Το προτελευταίο και ένα από τα καλύτερα έργα του Ρώσου δραματουργού. Παρουσιάστηκε στη Μόσχα το 1901 στη νατουραλιστική σκηνοθεσία του Στανισλάβσκι, ο οποίος τόνισε την αγχώδη πλευρά των χαρακτήρων και τη γενική ατμόσφαιρα της ματαιότητας και της μελαγχολίας που κυριαρχούν στο έργο αυτό.
Εντούτοις, ο Τσέχωφ ονόμαζε τα έργα του «κωμωδίες» και, πραγματικά, παρ' όλες τις δραματικές κορυφώσεις, στις Τρεις Αδελφές ο συγγραφέας θέλει να σατιρίσει και όχι να τραγικοποιήσει την εικόνα της αστικής κοινωνίας της εποχής του. Σ' αυτό συνηγορεί, άλλωστε, το γεγονός ότι ο Τσέχωφ ήταν θαυμαστής όχι μόνο του Γκόγκολ, αλλά και του Γκριμπογιέντωφ και του Οστρόφσκι.
ΜΑΣΑ
Σ’ αυτή την πόλη, να ξέρεις τρείς γλώσσες είναι πολυτέλεια – ούτε καν πολυτέλεια, βάρος είναι. Κάτι σαν περιττή απόφυση, ένα έκτο δάχτυλο. Μάθαμε ένα σωρό άχρηστα πράγματα.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ
Καλό και αυτό! (Γελάει) Άχρηστα πράγματα! Νομίζω πως δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει τόσο θλιβερός τόπος που να μην έχει ανάγκη από μορφωμένους κι έξυπνους ανθρώπους. Ας υποθέσουμε πως μέσα στις εκατό χιλιάδες ανθρώπους αυτής της πόλης οι περισσότεροι είναι καθυστερημένοι και αγροίκοι και ανάμεσά τους υπάρχουνε μόνο τρεις σαν κι εσάς. Φυσικό είναι να μη μπορέσετε να νικήσετε την ακαλλιέργητη μάζα που σας περιβάλλει. Σιγά-σιγά, και όσο περνάνε τα χρόνια, θα υποχρεωθείτε να υποχωρήσετε ωσότου αφομοιωθείτε απ’ αυτές τις εκατό χιλιάδες. Η καθημερινότητα θα σας πνίξει, αλλά τα ίχνη σας δεν θα χαθούν. Μετά από σας θα παρουσιαστούν κι άλλοι, έξι, δώδεκα, ολοένα και πιο πολλοί, ωσότου οι όμοιοί σας να γίνουνε το πλήθος. Σε διακόσια ή τριακόσια χρόνια η ζωή στη γη θα είναι εξαιρετικά ωραία, θα είναι λαμπρή! Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια τέτοια ζωή, που προς το παρόν δεν υπάρχει, γι’ αυτό πρέπει να τη διαισθάνεται, να την περιμένει, να την ονειρεύεται και να προετοιμάζεται γι’ αυτήν. Άρα έχει υποχρέωση να βλέπει και να μαθαίνει περισσότερα απ’ όσα είχαν δει και ήξεραν ο παππούς και ο πατέρας του. (Γελάει) Κι εσείς παραπονιέστε ότι ξέρετε άχρηστα πράγματα!