Aποσπάσματα

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ πλάθει μια καλοκαιρινή ιστορία όπου  το όνειρο συμπλέκεται με την πραγματικότητα, καθώς τα ξωτικά του δάσους παρασύρουν τους ήρωες σε μια κωμωδία παρεξηγήσεων.  Η Μέλπω Αξιώτη αναθυμάται τον γενέθλιο τόπο της και ξαναγυρίζει στο μυκονιάτικο σπίτι των νεανικών της χρόνων. Η Τατιάνα Αβέρωφ γράφει για μια καλοκαιρινή γνωριμία που σημάδεψε τη ζωή της ηρωίδας της. Ο Κωνσταντίνος Αμπαζής παρουσιάζει δύο ανθρώπους που φεύγουν την πρώτη ημέρα του Ιουνίου για διακοπές, χωρίς να υποψιάζονται ότι οι επόμενες εβδομάδες θα επηρεάσουν τις ισορροπίες της σχέσης τους. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος επινοεί ένα καλοκαιρινό θέρετρο, όπου οι παροικούντες κουβαλούν μαζί τους τις νευρώσεις και τις εμμονές της καθημερινότητάς τους. Ο Sébastien Japrisot περιγράφει ένα καλοκαίρι φόνων και εκδίκησης, στο οποίο καμία έξοδος κινδύνου δεν διαφαίνεται για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Ο Carlo Lucarelli ανατρέχει σ’ εκείνο το μουντό καλοκαίρι των πρώτων χρόνων της μεταπολεμικής περιόδου στην Ιταλία, που σημαδεύτηκε από τις ιδεολογικές συγκρούσεις και την πολιτική βία. Ο Maurice G. Dantec στήνει μια καταιγιστική θαλασσινή περιπέτεια με αδίστακτους λαθρέμπορους. Ο Βαλέριο Εβαντζελίστι μας ταξιδεύει στις θάλασσες της Καραϊβικής στα τέλη του 17ου αιώνα και ξαναζωντανεύει το θρυλικό πειρατικό άντρο της Τορτούγα.

ΔEYTEPH ΠPAΞH
ΣΚΗΝΗ 1
Δάσος κοντά στην Αθήνα.
(Μπαίνουν ένα ξωτικό από τη μια μεριά και ο Πουκ από την άλλη)
ΠΟΥΚ
Τι γίνεται, ξωτικό; Πού τρέχεις;
ΞΩΤΙΚΟ
Περνάω λόφους, περνάω λαγκάδια,
μέσα από θάμνους κι αγριοτριανταφυλλιές,
περνάω κάμπους ανοιχτούς και χτήματα περιφραγμένα,
μέσα από χείμαρρους και μέσα από φωτιές.
Τριγυρνάω εδώ κι εκεί, παντού γυρνάω,
πιο γρήγορα κι από τη σφαίρα του φεγγαριού.
Και υπηρετώ τη Βασίλισσα των Ξωτικών:
στρώνω δροσοσταλίδες να περάσει.
Πασχαλίτσες έχει για φρουρούς
με χρυσόσκονη ντυμένες,
με ρουμπίνια κι ευωδιές
κι άλλα δώρα που χαρίζουν οι νεράιδες.
Τώρα πάω να βρω δροσοσταλίδες, να κρεμάσω
ένα μαργαριτάρι σε καθενός φρουρού τ’ αυτί·
γεια σου, διαβολάκο, πρέπει να φύγω:
η βασίλισσα και η ακολουθία της φτάνουν σε λίγο.
Από το θεατρικό έργο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Κέδρος, 2000, μτφ. Ερρίκος Μπελιές, σελ. 25-26).


Φωτιά στα παραθύρια της Αλευκάντρας! Κάθε που, ήλιος τα χτυπά καίγονται και φλογίζονται και το καταλαβαίνεις πως το άστρο του μέρους πάει τώρα για να βασιλέψει στα λημέρια της Τήνου, λοιπόν το καλοκαίρι είναι μες στην ώρα του. Γιατί άμα δεν ήταν, τα ηλιοβασιλέματα θα γινόταν κατά τις Δήλες μεριά.
Κι ο Καρναλάκης είναι ορθός στο μπαλκόνι του, το οποίο ο καθαυτού ντόπιος άνθρωπος πρέπει να το λέει "μπουντί" - ορθός κι ακούνητος στέκει με τη ματιά του καρφωμένη στη θάλασσα και με τόση προσοχή σπουδάζει τα βράχια, που λες ότι θα θέλει να γράψει όλα τους τα καθέκαστα απ' αρχής κόσμου. Τη μέρα εκατομμύρια μάτια απ' τα βάθη του γιαλού βλέπουν κατά τον ουρανό. Τη νύχτα, αν είναι αστροφεγγιά, μιλούνια τ' αστέρια πέφτουνε απ' τ' ουρανού μες στον πλατύ γιαλό, κι όλη η πλάση ξασπρίζει, σαν μέρα, στην αστροφεγγιά.
Από το μυθιστόρημα Το σπίτι μου της Μέλπως Αξιώτη (1965, σελ. 161).


Μεγαλώσαμε μαζί. Ήταν ένα χρόνο πιο μεγάλος από μένα. Είχε τα πιο γαλανά μάτια του κόσμου και ήταν πανέμορφος. Τι περίεργο που δεν το είχα αντιληφθεί τόσο καιρό. Ήμουν δεκάξι χρονών όταν πρόσεξα για πρώτη φορά την αψιά μυρωδιά της  θάλασσας και της αρμύρας• ή μήπως ήταν οι λυγαριές που αναδεύονταν στο πέρασμα της βάρκας και γαργαλούσαν τα δάχτυλα μου καθώς τα έσερνα νωχελικά στο νερό; Αλλά ήξερα πως δεν ήταν ούτε η αρμύρα ούτε οι λυγαριές, ήταν εκείνος:  η ευωδιά της ηλιοκαμένης επιδερμίδας, τα καστανά μαλλιά του ν΄ ανεμίζουν στο αεράκι, τα μπράτσα του λαμποκοπώντας στον ήλιο, καθώς κάρφωνε το μακρύ σταλίκι στο βυθό, ξανά και ξανά, και η βάρκα γλιστρούσε στα ήρεμα νερά της λιμνοθάλασσας• κι εγώ ανάσαινα τον Ανδριανό.
Κάπως έτσι ξεκίνησε. Ο πατέρας του τον είχε αγγαρέψει να πεταχτεί με την βάρκα ως την καλύβα για να κοιτάξει τα δίχτυα ή κάτι να του φέρει - δε θυμάμαι πια τι ακριβώς. Εγώ ήμουν καθισμένη στην όχθη ενός καναλιού με τα πόδια στο νερό, κρυμμένη απ’ τις καλαμιές, και απορούσα με τις άπειρες παραλλαγές από άτονα ζουζουνίσματα και βουητά - τζιτζίκια, ακρίδες, χρυσόμυγες και φτερωτά σκαθάρια, μπάμπουρες και μικροσκοπικά σκνιπάκια και βατράχια που κόαζαν δίχως σταματημό. Είχα όμως και το νου μου στα νερόφιδα. 'Ένα μεγάλο νερόφιδο λούφαζε κουλουριασμένο στον πάτο της βάρκας στα δεξιά μου.  Είχε πολλές βάρκες δεμένες στο κανάλι. Τις χάζευα που λικνίζονταν απαλά και στοιχημάτιζα με τον εαυτό μου ποια θα κουτουλούσε πρώτη πάνω στη διπλανή της. Εκείνη την ώρα εξερευνούσα απορροφημένη τις γεύσεις διαφόρων ειδών χλωρίδας ανάμεσα στα δόντια μου, όταν άκουσα ένα σαματά από βήματα να τσαλαπατάνε ξερά και χλωρά βιαστικά, και κάποιος κόντεψε να μου πατήσει το χέρι.
Από το μυθιστόρημα Αύγουστος της Τατιάνας Αβέρωφ (Κέδρος, 2002, σελ. 62-63).


Αυτό ήταν η ζωή. Τίποτε άλλο. Η ζωή στην Ελλάδα, βγάλε δεκαπέντε καλοκαίρια στην αρχή, δεκαπέντε στο τέλος, ό,τι μένει. Ο Στάθης γέλασε. Κι έπειτα το χαμόγελό του στράβωσε σε μια ακαθόριστα σκουριασμένη σιδεριά αβεβαιότητας. Τι θα πούνε η Λένια; Αλλά Λένια πια δεν υπήρχε.
Οι ελάχιστες εναπομείνασες μέρες του Μάη ήταν μέρες έξαψης και προετοιμασιών. Η Στέλλα έκλεισε από ένα μεσιτικό ένα σπίτι στον Ορνό, στη Μύκονο, που είχε ξεμείνει εξαιτίας της υψηλής του τιμής. Ο Στάθης ανακοίνωσε στο γραφείο του πως θα έπαιρνε άδεια για όλο το τρίμηνο και άφησε μια νυσταγμένη βοηθό (που άλλο που δεν ήθελε) να τρέχει τα πράγματα, ώσπου να επιστρέψει. Και οι δύο τους ανακοίνωσαν σε φίλους και γνωστούς την απόφασή τους να περάσουν το καλοκαίρι μαζί. Κανείς δεν εξεπλάγη απ’ την πορεία των γεγονότων, μιας και ήταν γνωστό πως με την γριά Κάτια και την Λένια έξω από το παιχνίδι η Στέλλα με τον Στάθη θα τα ξαναβρίσκαν. Αλλά και κανείς δεν θέλησε να τους ακολουθήσει. Δόθηκαν υποσχέσεις για κάποιες επισκέψεις, κάποια φορά, αλλά όλοι τους είχαν να φροντίσουν παιδιά, σκυλιά κι αφεντικά. Κι ήταν ακριβώς πρώτη Ιουνίου, όταν το ταχύπλοο σκάφος της γραμμής τους παρέλαβε απ’ την προβλήτα του Πειραιά, κόκκινο σαν ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, και τους έβγαλε με βιομηχανικά μουγκρητά και καυσαέριο στη μεγάλη θάλασσα μπροστά τους. Οι δυο τους κάθισαν ήσυχοι στα καθίσματα της πρώτης θέσης, με τα μάτια ορθάνοιχτα στο κενό, λες και καταζητούνταν και επρόκειτο να τους βρουν αργά ή γρήγορα. Τότε γιατί έκαναν τον κόπο;
Καθώς καθόμουν ακριβώς απέναντί τους, τους παρατηρούσα σε όλη τη διαδρομή. Κάποια στιγμή που κατάλαβαν το βλέμμα μου στράφηκαν ο ένας στον άλλον κι ένωσαν τις παλάμες τους. Ήταν ζευγάρι, ναι. Συνειδητοποιώντας το ίδιο κι οι ίδιοι, η μεν Στέλλα γέλασε• ο δε Στάθης έκανε ένα περίεργο κεφαλοκλείδωμα στον εαυτό του, λες και δεν πίστευε όσα συνέβαιναν. Κι έτσι, δίχως λόγια, είχαν κατορθώσει να μου περιγράψουν όλο τους το παρελθόν.
Έτσι είναι με τα ζευγάρια.
Από το μυθιστόρημα Σαράντα καλοκαίρια του Κωνσταντίνου Αμπαζή (Κέδρος, 2006, σελ. 70-71).


Αλλά και εκτός αυτού, δεν άντεχε άλλο. Όλα τα πράγματα έχουν τα όριά τους, κι αν σε πλακώσει ένας βράχος, θα προσπαθήσεις να τον βγάλεις από πάνω σου. Αν πέσει κι άλλος όμως πάνω σου, κι ύστερα από λίγο, πριν προλάβεις να κουνηθείς, κι άλλος, κι άλλος – τι άλλο σου μένει από το να παραδοθείς στο μοιραίο ;
Ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε στο Διακοφτό κι άρχισε να προσπερνάει τα παραθαλάσσια χωριουδάκια του, σ΄ αυτό το κομμάτι της διαδρομής, διαδέχονταν ασταμάτητα το ένα το άλλο: Ζαχλωρίτικα, Ελαιώνας, Ροδιά, Ριζόμυλος, Ελίκη... Κι ανάμεσά τους η Λίμνη.
Πόσο τον εντυπωσίαζε όταν ήταν παιδί το γεγονός ότι έλεγαν έτσι το χωριό του, τη στιγμή που αληθινή λίμνη ολόκληρη στη γύρω περιοχή δεν υπήρχε ούτε για δείγμα! Δεν μπορούσε να πιστέψει το γεγονός ότι το μέρος χρωστούσε τ΄ όνομά του στη θάλασσα που τα νερά της, από μια ιδιοτροπία της φύσης, ακόμα και με άσχημο καιρό, ήταν ήρεμα και γαλήνια σαν τα νερά μιας λίμνης.
Έφτασε στο νεκροταφείο και ακολουθώντας πάντα την παλαιά εθνική, που περνούσε ξυστά από τα πρώτα σπίτια της Λίμνης, διέκρινε τον τρούλο της Ευαγγελίστριας στο βάθος, με τον φωτεινό σταυρό στην κορυφή του.
Η νοσταλγία τον κατέκλυσε προς στιγμήν και η παρόρμηση να αναβάλει αυτό που σχεδίαζε, τον χτύπησε σαν ωστικό κύμα. Δεν ήταν δειλία ακριβώς ή θέληση για ζωή. Ένιωθε σαν ένα ασήμαντο κομματάκι σίδερο, που κάποιος πανίσχυρος μαγνήτης – το χωριό και οι αναμνήσεις που του ξύπνησε – το τραβάει προς το μέρος του με μια ακατανίκητη δύναμη. Τελικά, όμως, το ξεπέρασε.
Από το μυθιστόρημα "Βαθύς και λυπημένος", όπως κι εσύ (1999) του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που περιλαμβάνεται στον τόμο Ιστορίες της Λίμνης (Κέδρος, 2011, σελ. 283).


Ύστερα έρχεται η πρώτη Κυριακή, η δεύτερη, η τρίτη και δεν τελειώνουν στον αιώνα τον άπαντα. Είναι Ιούνιος. Όλη τη μέρα του Θεού, τις καθημερινές, ο Πεν-Πον και τ’ αδέλφια του λείπουν. Κατεβαίνω το πρωί με τη μεγάλη μου πετσέτα που γράφει «Εκείνη» και το μπικίνι μου, ξαπλώνω στον ήλιο, δίπλα στη βρύση, με περιοδικά από την εποχή της γιαγιάς μου που παίρνω από τον αχερώνα, το αντηλιακό μου και τα τσιγάρα μου με γεύση μενθόλης. Δεν καπνίζω ουσιαστικά ποτέ, το κάνω για να τη σπάσω στον κόσμο και ξέρω ότι τη σπάει στη μάνα-Γκρινιάρα. Κουβαλάει τα πλυμένα ρούχα τα για να τ’ απλώσει και μου λέει:
«Πού νομίζεις ότι είσαι, στην πλαζ του Νεγκρεσκό; Έφτιαξες τουλάχιστον το κρεβάτι σου;» Όταν δεν με βλέπει, βγάζω το στηθόδεσμο. Αλλά δεν αποκλείεται να μην μ’ αφήσει από τα μάτια της, ποιος ξέρει. Όχι πως με πειράζει φυσικά, αλλά δεν θέλω να κάνει σχόλια στον Πεν-Πον• προς το παρόν.
Κατά τη μία η ώρα, ο Πεν-Πον έρχεται να τσιμπήσει κάτι στα γρήγορα, δεν έχουμε χρόνο να μιλήσουμε. Ύστερα τεμπελιάζω όλο το απόγευμα. Ρίχνω πασιέντζες αραγμένη στο κρεβάτι του δωματίου μας. Αλλάζω τρεις φορές φόρεμα κοιτάζοντάς με στον καθρέφτη της ντουλάπας. Κολλάω τα ψεύτικά νύχια και τα βάφω. Σκέφτομαι ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Τη δεσποινίδα Ντιε, δασκάλα μου στο Μπρισκέ, το χωριό που βρίσκεται πάνω από το Αράμ. Έλεγε πως τα κορίτσια που μασουλούν τα νύχια τους χαϊδεύονται στο κρεβάτι τους. Το έλεγε για να με ντροπιάσει μπροστά σε όλη την τάξη. Της αποκρινόμουν ότι με τη φάτσα που είχε πρέπει να χαϊδευόταν ακόμα περισσότερο.     
Φαπ! Σκαμπίλι. Τρελαινόταν για μένα, αυτή είναι η αλήθεια. Ήμουν η πιο ωραία απ’ όλες. Όλος ο κόσμος το έλεγε. Στα δεκατέσσερά μου, και πριν όμως, είχα όλα τα απαραίτητα, μπορείτε να με πιστέψετε.
Από το μυθιστόρημα Το φονικό καλοκαίρι του Sébastien Japrisot (Κέδρος, 2007,  σειρά Μαύρο Βελούδο, μτφ. Γιάννης Καυκιάς, σελ. 113-114).


Η νύχτα είχε χρώμα μελανό και οι σταγόνες της θάλασσας μαστίγωναν τα πρόσωπά τους. Το νερό της θάλασσας σκέπαζε το κατάστρωμα και τους έβρεχε ως το κόκκαλο. Πυκνά σύννεφα έτρεχαν ασταμάτητα στον ουρανό κρύβοντας τα άστει. Τώρα φυσούσε ένας κρύος άνεμος, που ερχόταν από τα νοτιοδυτικά, κι εκεί κάτω στον ορίζοντα σαν να είχε σηκωθεί ένας σκοτεινός, συμπαγώς και απειλητικός τοίχος.
Άσπρες και μπλε λάμψεις διαπερνούσαν μερικές φορές αυτό το πυκνό και ακόμα μακρινό μαύρο σύννεφο, που ένοιωθαν να τους πλησιάζει.
Τα κύματα άφριζαν οργισμένα.
Η Μάντα έσκιζε τα κύματα, ενώ ο Τράβις την κυβερνούσε τρέχοντας από τη μια άκρη στην άλλη, ουρλιάζοντάς τους διαταγές που δεν καταλάβαιναν πάντα με την πρώτη. Ζήτησε από τον Ούγκο να τραβήξει ένα βαρούλκο, έπειτα ένα άλλο, και η Ανίτα, της οποίας το τραύμα δεν της επέτρεπε μεγάλη καταπόνηση, τον αντικαθιστούσε για λίγο στο πηδάλιο. Την υπόλοιπη ώρα επικοινωνούσε μέσω ασυρμάτου με την Ακτοφυλακή και την Αστυνομία του Φάρου.
Από το μυθιστόρημα Η κόκκινη σειρήνα του Maurice G. Dantec (Κέδρος, 2008, σειρά "Μαύρο Βελούδο", μτφ. Εύη Βόγκλη, σελ. 646-647).


Ο Πιετρίνο Τζάουλι δεν ήταν στο σπίτι. Σταμάτησαν με το τζιπ στη μέση του αλωνιού και ο Λεονάρντι πήγε να χτυπήσει την πόρτα με τη συνοδεία ενός αστυνομικού που είχε περασμένο διαγώνια πάνω του το πολυβόλο. Μια γυναίκα όμως που πρόβαλε ελάχιστα το πρόσωπό της στην πόρτα είπε κάτι στην τοπική διάλεκτο. Αυτό που κατάλαβε ο Ντε Λούκα ήταν πως ο Πιετρίνο δεν ήταν εκεί και ύστερα από ένα λεπτό ο Λεονάρντι επέστρεψε τρέχοντας και άρπαξε το τιμόνι. Έφυγε σαν ελατήριο, ενώ ο αδύνατος αστυνομικός με την κομισμένη έκφραση βρισκόταν ακόμα ο μισός έξω από το αυτοκίνητο. Ο Λεονάρντι οδήγησε χωρίς να πει λέξη. Ο Ντε Λούκα είχε γαντζωθεί από το χερούλι για να μην εκσφενδονιστεί έξω από τις πολλές λακκούβες που είχε ο δρόμος. Όταν σταμάτησαν απότομα μπροστά σ’ ένα μακρόστενο αγροτόσπιτο με χαμηλή στοά, είδαν ένα αγόρι να έρχεται τρέχοντας από τα χωράφια και να χώνεται σε μια πλαϊνή πόρτα. Ο Λεονάρντι έδωσε μια γροθιά στο τιμόνι.
«Να πάρει ο διάβολος!» μούγκρισε. «Πρόλαβαν και τον ειδοποίησαν! Το ίδιο κάναμε με τους Γερμανούς, στέλναμε ένα παιδί και δρόμο… Ας ελπίσουμε πως είναι ακόμα εδώ.»
Κατέβηκαν από το τζιπ και ο Ντε Λούκα μόρφασε μόλις ένοιωσε μια έντονη και βαριά μυρωδιά, που του ανακάτεψε το στομάχι και τον έκανε να χλομιάσει. Ξαφνικά ακούστηκε ένα οξύ ουρλιαχτό από το αγροτόσπιτο και μετά από αυτό ακολούθησαν κι άλλα πολλά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο διαπεραστικά. Ο Ντε Λούκα σταμάτησε τόσο απότομα, που ο Λεονάρντι το πήρε είδηση κα τον έπιασε από το μπράτσο.»
Από το μυθιστόρημα "Ένα μουντό καλοκαίρι" (2003) του Carlo Lucarelli που περιλαμβάνεται στον τόμο Η τριλογία του φασισμού (Κέδρος, 2012, μτφ. Μαρία Σπυριδοπούλου, σελ. 216-217).


Το σλοπ που ανήκε πρωτύτερα στον Σιμόν Ροσόν, το Κόνκερορ, ήταν στην ουσία μια πολεμική κορβέτα, με ένα πολύ μακρύ μπομπρέσο, μονάχα ένα τετράγωνο πανί στο  μεγάλο κατάρτι, μια τραπεζοειδή μπούμα και ένα τριγωνικό φλισί από πάνω της, καθώς και αναρίθμητους φλόκους. Ήταν εξοπλισμένο με δέκα κολουμπρίνες πάνω στο κύριο κατάστρωμα και δύο ογκώδη κανόνια διώξεως τοποθετημένα στη πλώρη. Δεν είχε υπερκατασκευές και φαινόταν να είναι ταγμένο για ένα τσούρμο από τριάντα άνδρες. Στην πραγματικότητα, όμως, οι πειρατές που ανέβηκαν πάνω του ήταν σχεδόν οι διπλάσιοι. Τα πλοία της Φιλιμπούστα, ίσως και επειδή σπανίως έβγαιναν στα ανοιχτά, ήτανε πάντα κατάμεστα.
Ο Ροζέριο ήταν πολύ συγκινημένος. Δεν φανταζόταν ποτέ του ότι θα ήταν στη θέση να κυβερνά ένα καράβι, ας ήταν και μικρό, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό ήταν για εκείνον ένας λόγος περηφάνιας, αλλά και αγωνίας. Μια έγνοια που ερχόταν να προστεθεί στη μόνιμη ανησυχία του για την μυστική αποστολή που τον είχε φέρει σ’ αυτές εδώ τις θάλασσες, και την οποία έπρεπε να φέρει σε πέρας. Ευτυχώς οι άνδρες, υπακούοντας σε μια πανάρχαια συνήθεια, κατευθύνθηκαν αμέσως στις θέσεις τους.
Από το μυθιστόρημα Τορτούγα. Η πολιτεία των πειρατών του Βαλέριο Εβαντζελίστι (Κέδρος, 2012, μτφ. Στέφανος Δημητριάδης, σελ. 111).

 

 

Η εικόνα στην κεφαλίδα του αφιερώματος είναι του Αλέξη Κυριτσόπουλου, από το ημερολόγιο-σημειωματάριο "Μικρές και μεγάλες μέρες", Κέδρος, 2001, 2008