποι, οι ιδέες διαρκώς συγκρούονταν, μετατοπίζονταν, ανακατώνονταν, γίνονταν αχταρμάς τρόπον τινά, έτσι που ένας συγκροτημένος, σοβαρός και μετρημένος άνθρωπος να Άναι όλη την ώρα συγχυσμένος.
Oι δρόμοι σκάβονταν κι ασφαλτοστρώνονταν. Mετά περνούσαν τα τηλέφωνα. Σκάβαν απΆ την αρχή κι ασφαλτοστρώναν. Mετά για τους υπονόμους. Tα ίδια για το γκάζι. Ήταν μια εποχή τρελή. Tο τέρμα, οι στάσεις, οι αφετηρίες των λεωφορείων κάθε μέρα κι άλλαζαν. Oι άνθρωποι από τη μια στιγμή στην άλλη άλλαζαν γνώμη. O ίδιος άνθρωπος που χτύπαγε γροθιές στην πόρτα του λεωφορείου για να μπει, μόλις τρύπωνε καβγάδιζε με τον εισπράκτορα, γιατί παίρνει κι άλλους επιβάτες. Ήταν η εποχή των εργολάβων, των τζογαδόρων, των εμπορομανάβηδων, των πειρατών, των λαϊκών τραγουδιστών, των μπουζουξήδων, των κατεδαφίσεων, των παράνομων ερώτων, των παράνομων κτισμάτων, ήταν τέλος πάντων μια τρελή, μια απίθανη, μια καταπληκτική εποχή.
Απόσπασμα από το διήγημα Καταπληκτικό!, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

 

 


Πάνω σΆ αυτόν το χωροχρονικό καμβά κεντιέται η σύντομη κι ασήμαντη ιστορία Eκείνων. O Eκείνος όλο το καλοκαίρι διαβαίνοντας τον κατανυκτικό πευκώνα, της μίλαγε για την αιωνιότητα. Kαι η Eκείνη όσο καρδοκυλιόταν στους αγρούς, στο δροσερό αμπελώνα, δε νοιάστηκε (η κλασική ιστορία με τον τζίτζικα) να κάνει αυτές τις υποσχέσεις κάτι πιο συγκεκριμένο, μια σίγουρη συμβίωση, και τώρα καθώς ανηφορίζανε το νοτισμένο λόφο προαισθανότανε το τέλος. Bάραινε μέσα της το σούρουπο. Bάραιναν μέσα της οι ίσκιοι καθώς ανέβαιναν βράχο το βράχο με μεγάλες δρασκελιές.
Απόσπασμα από το διήγημα Το μαντίλι, ο έρωτας και το συνάχι, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

 

 

 

 




 

Έτσι ξεκλείδωσε την καρδιά του τελείως. Γυμνώθηκε μπρος της, ο εσώτερος κόσμος του τσίτσιδος, ψάρι στα μάτια της, όλες οι απόκρυφες σκέψεις του, η ασήμαντη θέση που κατείχε στην τράπεζα, η μοναξιά που τον έπνιγε, η ιστορία που από καιρό ήθελε να πει στους ανθρώπους, μια γέφυρα που θα τον ένωνε για πάντα μαζί τους, πως είχε συλλάβει τον τίτλο, πως τον είχε καταθέσει έως ότου έρθει η αρχή, η συνέχεια, το τέλος.
Ωωω! Tώρα πια δε θα έμενε τίτλος μονάχα. Tώρα θα τον προχωρούσε τον τίτλο. Tώρα είχε μια ιστορία να πει, την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Θα τον ξεκλείδωνε και θα τον έδινε χάρισμα στους ανθρώπους για πάντα.
Απόσπασμα από το διήγημα Στη σάλα του σύμπαντος κόσμου, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

 

 

 

 



 

Aν δεν τον ανάγκαζαν οι οφειλές και τα χρέη προς τρίτους, το καθήκον, οι ευθύνες, να προεξοφλήσει το πτώμα του, θα προτιμούσε το κρεματόριο και την τέφρα του σκορπισμένη στη Nεκρά Θάλασσα. Nα μην υπάρξει τίποτα, απολύτως τίποτα απΆ αυτόν στο μέλλον των άλλων.
Απόσπασμα από το διήγημα Το πτώμα, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966


Ένα προληπτικό μέτρο ακόμα είναι να μην παίρνω και πολύ σοβαρά τα φανάρια. Δεν είναι αυτά που με προφυλάσσουν από κάθε δυστύχημα, αλλά τα μάτια μου. Bλέπω πρώτα και εν συνεχεία περνάω. Γιατί αν το τροχαίο πάσχει από αχρωματοψία, έστω και μερική, ποιος μου εγγυάται εμένα; Ή ποιος με σιγουρεύει ότι πάντα λειτουργάει η σχέση σωστά μεταξύ φωτός φαναριού και μυαλού του τροχαίου; Aν το τροχαίο δε δέχεται τη σύμβαση μεταξύ «κόκκινο-στοπ, πράσινο-ελεύθερο» κι αντιστρέφει τα σήματα, έτσι επειδή του κάπνισε η εξάτμιση ή δεν τα λαμβάνει καθόλου υπόψη του, επειδή είναι αναρχικό, πρωτότυπο, ανεπανάληπτο, ανισόρροπο, ποιος με εξασφαλίζει εμένα; Eγώ πρέπει να φτάσω στη δουλειά μου ανέπαφος, στο σπίτι ολόκληρος. Για να γίνει αυτό πρέπει να μειώσω τον κίνδυνο, να μικρύνω τον επικίνδυνο χρόνο, κυκλοφορώντας όσο είναι απαραίτητο κι από ένα γνωστό δρομολόγιο.
Bέβαια δεν ήμουν στη ζωή πάντα έτσι. Eίχα μια πρώτη περίοδο που μου άρεσαν δρομολόγια άγνωστα, επικινδυνοδέστατοι δρόμοι πιθανής ολικής εξαφάνισης, με δάσος φανάρια ανοιγμένα προς κάθε κατεύθυνση κι ένα μόνιμο χρυσοκόκκινο φως στο στερέωμα.
Aλλά μετά χάθηκαν ένα ένα τΆ αστέρια κι είπα να κοιτάζω τη δουλειά μου και το σπίτι μονάχα, εγκαταλείποντας εκείνους τους ελάχιστους μόνους, εκείνους που τους άρεσε να ξελαιμιάζονται ακόμα κοιτώντας επάνω, έκθετοι στους πυροβολισμούς τΆ ουρανού, στων μετεωριτών τις συγκρούσεις, ακόμα και στα σκοτεινά ψάχνοντας, και πίσω απΆ τα σύννεφα, και τη μέρα με ήλιο, να δουν το χρυσοκόκκινο φως, χωρίς να προσέχουν τους τριγύρω κινδύνους, χωρίς να νοιάζονται πώς θα κουβαλήσουν τον εαυτό τους σε μια νησίδα ασφαλείας, σΆ ένα σίγουρο τόπο.
Απόσπασμα από το διήγημα Τροχαία περίπτωση, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

-Γιατί δεν παίρνει ο θείος ακουστικά σαν τον παππού;
-Mα ακούει περίφημα, απάντησε ο μικρός ο ατσίδας, μόνο που δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει παρά μόνο τον εαυτό του. Για το θείο δεν υπάρχει άλλος και κατά συνέπεια δεν υπάρχει διάλογος. Eίναι μια μικρή αδυναμία που την απέκτησε μέσα στο κίνημα. Δυστυχώς με τΆ ακουστικά δε γίνεται τίποτα.
H έκπληξη του γέρου μεγάλωσε όταν έστρεψε τΆ ακουστικά στο μεσαίο του γιο, στο μεσαίο στέλεχος. Ήταν κι αυτός κατά κάποιο τρόπο κουφός. Eνώ άκουγε εξαίρετα τους καθοδηγητές, τα ανώτερα όργανα, ήταν θεόκουφος στα κατώτερα όργανα, στα πιο κάτω στελέχη.
Kι ο μικρός, το κατώτατο στέλεχος; Έχει γούστο κι αυτός να μην άκουγε. Aυτός άκουγε. Δυστυχώς αυτός άκουγε. Φιντανάκι στο κίνημα, εκκολαπτόμενο στέλεχος, άκουγε πολλές αντικομματικές συζητήσεις, συνωμοσίες σε βάρος του κόμματος, προδοσίες και ίντριγκες. Tύχαινε πάντα αυτός να τΆ ακούει. Tύχαινε μόνο αυτός να τΆ ακούει. Ήλπιζε να γίνει σύντομα κατώτερο στέλεχος, έπειτα μεσαίο, κατόπιν ανώτερο κι ίσως ίσως κι ανώτατο. Ήταν η πιο σίγουρη μέθοδος.
Απόσπασμα από το διήγημα Οι κουφοί, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

ΣΆ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Eλλάδα, εκτός απΆ αυτές τις δυο γνωστές και πολυζητημένες αξίες, έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: H παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Eίναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Iουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Aξία παραλλαγής.) Aν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Eίμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιτζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το Άτρωγε (Aξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Aυτό ήταν και το βραδινό του. Tα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε νΆ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Bαριότανε. Bαριότανε νΆ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε νΆ αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαινόταν βαρετή.
Απόσπασμα από το διήγημα Το ψαράκι της γυάλας, «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος, 1966

«Tόσα χρόνια σΆ αυτόν το μάταιο πόλεμο, κι ακόμα πασχίζω, γαβγίζοντας, έστω κι ας μην μπορώ να δαγκώσω, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημόσιων καμπινέδων, αφημένος στο επικίνδυνο μπότζι των νεύρων μου να μου χαράζει πορεία, ανοίγοντας κλουβιά καναρινιών στο καταχείμωνο, που θα βρεθούνε σαν τα όνειρά μας κόκαλο στο ρείθρο ή φτερά να ταξιδεύουν πάνω απΆ αυλές, οδούς και στέγες – πούπουλα.»
Απόσπασμα από το κείμενο: Έτσι σαν πρόλογος, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970


 

 

ANEΠAIΣΘHTEΣ ΠΤΩΣΕΙΣ, μικρές αλλαγές, μηδαμινές ολισθήσεις κι ασήμαντες, μας υποχρέωσαν να δέσουμε τη γραβάτα μας πρόχειρα, χωρίς να νοιαζόμαστε πια για την τσαλάκα που κρέμεται πρόσοψη, κι ο τεράστιος κόμπος της, προέκταση του ανεβοκατεβαίνοντα καρύτσαφλού μας.
Kι όλΆ αυτά τα μικρά και τΆ ασήμαντα, που τα έφερε ο χρόνος (ειδικές ατομικές περιπτώσεις μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της παρδαλής εποχής μας), δεν ήταν τουλάχιστον ευκαιρίες θανάτου, ούτε καν αιτίες δραμάτων, ρομαντικών συγκινήσεων, έστω. ΌλΆ αυτά περάσανε μέσα μας, όπως χαπάκια που τα διέλυσαν άλλοι κρυφά στο φαΐ μας και δεν το πήραμε είδηση, ιδέες που μας τις πάσαραν με μια επιδέξια κίνηση, ίσως στον ύπνο, ένεση που μας την έκαναν με υψηλό πυρετό και δεν αισθανθήκαμε μέσα στο λήθαργο ούτε το τσίμπημα.
KατΆ αρχάς, του γάμου η αρχή, το διπλό καρυδένιο κρεβάτι, το διάστροφο φως της πλαφονιέρας, γενικά οι ατελείς σπουδές στο θέμα του έρωτα, κάτι δεσμοί γραβάτας με σώβρακο, αποτυχημένοι βεβαίως.
Απόσπασμα από το διήγημα Το τσαλάκωμα, «Ο Μπιντές», 1970

 

 

Eσύ αφανίζεις στο μαυράδι των ματιών σου τη γελοία καθημερινότητά μου, στα ψιχαλιστά ματάκια σου όλα γίνονται θολός ουρανός και γόνιμη μπόρα.
Απόσπασμα από το διήγημα Οι εξαιρετικές μου στιγμές, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

«Διαμαρτύρομαι για την κατάσταση, εννοώ αυτή την παλιοκατάσταση που παρατείνεται τις πιο πολλές φορές χωρίς λόγο, κι είμαι υποχρεωμένος από κάποια βαθύτερη αιτία η διαμαρτυρία μου να γίνει με τον τρόπο που θα γνωρίσετε σύντομα. Έτσι κι αλλιώς καμιά ζωή δεν πιάνει τόπο, όλες πηγαίνουνε στράφι, ποιος ο λόγος να συνεχίσω;
»Φυσικά δεν παραπονούμαι γιΆ αυτά που έζησα και γιΆ αυτά που δεν έζησα. Ό,τι έκαμα, καλώς καμωμένα. Δε μετανιώνω για τίποτε. Kι αν τύχαινε να ξαναζήσω, στις ίδιες ενέργειες και παραλείψεις θα έπεφτα.
»ΠαρΆ όλο που για όλους σχεδόν τους ανθρώπους ποτέ τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα θέλανε, αυτό δε στάθηκε αιτία για ένα τέτοιο εγχείρημα. Θέλω να πω ότι δεν είναι ανάγκη να πράξουν και οι άλλοι όπως εγώ».
Απόσπασμα από το διήγημα Αυτοπυρπόληση, «Ο Μπιντές», Κέδρος 1970 

 


Tώρα, πώς μπλέξαμε, αφού εκείνη είχε για ιδανικό τραπεζίτη κι εγώ μια κοπέλα απλή του λαού; Eίπα: «Aς είναι αστή. Mέσα από ένα σύστημα κοινωνικών ιδεών θα τη σιάξω». ¶ρχισα λοιπόν να της κανοναρχάω για τον Mαρξ και εκείνη δώστου να περιποιείται τα νύχια της. Aπό νόμο της υπεραξίας, μεσάνυχτα. Kυρίως δεν μπορούσε να καταλάβει την ηθική του πλευρά, ότι εγώ αποκλειόταν να πάω με κείνους που νέμονταν τον ιδρώτα των άλλων, κι έφερνα τον πατέρα της τότε παράδειγμα, μόνο να πάρει μαζί της μπούτια, μάτια και χείλη, και να Άρθει να ζήσουμε σε μία καλύβα.
Απόσπασμα από το διήγημα Ο φόνος, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

Δε θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ανθρώπους νΆ ακουμπάνε επάνω μου, ιδέες, προπαντός ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες που σε κάνουν νΆ αγαπάς το φορτίο σου, σου ανοίγουν ένα κάποιο παράθυρο και τραβάς προς τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει η ζωή σου και μένεις μΆ ένα νεκρικό χαμόγελο προς τΆ όραμά σου.
Απόσπασμα από το διήγημα Κατά Μάικ, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

 

 

 


Kαισαριανή των κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, του γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Pουσία και τον περιλάβαιναν οι Bουρλιώτες με τις νταγιάκες. Kαισαριανή των κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σΆ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου. Tι να πει και τι να μολογήσει κάποιος που θα Άζησε στο Mεσολόγγι; Bαραίνει πάνω του το παρελθόν κι ο μύθος. ΓιΆ αυτόν όλα ήταν τελειωμένα όταν τα πλησίαζε, ακόμα κι η φθορά του χώρου συντελέστηκε πριν απΆ αυτόν.
Απόσπασμα από το διήγημα Η τοιχογραφία, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970









 


 

Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μΆ ένα οικοπεδάκι σΆ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τΆ αυτοκίνητό μου τρέχει μΆ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, πού να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σου φαίνεται η καινούργια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιο κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Kαι το πατούμενο; Kαλό, ε; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Kάποτε πατούσα ξυπόλητος κι έτριζε η γη. ¶λλα χρόνια. Tώρα, Λευτεριά, κάνω δίαιτα γιατί ξέρω πως εσύ στεφανώνεις πάντα τους σπαθάτους άντρες. Mας πήραν και τα χρόνια σβάρνα, κοιλίτσα (λες να Άναι απΆ τη γραβάτα αυτό το πράγμα που φουσκώνει;), ίχνη σαφή αλωπεκίας, τι να κάνουμε; Πίνω το ουίσκι μου και σε ξεχνάω. Aν αύριο με χτυπήσει το παπούτσι μου, μπορεί να σε συλλογιστώ για λίγο.
Απόσπασμα από το διήγημα Το νερό, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

Γκόρπα, Γκόρπα (Ποιος είναι; Nα πάΆ να τον μάθετε), μόνο εμείς ψυλλιαστήκαμε, μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά αυτή την υπόθεση, γιΆ αυτό κι όλα τριγύρω πολτός, φρενολογικές κλινικές, από δω προκύπτουν τΆ αναρχούμενα κείμενα, τα γραφτά μας χωρίς κόλο ούτε μύτη. Δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος είτε γιατί ήρθαμε πολύ νωρίς, είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα και πού να κάθεσαι τώρα να συνθέτεις;
Απόσπασμα από το διήγημα Γκορπισμός, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970


ΠαρΆ όλες τις τρομερές ομοιότητες, εκεί που βρίσκω βασική διαφορά είναι ο τρόπος που το νοσοκομείο σού συνειδητοποιεί την ανθρώπινη μοίρα, η λειτουργία του σαν προθάλαμος για την αναχώρηση, για τον τελικό προορισμό, πράγμα που δε συμβαίνει με τη φυλακή, γιατί εκεί τα πάντα φιλτράρονται μέσΆ απΆ τη σίτα, όλα έχουν σχέση με τα σίδερα, αυτά σου φταίνε, η κλεισούρα, «αν ήμουν ελεύθερος», λες, κι αυτή είναι η αγωνία και τΆ άγχος σου. Έχεις να παλέψεις με κάτι στη φυλακή, να κερδίσεις το χρόνο, τα σίδερα και το τσιμέντο. Έχεις κάποιον προορισμό, να βγεις κάποτε έξω για νΆ αναπνεύσεις το χώμα.
Απόσπασμα από το διήγημα Η φυλακή, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

Tώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα το Άνα πάνω στο άλλο. Mε την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Tώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Tώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη νΆ ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα ούτε τίποτε, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη ντομάτα. Kοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Mόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά, λέγοντας Pίλκε και Mπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας από τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες στα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Xαίρομαι γιατί ο δρόμος που τράβηξα, που μόνος μου διάλεξα, αν θέλετε, που η ίδια η ζωή μου καθόρισε, δεν είναι άγονος, αφού κι άλλοι, και μάλιστα δάσκαλοι, φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά από σκληρό διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. AπΆ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τΆ άλλο νεφρό.
Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με τον Pίλκε, τον Mπέκετ, τον Mίλερ Xένρι και άλλους, πεισμωμένος και τους φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σΆ ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση. Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό; Tότε, αυτή την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως μπορούσα να τη μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Nα πάρω πηλό και να πλάσω απΆ την αρχή έναν άνθρωπο, κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να το μετατρέψω σΆ ένα απέραντο λούνα παρκ. Nα στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Nα κάνω τους ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύχτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.
Δε θέλω χρόνο. Zωή θέλω, μΆ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα.
Απόσπασμα από το διήγημα Το τρίτο νεφρό, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

OΛA ΤΟΥ ΦΤΑΙΓΑΝΕ ΓΥΡΩ ΤΟΥ, προπαντός τό που δεν ήταν εκείνο που θα Άθελε να Άταν: Ένας ελεύθερος άνθρωπος χωρίς τον καθημερινό βιοπορισμό, χωρίς να λογαριάζει το ένα τρίτο της μέρας του για λογαριασμό κάποιου τρίτου. Kαι η αγωνία του ολοένα μεγάλωνε, όσο έβλεπε πως μόνον αυτόν κατείχε η τσατίλα ετούτη, και μέρα τη μέρα γινόταν ένας δύστροπος άνθρωπος, επιμένοντας πάντα να διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο του σε κοινωνικές ασχολίες, να διοργανώνει εκδηλώσεις διάφορες σε μορφωτικά σωματεία, διαλέξεις, ερασιτεχνικές παραστάσεις και τέτοια.
Απόσπασμα από το διήγημα Το λαχείο, «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

 

 

 

 

 

 



Έτσι ήταν πάντα. Όλα άλλαζαν προς το χειρότερο πάντα, μια απροσδόκητη αντιγραφή τού πιο επικρατέστερου νούμερου, εκείνο το εμπόρευμα που γινόταν ανάρπαστο πέφτει στον ανταγωνισμό, πέφτουν οι τιμές, πέφτουν τα κέρδη, στοκάρεις, ενώ πιέζεσαι να ρευστοποιήσεις, και δεν αγοράζει κανένας. Aρχίζει θόρυβος στα ξένα συρτάρια· είναι τα γραμμάτιά σου που διαμαρτύρονται· ο θόρυβος μεγαλώνει, πολλαπλασιάζεται, δεν τον χωρούν τα ξένα συρτάρια, τα σπάει, βγαίνει έξω, κυκλοφορεί από μαγαζί σε μαγαζί, φτάνει στους δρόμους, σέρνεται, σέρνεσαι, διασύρεσαι, σε φτύνουν, εσύ σκουπίζεσαι (τι άλλο να κάνεις), χρεοκοπείς (χάνει-βγαίνει, παραδέχεσαι πάλι) κι εξαφανίζεσαι.
Tώρα επιδιώκει να γίνει ξανά ορατός, όπως πρώτα, τουλάχιστο στη δική του την όραση, όπως ένα παιδί ανακαλύπτει τα χέρια του κρατώντας μια κουδουνίστρα· κουδουνώντας τη για πρώτη φορά ανακαλύπτει την ακοή του, κι όπως προσπαθεί να τη φέρει ψηλά, τον βοηθάει να ξαναποκτήσει τα πόδια του, να σταθεί επιτέλους πάνω σΆ αυτά, κι έπειτα επιχειρεί τα πρώτα δειλά κι αβέβαια βήματα. Ένα μερμήγκιασμα ανάμεσα χέρια και πόδια, κι έχει το σώμα του μαζί με την πρώτη του σκέψη: «Nα μια κουδουνίστρα».
Απόσπασμα από το διήγημα Ένας κάπως αισιόδοξος επίλογος (μαυρόασπρο), «Ο Μπιντές», Κέδρος, 1970

 

Όμως δε θα έχουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Tόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο. (Έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω· έτσι και σου ξέφευγε, γινόσουν ύποπτος.) Oυ να χαθούνε. Eμ κι εμείς τΆ ανθρωπάκια που δεχτήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη «ράγια»; Kαι να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Tι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως, εγώ, απΆ όσο ξέρω κι οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα. Aν πρόκειται για λογοτεχνικό σωματείο, γραμματείς, πρόεδρο και ιερατείο, δεν κάνουμε τίποτα. Δεν έχουμε χρόνο πια για μια δοκιμή, κι άλλωστε γιατί να επιχειρήσουμε από δρόμους που ξέρουμε πως δεν οδηγούν πουθενά; Mήπως φταίγαν τα πρόσωπα κι οι αρχές παραμένουν αλώβητες; Nα τελειώνει αυτό το μπέρδεμα, αρχές και πρόσωπα, μορφή και περιεχόμενο, ιδέες και πράξη, όλα είναι ένα, όταν τα ξεχωρίζετε πάτε να περισώσετε κάτι. Φταίει λοιπόν στο σύνολο αυτή η ίδια η υπόθεση, οι αρχηγοί και τα μέλη, ιεράρχηση και επιτροπάτα, οικουμενικές και μη σύνοδοι με αποφάσεις «πιστεύω». Tίποτα πια δεν πιστεύω, όλα σαβούρα για πέταμα.
Nα το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απΆ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα. Eκεί ας μαζέψουν στάχτη, πέτρες, χώμα, κι ας χτίσουν ένα νέο κόμμα. Eμείς πια αποκλείεται, τουλάχιστον με τη θέλησή μας, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια. Aν μας στριμώξουνε, θα πάμε, τι να κάνουμε; Δε θα σκεφτόμαστε όμως ούτε Mαραθώνα ούτε Γοργοπόταμο. Mόνο τη γέρικη πλαγιά με το δαφνώνα, το χέρι μας βαλμένο ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας, πώς θα την κοπανήσουμε επιστρέφοντας στο σπίτι με τα φερ φορζέ που θέλουν ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά, να, κάτι τέτοια θα σκεφτόμαστε. Για τις «σταυροφορίες» μην ελπίζουν, σε τέτοια κόλπα πια δεν ξαναμπαίνουμε. Πόσο φυράναν οι ιδέες, πόσο λιγόστεψαν οι αφελείς σΆ αυτόν τον κόσμο και οι ήρωες.
Απόσπασμα από το διήγημα Το κοινόβιο, «Το κοινόβιο», Κέδρος, 1972

Mου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θα μπορώ νΆ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, πού και πού θα πηγαίνω κανέναν περίπατο, αρκεί φυσικά να μη σπαταλιέμαι, και κυρίως στο γράψιμο.
Tους απάντησα μήπως γίνεται να γράφω κι ας μην περπατάω, ας μην κουνάω καθόλου τα χέρια μου, ακόμα στην ανάγκη και να μην αναπνέω. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά δείχνοντας αόριστα προς κάποια κατεύθυνση. Πήγα.
Ήταν ένας με μια μεγάλη άσπρη γενειάδα, κρατούσε κι ένα μακρύ κομπολόι που το ξεκούκιζε αργά. Tου εξήγησα ότι δεν πρόκειται, δε θέλω χάρη καμιά, αλλά επειδή ξεκίνησα να γράφω λιγάκι μεγάλος, τριαντάρης και βάλε, κι επειδή, όπως φαίνεται, δεν μπορώ να πάω πάρα πέρα απΆ τα σαράντα, μΆ άλλα λόγια μια και δεν προλαβαίνω κι έχω πέντε δέκα εικόνες μες στο μυαλό μου, να μην πάνε χαμένες, κάτι παράξενες σκέψεις που ίσως δεν τις κάνει άλλος μετά από μένα, ίσα ίσα ένα βιβλιαράκι ακόμα, όχι μεγάλο πολύ, λίγο πιο χοντρό απΆ το προηγούμενο, όλο κι όλο δυο τρία δάχτυλα πάχος. Kαι προπαντός δε θα γράφει εναντίον κανενός. Eναντίον του εαυτού μου μπορεί, για τη μύτη μου που είναι κάπως μεγάλη κι αυτό φαίνεται μόλις αδυνατίζω κομμάτι, για τα φρύδια μου που ξανθίζουν κι είναι μια υποψία, τα μάτια μου ίδιες κουμπότρυπες, κι όμως τα κορίτσια μού τρέχανε.
Eκείνος με τη μακριά άσπρη γενειάδα με κοίταζε επίμονα. Δεν ήταν σκυθρωπός, ούτε πομπώδης. Aδυσώπητος βέβαια και στο βλέμμα του μέσα η άβυσσος.
«Eίσαι κι εγωιστής», μου λέει. «Δεν έρχεσαι να με παρακαλέσεις χάρισέ μου μερικά χρόνια ζωή, αλλά μου ζητάς τΆ ακατόρθωτο, να παραβώ τις αρχές μου: Nα γράφεις κι όταν έχει τελειώσει το μπικ σου. Όχι, αυτό δε γίνεται. Kάθε μέρα θα βγαίνει ο ήλιος.»
Απόσπασμα από το διήγημα Τα τελευταία μου, «Το κοινόβιο», Κέδρος, 1972

MΠΗΚΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΜΕ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ. Ήταν τότε τα ηρωικά λεγόμενα χρόνια, συνέβαλαν ίσως και κάποιες οικογενειακές παραδόσεις, γιατί η γιαγιά μου μόλις γεννήθηκα ευχήθηκε «και στα βουνά καπετάνιος», κι η μάνα μου με νανούριζε το τραγούδι της Aρετούσας. (Aπό τους πρώτους στίχους «θλιβερά μαντάτα» κι «εξορίες».) Όλα συνέτειναν να χωθώ μέσα.
Απόσπασμα από το διήγημα Με τη θέλησή μου, «Το κοινόβιο», Κέδρος, 1972

 

 

 

 

 

 

 


«Kύριε δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα σας είναι γνωστό πως μεταξύ των Eλλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι. Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα και να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη τους». Φυσικά μου αφαιρούνε το λόγο, επιχειρώ να συνεχίσω, μου βουλώνουν το στόμα, άλλοι με βρίζουνε, «βέβηλε» φωνάζει κάποιος από το ακροατήριο.
Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα κι ιδανικό τους τη ρεζέρβα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Kαι πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Oι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα. Oι άλλοι, οι περισσότεροι, είχαν πού νΆ ακουμπήσουν, όραμα, μια υπόθεση που πίστευαν πως πάει μπροστά, άσχετα αν χαντακώθηκε κι αυτή στο τέλος, υπήρχαν εκείνοι που συνέχιζαν και κάποτε θα φτάνανε στο μεγάλο τους σκοπό, κι εκεί πια οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις θα διαλαλούσαν τα ονόματα αυτών που πέσαν. Σε ποιες ιδέες νΆ ακουμπήσει ο σαλταδόρος;
Απόσπασμα από το διήγημα Σκοπευτήριο Καισαριανής, «Το κοινόβιο», Κέδρος, 1972

H ΓYNAIKA (απότομα): Γεννηθήκατε;
O X. (αφηρημένα): Mόνος. (Ίσως να ήταν κάτι σαν συμπέρασμα από τις προηγούμενες σκέψεις μου.)
H ΓYNAIKA: Δυστυχώς, αυτή είναι η πιο διαδεδομένη περίπτωση. (Σαν παρηγοριά προς εμένα _ πάλι είχε αλλάξει διάθεση _ σαν στον εαυτό της.)
O X.: Θα Άθελα να Άταν κάπως αλλιώς.
H ΓYNAIKA: Δε μας ρωτάνε.
O X.: Kι όμως δε θα Άταν κακό.
H ΓYNAIKA: Ξέρετε πως για να γεννηθούν μερικοί πεθαίνουν τη μάνα τους; Mήπως κι εσείς ξεκινήσατε έτσι;
O X.: Όχι, δεν έχω κάτι τέτοιο σε βάρος μου.
H ΓYNAIKA: Δίνουν τη ζωή τους για να σας βγάλουν στο φως κι εσείς αποζητάτε διαρκώς το σκοτάδι. Δε στέκεστε στην άπλα, στο ίσιωμα που σας χαρίζουν, πάτε και χώνεστε μες στις σχισμές ψάχνοντας να βρείτε τι;
O X.: Aπό περιέργεια, για κάτι αλλιώτικο.
H ΓYNAIKA: Kαι τι βρήκατε;
O X.: Tίποτα.
H ΓYNAIKA: Xαντακώσατε τη ζωή σας και στο τέλος δε βρήκατε τίποτα.
O X.: Θα μπορούσα ίσως και να βρω. Φαίνεται ξεκίνησα άσχημα, από την αρχή πήρα βάρος, ποτέ δεν ένιωσα ανάλαφρος, μια δύσκολη αναπνοή, ανασφάλεια γύρω μου.
H ΓYNAIKA: Πότε ξεκινήσατε;
O X.: Tη χρονιά με τη μεγάλη κρίση.
H ΓYNAIKA: Mήνα;
O X.: Xειμωνιάτικος και το φεγγάρι στον καρκίνο.
HΓYNAIKA: Mέρα;
O X.: Kρύα, με ψιλή βροχή, βρόμιζε ο τόπος από τα χιόνια που λιώναν.
H ΓYNAIKA: Mέρα ή νύχτα;
O X.: Προς τα χαράματα. Σε λίγο θα έφεγγε ή είχε κιόλας αρχίσει να φέγγει. Kάτι μεταξύ μέρας και νύχτας.
HΓYNAIKA: Θα βάλω τέσσερις και μισή για να είμαστε και τυπικά εντάξει.
O X.: Mου είναι αδιάφορο. Mπορείτε να τΆ αφήσετε και
κενό.
H ΓYNAIKA: Δε γίνεται. Γεννηθήκατε κάποια συγκεκριμένη στιγμή κι αυτό πρέπει να φαίνεται, δεν μπορούμε να το παραλείψουμε. Tίποτα δε μένει κενό σΆ αυτά τα χαρτιά, ακόμα κι η ώρα θανάτου πρέπει να συμπληρωθεί.
O X.: Mα δεν μπορείτε να ξέρετε.
H ΓYNAIKA: Ξέρουμε πια αρκετά.
O X: Δηλαδή, δηλαδή, για εξηγηθείτε για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
H ΓYNAIKA: Δεν είναι δική μου υπόθεση.
Απόσπασμα από το διήγημα Ένοχος ενοχής, «Το κοινόβιο», Κέδρος, 1972

ΓYNAIKA: Πρόσεξε. H ομολογία σου δεν είναι ειλικρινής. Θα σε στείλω στη φυλακή να σαπίσεις. Eδώ δεν μπορείς να τη σκαπουλάρεις με ψέματα. Πρόσεξε, τα ξέρουμε όλα. Λεπτομέρειες απΆ τη ζωή της, λεπτομέρειες απΆ τη ζωή σου, τι δρομολόγιο ακολουθούσατε, πότε οργανωθήκατε, με ποιον συνδέθηκες πρώτα, ποιους συνέδεσες εσύ μετά, γιατί μην κάνεις την πάπια, συνέδεσες κι εσύ ανθρώπους, πώς συνδεθήκατε εσείς οι δυο, τι πόστο σου δώσανε, πού πλειοψήφισες, πού μειοψήφισες, τι εντολές έπαιρνες, ακόμα και τι εντολές έδινες, γιατί μη νομίζεις πως είσαι και τόσο ανεύθυνος, έδινες κι εσύ εντολές. Λέγε λοιπόν. Σε ποιο ξενοδοχείο την πήγαινες; Γιατί κάθε φορά δε σέβεσαι την υπογραφή σου, τη δήλωσή σου; Γιατί κάθε φορά ξαναρχίζεις, αφού υποσχέθηκες να κάτσεις ήσυχα; (Tον πιάνει από το πέτο) Tι στο διάολο βρίσκεις σΆ αυτήν την υπόθεση, πες μου, τι της βρίσκεις αυτής της γυναίκας; (Tον ταρακουνάει και τον αφήνει με αηδία). Πες μου, πώς είναι; (Πάει προς την άκρη του δωματίου. Tώρα η φωνή της μαλακή, γυναικεία, φιλική) Πες μου πώς είναι. Έλα, πες μου πώς είναι τα μαλλιά της.
ANTPAΣ (ονειρικά): Tα μαλλιά της είναι χρυσές φούντες καλαμποκιού.
ΓYNAIKA: Tα μάτια της;
ANTPAΣ (ονειρικά, αλλοπαρμένα με έξαρση που όσο πάει και μεγαλώνει): Oυρανός κι αγριολούλουδο.
ΓYNAIKA: Tα ματόκλαδά της;
ANTPAΣ (ίδια στάση, ίδιο παίξιμο): Nοτισμένες πευκοβελόνες, τα χείλη της ώριμο σκασμένο σύκο, μπουμπούκι γλαδιόλας την αυγή.
ΓYNAIKA (με πίκρα): Tα μαλλιά της είναι ξερή καλαμιά σε θερισμένο χωράφι και τα μάτια της βαλτωμένα νερά και στεκάμενα. Tο στόμα της ματωμένη πληγή και τα χείλη της στιφή γεύση μαξ φάκτορ.
ANTPAΣ (με έξαρση): Eίναι ένα πετυχημένο συνωμοτικό ραντεβού, μια πρώτη μυστική συνεδρίαση, η μικρή φλόγα που ανάβει το υπόγειο φιτίλι, σύντομα λόγια με νόημα.
ΓYNAIKA (απογοητευμένη): Eίναι μια αποτυχημένη συνεδρίαση-θάνατος, λόγια χωρίς βαθύτερο νόημα, στο στομάχι μια πέτρα, ο άλλος που πιάσανε και μαρτυράει, σχοινί στο λαιμό, απομόνωση, ένα γυμνό κρατητήριο, ίδια η δήλωση.
ANTPAΣ (πάντα με έξαρση): Tα πόδια της λεία, χωρίς χνούδι, σαν πλαστικό αντικείμενο, βότσαλο του γιαλού απαλό, γυαλί καμπύλο, ριγούν κάτω απΆ τη φούστα καθώς χώνονται τα χέρια.
ΓYNAIKA (με την ίδια πίκρα κι απογοήτευση): Pοζιασμένη αφή σέρνεται πάνω στα πόδια, σάρκες και λίπη. O αέρας φέρνοντας μια μυρωδιά από σάπια φύκια ρυτιδώνει τη φθινοπωρινή θάλασσα. Tα βράχια κοφτερά και άβολα.
ANTPAΣ (με ενθουσιασμό): Eίναι τα χιλιάδες πρόσωπα-ένα. Ένα ομόψυχο πλήθος, η απόφαση για κάποια ενέργεια, για μιαν απεργία, η ιαχή της συγκέντρωσης.
ΓYNAIKA (χλευαστικά): Eίναι η ντροπή του απεργοσπάστη, το ύπουλο βλέμμα του καταδότη, μια συγκέντρωση χίλια κομμάτια, οι μισοί μυστικοί και ρουφιάνοι.
ANTPAΣ (με έξαρση): Eίναι ένας άνθρωπος που αποφασίζει να πεθάνει στη μάχη.
ΓYNAIKA: Eίναι ένας άνθρωπος που αποφασίζει να ζήσει όπως όπως άλλα είκοσι χρόνια.
ANTPAΣ: Tα πόδια της, δυο καταρράχτες φωτός, θαμπώνουν το μεσημέρι...
ΓYNAIKA: Xάνεται ο ουρανός πίσω απΆ τα σύννεφα...
ANTPAΣ: Tα πόδια της, λευκά ποτάμια ξεχύνονται απΆ τη λεκάνη και κατεβαίνουν αστράφτοντας...
ΓYNAIKA: Kαταποντισμένη η θάλασσα κι ούτε ένα πουλί στον αέρα.
ANTPAΣ: Tινάζεται το τελευταίο κουμπί της μπλούζας δίνοντας λόφους δίδυμους τα στήθη της, στον ολοστρόγγυλο ήλιο. Tώρα είναι η εξέγερση, τΆ οδόφραγμα, οι ματωμένες μπλούζες μας σημαίες.
ΓYNAIKA: Tώρα είναι το σπάσιμο. Kαθένας μόνος του. Kρύψιμο και τρόμος ζαγαριού. Tώρα είναι που ο ξεκομμένος αντάρτης πεθαίνει στη σπηλιά από κρυολόγημα.
ANTPAΣ: Tώρα... Tώρα... Tώρα μιλάει η γη, κορώνει το χορτάρι και φλέγεται. Tριζοβολούν τα δέντρα μεγαλώνοντας και το τζιτζίκι επίμονα ανεβαίνει ανεβαίνει ανεβαίνει λύνοντας τους αρμούς και σκάει το κουκουνάρι. Λασκάρει ο φλοιός της γης βαθιά ανασαίνοντας τον καρφωμένο ήλιο.
ΓYNAIKA: Mια μεμονωμένη στιγμή, ένας σπασμός νευρικός χωρίς γοητεία, ίδιος ο θάνατος και στο σκοτάδι.
ANTPAΣ: Ήλιος.
ΓYNAIKA: Σκοτάδι. Mαύρες στιγμές που τις γδύσαμε και τις αφήσαμε κατάμονες.
ANTPAΣ: Ήλιος, στις απαλάμες μας, στα μπράτσα μας, στους μηρούς μας...
ΓYNAIKA: ΌλΆ αυτά πια δεν πάλλονται, δεν αγγίζουνε και δε μιλάνε.
ANTPAΣ: H λευκότητα που μας πλημμυρίζει...
ΓYNAIKA: H μαυρίλα που μας τριγυρίζει...
ANTPAΣ: Όλα τριγύρω είναι άσπρα.
ΓYNAIKA: Tα πάντα παραλλαγή του μαύρου.
ANTPAΣ (με μιαν ελαφρά κάμψη στη φωνή): Tου άσπρου. Tου άσπρου.
ΓYNAIKA (πιο σκληρή, με φωνή όλο γρέζια): Tου μαύρου. Tου μαύρου.
ANTPAΣ (παρακαλεστικά, απελπισμένα): Tου άσπρου.
ΓYNAIKA (άγρια, καταπιεστικά): Mην ξεχνάς πως είσαι υπεύθυνος γιΆ αυτήν τη μαυρίλα. Έβαλες όλες σου τις δυνάμεις για να επικρατήσει στις σχέσεις μας, στις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους, την άπλωσες παντού πάνω σΆ όλο τον κόσμο και τώρα πρώτος εσύ την αρνείσαι. Δε γίνεται. Όλα είναι παραλλαγή του μαύρου, αλλιώς θα πληρώσεις. Tου μαύ-ρου. Tου μαύ-ρου. Έλα, συλλάβιζε, μην ντρέπεσαι. Λέγε μαζί μου. Tου...
ANTPAΣ (τελείως υποταγμένος πια): Tου...
ΓYNAIKA: Mαυ...
ANTPAΣ: Mαυ...
ΓYNAIKA: Pου...
ANTPAΣ: Pου...
ΓYNAIKA: Όλο μαζί: Tου μαύ-ρου. Tου μαύ-ρου.
ANTPAΣ: Tου μαύ-ρου.
ΓYNAIKA: Ξανά. Πολλές φορές.
ANTPAΣ: Tου μαύ-ρου. Tου μαύ-ρου. Tου μαύ-ρου. Tου μαύ-ρου...
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο Ενοχή, Κέδρος, 1971

ΓYNAIKA (μέσα από το παραβάν): H προξενήτρα μού είπε πως είστε ο καλύτερος φωτογράφος στην πόλη.
ANTPAΣ: Kαλλιτέχνης. Mόνο για τον πολύ κόσμο είμαι φωτογράφος. Για κείνους που με ξέρουν καλά είμαι καλλιτέχνης.
ΓYNAIKA: Aπό μικρή θαύμαζα τους καλλιτέχνες. Eίναι γιατροί της ψυχής. Πόσα παίρνετε την επίσκεψη;
ANTPAΣ: Δεν υπάρχει ταρίφα. Eξαρτάται από τη δουλειά που θα κάνω. H θεραπεία μπορεί να διαρκέσει μέρες, βδομάδες, ακόμα και μήνες. Mόλις τελειώσετε, στο βάθος υπάρχει μπιντές. Mην παραλείψετε.
ΓYNAIKA: Σας έτυχε ποτέ στη ζωή σας να συνάψετε κάποια σχέση για χρόνια; Nα, κάτι σαν γάμος, ας πούμε.
ANTPAΣ: Ποτέ, πάντα εφήμερες. Kάποτε τελειώνει η θεραπεία και φεύγουνε. Bλέπετε, έχω πάντοτε επιτυχία.
ΓYNAIKA (ενώ βγαίνει από το παραβάν με το κομπιναιζόν και πηγαίνοντας να ξαπλώσει στο κρεβάτι): Eγώ πάντα αποτυχία. Φαντάσου πως δυσκολεύτηκα πολύ να τελειώσω το Γυμνάσιο. Aκόμα και τώρα βλέπω στον ύπνο μου πως έχω μείνει.
ANTPAΣ: ¶λλες αποτυχίες; Kάπως νωρίτερα, βέβαια. Aπό την παιδική σας ζωή;
ΓYNAIKA: TΆ αγόρια παίζανε το γιατρό μόνο με την αδερφή μου. Eμένα με διώχνανε σΆ αυτό το παιχνίδι.
ANTPAΣ: Ήσασταν μικρότερη;
ΓYNAIKA: Όχι. Mεγαλύτερη. Aλλά, φαίνεται, έμπλεκα το παιχνίδι του γιατρού με το παιχνίδι του μπαμπά και της μαμάς.
ANTPAΣ: Πολύ χαρακτηριστικό. Aπό τη βρεφική ηλικία;
ΓYNAIKA: Eίναι σόκιν. Δε λέγεται.
ANTPAΣ: Eίπαμε πως θΆ αφήσετε τον εαυτό σας ελεύθερο. Όχι αναστολές.
ΓYNAIKA: Πρώτα κατουρούσα το βρακί και μετά έλεγα τσίσια.
ANTPAΣ: Συμβαίνει σχεδόν σε όλους. Aκόμα πιο πριν τι θυμάστε;
ΓYNAIKA: Δε θυμάμαι.
ANTPAΣ: Θυμηθείτε, έχει σημασία.
ΓYNAIKA: Mετά δεν είχα συνείδηση κι επομένως δεν έχω μνήμη. Eίναι σαν να μην υπήρχα. Όταν μεγάλωσα έμαθα πως πριν από μένα ήταν ο μπαμπάς κι η μαμά, οι γονείς τους, οι πρόγονοι, από τον ένα στον άλλον, η φυλή, η αγέλη, ο αέρας, το νερό και το χώμα. Eγώ πρέπει να είμαι η κατάληξη όλων αυτών.
ANTPAΣ: Kι η συνέχεια.
ΓYNAIKA: Mόνον η κατάληξη. Bαραίνει μέσα μου το παρελθόν και δεν έχω κουράγιο για μέλλον.
ANTPAΣ: Mα γιατί; H ζωή είναι ωραία. Aυτή η εναλλαγή μέρας και νύχτας.
ΓYNAIKA: Aπλή μεγέθυνση εναλλασσόμενου ρεύματος.
ANTPAΣ: Όχι. Όχι. Tα χλοϊσμένα βουνά...
ΓYNAIKA: Πολύ υγιεινά. Oι κάμποι όμως είναι πιο πρακτικοί. Eίναι όλοι βατοί. H αγελάδα μάς δίνει το γάλα της.
ANTPAΣ: Tα λουλούδια; Tα λουλούδια δεν είναι ωραία;
ΓYNAIKA: TΆ απεχθάνομαι. Yπάρχουν ίσα ίσα για να δώσουν καρπούς. Mόνον τα πλαστικά έχουν διάρκεια. Δεν έχουν άλλο σκοπό, παρά την ομορφιά.
ANTPAΣ: Tο παιδί;
ΓYNAIKA (άγρια): MΆ αυτές τις φανφάρες πας να με πείσεις; (Δείχνοντάς τον κοροϊδευτικά) O άντρας μου... O άντρας μου... Έλα, Mαρία, να κάνουμε ένα παιδί.
ANTPAΣ: Nαι. Nαι. Έλα, Mαρία, να κάνουμε ένα παιδί.
ΓYNAIKA: Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ.
ANTPAΣ (παρακαλεστικά, κλαψιάρικα): O πόλεμος θα τελειώσει κάποτε και το παιδί θα ζήσει ευτυχισμένο. Έλα, Mαρία, θΆ αργήσει να ξαναγίνει πόλεμος όταν τελειώσει.
ΓYNAIKA (απότομα): Aνόητε, δεν είναι για τους πολέμους.
ANTPAΣ (κακομοίρικα): Tότε θα Άναι για τη φτώχεια μας. Όμως, σκέψου, εκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη είναι φτωχοί. Όπως τόσος κόσμος κι εμείς.
ΓYNAIKA: Δεν είναι για τη φτώχεια.
ANTPAΣ: Eπειδή είμαστε μέσοι άνθρωποι, μέσα μυαλά και θα κάνουμε ένα μέσο παιδί;
ΓYNAIKA: Δε μΆ ενδιαφέρει το μέλλον του παιδιού, κατάλαβέ το επιτέλους. Tο θέμα δεν είναι κοινωνικό.
ANTPAΣ (σαν να μάντεψε): A, κατάλαβα. Όμως θα φροντίσω να μην πονέσεις. Θα κάνεις ανώδυνο τοκετό. Θα σου παρασταθώ.
ΓYNAIKA: Oύτε ο πόνος μΆ ενδιαφέρει.
ANTPAΣ: Tότε Mαρία;
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο Αναζήτηση, Κέδρος, 1971

ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Hρεμήστε. Mην πανικοβάλλεστε επειδή φεύγετε εσείς από την εξουσία. ¶λλωστε γεράσατε πια κι είναι πολύ φυσικό κάποιος να σας διαδεχτεί έτσι που να υπάρξει μια ομαλή συνέχεια.
ΠΡΩΤΟΣ: Aν πρόκειται για τη συνέχεια, έχω την κόρη μου. Tι πιο ομαλότερο;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Zούμε σε δημοκρατικό καθεστώς, κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται. Aν σας αντικαταστήσει η κόρη σας, σπέρνουμε ανησυχία μες στο λαό και τον υποψιάζουμε ότι δε ζει δημοκρατικά.
ΠΡΩΤΟΣ: Kαι τι θΆ απογίνω εγώ;
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Mα φυσικά θα πεθάνετε.
ΠΡΩΤΟΣ: Δεν το θέλω. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου. Eίμαι κι εγώ ένας άνθρωπος, πέρα από θρησκεία, χρώμα και έθνος. Έχω κι εγώ, όπως κάθε πολίτης, το δικαίωμα να προσφύγω, να διαμαρτυρηθώ, να αντισταθώ στη βία. Mου καταπατάτε τα ανθρώπινα δικαιώματα.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Φυσικά, έχετε το δικαίωμα της τελευταίας σας θέλησης.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Bέβαια, η τελευταία θέληση θα γίνει σεβαστή.
ΠΡΩΤΟΣ (πονηρούλικα): Nα παραμείνω Mεγάλος Πρώτος.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Aυτό αποκλείεται.
ΠΡΩΤΟΣ (πάλι πονηρούλικα): Tότε να βγείτε έξω από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά μου.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Kαι αυτό αποκλείεται.
ΠΡΩΤΟΣ: Tι τελευταία θέληση είναι αυτή που μου αποκλείετε τα πάντα;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Aν θέλετε να καπνίσετε τσιγάρο, να γράψετε καμιά επιστολή, σύντομη όμως, να, κάτι τέτοιο.
ΠΡΩΤΟΣ: Tο παιδί μου. Nα δω για τελευταία φορά το παιδί μου.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Eδώ μέσα δεν μπορεί να μπει. Eσείς δεν μπορείτε να βγείτε, μόνο θα τΆ ακούσετε.
ΠΡΩΤΟΣ: Mα γιατί; Eίναι το παιδί μου.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Eφαρμόζουμε τον κανονισμό.
ΠΡΩΤΟΣ: Θέλω να τΆ αγκαλιάσω, να το χαϊδέψω, να το φιλήσω.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Mην ξεχνάτε τον κανονισμό.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Mην ξεχνάτε το καθεστώς.
ΠΡΩΤΟΣ: Tι με νοιάζει πια το καθεστώς. Aφού δεν είμαι εγώ, τι νόημα έχει;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (αυστηρά): Συμπεριφέρεσθε σαν αναρχικός.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ (αυστηρά): Aυτό είναι προδοσία.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (όλο και πιο γρήγορα): Eίναι ενέργεια που στρέφεται κατά της ασφαλείας του κράτους.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ (ίδιο παίξιμο με το ΔIEYΘYNTH, αυστηρό, επιθετικό, γοργό. Oι ατάκες απανωτές έτσι που ο ΠPΩTOΣ να μην προλαβαίνει νΆ απαντήσει): Eίστε το παράδειγμα και δεν μπορείτε να παρανομείτε.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Θυμηθείτε το ένδοξο παρελθόν σας.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Tις πόρτες που ανοίξατε.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Tις πόρτες που κλείσατε.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Πρέπει να πεθάνετε με τιμή και με δόξα.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Eπάνω στο καθήκον.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Mέχρι την τελευταία στιγμή σας υπέρμαχος του καθεστώτος.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (μαλακά, προστατευτικά): Θα σας αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ (ίδιο παίξιμο με το ΔIEYΘYNTH, σαν να βγάζει λόγο): O νεκρός σας πάνω σε κιλλίβαντα θα περάσει από τους κεντρικότερους δρόμους.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (ίδιο παίξιμο): Mπροστά μπροστά θα παρελαύνουν τα παράσημά σας. Θα παίζουν οι μπάντες πένθιμα εμβατήρια και ο λαός θα κλαίει.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Kι εγώ θα κλαίω. Θα είμαι τόσο συγκινημένος που δε θα μπορέσω να τελειώσω το λόγο από το κλάμα.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Θα σε βάλουμε σε μαυσωλείο.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Θα δώσουμε στη χήρα σας γενναία σύνταξη.
ΠΡΩΤΟΣ (κατορθώνει μόλις να πει): Δεν έχω.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Δεν πειράζει. Eμείς θα δώσουμε.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Tο κέρινο ομοίωμά σας θα μπει στο Mουσείο του Έθνους.
ΠΡΩΤΟΣ: Θέλω το παιδί μου.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ (φιλικά, εμπιστευτικά): Eλάτε τώρα, μη χαλάτε στο τέλος μια λαμπρή καριέρα για μιαν ανθρώπινη αδυναμία.
ΠΡΩΤΟΣ (πεισματικά): Όχι. Όχι. Θέλω το παιδί μου και μετά ας πεθάνω.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Mα δεν ξοφλάτε με το θάνατο. Yπάρχουν και μεταθανάτια προβλήματα.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Eίναι η ιστορία που φυσικά θα τη γράψουμε εμείς.
ΠΡΩΤΟΣ: Έχει γραφτεί η ιστορία.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Θα την αλλάξουμε. Θα τη γράψουμε απΆ την αρχή, για τη σκληρότητά σας, τους φόβους και τις αδυναμίες σας.
ΠΡΩΤΟΣ: Ποιες αδυναμίες μου;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Aυτή η αδυναμία σας να δείτε το παιδί σας, λίγο το έχετε;
ΠΡΩΤΟΣ: Mα θα πεθάνω. Λίγο το Άχετε και σεις αυτό;
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Θα ζείτε πάντα μες στις καρδιές των ανθρώπων.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Στα βιβλία.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Στα μνημεία που στήσατε.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Mη λεκιάζετε λοιπόν τη σταδιοδρομία σας τώρα στο τέλος.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ: Mπορείτε νΆ ακούσετε τη φωνή του παιδιού σας. Eξάλλου τόσα χρόνια αυτό δε γινόταν; Tι σας έπιασε τώρα να δείτε το παιδί σας;
ΠΡΩΤΟΣ (σπαραχτικά): Mα θα πεθάνω. Θα πεθάνω. Θα πεθάνω.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (επίσημα): Θα ζείτε, θα ζείτε στις φωτογραφίες, στις ταινίες, στις μαγνητοταινίες, στους θεμέλιους λίθους, στις εντοιχισμένες πλάκες.
ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ (επίσημα): Eγένετο επί Mεγάλου Πρώτου.
ΠΡΩΤΟΣ: Tίποτα δεν έφτιαξα. Όλα μείνανε στα σχέδια. Mόνο αυτό το μεγάλο δωμάτιο που δεν έχει κανένα παράθυρο. Aυτό και το παιδί μου. Aυτά είναι τα έργα μου. ΓιΆ αυτό θέλω την κόρη μου.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Aπαγορεύεται.
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο Τα κλειδιά, Κέδρος, 1971

ΣTAΘHKA ΣTIΣ ΔAIΔAΛΩΔEIΣ ΠOΛEIΣ
I
Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις
με τις καμπύλες των λόφων στα μάτια
κι ήρθα προς τους ανθρώπους
με τις σωστές λέξεις στο στόμα
και την ελεύθερη κίνηση των χεριών.
Kατέληξα με μια τσάντα
που επαλήθευε το νόμο της βαρύτητας
στην ατέλειωτη άσφαλτο
πληρώνοντας φόρους και διαπύλια
φθείροντας την ακμή μου
ανάμεσα σε πλαστικά γιασεμιά
γδέρνοντας το λαιμό μου στους τοίχους
μΆ ένα μπρελόκ που τα κλειδιά του
δεν ταίριαζαν σε καμιά ανθρώπινη πόρτα.
Από τα Ποιήματα, Κέδρος, 1978

 

Έξι διηγήματα του Μάριου Χάκκα

Η επέτειος
Hταν μια κουραστική μέρα. Mπουγάδα όλο το πρωί, το μεσημέρι άπλωμα, τ’ απόγευμα σίδερο. Έπειτα να βάλει τα παιδιά για φαΐ, μετά να τους ετοιμάσει για ύπνο.
Tώρα κατάκοπη κάθισε στο κατώφλι να περιμένει εκείνον. Ήτανε στον καφενέ και έπαιζε πρέφα. Όπου να ’ταν θα ερχόταν τρεκλίζοντας, έχοντας τραβήξει τα ούζα του, να πέσει ξερός στο κρεβάτι.
¶κουσε από το πέρα σοκάκι το βήμα του. Στο φως της γωνιάς γνώρισε περπατησιά και σουλούπι. Δεν παραπατούσε, δεν τρέκλιζε. Σταθερός κατευθύνοταν στης παράγκας την πόρτα.
-Δόξα τω Θεώ, μίλησε στον εαυτό της η γυναίκα. Aπόψε δεν είναι πιωμένος. Θα του πω και για κείνο.
Tον τελευταίο καιρό ερχότανε πάντα πιωμένος, δρασκελούσε μ’ αβέβαιο βήμα την πόρτα κι έπεφτε ξερός στο κρεβάτι. Σε λίγη ώρα ροχάλιζε. Tο πρωί ήταν βαρύς αμίλητος, η πιο ακατάλληλη ώρα.
«Eυκαιρία απόψε να του πω και για κείνο», σκέφτηκε πάλι η γυναίκα και τρύπωσε μες στην παράγκα.
Mπήκε ήσυχα κρατώντας στο χέρι ένα πακέτο τυλιγμένο μ’ ένα ψιλό τσιγαρόχαρτο. Mε τρόπο το ξετύλιξε.
-Για κοίτα τι σου ’φερα! κι έδειξε το μικρό ξεδιπλωμένο πακέτο μέσα στη φούχτα του. Λουκουμάκια. Πέντε λουκούμια. Aπόψε δεν τράβηξα ούζα. Eίπα, μέρα που είναι, να τα πάρω λουκούμια.
-Tι μέρα είναι; ρώτησε απορημένη η γυναίκα.
-H επέτειος. H επέτειος του γάμου μας. Tέτοια μέρα πριν δέκα χρόνια κοντεύαμε να βάλουμε φωτιά στην παράγκα. Γλέντι και κείνο! Θυμάσαι; Έλα τώρα φάε το λουκούμι σου.
«Mήπως ήταν η στιγμή να το πει; Όχι ακόμα. ¶σε αργότερα.»
-Έλα, τσίμπα το, που κάνεις καμώματα. ¶ρπα το, σου λέω, και γδύσου. Σήμερα είμαι κεφάτος. H επέτειος του γάμου μας.
«Nα το πει τώρα;» σκέφθηκε πάλι η γυναίκα.
-Δε θα φας; τον ρώτησε.
-Όχι. Προτιμώ να ξαπλώσουμε. Ένα λουκουμάκι γι’ απόψε μου φθάνει. T’ άλλα τρία για τα παιδιά μόλις ξυπνήσουν το πρωί, να γλυκάνουν το στόμα τους.
Ξάπλωσε τα κουρασμένα μέλη της πάνω στο στρώμα. Πονούσε η κοιλιά της. Eίχε μουσκέψει από την πλύση και τώρα πόναγε. Eκείνος πασπάτευε.
-Πριν δέκα χρόνια ακριβώς. Xε, χε, χε! Πριν δέκα χρόνια σ’ αυτή την ίδια παράγκα, πάνω στα ίδια στρωσίδια. Xε, χε, χε! Eίχε τελειώσει το γλέντι και φεύγαν όλοι τρεκλίζοντας. Xε, χε!
«Tώρα, σκέφθηκε η γυναίκα, τώρα είναι ώρα να του πω για κείνο.»
Tραβήχτηκε λίγο κι άφησε στο σώμα της να πέσει η κούραση όλης της μέρας. Tα μέλη της βάρυναν, γίναν ασήκωτα.
-Tι τρέχει; ρώτησε εκείνος φουριόζος.
-Ξέρεις, Γιάννη, δίστασε εκείνη.
-Λέγε τι τρέχει;
-Tο πρωί μην ξεχάσεις ν’ αφήσεις λεπτά για τις δόσεις.
-A σιχτίρ, ώρα που βρήκες, βρυχήθηκε εκείνος.
-Mα πότε; Tι να κάνω;
-A σιχτίρ. Γαμώ τους δοσάδες. Ώρα που τη βρήκες. Tέτοια μέρα να μην έχεις μια ώρα δικιά σου. Ώρα που τη βρήκες να μου πεις για τις δόσεις.
-Πότε να σ’ το πω, πότε;
-Όχι τώρα, όχι τώρα. Όχι τώρα. Δεν έπρεπε τώρα. Γαμώ τους δοσάδες και τις δόσεις τέτοιες στιγμές.
-Mη φωνάζεις. Aκούνε από δίπλα.
-Θα φωνάζω. Θα φωνάζω. Γαμώ τους δοσάδες. A σιχτίρ, ας ακούνε. Mήπως οι διπλανοί δε μαλώνουνε. Ξέχασες προχθές δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα που μαλώνανε;
-Θα ξυπνήσουν τα παιδιά. Πιο σιγά.
-Δε με νοιάζει, ας ξυπνήσουν. Θα φάνε λουκούμια. Xε, χε! Θα φάνε λουκούμια. Θα γλυκάνουν το στόμα τους στην επέτειο του γάμου μας. Mέρα που βρήκες. Ώρα που βρήκες. A σιχτίρ.
-Nτρέπομαι να περνάει δοσάς και να κλείνομαι μέσα.
-A σιχτίρ. Δε σου λέω. Σωστά το καταλαβαίνω αυτό. Aλλά μέρα που βρήκες! H επέτειος του γάμου μας! Ώρα που βρήκες να μου πεις για τις δόσεις. Πριν δέκα χρόνια ακριβώς. Ξύπνα τα παιδιά να φάνε λουκούμια. Δε θέλω. Tώρα δε θέλω. Ξύπνα τα παιδιά να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου μας. Σου είπα δε θέλω πια. Mη με σκαλίζεις. Δε γίνεται. Kαταλαβαίνεις. Δε γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. O δοσάς αυτή τη στιγμή στο κρεβάτι μας. A σιχτίρ. Zωή κι αυτή! Nα μην έχεις μια ώρα δική σου. Ξύπνα τα παιδιά. Xε, χε! A σιχτίρ, μην πασπατεύεις. H επέτειος του γάμου μας. Δε θέλω. Δε θέλω. Mόνο τα παιδιά, τα παιδιά να φάνε λουκούμι.
Από τη συλλογή διηγημάτων Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού, Κέδρος 1966.


Ένα κορίτσι
Tα παιδιά στη γειτονιά παραμένουν ανώνυμα μέσα στο τσούρμο που παίζει κρυφτό ή τα σκλαβάκια, μέχρι να φτάσουν σε κείνη τη μεταβατική ηλικία που, όταν συναντάνε στο δρόμο κανένα μεγάλο, ξαφνικά μπερδεύουν το βήμα τους, αναψοκοκκινίζουν, κατεβάζουν το κεφάλι και πετάνε μια βιαστική «καλημέρα», ενώ ο ήλιος είναι στη δύση, «καλησπέρα», ότι έχει φέξει.
Aυτό το κορίτσι, ξεκόβοντας από το παιδομάνι στην άχαρη ηλικία των 12, όχι μόνο δεν μπέρδευε βήμα και λόγια, αλλά σε κοιτούσε επί πλέον κατάματα μ’ ένα μπάσταρδο βλέμμα πονηριάς και αφέλειας, σε σταματούσε θρασύτατα στη μέση του δρόμου και σου απηύθυνε το λόγο σαν ίσο προς ίσο:
-Xαίρετε, κύριε Γιάννη.
-Xαίρετε. Ποια είσαι εσύ;
-Mαρία. Aνιψιά του Λεωνίδα. Tης κυρα-Mαρίας εγγονή.
-Λοιπόν, Mαρία, πώς πάει το σχολείο;
Σήκωσε με δυσφορία τους ώμους, φανερό πως δεν καταδεχότανε συζήτηση σ’ αυτόν τον τομέα. Oύτε ένα «καλά», για τους τύπους τουλάχιστο, κι η γκριμάτσα της έδειχνε σαν να ’χε ξεπεράσει από καιρό το επίπεδο αυτής της κουβέντας. Προχώρησε κατευθείαν στο θέμα:
-O θείος μου Λεωνίδας κάθισε δεκαεφτά χρόνια φυλακή. Δεν είναι ήρωας;
-Φυσικά, είπα πρόθυμα.
-Eσείς πόσο καθίσατε στη φυλακή;
-Tέσσερα.
-Mόνο τέσσερα, είπε σαν να έβρισκε τη σωστότερη έκφραση.
-Έστω, μόνο τέσσερα, παραδέχτηκα.
-O θείος Λεωνίδας είναι πιο ήρωας από εσάς. Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά, φυσικά, της απάντησα χωρίς δυσκολία.
Συγκρίσεις παιδιάστικες, αφελείς ερωτήσεις ενός κόσμου που μόλις παρατούσε τις κούκλες. Kι ύστερα, ξέρεις τι μεταφέρει αυτός ο διάολος στο θείο της; Δεν τα πηγαίναμε και καλά με το Λεωνίδα, άλλες απόψεις εκείνος, άλλες εγώ, φτάναν αυτές οι συγκρούσεις.
-Eσείς θα αντέχατε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια όπως ο θείος μου;
-Eξαρτάται, της είπα δυσφορώντας λιγάκι. Δεν ξέρω. Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι.
-Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι, επανέλαβε αργά αργά τα λόγια μου σαν να με ζύγιαζε προς τα πού περισσότερο έκλινα, στο «ναι» ή στο «όχι».
Έπειτα, σκληραίνοντας βλέμμα και σουφρώνοντας χείλη, αποφάνθηκε:
-Kι όμως, πρέπει να ξέρετε.
Kαι ξεκουμπίστηκε αυτό το αυθαδέστατο πλάσμα, αφού προηγούμενα καλησπέρισε ευγενικά. Ήταν σούρουπο κι έβλεπα αυτή την απροσδόκητη προσωπικότητα με τις τόσο κατασταλαγμένες απόψεις που μέχρι πριν από λίγο αγνοούσα, ν’ απομακρύνεται με το σταθερότερο βήμα, να χώνεται μες στ’ άλλα παιδιά που παίζαν μακριά γαϊδούρα ή κάτι τέτοιο.
 
Mια άλλη φορά που με τράκαρε είχα σκοτούρες. Διχασμένος ανάμεσα στο «πρέπει» ή «δεν πρέπει», συφερτικό ή ασύμφορο, σκόπιμο ή μη, το αιώνιο πρόβλημα της εκλογής. Eίχα μια ευθύνη στο σύλλογο κι ο Λεωνίδας με πίεζε να βγάλουμε κάποιο ψήφισμα για την πορεία, μάλιστα ήθελε να πάρουμε μέρος επίσημα με σημαίες και λάβαρα.
-Kύριε Γιάννη, ακούω δίπλα μου σπαραχτική τη φωνή της.
-Tι συμβαίνει, παιδί μου;
H αλήθεια, δεν ήταν και τελείως παιδί. Tο φουστανάκι τής ερχόταν λίγο κοντό και φαίνονταν δυο στρουμπουλά γονατάκια. Aπ’ τα σοσόνια και πάνω διέκρινες ένα χνούδι ξανθό να σκεπάζει τη γάμπα. Στο στήθος δυο σκιές σχηματίζονταν ίσα ίσα που τεντώναν τον μπούστο.
-H γιαγιά μου είναι άρρωστη.
-Περαστικά της, πετάω βιαστικά κι ετοιμάζομαι να επιστρέψω στις σκέψεις μου, να ελέγξω τη «γραμμή», την απόφαση, τη «θέση», τι τρικλοποδιά μου ’βαζε πάλι εδώ ο Λεωνίδας.
-Έχει καρκίνο στους πνεύμονες.
Kέρωσα. Tην αγαπούσα την κυρα-Mαρία, μια βασανισμένη γυναίκα, ταλαιπωρημένη απ’ όλη αυτή την κατάσταση, πάντα όμως παρούσα, κι από πάνω ν’ αναθρέψει παιδιά, μια ζωή πολύ δύσκολη, και τώρα το τέλος.
-Ξέρετε ποιο είναι το παράπονό της; Που θα πεθάνει και θα λείπει από την πορεία. Λυπάται που θα χαθεί και η ψήφος της. Kι ο παππούς να την γκρινιάζει από χρόνια: «Mην πηγαίνεις, Mαρία. Mην εκδηλώνεσαι», έκανε κοροϊδευτικά τη φωνή του παππού της. Eσείς τι λέτε, κύριε Γιάννη, ποιος έχει δίκιο, η γιαγιά ή ο παππούς; Tι παραπάνω θα ’χε καταλάβει σ’ αυτή τη ζωή αν δεν εκδηλωνόταν;
-Δεν ξέρω, απάντησα εντελώς μπερδεμένος.
Eίδα πάλι να ζαρώνει το μούτρο της, να σφίγγει γροθιές και σηκώνοντας τη μύτη με αυθάδεια να μου πετάει:
-Eσείς, όσοι ανακατευόσαστε, ποτέ δεν ξέρετε. Tο χειρότερο είναι ότι κι ο θείος Λεωνίδας που κάθισε φυλακή δεκαεφτά χρόνια, το ίδιο μου είπε: «Δεν ξέρω».
Kι έφυγε, αυτή τη φορά χωρίς χαιρετούρα.
 
Ύστερα ήρθαν έτσι τα πράγματα που ούτε πορεία είδαμε, ούτε εκλογές. Ξαφνικά μας τσουβάλιασαν όλους όσους είχαμε τέτοιες ιδέες με τις σχετικές ασχολίες και μας έστειλαν σ’ ένα νησί για ξεκαλοκαιριό Aπρίλη μήνα. Aπό κει μπουλούκια μπουλούκια υπογράφαμε δήλωση και γυρίζαμε σπίτια μας.
Mπαίνοντας στη γειτονιά με τις κουβέρτες δεμένες και τη βαλίτσα στο χέρι θυμήθηκα τη Mαρία. Aυτό το κορίτσι έπρεπε να τ’ αποφύγω οπωσδήποτε. Ποιος ξέρει τι θα μου ξεφούρνιζε πάλι και δεν είχα διάθεση να συζητάω στη μέση του δρόμου, ούτε ν’ αντέχω συγκρίσεις και προσβολές από άσχετους. Tάχυνα το βήμα να γλιτώσω μια τέτοια συνάντηση, αναψοκοκκίνισα προσπερνώντας το μέρος που συζητούσαμε την τελευταία φορά, περπάταγα άτσαλα, μπερδεύτηκα κιόλας, παραλίγο να πέσω, νόμιζα πως είδα και κάποια σκιά που της έμοιαζε, πέρασα βολίδα κοιτώντας κατευθείαν μπροστά, πέρα στου σπιτιού μου την πόρτα, μόνον εκεί κοίταζα, πέταξα μάλιστα και μια βιαστική «καλημέρα» σε κάποια κολόνα κι ας ήταν σούρουπο.
Kατάλαβα να ’ρχεται πίσω μου. ¶νοιξα βήμα, σχεδόν έτρεξα τώρα όσο μπορούσα με τα μπαγκάζια στο χέρι. Δε γλίτωνα. H πόρτα του σπιτιού φαινόταν όλο και πιο μακριά.
-Kύριε Γιάννη, την άκουσα να τσιρίζει από πίσω μου.
-Eπιτέλους, τι θέλεις; της κάνω χωρίς να γυρίσω.
-O θείος μου Λεωνίδας θα έρθει;
H φωνή της τρεμόπαιζε. Ήταν σαν να διέκρινα κάποιο λυγμό, όπως τότε που μου πρωτόπε για της γιαγιάς την αρρώστια, χωρίς αμφιβολία για ένα θάνατο που ερχόταν, για ένα σίγουρο κι αναπόφευκτο θάνατο, των μεγάλων, αυτών που κάποτε πίστεψε, θαύμασε, και τώρα γυρίζανε λείψανα με το «δεν ξέρω» στο στόμα, ένα καράβι «δεν ξέρω», με το βλέμμα καρφωμένο στου σπιτιού τους την πόρτα, να χωθούνε όσο πιο γρήγορα μέσα, χωρίς να κοιτάξουνε δίπλα τους, μόνο κατευθείαν εμπρός, για τα άλλα... «δεν ξέρω», «εγώ ασχολούμαι μόνο με τη δουλειά και το σπίτι μου».
Ήξερα ότι ο θείος της ερχόταν με το άλλο μπουλούκι «δεν ξέρω». Tι να της πω; Στάθηκα άφωνος χωρίς να γυρίσω. Aσφαλώς θα ’κανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και θ’ αναχωρούσε.
-Tι κατάντια, την άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζει.
E, όχι πια και τα νιάνιαρα, φούντωσα κι έστρεψα να της αστράψω χαστούκι με φούρια παρατώντας τα συμπράγκαλα που κουβαλούσα.
Στεκόταν πελώρια ξεπερνώντας τον τοίχο με τα χέρια σταυρωτά στους αγκώνες, τα πόδια ανοιχτά να πατάνε γερά στο έδαφος, με το βλέμμα μακριά σαν να μην υπήρχα μπροστά της, τεράστια αφίσα αντάρτισσας, κι ένα χαμόγελο σιγουριάς στην άκρη απ’ τα χείλη.
-Mαρία, ψέλλιζα, Mαρία, και μ’ αυτό το όνομα μπήκα επιτέλους στο σπίτι.
-Ποια Mαρία; ρωτούσε η γυναίκα μου.
-H ανιψιά του Λεωνίδα, εκείνο το κορίτσι, μπόρεσα να προφέρω.
-Mα την πιάσανε. Eίναι τρελή. M’ όλα τα παρακάλια των δικών της είπε πως προτιμάει τη φυλακή παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν.
Από τη συλλογή διηγημάτων Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού, Κέδρος 1966.


Ένας χωρισμός
EBAΛEΣ τη γάτα στην καπελιέρα, μετά την κιλότα, ενώ έξω ο νέος εραστής σου κόρναρε. Bιαζόσουνα τόσο που φόρεσες πρώτα τις γόβες και μετά το καλτσόν.
Έφυγες και μ’ άφησες μια μουντζούρα στη μύτη (από τα μάτια σου που ξεβάψανε κλαίγοντας), τις τρίχες της γάτας σου, καθώς και μια γεύση αποσμητικού στα χείλη.
Aπόμεινα ένας γερο-παλιάτσος ζητώντας βούρτσα και καθρεφτάκι στ’ αναστατωμένο δωμάτιο, προσπαθώντας να βγάλω από πάνω μου τα τελευταία απομεινάρια σου.
Eίπα να γλιτώσω από σένα, όμως νιώθω τη γάτα σου να μπήγει τα νύχια στις σάρκες μου, κι η μουντζούρα να κουλουριάζεται δίπλα μου τις νύχτες, πολλές φορές να παραμένει εκεί ανεξίτηλο στίγμα -τσακάρισμα για να δηλώνει έναν από τους χίλιους χωρισμούς σου.
Tην τελευταία στιγμή θυμήθηκες τη γλάστρα κι έξω κόρναρε ασταμάτητα ο μαντράχαλος. Xαίνουσα πληγή η κάμαρα, ξεκοιλιασμένα τα συρτάρια, όλ’ ανακατωμένα και ρημάδια.
Ξέχασες κι ένα στηθόδεσμο μαζί με τρία κιλοτάκια, να μουλιάζουν στον μπιντέ. Πάντα σου έλεγα να πάρεις βρακιά που να φτάνουν ως τη μέση σου, όχι αυτά, τέσσερα δάχτυλα ύψος. Θα μου κρυώσεις και θα τρέχεις στους γιατρούς. Aλλά τι με νοιάζει τώρα; Tώρα για μένα μια κουκκίδα, στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που φεύγει, ο πανσές πανσές, κι η πεταλούδα πεταλούδα.
Aπό αυτή την ιστορία βγήκες πιο κερδισμένη. Kράτησες τον Kεραμεικό κι εμένα το νεκρό εσύ η νεκρή στην αγκαλιά σου, μια μικρή πευκόφυτη πλαγιά με κάτω τις ανασκαφές, πιο πέρα μπαλωμένα μάρμαρα απ’ τις αναστηλώσεις. Πήρες και το κουλό άγαλμα που στεκόταν στη βροχή κάνοντας ντους, φέρνοντας τα χέρια σε στήθη και γοφούς (στην πλάτη πάντα δύσκολα). Tι κατάλαβες; Έφυγες και μ’ άφησες χωρίς χέρια, να μην μπορώ πια να το συντροφέψω, να περπατήσω στη βροχή ή να στεγνώσω αχνίζοντας μαζί του στη λιακάδα, απολαμβάνοντας μια κάποια ελευθερία.
Tο κυριότερο: Πήρες τη γλάστρα με τις πεταλούδες που ’μοιαζαν πανσέδες.
Λέω να φύγω. Mα, να, είμαι σαν γερασμένο χελιδόνι, και πού ακμής φτερά πάνω απ’ το πέλαγο, και πού κουράγιο; Mάλλον θα μείνω για ξεχειμώνιασμα σε τούτο το δωμάτιο. Όχι πως με νοιάζει και πολύ η απουσία σου. Mη νομίσεις πως είναι αβάσταχτες οι συνθήκες. Kάπως να ξεχάσω, μια μικρή προσαρμογή και θα περάσει ο δύσκολος καιρός. ¶λλωστε, μπορεί ο χειμώνας να ’ναι ήπιος, με σιγανές βροχές και λίγες λάσπες, κι όλα στεγνώνουνε στον επισκέπτη ήλιο, ψυχή, φτερά και μάτια.
Γέμισαν τα σταχτοδοχεία αποτσίγαρα, κλεισμένα τα παράθυρα κι η τσιγαρίλα δε λέει να σκεπάσει τ’ άρωμά σου.
Λέω να φέρνω καμιά γυναίκα να μου συγυρίζει. Mετά θα τ’ ανακατώνω σαν να ’σουνα εσύ, άστατη κι ακατάστατη, όχι για να θυμάμαι την παρουσία σου, αλλά έτσι, για να ’χει και κάποια δουλειά η γυναίκα που θα συγυρίζει.
Έχει και κάποιο όφελος αυτός ο χωρισμός. Bλέπω πια την ανατολή του ήλιου, κάτι που το ’χα στερηθεί μαζί σου, άσχετα βέβαια αν περιμένω απ’ τα μεσάνυχτα. Όμως σ’ το λέω, κοντά σου είχε χοντρύνει το κεφάλι μου απ’ τον ύπνο, κι αν ξαγρυπνάω τώρα είναι που περιμένω την ανατολή και τίποτε άλλο.
Όλοι οι σελιδοδείχτες στις πορνικές σκηνές του Xένρι Mίλερ. Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, «H ωραία της ημέρας», «H ματωμένη κομπινεζόν». Tο προσφιλές σου βιβλίο «Kάμα Σούτρα», διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης που σου χάρισα, άκοπος. Kάθε φορά που το παρατηρούσα, μου ’λεγες πως είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Tώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω απ’ το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες.
Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν. Kαι στα μουσεία που σε πήγαινα, μόνο για σάτυρους νοιαζόσουνα και για φαλλούς. Kι αν στάθηκες για ώρα μπρος στο κουλό άγαλμα, ήταν τα γεννητικά του όργανα που σε καθήλωσαν, εγκυμονούσα στιγμή πριν απ’ τη στήση.
Δε με χωράει το κρεβάτι, ο χώρος σου κι η δύναμή σου, ομολογώ, εκεί πάνω παραδίνομαι. Aν εξαιρέσουμε και τις καρέκλες που φοβάμαι ότι μπορεί να κάθεται η γάτα σου, δε μένει παρά να βηματίζω ώσπου να φέξει.
Tο πρόσωπό σου η νύχτα• η μέρα, τα μαλλιά σου. Aν ξαναμπλέξω με γυναίκα, θα ’ναι νύχτα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της μέρα. Θα βεβαιωθώ ότι μπορεί να διαβάσει Θουκυδίδη κι ότι κοιτάει τ’ αγάλματα στο πρόσωπο. Όταν βγαίνουμε, θ’ ακουμπάει στα γόνατα την τσάντα. Δεν είμαι ζηλιάρης και σεμνότυφος, αλλά θέλω ησυχία κι ηρεμία, έστω ας είναι και νεκροταφείου.
Kατά τα άλλα, πίνω το γάλα μου, πηγαίνω στη δουλειά, τ’ απογεύματα κάνω κι έναν περίπατο προς τον Kεραμεικό, αναζητώντας καινούργια μονοπάτια. Σκέφτομαι, εδώ δεν πάτησε, αυτή την πέτρα, εκείνο το χορτάρι δεν το είδε, αν και δεν είμαι βέβαιος απόλυτα, ξέρω ’γώ πού έπεφτε το μάτι σου; Όσο για το πόδι σου, αφού πάτησε πάνω στην καρδιά μου, σ’ όλο το χώρο πάτησε και το εκαταπάτησε.
Παρατηρώ τις φλέβες των μαρμάρων κι αγάλλομαι στη σκέψη πως κάποια μέρα θα γεμίσουνε τα πόδια σου μικρές φλεβίτσες. Tότε έρχεσαι και σβήνεις απ’ τη μύτη μου αυτή τη μόνιμη μουντζούρα, απ’ το μυαλό μου αυτή τη μόνιμη θολούρα. Περπατάς ανάμεσα στ’ αρχαία μνήματα εναποθέτοντας την ψόφια γάτα σου σε κάποια σαρκοφάγο, αυτή τη γάτα που έμπηξε τα νύχια της σε χίλιους εραστές, που σε είδε ξαπλωμένη σε χίλια διαφορετικά κρεβάτια κι έπαιξε με τις χίλιες κιλότες σου που μπερδεύτηκαν με τα σεντόνια και τις εγκατέλειψες. Eπιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα κι εγώ λέω στον εαυτό μου, μια κουκκίδα στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που έρχεται κι αυτοί οι πανσέδες μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες.
Από τη συλλογή διηγημάτων Ο Μπιντές, Κέδρος 1970.


Ο Μπιντές
EIXAME φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Eκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Aθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Yπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ’ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τα ’κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Mερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. E, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μού έρχονται γέλια.
Eκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Tην παντρεύτηκα κι εγώ. Tι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. ¶λλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Tι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Eίχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά, με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο, κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Mόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Mπάνιο στη σκάφη. Tο Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. M’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Aς είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Bοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα, που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Kυριακή και τα πότιζα. Kατόπιν ξεραθήκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός, και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Kάποτε θά ’ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Kι άλλωστε, τι ήτανε πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; H ουρά του γαϊδάρου. Kι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες, έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ’ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
T’ άλλα είδη δε με πειράξανε. Kομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Mόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. O μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με εκείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ’να μάτι μπλε, τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σαν να μουρμούριζε: Eίδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή, ένα σπίτι; Eγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Eίδες πού σε έφερα;
Mε είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που, κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Tα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι, κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ.
Mε τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Aπό παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. ¶λλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Aττικής είχε μεταβληθεί σ’ έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια, χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
Από τη συλλογή διηγημάτων Ο Μπιντές, Κέδρος 1970.


Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι 
Eίναι μια παραποίηση στις γνωστές απόψεις του Kαντ  -I can’t, I can’t-, όχι λεκτική, αλλά ουσιαστική, που καθορίζει την έσχατη στάση μου, κάτι σαν χλευασμό προς τ’ αστέρια, ένας διαρκής υποβιβασμός των ουρανίων σωμάτων κι ένα είδος μπερδέματος με τ’ ανθρώπινα σώματα, ακόμα και με τον κοινωνικό οργανισμό στο σύνολό του.
O Kαντ θαύμαζε την αρμονία στον ουρανό κι εγώ για τον ίδιο χώρο σκέφτομαι πράγματα τελείως άλλα: Πόσο είναι στερεό το στερέωμα; Φρίττει όσο κι εγώ τις χειμωνιάτικες νύχτες; Πάσχει από μοναξιά κι από έλλειψη κάποιου νοήματος;
Δυο πράγματα με κάνουν διαρκώς ν’ απορώ: H σύγχυση μέσα μου και τ’ άσκοπο των αστεριών να συνωθούνται στον ουρανό, τι κάνουν εκεί; Ένα φως ασθενές και μια διασκόμηση τις πιο πολλές φορές περιττή. Όσο για το που δεν τρακέρνουν τον Kαντ, δεν ξέρουμε τι έγινε στο παρελθόν, ούτε και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. ¶λλωστε και οι άνθρωποι κατάφεραν να μη συγκρούονται τα κινούμενα σώματα, είναι ζήτημα ρύθμισης της κυκλοφορίας από ηλεκτρονικούς εγκεφάλους και δεν έχει για μένα τουλάχιστον καμιά σημασία, δε μ’ ενθουσιάζει καθόλου.
Στο κάτω κάτω δεν είναι τίποτα το εξαιρετικό να είσαι αστέρι. Mπορώ να γίνω όλος ένα φως, ρίχνοντας στις φλέβες, στα γάγγλια, ακόμα και κάτω απ’ το δέρμα μια ποσότητα φωσφόρου. Θα είμαι μια διαρκώς φλεγόμενη βάτος κι επιπλέον κινούμενη. Όχι σαν αυτές τις κωλοφωτιές που τις σβήνει το πρώτο συννεφάκι περνώντας μπροστά τους ή ακόμα κι εγώ ο ίδιος κλείνοντας μόνο τα μάτια. Eίμαι πολύ πάνω απ’ τ’ αστέρια. Mπορώ να πω «χαίρετε, κύριε Oυλκέρογλού μου» ή «τι κάνετε, κυρία Mπιτζίδου». Aκόμα μπορώ να πω «τσιλιμπίκ», ενώ όλα μαζί τ’ αστέρια δεν μπορούν να πουν ούτε «τσιλ».
Kαι η αρμονία μέσα μας κι έξω μας ούτε που με νοιάζει. Mπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι χέρια-αστέρια και περιστέρια-μαχαίρια με κάνουνε να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην του ταιριάζει, ας δυσαρμονίσουμε και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες, οι κραυγές των ηλεκτρικών μπουζουκιών, οι μπουάτ κι οι μπουτίκ που δεν έχουνε σχέση καμιά με τα μπούτια. Προτιμώ μια επιστροφή στην πηγή, στη σχισμή, πολυτρίχια δακρύζουν κι οι σάτυροι που τα παραμερίζουνε στάζοντα για να φτάσω στη ρίζα.
Aθήνα, η αρμονία σου είναι να ψωνίζεις και ταυτόχρονα να ψωνίζεσαι. Aπό «φράγκο ό,τι να πάρετε» μέχρι θάλασσες και νησιά στο σφυρί. Πουλώ κι εγώ τα νιάτα μου όσο όσο από την πόλη των ωνίων να γλιτώσω, δίνω το ένα μου αρχίδι για δυο μαύρα μάτια, οχτώ ώρες από τη ζωή μου για ένα πουκάμισο, τα ποιήματά μου βορά στους άσχετους, την καρδιά μου ασπαίρουσα να σπέρνει φως ανέσπερο.
Kι ο Έσπερος, τι νομίζετε πως κάνει; Tρεμοσβήνει όλο αγωνία, ίσως καταλαβαίνει το τέλος του και ζητιανεύει κάποια βοήθεια, ξέροντας όμως πως δεν πρόκειται νά ’ρθει ποτέ. Γιατί παρατείνει την αγωνία του, πρώτος αυτός απ’ όλα τ’ αστέρια να εμφανίζεται μες στην εσπέρα με εκκλήσεις χωρίς ανταπόκριση; Aς συγκρουστούν επιτέλους κι όπου βγάλει αυτή η υπόθεση μεταδίνοντας και σε μένα κάτι από το παγκόσμιο σύγκρυο.
Γιατί, είναι αλήθεια, πάει καιρός που δε συγκινούμαι, σχεδόν είμαι άδειος και μου είναι απαραίτητο να γίνει κάτι σαν κουλουβάχατα μέσα στο σύμπαν, έτσι που να βρίσκεται σε ανταπόκριση με το δικό μου: Kομήτες που ξεφύγαν την τροχιά τους και κινούν εναντίον μας απειλητικά την ουρά τους, αστέρες πρώτου μεγέθους που χάνονται μέσα στο άπειρο κι άλλοι ανύπαρχτοι παίρνουν τη θέση τους, ο Tοξότης επιτέλους να ρίχνει το τόξο του, κι ο Yδροχόος κρουνός κι ασταμάτητη κρήνη να κατρακυλάει ξανθά ξεπλεγμένα μαλλιά, όπως καταρράχτης που χάνεται σε καταβόθρα, να ρίχνεται έξω από το χάος του κόσμου.
Mε κούρασαν επιστήμη και κοινωνιολογική ερμηνεία. Eπιδιώκω μια κοινωνία που θα γίνουνε τα πάντα μπάχαλα: Aστέρες πρώτου μεγέθους να παίζουνε ρόλο κομπάρσου, διαδηλωτές και τανκς μέσα στους δρόμους, ποιος πρώτος, ποιος δεύτερος, όλοι να παριστάνουν τους έσχατους (εκτελούσα διαταγές, αφεντικό, να σου λένε), ανθρωπάκια που ταξιδεύουν με το λεωφορείο, πρωθυπουργοί που περιμένουν στη στάση σειρά.
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Aντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς, κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουν τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική, κυρίως το αναπόφευκτο του θανάτου κάποιων κυττάρων, μερικών οργανισμών που κλείνουν τον κύκλο τους και δε θα ξανάρθουν. Aκόμα και στον οργανισμό μου τον ίδιο θέλω να μαλώνουν τα κύτταρα, να επιμένουν τα παλιά, να αντιστέκονται, πεθαμένα πια να μην αποβάλλονται, να παραμένουν εκεί προκαλώντας μια γενική αναστάτωση.
Aπό τη συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιο, Κέδρος 1972


Μπροστά σ' έναν τάφο
Πήγα στον τάφο του Mαρξ. Για να φτάσω εκεί, πέρασα μέσα από ένα πάρκο με δυο λιμνούλες κι είδα ένα σκιουράκι που το τράταρα σοκολάτα. Tην πήρε με τα μπροστινά ποδαράκια του και την τραγάνιζε. Έπειτα προχώρησα στο νεκροταφείο. Στη φυλακή μού ήρθε ένα δέμα που είχε μέσα και μερικές σοκολάτες. Φυσικά τις μοίρασα στους φίλους μου. Όταν αργότερα μάλωσα με κάποιον συγκρατούμενο, μου το χτύπησε: «Eμένα δε μου έδωσες τσικολάτο». Ήταν ένας ορεσίβιος ισοβίτης. Λίγες μέρες αργότερα έκανε δήλωση κι έφυγε. Tο νεκροταφείο παλιό, εγκατελειμμένο. Tα εβραίικα μνήματα στο βάθος πιο παρατημένα. Tο δικό του ξεχωρίζει. Ένα μεγάλο γρανιτένιο κεφάλι. Έγραψε «Tο Kεφάλαιο», αγαπούσε τη γυναίκα του, και τον χαρτζιλίκωνε ο Φρειδερίκος. Tο 2000 μ.X. θα υπάρχουν δισεκατομμύρια μοιχοί. Tο 2000 «Tο Kεφάλαιο» θα είναι επιτέλους σωστά μεταφρασμένο (όχι η γυροβολιά του προϊόντου), θα μπορεί κανένας να χαίρεται το νεύρο του και την ειρωνεία του. Mασάω τη σοκολάτα μου και τον κοιτάζω. Συνήθως καταθέτουν στεφάνια ή βάζουνε μπόμπες. Σφυρίζω το τραγουδάκι «Ω Kάρολ». Mου ’ρχεται να κατουρήσω. Eρημιά. Tραβιέμαι λιγάκι παράμερα και την αμολάω σε μια πατουλιά. Bγαίνει ο σκίουρος, φαίνεται πάρκο και νεκροταφείο συγκοινωνούν, και με τα μπροστινά του ποδάρια μού κάνει νόημα πως τέλειωσε η σοκολάτα. «¶κουσε, ποντίκι, αν είσαι το ίδιο, δε σου δίνω σοκολάτα. Aυτά τα πράγματα πρέπει να μοιράζονται σε όλους εξίσου. Όχι επειδή έχουμε μια γνωριμία να την εκμεταλλευτείς.» Kάποτε μοίρασα αυτό το σπάνιο είδος για τη φυλακή μόνο στους φίλους μου, με αποτέλεσμα να κάνει ο άλλος δήλωση. Έκανα μερικές νύχτες να κοιμηθώ. Eξαιτίας μου χάθηκε ένας οπαδός του Mαρξ και τώρα που βρίσκομαι μπροστά στον τάφο του δε θέλω να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Kαλά κοιμάμαι.
¶λλωστε έκανα δήλωση κι εγώ, όχι βέβαια γιατί δε μου δώσανε σοκολάτα, άλλες αιτίες. Ήταν που κάποιος συνήθιζε να λέει «ο Bλαδίμηρος είπε», κι επειδή το είπε εκείνος έπρεπε να το τηρήσουμε εμείς. Kυρίως δε μου άρεσε που τον έλεγε Bλαδίμηρο, σαν να ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ένας άλλος τον έλεγε Ίλιτς. Για τον Kάρολο μιλούσανε σπάνια και για το Φρειδερίκο ακόμα πιο σπάνια. Όμως τους άρεσε να λένε τη φράση «αφήστε τους νεκρούς να προχωρούν», που είπε κάποιος μετέπειτα. Όλοι αυτοί οι μετέπειτα λέγανε μπούρδες. Eγώ αγαπούσα το Bλαδίμηρο Bλαδιμήρου με το άταχτο τσουλούφι που αποτυπωνότανε «με τη βαριά στο καύκαλο του κόσμου», ίσως γιατί ψυλλιάστηκε νωρίς, ίσως και για κείνη τη σφαίρα που σφήνωσε στο καύκαλό του.
Όλα ξεκίνησαν απ’ αυτό το γρανιτένιο κεφάλι που στέκει μπροστά μου, κι εκείνοι κι οι άλλοι, κι ετούτοι κι οι μετέπειτα, κι οι καλοί κι οι κακοί, μόνο που οι καλοί βγήκαν γρήγορα από τη μέση, πλάκωσαν τα ντουγκασβίλια και τους ξεπάστρεψαν, έτσι που μείναν επάνω μόνο οι αχώνευτοι. Θα μου πείτε «βρέστε μου μια κατσαρόλα που να βράζει το γάλα χωρίς να το χύνει». Aυτό προσπαθώ τόσα χρόνια, κάθε πρωί λέω να προσέξω για να μη φουσκώσει και πάντα την παθαίνω. Έτσι την πάθαμε όλοι, κι ίσως κι ο ίδιος ο Mαρξ, γιατί δεν πιστεύω να ήθελε αυτούς τους αχώνευτους.
Από τη συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιο, Κέδρος 1972.

Κριτικές για το έργο του

Από το βιβλίο Μάριος Χάκκας - Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος, 1979

Ο συγγραφέας ωστόσο, δεν έχει απολυτρωθεί πλήρως από τα «φαντάσματα» του παρελθόντος. Όσο κι αν βλέπει τον εαυτό του και τη γενιά του τραγικά γελασμένους, στο βάθος ωστόσο δε μοιάζει να θεωρεί μάταιο και περιττό ό,τι έζησε και για ό,τι αγωνίστηκε στο παρελθόν.
Απόσπασμα από την κριτική του Βάσου Βαρίκα, για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, «Το Βήμα», 24/01/1971
Πονάει και δεν συγχωρεί. Δεν συγχωρεί πρώτα τον εαυτό του. Εκείνον σαρκάζει πάνω απ’ όλους, γιατί συμβιβάστηκε, γιατί δεν μπόρεσε να δει καθαρά τα πράγματα και τα πρόσωπα όταν έπρεπε. Και μιλάει έξω από τα δόντια, γκρεμίζοντας είδωλα, κουρελιάζοντας όλα τα «ταμπού» της ηθικής – στις καθημερινές σχέσεις, στην οικογένεια, στην κοινωνία, ενός κόσμου που σάπισε, ποδοπατώντας τα ψεύτικα «όσια και ιερά».
Απόσπασμα από την κριτική του ¶ρη Ελευθερίου, για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, «Ελεύθερη Πατρίδα», 28/02/1971


Aπείθαρχοι, χαμένοι και καταδικασμένοι, κι αναρχικοί οι ήρωες του κ. Χάκκα, θα προσπαθήσουν να σταθούν πάνω σ’ αυτή την εχθρική γη αντλώντας κουράγιο απ’ τ’ άφωνα από ανθρώπινη λαλιά όντα, χωρίς ψευδαισθήσεις ή άλλα ξεγελάσματα. Απλοί και μοιραίοι μέσα στην πειστικότητά τους, θα αφεθούν στην παντοδύναμη φθορά με γνώση, με συνέπεια, χωρίς προσχήματα.
Απόσπασμα από την κριτική του Φώντα Κονδύλη, για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Ο Τυφεκιοφόρος του Εχθρού, «Δημοκρατική Αλλαγή», 1967

Χρειάζεται και λίγη ταπεινοφροσύνη, για να συνεννοούμαστε. Αλλιώς μας αξίζει να τραβάμε όσα τραβάμε. Ο Μάριος Χάκκας, παρά μία μέρα και θα έβλεπε τυπωμένο το καινούριο του βιβλίο. Δεν πρόλαβε. Κι ας είχε γράψει: «¶ι-Γιώργη, κουταλά και προστάτη μου, άφησε να τελειώσω αυτές τις σελίδες. Δεν ξέρω πόσες. Όσο θα νομίζω πως κάτι πάω να πω κι ας μη το λέω. Εσύ ξέρεις πως δεν κοροϊδεύω, πως δεν πετάω την μπάλα έξω για καθυστέρηση. Ασχολούμαι τίμια μ’ αυτή την υπόθεση περιγράφοντας το βίο των αγίων φίλων μου, που ήτανε πέτρες και γίναν σφουγγάρια».
Απόσπασμα από την κριτική του Δ. Ν. Μαρωνίτη, για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Το κοινόβιο, «Το Βήμα», 15/7/1972

Ένα συγκλονιστικό βιβλίο ήλθε, προχθές, στο γραφείο μου. Και αποκαλυπτικό, μαζί.
Βιβλίο θανάτου, αλλά και ζωής.
Βιβλίο ανοικτής καρδιάς και αληθινού μέτρου. Βιβλίο λογοτεχνικής δεινότητας και στωικής εγκαρτέρησης. Κοινωνικής ωριμότητας και φιλοσοφικού στοχασμού.
Συγκλονιστικό γιατί σπάνια τόσο πολύ μιλά ένα βιβλίο για τον πραγματικό, τον εσώτερο εαυτό του ανθρώπου.

Αποκαλυπτικό, γιατί από τις γραμμές του βγαίνει μια φιλολογική ικανότητα καθόλου συνηθισμένη, ένα ταλέντο που, αν η μοίρα τού έδινε περισσότερο χρόνο, σίγουρα θα ακουόταν και δω και σ’ όλο τον κόσμο εύφημα, πολύ.

Λυπούμαι γιατί δεν γνώρισα προσωπικά το Μάριο Χάκκα. Όχι, μονάχα, γιατί ήταν ένας σπάνιος λογοτέχνης. Αλλά γιατί κυρίως ήταν – είναι φοβερό τούτο – ένας σπάνιος άνθρωπος.
Το βιβλίο του που έχω μπροστά μου, έχει τον τίτλο Κοινόβιο (έκδοση «Κέδρου»). Και αποτελείται από μερικά διηγήματα, που κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος θα είχε υποχρέωση να διαβάσει.
Σαράντα χρονών πέθανε ο Μάριος Χάκκας. Και ο ίδιος αποκαλύπτει πως μονάχα στα τριανταπέντε του κατάφερε να λυτρωθεί από την ανελευθερία, την δογματική, την κομματική, την στρατευμένη σκέψη. Είναι φανερό πως αυτή η πνευματική του απελευθέρωση του έδωσε τη δύναμη να προχωρήσει γοργά στην κατάκτηση των πνευματικών κορυφών, τις οποίες έφθασε με το βιβλίο του.
Αποσπάσματα από την κριτική του Χ.Λ.Φ., για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Το κοινόβιο, «Ακρόπολις», 30/7/72

Τι είχε να κομίσει από τους αγαθούς πόρους της ζωής; Οι παιδικές μνήμες; Εφιαλτικές. Οι εφηβικές; Μέσα σε κινδύνους και θανατικά. Την αρχή μιας ανδρικής ηλικίας που δεν έκανε άλλο παρά να «πληρώνει» με την αξιοπρέπεια του ιδιώτη μια συλλογική υποτίθεται ευθύνη. Τι διασώζονταν μετά τους κατακλυσμούς; Οι «αρχές»; Μετά τόσες προσχώσεις η αναζήτηση της αυθεντικότητάς τους φαινόταν μάταιη. Διασώζονταν μόνο τα τραύματά τους τα οποία συνθέτουν τα ηθικά του υπόβαθρα.
Απόσπασμα από την κριτική του Αλέξανδρου Αργυρίου, για το διήγημα του Μάριου Χάκκα Νέκυια, «Το Βήμα», 21/7/1972

Εδώ ακούς τη ζεστή φωνή ενός ανθρώπου των καιρών μας και του τόπου μας – αξίζει διπλά να υπογραμμιστούν οι βαθιές ρωμέικες, λαϊκές ρίζες του Χάκκα – που σου ανοίγει ντόμπρα την ψυχή του, και που αν και μονολογεί δεν παύει στιγμή να διαλέγεται με τον κόσμο, δεν χάνει τους άλλους από τα μάτια του. Δεν θα τους χάσει ,άλλωστε, μήτε στο Κοινόβιο, ως την τελευταία πνοή του, και τούτο ασφαλώς συνιστά βασικό γνώρισμα και γνώμονα του ήθους του.
Απόσπασμα από την κριτική του Αλέξανδρου Κοτζιά, για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Το κοινόβιο, «Το Βήμα», 15/8/1972

Όλα χωρούν σ’ αυτή την αγωνιώδη τοιχογραφία της εξαιρετικά δραματικής εξομολόγησης που κάπου κάπου επιτυγχάνει στόχους υψηλούς, καθώς γίνεται το ανθρώπινο ντοκουμέντο μιας αδικοχαμένης γενιάς.
Να ένας χώρος ορθής πλεύσεως. Απλούστατος να τον ανακαλύψεις. Μόνο που χρειάζεται κότσια για να τον ακολουθήσεις. Ο Μάριος Χάκκας τα έχει και μας «δείχνει τα χέρια του», τι άλλο από πληγές μπορούν να ’χουν τα χέρια «σήμερα»;
Απόσπασμα από την κριτική του Τόλη Καζάντζη, για το βιβλίο του Μάριου Χάκκα Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, Περ. «Εξάντας», Θεσ/νίκη, 1972/1

Πέρα όμως απ’ τον προσωπικό, τα πεζογραφήματα έχουν και καθολικό χαρακτήρα. Γιατί και μόνο η απόφαση και η επιχείρηση να πεις την αλήθεια φτάνει για να ’χεις απήχηση στους άλλους. Πολύ περισσότερο ο Χάκκας, που είναι αποφασισμένος να κρατήσει απ’ τη ζωή του ό,τι αξίζει να περισωθεί, δεν είναι δυνατό παρά να λέει αλήθειες που έχουν αντίκρισμα και στους άλλους.
Απόσπασμα από το άρθρο του Τόλη Καζάντζη: Το πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα, Περ. «Διαγώνιος», Θεσ/νίκη, Ιαν.-Απρ. 1973, αριθμ. Τεύχ. 4

Με το Χάκκα προαισθανόμαστε την άγρια εποχή που μας μέλλεται. Το πιο σπουδαίο, νιώθουμε ότι εάν θέλουμε να βρούμε κάποιο νόημα για να υπάρξουμε μέσα στον πλαδαρό και ομοιόμορφο χώρο της απάνθρωπης καταναλωτικής κοινωνίας μας, πέρα από οποιοδήποτε εξωτερικό στήριγμα που μπορεί να βρούμε – μια κάποια ιδέα, μια κάποια πίστη – είναι να κατορθώσουμε να βαστηχτούμε γερά πάνω στον εαυτό μας, να κρατήσουμε τον εαυτό μας με την ιδιαιτερότητά του, να σηκωθούμε πάνω απ’ τα πράγματα, να σταθούμε και να βαδίσουμε με αξιοπρέπεια όπως μας είπε ο Χάκκας, «κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δεν στάθηκε ή δεν περπάτησε… μ’ αυτό το σουλούπι και τούτη τη φάτσα μέσα στο χώρο». (Ο Μπιντές). Δεν υπάρχει άλλο πολυτιμότερο όραμα που να μπορεί να δώσει σήμερα ένας λογοτέχνης, εάν τελικά αποδέχεται τη θέση πως η λογοτεχνία δεν είναι μόνο «ωραία τέχνη» αλλά και στάση ζωής· ένας δρόμος διαρκώς επίκαιρος για τη ζωή.
Απόσπασμα από το άρθρο του Στέφανου Μπεκατώρου: Μάριος Χάκκας. Η ήττα και η αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου. Περ. «Αντί», Αύγουστος 1977, αριθμ. Τεύχ. 77-78

Κάποτε, σε μια φιλική συντροφιά, όπου γινόταν λόγος για ορισμένα ασήμαντα σύγχρονα βιβλία, αστειευόμενος, είπα ότι συγγραφέας λέγεται σήμερα εκείνος ο άνθρωπος που κρίνει σημαντικό να καθήσει να γράψει πράγματα τα οποία ένας άλλος, που θα μπορούσε ίσως να τα έγραφε καλύτερα, δεν κρίνει σημαντικό να καθήσει να τα γράψει».
Ο «ορισμός» αυτός δεν πιάνει το Μάριο Χάκκα. Στο έργο του βρίσκομε στ’ αλήθεια πράγματα σημαντικά με πρωτότυπο και ωραίο τρόπο διατυπωμένα.
Απόσπασμα από το άρθρο του Μανόλη Λαμπρίδη: Η άρνηση των αξιών του συστήματος στο έργο του Μάριου Χάκκα., Περ. «Αντί», Αύγουστος 1977, αριθμ. Τεύχ. 77-78

Νομίζω ότι ο Χάκκας δεν ξέφυγε ποτέ από το όραμα της νεανικής ουτοπίας του και εδώ μάλλον θα πρέπει να βρίσκονται οι λόγοι της μελλοντικής διάστασής του με το κόμμα. Δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει «σωστός» νεκρός επ’ αδεία. Αν είχε κατορθώσει να αφομοιωθεί στον κομματικό μηχανισμό δεν θα του παρουσιάζονταν ποτέ απορίες που χρειάζονταν άλλες ερμηνείες. Έχοντας την τόλμη να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τον ένωνε με το «μητρικό» σώμα της επίσημης αριστεράς αναλάμβανε ταυτόχρονα την ευθύνη να τραφεί μονάχος από την αβεβαιότητα του παρόντος. Η εγρήγορση του συγγραφέα σημαίνει και το διχασμό του.
Απόσπασμα από το άρθρο του Αλέξη Ζήρα: Μια πρώιμη και μια όψιμη κατάθεση για τον Μάριο Χάκκα., 1-10.9.1977/20-30.10.1978

Το λεκανοπέδιο της Αττικής ένας Μπιντές… Σύμβολο του χαμένου μόχθου και στόχου της ιστορίας, πρόσφατης και παλιάς. Δεν είναι ψύχραιμος και νηφάλιος, δεν εποπτεύει. Απόμεινε ένας εξημμένος από έρωτα, ένας ερεθισμένος από τη αδικία έφηβος. Τον διαβάζεις κι ακούς πλάι σου φωνές φίλων που ήταν μια φορά και τώρα χάθηκαν, παραφρονίμεψαν, γέρασαν, έσβησαν. Ένα σαρκασμό που είναι αζήτητη τρυφερότητα, μια επίδειξη σκληρότητας που είναι ευαισθησία. Και ρομαντισμός – καλώς εννοούμενος – στην έκφραση και την ουσία.
Απόσπασμα από το άρθρο του Λουκά Κούσουλα: Μάριος Χάκκας: Μια εισήγηση., 25/9/1977

Αφιέρωμα περιοδικού 'διαβάζω'





Διαβάστε το αφιέρωμα στον Μάριο Χάκκα και το έργο του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικο διαβάζω, τ. 516, Μάρτιος 2011.
Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας
Γράφουν οι: Αλέξης Ζήρας, Γιώργος Χ. Ρεπούσης, Τάκης Σιδέρης, Θανάσης Κορακάκης.

Φωτογραφικό υλικό

Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται τα εξώφυλλα όλων των ανατυπώσεων των βιβλίων του Μάριου Χάκκα από τις εκδόσεις Κέδρος, φωτογραφίες από το αφιέρωμα του περιοδικού διαβάζω καθώς και οι πίνακες του ζωγράφου και λογοτέχνη Τάκη Σιδέρη, τους οποίους φιλοτέχνησε για τα διήγηματα του Μάριου Χάκκα.
Τάκης Σιδέρης, Μάριος Χάκκας.

Κείμενα για τον Μάριο Χάκκα

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Οι "δικοί μας" και οι "άλλοι" στο έργο του Χάκκα.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1743, Μάρτιος 2002
Διαβάστε εδώ το κείμενο
Στρατής Τσίρκας, Στήλη - Μάριος Χάκκας
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Συνέχεια, τεύχος 2, Απρίλιος 1973.
Αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο Μάριος Χάκκας - Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος 1979
Διαβάστε εδώ το κείμενο