Όταν έβγαινε βόλτα ο Αφέντης ο Αγάς, όλοι έπρεπε να σκύβουν το κεφάλι. Μπροστά πήγαινε αυτός που κράταγε το τσεκούρι, πίσω ο Αγάς και πιο πίσω αυτοί που μάζευαν τα τρόφιμα και τα χρήματα. Κι όποιος ήθελε, ας μην έδινε! Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Χρόνια τώρα ο Αφέντης ο Αγάς έκανε ό,τι ήθελε. Ο Γιώργης, η Μαρία και τ’ άλλα παλικάρια του χωριού, όλο σιγοψιθύριζαν: ως εδώ και μη παρέκει… Αλλά μόνο σιγοψιθύριζαν…
Οι ανθρώπινες φιγούρες, τα καράβια, τα λουλούδια και τα πουλιά που κέντησαν και ύφαναν οι κοπελιές στα προικιά τους έγιναν ένα όμορφο παραμύθι.
Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα κεντήματα, τα λιθόγλυπτα και τα υφαντά της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Απόσπασμα του κειμένου υπάρχει στο σχολικό βιβλίο «Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Α΄ & Β΄ Δημοτικού».