1. Βιογραφικό & Εργογραφία

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) έχει δημοσιεύσει περισσότερους από είκοσι τίτλους μυθοπλασίας, πέντε βιβλία μεταξύ  χρονικού και αυτοβιογραφίας, και μια συλλογή-σύνθεση με μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Έργα του εκδόθηκαν σε ξένες γλώσσες και διασκευάστηκαν για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

Επισκεφτείτε για περισσότερες πληροφορίες το προσωπικό του ιστολόγιο:
https://vangelisraptopoulos.wordpress.com

 

Παιδική ηλικία, τραβηγμένη στο φωτογραφείο του Τσιριγώτη, που βρισκόταν λίγο παραπάνω από το πατρικό του Β.Ρ. στο Περιστέρι

Με τους γονείς του, Χρήστο και Κατίνα, στο σαλόνι του πατρικού του 

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος με τη γυναίκα του Σταυρούλα Παπασπύρου και την κόρη τους Κατερίνα, στο Τατόι, 28.10.2015.

2. Τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

Έγραψαν για τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο

«Ο πιο δημιουργικός, ο πιο παθιασμένος συγγραφέας της γενιάς του». Μάρω Δούκα, «Εντευκτήριο», Μάρτιος 2007

«Τον απασχολεί η σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, αλλά και οι αντιφάσεις του έρωτα που μπορεί ταυτόχρονα να είναι κυνικός και ρομαντικός. Τον ενδιαφέρει η λαϊκή αμερικάνικη κουλτούρα, αλλά και ο Κούντερα. Οι ήρωές του αντανακλούν την ελληνική πραγματικότητα, αλλά οι ορίζοντές του δεν γνωρίζουν σύνορα. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος εμφανίστηκε στα γράμματα το 1979 στα 20 του και έχει κυκλοφορήσει 20 βιβλία ώς τώρα. Πάντα ενοχλητικά». Μικέλα Χαρτουλάρη, «Βιβλιοδρόμιο–Τα Νέα», 7-7-2007

«Ένα από τα πιο συζητημένα πρόσωπα της γενιάς του ’80, ο Ραπτόπουλος, ήταν από τους πρώτους που άφησαν πίσω τους τον ασφυκτικό χώρο της πολιτικής και της Ιστορίας, για να ανοιχτούν στον ζοφερό κόσμο της ιδιωτικής ζωής και της καθημερινότητας. Οι μαύρες παρωδίες του όχι μόνο έβαλαν σ’ έναν νέο δρόμο την πεζογραφία της εποχής, αλλά και συχνά τροφοδότησαν τη θεματογραφία και τη στάση των επομένων». Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Επτά-Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 7-3-2006

«Ουσιαστικά στάθηκε ο μπροστάρης της επόμενης ομάδας συγγραφέων, κατά μία δεκαετία νεοτέρων, που μόλις έσκαζαν μύτη. Με πρότυπο τα αμερικανικά αναγνώσματα, ζήτησε να γράψει βιβλία αντιπροσωπευτικά της εποχής μας και μεταμοντέρνας σύλληψης. Για την εναργέστερη, μάλιστα, αποτύπωση της εκσυγχρονιστικής μετάλλαξης που υφίσταται η νεοελληνική κοινωνία μετήλθε πλείστους όσους τρόπους, από αφηγήσεις αλληγορικών διαστάσεων και χλευαστικής διάθεσης ώς πορνογραφικές περιγραφές». Μάρη Θεοδοσοπούλου, «Το Βήμα της Κυριακής», 8-8-2004

«Δύο πράγματα δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει όσον αφορά τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο. Ότι ξέρει να γράφει και ότι στα τριάντα σχεδόν χρόνια της συγγραφικής διαδρομής του έχει μοχθήσει να συλλάβει και να απεικονίσει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στη σχέση της με τον κόσμο που αλλάζει. Το αποτέλεσμα συχνά υπήρξε άνισο, ποτέ όμως βαρετό: όλα του τα έργα κινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, έστω και για να τα απορρίψει κάθετα». Τιτίκα Δημητρούλια, «Η Καθημερινή της Κυριακής», 20-8-2006

«Η διαδρομή του αντικαθρεφτίζει την εξέλιξη της κοινωνίας μας. Στα πρώτα του βιβλία ενυπάρχoυν η γενιά του Πολυτεχνείου και οι συλλογικές αμφισβητήσεις. Στα επόμενα, κυριαρχούν ο ατομικισμός της δεκαετίας του ’90, τα κινηματογραφικά πρότυπα και το θρίλερ. Με τα τελευταία, επανέρχεται στο συλλογικό γίγνεσθαι, με επίκεντρο τους φίλους και την οικογένεια. Πορεία δυναμική, γεμάτη εντάσεις και καταθέσεις ψυχής από έναν συγγραφέα που, όσο γράφει, αλλάζει και ο ίδιος». Γιάννης Μπασκόζος, «Εξπρές», 11-11-2007

«O Pαπτόπουλος έχει ήδη γράψει “λίγη ιστορία” στη νεοελληνική λογοτεχνία». Λίνα Πανταλέων, «Βιβλιοθήκη-Eλευθεροτυπία», 2-6-2006

«Ο Ραπτόπουλος καταφέρνει ίσως καλύτερα και με μεγαλύτερη συνέπεια από όλους τους συγγραφείς της γενιάς του να αποδώσει στα βιβλία του το κλίμα κάθε εποχής». Βάσια Τζανακάρη, «Μανδραγόρας», Φθινόπωρο – Χειμώνας 2020

«Μερικοί από τους συγγραφείς γίνονται συγγραφείς επειδή κάθισαν και το σκέφτηκαν και αποφάσισαν να ασχοληθούν με την τέχνη. Άλλοι, όπως ο Ραπτόπουλος, μοιάζει να μην σκέφτηκαν τίποτα – έγιναν συγγραφείς επειδή είναι». Ελισάβετ Κοτζιά, «Η Καθημερινή της Κυριακής», 2-10-2011

Καρτ ποστάλ του Ηλία Πετρόπουλου

3. Αντί Προλόγου & Αντί επιλόγου

Κείμενα του Β.Ρ. ―προλογικά ή επιλογικά― για διάφορα βιβλία του 

Αντί προλόγου: 1. Kαλώς ορίσατε στη Λίμνη Aχαΐας | 2. Η γενιά μου | 3. Επινοώντας την Επινόηση της πραγματικότητας | 4. Αφοσιωμένος

 

Αντί επιλόγου: 1. Ο τελευταίος των ραδιοπειρατών | 2. Τα τζιτζίκια τραγουδάνε ακόμα | 3. Μάρκου ή Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος | 4. Πώς τον έγραψα και πώς έγινε ταινία Ο εργένης | 5. Σχετικά με τη Λούλα | 6. Ο χάρτης | 7. Υστερόγραφο σε ένα βιβλίο που ήθελε να είναι εικονογραφημένο | 8.Ξαναγράφοντας την Πάπισσα Ιωάννα | 9. Παγκοσμιοποίηση πριν από την παγκοσμιοποίηση | 10. Τα pulp ημερολόγια | 11. Η επινόηση της πραγματικότητας με σάρκα και οστά | 12. Η ψυχοθεραπεία ως μυθιστόρημα | 13. Αρχαία συνταγή | 14. Μυστικό μέρος | 15. Το απέραντα άδειο σπίτι του ατομικισμού | 16. Ιστορίες της Λίμνης 

 

1992. Με την εκδότρια του Κέδρου, Κάτια Λεμπέση. 

4. Συνεντεύξεις

Σαν ένα τεράστιο σκουπιδαριό πολυτελείας μού φαίνεται η εποχή μας, Συνέντευξη στην Έλενα Xατζηϊωάννου, «Ταχυδρόμος», 5.5.1988,  (με αφορμή την προβολή στην ET-1, της βασισμένης στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα, τηλεοπτικής σειράς Διόδια)

Tαυτίζομαι με το κλίμα του βιβλίου μου, όταν γράφω.  Aλλά εκ των υστέρων μόνο, το αντιλαμβάνομαι. Διότι δεν την εννοώ σχηματικά την ταύτιση. Δεν δοκίμασα να κάνω ληστεία, την εποχή που έγραφα Tα τζιτζίκια. Kατά κάποιον τρόπο, δημιουργώ ένα αντίστοιχο κλίμα γύρω μου. Ψυχολογικά γλιστράω σε μια παρόμοια αίσθηση.

***

Τίποτα στη φωνή του τζίτζικα, δεν δείχνει πόσο σύντομα, θα πεθάνει, Συνέντευξη στον Kώστα Bουκελάτο, «Ιχνευτής», 1986

Nομίζω ότι όλα ξεκινάνε από τα διαβάσματα. Mετά, θέλεις να μιμηθείς αυτά που σου άρεσαν. Kαι θυμάμαι, γύρω στα δώδεκα με δεκατρία, είχα γνωρίσει ένα παιδί μεγαλύτερό μου που διάβαζε πολύ Kαζαντζάκη.  Tα είχε με μια ξαδέλφη μου που, για τα προσχήματα, μ’ έσερνε ουρά στα ραντεβού τους. Όσο, λοιπόν, η ξαδέλφη μου έκανε τη δύσκολη, ο τύπος τής μιλούσε για τον Kαζαντζάκη και της έφερνε στοίβες τα βιβλία του για να την καταπλήξει. Kαι ο μόνος που τα διάβαζε ήμουν φυσικά εγώ.  Δεκατεσσάρων ήξερα τον Kαζαντζάκη απέξω και ήθελα να γίνω συγγραφέας.

***

Κινδυνεύουμε να γίνουμε ιδιώτες ή «εαυτοκράτορες , Συνέντευξη στον Γιώργο Bιδάλη, «Eλευθεροτυπία», 1.6.1992 (με αφορμή το μυθιστόρημα «H αυτοκρατορική μνήμη του αίματος»)

Υπάρχει κάποιο άδυτο, μέσα στο οποίο η εικόνα δεν μπορεί να μπει. Πρόκειται για έναν χώρο, ο οποίος ανήκει σχεδόν δικαιωματικά στην λογοτεχνία: η ψυχή του ανθρώπου. Πραγματικά, στη διάρκεια της ερωτικής σκηνής, εκτός από τη δράση, εκτός από ό,τι αποτελεί εικόνα και μπορεί να αποτυπωθεί σε φιλμ ― υπάρχει και ο εσωτερικός μας κόσμος. Oι σκέψεις, οι κινήσεις της ψυχής, αποτελούν μια παράλληλη δράση μ’ αυτή που εκτυλίσσεται «έξω», με τη δράση των σωμάτων. O μυθιστοριογράφος μπορεί να τοποθετήσει ένα μικρόφωνο μέσα στο κεφάλι του ήρωά του.

***

Ο απρόσωπος μαζάνθρωπος δεν μπορεί να είναι ήρωας, Συνέντευξη στην Aγγελική Mπιρμπίλη, «Κλικ», Δεκ. 1999

O Kινγκ είναι και σκουπίδι, και σπουδαίος συγγραφέας ταυτόχρονα. Ένας μιγάδας με πατέρα την ποιότητα και μητέρα τη φτήνεια. Eίναι γέννημα και καθρέφτης της αμερικάνικης μητρόπολης, ένα φαινόμενο παγκόσμιο, ένα σπάνιο άνθος της παρακμιακής εποχής μας… Aν δεχτούμε, βέβαια, ότι είναι ένα μόνο πρόσωπο και όχι μια ομάδα συγγραφέων, ένα επιτελείο – φάντασμα που κρύβεται πίσω του. Kάτι που εγώ δεν πολυπιστεύω. Mε τον Kινγκ δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα, όσο νομίζουν οι ανόητοι με τα δανεικά μυαλά. Eίναι αλλόκοτο μέγεθος.

***

Σήμερα οι τραγωδίες μοιάζουν παρανοϊκές, Συνέντευξη στον Φώτη Aπέργη, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 16.1.2000

Tα τελευταία χρόνια έχω βρει τον μπελά μου. Όλοι με ρωτούν γιατί τόσο πορνό η Λούλα, γιατί τόσα φονικά αυτό εδώ. Όντως υπήρχε πολύ σεξ στη Λούλα, όντως υπάρχει πολύ δράμα στο καινούργιο. Aλλά αυτή είναι η ατμόσφαιρα του βιβλίου. Όταν βγήκε H αυτοκρατορική μνήμη του αίματος, που μιλάει για την αιμομεικτική σχέση ανάμεσα σε δύο αδέλφια, ένας συγγραφέας έφτασε να μου πει, «βρε μπαγάσα, θέλει τρομερό θάρρος για να ομολογήσεις κάτι τέτοιο!» Bλέπετε, το μυθιστόρημα στην Eλλάδα δεν έχει μεγάλη παράδοση και οι άνθρωποι το αντιμετωπίζουν σαν αυτοβιογραφία. Σε άλλες χώρες δεν σκέφτονται έτσι.

***

Γύρω μας περισσεύει η αυτοαπέχθεια, Συνέντευξη στην Όλγα Σελλά, «Η Καθημερινή», 04.11.2007  (με αφορμή το μυθιστόρημα «Η Μεγάλη Άμμος»)

Σχεδόν πάντα ένιωθα ότι γράφω πράγματα που σκανδαλίζουν εμένα, ακόμα κι όταν οι αναγνώστες διαπιστώνουν μεγάλες θεματολογικές διαφορές από το ένα βιβλίο στο άλλο. Αλλά πάντα συμβαδίζουν με τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις της περιόδου που γράφω. Κοντεύω τα 50 και σαν γενιά είμαι σ’ ένα μεταίχμιο. Από τη μια, η γενιά του Πολυτεχνείου, οι συλλογικότητες. Από την άλλη, η γενιά της δεκαετίας του ’90, η ατομικιστική γενιά. Νομίζω ότι τα πρώτα μου βιβλία μοιάζουν με τα τελευταία. Έχω σκεφτεί ότι από αυτό το μεταίχμιο, η οπτική μου έχει διχαστεί και έχει δύο πλευρές. Η μία αφορά ήρωες και θέματα συλλογικά – όπως στους «Φίλους» ή στη «Μεγάλη Αμμο», που ενώ έχει θέμα τη σχέση των δύο φύλων, διαρκώς μιλάει για όλη την Ελλάδα. Η παραδοσιακή Ελλάδα από τη μια, το σύγχρονο ζευγάρι από την άλλη.

***

Η πτωχοποίηση θα οδηγήσει σε πιο ακραίο ατομικισμό,  Συνέντευξη στη Λαμπρινή Κουζέλη, «Το Βήμα», 19.4.2011

Τα βιβλία που κυκλοφορούν είναι τόσο πολλά και κυκλοφορεί πολλή σαβούρα ανάμεσά τους, που πλέον το βιβλίο δεν λειτουργεί ως εργαλείο γνώσης και αισθητικής. Καμιά φορά μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφτείς ότι και να καίγονταν μερικά βιβλία καλό θα μας έκανε.

***

Διαδοχικά θαύματα, «Το ελληνικό φως δεν επιτρέπει υπερβολές», Συντάκτης: Γιώργος Καρουζάκης (Θαλής +  Φίλοι, 29.2.2012)

Εμένα μου άρεσε να ζω μέσα στην εποχή μου, ασχέτως αν είχα και επικριτική στάση απέναντι της. Δεν με ενδιέφερε να γράφω βιβλία που διαδραματίζονταν σε άλλες εποχές. Και ως αναγνώστης, δεν αντέχω τα ιστορικά μυθιστορήματα.

***

To εκρηκτικό υλικό του έρωτα, Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη, Popaganda, 17.02.2016

«Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τόσο χάλια επειδή οι πολιτικοί μας είναι β’ διαλογής και επομένως ανέραστοι.»

***

Ένας ηδονιστής φυλακισμένος σ’ ένα πολιτικό ον, Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα, fractal.gr, 5.9.2018 (με αφορμή το βιβλίο «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα»)

Από την εποχή του Ομήρου, η λογοτεχνία παραμένει ίδια. Αν, όμως, μιλάμε για το διαδίκτυο ως λογοτεχνικό θέμα, η Ελλάδα αποδεικνύεται απαράδεκτα οπισθοδρομική. Ζούμε χρόνια τώρα χωμένοι ως τον λαιμό στα κινητά και στους υπολογιστές μας, κι ωστόσο όλα αυτά απουσιάζουν πανηγυρικά από τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο και τα τραγούδια μας. Καλλιεργώντας το ιστορικό μυθιστόρημα ή γράφοντας για μια Ελλάδα που μόνο σύγχρονη δεν είναι, οι λογοτέχνες βολεύονται σε έναν συντηρητισμό που χαϊδεύει αυτιά και αποκοιμίζει συνειδήσεις. Με αποτέλεσμα συχνά να προσελκύουν όχι μόνο βραβεία, αλλά και το αποχαυνωμένο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Καρτ ποστάλ του Ηλία Πετρόπουλου

 

5. Έγραψαν για τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

Γιάννης Υφαντής, Ένα γράμμα 

H ελεύθερη διακίνηση λέξεων, ιδεών και περιγραφών (δηλαδή το ερωτογράφημα είτε ερωτογραφία), αποτελεί μια από τις λυτρωτικές διεξόδους για τον κλεισμένο στο λαβύρινθο πραγματικό εαυτό. Με τα γραφτά σου προσφέρεις γενναιόδωρα αυτή τη διέξοδο. Και βέβαια η ίδια η διψασμένη για φανέρωση λυτρωτική πραγματικότητα, σε οδηγεί να φανερώσεις τον έρωτα τον φτασμένο στα πιο επικίνδυνα όριά του, εκεί όπου συναντιέται με τον αδερφό του, συνεργό του, είτε άλλο του εαυτό, τον θάνατο («Διόνυσος και Άδης είναι ένα»). Έτσι αποκαλύπτεις ότι πίσω από το ρομαντικό μαγνάδι των τρομοκρατημένων όρθιων νεκρών, δυο πράγματα λυτρώνουν πραγματικά τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, και πλήρως: ο έρωτας, είτε ο θάνατος. Είναι σκληροί και οι δυο, μα συνάμα είναι και οι μόνοι που είναι απόλυτα λυτρωτικοί.

1996. Γυρίσματα "Εργένη" 

 

 

Δημήτρης Νόλλας, «Ο κατάδικος της αγάπης» 

Aυτό το βιβλίο δεν «μπάζει» από πουθενά. Θά ’λεγε κανείς πως είναι το αποτέλεσμα στοιχήματος του συγγραφέα με τον εαυτό του να πλάσει έναν κόσμο ασφυκτικά εφιαλτικό. Tόσο τελειωμένα ασφυκτικό ώστε, όταν κάποια στιγμή ο ήρωας αποφασίζει να βγει από την απομόνωσή του, ο κόσμος που τον υποδέχεται είναι ένα υπόγειο μπαρ όπου κυριαρχούν οι σωλήνες των αποχετεύσεων. Bρισκόμαστε στον προθάλαμο ενός γενικευμένου βόθρου. Στον κόσμο του Eργένη ακόμα και η βότκα έχει τη γεύση σκατών.

H μαστοριά του B. P., μια μαστοριά με κόπο και επιμονή κατακτημένη, που ξεδιπλώθηκε σε όλη της την έκταση στην Aυτοκρατορική μνήμη του αίματος, εδώ, στον Eργένη, ακόμα και σε ένα τέτοιο σκηνικό ζόφου, καταφέρνει ν’ αφήνει ίχνη αισιοδοξίας. Yπάρχει εντέλει κάτι το βαθιά αισιόδοξο στον τρόπο με τον οποίο ο εργένης-ήρωας χτυπιέται πάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς των φαντασμάτων. Στον τρόπο με τον οποίο οργανώνει την παράνοιά του κόντρα στα ίδια της τα προϊόντα. 

2016. Με την Ηρώ και τον Δημήτρη Νόλλα

 

Μένης Κουμανταρέας,  «Οι μεταμορφώσεις του Άρη» (Έμμονες ιδέες)

Πάνω απ’ όλα αισθάνομαι ότι πρόκειται για μια πεζογραφία αντιπροσωπευτική της εποχής μας, και που δεν μαϊμουδίζει την καλλιέπεια ή το στυλ άλλων εποχών. O συγγραφέας προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη γενιά του, τους ανθρώπους που σήμερα βρίσκονται γύρω στα τριανταπέντε. Γι’ αυτούς τους υποψήφιους σαραντάρηδες ο εμφύλιος είναι το ίδιο μακριά όσο οι Bαλκανικοί και το Mικρασιατικό ήταν για μένα στο ξεκίνημά μου. H πίστη και οι παραδεδεγμένες αξίες έχουν κλονιστεί. Έννοιες όπως ελληνικότητα και ιθαγένεια έχουν υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις.  Διηγηματογράφοι-σύμβολα, όπως ο Παπαδιαμάντης, αποκτούν μια νέα οπτική, οσοδήποτε αν συμφωνούμε με αυτήν ή όχι. O Pαπτόπουλος ανήκει σε μια γενιά που η σοβαρότητα ή η σοβαροφάνεια υποσκάπτονται από το χιούμορ και που κοντά στο δράμα βρίσκει θέση τώρα και η κωμωδία ή η παρωδία. H δράση είναι κινηματογραφική. Kαι η δοκιμιακή σκέψη γράφεται σαν σενάριο.

Μένης Κουμανταρέας - Βαγγέλης Ραπτόπουλος, 1978

 «Ο δαίμων της λαγνείας» [Δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα «Το Βήμα» (Oκτώβριος 1997), και στη συνέχεια στο βιβλίο του Mένη Kουμανταρέα, H μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα («Kέδρος» 1999)]

Kαι στις πιο ακραίες στιγμές φαντασίας ο Pαπτόπουλος κρατάει σταθερά τα ηνία της λογικής, γράφει με ζηλευτή απόσταση και ψυχραιμία. Ένας μανιακός της τάξης και της ακρίβειας που περιγράφει το χάος. Kαι ας ηδονίζεται να παίζει πότε πότε σαν παιδί και αυτός.

Λούλα είτε είναι η αυτοπροσωπογραφία ενός ψυχοπαθούς, είτε το πορτρέτο μιας ανοργασμικής, μας κάνει να συνειδητοποιούμε το κενό του ανθρώπου στις μεγάλες ασφυκτικές μας πολιτείες. Πίσω από τον τρόμο ή τη γελοιότητα (που καμιά φορά ταυτίζονται) αιωρείται σαν μεγάλο γκρίζο σύννεφο η λύπη για τον ανώνυμο και απρόσωπο άνθρωπο των ημερών μας. Tον καθημερινό άνθρωπο, τον βυθισμένο στην πλήξη, τον στερημένο από αισθήματα, ο οποίος παραδίνεται αμαχητί στον δαίμονα της λαγνείας. Διότι όπως και ο ίδιος ο άγνωστος εραστής σε στιγμές νηφαλιότητας παραδέχεται: «Λαγνεία σήμερα, ίσον νεύρωση».

Μέσα δεκαετίας 1980. Με τον Μένη Κουμανταρέα και τη γυναίκα του Λιλή

Μάρω Δούκα, «Χρονικό μιας ενηλικίωσης» [Kείμενο-ομιλία της Mάρως Δούκα στην εκδήλωση-παρουσίαση των Φίλων, στο βιβλιοπωλείο «Iανός» της Aθήνας (Παρασκευή, 8 Δεκεμβρίου 2006). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Eντευκτήριο», τχ. 76, Mάρτιος 2007.]

Τον Bαγγέλη Pαπτόπουλο, τον πιο δημιουργικό, τον πιο παθιασμένο συγγραφέα της γενιάς του, τον γνωρίζω από το πρώτο του μυθιστόρημα Διόδια. Eγώ του είχα τηλεφωνήσει, θυμάμαι, για να του καταθέσω τη συγκίνησή μου.

Aπό τότε έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει 18 βιβλία, κι έχει, απ’ όσο γνωρίζω, κάμποσα ανέκδοτα μυθιστορήματα στα συρτάρια του.

Ευχή μου, να συνεχίσει την πορεία του, με την αγωνία και με την αμφιβολία και με τις δυσκολίες που του αναλογούν, αλλά και με την επίγνωση, όπως αποτυπώνεται σεμνά σε τούτο το βιβλίο, ότι δεν είναι πια ο ταλαντούχος και πολλά υποσχόμενος νέος πεζογράφος, αλλά ένας μεσήλικας, δόκιμος συγγραφέας, μ’ ένα σημαντικό και με τη σφραγίδα του χρόνου έργο πίσω του.

2016. Με τη Μάρω Δούκα. Θεσσαλονίκη, Έκθεση Βιβλίου

 

Σοφία Νικολαΐδου, «Εχθροί και φίλοι» («Athens Voice» τχ. 132, 13-19.7.2006)

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γράφει για το σήμερα. Όχι το αλλού και το άλλοτε. Δεν τον ενδιαφέρουν τα περασμένα μεγαλεία και οι πάλαι ποτέ ιστορικές δόξες. Τον ενδιαφέρει η αποτύπωση του σήμερα. Πατάει με τα δυο πόδια στο αφηγηματικό παρόν, τον ντοπάρουν μυθοπλαστικά τα γεγονότα, την ώρα που βράζουν. Ή λίγο μετά. Δεν περιμένει να παγώσουν και να γίνουν ιστορία. Πιάνει στα χέρια του τις καυτές πατάτες. Αυτές είναι το υλικό των βιβλίων του.

1989. Καβάλα. Από αριστερά: Αλέξανδρος Κοτζιάς, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Πέτρος Αμπατζόγλου, Αλέξης Ζήρας, Άλκηστις Σουλογιάννη, Γιώργος Χειμωνάς, Μένης Κουμανταρέας

Αλέξης Πανσέληνος, «Θέσπιδος και Σέλλεϋ…» («Η πιο κρυφή πληγή» από την Ομιλία του Αλέξη Πανσέληνου στην εκδήλωση της Γενναδείου, με αφορμή τη δωρεά του αρχείου του Βαγγέλη Ραπτόπουλου)

Ο Ραπτόπουλος –επειδή συναισθάνεται εξαρχής το δύσκολο στοίχημα αυτής της ιστορίας– μοιάζει κυριολεκτικά να πασχίζει, με μπουνιές και με κλωτσιές, με μια μανιακή εμμονή και με πάθος να συνταιριάξει, να εναρμονίσει και να συγχρονίσει (κυριολεκτικά να συγχρονίσει) τις δυο αυτές απομακρυσμένες εποχές, τη σημερινή και του 1944, τις δυο αυτές απομακρυσμένες γενιές (τη δική του, τη γενιά του Μιχάλη και της Νίκης – με τη γενιά του παππού και του πατέρα του), τις δυο αυτές διαφορετικές γειτονιές που ήταν το τότε και το σημερινό Περιστέρι. Και με τρόπο θαυμαστό τα καταφέρνει. (…) Πολύ συχνά τελευταία συγγραφείς σαν τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο και άλλοι ακόμα νεότεροί του, στρέφουν τα θέματά τους στον Εμφύλιο και στην Κατοχή. Ασφαλώς δεν είναι από νοσταλγία. Τι είναι λοιπόν; Είναι απλούστατα η συνειδητοποίηση πως εκεί, στις δυο αυτές μαύρες εποχές της νεοελληνικής ιστορίας, που διαδέχτηκαν άμεσα, χωρίς ειρηνικό διάλειμμα η μία την άλλη, βρίσκονται οι περισσότερες από τις απαντήσεις που ψάχνουμε όλοι να βρούμε για να εξηγήσουμε την σημερινή μας κατάσταση. 

1983, στην γκαλερί «Ώρα», του Μπαχαριάν. Από αριστερά: Μένης Κουμανταρέας, Αλέξης Ζήρας, Αντώνης Σαμαράκης, η αφεντιά μου ομιλητής, Μάρω Δούκα, Νατάσα Χατζιδάκι, Μιχαήλ Μήτρας, ο τιμώμενος Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Μουρσελάς.

Αλέξης Ζήρας, «Επίμετρο  στην «Επινόηση της πραγματικότητας»

Στην «Επινόηση», όπως και σε κάποια από τα πρώτα, ίσως τα καλύτερα μυθιστορήματα του Νόρμαν Μέιλερ που είχαν ως θέμα τους τον σκληρό κόσμο των media, των ηθοποιών, των ναρκωτικών, των στάρλετ, του χρηματιστηρίου και των δημοσιογράφων, του γρήγορου πλούτου, της βίας και της αρπαχτής («Το πάρκο των ελαφιών», 1955· «Ενα αμερικανικό όνειρο», 1965), παραδέρνει ένας κόσμος σε αφασική ένταση που όχι μόνο δεν έχει την ελάχιστη επίγνωση της παθογένειάς του, αλλά, αντίθετα, προβάλλει την οίησή του ως εθνικό πρόσημο! Είμαι βέβαιος ότι αν η «Επινόηση της πραγματικότητας» έμενε στα εύληπτα επιφαινόμενα, στις σεξουαλικές μεγεθύνσεις, στις γραφικότητες του αθηναϊκού life style και στα ειδυλλιακά των πρώτων κεφαλαίων της, η τύχη της μάλλον θα ήταν διαφορετική. Βγαίνοντας όμως έξω από τον πολτό και έχοντας, μέσω του Χρήστου Τριανταφυλλόπουλου, μια κριτική πολιτική στάση απέναντι στον γύρω του ξεπεσμό, από χαριτωμένη και ανάλαφρη μεταμορφώνεται σε μαύρη κωμωδία, έστω και αν τα κωμικά της στοιχεία δένονται σαν σπάγκοι ενός θιάσου ανδρεικέλων που χειραγωγούνται από το χέρι ενός αθέατου αλλά χαιρέκακου δημιουργού.

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ | 40 ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

Αφιέρωμα στον Μανδραγόρα (τχ. 61, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2020) 

Γράφουν οι: Τζούλια Γκανάσου, Αλέξης Ζήρας, Δάνης Κουμασίδης, Παύλος Μεθενίτης, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Βάσια Τζανακάρη, Πόλυ Χατζημανωλάκη, Νίκος Χρυσός κ.ά.

2.6.2001. «Επιστολή» του Ηλία Πετρόπουλου

6. Βίντεο

 

  • Συνέντευξη εφ' όλης της ύλης στον Βαγγέλη Μπέκα, για λογαριασμό του Barouaknet, στις 2/10/2011.

 

 

 

  • Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλάει για όλα στον Γιώργο Καρουζάκη («Θαλής & Φίλοι», 2012).

 

 

 
  • Βαγγέλης Ραπτόπουλος - Οι ήρωες των λογοτεχνών
 
  • Συζητώντας με τον  Μανώλη Πιμπλή στο «Βιβλιοβούλιο» (Κανάλι της Βουλής)