Χρονολόγιο Αντρέα Φραγκιά

της Έρης Σταυροπούλου 
(Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 426, Φεβρουάριος 2002)

1921: Γεννιέται στην Αθήνα. Γονείς του ο Εμμανουήλ Φραγκιάς (δημόσιος υπάλληλος, από την Ανώπολη Σφακιών, 1873-1930) και η Αλεξάνδρα (Αθήνα, 1893-1981).

1939: Αποφοιτά από το πρακτικό τμήμα του Βαρβάκειου Πρότυπου Λυκείου. Συμμαθητής του ο Άρης Αλεξάνδρου, με τον οποίο δένεται με θερμή φιλία. Στη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων δημοσιεύσει τέσσερα διηγήματα στο περιοδικό του σχολείου του 'Μαθητική Ζωή'. Παράλληλα με το γράψιμο ζωγραφίζει. Εγγράφεται στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ) αλλά δεν παίρνει πτυχίο. Συνδέεται με τη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση.

1940: Πρώτη του δημοσιογραφική δουλειά στο περιοδικό 'Παρασκήνιο' με συνεντεύξεις καλλιτεχνών. Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής εντάσσεται σε αντιστασιακή ομάδα μαζί με τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Γεράσιμο Σταύρου, τον Χρήστο Θεοδωρόπουλο, τον Λεωνίδα Τζεφρόνη κ.α. Εργάζεται στον παράνομο Τύπο. Αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα με τους ίδιους ήρωες το οποίο ολοκληρώνει αλλά καταστρέφεται αργότερα εξαιτίας των περιπετειών της ζωής του.

1945: Δημοσιογραφεί επαγγελματικά στην 'Ελεύθερη Ελλάδα', απογευματινή εφημερίδα του ΕΑΜ. Αρχισυντάκτης είναι ο Τάσος Χαΐνογλου, που υπήρξε ο δάσκαλός του στη δημοσιογραφία, και βοηθός του ο Δημ. Χατζής. Αναλαμβάνει το οικονομικό ρεπορτάζ και το υπουργείο Ανεφοδιασμού. Ολοκληρώνει το τρίτο μυθιστόρημά του, με τίτλο Επιστροφή (ένα κεφάλαιο δημοσιεύεται το 1976).

1947: Αρχίζει να γράφει το Άνθρωποι και σπίτια. Μάρτιος: συλλαμβάνεται μαζί με άλλα πεντακόσια άτομα και εξορίζεται στον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας βάσει ενός νόμου περί ληστείας που προβλέπει ποινές για τους παρέχοντες άσυλο στους τροφοδότες των ληστών. Ανάμεσα στους συνεξόριστους είναι και ο Δημήτρης Χατζής. Οκτώβριος: απολύεται με την «αποσυμφόρηση» των νησιών της κυβέρνησης Σοφούλη. Χωρίς σταθερή εργασία.

1949, Σεπτέμβριος: παρουσιάζεται στην Κόρινθο για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

1950, Ιανουάριος: εξαιτίας των κοινωνικών του φρονημάτων οδηγείται στην Μακρόνησο (Β’ τάγμα). Οκτώβριος: παίρνει άδεια για ένα χρονικό διάστημα, επανέρχεται και παραμένει ως το 1952.

1953: Επιστρέφοντας από τη Μακρόνησο αρχίζει να εργάζεται σε διάφορες εφημερίδες: 'Εμπρός', 'Φιλελεύθερος', 'Ώρα', 'Αλλαγή', 'Αυγή' και 'Ανεξάρτητος Τύπος'. Στην τελευταία, για ένα περίπου εξάμηνο, γράφει μαζί με τον Νίκο Βώκο τη δισέλιδη εβδομαδιαία «εφημερίδα» 'Η εφημερίς των αιώνων. Παγκόσμια Επιθεώρησις Ιστορίας και Πολιτισμού', όπου σχολιάζει με τη μορφή σύγχρονου ρεπορτάζ τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας. Αρχίζει να γράφει ένα ακόμη μυθιστόρημα.

1955: Εκδίδει το Άνθρωποι και σπίτια.

1960: Αρχίζει να εργάζεται στις 'Εικόνες' και στη 'Μεσημβρινή'. Προβάλλεται η ταινία Το μεγάλο κόλπο (αρχικός τίτλος Η έκτη μέρα) του Χρήστου Θεοδωρόπουλου με σενάριο δικό του σε συνεργασία με τον Νίκο Βώκο.

1961: Προσπαθεί να ξαναγράψει το δεύτερο, χαμένο, μυθιστόρημά του (δημοσιεύεται μόνο ένα κεφάλαιο το 1977). Το Άνθρωποι και σπίτια εκδίδεται μεταφρασμένο στα γερμανικά από την Ulla Hengst και τη Μέλπω Αξιώτη στην ανατολική Γερμανία (Menschen und Häuser. εκδ. «Volk und Welt»).

1962: Εκδίδεται το μυθιστόρημα Η καγκελόπορτα. Καλοκαίρι: παίζεται το θεατρικό έργο Πέντε στρέμματα παράδεισος που έγραψε σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Σταύρου.

1964: Ταξιδεύει στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία με την ευκαιρία της μετάφρασης στις χώρες αυτές του Άνθρωποι και σπίτια (ουγγρικά από τον László Tarr: Emberek és házak, εκδ. «Kossuth», 1965, και ρουμανικά από την Polixenia Karambi: Oameni şi case, εκδ. «Editura pentru Literatura Universala». Κατόπιν επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση, όπου το 1965 μεταφράζεται η Καγκελόπορτα από τη Nina Podjiemskaja (Zheleznie Vorota, εκδ. «Progress»). Ένα εκτενές ρεπορτάζ που ετοίμασε από το ταξίδι αυτό παραμένει ανέκδοτο (εκτός από ένα πολύ μικρό μέρος του, που δημοσιεύεται το 1981 στο 'Αντί', με τίτλο «Με δεμένες τις βαλίτσες»).

1967: Το τρίτο μυθιστόρημά του, Λοιμός, σε μια πρώτη μορφή με τίτλο Τα ζώα και υπότιτλο Σημειώσεις φυσικής ιστορίας, είναι έτοιμο να εκδοθεί από το «Θεμέλιο». Μετά την 21η Απριλίου, όμως, το τυπογραφείο καταστρέφεται και μαζί του και το βιβλίο. Μάιος-Οκτώβριος: προσπάθεια μόνιμης εγκατάστασης στο Παρίσι μαζί με την οικογένειά του (τη γυναίκα του Κούλα και τις δυο του κόρες). Επιστροφή στην Ελλάδα. Εργάζεται στην εγκυκλοπαίδεια 'Δομή' και μεταφράζει.

1971: Κυκλοφορεί στο Παρίσι η Καγκελόπορτα σε γαλλική μετάφραση της Nicole Zurich (La grille, εκδ. «Gallimard»).

1972: Εκδίδεται ο Λοιμός με αρκετές αλλαγές. Ένα απόσπασμα δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού 'Αντί', του οποίου η έκδοση διακόπτεται από τη χούντα.

1974: Με τη μεταπολίτευση αρχίζει να δημοσιογραφεί στην 'Καθημερινή', απ’ όπου παραιτείται μόλις ο Κοσκωτάς αναλαμβάνει την εφημερίδα.

1975: Συμμετέχει στον «Ελληνικό μήνα» του Λονδίνου. Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημά του (Εκείνος που έλειπε) δημοσιεύεται στον 'Ηριδανό', τεύχος 1/13, Αύγουστος-Σεπτέμβριος.

1976: Ως απεσταλμένος της 'Καθημερινής' κάνει ένα σύντομο ταξίδι στην Αυστραλία. Αργότερα ταξιδεύει στην Ανατολική Γερμανία. Γυρίζεται η ταινία Happy Day του Παντελή Βούλγαρη, βασισμένη στο Λοιμό. Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημά του (Επιστροφή) δημοσιεύεται στην 'Ελληνική πεζογραφία', 1976, «Ερμείας».

1977: Κυκλοφορεί η Καγκελόπορτα στην Ουγγαρία μεταφρασμένη από τη Βαγγελιώ Τσαρούχα και τον Kálmán Szabó (A vasrácsos kapu, εκδ. «Európa»). Κεφάλαιο από ανέκδοτο μυθιστόρημά του (Ως τη γέφυρα) δημοσιεύεται σε έκδοση των μαθητών του ΚΕ’ Λυκείου Αρρένων Αθηνών.

1978: Η Καγκελόπορτα γυρίζεται ταινία από τον Δημήτρη Μακρή. Κυκλοφορεί στο Παρίσι ο Λοιμός σε γαλλική μετάφραση του Jacques Lacarrière (L'épidémie, εκδ. «Gallimard»). Σεπτέμβριος: συζήτηση με τον Δ. Μαρωνίτη και τον Α. Αργυρίου στα γραφεία της εφημερίδας 'Αυγή' για τον Ά. Αλεξάνδρου με αφορμή τον πρόσφατο θάνατό του.

1979: Αρχίζει σποραδική συνεργασία με το 'Αντί'. Νοέμβριος: ταξιδεύει στην Κύπρο, όπου δίνει διάλεξη με θέμα «Ιστορία και επικαιρότητα στο μυθιστόρημα». 

1981-1982: Μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων.

1983: Κυκλοφορεί μεταφρασμένος ο Λοιμός στη Σοβιετική Ένωση.

1985: Εκδίδεται ο πρώτος τόμος του μυθιστορήματός του Το πλήθος (ο δεύτερος τόμος θα εκδοθεί το 1986).

1987: Παίρνει το Α’ Κρατικό Βραβείο για Το πλήθος.

1990: Στη δεκαετία του ’90 δημοσιεύει εκτενή άρθρα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάσταση στα Βαλκάνια στην εφημερίδα 'Τα Νέα'.

1994: Αφιέρωμα του περιοδικού της Πάτρας 'Ελίτροχος' στο έργο του (τεύχος 2, Απρίλιος-Ιούνιος).

1995: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» αγγλική μετάφραση της Καγκελόπορτας (The Courtyard. Μετάφραση Martin Mckinsey, στη σειρά Modern Greek Writers). Με την ευκαιρία των πενήντα χρόνων από την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του οργανώνονται μια σειρά από εκδηλώσεις για το έργο του: 21 Μαρτίου, Πάτρα, με ομιλητές τον Α. Αργυρίου, τον Γ. Γιατρομανωλάκη και τον Τ. Καρβέλη. Απρίλιος: Πανεπιστήμιο Αθηνών, με ομιλητή τον Γ. Γιατρομανωλάκη. 24 Νοεμβρίου, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, με τον Α. Αργυρίου, τον Γ. Γιατρομανωλάκη, τον Σπ. Πλασκοβίτη και τον Στέφανο Τασσόπουλο. 

1997: Κεφάλαιο από ανέκδοτο μυθιστόρημά του δημοσιεύεται στο περιοδικό 'Θέματα Λογοτεχνίας' (τεύχος 4).

2000: Τιμάται με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο της δημιουργίας του. Αφιέρωμα του περιοδικού 'Αντί' στο έργο του (τεύχος 714, 26 Μαΐου).

2002, 6 Ιανουαρίου: Πεθαίνει ήρεμα ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια.

photo: χειρόγραφη επιστολή του Α. Φραγκιά - πηγή: αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.

Έγραψαν/είπαν για τον Α. Φραγκιά

ΒΙΝΤΕΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΦΡΑΓΚΙΑ
Μια συζήτηση για τη διαχρονική αξία του έργου του Ανδρέα Φραγκιά, πώς ο συγγραφέας αναμετρήθηκε με την εποχή του, και γιατί αποτελεί ακόμα πηγή έμπνευσης, ιδιαίτερα στις «διαφορετικές» μέρες που βιώνουμε.
ΣΥΝΟΜΙΛΟΥΝ ΟΙ:
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφέας, Θοδωρής Χιώτης, φιλόλογος, ποιητής, μέλος συντακτικής ομάδας περιοδικού [φρμκ], Ελισάβετ Κοτζιά, κριτικός βιβλίου, συγγραφέας.
 
H στοχαστική λογοτεχνία του Ανδρέα Φραγκιά, του Παντελή Μπουκάλα
Για να αποχαιρετήσουμε τον Ανδρέα Φραγκιά όπως του αρμόζει, για να μιλήσουμε για τον άξιο δημοσιογράφο, λογοτέχνη και πολίτη που έσβησε στα πλήρη ογδόντα ένα του όσο ήσυχα και σεμνά έζησε τη γόνιμη εμπλοκή του με τη γραφή, θα πρέπει πρώτα πρώτα να θυμηθούμε και να εμπιστευτούμε εκ νέου ένα νόμο που μοιάζει ανυπόληπτος και απαράδεκτος στις ποσοτικές ημέρες μας, ημέρες της άγριας μεγεθολατρείας: το λίγο είναι σπουδαίο, λοιπόν, το λίγο μπορεί ν’ αξίζει πολύ περισσότερο από το ογκώδες, το μαζικό, το διάσημο, το κραυγαλέο και το αυτοδιαφημιζόμενο.
Στα τριάντα χρόνια της δημόσιας λογοτεχνικής του γραφής (αφού η πολύχρονη δημοσιογραφική εργασία του υπήρξε κατά κύριον λόγο ανώνυμη, ανυπόγραφη), στον μισόν αιώνα που διέρρευσε από την πρώτη του εμφάνιση, ο Ανδρέας Φραγκιάς τύπωσε τέσσερα μυθιστορήματα όλα κι όλα (κρατώντας στο συρτάρι όσα κείμενά του έκρινε πως δεν είχαν ολοκληρωθεί): το «Ανθρωποι και σπίτια» το 1955 (οι άνθρωποι σε μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας, έναν χρόνο έπειτα από μιαν απελευθέρωση που η κυριολεξία της δεν ίσχυσε για όλους, με τα «καμένα σπίτια» και κυρίως την καμένη μνήμη, αφού «όλοι ξέρουμε πως καήκανε και δε μιλάμε γι' αυτό»), την «Καγκελόπορτα» το 1962 (δίκαιη και μεστή ιστόρηση του μετεμφυλιακού δράματος και των ριζικών κοινωνικών μεταλλαγών στο άστυ), τον «Λοιμό» το 1972 (βασανιστές και βασανιζόμενοι σε ένα εφιαλτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και «αναμόρφωσης», με πιθανό πρότυπο τη Μακρόνησο, όπου ο συγγραφέας υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος, στα χρόνια 1950-52, πληρώνοντας για τα φρονήματά του και την αντιστασιακή του δράση, όπως τρία χρόνια πριν είχε πληρώσει εκτοπιζόμενος στην Ικαρία) και το δίτομο «Πλήθος» το 1985 και το 1986, ένα έργο που τίμησε τις υψηλές επιδιώξεις του, γραμμένο με τον Τζορτζ Οργουελ κατά νουν αλλά και τον Φραντς Κάφκα (το παράδειγμα του οποίου είχε επενεργήσει και στον «Λοιμό», όπου ιστορούνται οι μαζικές κοινωνίες μας, ασφυκτικά ελεγχόμενες από αόρατους κυβερνήτες και επιτηρητές).
«Ολα κι όλα τέσσερα βιβλία»; Μα μήπως είναι ήδη πολλά; Μήπως δεν αρκούν τέσσερα πεζογραφήματα για να συνθέσουν έναν κόσμο ολόκληρο αν ο δημιουργός τους είναι γερός μάστορας, σεμνά ικανός, τίμιος απέναντι στην τέχνη του; [...] Μήπως θα πρέπει να τυπώνει ένα έργο κάθε χρόνο, ακόμη κι αν δεν έχει τίποτε να πει, αλλά μόνο και μόνο για να βρίσκεται στη δημοσιότητα και να εκμεταλλεύεται τους πολλούς της πόρους, όπως επιτάσσουν τα νέα ήθη;
Τον Ανδρέα Φραγκιά θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε - επειδή κ α ι είχε να πει κ α ι είχε τρόπο να τα πει, ένα «μάγο ύφος», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Στάθη Δρομάζου, που, εσωτερικεύοντας με την πολλή επεξεργασία τις κατακτήσεις του, αυτοτιθασευμένο, αρνείται πεισματικά οποιασδήποτε μορφής πολυτέλεια, ως προς τις λέξεις, τα συντάγματα, τις εικόνες και την πλοκή. Θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε επειδή, εκτός όλων των άλλων, όσα έθιξε στα κείμενά του και η λογοτεχνική μέθοδος με την οποία τα ανέδειξε εξακολουθούν να προηγούνται σε πολλά της πεζογραφίας η οποία τον ακολούθησε, κυρίως δε εκείνης που καταπιάστηκε με θέματα ίδια με τα δικά του.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8 Ιανουαρίου 2002

Η τυφλή βία, της Ελισάβετ Κοτζιά
[...] «Σε λίγο φάνηκε ένας κουβαριασμένος. Τον στήσαν σ' ένα σωρό πέτρες, κάπως όρθιο, λίγο πλαγιασμένο. Τα ρούχα του έχουν λεκέδες από αίμα. Μα ποιος είναι; Μήπως εκείνος που έπεσε και του πάτησαν τα δάχτυλα οι πέτρες. Πέσαν πολλοί σήμερα και χτες και προχτές, κάθε μέρα πέφτουν... Ο αυτόχειρας έχει λιώσει στον ιδρώτα. Τρέμει καθώς περνάει τα πεζούλια, άκρη-άκρη στο γκρεμό. Γονατίζει στις ανηφοριές και σέρνεται στις πέτρες. Το παράλυτο κορμί του χτυπημένου όλο και γλιστράει, του φεύγει από την ράχη του. Είναι αναίσθητο, βάρυνε υπερβολικά. Έχει πολλή ώρα ν' ακούσει τα βογγητά του. Σα να μην αναπνέει πια». Αυτά ο Αντρέας Φραγκιάς στον «Λοιμό» και ο ασπαίρων χαρακτήρας των απαίσιων γεγονότων.
Πόσο απέχει άραγε η ανεξέλεγκτη λεκτική βία του σήμερα, η άγρια ρατσιστική βία του σήμερα, η χουλιγκανική βία του σήμερα, η οργίλη βία του σήμερα και η απειθής βία του σήμερα από τη γενικευμένη βία των αλληλοσπαρασσόμενων του Εμφυλίου και από την επακόλουθη εκδικητική βία του κράτους που καταδυνάστευσε τελικά τους πάντες; Και ναι μεν δεν βιώνουμε τα κερκυραϊκά τα οποία μας περιέγραψε με ανατριχιαστική ακρίβεια ο Θουκυδίδης, πόσο απέχει όμως η σημερινή ισχνή, αδύναμη, ανίκανη να θωρακιστεί δημοκρατία, από την αποτρόπαια πιθανότητα της κατάρρευσής της;
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Τέχνες και γράμματα, 24 Ιουνίου 2012

… Άνθρωποι και σπίτια: ταιριάζει η ατμόσφαιρα ενός γλυκού και μελαγχολικού συνοικιακού απογεύματος όπως ήταν οι αθηναϊκές συνοικίες γύρω στο ’45, αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Μια γειτονιά εργατική με χαμηλά σπίτια στην οποία μπορεί μεν το εργοστάσιο να είναι κλειστό και οι άνθρωποι να βρίσκονται χωρίς εργασία, αλλά που τα χρώματα είναι ακόμα γαλάζια, ρόδινα και όπου η σκόνη σηκώνεται δοξαστικά. Οι άνθρωποι εκεί κοιτάζουν ένα φίλο τρυφερά, μια κοπέλα λατρευτικά. Κι ας διαψεύστηκαν σε όσα τους υποσχέθηκαν όταν θα τελείωνε ο πόλεμος, εκείνοι έχουν για στήριγμα την πίστη τους σε μια ιδεολογία και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή…
Μένης Κουμανταρέας, Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 426, Φεβρουάριος 2002

ΟΣΟΙ ΓΡΑΦΟΥΝ ΑΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ένα συγγραφέα που, κατά τα φαινόμενα έστω, έχει δώσει το σημαντικότερο μέρος του έργου του, προκειμένου να επισημάνει τι «εκόμισε στην τέχνη» -για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια φορά την κοινόχρηστη αυτή έκφραση-, ανατρέχουν συνήθως στα κορυφαία έργα του ή, τουλάχιστον, σ’ αυτά που ως τώρα θεωρούνται κορυφαία. Έτσι, αν θα ήθελε κανείς να ιδεί την προσφορά του Αντρέα Φραγκιά απ’ αυτή την οπτική, θα έπρεπε να επιλέξει το μυθιστόρημα Λοιμός, που επαινέθηκε όχι μόνο για τις αρετές του καθαυτές («έργο βαρυσήμαντο» και «αριστουργηματικό» το χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς), αλλά και επειδή συστοιχιζόταν με τα έργα κορυφαίων της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας στην πεζογραφία: λ.χ. το Αποικία των τιμωρημένων του Φραντς Κάφκα ή το Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, του Σολζενίτσιν. Ακόμα πιο ριζοσπαστικό στη σύνθεσή του παρουσιάζεται το δίτομο μυθιστόρημά του Το πλήθος, τελευταίο, έργο του…
Χριστόφορος Μηλιώνης, Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 426, Φεβρουάριος 2002

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ ΦΡΑΓΚΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ μυθιστοριογράφος του μετα-πολέμου. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και έγραφε αποκλειστικά μυθιστόρημα – το μυθιστόρημά της. Δεν τον απασχολεί η ιστορία αλλά η μετα-ιστορία, το αποτύπωμα της πρώτης στην ψυχή και στα πράγματα, η άδοξη καθημερινότητα…
Η πεζογραφία του Φραγκιά βρέθηκε μέσα στην κοίτη του κοινωνικού ρεαλισμού, χωρίς να παρασυρθεί στην κανονιστική εκτροπή του, το «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Αντίθετα, προχώρησε από τη διακριτική ανανέωση προς την ανατροπή των συμβατικών ορίων του ρεαλισμού, φέρνοντας το κοινωνικό μυθιστόρημα σε μια προσεκτική και αντιδογματική νεωτερικότητα...
Δημήτρης Ραυτόπουλος, Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 426, Φεβρουάριος 2002

… Βασικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος [Η καγκελόπορτα] είναι η αντίληψη της τριπλής ενότητας: του χώρου, του χρόνου και της δράσης. Επίσης, η αντικειμενική παράσταση του κλίματος και των καταστάσεων που βιώνουν τα πρόσωπα της ιστορίας. Ο μυθιστοριογράφος εργάστηκε στη βάση ενός μελετημένου σχεδίου στην επίπονη προσπάθειά του να δώσει το κλίμα της ψυχροπολεμικής μετεμφυλιακής εποχής και τη διάχυτη απειλή μιας παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής.
Παράλληλα, στήνει μια τεράστια φανταστική φυλακή στην οποία όλοι, καταζητούμενοι και συμβατικά ελεύθεροι, είναι δεσμώτες που αγωνίζονται να επιβιώνουν. Σ’ αυτό το κλίμα της γενικής ασφυξίας, τα φρονήματα των ανθρώπων μεταλλάσσονται από το φόβο ή την ανάγκη. Έτσι γίνονται όργανα του συστήματος, για να απαλλαγούν από το φαύλο κύκλο στον οποίο είναι μπλεγμένοι…
Γ. Δ. Παγανός, Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 426, Φεβρουάριος 2002

Ο Αντρέας Φραγκιάς είναι μάλλον ολιγογράφος συγγραφέας. Μέσα στις τέσσερις δεκαετίες της συγγραφικής του δράσης δημοσιεύσει μόνο τέσσερα μυθιστορήματα (ένα ανά δεκαετία): Άνθρωποι και σπίτια (1995), Η καγκελόπορτα (1962), Λοιμός (1972) και το δίτομο Πλήθος (1985-86). Όμως παρά το φειδωλό της γραφής του, ο Φραγκιάς βαραίνει πολλαπλά στη συνείδηση των Ελλήνων αναγνωστών αλλά και στην απρόσωπη γραμματολογία μας – για την ουσιαστική συμβολή του στην υπόθεση της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας μας, τόσο για τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει και πραγματώνει το θέμα του όσο και για το ήθος του λόγου και των αισθημάτων του.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 426, Φεβρουάριος 2002

Στο έργο του Φραγκιά καθρεφτίζεται ο παραλογισμός της τελευταίας 30ετίας, της Μαρίας Ξυλούρη
[...] Σήμερα, ίσως ακόμα περισσότερο από τότε, η πραγματικότητα έχει αρχίσει να κινείται με τον τρόπο ενός δυστοπικού μυθιστορήματος˙ μοιάζει να προσπαθεί να έρθει στα μέτρα του «Πλήθους», αντί το «Πλήθος» να προσπαθεί να τη φέρει στα μυθιστορηματικά μέτρα.
Δεν ξέρω πόση δύναμη χρειάστηκε ο Φραγκιάς για να γράψει αυτό το μεγαλειώδες βιβλίο που όντως, δεν συνοψίζει μόνο εκείνη την τριακονταετία αλλά και την επόμενη (αυτή που ζούμε εμείς). Αλλά του είμαι ευγνώμων που τη βρήκε, κι ευγνώμων που έγραψε το βιβλίο ακριβώς όπως το έγραψε.
ΤΑ ΝΕΑ, 8 Αυγούστου 2012, στήλη: Το βιβλίο που με σφράγισε

Αποσπάσματα

– Είδα, σε μια στιγμή πως όλα τα μάτια του κόσμου είταν δεμένα μαζί μου. Ζητούσανε επιταχτικά και θυμωμένα να βάλω δύναμη και μαστοριά. Μούγινε χρέος πια να κάνω ό,τι μπορώ για να μην ακουστεί η κομμένη ανάσα κι’ αυτό το «αχ»! που ξεφεύγει απ’ όλους όταν χαθεί κάτι που περιμένουν. Έτσι φουσκώνεις από καινούργιο αέρα. Παραδίνεσαι στην ανάσα του κόσμου που ανεβαίνει για να ξεσπάσει ύστερα στο φωναχτό. Όσο κατέβαινε ο ήλιος, φοβόμουνα πως το παιχνίδι θα τελειώσει πριν απ’ τη νίκη. Λέγανε να κρατήσουμε ισοπαλία και χρειάστηκε, τότε, πολύ κουράγιο για να τραβήξεις την αναπνοή του κόσμου πέρα από κει, που διστάζει να προχωρήσει γιατί βολεύτηκε. Όταν είδανε πως κι’ αυτό είτανε μπορετό, αρχίσανε να φωνάζουνε παθιασμένα. Τότε εγώ φοβήθηκα. Είπες τίποτα Όλγα; Αξίζει βέβαια να κουράζεσαι για να δεις πόσο ευχαριστημένος είναι ο κόσμος στο τέλος. Σκέφτουμαι με πόσο λίγα πράματα χαίρεται. Κάτσε, Όλγα. Σούταξα πως απόψε θα βγαίναμε περίπατο μαζί, μα σε γέλασα. Η Τασία τόσκασε, σα να μη μπορούσε να μείνει άλλο μαζί μας. Τον πατέρα τον σούρνει απ’ τη μύτη η θεία κι’ αυτός μεθάει. Κι’ εγώ είμαι πολύ φοβισμένος για όλ’ αυτά. Αν πάθεις εσύ τίποτα θα τρελαθώ. Ξέρεις πως όλη τη μέρα παίζω, έχω στα χέρια μου το θάνατο. Ναι, μια μικρή κρύα σπίθα που ξεφεύγει απ’ τα σύρματα. Άμα πάθεις εσύ τίποτα, δε θα ξέρω πια αν δεν τα πιάσω, όχι ξεπίτηδες, από λάθος. Κι’ ούτε θα ξαναπαίξω πια. Όσες φορές έπαιξα δεν είτανε κανείς δικός μου στο γήπεδο. Ούτε η Τασία, ούτε συ ήρθες να με δεις ποτέ. Όχι για μένα, έτσι για να χαζέψεις. Δε φωνάξατε ποτέ ζήτω για κάτι πούκανα εγώ. Και να το ξέρεις, θα ξεχώριζα τη φωνή σας μέσα στις χιλιάδες του κόσμου. Κι’ η Τασία με κορόιδευε. Νάναι ένας άνθρωπος να χαρεί για μένα. Όλοι νοιάζουνται για την ομάδα. Καταλαβαίνω Όλγα πως μπορώ να κάνω πολλά. Ναι, ό,τι θελήσω. Νιώθω τη δύναμη να σφίγγεται στο κορμί μου, μα δε θα ξαναπάω στο ποδόσφαιρο. Αυτό είναι μόνο για το απόγεμα της Κυριακής. Θέλω να κάνω κάτι που να πιάνει τόπο. Θα μάθω τέλεια τον ηλεχτρισμό. Είναι μεγάλο πράμα ο ηλεχτρισμός, Όλγα. Μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων. Θα μάθω, όχι να φτειάχνω διακόπτες, αντιστάσεις και μετασχηματιστές, μα και τα άλλα. Να σου πω και κάτι άλλο; Τώρα μούρθε στο νου. Από μικρός τρέχω στις μπάλες και στα γήπεδα. Ξέρεις γιατί; Για νάμαι μέσα σε κόσμο, να προσπαθάω να γίνει κάτι που να ενδιαφέρει πολλούς. Να φωνάζουνε ζήτω οι άνθρωποι της γειτονιάς και να ξέρω πως κάτι έκανα και γω γι’ αυτό. Και λέω: Μέσα σε τόσο κόσμο θα βρω και δυο φίλους. Θα βρεθεί κάποιος να χαρεί και για μένα. Νάμαι κάτι στη γειτονιά και να με χαιρετάνε. Νόμιζα πως έτσι θάβρισκα και καμιά κοπέλλα. Μα εσύ δεν ακούς! Όλγα. Κοιμήθηκες;
Από το μυθιστόρημα Άνθρωποι και σπίτια (α' έκδοση 1955, σελ. 57-58)

Το καφενείο της γωνίας έκλεισε, αλλιώς δε θάταν καφενείο. Τη νύχτα όλα κλείνουνε, τα παράθυρα, τα μαγαζιά, τα βλέφαρα. Έμεινε μόνο η άσφαλτος που δείχνει πως είναι καμωμένη από κατράμι. Σαν μια ταλαιπωρημένη πλάτη, εργασμένη απ’ τα βήματα και τις ρόδες που τσουλάνε ολημερίς στο πετσί της. Δουλεύει κι’ ο δρόμος, όπως κι’ όλα που υπάρχουν. Το λεωφορείο αυτό έκανε το τελευταίο του δρομολόγιο. Ύστερα η άσφαλτος θα κουλουριαστεί ή θ’ απλωθεί, κατά το πώς την βολεύει. Τα βήματα λιγόστευαν, οι πόρτες κλείσανε κι’ όλα ταχτοποιήθηκαν σε μια απέραντη ακαταστασία. Το φως στην ταμπέλα του μαγαζιού ανασηκώνει μια άκρη της νύχτας απ’ το δρόμο ως το ύψος του και την κάνει μια τέντα στερεωμένη λίγο πιο πάνω απ’ το κεφάλι σου. Από κει και πάνω είναι ολόκληρη η νύχτα με την κοσμική απεραντοσύνη της. Η ταμπέλα όμως νύσταξε. Και σένα το ρούχο σου κουράστηκε, αποζητάει το καρφί. Όλα είναι καινούργια κι’ ας φαίνονται πως έχουν παλιώσει. Αποκτούν κι’ οι πέτρες την πείρα του χρόνου. Και συ, ύστερα από τόσα χρόνια και μια τεράστια διαδρομή, ξαναγυρίζεις αλλιώτικος σ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους. Όσα προσπάθησες να κάνεις σήμερα, έπρεπε νάχαν γίνει από χτες, πριν από καιρό. Αργήσαμε πολύ, νυχτώσαμε, παρά λίγο να χαθούμε στη νύχτα. Κι’ ούτε μπορείς να το αναπληρώσεις. Ίσως αύριο, ναι αύριο… θυμάσαι πώς ξεκίνησες; Δεν είναι δυνατό, οι πέτρες δεν μπορούν να διαψεύσουν την στερεότητά τους. Είναι τόσο γνώριμες που αν δε φοβόσουν θα κρυφομιλούσες μαζί τους ακουμπώντας μαλακά με τα δάχτυλα, τους αρμούς και τη σκόνη πούχουν στην επιφάνειά τους. Έτσι θα μάθαινες περισσότερα για τον εαυτό σου. Οι πόρτες τούτης της γειτονιάς δε φράζουνε καλά. Είναι σανιδένιες κι’ ακούγονται οι μιλιές από τους διπλανούς. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό, μόνο εκεί στον τοίχο πέφτουν δυο-τρεις γραμμές απ’ τον γλόμπο της γωνίας. Πώς δε φοβούνται, αλήθεια, αυτοί που περπατάνε τις νύχτες; Γυρίζουνε όλο μεράκι και ιδέες σπίτι τους, λίγο ζαλισμένοι, μ’ ένα όνειρο στα βλέφαρα, αρχινισμένο απ’ το δρόμο. Μετράς τους περαστικούς. Κάποιος στάθηκε στην πόρτα. Ναι, τα βήματα τελειώσανε ως εδώ κι’ ύστερα συνεχίστηκαν βιαστικά. Ποιος νάναι τέτοια ώρα; Οι άλλοι κοιμούνται. Κι’ όταν ανάβει κάποιο τσιμπλιάρικο φως, θαρρείς πως έχεις πυρετό. Θα θυμηθείς πως κάποτε δε χωρούσαν όλα τα όνειρα στα μάτια σου κι’ όσα περισσεύανε, κατρακυλούσαν σαν δάκρυα. Και τότε είχες πυρετό, όλος ο κόσμος στριφογύριζε και συ μεθούσες με τη γλυκειά βουή του ρυθμού του. Τα σταυροδρόμια φαίνονται πότε-πότε, ακανόνιστα, στρεβλά και μπερδεμένα, πολύ μπερδεμένα μάλιστα, σα να μετακινούνται όπως στριφογυρνάς στο κρεβάτι σου, όταν ο ύπνος είναι δύσκολος. Ποτέ, όμως, δε χάνεις το δρόμο. Εκτός αν θέλεις μόνος σου να χαθείς. Τις περισσότερες φορές βρίσκεις οπωσδήποτε την πόρτα σου, σα να σε περιμένει από χρόνια.
Από το μυθιστόρημα Η καγκελόπορτα (α' έκδοση 1962, σελ. 169-170)

Η καθαριότητα συνεχίζεται, αλλά τα ποντίκια δεν λένε να πεινάσουν. Τριγυρίζουν μακάρια κι’ ευτυχισμένα στους ασβεστωμένους χώρους, σα να χαίρονται την πάστρα. Θα έχουν, σίγουρα, ανεξάντλητα αποθέματα στα λαγούμια τους, δε δείχνουν καμμιά ανησυχία ή τον πανικό του πεινασμένου. Κάτω από το χώμα παράγουν αδιάκοπα τα δηλητήριά τους. Το πειθαρχείο τροφοδοτείται συνέχεια με βρωμιάριδες και βρωμιστές, με πρόσωπα ύποπτα και καταχθόνια που αδιαφορούν για την καθαριότητα. 
«Παραμέλησες επικίνδυνα τα καθήκοντά σου. Το σακίδιό σου είναι ρυπαρό όπως τα πόδια σου και η συνείδησή σου.»
Η φράση ήταν πετυχημένη. Ο επόπτης κορδώθηκε με αυταρέσκεια για το εύρημά του. Και το λέει αδιάκοπα: Ο λαιμός και τα νύχια σου είναι μαύρα σαν την συνείδησή σου, οι απόπατοι δεν καθαρίστηκαν τέλεια και μοιάζουν με την συνείδησή σου που δεν έχει εξυγιανθεί.
Από το μυθιστόρημα Λοιμός (α' έκδοση 1972, σελ. 220)

Γύρισε προς τον απαιτητικό προβολέα και συνέχισε: «Δεν έχω βιογραφία, μήπως οφείλω ν’ απολογηθώ γι’ αυτό;  Κι αν μου καταλογίζεται σαν έλλειψη, δεν φταίω. Δεν πρόλαβα ν’ αποκτήσω. Είναι πολλοί που δεν έχουν τίποτα να πουν για τη ζωή τους. Η δική μου άρχισε σ’ ένα κενό, στην περίοδο που αποτραβιούνται τα νερά κι υποχρεώνεσαι να βαδίσεις στον γυμνωμένο βυθό. Βλέπεις βέβαια παράξενα πράματα, μα ούτε η κούραση ούτε όσα τύχει να παρακολουθήσεις αποτελούν στοιχεία βιογραφίας. Τα γεγονότα είχαν περάσει. Βρέθηκα σε καταστροφές κι έπεσα σε ναυάγια, μα όλα αυτά ήταν κρίσιμα περιστατικά στη ζωή των άλλων. Στη δική μου διαδρομή δεν σημειώθηκε ναυάγιο, γιατί έλειψε η δυνατότητα να πλέει η βάρκα έστω και στα ρηχά. Δεν έχω να επιδείξω τα έργα και τις πράξεις που ζητάς. Προσπάθησα να καταλάβω, κι ήταν τόσα πολλά… Αυτό δεν φτάνει. Έτσι, καθώς φαίνεται, κρίνουν κι αυτοί που με κατηγορούν πως είμαι θεατής. Μα τι άλλο μπορούσα να κάνω; Περιμένω μια ολόκληρη απάντηση κι όχι την προσταγή να μιλήσω.»
Ο προβολέας τον παράτησε και προσηλώθηκε στα κτίρια της πλατείας. Σε μερικά έχουν στήσει σκαλωσιές κι επισκευάζουν τις προσόψεις τους. Γι’ αυτό λοιπόν ανάψανε δυνατούς προβολείς στις γύρω στέγες, για να εργάζονται και τη νύχτα. Τίποτα το παράξενο, ούτε ανακρίσεις ούτε άλλα σύμβολα. Κτίρια διοικητικά, γραφεία επιχειρήσεων, τράπεζες που χρειάζονται ανακαίνιση. Ίσως να προσβλήθηκαν από την περίεργη αρρώστια των σπιτιών, δεν αποκλείεται όμως να πλήγιασαν από το διαφημιστικό σφυροκόπημα. Η κρούση των επαναλήψεων γίνεται σκληρότερη και από γρανίτης.
Από το μυθιστόρημα Το πλήθος 1 (α' έκδοση 1985, σελ. 136)

Ολομόναχη και χαμένη η Κλειώ δεν νοιάζεται διόλου αν το τρένο προχωρήσει ή όχι. Αισθάνεται να πονάει παντού, δεν ξέρει αν είναι ολόκληρη μια πληγή. Στο παραμικρό άγγιγμα θα βάλει φωνή, όπως πιο πριν που πέρασε ένας βιαστικός και τη σκούντησε. Δεν χωράει πουθενά, όλα είναι αιχμές. Κλείνει τα μάτια ν’ αποφύγει τη φασαρία, μα βουλιάζει μέσα της, νιώθει μόνο όγκους σκοταδιού που μετακινούνται. Τα χέρια της άδεια, δεν υπάρχει πια το βαλιτσάκι που έκλεινε τόση ζωή. Πόσο γρήγορα χάνεται ολότελα ένας άνθρωπος…
Το στρίμωγμα γίνεται πυκνότερο καθώς διαλύονται κι άλλα βαγόνια. Τα ξύλα περνάνε δύσκολα πάνω από τα κεφάλια έτσι που πήξανε οι διάδρομοι. Οι μετακινήσεις σταμάτησαν, όλοι θα μείνουν στη θέση τους, μ’ όποια μούτρα έτυχε να βρεθούν απέναντί τους. Ας τα συνηθίσουν. 
Δεν έχω από πού να κρατηθώ, συγχωρέστε με που πέφτω απάνω σας, σας κουράζω, γιατί τραντάζεται τόσο τώρα το τρένο; Θα είναι το τμήμα της διαδρομής. Εσείς θα ξέρετε, θα κρατηθώ από τους ώμους σας… είσαστε ακλόνητος, πολύ γερός. Όχι τόσο, στηρίζομαι σε μια πλάτη πίσω μου. Κρατήστε με και σεις, θα πέσω, κοντεύει να διαλυθεί, τρέχει σαν παράλυτο, έτσι, σας ευχαριστώ. Δεν γίνεται αλλιώς. Σας αρέσει το σώμα μου; Δυστυχώς δεν μπορώ να σας δω ολόκληρη. Μα, όπως το κρίνετε τώρα που είμαι απάνω σας, είναι, ξέρετε, πολύ σπάνιο να εκτιμούν σωστά ένα γυναικείο σώμα, το κοιτάζουν συχνά σαν τα αγάλματα του μουσείου, χρειάστηκε ν’ αλλάξω φόρεμα εδώ και κάποιοι κύριοι ενοχλήθηκαν, γιατί τάχα; Δεν θα ήξεραν να εκτιμήσουν, αυτό είναι, εσείς ξέρετε. Δεν μπορώ να πω αν σας κρίνω τώρα σαν άγαλμα στο μουσείο, δεν έτυχε ποτέ να έχω τέτοια εμπειρία. Πολύ σωστά, τι πιο σπουδαίο έχει ο καθένας από το σώμα του; Θα χρειαστεί ν’ αλλάξω πάλι φόρεμα, τούτο έγινε χάλια, κρίμα, έχασα τη βαλίτσα μου, μαύρος καπνός, εσείς γιατί ταξιδεύετε, κρατήστε με σφιχτά, πέφτω.
Από το μυθιστόρημα Το πλήθος 2 (α' έκδοση 1986, σελ. 122-123)