Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου. Άλλωστε αυτός είναι ως επί το πλείστον και η αιτία της γέννησης. Και δεν έχει σημασία αν ο έρωτας ο δικός μου ή ο άλλος γεννά ή δεν γεννά όντα. H δύναμη είναι η ίδια και καμιά φορά είναι και πολύ μεγαλύτερη γιατί είναι μέσα και το στοιχείο της απελπισίας.
Γ. Ιωάννου, Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985), πρόλογος - επιμέλεια: Γ. Αναστασιάδης, Αθήνα, Κέδρος, 1996, σ 351.
Ο Γιώργος Ιωάννου (αρχικά Γιώργος Σορολόπης) γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1927 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς ήταν του πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης, σιδηροδρομικός στο επάγγελμα, καταγόταν από τη Ραιδεστό της Προποντίδας και η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη καταγόταν από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια του Δήμητρα, Χριστόδουλος (Λάκης) και Θεοδωράκης. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, αρχικά στην οδό Φιλίππου και μετέπειτα μετακομίζει στο σπίτι της οδού Ευριπίδου. Το 1937-1938 εισάγεται στο οκτατάξιο Γυμνάσιο.
Η αρχή της εφηβείας του (1940) συμπίπτει με το ξέσπασμα του πολέμου και σημαδεύει καθοριστικά τη μετέπειτα ζωή του. Το 1943, σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να κρατάει σημειώσεις για την καθημερινότητά του σε ημερολόγιο. Το κλίμα της εποχής, η πείνα, οι εκτελέσεις και προπαντός το ξεκλήρισμα των Εβραίων στιγματίζουν τη ψυχή του και αργότερα αποτυπώνονται και στα έργα του. Από το 1943 ζει στο σπίτι της Ιουστινιανού 14, στη Πλατεία Δικαστηρίων, το οποίο κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978. Την ίδια περίοδο έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των κατηχητικών μέσω της συμμετοχής του στα συσσίτια. Το 1944 σταματάει να γράφει το ημερολόγιο και εγγράφεται στην Χριστιανική Οργάνωση «Αδελφοσύνη».
Ο Ιωάννου (1944-1949) βιώνει έντονα τη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης την περίοδο του εμφύλιου πολέμου και της «Εαμοκρατίας». Το 1946 τελειώνει το Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων και εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η φοιτητική του ζωή συνοδεύεται από αναγνώσεις (Καβάφη, Σεφέρη, Έλιοτ), συναναστροφές με ανθρώπους των γραμμάτων (Θέμελης, Πεντζίκης, Κιτσόπουλος, Βαφόπουλος) αλλά και με λαϊκούς ανθρώπους που συναντάει σε αστικούς χώρους. Το 1948 λόγω διαφωνίας αποχωρεί από τη Χριστιανική Κίνηση. Αποφοιτά (1950) από το Ιστορικό Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής και τον Ιανουάριο του ίδιου έτους κατατάσσεται στον στρατό ως δεκανέας του πυροβολικού και απολύεται το 1953. Το ίδιο έτος διδάσκει ως φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) και το 1954 (Μάρτιος), αρνούμενος να ακολουθήσει μια πανεπιστημιακή καριέρα στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην οποία διορίζεται βοηθός τον Αύγουστο του 1954 και παραιτείται το 1955, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνική συγγραφή και τυπώνει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Ηλιοτρόπια», δεκαεξασέλιδο με έντεκα ολιγόστιχα ποιήματα τα οποία, ήδη από τον τίτλο, αναφέρονται στον διωγμό των Εβραίων.
Αποκτά στενές σχέσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γ. Θέμελη, Τ. Βαρβιτσιώτη, Γ. Βαφόπουλο, Ν. Καρούζο, Κ. Ταχτσή κ.ά. Την ίδια χρονιά αλλάζει το επώνυμό του (κυρίως λόγω των κοροϊδευτικών σχολίων που βίωσε). Από το 1955 έως το 1960 αρχίζουν οι αποσπάσεις σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Για ένα χρόνο (1955-1956) διδάσκει στο Κολέγιο Αθηνών και ύστερα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν διδάσκει στα Τρίκαλα (1957), στη Λάρισα (1958), στην Καλλιθέα (Αθήνα) (1959), στο Καστρί Κυνουρίας (1960). Συμμετέχει ως τακτικός συνεργάτης στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος» (1958-1965) και η πεζογραφική του πορεία αρχίζει από το 1961, όπου ξεκινάει να γράφει τα πρώτα του «πεζογραφήματα»: «Οι κότες», «Τα λαϊκά σινεμά», «Ο φόβος του ύψους». Το 1963 αποσπάται ως καθηγητής στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου ιδρύει το ελληνικό Γυμνάσιο. Ενώ βρίσκεται στη Βεγγάζη πεθαίνει ο πατέρας του (1962). Επίσης εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τα χίλια δέντρα».
Μετά τη λήξη της θητείας του επιστρέφει στην Κυνουρία όπου μαζί με τους μαθητές του συλλέγουν δημοτικά τραγούδια της περιοχής και τα εκδίδουν με τίτλο «Δημοτικά Τραγούδια της Κυνουρίας». Ακολουθεί ένας κύκλος θανάτων προσώπων της οικογενείας του που τον στιγματίζει συναισθηματικά. Το 1964 μετατίθεται στο Γυμνάσιο της Κασσάνδρας Χαλκιδικής και κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με πεζά «Για ένα φιλότιμο», ενθουσιάζοντας την κριτική της εποχής αλλά και το αναγνωστικό κοινό. Ακολουθεί η μετάθεσή του στην Καλαμαριά (1966) και από το 1966-1971 τα έργα του: «Δημοτικά μας Τραγούδια», «Μαγικά Παραμύθια του Ελληνικού λαού», « Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Παραλογές». Σταθμός στη ζωή του αλλά και στη συγγραφική του πορεία αποτελεί η μετάθεσή του στην Αθήνα το 1971.
Κατοικεί στην οδό Δεληγιάννη 3, αρχικά στον πρώτο όροφο και αργότερα στο ισόγειο λόγω τραυματισμού του από ατύχημα. Εργάζεται στο υπουργείο παιδείας. Το 1971 εκδίδει το πεζογράφημα «Η σαρκοφάγος» και τυπώνει τον «Καραγκιόζη» όπου η έκδοσή της ολοκληρώνεται το 1972. Το 1973 ακολουθούν η συλλογή « Τα παραμύθια του λαού μας» και η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του «Χίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα, 1954-1963». Κατόπιν, την άνοιξη του 1974, κυκλοφορεί «Η μόνη κληρονομιά», δημοσιεύει σε περιοδικό το αυτοσχολιαστικό κείμενό του «Μια μικρή επέτειος» και συμμετέχει στην επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας για την σύνταξη του «Ανθολογίου για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου» και στην ανανέωση των κειμένων της Μέσης Εκπαίδευσης.
Το 1976-1981 εκδίδεται από το Υπουργείο παιδείας το περιοδικό «Ελεύθερη γενιά», στο οποίο ο Ιωάννου αποτελεί βασικός συνεργάτης. Το 1978 τυπώνει το «Δικό μας αίμα». Ο Ιωάννου επιδεικνύει ενεργή κοινωνική ζωή δημοσιεύοντας επίκαιρα κείμενα σε εφημερίδες (Πρωινή ελευθεροτυπία, Καθημερινή) αλλά και στην προσπάθειά του να αμυνθεί σε επιθέσεις που αφορούσαν το πεζογραφικό του έργο αλλά και την προσωπική του ζωή, εκδίδει το «Φυλλάδιο. Περιοδικό πνευματικής ζωής» [1978-1985], το οποίο το έγραψε-επιμελήθηκε εξ ολοκλήρου μόνος του. Το 1980 του απονέμεται το πρώτο κρατικό Βραβείο πεζογραφίας για το «Δικό μας αίμα». Την ίδια χρονιά εκδίδεται η μετάφρασή του «Στράτωνος Μούσα Παιδική» από το XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας και στην συνέχεια προστίθενται άλλα τρία βιβλία: «Επιτάφιος Θρήνος» [1980], «Ομόνοια 1980», «Κοιτάσματα» [1981].
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1980, ύστερα από ατύχημα που δέχτηκε από ένα αυτοκίνητο στην πλατεία των Εξαρχείων, νοσηλεύεται για τέσσερις μήνες περίπου στο Κατ και καταγράφει την εμπειρία του εκδίδοντας το πεζογράφημα «Πολλαπλά κατάγματα» [1981]. Η συγγραφική του δραστηριότητα επεκτείνεται και στον χώρο της συγγραφής θεατρικών έργων: «Το αυγό της κότας» [1981], Η μεγάλη Άρκτος. Το 1982 κυκλοφορεί ο δίσκος «Κέντρο Διερχομένων» σε στίχους του Γ. Ιωάννου και προβάλλεται στην ΕΡΤ τηλεταινία του Δ. Παναγιωτάτου βασισμένη στο κείμενό του «Η δασκάλα». Κατόπιν το 1982 ακολουθούν τα βιβλία: «Εφήβων και μη», «Καταπακτή», «Εύφλεκτη χώρα». Το 1983 κυκλοφορεί η κασέτα «Γιώργος Ιωάννου. Διηγήματα», όπου ο ίδιος διαβάζει πέντε πεζογραφήματά του. Το 1984 επιμελείται φιλολογικώς το βιβλίο «Αλεξάνδρεια 1916. Ημερολόγιο Φιλίππου Δραγούμη» και πριν τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων «Η πρωτεύουσα των προσφύγων».
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1985 εισάγεται στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο για εγχείρηση προστάτη και στις 16 Φεβρουαρίου πεθαίνει από νοσοκομειακή λοίμωξη, σε ηλικία 58 ετών. Κηδεύεται στη Θεσσαλονίκη στον ναό της Αγίας Σοφίας. Μετά θάνατον κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης» [1985] και το «Φυλλάδιο» τεύχος 7-8. Τέλος το 1986 εκδίδεται το παιδικό παραμύθι «Ο Πίκος και η Πίκα». Ακολουθούν βιβλία-αφιερωματικοί τόμοι για τον Ιωάννου και η επανέκδοση του Φυλλαδίου του συγγραφέα, καθώς και η έκδοση «Το κατοχικό ημερολόγιο χωρίς περικοπές» και «Τα δέκα ανέκδοτα γράμματα στον Χρήστο Σαμουηλίδη 1949-1951».
Βιογραφικό: Μαρία Πατεράκη
Εργογραφία
Α. ΠΟΙΗΣΗ
Ηλιοτρόπια, Θεσσαλονίκη, [1954].
Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα 1954-1963, [1963].
Β. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Για ένα φιλότιμο. Πεζογραφήματα, [1964].
Η Σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, [1971].
Η μόνη κληρονομιά. Διηγήματα, [1974].
Πεζογραφήματα (=Για ένα φιλότιμο, Η σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά), [1977].
Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, [1985].
Περιοδικό
Φυλλάδιο. Περιοδικό πνευματικής ζωής, 1978-1985. Το τελευταίο τεύχος 7-8 [1985].
Δίσκος
Κέντρο Διερχομένων (Mουσική: Ν. Μαμαγκάκη, στίχοι: Γ. Ιωάννου), 1982.
Κασσέτα
Γιώργος Ιωάννου. Διηγήματα: Οι τσιρίδες, τα κεφάλια, Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα, το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, ομίχλη, 1982.
Συνεντεύξεις
Ο λόγος είναι η μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985), 1996.
Εργογραφία: Μαρία Πατεράκη
Αποσπάσματα του έργου του
Όλα τα έργα του σημαντικού λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου
θα επανεκδοθούν από τις εκδόσεις μας με νέα εξώφυλλα.
ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ και άλλα ποιήματα
ΠΟΤΕ ΣΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ
Οι ξένοι είναι καλοί – στο σπίτι πλήττεις.
Αρρώστιες, βάσανα πολλά, το τι θα φάμε.
Οι ξένοι χωρατεύουνε, γελούν πολύ μαζί σου.
Μα όταν έρθουν οι αρρώστιες κι οι αναδουλειές,
το σπίτι αυτό το πληχτικό μένει κοντά σου.
Όλοι λακίζουν, ούτε καν ρωτούν.
Και δε σε φτάνει ο πυρετός, έχεις και τύψεις,
γιατί ποτέ σου δεν κατάλαβες ποιοί σ’ αγαπούσαν.
ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ
Αλλά κι αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Αμέσως μόλις μπήκα, γύρω μου σχηματίστηκε μια παρέα. Με κερνούσαν συνέχεια και με κανένα τρόπο δε μ’ άφηναν να τους κεράσω. Ζηλεύω πολύ αυτές τις συντροφιές. Έχω χάσει άδικα των αδίκων τα χρόνια μου με κείνους τους άνοστους λογοτέχνες. Τα παιδιά αυτά με αγαπούν, το παραδέχομαι. Η αγάπη τους όμως είναι ίδια με κείνη, που έχουμε για τον καλόβολο συνταξιδιώτη. Κορυφώνεται κατά το μέσο του ταξιδιού, για ν’ αρχίσει να σιγοσβήνει όσο τελειώνουν τα χιλιόμετρα. Στο τέλος μπορεί να μην πούμε ούτε αντίο. Όποιος έχει μιλήσει τα περισσότερα και τα ειλικρινέστερα είναι ο χαμένος. Το ’χω υπόψη μου αυτό το παιχνίδι, κι όμως θέλω με όλη μου την καρδιά να ξαναμιλήσω.
Η ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ
Η ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ
[…]
Σε λίγο, με χαρά διεπίστωσα πως την είχε κάνει φωλιά του ένα ζευγάρι νεαρών εραστών. Μπαίναν μέσα απ’ το λοξά τραβηγμένο καπάκι και ξαπλώναν πάνω σε στρωμένες εφημερίδες, κολλημένοι, βέβαια, σφιχτά σφιχτά.
[…]
Το ζευγαράκι, σίγουρα, δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί σε τι είχε χρησιμεύσει άλλοτε εκείνη η λάρνακα. Ούτε από μακριά δε θα μπορούσε να φανταστεί τα πτώματα τα τουμπανιασμένα, τη βρώμα και τη σαπίλα, που την είχαν κάποτε διαποτίσει. Πολύ περισσότερο δε θα ’ξερε πως ήταν καμωμένη από πέτρα ειδική, που έχει την ιδιότητα να κατατρώγει πιο γρήγορα τις ανθρώπινες σάρκες. Ένας θεός μονάχα ξέρει, τι θα νόμιζαν πως ήταν εκείνο το κουβούκλιο.
[…]
Απ’ αυτά κι απ’ αυτά άρχισε στο εξής να με βασανίζει: πώς θα μπορούσε να κυλήσει το ασήκωτο εκείνο σκέπασμα πάνω στη λάρνακα; Ασφαλώς, με μοχλούς ή με τακάκια, κατέληξα. Επομένως, το καπάκι θα μπορούσε να παγιδευτεί και να κυλήσει ακριβώς την ώρα που θα ’μπαινε μέσα στο ζευγάρι. Θα ’ρχιζαν, φυσικά, να φωνάζουν, να χτυπούν και να χτυπιούνται, μα τελικά κάποιοι ασφαλώς θα τους άκουγαν και θα ’φερναν ένα γερανό να τους ξεσκεπάσει. Θα δημιουργούνταν έτσι μια εξαιρετικά πρωτότυπη και έξυπνη – να πάρει ο διάβολος – υπόθεση και πολλοί θα ’σπαζαν άδικα των αδίκων το κεφάλι τους για να βρούνε τη λύση. Μονάχα αυτοί που θα ’ξεραν απ’ τη μυθολογία εκείνο το παγίδευμα του Άρη και της Αφροδίτης απ’ τον Ήφαιστο, κάτι θα υποπτεύονταν. Μπορεί, βέβαια, να μην τους άκουγε και κανένας, οπότε εγώ που εκεί κοντά θα παραφύλαγα, θα τηλεφωνούσα στους αρμόδιους να έρθουν να τους βγάλουν. Δε θα τους άφηνα να πάθουν τίποτε, απλώς θα τους βοηθούσα να ζήσουν έντονα κάτι. Ήθελα εξάλλου να ζωντανέψω τη λάρνακα. Να ’ναι πάλι κλειστή και πάλι με γυμνά νεανικά σώματα μέσα, που θα πετιούνταν όμως με λαχτάρα σε λίγο σα νεκραναστημένα. Σαρκοφάγος να ξαναγίνει επ’ ουδενί λόγω θα της επέτρεπα.
Απάνω που ξεναμελετούσα την ένατη ραψωδία της Οδύσσειας κι έλεγα πια με αγαλλίαση να βάλω το σχέδιό μου σε εφαρμογή, άρχισαν τα εγκλήματα του δράκου. Και μολονότι δεν πίστεψα όλα εκείνα τα παραμύθια, από πείρα πικρή ανέστειλα αμέσως τις περιπολίες μου στα έρημα και στα σκοτεινά. Το ίδιο, άλλωστε, θα ’κανε και το ζευγαράκι.
Σε λίγο, πήρα των ομματιών μου και ξανάφυγα απ’ την πόλη αυτή, όπου αναβλύζει, για μένα τουλάχιστο, σαν το μύρο η αγωνία. Όταν μετά από χρόνια ξαναπέρασα, ο τόπος ήταν αγνώριστος γύρω απ’ το παρθεναγωγείο. Γκρεμίστηκαν τα πάντα κι απλώθηκε κι εκεί η λεγόμενη διεθνής έκθεση. Είναι, μάλιστα, καθώς υπολογίζω, ένα απ’ τα πιο φωτισμένα σημεία της το στενάκι εκείνο. Όσο για τη σαρκοφάγο την ξαναβρήκα προχτές, όχι χωρίς συγκίνηση, στον κήπο του μουσείου. Μου φάνηκε θλιβερή, σα να ξανάγινε τάφος.
Η ΜΟΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ’ το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: «Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό». Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.
[…]
Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να ’ρχότανε δε θα ’βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’ τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ’ το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ’ την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γριά να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».
Α' ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ, 1979 ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ
Δεν ξέρω πώς γλιτώσαν εκείνα τα παιδιά της πλατείας, θα διέρρευσαν μάλλον στους αντάρτες. Σήμερα, δεν πρέπει να ’ναι και πολύ μεγάλοι, εκεί γύρω στα εξήντα τους θα βρίσκονται. Και όμως κανένας τους δεν μας εξιστόρησε όλα αυτά. Φοβόντουσαν κιόλας οι άνθρωποι τόσα χρόνια. Πονάνε τα μέσα μου, όταν κάθε τόσο διαπιστώνω πως στην Αθήνα, την Κρήτη, και ιδίως στον Μοριά, δεν έχουν αφήσει το παραμικρό αντιστασιακό επεισόδιο, και το πιο ασήμαντο ακόμα, που να μην το έχουν αποθησαυρίσει, διαλαλήσει και προπάντων μεγαλοποιήσει. Και εμείς με τα τόσα σπουδαία γεγονότα, τη βαριά σιωπηλή ζωή, όπου η Κατοχή ήταν δεκάδες φορές αυστηρότερη, και οι εκτελέσεις πολύ πιο πολλές, δεν βγάζουμε άχνα. Αλλά μήπως μόνο η Κατοχή ήταν έτσι στα δικά μας μέρη; Όλες οι εποχές ήταν πιεστικότερες. Στην Αθήνα εφευρίσκονται οι νόμοι και οι διαταγές και σε μας επάνω εφαρμόζονται, σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Πού είναι οι τόσοι εκτελεσμένοι μας, τα ονόματά τους, τα σημειώματά τους, οι τελευταίες τους στιγμές; Εκείνοι που όταν τους περνούσαν για πάντα από τους ακραίους συνοικισμούς έψελναν, έστω και λαθεμένα, τον εθνικό ύμνο και ο κόσμος έκλαιγε στα παράθυρα; Θεληματικά ή όχι, έχουμε παρατήσει τους ανθρώπους μας, που έφυγαν κρατημένοι και από μιαν άλλη ελπίδα. Φοβάμαι πως πολλών έχουν χαθεί ακόμα και τα ονόματα. Ξέρουμε ‒ και πολύ σωστά ‒ τις συνθήκες στο Χαϊδάρι, τις εκτελέσεις στην Καισαριανή, τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, τους ηρωισμούς μπροστά στο ιταλικό ιππικό, την απελευθέρωση, τους λόγους και τα μπαλκόνια, τα δεκεμβριανά. Ξέρουμε ακόμα για την πρωτομαγιά του Σικάγου, για το θωρηκτό «Ποτέμκιν», τη Ρωσία του 1905, το Πορτ-Άρθουρ, τη Ρωσία του ’17 ‒ Χειμερινά ανάκτορα, θωρηκτό «Αυγή», στόλος Βαλτικής, μεταμφιέσεις και συνελεύσεις ‒ αλλά δεν ξέρουμε τίποτε σχεδόν για το στρατόπεδο Παύλου Μελά, το Γεντί - Κουλέ, που θα ’πρεπε να είχε γίνει μουσείο φρίκης, τις εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι, τις εκτελέσεις στο Χατζή - Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη, το Τμήμα Μεταγωγών, που έχει παραδοθεί σε φροντιστήρια και βιοτεχνίες, τις άλλες, τις πολλές εκτελέσεις του εμφυλίου πίσω από το Εφταπύργιο. Ποιος θα τα καταγράψει αυτά και πότε επιτέλους θα το κάνει; Ποιος θα πάρει τις προσωπικές καταθέσεις όσων ακόμα κρατιούνται στη ζωή; Θα χαθούν, θα αλλοιωθούν ‒ κάθε μέρα αλλοιώνονται και πεθαίνουν. Εγώ αυτό δεν είμαι σε θέση να το κάνω, πρέπει να βρεθούν άλλοι, μάλλον νεώτεροι. Είναι αλήθεια πως τους λόγιους της Θεσσαλονίκης τους τρομοκρατούν και κάτι φριχτά εντόπια οντάρια, κατωτάτης υποστάθμης κριτικοί και λογοτέχνες, που αποθαρρύνουν τις προσπάθειες αυτές, και που έχουν αναγάγει τον χαντουμισμό του σε υψηλό καλλιτεχνικό δόγμα.
Αυτοί είναι οι δεύτεροι φονιάδες, οι πνευματικοί συνεχιστές. Μόνο με την εξάλειψή τους η πόλη μας θα πάρει ανάσα.
ΟΜΟΝΟΙΑ 1980
Τα πρόσωπα της Ομόνοιας είναι σχεδόν όλα εφήμερα. Ακόμα κι αυτά που θαρρείς πως είναι μόνιμα ριζωμένα κάποια μέρα εξαφανίζονται. Μια εξαφάνιση σημαίνει συνήθως ταξίδι ή επιστροφή στο χωριό. Σημαίνει ακόμα πολλή δουλειά ή δουλειά τις ώρες εκείνες. Μπορεί ακόμα να σημαίνει έρωτα, να οφείλεται σε έρωτα και σε βαρύ νταλγκά. Συχνά όμως οφείλεται και σε λόγους που πηγάζουν μέσα από την ίδια την καθόλου αγγελική κοινωνία της πλατείας. Μπορεί να οφείλεται σε εκβιασμούς, ξυλοδαρμούς, απειλές κατά της ζωής, καταδίωξη, καταζήτηση, φυλάκιση, μεγάλη λαδιά σε βάρος της μαφίας. Πίσω από την εικόνα καιροφυλακτεί το μαρτύριο. Άλλα και πού δεν ενεδρεύει το μαρτύριο;
Το καλύτερο απ’ όλα είναι να συχνάζεις εκεί χωρίς να σε ξέρουν, να παρατηρείς χωρίς να σε προσέχουν, να μιλάς χωρίς να δεσμεύεσαι, να μελετάς τις μορφές χωρίς να προβληματίζεσαι για τις συνθήκες που τις ξεπέταξαν έτσι ή αλλιώς. Δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή σε προβλήματα που δεν παίρνουν λύση.
Κάθομαι στο πατάρι της καφετερίας και κοιτάω την κίνηση. Είμαι ένα παμπάλαιο, αντεπιστέλλον όμως, μέλος της κοινωνίας αυτής. Στις επαρχίες όταν έβλεπα στις ελληνικές ταινίες την Ομόνοια, που εμφανιζόταν συχνά πυκνά, ιδίως από τότε που την εμπλούτισαν με τα τρεχούμενα νερά, αναπηδούσα. Θαρρούσα πως θα ιδώ τους φίλους μου ή τον εαυτό μου και φοβόμουνα. Είναι ο δικός μου χώρος αυτός, που με λύτρωσε από τη βαριά σκιά άλλων χώρων. Και αυτό, θαρρώ, συμβαίνει με πάρα πολλούς που τους βλέπω με συγκίνηση να κινούνται εκεί.
Κοιτάζοντας όλη αυτή την κίνηση, μου έρχεται να κάνω και να πω αυτά πού έκανε, κατά τον Ηρόδοτο, ο Ξέρξης, όταν επιθεώρησε το στρατό του και το στόλο του. Πρώτα μακάρισε τον εαυτό του και μετά εδάκρυσε. «Ούτε ένας από αυτούς δεν θα υπάρχει σε εκατό χρόνια», είπε. Ναι, ούτε ένας ‒ τίποτε.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Αργά τη νύχτα βρήκε πάλι το τραπέζι στο υπερώο του, μα δεν το φόρτωσε με τίποτε, ούτε μ’ ένα χαρτάκι, δεν ήταν πια τραπέζι αυτό, ήταν το στήριγμά του, κι όλο το κοίταζε να διακρίνει πάνω του κάποιον λεκέ, μα το είχαν σφουγγαρίσει, όπως φαίνεται, κάνανε δηλαδή και πάλι το χειρότερο, εξάλειψαν τα πάντα, σαν να μην είχε γίνει, να μην είχε τελειώσει, τίποτε, θέλαν να συνεχίσουν αιωνίως έτσι, μα τώρα δεν θα το δεχόταν πια αυτό, ένα τραπέζι τέτοιο δεν είναι πράγμα αναίσθητο, έχει ολοκληρωθεί πολλές φορές, μα όλοι αυτοί δεν είναι σε θέση να το νιώσουν, κι έτσι πήρε να το χαϊδολογάει, να το φιλάει σέρνοντας τα χείλια του, να το διαποτίζει άφθονο κρασί, από αυτό το λαϊκό που έφερναν, και να το γλείφει ακόμα ως κυνάριον με τη γλωσσάρα του, μα όταν είδε πια να τρέχουν αίματα, να γίνεται αυτό που έπρεπε, γδύθηκε σαν εκείνον τον καλόκαρδο αράπη, υπαξιωματικό τού ναυτικού ή κάτι τέτοιο, και ξάπλωσε απάνω στο τραπέζι που έσταζε, παρόλο που αυτός δεν καρτερούσε πια κανέναν για να του κάνει την καθιερωμένη έκπληξη, ένιωθε μόνο το μεγάλο βάρος ‒ τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα.
Κι έμεινε εκεί, ενώθηκε με το βαρύ τραπέζι, έγινε το ίδιο ή ένα δεύτερο τραπέζι της Κοινότητας, για να σηκώνει, μέσα στη λατρεία και στη σιχασιά, τους πεθαμένους μα και τους γυμνούς ‒ ανάλογα.
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΟΧΙΑ
Ναι! Η προδοσία στη ζωή, τόσο καθημερινό πια φαινόμενο, δεν θα κατισχύσει. Η μπαμπεσιά, που έγινε για πολλούς κανόνας ζωής, δεν θα μεταστρέψει προς το κακό και τους υπόλοιπους. Ούτε θα κατορθώσει να τους εξοντώσει. Υπάρχουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ ορισμένων ανθρώπων και είναι αυτοί που κρατάνε. Η παγερότητα, ο υπολογισμός, ο αρπαγμός και της μπουκιάς των άλλων, το τσαλαπάτημα, το πάτημα επί πτωμάτων, η διαστροφή των πάντων προς δικαιολόγηση των ιδικών τους πράξεων δεν θα ισχύσουν, αφού ακόμα υπάρχουν τέτοιοι μαχητές στη ζωή. Και μαχητές δεν είναι μονάχα αυτοί οι κορυφαίοι που με τις πράξεις και τις δυνατές συγκινήσεις αγάπης φτάνουν κάποια στιγμή ως τις στήλες των εφημερίδων, ως αξιοσημείωτοι, αλλά είναι και άλλοι πολλοί. Και θα ’θελα τρομερά κι εγώ μ’ αυτούς να συγκαταλέγομαι. Τελευταίος έστω, αλλά μ’ αυτούς. Όχι, Θεέ μου, όχι με τους άλλους, όπου κι αν ανήκουν, δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό. Η σαπίλα το ’χω διαπιστώσει πια, κινείται οριζόντια, σε όλες τις παρατάξεις. Και μόνο σ’ εκείνες που ακόμα καταδιώκονται και όπου αλωνίζει ο φόβος, ο κίνδυνος και ο κατατρεγμός είναι πάντοτε λιγότερη.
ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ
Εκείνο που κατάλαβα κι από την αρρώστια μου κι από τη ζωή είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να ’χει πάντοτε μια κλωστή για να κρατιέται. Αν χάσει τη μυστική κλωστή, είναι χαμένος. Άπειρες κλωστές χρησιμοποίησα, καμιά δεν θυμούμαι τώρα. Πιστεύω μονάχα σ’ αυτήν που τώρα κρατάω.
Νέοι επισκέπτες είχαν προστεθεί στους παλιούς και έφερναν νέον αέρα. Ο Μάνθος Κέτσης με τον Γιώργο τον φίλο του. Ο Μάνθος λέει καταπληκτικές ιστορίες για τη Μέση Ανατολή και τα μετέπειτα. Είναι ζωγράφος και κρυφός πεζογράφος. Τέτοιους ανθρώπους η Θεσσαλονίκη δεν έχει, και μη προς κακοφανισμόν. Ο Γιάννης Βικέλας, φύση ευαίσθητη, σπάνιας εξυπνάδας Σαλονικιός, που φυσικά το κλίμα της Θεσσαλονίκης δεν τον εσήκωσε. Ο Γιάννης έκανε το εξής ωραίο: Την πρώτη βραδιά που ήρθε, μαζί με όλη τη χαρούμενη παρέα, τον Βύρωνα, τον Παπαγγέλη, τον Μάρκο και άλλους, μου έφερε ως δώρο ένα βιβλίο. Αλλά το βιβλίο αυτό δεν ήταν απλώς ένα βιβλίο. Ήταν το Ημερολόγιο του Ν. Σφενδόνη του έτους 1927, δηλαδή του χρόνου που γεννήθηκα. Σπουδαίο δώρο για μένα, πολύ σχετικό μ’ εμένα και τη Θεσσαλονίκη. Τον θυμάμαι τον φιλόλογο Σφενδόνη, χαρούμενος άνθρωπος κι αυτός...
Ερχόταν ακόμα ο Τάσος Παπαδόπουλος, γνωστός ως ποιητής με το ψευδώνυμο Γαλάτης. Ο εξαίρετος αυτός φιλόλογος ανέβαινε μαζί με τον Τσακατίκα, που έχει αυτοκίνητο. Μαζί τους καμιά φορά ήταν και ο γιατρός Σιαπκαράς, που σε ορισμένα θέματα κατάφερνα να ακολουθώ τις συμβουλές του. Ο Σιαπκαράς ερχόταν και με τον συνάδελφό μου Δημήτρη Τομπαΐδη, ερχόταν και με τον παλιό μου φίλο Ηλία Σπυρόπουλο. Όλοι ανέβαιναν αργά τη νύχτα.
Άλλη ομάδα αποτελούσαν τα παιδιά τα γύρω από τον Γιώργο Ευσταθίου. Ο Γιώργος Παυριανός, ο Δημήτρης Λέκκας, καθώς και η Ρηνιώ Παπανικόλα, που μου έφερε εκεί τους δύο τεράστιους τόμους του περιοδικού Τρίβολος, που εξέδιδε στη Μυτιλήνη ο πατέρας της. Συμφέρει καμιά φορά να είσαι άρρωστος.
Από τις συζητήσεις που γίνονταν πάνω από το κεφάλι μου κατά τις επιθεωρήσεις των γιατρών, έκρινα ότι παραμονές Χριστουγέννων θα έφευγα. Από την Κούλα μάθαινα ότι φεύγει κιόλας κόσμος πολύς. Παντού τα πάντα. Οι γιορτές – μεγάλη η χάρη τους – θεραπεύουν ακόμα και τα κατάγματα. Μήπως και στο στρατό δεν γίνονταν ξαφνικά καλά όλοι οι άρρωστοι φαντάροι όταν πλησίαζαν οι εορτές και οι πανηγύρεις; Δεν νομίζω ότι είναι απατεώνες όλοι αυτοί. Υπάρχουν ψυχολογικά αίτια πίσω από τις αρρώστιες. Ίσως και να διψάει για γιορτές η ανθρώπινη ψυχή. Κι εγώ ήμουν πολύ χαρούμενος που πλησίαζαν οι γιορτές και έβλεπα πως γινόμουν ραγδαίως καλά.
Το βιβλίο μου Επιτάφιος θρήνος, με τον σχεδόν προφητικό αυτό τίτλο, είχε κυκλοφορήσει και πήγαινε εξαιρετικά καλά, κατά την έκφραση του φίλου βιβλιοπώλη και φιλόλογου Μάνου Μοσχονά, που η γλώσσα του δεν ξέρει να λέει υπερβολές. Τον Επιτάφιο θρήνο τον είχα παραδώσει για τύπωμα προτού χτυπήσω.
ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΜΗ
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
1. Οι συγγραφείς που δεν έχουν προσωπικό ύφος, και, μάλιστα γνήσιο, μου είναι αδιάφοροι. Η αλήθεια, πως το προσωπικό ύφος είναι καμιά φορά κάτι το αφόρητο, μα αυτό αποτελεί ένα άλλο θέμα.
2. Δεν είναι, βέβαια, ατάλαντοι όλοι όσοι δεν έχουν προσωπικό ύφος. Απλώς, όλοι οι ατάλαντοι βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτούς. Ενώ ανάμεσα σε κείνους που διαθέτουν δικό τους ύφος δεν βρίσκεται ούτε ένας ατάλαντος. Παρουσιάζουν όμως διαφορές και διαβαθμίσεις στη συγγραφική ικανότητά τους. Καθένας που διαθέτει προσωπική φωνή δεν σημαίνει, ότι είναι και μεγάλος συγγραφέας. Σίγουρα όμως είναι συγγραφέας.
[…]
10. Στη λογοτεχνία το μεγάλο λάθος, το κυρίως αμάρτημα, είναι η ακυριολεξία. Τα συντακτικά, ακόμα και τα γραμματικά, λάθη έρχονται ελαφρότερα. Πιο ελαφρά κι από τη λεξιλογική και τη φραστική πτωχεία. Γι’ αυτό συχνά ολιγογράμματοι αλλά εύστοχοι άνθρωποι είναι σπουδαίοι λογοτέχνες, ενώ διάφοροι γραμματιζούμενοι παπαγάλοι, όχι…
[…]
54. Ο συγγραφέας χρειάζεται να έχει τόλμη. Η τόλμη είναι κάτι το πολυσύνθετο. Ο συγγραφέας χρειάζεται πάντα τόλμη ή, όπως λέμε όταν πρόκειται περί δημόσιου λόγου, χρειάζεται παρρησία.
ΚΑΤΑΠΑΚΤΗ
ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΩΡΑ
[…]
Βασικός ογκόλιθος, πάντα μες στη μέση, στάθηκε το σπίτι σου. Μήπως διαβάσουν αυτοί καμιά ξεκάθαρη ομολογία σου, κανέναν έστω σκοτεινό χρησμό σου, μήπως τους ψιθυρίσουνε, τους αναλύσουνε τίποτε από αυτά που ήθελες να πεις και τα διαστρεβλώσουνε, βέβαια, κιόλας, ώστε να γίνουνε πυρ και μανία εναντίον σου, να σε κοιτάνε με μάτι κοκκινισμένο και υποψιάρικο ‒έγινες άνθρωπος κι εσύ κι έχεις και μυστική ζωή‒ ή μήπως γράψουνε τίποτε σε καμιά εφημερίδα και τότε πάει χαθήκατε όλοι σας. Και πότε, κύριε, τα έμαθες όλα αυτά που γράφεις; Αυτοί σε αναθρέψανε σαν πρόβατο, με όλες τις υγιεινές πνευματικές τροφές ‒ χορταράκι, δροσερό νεράκι. Πότε έμαθες όλα αυτά τα σκοτεινά και τα ύποπτα; πότε βυθίστηκες ως τον πάτο; πότε πήγες κι ήρθες και δεν το ένιωσαν;
Περισσότερο φοβήθηκες κάτι άλλο στη ζωή σου. Το συνδυασμό της ταυτόχρονης αποκάλυψής σου στην υπηρεσία σου και στην οικογένειά σου. Γιατί, πάμπτωχος καθώς ήσουν, το πιο μεγάλο κακό η δημόσια υπηρεσία μπορούσε να σου το κάνει. Να σε απολύσει δηλαδή, είτε για τα γραψίματά σου, είτε για τη ζωή σου, είτε, το πιθανότερο, και για τα δυο μαζί. Αλλά ποια η ζωή σου; Απλούστατα, αυτήν που δεν κάνουν ή δεν μπορούν να κάνουν εκείνοι. Βέβαια, στον τομέα τους διαπράττουν συχνά τα τρισχειρότερα. Ναι, αλλά ο αφελής και ο αδύναμος είσαι εσύ. Αυτοί δεν τα γράφουν ούτε τα λένε και προπαντός ανήκουν στη συντριπτική ‒ναι, συντριπτική!‒ πλειοψηφία. Ενώ εσύ κουκιά έφαγες και κουκιά μαρτυράς. Όπως όλοι οι συγγραφείς, κι εσύ μέσα στην περιοχή της ζωής σου θα πέσεις.
ΕΥΦΛΕΚΤΗ ΧΩΡΑ
ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΙΔΕΩΝ
[…]
«Είμαι κατά της αποταμίευσης», γράφει ο ένας. «Θα μου πεις, η παροιμία λέει φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Ε, για μένα δεν ισχύει αυτό, γιατί δεν μου αρέσουν καθόλου τα φασόλια.»
[…]
«Το παραμύθι για έργα υδροηλεκτρικά, δρόμους κ.λπ., τα οποία γίνονται με τα λεφτά αυτά, δεν γίνεται πιστευτό παρά μόνον από τα νιάναρα των μαμάδων τους», γράφει ο άλλος.
[…]
«Όταν έχουμε ένα κουλούρι πρέπει να τρώμε το μισό. Και το άλλο μισό να το κρατάμε για την άλλη μέρα. Έτσι δημιουργείται κεφάλαιο από κουλούρια. Ανοίγουμε ένα κουλουρτζίδικο και βγάζουμε λεφτά και, όπως λέει το σλόγκαν, τα αποταμιεύουμε στην Εθνική Τράπεζα και όλη η χώρα πάει μπροστά», γράφει ο τρίτος.
[…]
Αλλά δεν έγινε γι’ αυτό το λόγο θέμα των εφημερίδων η ιστορία αυτή. Έγινε γιατί οι μαθητές τιμωρήθηκαν από το σχολείο τους επειδή δεν ανέπτυξαν θετικά και κατά πώς αναμενόταν το θέμα «αποταμίευση».
[…]
Κανείς δεν έγινε ποτέ αποταμιευτής και οικονόμος εξαιτίας των εκθέσεων αυτών. Και κανείς ποτέ δεν έγινε πατριώτης εξαιτίας καταναγκαστικών θεμάτων για την πατρίδα.
Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Εγώ όμως ενδιαφέρομαι τόσο πολύ για τον άνθρωπο της πόλης μας και για την κοινωνία της πόλης μας και που πιστεύω πως αν φωτίσω αυτήν θα καταλάβω όχι μόνο καλύτερα αυτήν αλλά και όλη την νεοελληνική κοινωνία, γιατί έχω παρατηρήσει πως τα φαινόμενα δεν είναι μεμονωμένα, δεν μπορώ να αφήσω ένα σύνολο που ξέρω από μια άποψη τόσο καλά, δεν μπορώ να το αφήσω και να μην το αφηγηθώ εις επήκοον όλων, και προπάντων εκείνων που μετείχαν μαζί μου εκεί, ώστε να θέσω εγκαίρως τώρα σε δοκιμασία την αξιοπιστία μου, το μνημονικό μου και την παρατηρητικότητά μου, και ακόμα δεν μπορώ να μη βγάλω δημόσια τα συμπεράσματά μου και τα διδάγματά μου, γιατί εγώ οφείλω να πω ότι μ’ αυτά τα κείμενα περί Θεσσαλονίκης, περί Αθήνας, και όπου αλλού, το πάω πολύ μακριά κι όχι εκεί που νομίζουν διάφοροι κοντόμυαλοι, πως καταγράφω τις αναμνήσεις μου, κι έτσι δεν έχουν παρά να τις γράψουν κι αυτοί και να γίνουν λογοτέχνες και μάλιστα συγγραφείς ‒ ναι, συγγραφείς! ‒ αλλά εγώ προσπαθώ να πιάσω το διαρκές μέσα στο πιο εφήμερο και να επισυνάψω τα μη συναπτόμενα και να συσχετίσω τα μη συσχετιζόμενα και να δημιουργήσω ‒ κυρίως αυτό ‒ να δημιουργήσω μύθο για όλα αυτά, ή μάλλον συνεκτική ατμόσφαιρα μύθου, που μετά μεγάλης μου χαράς βλέπω διαρκώς ότι στεριώνει, γιατί μολονότι πολλά πράγματα και γεγονότα και συμβάντα τα εκθέτω συχνά κατά το δοκούν, διότι αυτό το δοκούν έχει πια τώρα σημασία, εντούτοις βλέπω ότι οι πολλοί και οι αγνοί, ακόμα και οι σχετικοί, τα δέχονται απόλυτα, και δεν έχουν καθόλου αντιρρήσεις, πως, ναι, έτσι είναι και έτσι συνέβησαν, έτσι και καθόλου αλλιώς, παρά μονάχα κάτι εξυπνόβλακες, χωρίς πνευματικότητα, βγαίνουν να διορθώσουν και να πουν ότι αυτό δεν ήταν εδώ, αλλά λίγο πιο εκεί. Μακράν απ’ εμού κακόψυχοι και ηλίθιοι! Αν ο Λευκός Πύργος ή η Ακρόπολη κρύβει την εικόνα μου, θα τον παραμερίσω και θα τον πάω λίγο πιο εκεί. Ο Λευκός Πύργος και η Ακρόπολη δεν έχουν να πάθουν τίποτε από αυτό, αλλά το δικό μου σκηνικό θα πάθει, αν δεν κάνω τη μικρή απαραίτητη κίνηση.
Ο ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΡΩΣ
Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΜΟΥ Ο ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
[…]
Για το ξεπούλημα των βιβλίων έστελνε άλλους, τους οποίους προφανώς καθοδηγούσε. Το 1943, όταν πρωτάνοιξε ο εκδοτικός οίκος «Ίκαρος», στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 10, σε ένα κατάστημα που πουλούσε γραφομηχανές, οι οποίες όμως τότε δεν παρουσίαζαν καμιά κίνηση. Ο «Ίκαρος» είχε για τα βιβλία του τη δεξιά βιτρίνα του μαγαζιού. Εκεί άρχισε να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας λαϊκός τύπος, με βιβλία για πούλημα υπό μάλης, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου λαϊκά, αλλά ένα κι ένα. Ο «Ίκαρος» αγόραζε τα εκλεκτά βιβλία. Αλλά πάντα υπήρχε το μυστήριο, από ποια βιβλιοθήκη προέρχονται. Ώσπου κάποια μέρα αποκαλύφθηκε το μυστικό: τα βιβλία προέρχονταν από τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη!
Και η αποκάλυψη έγινε ως εξής: μετά το θάνατο του Λαπαθιώτη και την κηδεία του, που έγινε, ως γνωστό, με έρανο, έπρεπε να ορισθούν εκτιμητές για τη βιβλιοθήκη του, που μετά το σπίτι ήταν το μόνο αξιόλογο κατάλοιπο. Και έτσι ο άνθρωπος, που πήγαινε τα βιβλία στον «Ίκαρο», κληρονόμος προφανώς, πρότεινε ως εκτιμητή από μέρους του τον κύριο Νίκο Καρύδη, τον οποίο γνώριζε από τις μεταβάσεις του στο βιβλιοπωλείο.
Το σπίτι ήταν γυμνό από έπιπλα και πολύ βρώμικο. Ο Νίκος Καρύδης δεν είχε γνωρίσει τον ποιητή. Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος τού ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες, κρεμασμένες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απόπου περνούσες σ’ ένα μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χωρίσματα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική κυρίως γλώσσα. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία-ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν οι κληρονόμοι τη βιβλιοθήκη του. Είχε αγανακτήσει η γειτονιά.» Ο κύριος Ναπολέων! «Κανείς δεν ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του.» Είναι εφτάψυχα τα βιβλία, εμείς να δούμε τι θα απογίνουμε. «Όλοι οι παλιοί εξέλιπαν πια, μόνο εγώ απόμεινα.» Ο κύριος Κώστας! Καμιά μέρα θα γκρεμίσουν και το σπίτι ή θα το κάψουν. Κανείς δεν άκουσε την πιστολιά! Ούτε πρόκειται ν’ ακούσει.
Πικρή αλλά γνωστή πια η μοίρα του γείτονά μου Λαπαθιώτη. Η μοίρα του γείτονά του όμως άγνωστη. Ο κύριος Γιώργος!
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γ. Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΔΡΟ
1. Για ένα φιλότιμο, πεζογραφήματα, Κέδρος, 1964, 23η έκδοση 2021
2. Η σαρκοφάγος, πεζογραφήματα, Κέδρος, 1971, 20ή έκδοση 2022
3. Η μόνη κληρονομιά, διηγήματα, Κέδρος, 1974, 22η έκδοση 2024
4. Το δικό μας αίμα, πεζογραφήματα, Κέδρος, 1978, 17η έκδοση 2011
5. Ομόνοια 1980, πεζογράφημα, Κέδρος, 1980, 3η έκδοση 1987
6. Επιτάφιος θρήνος, διηγήματα, Κέδρος, 1980, 9η έκδοση 2024
7. Κοιτάσματα, πεζά κείμενα, Κέδρος, 1981, 4η έκδοση 2003
8. Πολλαπλά κατάγματα, πεζογράφημα, Εστία, 1981, 6η έκδοση Κέδρος, 2024
9. Εφήβων και μη, πεζά κείμενα, Κέδρος, 1982, 9η έκδοση 2001
10. Εύφλεκτη χώρα, πεζά κείμενα, Κέδρος, 1982, 4η έκδοση 1986
11. Καταπακτή, πεζά κείμενα, Κέδρος, 1982, 6η έκδοση 1996
12. Η πρωτεύουσα των προσφύγων, πεζογραφήματα, Κέδρος, 1984, 15η έκδοση 2021
13. Ο της φύσεως έρως, δοκίμια, Κέδρος, 1985, 2η έκδοση 1986
14. Άπαντα τα ποιήματα, οριστική έκδοση, Κέδρος, 2024
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής, συνεντεύξεις (1974-1985), Κέδρος, 1996
ΠΑΙΔΙΚΟ
Ο Πίκος και η Πίκα, Κέδρος, 1986, 4η έκδοση 2003
ΘΕΑΤΡΙΚΟ
Το αυγό της κότας, Κέδρος, 1981, 2η έκδοση 1988
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Κέδρος, 1969, 8η έκδοση 1988
Στράτωνος Μούσα Παιδική, Κέδρος, 1980, 3η έκδοση 2007
Έγραψαν για το έργο του
Είναι ο πεζογράφος που αυτοβιογραφήθηκε, μιλώντας ψιθυριστά, τρυφερά, εξομολογητικά για τους άλλους, συνθέτοντας τη μυθιστορία των ταπεινών. «Ο Γιώργος Ιωάννου ήθελε να διαβάζεται με πάθος κι όταν πια δεν θα υπήρχε.» Σταυρούλα Παπασπύρου, lifo.gr, 11/10/2024
Με την ελπίδα το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο να έχει την κατάλληλη στήριξη και να συνεχίζει την αποστολή και το σπουδαίο έργο της διάσωσης και διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς που κατέχει και της εποικοδομητικής προβολής και μετάδοσής της στις επόμενες γενιές, μην χάσετε την ευκαιρία να επισκεφθείτε το χώρο που αποτελεί παράλληλα ένα ταξίδι στο χρόνο… «Μια γνωριμία με το αρχείο του Γιώργου Ιωάννου» Γιώργος Τσιτιρίδης, parallaximag.gr, 17/1/2024
Ο Κωνσταντίνος Ψάρρας, ο Νταντίνης, είναι ο βιολογικός μου πατέρας. Ο Γιώργος Ιωάννου, που μας πήρε από το χέρι εμένα και τον αδελφό μου τον Στέλιο και μας πήγε, αυτός, στο σχολείο την πρώτη μέρα στη Βεγγάζη το ’62, εγώ στη δευτέρα δημοτικού και ο αδελφός μου πρωτάκι, είναι ο πνευματικός μου πατέρας. Ο Κωνσταντίνος (Νταντίνης) Ψάρρας ζει στη Νέα Κούταλη Λήμνου. Είναι 92 χρονών. Ήθελα «αυτή τη μνήμη να την πω». «1961-2021, εξήντα χρόνια “για ένα φιλότιμο”: Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Νταντίνης» Ιωάννης Ψάρρας, diastixo, 27/12/2021
Ο Ιωάννου ήταν ο διαβάτης που σύχναζε σε καφενεία, στις αγορές, στα καπνισμένα σινεμά, σε απόμερες περιοχές, ισότιμος των αρσενικών αλλά και κυνηγός. Η αναζήτηση αυτή δεν είχε μόνον σχέση με τον Άλλο, αλλά με την ίδια την περιπέτεια, τη λατρεία των χώρων, τις μνήμες των τόπων, την περιδιάβαση στις σκιές και τις θολές περιοχές της ιστορίας των ανωνύμων. «Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση» Θεόδωρος Γρηγοριάδης, lifo.gr,19/8/17
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του πιστεύω ότι ο Ιωάννου παραμένει ένας σύγχρονος συγγραφέας. Δεν είναι μόνον η γοητευτική νεωτερική του γραφή, είναι κυρίως τα συναισθήματα που ξεπηδούν από τα υποβλητικά πεζογραφήματά του , με τα οποία μπορεί να συναντηθεί ο σημερινός αναγνώστης, είναι τα ερωτηματικά και οι προβληματισμοί του σχετικά με την ξενότητα, την ταυτότητα, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη σεξουαλικότητα, το αναφαίρετο τελικά δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ο εαυτός του. «Γιώργος Ιωάννου: 30 χρόνια μετά» Έλενα Χουζούρη, oanagnostis.gr, 2/3/2015
Ο συγγραφέας από την κοινωνική πλευρά, όπως είδαμε και πιο πάνω, κατατάσσει τον εαυτό του στην εργατική τάξη, επειδή όμως είναι μορφωμένος καταλαβαίνει ότι ξεχωρίζει, αυτό τον στενοχωρεί, αλλά δεν τον εμποδίζει να ανακατεύεται με τις παρέες των εργατών, όσο κι αν αυτοί καταλαβαίνουν ότι δεν είναι «δικός τους». Ο ίδιος πάντως αισθάνεται «δικός τους» και θεωρεί τιμή του να ανήκει ή τουλάχιστον να μοιάζει σ’ αυτούς τους άντρες: «Και είμαι δικός τους όχι μονάχα λόγω καταγωγής αλλά κυρίως λόγω ψυχικής συμπάθειας. Πώς έχει αναπτυχθεί η συμπάθεια αυτή δεν μπορώ ή μάλλον δεν τολμώ να ξέρω» γράφει στη «Σαρκοφάγο» (σελ. 70). Στο σημείο αυτό τονίζει και την αντιπαράθεσή του με τους ανθρώπους των γραμμάτων, που τους θεωρεί υποκριτές, τους φοβάται και αισθάνεται την ανάγκη να κρύψει την προσωπική του ζωή από την αδιάκριτη ματιά τους. «Ξεφοβήθηκα τις δυνατές φωνάρες τους (σ.σ. των εργατών), τις αγάπησα μπορώ να πω, και γρήγορα κατάλαβα πως τα απότομα λόγια τους δεν είχαν κακία, κατ’ αντίθεση προς τις σιγανές φιδίσιες φωνές διαφόρων μορφωμένων που αργότερα γνώρισα».
Κριτικές από τον συλλογικό τόμο, με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατό του, Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου. Με τον ρυθμό της ψυχής
(επιμέλεια: Νάσος Βαγενάς - Γιάννης Κοντός - Νινέττα Μακρυνικόλα), Κέδρος 2006
Βασίλης Βασιλικός: «Γιώργος Ιωάννου», σ. 17
«Πρόσφυγας, κυνηγημένος, κατατρεγμένος από μάστιγες τύπου Χριστιανόπουλου, με εμπειρίες από την εβραϊκή Θεσσαλονίκη, τη μαύρη Αφρική, την απάνθρωπη Αθήνα (πώς να ξεχάσω τις αναφορές στους ‘μακρυχέρηδες’), ζώντας μια κόλαση ο ίδιος, βρήκε τον παράδεισο μέσω της γραφής.
Φαίνεται εύκολο εκ πρώτης όψεως διαβάζοντας Ιωάννου (τον πεζογράφο) να τον μιμηθείς. Διαλέγει ο ίδιος τον εύκολο εξομολογητικό τόνο, γιατί τα βιώματά του είναι πολύ δύσκολα.
Όποιος ξεκινά από την ‘ευκολία’ της αφήγησης του Ιωάννου λαθεύει τραγικά, γιατί εκείνο που δεν είπε ποτέ ο Γιώργος είναι το τι προηγήθηκε».
Θανάσης Βαλτινός: «Πάει μου ’πες ο Γιώργος», σ. 19
«Με τον Γιώργο Ιωάννου γνωριστήκαμε το 1964. Ή ίσως το 1965. είχε γυρίσει από τη Λιβύη και έκανε τη δεύτερη θητεία του στο Καστρί - στο εκεί γυμνάσιο. Άνοιξη προχωρημένη, λίγο πριν τελειώσει η σχολική περίοδος. Έμενε στο μικρό ξενοδοχείο της περιοχής, εκτός λειτουργίας ήδη τότε, κατά παραχώρηση. Ένα στενόμακρο καμαράκι ασβεστωμένο, ένα σιδερένιο στρατιωτικό κρεβάτι. Σπαρτιάτικη ζωή. Υπάρχει μια φωτογραφία των δυο μας, στα σκαλιά αυτού του ξενοδοχείου. Ευσταλείς ακόμα, τα πρόσωπα ατσαλάκωτα. Σαράντα χρόνια πριν, δηλαδή. Ήμουν περαστικός περίπου από το χωριό μου, έμεινα μόνο λίγες μέρες. Κι εγώ που σεμνύνομαι ότι το μάτι μου κόβει, δεν κατάλαβα τίποτα από τα βάσανα που κουβάλαγε μέσα του. Φαινόταν ήρεμος, αργοπερπάτητος και προσηνής με τους ντόπιους. Καρτερικός επίσης. Μια εικόνα βεβαιότητας. Αυτή ήταν η πανοπλία του.»
Κώστας Γκιμοσούλης: «Τα λαμπερά μάτια του Γιώργου Ιωάννου», σ. 30
«Ένα κινούμενο εργοστάσιο ιστοριών και λέξεων.
Μια διαφορετική Θεσσαλονίκη, όχι μονοδιάστατη αλλά πολλών διαστάσεων.
Αστείρευτη πηγή ευθυμίας και τσουχτερού χιούμορ.»
Θανάσης Θ. Νιάρχος: «Η ακριβή καθημερινότητα του Γιώργου Ιωάννου», 34
«Όσο κοινωνικά άψογα ή προκλητικά κι αν συμπεριφερόταν, είχες πάντα την εντύπωση ότι ο Γιώργος Ιωάννου κυκλοφορούσε μέσα σ’ ένα σκάφανδρο. Φιλικός, εγκάρδιος, άμεσος, συνεπής, όλα όμως σαν για να υπογραμμίσουν πόσο άπιαστη παραμένει στην ουσία η αυθεντικά καλλιτεχνική φύση, πόσο απρόβλεπτη μπορεί να είναι ανά πάσα στιγμή στην εκβολή του ταλέντου.»
Μιχάλης Πιερής: «Δίπτυχο για τον Γιώργο Ιωάννου», σ. 54-55
«Ο Γιώργος Ιωάννου δημιούργησε έναν καινούργιο τρόπο θέασης των γεγονότων, καθώς η λοξή ματιά του αφηγητή του δεν περιορίζεται στο ιδιωτικό (έστω ιδιότυπο βλέμμα, αλλά κοιτάζει το ιδιωτικό συμβάν πάντα μέσα από την προοπτική της ιστορικής και κοινωνικής πλαισίωσης. Η τέχνη του Ιωάννου σε αυτού του τύπου την οργάνωση της αφηγηματικής τέχνης είναι μοναδική.»
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: «Για το Φιλότιμο και τη Σαρκοφάγο», σ. 64, 65
«Πολύ χαρακτηριστική στο Για ένα φιλότιμο είναι η επιλογή και χρήση απροσδόκητων επιθέτων, η σαφής προτίμηση για τη Μακεδονία, τους πρόσφυγες και τους λαϊκούς ανθρώπους, οι περιφρονητικές αναφορές στους κύκλους των “άνοστων λογοτεχνών” », η πλήρης αποστροφή για τη διαφαινόμενη τουριστική εισβολή (κάτι που αποτελούσε, ως άρνηση, κοινό τόπο στα κείμενα πολλών συγγραφέων κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70) και οι κεκαλυμμένες, αόριστες, θολές και μασημένες ερωτικές προτιμήσεις του αφηγητή. [...] Η σαρκοφάγος ανήκει στα ωραιότερα και ωριμότερα πεζογραφήματα του Ιωάννου. Η θεματολογία παραμένει λίγο πολύ η ίδια, αλλά οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις της αφήγησης είναι καίριες. Τα κείμενα είναι καθαρά και διαυγή, ο λόγος τελεσίδικος, η γλώσσα απογειώνεται.»)
Νίκος Δαββέτας: «Ταξίδια με τραίνο», σ. 67-68
«Κατά έναν περίεργο τρόπο, ό,τι έγραφε αισθανόμουν πως το έγραφε για μένα, πως μου έστελνε μέσω των γραπτών του κωδικοποιημένα μηνύματα, πως κάτι αβάσταχτα αληθινό μαζί μου μοιραζόταν κι έπρεπε να τον βοηθήσω στη μετάδοσή του. Σε όλα αυτά θα μπορούσα να προσθέσω και την ‘περιθωριακή μαγεία’ με την οποία παρουσίαζε τη γενέτειρά του και που ως έναν βαθμό με είχε παρασύρει στο να πλάσω μέσα μου μια ιδεατή πόλη. Ο μύθος της ‘ερωτικής Θεσσαλονίκης’ νομίζω πως με τα γραπτά του Ιωάννου καλλιεργήθηκε και εδραιώθηκε στη συνείδηση των Αθηναίων αναγνωστών μάλλον παρά των ντόπιων.»)
Κώστας Ακριβός: «Στο κουρμπέτι», σ. 78
«Ο Γιώργος Ιωάννου υπήρξε μια περίπτωση ιδιάζουσα. Κάτι μεταξύ ρεμπέτη, αναχωρητή και ασκητή. Ή και Ρωμιού ντερβίση. Κι αφού η ζωή τού αρνήθηκε το εύκολο κούρνιασμα στην αγκαλιά της (αλλά κι αυτός πεισματικά της γύρισε την πλάτη), πήρε στα χέρια το μολύβι και έκανε την προσωπική του ξενητιά παραμύθι, το αίσθημα της αειφυγίας παλικαρίσιο δημοτικό τραγούδι».
Γιάννης Βαρβέρης: «Η ευήλια καταπακτή», σ. 83-4.
«Πέρασαν λοιπόν είκοσι χρόνια από την εκδημία του Γιώργου. Αφού μέσα μου σίγουρα ζει, μπορώ να του ‘χαρίσω’ αυτά τα είκοσι χρόνια, σαν να τα ‘ζησε, μέσα από ένα ποίημα του Νίκου φωκά, που γράφτηκε ακριβώς πριν από είκοσι χρόνια!
Θα πεθάνουμε μια μέρα.
Σε είκοσι χρόνια το πολύ δεν θα υπάρχουμε πια.
Και τι 'ναι είκοσι χρόνια. Τίποτα!
Όσο το διάστημα από τα Ιουλιανά
Περίπου μέχρι σήμερα- φρίκη, φρίκη να το σκεφτείς!
Ναι, μια μέρα, αύριο κιόλας ίσως, θα πεθάνουμε.
Αυτό που ακούς σου είναι γνωστό φυσικά
Ανιαρά γνωστό μάλιστα, δεν το αρνούμαι΄
Είναι μια κοινότατη φράση που τη λέμε συνέχεια.
Αλλά όσο πιο γνωστό τόσο εγώ πιο πολύ
Το φέρνω μέσα μου σαν μυστικό.
Σαν μυστικό λοιπόν σ’ το λέω τώρα.
“Σε συνομήλικο”
Για να καταλήξει ο ίδιος ο ποιητής με το ποίημά του ‘Αυτός ο θάνατος’, γραμμένο το Φεβρουάριο του 1985, ως εξής:
Όποιος πεθαίνει πεθαίνει πάντα ο Γιώργος Ιωάννου.»
«Θέλω να αιχμαλωτίσω τη ζωή που έζησα…»
Πρόθεσή μου ήταν να αιχμαλωτίσω τη ζωή που έζησα και το πνεύμα και το χρώμα και το φωτισμό, και τα γεγονότα μέσα στο φωτισμό, και το χρόνο όπως τον ένιωσα εγώ. Απόφυγα με επιμέλεια κάθε ιστορικό θέμα που δεν ήταν του καιρού μου. Προσπάθησα να δω τα γεγονότα που έζησα και που δεν έπιασε ούτε ο Τύπος της εποχής μου. Και δεν είναι που θα χαθούν αυτά καθαυτά, αλλά θα χαθεί και το πνέυμα αυτής της εποχής. Στο Δικό μας αίμα, περιέχονται δεκάξι πεζογραφήματά, πολλά εκτεταμένα. Εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 24 Σεπτ. 1978.
«Γύρω μας αλλάζουν τα πάντα κι εμείς είμαστε τόσο απασχολημένοι…»
Ξέρετε, είμαι πάρα πολύ αστός, φοβερά αστός, με την έννοια βέβαια της κατοικήσεως, όχι της οικονομικής τάξεως, γιατί οικονομικά είμαι προλετάριος 100% […] Ο κόσμος μου, η βίωσή μου, η εμπειρία μου και επομένως η γλώσσα μου, τα πράγματα που είναι μέσα μου αποθησαυρισμένα με μορφή λέξεων, είναι όλα αστικά, δηλαδή του κέντρου της πόλης.
[…] Όσο για το θαυμασμό μου προς την εργατική τάξη, δηλαδή προς τη μορφή και την ηθική της λάμψη, είναι βέβαια κι ένας θαυμασμός για την τάξη μου και για την τάξη του πατέρα μου (βλέπετε, κι εδώ υπάρχει σίγουρα κάποιος ερωτικός λόγος), αλλά είναι επίσης και κάτι άλλο. Πώς να σας το πω, να, μπορεί να είμαι οικονομικά ένας προλετάριος, αλλά, βλέπετε, όχι εργάτης. Ένας προλετάριος παρασιτικών επαγγελμάτων, όχι παραγωγικών…
Διαπιστώνω, λοιπόν, ότι στα περισσότερα πεζογραφήματά μου ο κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από τον οποίο περιστρέφομαι, είναι μια νύξη, ένα υπαινικτικό πράγμα, όχι περιστατικό, αλλά μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από κει έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει με βάση πάλι βιωμένα στοιχεία. Όπως ξέρετε, γράφω στο πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει […] Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο και επειδή φροντίζω να καλοστήνω και να απαλείφω τις πρακτικές αντιθέσεις που μπορούν να επέλθουν εκεί μέσα, δηλαδή τα κάνω εφαρμόσιμα, πράγματα που μπορούν να γίνουν, ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές είναι περιστατικά, τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου ∙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο. Και, γενικά, πιστεύω ότι ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Περ. Διαβάζω, τχ. 9, Νοέμβρ.-Δεκ. 1977, σ. 14-29.
«Το γράψιμο είναι για μένα μια εσωτερική τακτοποίηση…»
Βλέπω ότι η δουλειά μου διαδίδεται περισσότερο. Από την αρχή που άρχισα να γράφω δεν αντιμετώπισα καταστάσεις παραγκωνισμού ή πλήρους αδιαφορίας, κι ούτε μου γεννήθηκαν ποτέ τέτοια πλέγματα. Από την αρχή αρκετοί άνθρωποι υποδέχτηκαν πολύ θερμά τη δουλειά μου και βλέπω τώρα αυτή η θερμότητα ν’ απλώνεται σε πολύ περισσότερους. Το γράψιμο για μένα είναι εσωτερική τακτοποίηση […] Πολλές φορές τόσο είμαι απορροφημένος από την προσπάθεια μέσα στο χαρτί να τακτοποιήσω τον εαυτό μου, ώστε «συνηθίζω» πολύ αυτό που γράφω και δεν σκέφτομαι τι εντύπωση θα κάνει και τι αποτελέσματα θα έχει αν δημοσιευτεί. Έτσι είχα ορισμένες ιστορίες, που τις δημιούργησαν κάποιοι ανίδεοι και κακόβουλοι άνθρωποι, άνθρωποι που δεν ξέρουν τέλος πάντων τους χώρους των πραγμάτων στους οποίους ένα μέρος, τουλάχιστον, της σύγχρονης λογοτεχνίας έχει καταφύγει για να μπορέσει να εκφραστεί. Ένα διήγημά μου λ.χ., που δημοσίευσα το 1972 στο περιοδικό Τραμ, μου δημιούργησε του κόσμου τις ιστορίες με την Ασφάλεια –και υποφέρω ακόμη και τώρα απ’ αυτό. Γιατί κάποιοι αχαρακτήριστοι τύποι, επειδή δεν κατόρθωσαν να πετύχουν ορισμένα πράγματα από μένα και τις εξωλογοτεχνικές ασχολίες μου –και δεν το πέτυχαν γιατί είναι κακοί λογοτέχνες και δεν ήταν δυνατόν εγώ να συμβάλω ώστε να περιληφθούν εκεί που ήθελαν–, άρχισαν την πολεμική, και μάλιστα χυδαιοτάτη: Φωτοτύπησαν το διήγημα και άρχισαν να το μοιράζουν! Έτσι αυτό το διήγημα έχει γίνει το εντρύφημα όλων των υψηλά ιστάμενων, υπό τους οποίους ασκώ τα βιοποριστικά μου καθήκοντα… Εφ. Η Καθημερινή, 21 Ιαν. 1979.
«Με το δικό μας αίμα μίλησα απευθείας για τη Θεσσαλονίκη…»
Κάτι που με ευχαριστεί πάρα πολύ είναι ότι από τα βιβλία μου βραβεύτηκε Το δικό μας αίμα, το βιβλίο με το οποίο μίλησα απευθείας για τη Θεσσαλονίκη ή με τη Θεσσαλονίκη, Κάνοντας την πρόσωπο, λατρεύοντάς την και προσπαθώντας συνάμα να την πετάξω από πάνω μου. Μάταιος κόπος. Έχω προσέξει πως οι πόλεις που αποτελούν μεγάλες κοινωνίες είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Αν πιέζεσαι να μιλήσεις οπωσδήποτε για την εποχή σου, πιάνεις την κοινωνία που κατέχεις καλύτερα και είναι σαν να μιλάς για όλη τη χώρα. Και ίσως όχι μόνο γι’ αυτήν. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη τάξη του, μιλάει για την τάξη του, βλέπει από το επίπεδο της τάξης του και μόνο στα δευτερεύοντα και στο γοητηλίκη διαφέρει, καθώς προστίθενται οι ιδιαίτερες συνθήκες του, ο χαρακτήρας του και το εκφραστικό του ταλέντο. Εφ. Θεσσαλονίκη, 9 Ιαν. 1980.
«Εκφράστηκα, τα είπα όλα, εξετέθην, αν θέλετε…»
Παλαιότερα πίστευα ότι η πεζογραφία είναι ν’ αποδώσεις κατά κάποιον τρόπο τέλειο αυτό που έχεις σκεφθεί. Τώρα πιστεύω πως παράλληλα και σε αρμονία μ’ αυτό (θα δώσεις ένα έδαφος κοινής συνεννόησης με τους άλλους ανθρώπους) πρέπει να αναπτύξεις μια τέτοια γλώσσα, ένα τέτοιο ύφος, ένα σύνολο εκφραστικό, ώστε μαζί με την τέρψη να βγαίνει κι ένας ολόκληρος κόσμος που να φτάνει μακρύτερα από αυτό […] Κοιτάζοντας τώρα τα πρώτα μου κείμενα, που τα έγραψα σε μιαν ανελεύθερη κατάσταση –και δεν εννοώ μόνο πολιτική, αλλά και προσωπική, γιατί ημουν δημόσιος υπάλληλος κι οι δημόσιοι υπάλληλοι όταν είναι καινούργιοι είναι υπό αίρεση, στη διάθεση του κάθε τραμπούκου–, βλέπω ότι παρά τις συνθήκες εκφράστηκα, τα είπα, εξετέθην αν θέλετε. Τελικά, φαίνεται ότι επειδή γράφω την αλήθεια μου, αλλά πολύ προσεκτικά, δεν έχω αντιμετωπίσει πολλές διώξεις, Κι ας μην είπα ψέματα ούτε για μένα, ούτε για τις ιδέες μου.
Μου είναι πολύ ευχάριστο να ζω μέσα στην πόλη, να κινούμαι μέσα στην πόλη, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, να βλέπω την ποικιλία των ανθρώπων, όλη αυτή τη συρροή των ανθρώπων που έρχονται από τις επαρχίες τους κι έχουν μιαν άλλη συμπεριφορά, να αισθάνομαι ότι δεν παρακολουθείτε κάθε μου κίνηση από τουες ανθρώπους της μικρής κοινωνίας και πολλές φορές να αναπτύσσω γνωριμίες και φιλίες, με ανθρώπους άγνωστους ή σχεδόν άγνωστους που βοηθούν να γνωρίσεις τον άνθρωπο καλύτερα και σένα να εκφορτωθείς καλύτερα από τα δικά σου. Έχω διαπιστώσει πως ξαφνικές φιλίες μεταξύ ανθρώπων αποκαλύπτουν περισσότερο τον εσωτερικό άνθρωπο. Μιλούν και λένε πράγματα που δεν έχουν πει ποτέ σε στενούς φίλους, Ίσως από ένα χαμηλό ελατήριο, γιατί αυτόν τον άνθρωπο δεν θα τον ξαναδούν. Η πεζογραφία είναι κέντημα πάνω σ’ έναν καμβά, που είναι το υπόστρωμα. Αυτό το υπόστρωμα όμως πρέπει να είναι από τα βιώματα του συγγραφέα. Κι όταν ο άνθρωπος εκφράζεται βιωματικά, δεν έχει προβλήματα γλώσσας. Με τη βιωματικότητα βέβαια δεν εννοώ σώνει και καλά αυτοβιογραφικότητα. Αλλά το πλαίσιο να είναι με αντικείμενα που ξέρεις. Γιατί βιωματικότητα, τελικά, είναι η βιωματική γλώσσα. Όταν το θέμα είναι οικείο, δεν υπάρχει πρόβλημα γλώσσας. Θα τα πεις με τις λέξεις με τις οποίες λέγονται, εφόσον τα ξέρεις. Εφ. Ελευθεροτυπία, 18 Ιαν. 1981.
«Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη»
Για τη Θεσσαλονίκη έχω κάνει ένα τέτοιο βιβλίο. Εκτός πάλι απ’ το γεγονός ότι το σκηνικό της Θεσσαλονίκης είναι πολύ συχνά μέσα στο έργο μου – όχι πάντοτε, όπως λένε πολύ οι απρόσεκτοι κριτικοί. Αλλά, για να χορτάσω εγώ ο ίδιος πρώτα πρώτα απ’ αυτή τη αγαλλίασή μου να περιφέρομαι μέσα στους δρόμους της, έχω γράψει Τοδικό μας αίμα, ένα βιβλίο απευθείας γι’ αυτή […] Όσα γράφω για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για την Αθήνα, δεν είναι εμπνευσμένα από την ιστορία κι από διαβάσματα. Κάτι τέτοιο δεν το καταδέχομαι, δεν έχει καμία σημασία κάτι τέτοιο. Είναι η δικιά μου μαρτυρία, πολύ προσωπική, όχι αυτοβιογραφική: βιωματική. Ακόμα κι όταν ξέρω ότι οι μεγαλύτεροι από μένα το είχαν δει αλλιώς και το διηγούνται αλλιώς. Εγώ λέω αυτό που είδα εγώ, προσθέτοντας ίσως αυτό που λένε οι άλλοι. Θέλω, πέρα από τα γεγονότα, να δώσω την ατμόσφαιρα μέσα από την οποία τα είδα. Θέλω ουσιαστικά να δώσω τον εαυτό μου και τη νεότητά μου, τη νεανική ματιά.
Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη, ο σύνδεσμός μου μ’ αυτήν. Είναι ένας ερωτισμός, πώς να το κάνουμε. Ένας σκέτος ερωτισμός. Τελικά, ο ερωτισμός προς τους ανθρώπους που χάθηκαν. Χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, δεν ξέρω τι έγιναν. Τόσοι και τόσοι άνθρωποι, που λίγο ή πολύ ερωτευθήκαμε από τη νεανική μας ηλικία, έχουν εξαφανισθεί. Ή, μάλλον, έχει εξαφανισθεί η μορφή τους εκείνη που ερωτευθήκαμε. Αλλά υπάρχει όμως αυτή η πόλη. Υπάρχει ο τόπος. Υπάρχει το σημείο, η γωνία που τους περιμέναμε. Στο ραντεβού που τους γνωρίσαμε. Κι αυτά τα πράγματα τα αγαπώ πάρα πολύ. Γιατί αυτά παραμένουν κάπως περισσότερο αναλλοίωτα. Εφ. Εγνατία, 7 Σεπτ. 1981.
«Οι τόποι είναι για μένα δοχεία μνήμης…»
Μου αρέσει το συγκεκριμένο και όχι το γενικό μέσα στη λογοτεχνία και ιδίως στη δική μου λογοτεχνία. Όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς έχουν τους χώρους των, δέχομαι όμως ότι εγώ είμαι ιδιαίτερα δεμένος με τους δικούς μου και ιδιαίτερα ρητός. Και στο θέμα του χώρου, όπως και σε πολλά άλλα είμαι, πράγματι, πολύ συγκεκριμένος. Αυτό ίσως είναι κατάλοιπο των ιστορικών σπουδών μου και των ζωηρών περί αυτά ενδιαφερόντων μου. Αρκετά κείμενά μου πλησιάζουν ίσως το «χρονικό», μα αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει. Η λογοτεχνία, ακόμα και η καλή λογοτεχνία, πλάθεται με οτιδήποτε. Μόνον ανόητοι πιστεύουν πως η καλή λογοτεχνία γίνεται από αυτό μόνον ή από το άλλο υλικό. Οι τόποι για μένα είναι δοχεία μνήμης, πιατέλες γεμάτες ορεκτικά.
Θέλετε, φαντάζομαι, να πείτε για κάποιο χιούμορ, που ξεφυτρώνει εδώ κι εκεί μέσα στον γραπτό λόγο μου. Η αλήθεια είναι ότι το χιούμορ αυτό ξεπηδάει και στον προφορικό μου λόγο, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές. Παρ’ όλο που είμαι άνθρωπος αρκετά ταλαιπωρημένος και έχω συναντήσει αρκετές αναποδιές στη ζωή, εν τούτοις αγαπώ τη ζωή και αισθάνομαι συγκίνηση στο θέαμά της. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο της τρυφεράδας στηρίζεται το χιουμοριστικό σχόλιό μου ακόμα και δύσκολων καταστάσεων πολλές φορές. Αυτήν ακριβώς την αντιμετώπιση της ζωής την έχω μεταφέρει και στον γραπτό μου κόσμο, όπου συχνά προσπαθώ να απαλύνω την τραγικότητα με ολίγο χιούμορ, πράγμα που δεν νομίζω ότι αποτελεί βεβήλωση καμίας στιγμής. Περ. Η λέξη, τχ. 39, Νοέμβριος 1984, σ. 805-810.
«Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου…»
Ο έρωτας έχει μεγάλη, όπως σας είπα, θέση στη ζωή μου, μεγάλη θέση μέσα στις αξίες μου, μεγίστη. Ο θάνατος είναι ένα μέτρο μέγα, αυτό που θα μας στερήσει τα πάντα. Όσο και αν είμαι θρησκευόμενος δεν έχω καταφέρει να παρηγορηθώ. Δεν είμαι βέβαια κανένας άνθρωπος που τρόμαξα απέναντι στο θάνατο. Αλλά οπωσδήποτε βλέπω το χάος… βλέπω το χάος μετά. Και ξέρετε, δεν σας κρύβω, ότι τη μεγάλη αξία των ερωτικών σχέσεων, των ερωτικών σχέσεων λέω, δεν λέω πια των συναισθημάτων, των… πώς να σας το πω ωμά…, των συγκινήσεων εις τα κρεβάτια και αυτά, τα βλέπω από το κρεβάτι της ασθένειας ως πράγματα εντελώς θεία. Ως πράγματα που αξίζει κανείς να σκοτώσει αυτούς που τα εμποδίζουν. Μου φαίνεται ασύλλληπτο ότι τα έχω ζήσει και εγώ αυτά τα πράγματα. Και δεν σας κρ΄θβω ότι δεν βλέπω την ώρα για να τα ξανακάνω. Είναι νομίζω το ακριβώς αντίθετο από το θάνατο. Δεν νομίζω ότι η γέννηση όπως λέει η λογική είναι το αντίθετο του θανάτου. Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου.
Στις αρχές του ’54 ετόλμησα να βγάλω μια μικρή πλακέτα. Ήταν τα πρώτα μου ποιήματα που τα ονόμασα Ηλιοτρόπια. Ήθελα να τα ονομάσω Ηλιοτρόπια των Εβραίων. Δεν ετόλμησα. Τα είπα Ηλιοτρόπια και αυτός ο τίτλος δεν μου αρέσει τώρα πια καθόλου. Μου φαίνεται θα τον αλλάξω. Σε μια καινπύργια έκδοση θα γράψω Ηλιοτρόπια των Εβραίων. Αυτό νομίζω ότι είναι ένας συαθμός. Όσο και αν το βιβλίο είναι μικρό, για μένα προσωπικά είναι μεγάλος σταθμός. Ετόλμησα. Έκανα μια κατάθεση σ’ όλη αυτή την ιστορία. Δεύτερος σταθμός, δεν νομίζω ότι είναι τόσο που έγινα βοηθός στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας, όσο ότι έφυγα από εκεί. Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού. Δεν είχε καμία έκπληξη, ήταν η ίδια από μέρα σε μέρα. Ήταν ακόμη οι καθηγητές που έπρεπε να τους προσκυνώ μέρα νύχτα ως θεούς ώστε, όταν θα έρθει η ώρα για να καταλάβω κάποια θέση, να με ψηφίσουν. Αυτός λοιπόν ήταν ένας δεύτερος σταθμός. Ότι ετόλμησα να φύγω. Άλλο σταθμό θεωρώ ότι αποδέχθηκα το διορισμό μου στο Δημόσιο σχολικό έτος ’60-’61, όπως και το ότι άρχισα εκεί στην Κυνουρία, στο τέλος περίπου του ’61, να γράφω τα πεζογραφήματά μου. Τέλος τη Βεγγάζη, όπου πήγα ως καθηγητής και ίδρυσα μάλιστα και το Γυμνάσιό της. Περ. Ιχνευτής, Μάρτιος 1985.
• Εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου (1927-1985) που πραγματοποιήθηκε στον Πύργο της Εθνικής Βιβλιοθήκη της Ελλάδος στο ΚΠΙΣΝ στις 28 Απριλίου 2018 στο πλαίσιο εκδηλώσεων «Λόγος 3».
• Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου από την εκπομπή «Περισκόπιο» (ΕΡΤ 1986).
• Αποσπάσματα από την συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά. «Τα σκυλιά του Σέιχ σοῦ» και η «Ομίχλη»:
«Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»:
•Αποσπάσματα από την συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου Το δικό μας αίμα.
«Η παρέλαση των προσφύγων»
«Τα ίχνη της πυρκαγιάς»:
• Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου από την εκπομπή του Δαυίδ Ναχμία «Ιχνηλάτες» τον Φεβρουάριο του 2005. Αποτελείται από επτά μέρη.
Μέρος 1:
• Ο Γιώργος Ιωάννου περιδιαβαίνει τους δρόμους της Θεσσαλονίκης και μιλάει για τους πρόσφυγες.
• Βίντεο από ερασιτεχνική κασσέτα που βρέθηκε στα κατάλοιπα του συγγραφέα, στο οποίο ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρεται στο βιβλίο του Καταπακτή και μιλάει για το νέο λογοτεχνικό είδος του οποίου υπήρξε εισηγητής, του Πεζογραφήματος. Από την εκπομπή της ΕΡΤ2 «Στοπ καρέ»:
• Η αναπαράσταση του Αθηναϊκού σπιτιού του Γιώργου Ιωάννου στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από τη δωρεά της οικογενείας του συγγραφέα των προσωπικών του αντικειμένων.
Ο Ιωάννου διαβάζει αποσπάσματα από τα κείμενά του:
• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει ένα απόσπασμα από το πεζογράφημά του «Ο επιτάφιος θρήνος».
• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από το διήγημά του «Ομίχλη», της συλλογής διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά.
• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από το κείμενό του «Η παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα», της συλλογής πεζογραφημάτων Η σαρκοφάγος.
• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από το κείμενό του «Τα κεφάλια», της συλλογής πεζογραφημάτων Η σαρκοφάγος.