με τα λόγια φίλων και συνεργατών της

Πιστεύω ότι όλοι όσοι είχαν γνωρίσει την Κάτια αισθάνθηκαν οδυνηρό το κενό που άφησε η αναχώρησή της. Άνθρωπος πράος, γαλήνιος, καλλιεργημένος, αποτελούσε μια πηγή ζωής για τον Κέδρο και τους συγγραφείς του, που χαίρονταν να την ακούν, όταν βρίσκονταν στο γραφείο της.
Νάσος Βαγενάς

Ανήκω στους συγγραφείς που συνεργάστηκαν με την Κάτια Λεμπέση από τη στιγμή που ανέλαβε μαζί με τον Βαγγέλη Παπαθανασόπουλο τις τύχες του Κέδρου. Η παρουσία της υπήρξε από κάθε άποψη θετική. Η όλη πρόσφορη ιδιοσυγκρασία της, το ταλέντο της να εντοπίζει νέα ταλέντα στο χώρο, η επαγγελματική της συνέπεια και η ευελιξία της ειδικότερα στην αγορά του βιβλίου την κατέταξαν στις πλέον επιτυχείς εμπεδώσεις στο πεδίο της εκδοτικής δράσης.
Συμφώνησε αμέσως το 1998, θυμάμαι, να εκδοθεί το πρώτο πεζογραφικό μου έργο, το Ασία, Ασία. Κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά, εγκαινιάζοντας έτσι την πολύχρονη στέγαση των λεγομένων ταξιδιωτικών μου βιβλίων στον ιστορικό πλέον οίκο του Κέδρου. Της είμαι ευγνώμων.
Εύχομαι από καρδιάς το έργο της να συνεχίσει να αποδίδει καρπούς. Πιστεύω ότι πνευματικά εξακολουθεί να είναι παρούσα. Έχει άλλωστε τον τρόπο της: ξέρει να εμπνέει.
Γιώργος Βέης

Η Κάτια Λεμπέση υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκδότες (μαζί με τον Βαγγέλη) της μεταπολίτευσης.
Ευτύχησε να συνεχίσει τον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, και να πάρει στις πλάτες της τους σημαντικότερους, πιστεύω, συγγραφείς της εποχής μας τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Τσίρκα, τη Σωτηρίου, τον Αλεξάνδρου, τον Φραγκιά, τον Α. Κοτζιά, τον Χειμωνά, τον Μπακόλα, τον Χάκκα, τον Κάσδαγλη, τον Κουμανταρέα, τον Σαχτούρη, τον Θέμελη, την Ε. Παππά, τον Βαρβέρη και τον Κοντό — για να μνημονεύσω ορισμένους νεκρούς μας.
Ευγενέστατη, ανοιχτόμυαλη, φιλανθής με ανθισμένα μπαλκόνια και κήπους, φιλόξενη, φιλόκαλη και κοσμοπολίτισσα η Κάτια θα μείνει συνδεδεμένη με την αναγέννηση και άνθηση της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης

Το λίκνισμά της
Δεν μπορώ να μιλήσω για την Κάτια. Είναι κομμάτι από τη σάρκα μου. Την κουβαλάω επάνω μου μέχρι να πεθάνω.
Την είδα πρώτη φορά και μου ’κανε αυτή την εντύπωση: ένα σπάνιο λουλούδι μισό στο φως μισό στο σκοτάδι. Η Κάτια ήταν γεμάτη φως και γεμάτη σκοτάδι. Τους λόγους τους ξέρουν καλά αυτοί που τη γνώρισαν από κοντά.
Η Κάτια δεν ήταν κουτσομπόλα, ούτε και οι φίλοι της ήθελε να είναι.
Της χρωστάω πολλά. Μ’ αγαπούσε πιο πολύ απ’ ό,τι την αγαπάω. Τώρα το καταλαβαίνω. Μ’ έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου. Κάποια στιγμή μου είπε: «Σ’ αγαπάω πιο πολύ και από αδερφό». Ο Γιάννης απέναντί της. Ο Λάμπης ανάμεσά τους.
Ένα καλομαθημένο κορίτσι που συνεννοούνταν και με αλάνια. Μεταξύ Αμερικής και Ινδίας. Ένα παράξενο λουλούδι που προερχόταν απ’ τα παιδιά των λουλουδιών. Ο καπνός της Κάτιας. Η υστερία της Κάτιας. Το δάκρυ της Κάτιας. Η ζήλια της Κάτιας. Η γενναιοδωρία της Κάτιας. Η φαντασία της Κάτιας.
Αγαπούσε τα παιδιά, τα σκυλιά και τα λουλούδια. Τα όμορφα βιβλία. Τέτοιοι εκδότες δεν υπάρχουν πια. Κι αν υπάρχουν, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τον J.J. Cale της τον έμαθα ή μου τον έμαθε; Θυμάμαι το λίκνισμά της. Την ταράτσα της. Τον κήπο της. Τις Σπέτσες της. Τη σπηλιά του Μπεκιάρη. Μα πάνω απ’ όλα την αγάπη της.
Δεν μπορώ να μιλήσω για την Κάτια. Είναι κομμάτι από τη σάρκα μου. Θα την κουβαλάω επάνω μου μέχρι να πεθάνω.
Κωστής Γκιμοσούλης

Την Κάτια την συνάντησα πέντε έξι φορές όλο κι όλο, αλλά οι εντυπώσεις μου κάθε άλλο παρά ασαφείς και άναρθρες είναι. Είχε πάντα ένα γλυκό και ήρεμο πρόσωπο παρά το φονικό όπλο που έκρυβε μέσα της η αρρώστια. Βέβαια ήταν κι αυτή οπλισμένη με ένα όπλο που δεν σκουριάζει ποτέ: Αξιοπρέπεια. Παρέμεινε όρθια με ένα πάρα πολύ υγιή νου, περιστοιχιζόμενη από βιβλία. Την έχω δει να χαίρεται την φρεσκάδα της καινούργιας μέρας. Ήμουν παρών μια μέρα που πότιζε τα λουλούδια της στην βεράντα του Κέδρου, ένα πολύ παλιό, και ιερό καθήκον, απ’ ό,τι κατάλαβα, διότι άγγιζε με θρησκευτική ευλάβεια τους βλαστούς, τα φύλλα, το χώμα. Διέκρινα ότι και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά έκαναν μια σύντομη στάση σ’ αυτήν την βεράντα. Μ΄ αυτή την αίσθηση χαράς για την καινούργια μέρα φωτογραφήθηκε κάποια στιγμή, - το βλέμμα ψηλά, εκεί όπου εκτείνεται αχανής και ανενόχλητη  η φαντασία του κόσμου. Την θυμάμαι στο περιθώριο μιας εκδήλωσης στη Διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης πριν τέσσερα χρόνια. Με πλησίασε χαμογελαστή και με το ίδιο πάντα γαλήνιο πρόσωπο. Είπε. «Μου αρέσει πολύ το όνομα που έδωσες στον ήρωά σου: Άγγελος Σιγανός».  Είπα «Ήταν δική του επιθυμία να τον ονομάσω έτσι».  Γέλασε επειδή ήξερε ότι δεν υπάρχει μονοπάτι προς τη λογική ή το παράλογο, όταν γράφει κανείς ιστορίες.  Ανθρώπους σαν την Κάτια καμιά λήθη δεν τολμάει να τους αγγίξει.
Γιάννης Γρηγοράκης

Η Κάτια ήταν ένας άνθρωπος με ορίζοντες που αγκάλιασε με θέρμη το Θέατρο, και βέβαια αγκάλιασε και το έργο του μπαμπά μου. Της χρωστώ ευγνωμοσύνη, γιατί αυτή της την αγάπη για τον πατέρα μου την έδειξε και σ’ εμένα και ήταν πάντα ανοιχτή στις προτάσεις μου και στις επιθυμίες μου. Ελπίζω το όραμά της να συνεχιστεί και να έχουμε την πολύ καλή συνεργασία που είχα με την Κάτια. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή της.
Κατερίνα Καμπανέλλη

Εκείνο που χαρακτήριζε πάνω απ΄ όλα την Κάτια ήταν η λαχτάρα για ζωή. Και λαχτάρα για ζωή σημαίνει δημιουργία, δηλαδή έργο που προσφέρεται στους άλλους. Για την Κάτια, οι «άλλοι» ήταν αναρίθμητοι: φίλες και φίλοι στην Ελλάδα και στην Αμερική, σύντροφοι στο φεμινιστικό κίνημα, στη Σοσιαλιστική Πορεία, στους Οικολόγους Πράσινους, συνεργάτες και συγγραφείς του Κέδρου… Να γιατί είναι πάντα παρούσα για όλους μας μέσα στην απουσία της. Χαίρομαι βαθιά που την παρουσία αυτή τη διαιωνίζουν δημιουργικά τα παιδιά της: η Νίνα, που διδάσκει αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο Γιώργος, που δίνει νέα ζωή στον Κέδρο.
Γιάννης Κιουρτσάκης

Το πρόσωπο της Κάτιας Λεμπέση είναι συνυφασμένο επί δεκαετίες με την ιστορία και την εκδοτική παραγωγή στα γράμματά μας, μέσα από την εκδοτική ιστορία του παλαίφατου Κέδρου. Θα έλεγε κανείς, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι στην ζωή τίποτε δεν είναι τυχαίο, ότι η Κάτια Λεμπέση παρέλαβε την σκυτάλη με τους συνεργάτες της και έμεινε στις ίδιες επάλξεις ποιοτήτων και πρωτοπορίας, με την άλλη αλησμόνητη ηγερία και ιδρύτρια του Κέδρου, την Νανά Καλλιανέση.
Είχα την μεγάλη χαρά να γνωρίσω από κοντά την Κάτια. Με δέχθηκε στον Κέδρο με αρχοντιά, προσήνεια και αληθινό ενδιαφέρον. Παρέμενε πάντοτε άγρυπνη στην εποπτεία της πορείας των βιβλίων των νεοτέρων, μέχρι την ολοκλήρωσή τους. Συμβούλευε, προέτρεπε, συγκρατούσε ή παρότρυνε ανάλογα με την περίσταση τους νεότερους συγγραφείς που η ίδια και το επιτελείο της προέκριναν. Η παρουσία της είναι ζωντανή κάθε στιγμή για όλους εμάς τους περιλειπομένους και η ευχή της θα συνοδεύει πάντα, μαζί με την λεπτεπίλεπτη και διορατική ευαισθησία της, την πορεία του Κέδρου, τον οποίο γνοιάστηκε και αγάπησε.
Δημήτρης Κοσμόπουλος

Ένας άνθρωπος ευθύς, ανοιχτός, γενναιόκαρδος που σέβεται τους συντελεστές και το αντικείμενο της δουλειάς του υπήρξε πάντοτε μια ευπρόσδεκτη εξαίρεση μέσα στα ελληνικά επαγγελματικά συμφραζόμενα - όχι μόνο στο άνυδρο κλίμα της σημερινής παρατεινόμενης κρίσης αλλά και παλαιότερα στις ανοδικές κι αποδοτικές δεκαετίες του ’80, του ’90 και του ’00. Ο «Κέδρος» υπήρξε τυχερή επιχείρηση. Σηκώνοντας στους ώμους της τη μεγάλη παράδοση της Νανάς Καλλιανέση, η Κάτια Λεμπέση κυβέρνησε με ευαισθησία, σύνεση και γενναιοδωρία τον εκδοτικό οίκο τα ηνία του οποίου ανέλαβε εν έτει 1985. Απέκτησε αμέσως φιλικές σχέσεις με τους παλαιούς συγγραφείς του οίκου διασφαλίζοντας την συνέχειά του ως χώρου πνευματικών ανταλλαγών που πάντοτε υπήρξε, προσείλκυσε και υποστήριξε αναρίθμητους νέους λογοτέχνες και – κυρίως – κατόρθωσε μέσα σε κλίμα ανατρεπτικών εκδοτικών μεταβολών να διατηρήσει το καλό επίπεδο που πάντοτε χαρακτήριζε την παραγωγή του «Κέδρου». Η Κάτια Λεμπέση υπήρξε αγωνιστική αλλά όχι επιθετική’ με αγαθή προαίρεση και ορθοφροσύνη εργάστηκε σκληρά κι έδωσε μάχες υποστηρίζοντας τα γράμματα σε συνδυασμό προς την υγιή βιωσιμότητα της επιχείρησής της. Δεν ανήκε στο πρότυπο του απορροφημένου από τα κείμενα, του βυθισμένου στα χειρόγραφα λόγιου εκδότη. Στηρίχθηκε στην ήρεμη, φιλική προσωπικότητα του ολοκληρωμένου ανθρώπου και στην υψηλή ικανότητά να επιλέγει άξιους συγγραφείς προσφέροντας το πολύτιμο κλίμα σεβασμού στο μόχθο τους και ένα ευρύχωρο πλαίσιο αρμονικής συνεργασίας.
Ελισάβετ Κοτζιά

Όνειρο
Είδα στο όνειρό μου την Κάτια μονάχη στο γραφείο της, πνιγμένη ανάμεσα σε βιβλία, οπότε και τη ρώτησα: Κάτια, τι κάνεις εδώ; Δε βλέπεις τι κάνω; μου είπε, διαβάζω ποιήματα «τεθνεόντων του Κέδρου». Είναι συγκλονιστικά, είναι αριστουργηματικά, πίστεψέ με, και αμέσως άρχισε να μου διαβάζει το «Κουρείο» του Γιάννη Ρίτσου. Για άκουσε όμως και αυτό, συνέχισε, του Ρίτσου και πάλι με τον τίτλο «Μια γυναίκα από άνεμο». Επίσης, πρόσεξε και τούτο, του Σαχτούρη, με τίτλο «Η αποκριά». Αλλά και του Σινόπουλου, αυτό το τόσο υπέροχο του Σινόπουλου, το «2» από Το γκρίζο φως αυτό το εξόχως γήινα πονεμένο του Γκόρπα, το «Περιστατικό στην οδό Σταδίου», το «Σπήλαιο κουτούκι» του Κώστα Στεργιόπουλου, ή τις συλλογές ολόκληρες με ποιήματα της Αξιώτη, του Βάρναλη, του Ζήση Οικονόμου, του Βαβούρη, του Βαρβιτσιώτη, του Μπάρα, του Ιωάννου, του Παυλόπουλου, του Κοντού – για να περάσουμε στους νεότερους –, του Βαρβέρη, του Ποταμίτη, του Στεριάδη, του Μίμη Σουλιώτη, της Έλλης Παπαγεωργίου.
Όλα βυθισμένα στη λύπη, είπε και σήκωσε το πρόσωπό της τη στιγμή εκείνη η Κάτια και τα μάτια είχαν γίνει τεράστια και βουρκωμένα, απόκοσμα βουρκωμένα, οπότε, κάνοντας κάποιες κινήσεις ιεροτελεστικές με τα χέρια της ψάχνοντας τη σελίδα, μου διάβασε, κλείνοντας την συνάντησή μας αυτή, το ποίημα «Ασφαλής κατεύθυνση» του Τάσου Λειβαδίτη, το αφιερωμένο στη μνήμη των αδελφών του Ντίνου, Μίμη και Αλέκου:

Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο χειρότερο, άρχισα να γίνομαι εφευρετικός: κατέβαινα, λόγου χάρη, στο υπόγειο όπου βρισκόταν ένα παλιό χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και περίμενα – κι ας είναι ευλογημένο τ’ όνομα του Θεού, ποτέ δεν έπεσα έξω, ύστερα, υπερήφανος, πήγαινα στο οινομαγειρείο, όπου ο ατμός απ’ τις κατσαρόλες με γέμιζε θρησκευτικές σκέψεις, συνωστιζόταν ο φτωχόκοσμος, μέθυσα με ποδοπατημένα καπέλα, λόγια χιλιοειπωμένα σαν τις εποχές ώσπου, τέλος,

συνέχισε μέχρι που εχάθη

έπαιρνα από πίσω κάποιον απ’ τους νεκρούς μου κι έτσι έβρισκα πάντα, και έτσι έβρισκα πάντα το σπίτι μου…
Γιώργος Μαρκόπουλος

Γνώρισα την Κάτια Λεμπέση ως πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας το 2010 κατά τη σύντομη νηνεμία ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη (και τελική) θύελλα της υγείας της. Παρασυρμένος από τη ζωντάνια, το δυναμισμό, το χαμόγελο και την αισιοδοξία της έμεινα έκπληκτος όταν πληροφορήθηκα από την ίδια το ιστορικό της. Οι ιδέες, οι πρωτοβουλίες, η δράση, η ανεξάντλητη οργανωτικότητά της διαδήλωναν τον κατά κράτος εξοβελισμό του μεγάλου προβλήματος. Και όμως… Η ιατρική μου ιδιότητα ήταν η αιτία να παρακολουθήσω από πολύ κοντά τη μάχη από την αναζωπύρωση μέχρι το τέλος. Είναι θλιβερό το προνόμιο να βιώνεις τους μαχητές των μάταιων αυτών αγώνων. Συγκλονίζεσαι όταν αυθόρμητα συνερίζεσαι τη στάση τους αναλογιζόμενος ανθρώπινα τη δική σου, αν η τύχη ήθελε να βρεθείς και εσύ σε μια τέτοια θέση. Η Κάτια έφυγε πολεμώντας μέχρι το τέλος, χωρίς να χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο το θαυμασμό μου.
Ευάγγελος Μαυρουδής

Tην Κάτια την γνώρισα πολύ νωρίς, όταν ήμουν στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού (που ήταν μικτό) και εκείνη στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Στη Σχολή Αηδονοπούλου γυμνασιάρχης ήταν ο σύζυγος της Διδώς, ο Πλάτων Σωτηρίου. Έτσι κατά καιρούς πήγαινα κι εγώ στις εκδηλώσεις του Γυμνασίου, παραστάσεις, εκδρομές... Στις παραστάσεις η Κάτια ήταν υπερδραστήρια, μέσα σε όλα, πάντα ευχάριστη και με μεταδοτικό κέφι. Στο μεταξύ, ο Πλάτωνας στο σπίτι ήταν όλη μέρα βυθισμένος σε γραπτά και βαθμολογίες. Αυτό που δεν φανταζόταν κανείς ήταν ότι η Διδώ, πολλές φορές που αναζητούσε ονόματα για τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων της, ανέτρεχε στους καταλόγους με τις βαθμολογίες. Έτσι, στα Παιδιά του Σπάρτακου βρέθηκε ηρωίδα με το όνομα Κάτια Λεμπέση! Το βιβλίο η Διδώ δεν το εξέδωσε ως το 1967 και μετά την δικτατορία το είχε ήδη ξεχάσει σε κάποιο συρτάρι. Ήταν δικαιολογημένη λοιπόν η έκπληξη όλων μας, όταν άρχισε η επιμέλεια του βιβλίου το 2011 και, επτά χρόνια μετά τον θάνατο της Διδώς, ανακαλύψαμε την Κάτια ενσωματωμένη σε μυθιστόρημα. Φυσικά το διασκέδασε κι η ίδια.
Νίκος Μπελογιάννης

Η Kάτια Λεμπέση ήταν και θα είναι ένα υπέροχο δώρο για όλους εμάς που την γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε.
Λενιώ Μυριβήλη

Η εκδότριά του
Την Κάτια τη γνώριζα αρκετά χρόνια πριν αναλάβει ‒ με τον σύζυγό της Βαγγέλη Παπαθανασόπουλο ‒ τις τύχες του Κέδρου το 1985. Πρώτα γιατί υπήρξαμε για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα γείτονες και ύστερα γιατί, εργαζόμενος στο περιοδικό Αντί, ήμουν υποχρεωμένος να βρίσκομαι συχνά και για πολλή ώρα κάθε φορά στις εγκαταστάσεις του Φωτοκύτταρου, μιας από τις πρώτες και πιο οργανωμένες μονάδες φωτοσύνθεσης, της οποίας ‒ πάλι με τον σύζυγό της ‒ ήταν ιδιοκτήτρια και διευθύντρια. Έτσι, όταν ανέλαβε τον Κέδρο, με τον οποίο συνεργαζόμουν από το 1972, μας συνέδεε ήδη μία αν όχι στενή, πάντως οπωσδήποτε στέρεη και ειλικρινής φιλία, στηριγμένη σε αμοιβαία εκτίμηση και εμπιστοσύνη.
Θα πρέπει να ήταν γύρω στα 1990, όταν βρισκόταν στα σκαριά η έκδοση της ποιητικής συλλογής μου Ραμμένο στόμα και η Κάτια, φεύγοντας από το γραφείο της μου τηλεφώνησε να με ρωτήσει αν θα ήμουν στο σπίτι μου, για να μου άφηνε, πηγαίνοντας στο δικό της, τα δοκίμια του υπό έκδοσιν βιβλίου μου, να έριχνα κι εγώ μια ματιά, να έκανα τις τελευταίες διορθώσεις, αν ήθελα ν' αλλάξω κάτι, κτλ. Της είπα ότι ναι, ότι θα ήμουν εκεί και θα την περίμενα, θυμίζοντάς της μάλιστα διεύθυνση και αριθμό, μια και είχαμε πάψει από καιρό να είμαστε γείτονες. Πλην όμως η ώρα πέρναγε κι εγώ είχα αρχίσει αν όχι ακριβώς ν' ανησυχώ, πάντως αναρωτιόμουν τι να έγινε άραγε και αργεί, ώσπου κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και κατεβαίνοντας τη βλέπω να έρχεται γελώντας όχι απλώς αλλά ξεκαρδισμένη κιόλας. Ηρέμησε κάποια στιγμή και άρχισε να μου διηγείται τα καθέκαστα, ότι από λάθος πήγε στη διπλανή πολυκατοικία, όπου υπήρχε κάποιος συνεπώνυμός μου ‒ γιατρός, όπως έμαθα αργότερα ‒, και μπαίνοντας τη σταμάτησε ο θυρωρός να τη ρωτήσει ποιον ζητάει: «Θέλω τον κύριο Παπαγεωργίου», του λέει, κι αυτός τη βεβαιώνει ότι «ο κύριος Παπαγεωργίου δεν είναι εδώ κι εξάλλου έρχεται αργά κάθε απόγευμα, τέτοια ώρα ποτέ δεν είναι εδώ», αλλά η Κάτια επιμένει λέγοντάς του ότι «δεν μπορεί, πριν λίγο μιλήσαμε μαζί στο τηλέφωνο, αποκλείεται να μην είναι εδώ, με περιμένει», ώσπου με τα πολλά, και οι δύο επιμένοντας, κάποια στιγμή ρωτάει ο θυρωρός «τι του είστε εσείς του κυρίου Παπαγεωργίου;» «Η εκδότριά του», λέει αυτή αφήνοντάς τον άναυδο εντελώς και ακούγοντάς τον με μιαν έκφραση σχεδόν αηδίας να της λέει ότι «δεν κάνει τέτοια πράγματα ο κύριος Παπαγεωργίου».
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Συμμαθήτρια και επιστήθια φίλη η Κάτια αιχμαλώτισε την καρδιά μου για την ανθρωπιά της, την γενναιοδωρία της, την αγωνιστικότητα της, την αγάπη της για τη ζωή και τους ανθρώπους, το αστείρευτο κουράγιο της στις δύσκολες στιγμές της ζωής της ‒ κι αυτές ήταν πολλές τα τελευταία χρόνια. Η Κάτια ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Αγέρωχη στη ζωή μέχρι το τέλος. Δεν θέλω και δεν μπορώ να την ξεχάσω!!!
Μιρέλλα Παπαοικονόμου

Τα χρόνια περνούν, οι καιροί αλλάζουν, οι αναμνήσεις όλο και ξεθωριάζουν. Όμως μερικών ανθρώπων η παρουσία χαράζεται ανεξίτηλα στη μνήμη. Έτσι την Κάτια Λεμπέση τη βλέπω σαν να ήταν χτες, όπως καθόταν στο γραφείο της, με στοίβες τα χαρτιά μπροστά της, να καλημερίζει τον συγγραφέα που ερχόταν, να τον καλεί να καθίσει απέναντί της και, πίνοντας ένα ζεστό καφέ, να κουβεντιάζουν για την έκδοση του επόμενου βιβλίου. Έτσι κι εγώ καθόμουν απέναντί της και κουβεντιάζαμε όχι μόνο για το επόμενο βιβλίο μου, αλλά και για τα μικρά ή μεγάλα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω μας. Όμως δεν ήταν μόνο η καθισμένη στο γραφείο της Κάτια. Ήταν και η όρθια, αεικίνητη Κάτια που μας καλούσε στο σπίτι της, για να μας χαρίσει μια γιορτή γεμάτη κέφι και χαρά. Κι ακόμα ήταν η Κάτια που κάθε τόσο την έβλεπα να παρακολουθεί με άσβηστο ενδιαφέρον παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες. Αυτή η Κάτια δεν πρόκειται ποτέ να σβηστεί από τη μνήμη μου.
Τίτος Πατρίκιος

Μια αποστάτρια της τάξης της
Με την Κάτια υπήρξαμε πολύ στενοί φίλοι από τότε που απέκτησε τον Κέδρο. Αναλογίζομαι την πορεία της, από το φεμινιστικό κίνημα στα χρόνια της φοιτητικής της ζωής στο Βερμόντ, μέχρι τους Οικολόγους Πράσινους πρόσφατα στην Ελλάδα. Παρέμεινε μέχρι τέλους ένα παιδί των λουλουδιών, χίπικης νοοτροπίας, πράγμα που εδώ σημαίνει ευρύτητα ψυχής. Ένα κοριτσάκι, ένας καλοσυνάτος, ανοιχτόμυαλος άνθρωπος με παιδικό ενθουσιασμό. Με γέλιο γάργαρο. Ήταν αντισυμβατική, μια αποστάτρια της τάξης της, που έφτασε σχεδόν να την αποστρέφεται.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Ήταν στα μέσα τις δεκαετίας του ’80, το 1985 νομίζω, που η Κάτια Λεμπέση ανέλαβε το τιμόνι του Κέδρου. Πρέπει να πω πως είχα δει τη διαδοχή της με «μισό μάτι», έχοντας ζήσει τη Νανά Καλλιανέση από το έτος μηδέν μου. Τα αισθήματά μου λοιπόν ήταν ανάμικτα. Απ’ τη μια χαιρόμουνα που ο Κέδρος θα συνέχιζε να ριζώνει και ν’ απλώνει τα κλαδιά του στους ορίζοντες της ποίησης, της λογοτεχνίας, της γνώσης, απ’ την άλλη πίστευα πως κανένας δεν είναι ικανός να πάρει τη θέση της Νανάς. Μάλλον δεν πρέπει να ήμουν η μόνη, και σίγουρα η Κάτια, νέα γυναίκα τότε, θα είχε να αντιμετωπίσει πολλά, να παλέψει με πολλά. Και το πάλεψε. Γενναία και σκληρά, όπως πάλεψε και για τη ζωή της.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν είχαμε πολλές σχέσεις. Δούλευα και, αραιά και πού, περνούσα απ’ τον Κέδρο για κάποια δουλειά, για να πω μια καλημέρα ‒ και σε αυτό, στην καλημέρα, μέναμε. Δεν υπήρξα ποτέ μου ιδιαίτερα κοινωνικός τύπος, και με τον εκδοτικό οίκο είχα πάντα ένα δισταγμό, αφού οι σχέσεις μου μαζί του ναι μεν ήταν έντονα συναισθηματικές, ήταν όμως σχέσεις αγχιστείας. Ήμουν η συγγενής του ποιητή. Σ’ αυτές τις επαφές μας η Κάτια ήταν πάντα ανοιχτή, χαμογελαστή, ευγενική. Ακόμα κι όταν πνιγόταν στη δουλειά σταματούσε για να μου πει μια καλημέρα, ν’ ανταλλάξουμε δυο λόγια.
Τη γνώρισα περισσότερο μετά το θάνατο του μπαμπά, όταν αναγκαστικά πια αρχίσαμε να έχουμε μεγαλύτερη επαφή. Και τότε κατάλαβα την αγάπη της γι’ αυτό που έκανε, την αγάπη της για το βιβλίο. Είδα τη χαρά και τον ενθουσιασμό της για μια νέα έκδοση. Θυμάμαι κρατούσε ένα βιβλίο, γελούσε σαν παιδί και έλεγε «αυτό θα γίνει μπεστ σέλερ». Είχα διαβάσει το βιβλίο και είχα άλλη άποψη, αλλά πώς να κόψεις τη χαρά του παιδιού. Το κοιτούσε με την ίδια τρυφερότητα που κοιτούσε τα λουλούδια της, που έριχνε ματιές αγάπης στον πιστό της σκύλο, που τη συνόδευε στο γραφείο.
Παρέα όμως δεν κάναμε. Μόνο τις Πρωτοχρονιές την έβλεπα εκτός γραφείου, όταν μας καλούσε σπίτι της να γιορτάσουμε τον καινούργιο χρόνο.
Κάποια στιγμή έπαψα να είμαι συγγενής εξ αγχιστείας. Ο άλλος καλός φίλος, ο ποιητής Γιάννης Κοντός, που πέθανε κι αυτός νωρίς, ενέκρινε την έκδοση του πρώτου μου παραμυθιού το οποίο κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το πρώτο δικό του παραμύθι, και θυμάμαι την Κάτια να το ανακοινώνει λέγοντας «Έχω δυο εκπλήξεις. Το παραμύθι του ποιητή Γιάννη Κοντού και το παραμύθι της Έρης Ρίτσου». Θυμάμαι ακόμα πόσο είχα χαρεί όταν με είχε πάρει τηλέφωνο για να μου πει πως την ξενύχτησα. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά μου Μυστικά και αποκαλύψεις και ήμουνα στη δουλειά όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κάτια, που μου είπε πως άρχισε να το διαβάζει και δεν μπορούσε να το αφήσει και το τελείωσε στις έξι το πρωί. Δεν χρειάζεται και πολλά πράγματα ο άνθρωπος για να είναι ευτυχής κι εκείνη τη μέρα η Κάτια με είχε κάνει ευτυχισμένη…
Από τότε αισθανόμουνα μεγαλύτερη άνεση. Είχα μπει πια στην οικογένεια με τη δική μου δουλειά. Η Κάτια, παρ’ όλα τα προβλήματα υγείας, ήταν ακούραστη. Πάντα παρούσα, πάντα χαμογελαστή, να μιλάει με τους συγγραφείς, με τους φίλους, να χαμογελάει, να προσπαθεί να διευθετήσει πράγματα, να εξομαλύνει καταστάσεις, ν’ αντιμετωπίσει τις μύριες όσες δυσκολίες. Πραγματικά αξιοθαύμαστη για την τόση δύναμη που έκρυβε μέσα της. Κι αν πεις πως δεν είχε προβλήματα, κι αν πεις πως δεν είχε πικρίες… Χαμογελούσε και προχωρούσε.
Είχα πάει για μια παρουσίαση παραμυθιού στις Σπέτσες. Με φιλοξένησε σπίτι της. Μου έδειξε το σπίτι και τον κήπο της, και πίνοντας τον καφέ μας στη δροσιά μου μίλησε για τα βιβλία, για τη φύση, για τα πράγματα που τόσο αγαπούσε και που μαχόταν γι’ αυτά ‒ η οικολογία ήταν γι’ αυτήν ένα μεγάλο κεφάλαιο. Εκεί, στον οικείο προσωπικό της χώρο, η Κάτια ήταν μια ενθουσιώδης έφηβη. Πραγματικά είχα μείνει έκπληκτη και είχα γοητευτεί από το πώς ένας άνθρωπος με τόσες ευθύνες στο κεφάλι του, με τόσα προβλήματα να λύσει, με τόσο σοβαρό πρόβλημα υγείας, μπορεί να μεταμορφώνεται σε έναν παθιασμένο έφηβο, έτοιμο να παλέψει για το καλό του κόσμου. Ευγνωμονώ την Κάτια για κείνο το διήμερο.
Κλείνει ένας χρόνος απ’ το θάνατό της. Άδικο να πεθαίνει κανείς στα 67 του, όταν τόσα έχει προσφέρει και τόσα μπορεί να δώσει ακόμα. Μα δεν είναι μόνο το άδικο. Είναι ακριβώς πως αυτά που έκανε, που μας έδωσε, κάνουν την απουσία της τόσο έντονη. Μας λείπει.
Η Κάτια, η ευγενική Κάτια, ήταν αγωνίστρια και στη δουλειά της και στη ζωή της. Κρατάω απ’ αυτήν το χαμόγελό της και το πάθος με το οποίο αγαπούσε όλα όσα θεωρούσε σημαντικά.
Έρη Ρίτσου

Κάτια Λεμπέση, το όνομά σου έγινε συνώνυμο του Κέδρου στα πιο γόνιμα συγγραφικά μου χρόνια. Το πνεύμα σου καθοδήγησε τους νεότερους συγγραφείς κι η ψυχή σου απλώθηκε με ζεστασιά πάνω απ’ το εσνάφιον. Κανείς δεν θα ξεχάσει τα συμπόσια στο σπίτι σου – όπως κι εγώ δεν θα ξεχάσω το τελευταίο σου τηλεφώνημα από το νοσοκομείο, όταν με πήρες για να μου πεις ότι μόλις είχες διαβάσει το καλύτερο χειρόγραφό μου, αυτό που σε δυο μήνες θα ’χει γίνει βιβλίο… Πήγες σ’ έναν τόπο αγάπης, σου στέλνουμε τη δική μας.
Άρης Σφακιανάκης

Η Κάτια Λεμπέση ήταν για μένα ένας άνθρωπος που με είχε στηρίξει σε δύσκολες ώρες, κι αυτό της το πρόσωπο πάντα θυμάμαι με αγάπη, αυτή ακριβώς την ανθρώπινη ιδιότητά της, την καλοσύνη και την ευαισθησία της, που υπερβαίνει εκείνη της εκδότριάς μου. Υπήρξε πάντα διακριτική, σοβαρή, με μια γλυκύτατη «ησυχία» στις κινήσεις της, που με έκανε να τη σέβομαι και να την τοποθετώ εκεί που της άξιζε, σε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του βιβλίου των τελευταίων δεκαετιών.
Δημήτρης Σωτάκης

Ένα μήνυμα για την Κάτια από το πρώτο μας βιβλίο με τον Κέδρο (Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι):
«Οι χιονάνθρωποι είναι χιόνι και το χιόνι είναι ένα και είναι τόσα όνειρα και ελπίδες μες στο χιόνι κρυμμένα».
Ευγένιος Τριβιζάς

βιογραφικό

Η Κάτια (Αικατερίνη) Λεμπέση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948 και σπούδασε εκπαίδευση στο προοδευτικό Goddard College στο Βέρμοντ των ΗΠΑ.
Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης συμμετείχε στο γυναικείο κίνημα και αρχικά ίδρυσε τις εκδόσεις «Κύτταρο» που εξέδωσαν και τα πρώτα φεμινιστικά βιβλία στην Ελλάδα.
Το 1985 απέκτησε τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Κέδρος, συνεχίζοντας την κληρονομιά της ιδρύτριάς του Νανάς Καλλιανέση, διευθύνοντάς τον με το σύζυγό της Ευάγγελο Παπαθανασόπουλο. 

«Ο “Κέδρος” ήταν για μας λαχείο ζωής. Νέοι ορίζοντες ανοίχτηκαν μπροστά μας, που μας έφεραν μεγάλες χαρές αλλά και μεγάλες ευθύνες. Πάνω απ’ όλα όμως κρύβει μια ανυπέρβλητη μαγεία. Είναι ένας χώρος πολυδιάστατος, απρόβλεπτος και απαιτητικός, που προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις» έγραφε η ίδια σε κείμενό της, στην επετειακή έκδοση «Το χρονικό του Κέδρου 1954 –2004».

Η μεγαλύτερη εμπορική της επιτυχία υπήρξε η έκδοση των μυθιστορημάτων του Νίκου Θέμελη.

Από το 2007 δραστηριοποιήθηκε στους Οικολόγους Πράσινους.

Έφυγε το πρωί της Παρασκευής 4 Σεπτεμβρίου 2015, σε ηλικία 67 ετών, αφού πάλεψε για χρόνια με την ασθένεια.

φωτογραφίες