Βιογραφικό

Ο Γιώργος Ιωάννου (αρχικά Γιώργος Σορολόπης) γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1927 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς ήταν του πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης, σιδηροδρομικός στο επάγγελμα, καταγόταν από τη Ραιδεστό της Προποντίδας και η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη καταγόταν  από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια του Δήμητρα, Χριστόδουλος (Λάκης) και Θεοδωράκης. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, αρχικά στην οδό Φιλίππου και μετέπειτα μετακομίζει στο σπίτι της οδού Ευριπίδου. Το 1937-1938 εισάγεται στο οκτατάξιο Γυμνάσιο.

Η αρχή της εφηβείας του (1940) συμπίπτει με το ξέσπασμα του πολέμου και σημαδεύει καθοριστικά τη μετέπειτα ζωή του. Το 1943, σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να κρατάει σημειώσεις για την καθημερινότητά του σε ημερολόγιο. Το κλίμα της εποχής, η πείνα, οι εκτελέσεις και προπαντός το ξεκλήρισμα των Εβραίων  στιγματίζουν τη ψυχή του και αργότερα αποτυπώνονται και στα έργα του. Από το 1943 ζει στο σπίτι της Ιουστινιανού 14, στη Πλατεία Δικαστηρίων, το οποίο κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978. Την ίδια περίοδο έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των κατηχητικών μέσω της συμμετοχής του στα συσσίτια. Το 1944 σταματάει να γράφει το ημερολόγιο και εγγράφεται στην Χριστιανική Οργάνωση «Αδελφοσύνη».

Ο Ιωάννου (1944-1949) βιώνει έντονα τη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης την περίοδο του εμφύλιου πολέμου και της «Εαμοκρατίας». Το 1946 τελειώνει το Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων και εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η φοιτητική του ζωή συνοδεύεται από αναγνώσεις (Καβάφη, Σεφέρη, Έλιοτ), συναναστροφές με ανθρώπους των γραμμάτων (Θέμελης, Πεντζίκης, Κιτσόπουλος, Βαφόπουλος) αλλά και με λαϊκούς ανθρώπους που συναντάει σε αστικούς χώρους. Το 1948 λόγω διαφωνίας αποχωρεί από τη Χριστιανική Κίνηση. Αποφοιτά (1950) από το Ιστορικό Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής και τον Ιανουάριο του ίδιου έτους κατατάσσεται στον στρατό ως δεκανέας του πυροβολικού και απολύεται το 1953. Το ίδιο έτος διδάσκει ως φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) και το 1954 (Μάρτιος), αρνούμενος να ακολουθήσει μια πανεπιστημιακή καριέρα στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην οποία διορίζεται βοηθός τον Αύγουστο του 1954 και παραιτείται το 1955, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνική συγγραφή και τυπώνει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Ηλιοτρόπια», δεκαεξασέλιδο με έντεκα ολιγόστιχα ποιήματα τα οποία, ήδη από τον τίτλο, αναφέρονται στον διωγμό των Εβραίων.

Αποκτά στενές σχέσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γ. Θέμελη, Τ. Βαρβιτσιώτη, Γ. Βαφόπουλο, Ν. Καρούζο, Κ. Ταχτσή κ.ά. Την ίδια χρονιά αλλάζει το επώνυμό του (κυρίως λόγω των κοροϊδευτικών σχολίων που βίωσε). Από το 1955 έως το 1960 αρχίζουν οι αποσπάσεις σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Για ένα χρόνο (1955-1956) διδάσκει στο Κολέγιο Αθηνών και ύστερα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν διδάσκει στα Τρίκαλα (1957), στη Λάρισα (1958), στην Καλλιθέα (Αθήνα) (1959), στο Καστρί Κυνουρίας (1960). Συμμετέχει ως τακτικός συνεργάτης στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος» (1958-1965) και η πεζογραφική του πορεία αρχίζει από το 1961, όπου ξεκινάει να γράφει τα πρώτα του «πεζογραφήματα»: «Οι κότες», «Τα λαϊκά σινεμά», «Ο φόβος του ύψους». Το 1963 αποσπάται ως καθηγητής στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου ιδρύει το ελληνικό Γυμνάσιο. Ενώ βρίσκεται στη Βεγγάζη πεθαίνει ο πατέρας του (1962). Επίσης εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τα χίλια δέντρα».

Μετά τη λήξη της θητείας του επιστρέφει στην Κυνουρία όπου μαζί με τους  μαθητές του συλλέγουν δημοτικά τραγούδια της περιοχής και τα εκδίδουν με τίτλο «Δημοτικά Τραγούδια της Κυνουρίας». Ακολουθεί ένας κύκλος θανάτων προσώπων της οικογενείας του που τον στιγματίζει συναισθηματικά. Το 1964 μετατίθεται στο Γυμνάσιο της Κασσάνδρας Χαλκιδικής και κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με πεζά «Για ένα φιλότιμο», ενθουσιάζοντας την κριτική της εποχής αλλά και το αναγνωστικό κοινό. Ακολουθεί η μετάθεσή του στην Καλαμαριά  (1966) και από το 1966-1971 τα έργα του: «Δημοτικά μας Τραγούδια», «Μαγικά Παραμύθια του Ελληνικού λαού», « Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Παραλογές». Σταθμός στη ζωή του αλλά και στη συγγραφική του πορεία αποτελεί η μετάθεσή του στην Αθήνα το 1971.

Κατοικεί στην οδό Δεληγιάννη 3, αρχικά στον πρώτο όροφο και αργότερα στο ισόγειο λόγω τραυματισμού του από ατύχημα. Εργάζεται στο υπουργείο παιδείας. Το 1971 εκδίδει το πεζογράφημα «Η σαρκοφάγος» και τυπώνει τον «Καραγκιόζη» όπου η έκδοσή της ολοκληρώνεται το 1972. Το 1973 ακολουθούν η συλλογή « Τα παραμύθια του λαού μας» και η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του «Χίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα, 1954-1963». Κατόπιν, την άνοιξη του 1974, κυκλοφορεί «Η μόνη κληρονομιά», δημοσιεύει σε περιοδικό το αυτοσχολιαστικό κείμενό του «Μια μικρή επέτειος» και συμμετέχει στην επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας για την σύνταξη του «Ανθολογίου για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου» και στην ανανέωση των κειμένων της Μέσης Εκπαίδευσης.

Το 1976-1981 εκδίδεται από το Υπουργείο παιδείας το περιοδικό «Ελεύθερη γενιά», στο οποίο ο Ιωάννου αποτελεί βασικός συνεργάτης. Το 1978 τυπώνει το «Δικό μας αίμα». Ο Ιωάννου επιδεικνύει ενεργή κοινωνική ζωή δημοσιεύοντας επίκαιρα κείμενα σε εφημερίδες (Πρωινή ελευθεροτυπία, Καθημερινή) αλλά και στην προσπάθειά του να αμυνθεί σε επιθέσεις που αφορούσαν το πεζογραφικό του έργο αλλά και την προσωπική του ζωή, εκδίδει το «Φυλλάδιο. Περιοδικό πνευματικής ζωής» [1978-1985], το οποίο το έγραψε-επιμελήθηκε εξ ολοκλήρου μόνος του. Το 1980 του απονέμεται το πρώτο κρατικό Βραβείο πεζογραφίας για το «Δικό μας αίμα». Την ίδια χρονιά εκδίδεται η μετάφρασή του «Στράτωνος Μούσα Παιδική» από το XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας και στην συνέχεια προστίθενται άλλα τρία βιβλία: «Επιτάφιος Θρήνος» [1980], «Ομόνοια 1980», «Κοιτάσματα» [1981].

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1980, ύστερα από ατύχημα που δέχτηκε από ένα αυτοκίνητο στην πλατεία των Εξαρχείων, νοσηλεύεται για τέσσερις μήνες περίπου στο Κατ και καταγράφει την εμπειρία του εκδίδοντας το πεζογράφημα «Πολλαπλά κατάγματα» [1981]. Η συγγραφική του δραστηριότητα επεκτείνεται και στον χώρο της συγγραφής θεατρικών έργων: «Το αυγό της κότας» [1981], Η μεγάλη Άρκτος. Το 1982 κυκλοφορεί ο δίσκος «Κέντρο Διερχομένων» σε στίχους του Γ. Ιωάννου και προβάλλεται στην ΕΡΤ τηλεταινία του  Δ. Παναγιωτάτου βασισμένη στο κείμενό του «Η δασκάλα». Κατόπιν το 1982 ακολουθούν τα βιβλία: «Εφήβων και μη», «Καταπακτή», «Εύφλεκτη χώρα». Το 1983 κυκλοφορεί η κασέτα «Γιώργος Ιωάννου. Διηγήματα», όπου ο ίδιος διαβάζει πέντε πεζογραφήματά του. Το 1984 επιμελείται φιλολογικώς το βιβλίο «Αλεξάνδρεια 1916. Ημερολόγιο Φιλίππου Δραγούμη» και πριν τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων «Η πρωτεύουσα των προσφύγων».

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1985 εισάγεται στο Σισμανόγλειο  Νοσοκομείο για εγχείρηση προστάτη και στις 16 Φεβρουαρίου πεθαίνει από νοσοκομειακή λοίμωξη, σε ηλικία 58 ετών. Κηδεύεται στη Θεσσαλονίκη στον ναό της Αγίας Σοφίας. Μετά θάνατον κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης» [1985] και το «Φυλλάδιο» τεύχος 7-8. Τέλος το 1986 εκδίδεται το παιδικό παραμύθι «Ο Πίκος και η Πίκα». Ακολουθούν βιβλία-αφιερωματικοί τόμοι για τον Ιωάννου και η επανέκδοση του Φυλλαδίου του συγγραφέα, καθώς και η έκδοση «Το κατοχικό ημερολόγιο χωρίς περικοπές» και «Τα δέκα ανέκδοτα γράμματα στον Χρήστο Σαμουηλίδη 1949-1951».

Επιμέλεια αφιερώματος: Μαρία Πατεράκη

Εργογραφία

Α. ΠΟΙΗΣΗ

Ηλιοτρόπια, Θεσσαλονίκη, [1954].

Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα 1954-1963, [1963].

Β. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Για ένα φιλότιμο. Πεζογραφήματα, [1964].

Η Σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, [1971].

Η μόνη κληρονομιά. Διηγήματα, [1974].

Πεζογραφήματα (=Για ένα φιλότιμο, Η σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά), [1977].

Το δικό μας αίμα. Πεζογραφήματα, [1978].

Ομόνοια 1980. Πεζογραφήματα, φωτογραφίες: Ανδρέας Μπέλιας, [1980].

Επιτάφιος θρήνος. Διηγήματα, [1980].

Κοιτάσματα. Πεζά Κείμενα, [1981].

Πολλαπλά κατάγματα. Πεζογράφημα, [1981].

Εφήβων και μη. Πεζά Κείμενα, [1982].

Καταπακτή. Πεζά κείμενα, [1982].

Εύφλεκτη χώρα, Πεζά κείμενα, [1982].

Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Πεζογραφήματα, [1984].

Θέατρο

Το αυγό της κότας. Θέατρο για παιδιά, [1981].

Η μεγάλη Άρκτος, περ. Θέατρο, τ. 6768.

Παιδικό ανάγνωσμα

Ο Πίκος και η Πίκα, [1986].

Μελέτες

Τα δημοτικά μας τραγούδια, [1966].

Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού, [1966].

Παραλογές, [1970].

Καραγκιόζης, [1971-1972].

Παραμύθια του λαού μας, [1973].

Μεταφράσεις

Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Ταύροις, [1969].

Παλατινή Ανθολογία (ΧΙΙ βιβλίο). Στράτωνος Μούσα Παιδική, [1980].

Germania του Τάκιτου. Ιστορικό δοκίμιο, [1981].

Πετρ Μπέζρουτς (Τσέχος ποιητής), [1959].

Ιερού Αυγουστίνου «Εξομολογήσεις».

Επιμέλεια

Αλεξάνδρεια 1916 – Ημερολόγιο  Φίλιππου Στεφ. Δραγούμη (εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Γ. Ιωάννου), [1984].

Δοκίμια

Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, [1985].

Περιοδικό

Φυλλάδιο. Περιοδικό πνευματικής ζωής, 1978-1985. Το τελευταίο τεύχος 7-8 [1985].

Δίσκος

Κέντρο Διερχομένων (Mουσική: Ν. Μαμαγκάκη, στίχοι: Γ. Ιωάννου), 1982.

Κασσέτα

Γιώργος Ιωάννου. Διηγήματα: Οι τσιρίδες, τα κεφάλια, Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα, το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, ομίχλη, 1982.

Συνεντεύξεις

Ο λόγος είναι η μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985), 1996.

Αποσπάσματα του έργου του

Ο Ιωάννου διαβάζει αποσπάσματα από τα κείμενά του:

 

• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει ένα απόσπασμα από το πεζογράφημά του «Ο επιτάφιος θρήνος».

 

• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από το διήγημά του «Ομίχλη», της συλλογής διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά.

 

• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από το κείμενό του «Η παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα», της συλλογής πεζογραφημάτων Η σαρκοφάγος.

 

• Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από το κείμενό του «Τα κεφάλια», της συλλογής πεζογραφημάτων Η σαρκοφάγος.

 

Έγραψαν για το έργο του

Κριτικές από το Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου. Με τον ρυθμό της ψυχής.

Κριτικές από τον συλλογικό τόμο, με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατό του, Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου. Με τον ρυθμό της ψυχής (επιμέλεια: Νάσος Βαγενάς - Γιάννης Κοντός - Νινέττα Μακρυνικόλα), Κέδρος 2006

Βασίλης Βασιλικός: «Γιώργος Ιωάννου», σ. 17
«Πρόσφυγας, κυνηγημένος, κατατρεγμένος από μάστιγες τύπου Χριστιανόπουλου, με εμπειρίες από την εβραϊκή Θεσσαλονίκη, τη μαύρη Αφρική, την απάνθρωπη Αθήνα (πώς να ξεχάσω τις αναφορές στους ‘μακρυχέρηδες’), ζώντας μια κόλαση ο ίδιος, βρήκε τον παράδεισο μέσω της γραφής.
Φαίνεται εύκολο εκ πρώτης όψεως διαβάζοντας Ιωάννου (τον πεζογράφο) να τον μιμηθείς. Διαλέγει ο ίδιος τον εύκολο εξομολογητικό τόνο, γιατί τα βιώματά του είναι πολύ δύσκολα.
Όποιος ξεκινά από την ‘ευκολία’ της αφήγησης του Ιωάννου λαθεύει τραγικά, γιατί εκείνο που δεν είπε ποτέ ο Γιώργος είναι το τι προηγήθηκε».

Θανάσης Βαλτινός: «Πάει μου ’πες ο Γιώργος», σ. 19
«Με τον Γιώργο Ιωάννου γνωριστήκαμε το 1964. Ή ίσως το 1965. είχε γυρίσει από τη Λιβύη και έκανε τη δεύτερη θητεία του στο Καστρί - στο εκεί γυμνάσιο. Άνοιξη προχωρημένη, λίγο πριν τελειώσει η σχολική περίοδος. Έμενε στο μικρό ξενοδοχείο της περιοχής, εκτός λειτουργίας ήδη τότε, κατά παραχώρηση. Ένα στενόμακρο καμαράκι ασβεστωμένο, ένα σιδερένιο στρατιωτικό κρεβάτι. Σπαρτιάτικη ζωή. Υπάρχει μια φωτογραφία των δυο μας, στα σκαλιά αυτού του ξενοδοχείου. Ευσταλείς ακόμα, τα πρόσωπα ατσαλάκωτα. Σαράντα χρόνια πριν, δηλαδή. Ήμουν περαστικός περίπου από το χωριό μου, έμεινα μόνο λίγες μέρες. Κι εγώ που σεμνύνομαι ότι το μάτι μου κόβει, δεν κατάλαβα τίποτα από τα βάσανα που κουβάλαγε μέσα του. Φαινόταν ήρεμος, αργοπερπάτητος και προσηνής με τους ντόπιους. Καρτερικός επίσης. Μια εικόνα βεβαιότητας. Αυτή ήταν η πανοπλία του.»

Κώστας Γκιμοσούλης: «Τα λαμπερά μάτια του Γιώργου Ιωάννου», σ. 30
«Ένα κινούμενο εργοστάσιο ιστοριών και λέξεων.
Μια διαφορετική Θεσσαλονίκη, όχι μονοδιάστατη αλλά πολλών διαστάσεων.
Αστείρευτη πηγή ευθυμίας και τσουχτερού χιούμορ.»  

Θανάσης Θ. Νιάρχος: «Η ακριβή καθημερινότητα του Γιώργου Ιωάννου», 34
«Όσο κοινωνικά άψογα ή προκλητικά κι αν συμπεριφερόταν, είχες πάντα την εντύπωση ότι ο Γιώργος Ιωάννου κυκλοφορούσε μέσα σ’ ένα σκάφανδρο. Φιλικός, εγκάρδιος, άμεσος, συνεπής, όλα όμως σαν για να υπογραμμίσουν πόσο άπιαστη παραμένει στην ουσία η αυθεντικά καλλιτεχνική φύση, πόσο απρόβλεπτη μπορεί να είναι ανά πάσα στιγμή στην εκβολή του ταλέντου.»

Μιχάλης Πιερής: «Δίπτυχο για τον Γιώργο Ιωάννου», σ. 54-55
«Ο Γιώργος Ιωάννου δημιούργησε έναν καινούργιο τρόπο θέασης των γεγονότων, καθώς η λοξή ματιά του αφηγητή του δεν περιορίζεται στο ιδιωτικό (έστω ιδιότυπο βλέμμα, αλλά κοιτάζει το ιδιωτικό συμβάν πάντα μέσα από την προοπτική της ιστορικής και κοινωνικής πλαισίωσης. Η τέχνη του Ιωάννου σε αυτού του τύπου την οργάνωση της αφηγηματικής τέχνης είναι μοναδική.»

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: «Για το Φιλότιμο και τη Σαρκοφάγο», σ. 64, 65 
«Πολύ χαρακτηριστική στο Για ένα φιλότιμο είναι η επιλογή και χρήση απροσδόκητων επιθέτων, η σαφής προτίμηση για τη Μακεδονία, τους πρόσφυγες και τους λαϊκούς ανθρώπους, οι περιφρονητικές αναφορές στους κύκλους των “άνοστων λογοτεχνών” », η πλήρης αποστροφή για τη διαφαινόμενη τουριστική εισβολή (κάτι που αποτελούσε, ως άρνηση, κοινό τόπο στα κείμενα πολλών συγγραφέων κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70) και οι κεκαλυμμένες, αόριστες, θολές και μασημένες ερωτικές προτιμήσεις του αφηγητή. [...] Η σαρκοφάγος ανήκει στα ωραιότερα και ωριμότερα πεζογραφήματα του Ιωάννου. Η θεματολογία παραμένει λίγο πολύ η ίδια, αλλά οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις της αφήγησης είναι καίριες. Τα κείμενα είναι καθαρά και διαυγή, ο λόγος τελεσίδικος, η γλώσσα απογειώνεται.»)

Νίκος Δαββέτας: «Ταξίδια με τραίνο», σ. 67-68
«Κατά έναν περίεργο τρόπο, ό,τι έγραφε αισθανόμουν πως το έγραφε για μένα, πως μου έστελνε μέσω των γραπτών του κωδικοποιημένα μηνύματα, πως κάτι αβάσταχτα αληθινό μαζί μου μοιραζόταν κι έπρεπε να τον βοηθήσω στη μετάδοσή του. Σε όλα αυτά θα μπορούσα να προσθέσω και την ‘περιθωριακή μαγεία’ με την οποία παρουσίαζε τη γενέτειρά του και που ως έναν βαθμό με είχε παρασύρει στο να πλάσω  μέσα μου μια ιδεατή πόλη. Ο μύθος της ‘ερωτικής Θεσσαλονίκης’ νομίζω πως με τα γραπτά του Ιωάννου καλλιεργήθηκε και εδραιώθηκε στη συνείδηση των Αθηναίων αναγνωστών μάλλον παρά των ντόπιων.») 
 
Κώστας Ακριβός: «Στο κουρμπέτι», σ. 78
«Ο Γιώργος Ιωάννου υπήρξε μια περίπτωση ιδιάζουσα. Κάτι μεταξύ ρεμπέτη, αναχωρητή και ασκητή. Ή και Ρωμιού ντερβίση. Κι αφού η ζωή τού αρνήθηκε το εύκολο κούρνιασμα στην αγκαλιά της (αλλά κι αυτός πεισματικά της γύρισε την πλάτη), πήρε στα χέρια το μολύβι και έκανε την προσωπική του ξενητιά παραμύθι, το αίσθημα της αειφυγίας παλικαρίσιο δημοτικό τραγούδι». 

Γιάννης Βαρβέρης: «Η ευήλια καταπακτή», σ. 83-4.
«Πέρασαν λοιπόν είκοσι χρόνια από την εκδημία του Γιώργου. Αφού μέσα μου σίγουρα ζει, μπορώ να του ‘χαρίσω’ αυτά τα είκοσι χρόνια, σαν να τα ‘ζησε, μέσα από ένα ποίημα του Νίκου φωκά, που γράφτηκε ακριβώς πριν από είκοσι χρόνια!

Θα πεθάνουμε μια μέρα.
Σε είκοσι χρόνια το πολύ δεν θα υπάρχουμε πια.
Και τι 'ναι είκοσι χρόνια. Τίποτα!
Όσο το διάστημα από τα Ιουλιανά
Περίπου μέχρι σήμερα- φρίκη, φρίκη να το σκεφτείς!
Ναι, μια μέρα, αύριο κιόλας ίσως, θα πεθάνουμε.

Αυτό που ακούς σου είναι γνωστό φυσικά
Ανιαρά γνωστό μάλιστα, δεν το αρνούμαι΄
Είναι μια κοινότατη φράση που τη λέμε συνέχεια.
Αλλά όσο πιο γνωστό τόσο εγώ πιο πολύ
Το φέρνω μέσα μου σαν μυστικό.
Σαν μυστικό λοιπόν σ’ το λέω τώρα.
“Σε συνομήλικο”

Για να καταλήξει ο ίδιος ο ποιητής με το ποίημά του ‘Αυτός ο θάνατος’, γραμμένο το Φεβρουάριο του 1985, ως εξής:

Όποιος πεθαίνει πεθαίνει πάντα ο Γιώργος Ιωάννου.»




 

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Γιώργου Ιωάννου.

«Θέλω να αιχμαλωτίσω τη ζωή που έζησα…»

   Πρόθεσή μου ήταν να αιχμαλωτίσω τη ζωή που έζησα και το πνεύμα και το χρώμα και το φωτισμό, και τα γεγονότα μέσα στο φωτισμό, και το χρόνο όπως τον ένιωσα εγώ. Απόφυγα με επιμέλεια κάθε ιστορικό θέμα που δεν ήταν του καιρού μου. Προσπάθησα να δω τα γεγονότα που έζησα και που δεν έπιασε ούτε ο Τύπος της εποχής μου. Και δεν είναι που θα χαθούν αυτά καθαυτά, αλλά θα χαθεί και το πνέυμα αυτής της εποχής. Στο Δικό μας αίμα, περιέχονται δεκάξι πεζογραφήματά, πολλά εκτεταμένα.

                                                                                Εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 24 Σεπτ. 1978.

«Γύρω μας αλλάζουν τα πάντα κι εμείς είμαστε τόσο απασχολημένοι…»

     Ξέρετε, είμαι πάρα πολύ αστός, φοβερά αστός, με την έννοια βέβαια της κατοικήσεως, όχι της οικονομικής τάξεως, γιατί οικονομικά είμαι προλετάριος 100% […] Ο κόσμος μου, η βίωσή μου, η εμπειρία μου και επομένως η γλώσσα μου, τα πράγματα που είναι μέσα μου αποθησαυρισμένα με μορφή λέξεων, είναι όλα αστικά, δηλαδή του κέντρου της πόλης.

   […] Όσο για το θαυμασμό μου προς την εργατική τάξη, δηλαδή προς τη μορφή και την ηθική της λάμψη, είναι βέβαια κι ένας θαυμασμός για την τάξη μου και για την τάξη του πατέρα μου (βλέπετε, κι εδώ υπάρχει σίγουρα κάποιος ερωτικός λόγος), αλλά είναι επίσης και κάτι άλλο. Πώς να σας το πω, να, μπορεί να είμαι οικονομικά ένας προλετάριος, αλλά, βλέπετε, όχι εργάτης.  Ένας προλετάριος παρασιτικών επαγγελμάτων, όχι παραγωγικών…

    Διαπιστώνω, λοιπόν, ότι στα περισσότερα πεζογραφήματά μου ο κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από τον οποίο περιστρέφομαι, είναι μια νύξη, ένα υπαινικτικό πράγμα, όχι περιστατικό, αλλά μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από κει έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει με βάση πάλι βιωμένα στοιχεία. Όπως ξέρετε, γράφω στο πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει […] Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο και επειδή φροντίζω να καλοστήνω και να απαλείφω τις πρακτικές αντιθέσεις που μπορούν να επέλθουν εκεί μέσα, δηλαδή τα κάνω εφαρμόσιμα, πράγματα που μπορούν να γίνουν, ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές είναι περιστατικά, τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου ∙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο. Και, γενικά, πιστεύω ότι  ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του.

                                                       Περ. Διαβάζω, τχ. 9, Νοέμβρ.-Δεκ. 1977, σ. 14-29.

«Το γράψιμο είναι για μένα μια εσωτερική τακτοποίηση…»

   Βλέπω ότι η δουλειά μου διαδίδεται περισσότερο. Από την αρχή που άρχισα να γράφω δεν αντιμετώπισα καταστάσεις παραγκωνισμού ή πλήρους αδιαφορίας, κι ούτε μου γεννήθηκαν ποτέ τέτοια πλέγματα. Από την αρχή αρκετοί άνθρωποι υποδέχτηκαν πολύ θερμά τη δουλειά μου και βλέπω τώρα αυτή η θερμότητα ν’ απλώνεται σε πολύ περισσότερους. Το γράψιμο για μένα είναι εσωτερική τακτοποίηση […] Πολλές φορές τόσο είμαι απορροφημένος από την προσπάθεια μέσα στο χαρτί να τακτοποιήσω τον εαυτό μου, ώστε «συνηθίζω» πολύ αυτό που γράφω και δεν σκέφτομαι τι εντύπωση θα κάνει και τι αποτελέσματα θα έχει αν δημοσιευτεί. Έτσι είχα ορισμένες ιστορίες, που τις δημιούργησαν κάποιοι ανίδεοι και κακόβουλοι άνθρωποι, άνθρωποι που δεν ξέρουν τέλος πάντων τους χώρους των πραγμάτων στους οποίους ένα μέρος, τουλάχιστον, της σύγχρονης λογοτεχνίας έχει καταφύγει για να μπορέσει να εκφραστεί. Ένα διήγημά μου λ.χ., που δημοσίευσα το 1972 στο περιοδικό Τραμ, μου δημιούργησε του κόσμου τις ιστορίες με την Ασφάλεια –και υποφέρω ακόμη και τώρα απ’ αυτό. Γιατί κάποιοι αχαρακτήριστοι τύποι, επειδή δεν κατόρθωσαν να πετύχουν ορισμένα πράγματα από μένα και τις εξωλογοτεχνικές ασχολίες μου –και δεν το πέτυχαν γιατί είναι κακοί λογοτέχνες και δεν ήταν δυνατόν εγώ να συμβάλω ώστε να περιληφθούν εκεί που ήθελαν–, άρχισαν την πολεμική, και μάλιστα χυδαιοτάτη: Φωτοτύπησαν το διήγημα και άρχισαν να το μοιράζουν! Έτσι αυτό το διήγημα έχει γίνει το εντρύφημα όλων των υψηλά ιστάμενων, υπό τους οποίους ασκώ τα βιοποριστικά μου καθήκοντα…

                                                                                    Εφ. Η Καθημερινή, 21 Ιαν. 1979.

«Με το δικό μας αίμα μίλησα απευθείας για τη Θεσσαλονίκη…»

   Κάτι που με ευχαριστεί πάρα πολύ είναι ότι από τα βιβλία μου βραβεύτηκε Το δικό μας αίμα, το βιβλίο με το οποίο μίλησα απευθείας για τη Θεσσαλονίκη ή με τη Θεσσαλονίκη, Κάνοντας την πρόσωπο, λατρεύοντάς την και προσπαθώντας συνάμα να την πετάξω από πάνω μου. Μάταιος κόπος. Έχω προσέξει πως οι πόλεις που αποτελούν μεγάλες κοινωνίες είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Αν πιέζεσαι να μιλήσεις οπωσδήποτε για την εποχή σου, πιάνεις την κοινωνία που κατέχεις καλύτερα και είναι σαν να μιλάς για όλη τη χώρα. Και ίσως όχι μόνο γι’ αυτήν. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη τάξη του, μιλάει για την τάξη του, βλέπει από το επίπεδο της τάξης του και μόνο στα δευτερεύοντα και στο γοητηλίκη διαφέρει, καθώς προστίθενται οι ιδιαίτερες συνθήκες του, ο χαρακτήρας του και το εκφραστικό του ταλέντο.

                                                                 Εφ. Θεσσαλονίκη, 9 Ιαν. 1980.

«Εκφράστηκα, τα είπα όλα, εξετέθην, αν θέλετε…»

   Παλαιότερα πίστευα ότι η πεζογραφία είναι ν’ αποδώσεις κατά κάποιον τρόπο τέλειο αυτό που έχεις σκεφθεί. Τώρα πιστεύω πως παράλληλα και σε αρμονία μ’ αυτό (θα δώσεις ένα έδαφος κοινής συνεννόησης με τους άλλους ανθρώπους) πρέπει να αναπτύξεις μια τέτοια γλώσσα, ένα τέτοιο ύφος, ένα σύνολο εκφραστικό, ώστε μαζί με την τέρψη να βγαίνει κι ένας ολόκληρος κόσμος που να φτάνει μακρύτερα από αυτό […] Κοιτάζοντας τώρα τα πρώτα μου κείμενα, που τα έγραψα σε μιαν ανελεύθερη κατάσταση –και δεν εννοώ μόνο πολιτική, αλλά και προσωπική, γιατί ημουν δημόσιος υπάλληλος κι οι δημόσιοι υπάλληλοι όταν είναι καινούργιοι είναι υπό αίρεση, στη διάθεση του κάθε τραμπούκου–, βλέπω ότι παρά τις συνθήκες εκφράστηκα, τα είπα, εξετέθην αν θέλετε. Τελικά, φαίνεται ότι επειδή γράφω την αλήθεια μου, αλλά πολύ προσεκτικά, δεν έχω αντιμετωπίσει πολλές διώξεις, Κι ας μην είπα ψέματα ούτε για μένα, ούτε για τις ιδέες μου.

    Μου είναι πολύ ευχάριστο να ζω μέσα στην πόλη, να κινούμαι μέσα στην πόλη, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, να βλέπω την ποικιλία των ανθρώπων, όλη αυτή τη συρροή των ανθρώπων που έρχονται από τις επαρχίες τους κι έχουν μιαν άλλη συμπεριφορά, να αισθάνομαι ότι δεν παρακολουθείτε κάθε μου κίνηση από τουες ανθρώπους της μικρής κοινωνίας και πολλές φορές να αναπτύσσω γνωριμίες και φιλίες, με ανθρώπους άγνωστους ή σχεδόν άγνωστους που βοηθούν να γνωρίσεις τον άνθρωπο καλύτερα και σένα να εκφορτωθείς καλύτερα από τα δικά σου. Έχω διαπιστώσει πως ξαφνικές φιλίες μεταξύ ανθρώπων αποκαλύπτουν περισσότερο τον εσωτερικό άνθρωπο. Μιλούν και λένε πράγματα που δεν έχουν πει ποτέ σε στενούς φίλους, Ίσως από ένα χαμηλό ελατήριο, γιατί αυτόν τον άνθρωπο δεν θα τον ξαναδούν. Η πεζογραφία είναι κέντημα πάνω σ’ έναν καμβά, που είναι το υπόστρωμα. Αυτό το υπόστρωμα όμως πρέπει  να είναι από τα βιώματα του συγγραφέα. Κι όταν ο άνθρωπος εκφράζεται βιωματικά, δεν έχει προβλήματα γλώσσας. Με τη βιωματικότητα βέβαια δεν εννοώ σώνει και καλά αυτοβιογραφικότητα. Αλλά το πλαίσιο να είναι με αντικείμενα που ξέρεις. Γιατί βιωματικότητα, τελικά, είναι η βιωματική γλώσσα. Όταν το θέμα είναι οικείο, δεν υπάρχει πρόβλημα γλώσσας. Θα τα πεις με τις λέξεις με τις οποίες λέγονται, εφόσον τα ξέρεις.

                                                                                    Εφ. Ελευθεροτυπία, 18 Ιαν. 1981.

 

«Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη»

   Για τη Θεσσαλονίκη έχω κάνει ένα τέτοιο βιβλίο. Εκτός πάλι απ’ το γεγονός ότι το σκηνικό της Θεσσαλονίκης είναι πολύ συχνά μέσα στο έργο μου – όχι πάντοτε, όπως λένε πολύ οι απρόσεκτοι κριτικοί. Αλλά, για να χορτάσω εγώ ο ίδιος πρώτα πρώτα απ’ αυτή τη αγαλλίασή μου να περιφέρομαι μέσα στους δρόμους της, έχω γράψει Το δικό μας αίμα, ένα βιβλίο απευθείας γι’ αυτή […] Όσα γράφω για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για την Αθήνα, δεν είναι εμπνευσμένα από την ιστορία κι από διαβάσματα. Κάτι τέτοιο δεν το καταδέχομαι, δεν έχει καμία σημασία κάτι τέτοιο. Είναι η δικιά μου μαρτυρία, πολύ προσωπική, όχι αυτοβιογραφική: βιωματική. Ακόμα κι όταν ξέρω ότι οι μεγαλύτεροι από μένα το είχαν δει αλλιώς και το διηγούνται αλλιώς. Εγώ λέω αυτό που είδα εγώ, προσθέτοντας ίσως αυτό που λένε οι άλλοι. Θέλω, πέρα από τα γεγονότα, να δώσω την ατμόσφαιρα μέσα από την οποία τα είδα. Θέλω ουσιαστικά να δώσω τον εαυτό μου και τη νεότητά μου, τη νεανική ματιά.

Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη, ο σύνδεσμός μου μ’ αυτήν. Είναι ένας ερωτισμός, πώς να το κάνουμε. Ένας σκέτος ερωτισμός. Τελικά, ο ερωτισμός προς τους ανθρώπους που χάθηκαν. Χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, δεν ξέρω τι έγιναν. Τόσοι και τόσοι άνθρωποι, που λίγο ή πολύ ερωτευθήκαμε από τη νεανική μας ηλικία, έχουν εξαφανισθεί. Ή, μάλλον, έχει εξαφανισθεί η μορφή τους εκείνη που ερωτευθήκαμε. Αλλά υπάρχει όμως αυτή η πόλη. Υπάρχει ο τόπος. Υπάρχει το σημείο, η γωνία που τους περιμέναμε. Στο ραντεβού που τους γνωρίσαμε. Κι αυτά τα πράγματα τα αγαπώ πάρα πολύ. Γιατί αυτά παραμένουν κάπως περισσότερο αναλλοίωτα.

                                                                       Εφ. Εγνατία, 7 Σεπτ. 1981.

«Οι τόποι είναι για μένα δοχεία μνήμης…»

   Μου αρέσει το συγκεκριμένο και όχι το γενικό μέσα στη λογοτεχνία και ιδίως στη δική μου λογοτεχνία. Όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς έχουν τους χώρους των, δέχομαι όμως ότι εγώ είμαι ιδιαίτερα δεμένος με τους δικούς μου και ιδιαίτερα ρητός. Και στο θέμα του χώρου, όπως και σε πολλά άλλα είμαι, πράγματι, πολύ συγκεκριμένος. Αυτό ίσως είναι κατάλοιπο των ιστορικών σπουδών μου και των ζωηρών περί αυτά ενδιαφερόντων μου. Αρκετά κείμενά μου πλησιάζουν ίσως το «χρονικό», μα αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει. Η λογοτεχνία, ακόμα και η καλή λογοτεχνία, πλάθεται με οτιδήποτε. Μόνον ανόητοι πιστεύουν πως η καλή λογοτεχνία γίνεται από αυτό μόνον ή από το άλλο υλικό. Οι τόποι για μένα είναι δοχεία μνήμης, πιατέλες γεμάτες ορεκτικά.

   Θέλετε, φαντάζομαι, να πείτε για κάποιο χιούμορ, που ξεφυτρώνει εδώ κι εκεί μέσα στον γραπτό λόγο μου. Η αλήθεια είναι ότι το χιούμορ αυτό ξεπηδάει και στον προφορικό μου λόγο, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές. Παρ’ όλο που είμαι άνθρωπος αρκετά ταλαιπωρημένος και έχω συναντήσει αρκετές αναποδιές στη ζωή, εν τούτοις αγαπώ τη ζωή και αισθάνομαι συγκίνηση στο θέαμά της. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο της τρυφεράδας στηρίζεται το χιουμοριστικό σχόλιό μου ακόμα και δύσκολων καταστάσεων πολλές φορές. Αυτήν ακριβώς την αντιμετώπιση της ζωής την έχω μεταφέρει και στον γραπτό μου κόσμο, όπου συχνά προσπαθώ να απαλύνω την τραγικότητα με ολίγο χιούμορ, πράγμα που δεν νομίζω ότι αποτελεί βεβήλωση καμίας στιγμής.

                                                          Περ. Η λέξη, τχ. 39, Νοέμβριος 1984, σ. 805-810.

«Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου…»

   Ο έρωτας έχει μεγάλη, όπως σας είπα, θέση στη ζωή μου, μεγάλη θέση μέσα στις αξίες μου, μεγίστη. Ο θάνατος είναι ένα μέτρο μέγα, αυτό που θα μας στερήσει τα πάντα. Όσο και αν είμαι θρησκευόμενος δεν έχω καταφέρει να παρηγορηθώ. Δεν είμαι βέβαια κανένας άνθρωπος που τρόμαξα απέναντι στο θάνατο. Αλλά οπωσδήποτε βλέπω το χάος… βλέπω το χάος μετά. Και ξέρετε, δεν σας κρύβω, ότι τη μεγάλη αξία των ερωτικών σχέσεων, των ερωτικών σχέσεων λέω, δεν λέω πια των συναισθημάτων, των… πώς να σας το πω ωμά…, των συγκινήσεων εις τα κρεβάτια και αυτά, τα βλέπω από το κρεβάτι της ασθένειας ως πράγματα εντελώς θεία. Ως πράγματα που αξίζει κανείς να σκοτώσει αυτούς που τα εμποδίζουν. Μου φαίνεται ασύλλληπτο ότι τα έχω ζήσει και εγώ αυτά τα πράγματα. Και δεν σας κρ΄θβω ότι δεν βλέπω την ώρα για να τα ξανακάνω. Είναι νομίζω το ακριβώς αντίθετο από το θάνατο. Δεν νομίζω ότι η γέννηση όπως λέει η λογική είναι το αντίθετο του θανάτου. Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου.

   Στις αρχές του ’54 ετόλμησα να βγάλω μια μικρή πλακέτα. Ήταν τα πρώτα μου ποιήματα που τα ονόμασα Ηλιοτρόπια. Ήθελα να τα ονομάσω Ηλιοτρόπια των Εβραίων. Δεν ετόλμησα. Τα είπα Ηλιοτρόπια και αυτός ο τίτλος δεν μου αρέσει τώρα πια καθόλου. Μου φαίνεται θα τον αλλάξω. Σε μια καινπύργια έκδοση θα γράψω Ηλιοτρόπια των Εβραίων. Αυτό νομίζω ότι είναι ένας συαθμός. Όσο και αν το βιβλίο είναι μικρό, για μένα προσωπικά είναι μεγάλος σταθμός. Ετόλμησα. Έκανα μια κατάθεση σ’ όλη αυτή την ιστορία. Δεύτερος σταθμός, δεν νομίζω ότι είναι τόσο που έγινα βοηθός στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας, όσο ότι έφυγα από εκεί. Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού. Δεν είχε καμία έκπληξη, ήταν η ίδια από μέρα σε μέρα. Ήταν ακόμη οι καθηγητές που έπρεπε να τους προσκυνώ μέρα νύχτα ως θεούς ώστε, όταν θα έρθει η ώρα για να καταλάβω κάποια θέση, να με ψηφίσουν. Αυτός λοιπόν ήταν ένας δεύτερος σταθμός. Ότι ετόλμησα να φύγω. Άλλο σταθμό θεωρώ ότι αποδέχθηκα το διορισμό μου στο Δημόσιο σχολικό έτος ’60-’61, όπως και το ότι άρχισα εκεί στην Κυνουρία, στο τέλος περίπου του ’61, να γράφω τα πεζογραφήματά μου. Τέλος τη Βεγγάζη, όπου πήγα ως καθηγητής και ίδρυσα μάλιστα και το Γυμνάσιό της.

                                                                                          Περ. Ιχνευτής, Μάρτιος 1985.

*Τα αποσπάσματα προέρχονται από τον συγκεντρωτικό τόμο των συνεντεύξεων του Γ. Ιωάννου, Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985), πρόλογος-επιμέλεια: Γ. Αναστασιάδης, Αθήνα, Κέδρος, 1996.

Οπτικοακουστικό υλικό

• «Πεζογραφήματα» – (Έξι κείμενα) | Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) | Αφήγηση: Γιώργος Γάλλος | Κέντρο Πολιτισμού “Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος” (ΚΠΙΣΝ) 2020

• Εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου (1927-1985) που πραγματοποιήθηκε στον Πύργο της Εθνικής Βιβλιοθήκη της Ελλάδος στο ΚΠΙΣΝ στις 28 Απριλίου 2018 στο πλαίσιο εκδηλώσεων «Λόγος 3».

• Ο Γιώργος Ιωάννου μιλάει για τον βιοπορισμό των συγγραφέων στην Ελλάδα. Από την εκπομπή «Παρασκήνιο» ΕΡΤ,1982.

• Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου από την εκπομπή «Περισκόπιο» (ΕΡΤ 1986).

• Αποσπάσματα από την συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά. «Τα σκυλιά του Σέιχ σοῦ»  και η  «Ομίχλη»:

«Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»:

•Αποσπάσματα από την συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου Το δικό μας αίμα.

«Η παρέλαση των προσφύγων»

«Τα ίχνη της πυρκαγιάς»:

• Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου από την εκπομπή του Δαυίδ Ναχμία «Ιχνηλάτες» τον Φεβρουάριο του 2005. Αποτελείται από επτά μέρη.

Μέρος 1:

• Ο Γιώργος Ιωάννου περιδιαβαίνει τους δρόμους της Θεσσαλονίκης και μιλάει για τους πρόσφυγες.

• Βίντεο από ερασιτεχνική κασσέτα που βρέθηκε στα κατάλοιπα του συγγραφέα, στο οποίο ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρεται στο βιβλίο του Καταπακτή και μιλάει για το νέο λογοτεχνικό είδος του οποίου υπήρξε εισηγητής, του Πεζογραφήματος. Από την εκπομπή της ΕΡΤ2 «Στοπ καρέ»:

• Η αναπαράσταση του Αθηναϊκού σπιτιού του Γιώργου Ιωάννου στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από τη δωρεά της οικογενείας του συγγραφέα των προσωπικών του αντικειμένων.