Βιογραφικό

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαρτίου 1922 και πέθανε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997. Έζησε στην Αθήνα ως το 1945. Το 1937, όντας στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, προσχωρεί στην κομμουνιστική νεολαία και κατόπιν γράφεται στη Νομική Σχολή. Το 1942 προσχωρεί στην τροτσκιστική οργάνωση του Σπύρου Στίνα, με τον οποίο διατηρεί επαφή ως τον θάνατο του τελευταίου, το 1989.

Τον Δεκέμβρη του 1945 φτάνει στη Γαλλία, γράφεται στη Σορβόνη κι εντάσσεται στους Γάλλους τροτσκιστές του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κόμματος (ΡCΙ). Τον Αύγουστο του 1946 ιδρύει, μαζί με τον Κλωντ Λεφόρ, την τάση από την οποία θα προκύψει η ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», η οποία εγκαταλείπει το 1948 την Τέταρτη Διεθνή κι εκδίδει από το 1949 ως το 1965 το ομώνυμο περιοδικό. Ο Καστοριάδης εργάζεται παράλληλα ως οικονομολόγος στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (Ο.Ε.Ο.Σ., αργότερα Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Ο.Ο.Σ.Α.), όπου το 1968 τίθεται επικεφαλής της Διεύθυνσης μελετών ανάπτυξης, εθνικών στατιστικών και λογαριασμών, κι αργότερα, το 1970, επικεφαλής του Κλάδου εθνικών στατιστικών και λογαριασμών, θέση από την οποία παραιτείται στις 31 Δεκεμβρίου 1970.

Αποκτώντας τη γαλλική υπηκοότητα τον Οκτώβριο του 1970, δεν είναι αναγκασμένος πλέον να καταφεύγει σε ψευδώνυμα και αρχίζει να δημοσιεύει με το πραγματικό του όνομα. Συνεργάζεται με το περιοδικό Textures (1972-1975) και αργότερα με το Libre (1976-1980). Την περίοδο 1973-1979 επανεκδίδει στη συλλογή «10-18» τα περισσότερα κείμενά του από το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Nanterre από το 1974 ως το 1976. Το 1975 εκδίδει τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και, από το 1978, τα Σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, όπου συγκεντρώνει τα περισσότερα από τα κείμενα που δημοσίευσε μετά το 1968.

Από το 1980 αρχίζει να διδάσκει στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (Ε.Η.Ε.S.S.) στο Παρίσι. Από το 1999 ξεκινά η έκδοση αυτών των παραδόσεών του σε μια σειρά με γενικό τίτλο «Η ανθρώπινη δημιουργία».


Σας προτείνουμε το εξαιρετικό βιβλίο του François Dosse, Καστοριάδης: Mια ζωή, σε μετάφραση Ανδρέα Παππά, εκδόσεις Πόλις, 2015, την πρώτη βιογραφία ενός από τους πιο σημαντικούς και ενδιαφέροντες στοχαστές του 20ού αιώνα.

«Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας»

 

Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος

Ακούμε καμιά φορά να λένε: Αυτή η ιδέα μιας άλλης κοινωνίας παρουσιάζεται μεν σαν ένα πρόταγμα δεν είναι όμως στην πραγματικότητα παρά προβολή πόθων ανομολόγητων, αμφίεση κινήτρων που παραμένουν κρυμμένα γι’ αυτούς που εμφορούνται από αυτά. Δεν χρησιμεύει παρά σαν όχημα που μεταφέρει τη θέληση εξουσίας των μεν, την άρνηση της αρχής της πραγματικότητας των δε, το φάντασμά τους ενός κόσμου χωρίς συγκρούσεις, όπου όλοι θα είναι συμφιλιωμένοι με όλους και καθένας με τον εαυτό του, μια παιδική ονειροπόληση που θάθελε να καταργήσει την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια φυγή που επιτρέπει να ζει κανείς ταυτόχρονα σε δύο κόσμους, μια φανταστική αντιστάθμιση.
Όταν η συζήτηση παίρνει μια τέτοια στροφή, πρέπει πρώτα να υπενθυμίσει κανείς ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πως ό,τι λέει δεν έχει σχέση με ασυνείδητους πόθους ή με κίνητρα που ούτε ο ίδιος ομολογεί στον εαυτό του. Κι όταν ακούμε «ψυχαναλυτές» μιας ορισμένης τάσης να χαρακτηρίζουν νευρωτικούς χοντρικά όλους τους επαναστάτες, δεν μπορούμε παρά να χαρούμε που δεν έχουμε την «υγεία» τους των Σουπερμάρκετ. Και δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεσκεπάσουμε τον ασυνείδητο μηχανισμό του κομφορμισμού τους. Γενικότερα, αυτός που πιστεύει ότι ανακαλύπτει σαν ρίζα του επαναστατικού προτάγματος τον έναν ή τον άλλο ασυνείδητο πόθο, πρέπει ταυτόχρονα ν’ αναρωτηθεί ποιο είναι το κίνητρο της δικής του κριτικής και σε ποιο βαθμό δεν αποτελεί εκλογίκευση.
Για μας πάντως, αυτή η αναστροφή πολύ λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει. Το ζήτημα πράγματι υπάρχει και, ακόμα και κανείς άλλος να μην το έθετε, αυτός που μιλάει για επανάσταση πρέπει να το θέσει ο ίδιος στον εαυτό του. Ας αποφασίσουν οι άλλοι σε πόσο βαθμό διαύγειας οι θέσεις τους τούς δεσμεύουν για λογαριασμό τους. Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να θέτει όρια στη δική του επιθυμία διαύγειας. Ούτε μπορεί να αρνείται το πρόβλημα λέγοντας: αυτό που μετράει δεν είναι τα ασυνείδητα κίνητρα, αλλά η σημασία και η αντικειμενική αξία των ιδεών και των πράξεων. Η νεύρωση και η τρέλα του Ροβεσπιέρου ή του Μπωντλαίρ υπήρξαν πιο γόνιμες για την ανθρωπότητα απ’ την «υγεία» του τάδε μαγαζάτορα της εποχής. Διότι η επανάσταση, έτσι που τη συλλαμβάνουμε, αρνείται ακριβώς αυτή την απλή παραδοχή του διχασμού ανάμεσα σε κίνητρο και αποτέλεσμα. Θα ήταν τότε αδύνατη στην πραγματικότητα και ασυνάρτητη στο νόημά της, εάν στηριζόταν σε ασυνείδητες προθέσεις χωρίς σχέση με το διαρθρωμένο περιεχόμενό της· το μόνο που θα μπορούσε σ’ αυτή την περίπτωση να κάνει, θα ήταν μια επανέκδοση για μια ακόμη φορά της προηγούμενης ιστορίας, αιχμάλωτη καθώς θα ήταν από κίνητρα σκοτεινά που με τον καιρό θα επέβαλλαν το δικό τους τέλος και τη δική τους λογική.
Η γέννηση καινούργιων κινήτρων και καινούργιων συμπεριφορών, που είναι απαραίτητες για να οδηγηθεί το επαναστατικό πρόταγμα στο τέρμα του, πρέπει να εξετασθούν στην κλίμακα των μαζών, γιατί μόνο αυτές μπορούν να πραγματοποιήσουν μια καινούργια κοινωνία. Όμως αυτή η έρευνα μπορεί να γίνει πιο εύκολη, αν προσπαθήσουμε πρώτα να δούμε τι  μπορεί να είναι η επιθυμία και τα κίνητρα ενός επαναστάτη.
Ό,τι μπορούμε να πούμε πάνω σ’ αυτό είναι, εξ ορισμού,  κατ’ εξοχήν υποκειμενικό. Είναι, επίσης εξ ορισμού, εκτεθειμένο σε όλες τις ερμηνείες που θάθελε κανείς. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δει καθαρότερα μέσα σ’ ένα άλλο ανθρώπινο ον (έστω και μέσα στις αυταπάτες και τις πλάνες του) και μ’ αυτό τον τρόπο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, δεν θα ήταν ανώφελο να ειπωθεί.
Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ’ αυτήν και να τα βγάζω πέρα – εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία, την παντογνωσία. Δεν ζητώ η κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία»· ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς, και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ’ ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας. Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και ν’ αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για μένα και για τους άλλους. Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ’ αυτή την κατεύθυνση, αν μ’ άφηναν ν’ αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τι έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πώς να το κάνω.
Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν’ αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε, εγώ και όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ’ ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που  ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.
Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκωλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανορραφίες του Κρούτσεφ. Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ’ αυτό τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα κι απ’ την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.
Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ’ ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών. Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα, ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν’ αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία. Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει στο άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.
Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα· κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι’ αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί σήμερα να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμισθώ, και που επωμίζομαι. Αλλ’ αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό. Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που κάνω του κυρίου ενδιαφέροντος της ζωή μου, μέσα στη δουλειά που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντα που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με τη συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε – είμαι σε θέση να πραγματοποιώ μερικά αυτό τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη – δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ’ αυτό. Δεν θα καθίσω μ’ αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα.

Μήπως αυτή μου η στάση σημαίνει άρνηση της αρχής της πραγματικότητας; Αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αρχής; Είναι ότι πρέπει να εργαζόμαστε – ή μήπως ότι πρέπει αναγκαία η εργασία να μην έχει νόημα, να γίνεται κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης, ν’ αντιφάσκει με τους στόχους για τους οποίους υποτίθεται ότι γίνεται; Αυτή η αρχή ισχύει μ’ αυτή τη  μορφή για έναν εισοδηματία; Ίσχυε μήπως, μ’ αυτή τη  μορφή, για τους ιθαγενείς των νησιών Τρομπριάντ ή Σαμόα; Ισχύει, ακόμα και σήμερα; για τους ψαράδες ενός φτωχού μεσογειακού χωριού; Ως ποιο σημείο η αρχή της πραγματικότητας εκφράζει τη φύση και πού αρχίζει να εκφράζει την κοινωνία; Ως ποιο σημείο εκφράζει την κοινωνία ως κοινωνία και από ποιο σημείο μια τάδε ιστορική μορφή της κοινωνίας; Γιατί όχι τη δουλοπαροικία, τις γαλέρες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Πού μια φιλοσοφία θα έπαιρνε το δικαίωμα να μου πει: σ’ αυτό το συγκεκριμένο χιλιοστόμετρο των υπαρχόντων θεσμών, θα σας δείξω το σύνορο μεταξύ του φαινομένου και της ουσίας, μεταξύ των παροδικών ιστορικών μορφών και του αιωνίου είναι του κοινωνικού; Αποδέχομαι την αρχή της πραγματικότητας, γιατί αποδέχομαι την ανάγκη της εργασίας (καθόσον άλλωστε είναι πραγματική, γιατί ολοένα γίνεται λιγότερο προφανής) και την ανάγκη μιας κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Δεν αποδέχομαι όμως την επίκληση μιας ψεύτικης ψυχανάλυσης και μιας ψεύτικης μεταφυσικής, που εισάγει στη συγκεκριμένη συζήτηση των ιστορικών δυνατοτήτων αυθαίρετες βεβαιώσεις πάνω σε αδυνατότητες για τις οποίες δεν ξέρει τίποτα.
Είναι τάχα η επιθυμία μου παιδική; Μα ακριβώς η παιδική κατάσταση είναι ότι η ζωή μάς είναι δοσμένη, και ότι ο Νόμος μάς είναι δοσμένος. Στην παιδική κατάσταση η ζωή μάς δίνεται για τίποτα· και ο Νόμος μάς δίνεται χωρίς τίποτα άλλο, και χωρίς δυνατότητα συζήτησης. Αυτό που θέλω είναι εντελώς το αντίθετο: να φτιάχνω εγώ τη ζωή μου, και να δίνω ζωή, ει δυνατόν, εν πάση περιπτώσει να δίνω για τη ζωή μου. Ο Νόμος να μη μου δίνεται απλώς αλλά να τον δίνω κι εγώ συγχρόνως στον εαυτό μου. Αυτός που διαρκώς βρίσκεται σε παιδική κατάσταση είναι ο κομφορμιστής ή ο απολιτικός: γιατί αποδέχεται τον Νόμο ασυζητητί και δεν επιθυμεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του. Εκείνος που ζει μέσα στην κοινωνία χωρίς καμία θέληση που ν’ αφορά τον Νόμο, χωρίς πολιτική θέληση, απλώς αντικαθιστά τον ιδιωτικό πατέρα με τον ανώνυμο πατέρα. Η παιδική κατάσταση είναι, πρώτα, να δέχεσαι χωρίς να δίνεις και, μετά, να κάνεις ή να υπάρχεις για να δέχεσαι. Αυτό που θέλω είναι, αρχινώντας, μια δίκαιη ανταλλαγή, και στη συνέχεια το ξεπέρασμα της ανταλλαγής. Η παιδική κατάσταση είναι η δυϊκή σχέση, το φάντασμα της συγχώνευσης – και μ’ αυτή την έννοια, η σημερινή κοινωνία παιδικοποιεί διαρκώς τους πάντες με τη συγχώνευση που πραγματοποιεί στο φαντασιακό με απραγματικές οντότητες: τους αρχηγούς, τα έθνη, τους κοσμοναύτες ή τις βεντέτες. Αυτό που θέλω είναι η κοινωνία να πάψει πια να είναι μια οικογένεια, ψεύτικη επί πλέον μέχρι γελοίου, για ν’ αποκτήσει την αληθινή της διάσταση ως κοινωνίας, ως δικτύου σχέσεων μεταξύ αυτονόμων ενηλίκων.
Νάναι τάχα η επιθυμία μου επιθυμία εξουσίας; Μα αυτό που θέλω είναι η κατάργηση της εξουσίας με τη σημερινή της έννοια, είναι η εξουσία όλων. Η σημερινή εξουσία σημαίνει ότι οι άλλοι είναι πράγματα, κι αυτό που θέλω είναι τελείως το αντίθετο. Αυτός που οι άλλοι τού είναι πράγματα είναι ο ίδιος πράγμα, και δεν θέλω να είμαι πράγμα ούτε για μένα ούτε για τους άλλους. Δεν θέλω οι άλλοι να είναι πράγματα, δεν θάξερα τι να τους κάνω. Αν μπορώ να υπάρχω για τους άλλους, και οι άλλοι να μ’ αναγνωρίζουν, δεν θέλω αυτό να γίνεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω από μένα – της εξουσίας· ούτε να υπάρχω γι’ αυτούς μέσα στο φαντασιακό. Η αναγνώριση που απορρέει από τον άλλο δεν ισχύει για μένα παρά στον βαθμό που τον αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος. Υπάρχει ο κίνδυνος να τα ξεχάσω όλα αυτά, αν κάποτε τα γεγονότα με οδηγούσαν κοντά στην «εξουσία»; Μου φαίνεται περισσότερο κι από απίθανο: αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν παρά μια χαμένη μάχη, και όχι το τέλος του πολέμου· και θάπρεπε να ρυθμίζω τη ζωή μου πάνω στην υπόθεση ότι μπορεί μια μέρα να ξαναμωραθώ;
Κυνηγώ τάχα τη χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ’ αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη τραγωδία – αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο. Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά» – είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκραν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά. Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονοβόμβες, αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία, το ονομάζω μαλακία. Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν». Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας, το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία: σημαίνει να του επιτρέψεις ν’ αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της ζωής του και ό,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει αλλά κυρίως να καλύπτει.
Όταν, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη Δύση, ένας μαθητής του Βούδα ήλθε να τον πληροφορήσει πως θαυμαστά πράγματα, όργανα, φάρμακα, μέθοδοι σκέψης, θεσμοί, είχαν μεταμορφώσει τη ζωή των ανθρώπων από την εποχή που ο Δάσκαλος αποσύρθηκε στα υψηλά οροπέδια, αυτός τον σταμάτησε μετά τις πρώτες λέξεις. Εξαφάνισαν μήπως τη θλίψη, την αρρώστια, τα γηρατειά και τον θάνατο; ρώτησε. Όχι, απάντησε ο μαθητής. Ε λοιπόν, τότε θα μπορούσαν να καθήσουν ήσυχοι στ’ αυγά τους, σκέφτηκε ο Δάσκαλος. Και ξαναβυθίστηκε στην περισυλλογή του, χωρίς καν να κάνει τον κόπο να δείξει στον μαθητή του ότι είχε πάψει να τον ακούει.

Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Μέρος Πρώτο, ΙΙ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ, 2. Ρίζες του επαναστατικού προτάγματος, Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος, σελ. 136 έως 141


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αυτό το βιβλίο μπορεί να φανεί ανομοιόμορφο. Και είναι, από μια άποψη, γι’ αυτό και ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με τις συνθήκες της σύνταξής του μπορούν να φανούν χρήσιμες στον αναγνώστη.
Το πρώτο του μέρος αποτελείται από το κείμενο «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Socialisme ou Barbarie από τον Απρίλιο του 1964 ως τον Ιούνιο του 1965. Αυτό το ίδιο το κείμενο ήταν η ατέρμονη ανάπτυξη μιας «Σημείωσης πάνω στην μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της ιστορίας» που συνόδευε το «Επαναστατικό Κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό». Και τα δυο μοιράστηκαν ταυτόχρονα στα μέλη της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα την άνοιξη του 1959. Όταν διακόπηκε η έκδοση του περιοδικού, η συνέχεια του κειμένου «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία», που στο μεγαλύτερό του μέρος είχε γραφεί αλλά δεν είχε δημοσιευθεί, παρέμεινε στα χαρτιά μου.
Το πρώτο αυτό μέρος, γραμμένο κάτω από την πίεση των χρονικών ορίων που επέβαλλε η έκδοση του περιοδικού, δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη εργασία, αλλά μια εργασία στο δρόμο της ολοκλήρωσής της. Αντίθετα απ’ όλους τους κανόνες της σύνταξης, οι τοίχοι του οικοδομήματος εκτίθενται ο ένας μετά τον άλλο ανάλογα με την πορεία της οικοδόμησης, περιστοιχισμένοι από τις σκαλωσιές που έχουν απομείνει, από σωρούς άμμου και πέτρας, κομμάτια από δοκάρια και βρώμικα μυστριά. Χωρίς να την ανάγω σε θεωρία, επωμίζομαι αυτού του είδους την παρουσίαση που την υπαγόρευσαν στην αρχή παράγοντες «εξωτερικοί». Κανονικά θα έπρεπε να είναι κοινός τόπος και να το αναγνωρίζουν όλοι ότι στην περίπτωση της εργασίας της σκέψης, το να αφαιρείς τις σκαλωσιές και να καθαρίζεις τον περίγυρο, όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα στον αναγνώστη, αλλά και του αφαιρεί κάτι το ουσιαστικό. Αντίθετα από το έργο τέχνης, δεν υπάρχει εδώ οικοδόμημα τελειωμένο, ούτε για τέλειωμα· εξίσου και περισσότερο από το αποτέλεσμα, σημασία έχει η εργασία της σκέψης, και ίσως αυτό είναι κυρίως εκείνο που μπορεί να δείξει ένας συγγραφέας, αν μπορεί να δείξει κάτι. Η παρουσίαση του αποτελέσματος ως συστηματικής και στιλβωμένης ολότητας, πράγμα που στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ, ή ακόμα η παρουσίαση της διαδικασίας οικοδόμησης – όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τρόπο παιδαγωγικό αλλά απατηλό, σε τόσα φιλοσοφικά έργα – υπό μορφήν μιας ρυθμισμένης και ελεγχόμενης λογικής διαδικασίας, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει στον αναγνώστη την ολέθρια αυτή αυταπάτη προς την οποία εκ φύσεως οδηγείται, όπως όλοι μας, ότι το οικοδόμημα κτίστηκε γι’ αυτόν και ότι από εδώ και πέρα δεν έχει παρά να το κατοικήσει, αν του αρέσει. Σκέπτομαι δεν σημαίνει οικοδομώ Παρθενώνες ή συνθέτω συμφωνίες. Τη συμφωνία, αν υπάρχει, πρέπει να τη δημιουργήσει ο αναγνώστης μέσα στα ίδια του τ’ αυτιά.
Όταν παρουσιάστηκε η δυνατότητα μιας έκδοσης του συνόλου, μου φάνηκε καθαρά ότι θα έπρεπε να ξαναπιάσω και να επεξεργαστώ από την αρχή την ανέκδοτη συνέχεια του κειμένου «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία». Οι ιδέες που είχαν ήδη αναδυθεί και διατυπωθεί στο δημοσιευμένο μέρος αυτού του κειμένου – η ιδέα της ιστορίας ως δημιουργίας εκ του μηδενός, της θεσμίζουσας και θεσμισμένης κοινωνίας, του κοινωνικού φαντασιακού, της θέσμισης της κοινωνίας ως δικού της έργου, του κοινωνικο-ιστορικού ως τρόπου ύπαρξης παραγνωρισμένου από την κληρονομημένη σκέψη – είχαν στο μεταξύ μεταμορφωθεί στα μάτια μου από σημεία άφιξης σε σημεία εκκίνησης, που απαιτούσαν να ξανασκεφθώ τα πάντα, με βάση αυτές τις ιδέες. Η επανεξέταση της ψυχαναλυτικής θεωρίας (στην οποία αφιέρωσα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου από το 1965 μέχρι το 1968), ο στοχασμός πάνω στη γλώσσα (από το 1968 μέχρι το 1971), μια καινούργια μελέτη της παραδοσιακής φιλοσοφίας που έκανα τα τελευταία αυτά χρόνια, μου ενίσχυσαν αυτή την πεποίθηση, ενώ συγχρόνως μου έδειχναν ότι τα πάντα μέσα στην κληρονομημένη σκέψη δένονταν, συνδέονταν μεταξύ τους και με τον κόσμο που είχε παράγει αυτή τη σκέψη – κόσμο στη διαμόρφωση του οποίου είχε με τη σειρά της συμβάλλει και αυτή. Και η επιβολή που ασκούν στο πνεύμα μας τα σχήματα αυτής της σκέψης, σχήματα που δημιούργησε μια τρισχιλιόχρονη προσπάθεια τόσων απαράμιλλων στοχαστών, αλλά επίσης – και είναι μια από τις κεντρικές ιδέες αυτού του βιβλίου – σχήματα, που μέσα τους και μέσω των οποίων εκφράζονται, εκλεπτύνονται και αναπτύσσονται όλα όσα η ανθρωπότητα μπόρεσε να σκεφθεί εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, και τα οποία αντικατοπτρίζουν, με μιαν έννοια, τις ίδιες τις τάσεις της θέσμισης της κοινωνίας, αυτή η επιβολή δεν θα μπορούσε να κλονισθεί, αν υποθέσουμε ότι μπορεί κατ’ αρχήν να κλονισθεί, παρά από μια ακριβή και λεπτομερή κατάδειξη, ένα προς ένα των ορίων αυτής της σκέψης και των εσωτερικών αναγκαιοτήτων που προκύπτουν από τον τρόπο τού είναι της, και που την οδήγησαν να αποκρύψει αυτό που μου φαίνεται ουσιαστικό. Τούτο δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια ενός βιβλίου, ούτε και περισσότερων. Έπρεπε συνεπώς να μην ασχοληθώ καθόλου, ή απλώς με υπαινιγμούς, με θέματα που θεωρώ εξίσου σημαντικά με εκείνα που αναπτύσσονται στο δεύτερο μέρος αυτής της εργασίας. Ανάμεσα σ’ αυτά, είναι τα θέματα του θεσμού και της λειτουργίας της θεσμισμένης κοινωνίας, της διαίρεσης της κοινωνίας, της καθολικότητας και της ενότητας της ιστορίας, της ίδιας της δυνατότητας μιας διαύγασης του κοινωνικο-ιστορικού, όπως αυτή που επιχειρείται εδώ, της πολιτικής σημασίας, των πολιτικών συνεπειών αυτής της εργασίας. Επίσης, η καθαρά φιλοσοφική πλευρά του προβλήματος του φαντασιακού και της φαντασίας έμεινε για ένα βιβλίο, Το Φαντασιακό στοιχείο, που θα δημοσιευθεί προσεχώς. Μ’ αυτή την έννοια, ούτε το δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου αποτελεί ένα τελειωμένο οικοδόμημα.

Θα ήταν γελοίο να επιχειρήσουμε ν’ αντικαταστήσουμε εδώ, με μερικές φράσεις ή παραγράφους, τη συζήτηση των θεμάτων αυτών. Σε ένα μόνο σημείο θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη, για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις. Αυτό που, από το 1964, ονόμασα κοινωνικό φαντασιακό – όρο που από τότε τον πήραν και τον χρησιμοποίησαν όπως να ’ναι – και γενικότερα αυτό που ονομάζω φαντασιακό δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι παριστάνεται συχνά μ’ αυτή την ονομασία. Ιδιαίτερα, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που παρουσιάζεται σαν «φαντασιακό» από ορισμένα ψυχαναλυτικά ρεύματα: το «κατοπτρικό», που δεν είναι φυσικά παρά εικόνα τινός και εικόνα αντανακλώμενη, με άλλα λόγια αντανάκλαση ή ακόμα υπο-προϊόν της πλατωνικής οντολογίας (είδωλον), έστω και αν εκείνοι που μιλούν γι’ αυτό αγνοούν την προέλευσή του. Το φαντασιακό δεν υφίσταται μέσα από την εικόνα στον καθρέπτη ή μέσα στο βλέμμα του άλλου. Μάλλον, ο ίδιος ο «καθρέπτης» και η δυνατότητά του, και ο άλλος σαν καθρέπτης, είναι έργα του φαντασιακού, το οποίο είναι δημιουργία ex nihilo. Εκείνοι που μιλούν για «φαντασιακό» εννοώντας μ’ αυτό το «κατοπτρικό», δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνουν, τις περισσότερες φορές χωρίς να το ξέρουν, τη θέση που τους αλυσόδεσε για πάντα σ’ ένα κάποιο υπόγειο του περίφημου σπηλαίου: ανάγκη τόνδε τον κόσμον εικόνα τινός είναι. Το φαντασιακό για το οποίο μιλώ, δεν είναι εικόνα τινός. Είναι δημιουργία ακατάπαυστη και ουσιαστικά ακαθόριστη (δημιουργία κοινωνικο-ιστορική και ψυχική) μορφών/εικόνων, βάσει των οποίων και μόνο μπορεί να τεθεί θέμα τινός. Ό,τι αποκαλούμε «πραγματικότητα» και «ορθολογικότητα», αποτελούν έργο του.
Η ίδια αυτή η ιδέα της εικόνας τινός είναι εκείνη που ανέκαθεν υποτείνει τη θεωρία ως Βλέμμα, το οποίο εποπτεύει αυτό που είναι. Αυτό που επιχειρώ εδώ, δεν είναι μια θεωρία της κοινωνίας και της ιστορίας με την κληρονομημένη έννοια του όρου θεωρία. Είναι μια διαύγαση, κι αυτή η διαύγαση, έστω κι αν παίρνει αναπόφευκτα μια αφηρημένη μορφή, είναι αξεχώριστη από μια πολιτική βλέψη και από ένα πολιτικό πρόταγμα. Περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, η ιδέα της καθαρής θεωρίας αποτελεί εδώ ένα ασυνάρτητο πλασματικό κατασκεύασμα. Δεν υπάρχει τρόπος και άποψη έξω από την ιστορία και την κοινωνία, ή «λογικά προγενέστερος» από αυτές, όπου θα μπορούσαμε να σταθούμε για να κάνουμε από εκεί τη θεωρία τους – για να τις εποπτεύσουμε, να τις θεωρήσουμε, να βεβαιώσουμε την καθορισμένη αναγκαιότητα του ούτως-είναι τους, να τις «συγκροτήσουμε», να τις σκεφθούμε ή να τις αντανακλάσουμε στην ολότητά τους. Κάθε σκέψη πάνω στην κοινωνία και στην ιστορία ανήκει η ίδια στην κοινωνία και στην ιστορία. Κάθε σκέψη, όποια κι αν είναι, και όποιο κι αν είναι το «αντικείμενό» της, δεν αποτελεί παρά τρόπο και μορφή του κοινωνικο-ιστορικού ποιείν-πράττειν. Μπορεί η ίδια να αγνοεί αυτή τη φύση της – κι αυτό ακριβώς της συμβαίνει τις περισσότερες φορές, από εσωτερική μπορούμε να πούμε αναγκαιότητα. Και να τη γνωρίζει όμως, αυτό δεν την κάνει να βγει από τον τρόπο του είναι της, ως διάστασης του κοινωνικο-ιστορικου ποιείν/πράττειν. Μπορεί όμως να της επιτρέψει να είναι εναργής σε ό,τι την αφορά. Αυτό που ονομάζω διαύγαση, είναι η εργασία μέσα από την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να σκεφθούν αυτό που κάνουν, και να γνωρίσουν αυτό που σκέπτονται. Και είναι κι αυτό μια κοινωνικο-ιστορική δημιουργία. Η αριστοτελική διαίρεση θεωρία, πράξις, ποίησις είναι παράγωγη και δεύτερη. Η ιστορία είναι ουσιαστικά ποίησις, και όχι μιμητικό ποίημα, αλλά δημιουργία και γένεση οντολογική μέσα και χάρη στο ποιείν/πράττειν και στο παριστάνειν/λέγειν των ανθρώπων. Αυτό το ποιείν/πράττειν και αυτό το παριστάνειν/λέγειν θεσμίζονται επίσης ιστορικά, από μια στιγμή και έπειτα, ως σκεπτόμενο πράττειν ή σκέψη που ποιεί τον εαυτό της.

Αυτό το σκεπτόμενο πράττειν είναι κατ’ εξοχήν τέτοιο, όταν πρόκειται για την πολιτική σκέψη και τη διαύγαση του κοινωνικο-ιστορικού που συνεπάγεται. Η αυταπάτη της θεωρίας έχει, προ πολλού, συγκαλύψει αυτό το γεγονός. Μια επί πλέον πατροκτονία είναι κι εδώ αναπόφευκτη.
Το κακό αρχίζει επίσης όταν ο Ηράκλειτος τόλμησε να πει: Ακούγοντας όχι εμένα, αλλά τον λόγο, πεισθείτε ότι… Βέβαια, έπρεπε να αγωνισθεί εναντίον τόσο της προσωπικής αυθεντίας, όσο και της απλής γνώμης, της ασυνάρτητης αυθαιρεσίας, της άρνησης να δώσουμε στους άλλους λόγο και λογαριασμό γι’ αυτά που λέμε – λόγον διδόναι. Μην ακούτε όμως τον Ηράκλειτο. Αυτή η ταπεινοφροσύνη δεν είναι παρά το αποκορύφωμα της αλαζονείας. Τον λόγο δεν τον ακούτε ποτέ· αυτό που ακούτε είναι πάντα κάποιος, τέτοιος που είναι, από εκεί που είναι, που μιλάει με ενδεχόμενο κίνδυνο δικό του, αλλά και δικό σας. Και ό,τι στον «καθαρό θεωρητικό» μπορεί να τεθεί σαν αναγκαίο αίτημα ευθύνης και ελέγχου του λέγειν του, καταντάει αναγκαστικά, στους πολιτικούς στοχαστές, κάλυμμα φιλοσοφικό, πίσω από το οποίο μιλούν – αυτοί μιλούν. Μιλούν στο όνομα του όντος και του είδους του ανθρώπου και της πολιτείας – όπως ο Πλάτων· μιλούν στο όνομα των νόμων της ιστορίας ή του προλεταριάτου, όπως ο Μαρξ. Θέλουν να προφυλάξουν αυτό που έχουν να πουν – που μπορεί να είναι, και ήταν ασφαλώς, απείρως σημαντικό – πίσω από το ον, τη φύση, τη ratio, την ιστορία, τα συμφέροντα μιας τάξης «εν ονόματι της οποίας» δήθεν εκφράζονται. Ποτέ όμως κανείς δεν μιλάει στο όνομα κανενός άλλου – εκτός και αν έχει ρητά εξουσιοδοτηθεί. Το πολύ, ν’ αναγνωρίσουν οι άλλοι τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτά που λέει – αλλά κι αυτό ακόμη δεν «αποδεικνύει» τίποτα, διότι αυτό που έχει λεχθεί μπορεί να επιφέρει, και επιφέρει μερικές φορές, μια «αναγνώριση» που τίποτα δεν μας επιτρέπει να διαβεβαιώσουμε ότι θα είχε υπάρξει χωρίς αυτόν τον λόγο, ούτε ότι τον επικυρώνει από μόνη της. Εκατομμύρια Γερμανών «αναγνώρισαν τον εαυτό τους» στον λόγο του Χίτλερ· εκατομμύρια «κομμουνιστών» στον λόγο του Στάλιν.

Ο πολιτικός, και ο πολιτικός στοχαστής, μιλούν με καθαρά δική τους ευθύνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός ο λόγος είναι ανεξέλεγκτος – επικαλείται τον έλεγχο όλων· ούτε ότι είναι απλώς «αυθαίρετος» – αν είναι, κανείς δεν θα τον ακούσει. Όμως, ο πολιτικός δεν μπορεί να προτείνει, να προτιμήσει , να προβάλει, επικαλούμενος μια θεωρία δήθεν αυστηρή – ούτε παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν εκπρόσωπο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας. Αυστηρώς αυστηρή θεωρία δεν υπάρχει καν στα μαθηματικά· πώς θα μπορούσε να υπάρξει στην πολιτική; Και κανένας δεν είναι ποτέ, παρά μόνο συγκυριακά, ο πραγματικός εκπρόσωπος μιας συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας – και αν ήταν, θα έπρεπε ακόμη να αποδείξει ότι η άποψή της ισχύει για όλους, πράγμα που μας επαναφέρει στο προηγούμενο πρόβλημα. Δεν πρέπει ν’ ακούμε έναν πολιτικό που μιλάει εν ονόματι…· από τη στιγμή που προφέρει αυτές τις λέξεις, απατάει ή απατάται, λίγο ενδιαφέρει. Περισσότερο από κάθε άλλον, ο πολιτικός, και ο πολιτικός στοχαστής, μιλούν εν ονόματί τους και με δική τους ευθύνη. Πράγμα που είναι, φυσικά, η υπέρτατη μετριοφροσύνη.
Ο λόγος και το πρόταγμα του πολιτικού μπορούν να ελεγχθούν δημόσια από πάρα πολλές πλευρές. Είναι εύκολο να φαντασθεί, και μάλιστα να εκθέσει κανείς, ιστορικά παραδείγματα ασυνάρτητων ψευδο-προταγμάτων. Όμως ο λόγος αυτός δεν είναι δημόσια ελέγξιμος στον κεντρικό του πυρήνα, αν ο πυρήνας αυτός αξίζει κάτι – όπως δεν είναι δημόσια ελέγξιμη και η κίνηση των ανθρώπων με την οποία πρέπει να συναντηθεί και χωρίς την οποία δεν είναι τίποτα. Διότι και το ένα και τ’ άλλο και η σύνδεσή τους, θέτουν, δημιουργούν, θεσμίζουν νέες μορφές, όχι μόνο της νοητότητας, αλλά και του κοινωνικο-ιστορικού ποιείν/πράττειν, παριστάνειν, αξίζειν/ισχύειν – μορφές που δεν συζητούνται ή σταθμίζονται εύκολα, απλώς με τα προηγούμενα κριτήρια της θεσμισμένης ratio. Και το ένα και το άλλο και η σύνδεσή τους δεν υπάρχουν παρά σαν στιγμές και μορφές του θεσμίζοντος πράττειν, της αυτοδημιουργίας της κοινωνίας.

Κορνήλιος Καστοριάδης, Δεκέμβριος 1974


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

11

Μέρος Πρώτο

 

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

19-243

Ι. Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

19-105

1. Η ιστορική κατάσταση του μαρξισμού και η έννοια της ορθοδοξίας

19-127

2. Η μαρξιστική θεωρία της ιστορίας

27-63

Οικονομικός ντετερμινισμός και πάλη των τάξεων

47

Υποκείμενο και αντικείμενο της ιστορικής γνώσης

53

Πρόσθετες παρατηρήσεις στη μαρξιστική θεωρία της ιστορίας

58

3. Η μαρξιστική φιλοσοφία της ιστορίας

63-84

Ο αντικειμενικός ρασιοναλισμός

64

Ο ντετερμινισμός

66

Η αλύσωση των σημασιών και η «πανουργία του λόγου»

68

Η διαλεκτική και ο «υλισμός»

81

4. Τα δυο στοιχεία του μαρξισμού και η ιστορική τους μοίρα

84-105

Η φιλοσοφική θεμελίωση της έκπτωσης

101

ΙΙ. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ

107-169

1. Πράξις και πρόταγμα

107-119

Γνωρίζειν και πράττειν

107

Πράξη και πρόταγμα

114

2. Ρίζες του επαναστατικού προτάγματος

120-149

Οι κοινωνικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος

120

Επανάσταση και εξορθολογισμός

129

Επανάσταση και κοινωνική ολότητα

130

Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος

136

Η λογική του επαναστατικού προτάγματος

141

3. Αυτονομία και ξένωση

150-169

Νόημα της αυτονομίας. ‒ Το άτομο

150

Κοινωνική διάσταση της αυτονομίας

158

Η θεσμισμένη ετερονομία: η ξένωση ως κοινωνικό φαινόμενο

160

Ο «κομμουνισμός» στη μυθική του εκδοχή

163

III. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ: ΠΡΩΤΟ ΠΛΗΣΙΑΣΜΑ

171-243

Ο θεσμός: η οικονομική-λειτουργική άποψη

171

Ο θεσμός και το συμβολικό

174

Το συμβολικό και το φαντασιακό

189

Η ξένωση και το φαντασιακό

196

Οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες

202

Ρόλος των φαντασιακών σημασιών

217

Το φαντασιακό στον σύγχρονο κόσμο

232

Φαντασιακό και ορθολογικό

237

Μέρος Δεύτερο

 

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΚΑΙ Η ΘΕΣΜΙΣΗ

245-517

IV. ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ

247-317

Οι δυνατοί τύποι των παραδοσιακών απαντήσεων

250

Η κοινωνία και τα σχήματα της συνύπαρξης

260

Η ιστορία και τα σχήματα της διαδοχής

268

Η φιλοσοφική θέσμιση του χρόνου

273

Χρόνος και δημιουργία

284

Η κοινωνική θέσμιση του χρόνου

294

Ταυτιστικός και φαντασιακός χρόνος

303

Το αξεχώριστο του κοινωνικού και του ιστορικού. Η συγχρονία και η διαχρονία σαν αφαιρέσεις

311

V. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΣΜΙΣΗ: ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΙ ΤΕΥΧΕΙΝ:

319-386

Η ταυτιστική λογική και τα σύνολα

319

Η κοινωνική θέσμιση του συνόλου

327

Η έρειση της κοινωνίας στη φύση

329

Το «λέγειν» και η γλώσσα ως κώδικας

340

Όψεις του «λέγειν»

349

«Λέγειν», καθοριστικότητα, διάνοια

367

Όψεις του «τεύχειν»

370

Ιστορικότητα του «λέγειν» και του «τεύχειν»

382

VI. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΣΜΙΣΗ: ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ

387-474

Ο τρόπος τού είναι τού ασυνειδήτου

389

Το ζήτημα της προέλευσης της παράστασης

397

Η ψυχική πραγματικότητα

411

Ο μονήρης πυρήνας του πρωταρχικού υποκειμένου

414

Η ρήξη της μονάδας και η τριαδική φάση

423

Η συγκρότηση της πραγματικότητας

433

Η μετουσίωση και ο εκκοινωνισμός της ψυχής

439

Το κοινωνικό-ιστορικό περιεχόμενο της μετουσίωσης

445

Το άτομο και η παράσταση εν γένει

450

Η προκατάληψη της αντίληψης και το προνόμιο του «πράγματος»

462

Παράσταση και σκέψη

471

VII. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

475

Τα μάγματα

475-511

Οι σημασίες στη γλώσσα

481

Οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες και η «αντικειμενική πραγματικότητα»

492

Οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες και η θέσμιση του κόσμου

499

Ο τρόπος τού είναι των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών

505

Ριζικό φαντασιακό, θεσμίζουσα κοινωνία, θεσμισμένη κοινωνία

511

Εισαγωγικό σημείωμα για το γλωσσάρι της μετάφρασης

519

Γλωσσάρι

527

Κορνήλιος Καστοριάδης | Αφιέρωμα | Περιοδικό «Νέα κοινωνιολογία»

Όλα τα τεύχη του περιοδικού «ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ» των εκδόσεων ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ
είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή και μπορείτε να τα δείτε ΕΔΩ

ΤΕΥΧΟΣ 31 (Διαβάστε ΕΔΩ τα παρακάτω άρθρα)

Σύντομο βιογραφικό του Κορνήλιου Καστοριάδη, σελ. 12
Βιβλιογραφία Κορνήλιου Καστοριάδη στα ελληνικά, σελ. 13
Εργασίες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, σελ. 16
Κορνήλιος Καστοριάδης: Ανθρωπολογία, φιλοσοφία, πολιτική. Μετάφραση: Κωνσταντίνα Καρακάλου, σελ. 17
Γιώργος Ν. Οικονόμου: Δημοκρατία, φιλοσοφία και τραγωδία κατά τον Κ. Καστοριάδη, σελ. 27
Κωνσταντίνος Καβουλάκος: Η κριτική του Καστοριάδη στη μαρξιστική φιλοσοφία της ιστορίας, σελ. 37
Στάθης Γουργουρής: Φιλοσοφία και μετουσίωση, σελ. 44
Τάκης Φωτόπουλος: Ο Καστοριάδης και η δημοκρατική παράδοση, σελ. 55
Φώτης Θεοδωρίδης: Πέραν του αναγωγιστικού σκέπτεσθαι-ποιείν, σελ. 61
Βασίλης Λαμπρόπουλος: Δικαιοσύνη και ευνομία. Μετάφραση: Μπάμπης Κολώνιας, σελ. 70
Ανδρέας Καλύβας: Κανονιστικότητα και κριτική στη θεωρία της αυτονομίας του Καστοριάδη. Μετάφραση: Φώτης Τερζάκης, σελ. 93
Γιάννης Μ. Μαθιουδάκης: Η αρχαία και η νεώτερη δημοκρατία στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, σελ. 111
Κώστας Σοφιανός: Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και το πρόταγμα της αυτονομίας, σελ. 119


ΤΕΥΧΟΣ 43 (Διαβάστε ΕΔΩ τα παρακάτω άρθρα)

Γιώργος Ν. Οικονόμου: Χαρακτηριστικοί σταθμοί στη ζωή του Κορνήλιου Καστοριάδη, σελ. 125
Γιώργος Ν. Οικονόμου: Φαντασία και λόγος στον Καστοριάδη, σελ. 136

 

 

 


ΤΕΥΧΟΣ 46 (Διαβάστε ΕΔΩ τα παρακάτω άρθρα)

Μελέτης Μελετόπουλος: Τα καστοριαδικά μικρομάγαζα, σελ. 13
Σπύρος Β. Μπαζίνας: Σχόλιο στο άρθρο του Μελέτη Η. Μελετόπουλου «Η άγνωστη νεότητα του Καστοριάδη», σελ. 14
Αλέξανδρος Κόντος: Η όψιμη αρχαιογνωσία του Κορνήλιου Καστοριάδη, σελ. 15

Κορνήλιος Καστοριάδης | Περιοδικό «Θέσεις»

«Όπως μπορεί κανείς αλάνθαστα να παρακολουθήσει την πορεία ενός πλοίου βλέποντας μονάχα τα κατάρτια, το ίδιο μπορεί κανείς να συναγάγει τη βασική δομή (που υποτίθεται ότι είναι άγνωστη) ενός καθεστώτος, στηριζόμενος στον τρόπο κατανομής του κοινωνικού προϊόντος».
Καστοριάδης 1985α: 220 [«Les rapports de production en Russie», S.ou.B, No 2, Mai 1949].
Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης την περίοδο 1947-67, του Θεοφάνη Τάση
Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 98, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2007


Συνοψίζοντας, οι βασικές αρχές του σοσιαλισμού στο καστοριαδικό πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας είναι οι εξής:

  • Η κατάργηση της διαίρεσης μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών και η εγκαθίδρυση της άμεσης δημοκρατίας, η οποία θα εφαρμοστεί βασικά στο επίπεδο της παραγωγής της κάθε επιχείρησης και θα επεκταθεί κατόπιν στο σύνολο της κοινωνίας διαμέσου συμβουλίων που θα απαρτίζονται από ανακλητούς αντιπροσώπους.
  • Η κατάργηση της ιεραρχίας του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας μέσα από την οριζόντια συνεργασία των ειδικών, των τεχνικών και των εργαζόμενων, της εναλλαγής των καθηκόντων και του αμοιβαίου ελέγχου των εργαζόμενων από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
  • Η διαφάνεια της πληροφορίας.
  • Ο εξανθρωπισμός της τεχνολογίας και η συνεπακόλουθη μετατροπή του ρομποτισμού της εργασίας σε μια δημιουργία που θα εκφράζει τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα ενός εκάστου των εργαζόμενων.Η μείωση της εργάσιμης ημέρας.
  • Η κατάργηση της ιεραρχίας των μισθών, των αμοιβών και των εισοδημάτων.
  • Η πραγματική κυριαρχία του καταναλωτή.
  • Το σοσιαλιστικό σχέδιο που θα υποστηρίζεται από την τεχνολογία των υπολογιστών, οι οποίοι θα παρέχουν όλα τα αναγκαία δεδομένα για τη λήψη αποφάσεων.

Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα: Από το καστοριαδικό πρόταγμα..., του Ευάγγελου Παπαδημητρόπουλου
Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 137, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2016


Με βάση την παραπάνω σκέψη και με δεδομένη τη συγκρότηση της πολιτικής συγκυρίας τις τελευταίες δεκαετίες, θα ήταν χρήσιμο να αναρωτηθούμε εάν μπροστά στην προοπτική του εγκλωβισμού στον κυβερνητισμό μίας εξουσίας γραφειοκρατικοποιημένης και κυριαρχικά τεχνικοποιημένης, η ριζοσπαστική Αριστερά ανά τον κόσμο θα ήταν προτιμότερο να επιλέξει την προοπτική της επανεξέτασης των συστηματικών θεμελίων της στρατηγικής πολιτικής της και βραχυχρόνια την προοπτική της απομάκρυνσης από την εξουσία, παρά το ενδεχόμενο άμεσης εγκατάστασής της σε αυτήν.
Ο Καστοριάδης και η υλιστική-διαλεκτική κριτική της καπιταλιστικής τεχνικής..., του Μιχάλη Σκομβούλη
Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 147, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2019

Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη

Νομίζω πως η τελευταία παράγραφος της Φαντασιακής Θέσμισης είναι χαρακτηριστική για το θέμα που πραγματεύτηκα. «Επιδιώκουμε» το ξεπέρασμα της υπάρχουσας κοινωνίας «γιατί το θέλουμε και γιατί ξέρουμε ότι και άλλοι άνθρωποι το θέλουν, όχι γιατί έτσι είναι οι νόμοι της ιστορίας, τα συμφέροντα του προλεταριάτου ή το πεπρωμένο του είναι».[10] Κι ακόμη: «Τίποτα, όσο μακριά και αν κοιτάξουμε, δεν μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι ένας τέτοιος αυτομετασχηματισμός της ιστορίας είναι αδύνατος».[11] Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι, απ’ όσο μπόρεσε να δει το περιγραφικό μας βλέμμα, ένα τέτοιο πρόταγμα δεν απαγορεύεται, δεν είναι παράλογο ή ασυνάρτητο. Κατά τ’ άλλα, όμως, ούτε και επιβάλλεται. Ευτυχώς, γιατί έτσι είμαστε αυτόνομοι να διαλέξουμε εάν θέλουμε την αυτονομία.
Για τη Σχέση Φιλοσοφίας και Πολιτικής στο Έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, Γιάννης Κτενάς, Περιοδικό Βαβυλωνία, Τεύχος 17, 24/11/2017


Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη διαποτίζεται από την αξία της αυτονομίας και της αυτόνομης κοινωνίας, η οποία στη σκέψη του έχει ως βασική προϋπόθεση το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας. Προσπάθησε δε σε αρκετά κείμενά του να διευκρινίσει και να απαλλάξει την άμεση δημοκρατία από περιττά ή ξένα στοιχεία και συγχύσεις, αναδεικνύοντας το νόημά της, σεβόμενος όμως την ιστορία της και την έμπρακτη μορφή της. Άμεση δημοκρατία είναι η κυριαρχία του δήμου, με κύριο όργανο τη συνέλευση των πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν όλοι άμεσα στην εξουσία, στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη διαμόρφωση και στην απονομή του δικαίου, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Η συμμετοχή αυτή ορίζει τη βασική αξία της πολιτικής ελευθερίας: κυριαρχία των πολιτών, όχι των πολιτικών, όχι των κομμάτων και των γραφειοκρατικών μηχανισμών· των πολιτών που είναι υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της. Δημοκρατία χωρίς δήμο, χωρίς κυριαρχία όλων των πολιτών είναι αδιανόητη.
«Η σκέψη του Καστοριάδη: αρχές, θεσμοί & διαδικασίες στην άμεση δημοκρατία», Γιώργος Ν. Οικονόμου,  Πηγή:  Αυτολεξεί, 26/12/19


Ωστόσο, η ουσία της άμεσης δημοκρατίας, όπως παρουσιάζεται από τον Καστοριάδη, διαφέρει σημαντικά από αυτές τις χαοτικές και μηδενιστικές λογικές. Για εκείνον, το πρωταρχικό νόημα του όρου δημοκρατία είναι πολιτικό· η δημοκρατία είναι πρωτίστως ένα καθεστώς στο οποίο όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να κυβερνούν και να κυβερνούνται –με τους δύο όρους (δημοκρατία και αυτοπεριορισμός) να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Με άλλα λόγια, είναι μια μορφή ρητής κοινωνικής αυτοθέσμισης, ανακλαστικότητας και αυτοπεριορισμού.
«Αυτοπεριορισμός και δημοκρατία μέσα από τη σκέψη του Καστοριάδη», Γιάβορ Ταρίνσκι, Πηγή:  Αυτολεξεί, 7/4/2020

Κορνήλιος Καστοριάδης και Ψυχανάλυση

Στη φύση της ανθρώπινης ψυχής εντοπίζουμε τη ρίζα και τον όρο δυνατότητας του καστοριαδικού πολιτικού προτάγματος της αυτονομίας. Κοινωνία και ψυχή είναι αδύνατον να αναχθούν η μία στην άλλη, διότι χωρίς τον θεσμό δεν νοείται ρήξη της πρωταρχικής κατάστασης της ψυχικής μονάδας (η εγκαθίδρυση ενός τόπου άλλου από το «υποκείμενο») ενώ χωρίς την αυτονόμηση της φαντασίας δεν πληρούται ο υποκειμενικός όρος της μετουσίωσης (η ικανότητα επένδυσης).
Η ιστορία συγκρότησης της ψυχικής πραγματικότητας κατά τον Καστοριάδη, Νίκος Αναπλιώτης, Πηγή: Kaboom, 21/2/18


Καταρχάς, ο ατομικισμός είναι: «κάνω ό, τι θέλω», ενώ η αυτονομία είναι: «κάνω αυτό που πιστεύω ότι είναι σωστό να κάνω, δεν στερώ στον εαυτό μου το να κάνω ό,τι μου αρέσει, αλλά δεν κάνω κάτι απλώς και μόνο επειδή με ευχαριστεί».
Μια συζήτηση ανάμεσα στον Sergio Benvenuto & τον Κορνήλιο Καστοριάδη, Μετάφραση: Αλέξανδρος Σχισμένος, Πηγή: Βαβυλωνία, 28/11/18


Ερ.: Οι άνθρωποι που έρχονται σε εσάς είναι ήδη ενήμεροι για τη δουλειά σας; Είναι ήδη πολιτικά ριζοσπάστες με κάποιο τρόπο;
ΚΚ: Οι άνθρωποι που έρχονται σε μένα γνωρίζουν τη δουλειά μου, σίγουρα δεν έχω ανθρώπους που είναι πολιτικά αντιδραστικοί μεταξύ των ασθενών μου. Δεν θα πέταγα έξω κάποιον/-α που θα ήταν [αντιδραστικός] –αρκεί να μην παρενέβαινε αυτό στην ανάλυση. Το θέμα δεν είναι να εμφυσήσουμε τις τέλειες ιδέες. Είναι να κάνουμε τους ανθρώπους να γίνουν όντα αυτο-κριτικά, αυτο-ανακλαστικά, που να μπορούν να κάνουν κριτική στους άλλους –χωρίς όμως να γίνονται επικριτικοί με εκνευριστικό τρόπο–, να ανοίξουν τα μάτια τους, ειδικά στα δικά τους κίνητρα, και να τους ενθαρρύνουμε να είναι αυτόνομοι. Νομίζω ότι αυτός είναι και ο κύριος στόχος της ανάλυσης και η προϋπόθεση για την κοινωνική αλλαγή.
«Ας φανταστούμε την κοινωνία»: Συνέντευξη με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (1993) Variant Journal, τεύχος 15, Eύρεση και διάθεση του υλικού: Γιάβορ Ταρίνσκι | Απόδοση στα ελληνικά για το Αυτολεξεί: Θοδωρής Παπαδόπουλος | Σημειώσεις: Θοδωρής Παπαδόπουλος και Γιάβορ Ταρίνσκι | 2/9/2021

Κορνήλιος Καστοριάδης: Το ιδιωτικοποιημένο άτομο

Η φιλοσοφία δεν είναι φιλοσοφία αν δεν εκφράζει μια αυτόνομη σκέψη. Τι σημαίνει «αυτόνομη»; Αυτόνομος σημαίνει «αυτός που δίνει στον εαυτό του τον νόμο του». Στη φιλοσοφία είναι σαφές: Το να δίνεις τον νόμο στον εαυτό σου σημαίνει ότι θέτεις ερωτήσεις και ότι δεν δέχεσαι καμία αυθεντία. Ούτε καν την αυθεντία της δικής σου προηγούμενης σκέψης.

Μια καίρια τοποθέτηση του Κορνήλιου Καστοριάδη για την αυτονομία του ατόμου σε μια δημοκρατική κοινωνία πολιτών και την υπονόμευσή της στην εποχή μας. Μια πολιτική και φιλοσοφική θέση που διατηρεί στο ακέραιο την επικαιρότητά της. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν συγκεντρώθηκαν από τον Ρομπέρ Ρεντεκέρ, στη διάρκεια συνάντησης που οργανώθηκε στην Τουλούζη από κοινού από το βιβλιοπωλείο Ombres Blanches, το Θέατρο Ντανιέλ Σορανό και τη GREP Midi- Pyrénées, στις 22 Μαρτίου 1997. Μία πληρέστερη απόδοση δημοσιεύθηκε στο «Parcours», τα τετράδια του GREP Midi-Pyrénées, αρ. 15-16, Σεπτέμβριος 1997.
Πηγή: Le Monde diplomatique, ελληνική έκδοση, 16/2/2018

 

Συνεντεύξεις

Δεν θεωρώ τον εαυτό µου "προφήτη", ούτε ως κάποιον που δίνει την οριστική πολιτική αλήθεια, εκτός και αν µιλάµε για τις µεγάλες κατευθύνσεις, σε επίπεδο αρχών, δηλαδή της ενσάρκωσης της κοινωνικής και πολιτικής αυτονοµίας, που θα πρέπει να οριστούν από τους ίδιους τους άντρες και τις ίδιες τις γυναίκες και από κανέναν άλλο. ∆εν δίνω το δικαίωµα στον εαυτό µου να περιγράψει τι ακριβώς µπορεί να είναι µια µελλοντική κοινωνία. Αντίθετα, επιχειρώ να δείξω γιατί η σηµερινή τάξη είναι ανυπόφορη (...)
Συνέντευξη στο γαλλικό ραδιόφωνο, 1996, δημοσίευση στην εφημερίδα ΑΥΓΗ, 4/1/98, Πηγή: left.gr, 26/12/20


Η σύγχρονη Δυτική Ευρώπη, όπως ολόκληρη η Δύση, χαρακτηρίζεται από την απίσχναση της πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης, την αποσύνθεση μιας πολιτικής κοινωνίας που έχει θρυμματιστεί σε λόμπι και κυριαρχείται από γραφειοκρατικά κόμματα, την εξάπλωση της ανευθυνότητας, την επιταχυνόμενη καταστροφή της φύσης, των πόλεων και του ανθρώπινου ήθους, τον γενικευμένο κομφορμισμό, την εξαφάνιση της φαντασίας και της πολιτιστικής και πολιτικής δημιουργικότητας, την κυριαρχία σε όλους τους τομείς της εφήμερης μόδας, των διανοητικών έτοιμων φαγητών και των οικουμενικών σκουπιδιών. Πίσω από την πρόσοψη των «δημοκρατικών» θεσμών, που είναι τέτοιοι μόνο κατ’ όνομα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι κοινωνίες φιλελεύθερης ολιγαρχίας, στις οποίες τα κυρίαρχα στρώματα αποδεικνύονται ολοένα και περισσότερο ανίκανα να διαχειριστούν το δικό τους σύστημα, σύμφωνα με το δικό τους, ορθώς νοούμενο, συμφέρον.
Η συγκεκριμένη συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη δόθηκε στο ACTA Foundation (Fundació per a les idees i les arts) και δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο “Europes: Els Intellectuals i la Qüestió Europea” (1993), σελ. 343-48. Μεταφράσθηκε, επιμελήθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αγγλική ανώνυμα και δωρεάν στο Διαδίκτυο τον Μάρτιο του 2011.
Μετάφραση για το περιοδικό «Βαβυλωνία», Τεύχος 19: Κωνσταντίνος Μερσινιάς, Αλέξανδρος Σχισμένος, Περιοδικό Βαβυλωνία, 13/10/2017


Σε ποιο σημείο λοιπόν βρισκόμαστε σχετικά με την ανάγκη για πίστη; Το να σκέφτεται κανείς ότι οι νόμοι μας, οι πεποιθήσεις μας, το γεγονός ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια κοινωνία 8εν στηρίζονται σε τίποτε, ότι δεν υπάρχει απόλυτο θεμέλιο για καμιά πραγματικότητα, αυτό δεν είναι ανυπόφορο;
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ: Δεν το νομίζω, διαφορετικά δεν θα ήμουν εδώ. Αλλά αυτό συνιστά πραγματικά το ζήτημα. Αντίθετα σε αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης, αυτό το οποίο επιθυμούν προ πάντων οι άνθρωποι δεν είναι το «ειδέναι» αλλά η πίστη. Στις πλούσιες κοινωνίες —οι οποίες άλλωστε αντιπροσωπεύουν μόλις και μετά βίας, το ένα έβδομο του παγκόσμιου πληθυσμού— με το τέλος των πολιτικών πεποιθήσεων και την εξασθένιση της ικανότητας της κοινωνίας να δημιουργήσει νέες αξίες, οι οποίες θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι, κυριαρχεί αυτό το οποίο ο Pascal θα αποκαλούσε διασκέδαση ή περισπασμό, λήθη. Δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι είναι θνητοί, ότι θα πεθάνουν, ότι «επέκεινα» δεν υπάρχει ούτε πληρωμή ούτε αμοιβή. Ξεχνιούνται, βλέποντας στην τηλεόραση τον Ταπί ή τη Μαντόνα, έπειτα από το μετρό, τη δουλειά κ.λπ. Και αυτό δεν σημαίνει μια «κοινωνία του θεάματος» αλλά μια κοινωνία της λήθης, της λήθης του θανάτου, της διαπίστωσης ότι η ζωή δεν έχει νόημα παρά μόνο εκείνο το οποίο εμείς είμαστε ικανοί να της δώσουμε. Το θέαμα λειτουργεί για να διευκολύνει και να επικαλύπτει αυτή τη λήθη. Δεν έχουμε το θάρρος ούτε την ικανότητα να παραδεχθούμε ότι το νόημα της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί από μια θρησκεία ή από μια ιδεολογία, δεν μπορεί πλέον να μας δοθεί όπως ένα δώρο, ότι οφείλουμε, κατά συνέπεια, να το δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι.
«Μια κοινωνία που παραπαίει», Συνέντευξη στον Marc Weitzmann, Περιοδικό L’ autre journal αρ. 2, Μάρτιος του 1993 (σελ. 10-17), Απόδοση στα ελληνικά: Κωνσταντίνα Καρακάλου, Πηγή: bibliotheque.gr, 7/11/12


MB: Και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, αυτά τα περιοδικά έδωσαν όντως φωνή σε μια θεωρία της πολιτικής αυτονομίας και σε μια ελευθεριακή κριτική του Κράτους, που αντλούσε από το ανθρωπολογικό έργο του Pierre Clastres, ο οποίος ανήκε στην εκδοτική επιτροπή του Libre. Τώρα που ο Clastres πέθανε κι ο Lefort επιδοκιμάζει πλήρως την πολιτική του Κοινοβουλίου, υπάρχει ένα διανοητικό περιβάλλον ή έστω κάποιος διανοητικός χώρος, ο οποίος μπορεί να δεσμευθεί σε μια τέτοια θεωρητική περιπέτεια σήμερα;
ΚΚ: Ίσως υπάρχει, αλλά αυτό που έχουμε στο μυαλό μας δεν είναι καθόλου ένα θεωρητικό σχέδιο. Αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι η θεωρητική δουλειά αλλά η ικανότητα των διανοουμένων να βρίσκονται σε επαφή με αυτό που πραγματικά συμβαίνει σε ένα βαθύτερο επίπεδο της κοινωνίας, και αυτό είναι που θα προσπαθήσουμε να παλέψουμε.
«Μια άνοδος σημαντικότητας;»,  Συνέντευξη στον Max Blechman, εκδότη του αμερικάνικου αναρχικού περιοδικού Drunken Boat, τον Απρίλη του 1996, Μετάφραση & Επιμέλεια: Terminal 119, Ιανουάριος 2006

Οπτικοακουστικό υλικό (Συνεντεύξεις και ομιλίες του Κορνήλιου Καστοριάδη)

ΒΙΝΤΕΟ

1984 | ΕΡΤ 1 | ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ | Έρευνα - Συνέντευξη: Τέτα Παπαδοπούλου


1985 | ΕΡΤ | Συζήτηση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη | Α’ ΜΕΡΟΣ
Την εκπομπή της ΕΡΤ είχε βιντεοσκοπήσει ο εκδότης Γιάννης Καραπαπάς (εκδόσεις «Τροπή»).

1985 | ΕΡΤ | Συζήτηση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη | Β’ ΜΕΡΟΣ
Την εκπομπή της ΕΡΤ είχε βιντεοσκοπήσει ο εκδότης Γιάννης Καραπαπάς (εκδόσεις «Τροπή»).


Cornelius Castoriadis - Entretien : L'héritage de la chouette (The Owl's Legacy) avec Chris Marker (1989). Η συνέντευξη είναι στη γαλλική γλώσσα με αγγλικούς υπότιτλους.


ΗΧΗΤΙΚΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ

1993 | Ράδιο Παρατηρητής | Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Σωτήρη Ζήκο | Ψηφιοποίηση: Σπύρος Αμοιρόπουλος.


Διάλεξη που δόθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1993 στην Αλεξανδρούπολη, κατά τη διάρκεια τελετής στην οποία ο Κορνήλιος Καστοριάδης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κορνήλιος Καστοριάδης, ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία των εκδόσεων Ύψιλον. Πηγή: προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου Σωτήρη Ζήκου. Ψηφιοποίηση -επεξεργασία: Σπύρος Αμοιρόπουλος.


Διάλεξη του Κορνήλιου Καστοριάδη που δόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1993, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του κύκλου σεμιναρίων υπό τον γενικό τίτλο: Από την ψυχαναλυτική θεωρία στις ψυχιατρικές πρακτικές (περίοδος Φεβρουαρίου-Ιουνίου 1993). Η διάλεξη συμπεριλαμβάνεται σε γραπτή μορφή στο βιβλίο: Κορνήλιος Καστοριάδης, ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία - πέντε διαλέξεις στη Βόρειο Ελλάδα, ΥΨΙΛΟΝ / ΒΙΒΛΙΑ, 2001. Η ηχογράφηση είναι από το προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου Σωτήρη Ζήκου. Ψηφιοποίηση-επεξεργασία: Σπύρος Αμοιρόπουλος.


Διάλεξη που έδωσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μετά από πρόσκληση του τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, στις 20 Φεβρουαρίου 1993. Η διάλεξη αυτή, περιλαμβάνεται στο βιβλίο Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία, πέντε διαλέξεις στην βόρειο Ελλάδα του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ (2001), με τον τίτλο: «Ψευδοχάος, χάος και κόσμος». Πηγή: Προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου Σωτήρη Ζήκου. Ψηφιοποίηση-επεξεργασία: Σπύρος Αμοιρόπουλος.


Η διάλεξη που έδωσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο Βαφοπούλειο πνευματικό κέντρο Θεσσαλονίκης, στις 22 Φεβρουαρίου 1993, με θέμα (όπως εκδόθηκε γραπτώς): «Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου». Το κείμενο υπάρχει στο βιβλίο: Κορνήλιος Καστοριάδης, ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, πέντε διαλέξεις στην Βόρειο Ελλάδα, Ύψιλον, 2001. Πηγή: Προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου Σωτήρη Ζήκου. Ψηφιοποίηση -επεξεργασία: Σπύρος Αμοιρόπουλος.

 

 

 

Φωτογραφικό υλικό

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης με τη σύζυγό του Ζωή και την κόρη του Κυβέλη στην Τήνο | Πηγή: CNN Greece