Χρονολόγιο

ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΫΣ: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1882 - 1941

 

 

1882
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1882 γεννιέται ο Τζαίημς Ώγκιουστιν Αλοΐσιους Τζόυς στο Νο. 31 της Μπράιτον Σκουέαρ, στη συνοικία Ράθγκαρ του Δουβλίνου. Γονείς του είναι ο Τζον Στανισλάους και η Μαίρη Τζέην Τζόυς. Από τα δεκαπέντε παιδιά της οικογένειας, τα πέντε πεθαίνουν σε νηπιακή ηλικία. Ο Τζαίημς μεγαλώνοντας αναπτύσσει πιο στενή σχέση με τον κατά δύο χρόνια μικρότερό αδελφό του, Στανισλάους.

1884-1887
Η οικογένεια Τζόυς αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Μετακομίζουν αρχικά στη συνοικία Ράθμινς και στη συνέχεια στη συνοικία Μπράι του Δουβλίνου.

1888
Ο Τζόυς στέλνεται εσώκλειστος στην ιησουιτική σχολή του Κλόνγκοους Γουντ Κόλετζ. Η καθολική εκπαίδευση που λαμβάνει θα επηρεάσει το έργο του και θα σφυρηλατήσει την έντονη αντίθεση του στον κληρικαλισμό. 

1891-1892
Πεθαίνει ο δημοκρατικός ηγέτης του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας Τσαρλς Στιούαρτ Παρνέλ. Ο πατέρας του Τζόυς ήταν θερμός υποστηριχτής του. Η πολιτική δράση του Παρνέλ, η πύρινη ρητορική του, το δημοκρατικό του ήθος και η διακηρυγμένη αντίθεσή του προς την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, επηρεάζουν βαθιά τον μικρό Τζόυς. Στις 6 Οκτωβρίου, σε ηλικία μόλις εννέα ετών, γράφει τους πρώτους του ποιητικούς στίχους με τον τίτλο EtTu, Healy, με τους οποίους τιμά τη μνήμη του Παρνέλ και επιτίθεται στους πολιτικούς του αντιπάλους. Τον ίδιο χρόνο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικογένειά του, αναγκάζουν τους Τζόυς να σταματήσουν τη φοίτηση του Τζαίημς στο Κλόνγκοους Γουντ Κόλετζ. Οι πιστωτές του πατέρα του κατάσχουν τα έπιπλα του σπιτιού τους. Οι Τζόυς αναγκάζονται να μετακομίσουν ξανά.  

1893-1897
Ο Τζόυς γράφεται μαζί με τον αδελφό του Στανισλάους στο ιησουϊτικό κολέγιο Μπελβεντέρε όπου, χάρη σε γνωριμίες του πατέρα τους, εξασφαλίζουν δωρεάν φοίτηση. Αποδεικνύεται λαμπρός μαθητής και διακρίνεται σε πολλούς διαγωνισμούς. Γνωρίζει για πρώτη φορά το έργο του Αριστοτέλη και του Θωμά Ακινάτη και επηρεάζεται βαθιά από τις ιδέες του τελευταίου. Νέα οικονομικά προβλήματα αναγκάζουν την οικογένειά του να μετακομίσει ξανά. Επιπρόσθετα, ο πατέρας του αντιμετωπίζει προβλήματα αλκοολισμού.  

1898
Ο Τζόυς κάνει την πρώτη του μετάφραση: μεταφράζει από τα λατινικά στα ιρλανδικά το έργο O fons Bandusiae από τις Ωδές του Οράτιου. Πεθαίνει ο παππούς του Φίλιπ, που συνέδραμε οικονομικά την οικογένειά του. Πιθανότατα τον Αύγουστο του ίδιου έτους ο Τζόυς έχει την πρώτη του ερωτική εμπειρία.

Τον Σεπτέμβριο γράφεται στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου. Σπουδάζει αγγλική και ιταλική φιλολογία. Παρακολουθεί στο Δουβλίνο την θεατρική πρεμιέρα του έργου  The Countess Cathleen του Ιρλανδού εθνικού ποιητή και νομπελίστα Ουίλιαμ Μπατλερ Γέητς. Ο Τζόυς ασχολείται με τη δραματουργία και διαβάζει με πάθος τα έργα του Ίψεν.  Αρχίζει να κόβει τους δεσμούς του με τον καθολικισμό. Αρνείται για πρώτη φορά να συμμετάσχει μαζί με την οικογένειά του στον εορτασμό του Πάσχα. Τον Μάιο του 1899 αρνείται να πάρει μέρος στις αντιδραστικές διαμαρτυρίες κατά του έργου του Γέητς Countess Cathleen, το οποίο θεωρήθηκε αιρετικό.

 

 

Συμμετέχει στην φοιτητική θεατρική παράσταση Cupid’s Confidant. Οι Τζόυς μετακομίζουν στη συνοικία Ρόγιαλ Τέρας, που θα απαθανατιστεί αργότερα στο περίφημο διήγημα του Τζαίημς Οι νεκροί. Τον Απρίλιο του 1990 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Λονδίνο μαζί με τον πατέρα του. Γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο με το τίτλο My Brilliant Career, το οποίο όμως απορρίπτει ο εκδότης Ουίλιαμ Άρτσερ. Το έργο αυτό έχει χαθεί. Τον Απρίλιο του 1990 δημοσιεύει στην επιθεώρηση Fortnightly Review το δοκίμιο Το Νέο Δράμα του Ίψεν. Απευθύνει επιστολή στον Νορβηγό δραματουργό, στην οποία του εκφράζει τη μεγάλη εκτίμηση που τρέφει για τη δραματουργία του. Μεταφράζει δύο θεατρικά έργα του Γερμανού συγγραφέα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν, τα οποία και προτείνει ν’ ανέβουν  στο Θέατρο του Δουβλίνου• η πρότασή του απορρίπτεται. Στέλνει μια επιλογή από τα ποιήματά του στον Ουίλιαμ Άρτσερ, ο οποίος τα απορρίπτει και συμβουλεύει τον Τζόυς να μην τα δημοσιεύσει. Τον Οκτώβριο του 1901 δημοσιεύει το άρθρο The Day of the Rabblement, μια πολεμική κατά της σύγχρονης ιρλανδικής λογοτεχνίας, την οποία θεωρεί παρωχημένη. Τον Μάιο του 1902 δημοσιεύει ένα δοκίμιο για το έργο του Ιρλανδού ποιητή Τζέημς Κλάρενς Μάνγκαν. Τον Οκτώβριο επισκέπτεται το Λονδίνο όπου συναντάται με τον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς. Του εκφράζει με αυτοπεποίθηση την απογοήτευσή του για τον συντηρητισμό και τον εθνικιστικό χαρακτήρα που διακρίνει την ιρλανδική λογοτεχνία. Στις 27 Νοεμβρίου αποφοιτά από το πανεπιστήμιο.  

Σκέψεις για μόνιμη εγκατάσταση στο Παρίσι. Φιλοδοξεί να βιοποριστεί ως γιατρός και ως συγγραφέας παράλληλα. Για τον σκοπό αυτό γράφεται στην Ιατρική Σχολή της Αγίας Κεκιλίας του Δουβλίνου. Ταξιδεύει στο Παρίσι όπου γοητεύεται από τους μποέμ της γαλλικής πρωτεύουσας. Αποφασίζει να εγκαταλείψει την ιατρική. Βιοπορίζεται γράφοντας κριτικές βιβλίων σε εφημερίδα του Δουβλίνου. Επιστρέφει στην Ιρλανδία τα Χριστούγεννα.   

 

 

1903
Γυρνά μέσω Λονδίνου στο Παρίσι στις 17 Ιανουαρίου. Αρχίζει τη συγγραφή ενός δοκιμίου για την αισθητική. Διαβάζει το μυθιστόρημα του Édouard Dujardin Les Lauriers sont coupés και εντυπωσιάζεται από την πρωτοποριακή αφηγηματική τεχνική της συνειδησιακής ροής (stream of consciousness) που χρησιμοποιεί ο Γάλλος συγγραφέας. Τον Απρίλιο λαμβάνει από τον πατέρα τηλεγράφημα που τον καλεί να επιστρέψει επειγόντως στο Δουβλίνο: η μητέρα του είναι βαριά άρρωστη. Τελικά η Μαίρη Τζέην Τζόυς πεθαίνει στις 13 Αυγούστου του 1903. Ο Τζόυς αρνείται να γονατίσει μπροστά στο νεκροκρέβατο της μητέρας του και να ακολουθήσει τη νεκρώσιμη θρησκευτική τελετουργία. Το γεγονός αυτό τον σημαδεύει. Αργότερα θα ανασύρει από την μνήμη του αυτή την ενοχική εμπειρία και θα την χρησιμοποιήσει στον εσωτερικό μονόλογο του Στήβεν Ντένταλους στις σελίδες του Οδυσσέα. Συνεργάζεται ως κριτικός με την εφημερίδα Daily Express (3 Σεπτεμβρίου-19 Νοεμβρίου).

1904
Στις 7 Ιανουαρίου γράφει το δοκίμιο Το πορτραίτο του καλλιτέχνη. Αρχίζει επίσης να γράφει τη νουβέλα Στήβεν Ήρωας. Μια ύστερη γραφή αυτού του έργου θα δημοσιευθεί για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του, το 1944. Τον Φεβρουάριο Το πορτραίτο του καλλιτέχνη απορρίπτεται από τους εκδότες Έγκλιντον και Ράιαν.
Τον Μάρτιο διορίζεται καθηγητής στο σχολείο Κλίφτον του Νταλκεϊ. Ένθερμος λάτρης της μουσικής, τον Μάιο συμμετέχει στο μουσικό φεστιβάλ Feis Ceoil, αλλά αποτυγχάνει καθώς δεν ξέρει να διαβάζει νότες. Στις 10 Ιουνίου ο Τζόυς γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του, τη Νόρα Μπάρνακλ. Στις 16 Ιουνίου του 1904 βγαίνουν για πρώτη φορά ραντεβού. Η ημερομηνία αυτή ταυτίζεται με την ημερομηνία που εκτυλίσσεται ο Οδυσσέας.

Τον Σεπτέμβριο διαμένει για μερικές μέρες μαζί με δύο φίλους του στον πύργο Μαρτέλο, κοντά στο Δουβλίνο. Η εμπειρία αυτή θα αξιοποιηθεί αργότερα στο πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα. Ο ένας από τους δύο φίλους του είναι ο Ιρλανδός ποιητής και αγωνιστής της ιρλανδικής ανεξαρτησίας Όλιβερ Στ. Τζον Γκόγκαρτι, ο οποίος απαθανατίζεται με το όνομα Μπακ Μάλλιγκαν στις σελίδες του διασημότερου μυθιστορήματος του Τζόυς.

Στη διάρκεια της διαμονής του στον πύργο διαπληκτίζεται έντονα δύο φορές με αγνώστους και τραυματίζεται. Επιστρέφει στο οικογενειακό του σπίτι. Επιθυμεί να ζήσουν ανοικτά ως εραστές με τη Νόρα, όμως ο συντηρητικός μικρόκοσμος του Δουβλίνου αποδεικνύεται καταπιεστικός. Η Νόρα τον πιέζει να παντρευτούν, ο ίδιος όμως αρνείται. Απορρίπτει τον γάμο ως μικροαστικό θεσμό. Αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το Δουβλίνο και να επιχειρήσουν να ζήσουν ελεύθερα στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Στις 8 Οκτωβρίου φτάνουν στη Ζυρίχη. Ο Τζόυς προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει δουλειά ως δάσκαλος στην τοπική Σχολή Μπέρλιτζ. Παρόλα αυτά, του προτείνεται να εργαστεί ως καθηγητής αγγλικών στον παράρτημα της Σχολής Μπέρλιζτ της Πόλα, στην Αδριατική, κοντά στην Τεργέστη, η οποία ανήκει πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στην Αυστροουγγαρία.

Στη διάρκεια του 1904 δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα οι ιστορίες του Δύο ιππότες (σε πρώιμη γραφή), Έβελιν και Μετά τους αγώνες, που αργότερα θα εμφανιστούν στη συλλογή διηγημάτων Οι Δουβλινέζοι

1905
Ο Τζόυς και η Νόρα εγκαθίστανται στην Τεργέστη. Στις 27 Ιουλίου γεννιέται ο πρωτότοκος γιος τους Τζόρτζιο. Δημοσιεύει μια πρώιμη εκδοχή του διηγήματος Η πανσιόν στην εφημερίδα Irish Homestead. Τον Σεπτέμβριο υποβάλλει τη συλλογή λυρικών ποιημάτων Μουσική δωματίου στον εκδότη Γκραντ Ρίτσαρντς, ο οποίος την απορρίπτει. Τον Οκτώβριο μετακομίζει μαζί τους στην Τεργέστη ο αδελφός του Στανισλάους. Τον Νοέμβριο υποβάλλει στον ίδιο εκδότη, με τον οποίον συνεχίζει να αλληλογραφεί τακτικά, μια εκδοχή της συλλογής διηγημάτων Οι Δουβλινέζοι. Το χειμώνα αρχίζει να γράφει το διήγημα Οι αδελφές (που και αυτό θα συμπεριληφθεί στην τελική εκδοχή των Δουβλινέζων), το οποίο και ολοκληρώνει στις αρχές του επόμενου χρόνου.

1906
Τον Ιούλιο ο Τζόυς και η Νόρα εγκαθίστανται στη Ρώμη. Βρίσκει προσωρινά δουλειά ως τραπεζικός υπάλληλος, την οποία όμως χάνει σχετικά σύντομα. Στο μεταξύ η Νόρα μένει έγκυος για δεύτερη φορά. Αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Τεργέστη.

1907
Τον Ιανουάριο επικοινωνεί με τον εκδότη Έλκιν Μάθιους για πιθανή έκδοση της ποιητικής συλλογής Μουσική δωματίου, την οποία ο Μάθιους τελικά εγκρίνει. Παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών για τα προς το ζην και παράλληλα δημοσιεύει άρθρα στα ιταλικά στην εφημερίδα της Τριέστης Il Piccolo della Sera. Γνωρίζεται στην Τεργέστη με τον συγγραφέα Άρον Έτορε Σμιτς, πιο γνωστό με το ψευδώνυμο Ίταλο Σβέβο, ο οποίος γίνεται ένας από τους πιο ένθερμους φίλους και υποστηρικτές του Τζόυς. Τον Μάιο εκδίδεται η ποιητική συλλογή Μουσική δωματίου. Το καλοκαίρι ασθενεί και νοσηλεύεται για δύο περίπου μήνες. Στις 26 Ιουλίου γεννιέται η κόρη του Λουτσία Άννα. Αρχίζει να δουλεύει ξανά το έργο του Στήβεν Ήρωας, το οποίο σταδιακά θα μετατραπεί στο μυθιστόρημα Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Τον Νοέμβριο ο εκδότης Έλκιν Μάθιους απορρίπτει τους Δουβλινέζους.

1908
Γράφει ένα μεγάλο μέρος του παραπάνω μυθιστορήματος. Τον Αύγουστο η Νόρα, που είναι ξανά έγκυος, αποβάλλει.

1909
Τον Φεβρουάριο ο Τζόυς ασκεί σε κείμενό του κριτική στον Άμλετ του Σαίξπηρ για το υπερβολικά δραματικό ύφος του έργου. Σε νέο κείμενό του στις 21 Φεβρουαρίου ασκεί πολεμική στο ψυχολογικό μυθιστόρημα. Δείχνει ωστόσο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση και διαβάζει έργα των Φρόυντ και Γιουνγκ. Τον Μάιο εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα ότι πάσχει από ιρίτιδα. Επισκέπτεται μαζί με τον γιο του Τζόρτζιο την Ιρλανδία. Επανασυνδέεται με τον παλιούς τους φίλους Όλιβερ Στ. Τζον Γκόγκαρτι και Βίνσεντ Κόσγκρεϊβ. Η σχέση του με τον δεύτερο είναι ανταγωνιστική. Ο Κόσγκρεϊβ του εξομολογείται ότι είχε ερωτικές σχέσεις με τη Νόρα. Ο Τζόυς κλονίζεται. Απευθύνει πυρετώδεις επιστολές προς τη Νόρα, την οποία κατηγορεί για μοιχεία και συγχρόνως της γράφει ότι την αγαπά περισσότερο και από την Παρθένο. Τελικά πείθεται ότι ο Κόσγκρεϊβ του είπε σκοπίμως ψέματα. Στις αρχές του Σεπτέμβρη υπογράφει συμβόλαιο για την έκδοση των Δουβλινέζων με τον οίκο Maunsel & Roberts. Στις 9 Σεπτεμβρίου επιστρέφει με τον Τζόρτζιο στην Τεργέστη. Συμφιλιώνεται με τη Νόρα. Συλλαμβάνει την ιδέα να ανοίξει κινηματογράφους στο Δουβλίνο και στην υπόλοιπη Ιρλανδία, όπου η νέα τεχνολογία δεν έχει ακόμα αφιχθεί. Συνεργάζεται σε αυτό το σχέδιο με επιχειρηματίες της Τεργέστης που χρηματοδοτούν την επιχείρηση. Επιστρέφει στο Δουβλίνο τον Οκτώβριο και στις 20 Δεκεμβρίου γίνονται τα εγκαίνια της αίθουσας Cinematographic Volta, με τον ίδιο ως μάνατζερ.  

1910
Ο Τζόυς αρχίζει να δυσανασχετεί με τη δουλειά στον κινηματογράφο, που δεν πηγαίνει καλά εισπρακτικά. Τελικά η αίθουσα πωλείται, και ο Τζόυς ξαναγυρίζει στην Τεργέστη. Τον Ιούλιο ο εκδοτικός οίκος Maunsel & Roberts του ανακοινώνει ξαφνικά ότι αναβάλει την έκδοση των Δουβλινέζων, επειδή κρίνει ότι το ύφος των κειμένων και η οπτική του Τζόυς, που ξεμπροστιάζει τον μικροαστικό συντηρητισμό των κατοίκων της ιρλανδικής πρωτεύουσας, είναι ιδιαίτερα τολμηρά για τα ήθη της εποχής.

1912
Τον Ιούλιο ο Τζόυς επισκέπτεται για τελευταία φορά την Ιρλανδία. Πηγαίνει πρώτα στο Γκάλγουεϊ και κατόπιν στο Δουβλίνο. Η προσπάθειά του να πείσει τους εκδότες Maunsel & Roberts να κυκλοφορήσουν τους Δουβλινέζους αποτυγχάνει. Τον Σεπτέμβριο επικοινωνεί με εκδότες του Λονδίνου για πιθανή έκδοση των Δουβλινέζων. Γύρω στους 15 εκδότες βλέπουν το χειρόγραφο και το απορρίπτουν. 

1913
Στις αρχές της άνοιξης συλλαμβάνει την ιδέα για το έργο Τζιάκομο Τζόυς: μια σειρά ερωτικών στίχων σε πρώτο πρόσωπο και σε ελεύθερη φόρμα, που απευθύνονται σε μια «σκοτεινή κυρία». Το έργο αυτό, που καταλαμβάνει έκταση 16 σελίδων χειρογράφου, θα εκδοθεί τελικά μετά τον θάνατό του, το 1968. Με τη μεσολάβηση του Γέητς, ο Τζόυς επικοινωνεί γα πρώτη φορά με τον Έζρα Πάουντ. Ο τελευταίος αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του περιοδικού TheEgoist, το οποίο συνεκδίδει η αναρχική φεμινίστρια συγγραφέας και διανοούμενη Ντόρα Μάρντσεν. Το περιοδικό ενισχύει οικονομικά η φιλότεχνη κομουνίστρια Χάριετ Σο Γουίβερ. Οι τρεις προαναφερθέντες θα βοηθήσουν τον Τζόυς να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ η Γουίβερ θα τον στηρίξει οικονομικά για ένα μεγάλο διάστημα. Αρχίζει να γράφει το θεατρικό έργο Εξορίες.        

1914
Τον Ιανουάριο ο Γκραντ Ρίτσαρντς συμφωνεί να εκδώσει τους Δουβλινέζους στον δικό του οίκο. Τοβιβλίοκυκλοφορείτην 1ηΙουνίου. Ανάμεσα στον Φεβρουάριο και στον Σεπτέμβριο, το μυθιστόρημα Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία δημοσιεύεται σε συνέχειες στις σελίδες του The Egoist. Τον Μάρτιο ο Τζόυς αρχίζει να γράφει τον Οδυσσέα. Διακόπτει όμως τη συγγραφή του για να συνεχίσει το θεατρικό έργο Εξορίες, το οποίο ολοκληρώνεται το 1915.

1915
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, στις αρχές του χρόνου οι Αυστριακοί θέτουν σε περιορισμό τον αδελφό του, Στανισλάους, όμως δεν ενοχλούν τον ίδιο τον Τζόυς, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Τεργέστη. Συνεχίζει τη συγγραφή του Οδυσσέα. Μέχρι τον Ιούνιο ολοκληρώνει την πρώτη γραφή των έξι πρώτων επεισοδίων του βιβλίου (Τηλεμάχεια, Νέστωρ, Πρωτέας, Καλυψώ, Λωτοφάγοι, Άδης) και δουλεύει τις πρώτες σελίδες του έβδομου (Αίολος). Στα τέλη του Ιουνίου ταξιδεύει στην Ελβετία. Συνεχίζει να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Με τη μεσολάβηση του Γέητς και του Πάουντ, ενισχύεται με ένα ποσό από τη Βασιλικό Ταμείο Χρηματοδότησης της Λογοτεχνίας.

1916
Επιχορηγείται από το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο. Στις 29 Δεκεμβρίου ο οίκος B. W. Huebschεκδίδει Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία στη Νέα Υόρκη. Πιθανή συνάντηση του Τζόυς του Λένιν στο Café Odéon, στο Παρίσι.

1917
Στις 12 Φεβρουαρίου Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία εκδίδεται στο Λονδίνο. Συνεχίζει να δουλεύει τον Οδυσσέα. Γράφει στις σημειώσεις του ότι θεωρεί πως το θέμα της Οδύσσειας του Ομήρου «είναι το πιο ανθρώπινο στην παγκόσμια λογοτεχνία». Στη διάρκεια του χρόνου χειροτερεύει το πρόβλημα του Τζόυς με την όρασή του. Πάσχει από οξύ γλαύκωμα. Το καλοκαίρι κάνει την πρώτη εγχείρηση στα μάτια του. Στις 12 Οκτωβρίου ταξιδεύει στο Λοκάρνο. Το εύκρατο κλίμα της περιοχής τον βοηθά να αναρρώσει. Ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1917 και τον Ιανουάριο του 1918 στέλνει στον Πάουντ τα τρίτα πρώτα κεφάλαια του Οδυσσέα. Ο Πάουντ ενθουσιάζεται.   

1918
Τον Ιανουάριο επιστρέφει στη Ζυρίχη. Δέχεται την οικονομική στήριξη της εύπορης φιλότεχνης Ήντιθ Ροκφέλερ-Μακ Κόρμικ. Σε συνεργασία με τον Κλοντ Γ. Σάικς δημιουργούν το θεατρικό θίασο English Players. Το πρώτο έργο που ανεβάζουν είναι το Η σημασία να είσαι σοβαρός του Όσκαρ Ουάιλντ. Ο θίασος διαλύεται σύντομα λόγω οικονομικών διαφωνιών.

Τον Μάρτιο το περιοδικό Little Review της Νέας Υόρκης αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες τον Οδυσσέα. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1920 δημοσιεύονται σχεδόν τα μισά επεισόδια του μυθιστορήματος. Τον Απρίλιο η Βιρτζίνια Γουλφ εκφράζει ενδιαφέρον να εκδώσει τον Οδυσσέα στην Αμερική. Όταν διαβάζει το χειρόγραφο, το απορρίπτει. Εκφράζει σε επιστολές της έντονες διαφωνίες με την «χαοτική» αφηγηματική τεχνική του Τζόυς.

Στις 25 Μαΐου εκδίδεται το θεατρικό έργο Εξορίες στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Στη Ζυρίχη ο Τζόυς συνδέεται φιλικά με τον Άγγλο ζωγράφο Φρανκ Μπάντγκεν. Ο τελευταίος θα δημοσιεύσει αργότερα αποσπάσματα από τις συζητήσεις του με τον Τζόυς για τη αισθητική, τη λογοτεχνία και φιλοσοφία στο έργο του James Joyce and the making of 'Ulysses', and other writings.    

1919
Στις αρχές του φθινοπώρου η Ήντιθ Ροκφέλερ - Μακ Κόρμικ αποσύρει την οικονομική της υποστήριξη και ο Τζόυς αναγκάζεται να επιστέψει στην οικογένειά του στην Τεργέστη. Εκεί παραδίδει και πάλι μαθήματα αγγλικών και συνεχίζει να δουλεύει τον Οδυσσέα. Τον Φεβρουάριο ολοκληρώνει τα επεισόδια Σκύλλα και Χάρυβδη και Συμπληγάδες Πέτρες, τα οποία και στέλνει στον Πάουντ. Μέρη του έργου δημοσιεύονται σε συνέχειες στις σελίδες του The Egoist. Τον Ιούνιο ολοκληρώνει το επεισόδιο Σειρήνες.    

1920
Σε επιστολή στον Τζόυς, ο Έζρα Πάουντ του γράφει ότι τον θεωρεί «τον καλύτερο αγγλόφωνο συγγραφέα από την εποχή του Χένρυ Τζέημς και του Τόμας Χάρντυ». Τον Ιούνιο ο Τζόυς ταξιδεύει με τον γιο του στη Ιταλία για να συναντηθεί με τον Πάουντ. Ο Πάουντ τον πείθει να ζήσει στο Παρίσι για να προωθήσει καλύτερα το έργο του. Οι Τζόυς εγκαθίστανται στη γαλλική πρωτεύουσα στο τέλος του μήνα. Στις 15 Αυγούστου ο Τζόυς γνωρίζεται με τον Τ. Σ. Έλλιοτ. Οι δύο συγγραφείς αρχίζουν να αλληλογραφούν. Τον Οκτώβριο μια αμερικανική συντηρητική οργάνωση, η Κοινωνία της Νέας Υόρκης για την Πάταξη της Ανηθικότητας, καταθέτει αγωγή κατά της επιθεώρησης Little Review για τη δημοσίευση άσεμνων αποσπασμάτων από τον Οδυσσέα. Η επιθεώρηση αναγκάζεται να διακόψει τη δημοσίευση έχοντας φτάσει έως το επεισόδιο Τα βόδια του Ήλιου. Εκδίδεται δικαστική απόφαση που απαγορεύει την δημοσίευση του έργου ή μερών του στις Η.Π.Α.  

1921
Βάζει τις τελευταίες πινελιές στον Οδυσσέα. Μέχρι τον Μάρτιο ολοκληρώνει τη γραφή του επεισοδίου Εύμαιος. Τον Απρίλιο ο Τζόυς γνωρίζει στο Παρίσι την Σύλβια Μπητς, ιδιοκτήτρια του αγγλόφωνου βιβλιοπωλείου Shakespeare & Co. και του ομώνυμου εκδοτικού οίκου. Η Μπητς ενθουσιάζεται με τον Οδυσσέα και δέχεται να εκδώσει το έργο. Στις 22 Απριλίου, o Βαλερί Λαμπρό, o οποίος έχει ήδη διαβάσει το χειρόγραφο, δημοσιεύει μια πολύ εγκωμιαστική κριτική για τον Οδυσσέα στην επιθεώρηση Nouvelle Revue Française. Το δημοσίευμα αυτό δίνει τον τόνο για τις κριτικές που θα ακολουθήσουν μετά τη έκδοση του μυθιστορήματος. Στα μέσα του Αυγούστου ο Τζόυς ολοκληρώνει το κεφάλαιο Πηνελόπη. Οι επιστολές που του έχει στείλει η Νόρα, με την ελευθεριότητα που χαρακτηρίζουν τη στίξη και το συντακτικό τους, επηρεάζουν τον Τζόυς στην προσπάθειά του να μεταφέρει στο χαρτί τον εσωτερικό μονόλογο της Μόλλυς Μπλουμ, κεντρικής ηρωίδας του Οδυσσέα. Ο Τζόυς ξαναδουλεύει τον Αίολο και προσθέτει νέα στοιχεία στα επεισόδια Άδης και Οι Λωτοφάγοι. Αποφασίζει να ξαναδουλέψει την Τηλεμάχεια, όμως τελικά διατηρεί σχεδόν άθικτη την αρχική γραφή του επεισοδίου. Στις 20 Οκτωβρίου ολοκληρώνει το επεισόδιο Ιθάκη.    

 

 

1922
Στις 2 Φεβρουαρίου, την ημέρα  των τεσσαρακοστών γενεθλίων του Τζόυς, ο οίκος Shakespeare & Co. εκδίδει τον Οδυσσέα σε 1.000 αντίτυπα, εκ των οποίων τα 750 είναι αριθμημένα. Η Νόρα αρνείται να διαβάσει το βιβλίο.   

Τον Μάρτιο ο Τζόυς γνωρίζεται στο Παρίσι με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος έχει ήδη διαβάσει τον Οδυσσέα. Σε επιστολή του προς τον συγγραφέα Σέργουντ Άντερσον ο Χέμινγουεϊ γράφει ότι «ο Τζόυς έγραψε ένα αναθεματισμένα θαυμάσιο βιβλίο».  Ο Αμερικανός συγγραφέας βοηθά οικονομικά τον Τζόυς ενώ συμμετέχει και στην καμπάνια για την άρση της απαγόρευσης της δημοσίευσης του Οδυσσέα στις Η.Π.Α. Την Πρωταπριλιά η Νόρα και τα δύο παιδιά της ταξιδεύουν στην Ιρλανδία, όμως ξεσπά ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος και επιστρέφουν στο Παρίσι. Στις 18 Μαΐου ο Τζόυς γνωρίζεται με τον Μαρσέλ Προυστ. Τον Αύγουστο ο Τζόυς ταξιδεύει στο Λονδίνο, ενώ συνεχίζει πάντα να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την όρασή του. Τον Οκτώβριο επισκέπτεται τη Νίκαια. Στις 18 Νοεμβρίου ο Τζόυς παρευρίσκεται στην κηδεία του Προυστ. 

1923
Στις 10 Μαρτίου ο Τζόυς φτιάχνει το πρώτο σκαρίφημα για τους χαρακτήρες του έργου του Η αγρύπνια των Φίνεγκαν. Στην Αμερική συνεχίζεται η απαγόρευση της κυκλοφορίας του Οδυσσέα. Εισάγονται πειρατικά αντίτυπα, πολλά από τα οποία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές και καταστρέφονται. Αντίτυπα του έργου κατάσχονται και από τα Τελωνεία του Λονδίνου.  

1924-1925
Το πρόβλημα όρασης του Τζόυς χειροτερεύει. Τον Απρίλιο τα πρώτα αποσπάσματα από την Αγρύπνια των Φίνενγκαν δημοσιεύονται στο περιοδικό Transatlantic Review (Παρίσι). Το έργο εμφανίζεται με τον προσωρινό τίτλο Workin Progress, που θα διατηρηθεί και στις επόμενες προδημοσιεύσεις. Ο εκδοτικός οίκος B. W. Heubsch κυκλοφορεί την πρώτη βιογραφία του Τζόυς με τον τίτλο James Joyce: His First Forty Years, έργο του Χέρμπερτ Γκόρμαν.  

Τον Αύγουστο οι Τζόυς ταξιδεύουν στη Βρετάνη και τον Σεπτέμβριο περνούν τρεις εβδομάδες στο Λονδίνο.  Ένα δεύτερο απόσπασμα από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν δημοσιεύεται στο λονδρέζικο περιοδικό Criterion. Την 1η Οκτωβρίου η επιθεώρηση Navired’ Argent (Παρίσι) δημοσιεύει το απόσπασμα Άννα Λίβια Πλουραμπέλ.

1926-1927
Από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 1926 ζει στην Οστάνδη και στις Βρυξέλλες. Δουλεύει τα τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο της Αγρύπνιας των Φίνεγκαν. Στις αρχές του 1927 παθαίνει κατάθλιψη. Είναι απογοητευμένος από την εξέλιξη της γραφής του μυθιστορήματος. Εξομολογείται σε φίλους του ότι σκέφτεται να το παρατήσει, όμως τελικά ανακαλεί. Τον Απρίλιο η παρισινή επιθεώρηση transition δημοσιεύει νέα αποσπάσματα από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν. Η προδημοσίευση του έργου στο ίδιο έντυπο θα συνεχιστεί μέχρι τον Μάιο του 1938. Στις 6 Ιουλίου εκδίδεται από τον οίκο Shakespeare & Co. η συλλογή Poems Penyeach., που περιλαμβάνει 13 ποιήματα του Τζόυς τα οποία γράφτηκαν ανάμεσα στο 1924 και στο 1927.  

1927-1929
Γνωρίζεται στο Παρίσι με τον Σάμιουελ Μπέκετ. Ο 23χρονος τότε Μπέκετ επηρεάζεται βαθειά από τη γνωριμία του με τον Τζόυς, το έργο του οποίου θαυμάζει. Συνδέεται φιλικά μαζί του αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Τζόυς, ειδικά με την Λουτσία. Ο Μπέκετ αναλαμβάνει χρέη γραμματέα του Τζόυς, ο οποίος, λόγω των προβλημάτων όρασης που αντιμετωπίζει, χρειάζεται βοήθεια στην εργασία του. Ο Μπέκετ τον βοηθά στην έρευνα για την Αγρύπνια των Φίνενγκαν και στην ταξινόμηση του υλικού. Επίσης δαχτυλογραφείτα δύο πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Το 1929 ο Μπέκετ συμμετέχει μαζί με τον Στανισλάους Τζόυς και άλλους συγγραφείς στο βιβλίο Our Exagmination Round His Factification for Incamination of Workin Progress, μια συλλογή δοκιμίων που υπερασπίζονται το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα του Τζόυς, το οποίο διχάζει τους κριτικούς.

 

 

Ο Τζόυς ταξιδεύει στη Διέπη, στη Ρουέν, στην Τουλόν και στο Σάλτσμπουργκ. Στις 27 Ιουνίου ο Τζόυς συναντά για πρώτη φορά τον Σκοτ Φιτζέραλντ σε δείπνο που παραθέτει η εκδότρια του Οδυσσέα Σύλβια Μπητς. Ο Τζόυς λέει το εξής προφητικό για τον συγγραφέα του Μεγάλου Γκάτσμπυ: «Αυτός ο νεαρός πρέπει να είναι τρελός, πολύ φοβάμαι ότι θα κάνει κακό στον εαυτό του». Στις 20 Οκτωβρίου το απόσπασμα Άννα Λίβια Πλουραμπέλ από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν εκδίδεται αυτόνομα σε τόμο. Τον Νοέμβριο η Νόρα υποβάλλεται σε εγχείρηση. Επιστρέφουν στο Παρίσι. Τον Φεβρουάριο του 1929 κυκλοφορεί η γαλλική έκδοση του Οδυσσέα σε μετάφραση του Ογκίστ Μορέλ.

1930
Λάτρης της μουσικής και κυρίως της όπερας, ο Τζόυς καταβάλει προσπάθειες για να προωθήσει τον ιρλανδικής καταγωγής τενόρο Τζον Ο’ Σάλιβαν. Τον Μάιο και τον Ιούνιο υποβάλλεται σε μια σειρά επεμβάσεων στα μάτια στη Ζυρίχη. Τον Ιούνιο δημοσιεύεται άλλο ένα απόσπασμα από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν με τον τίτλο Haveth Childers Everywhere. Περνά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο αρχικά στο Λονδίνο και κατόπιν στην Ουαλία. Στις 10 Δεκεμβρίου παντρεύεται ο γιος του, Τζόρτζιο. Εκδίδεται η μελέτη του Στιούαρτ Γκίλμπερτ James Joyce’s Ulysses, με την επίβλεψη του ίδιου του Τζόυς.  

1931
Τον Μάιο ο Τζόυς και η Νόρα εγκαταλείπουν το Παρίσι και μετακομίζουν στο Λονδίνο. Εγκαθίστανται σε ένα διαμέρισμα στο Κένσινγκτον. Στις 4 Ιουλίου ο Τζαίημς Τζόυς και η Νόρα Μπάρνακλ παντρεύονται με πολιτικό γάμο. Δικαιολογούν την απόφασή τους λέγοντας ότι το έκαναν «για λόγους διαθήκης». Τον Σεπτέμβριο μετακομίζουν και πάλι στο Παρίσι. Στις 29 Δεκεμβρίου πεθαίνει ο πατέρας του, Τζον Στανισλάους Τζόυς.    

1932
Στις 15 Φεβρουαρίου γεννιέται ο εγγονός του Στήβεν Τζαίημς Τζόυς. Τον Μάρτιο η κόρη του Λουτσία παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο. Είναι η πρώτη ένδειξη ότι πάσχει από σχιζοφρένεια. Η σχέση της με τον Μπέκετ διαλύεται. Διαμένει για ένα διάστημα στο Φέλντκιρχ της Αυστρίας μαζί με τη σύζυγο του συγγραφέα, μεταφραστή και κριτικού λογοτεχνίας Εζέν Ζολάς, υποστηρικτή του έργου του Τζόυς. Οι γονείς της την επισκέπτονται τον Σεπτέμβριο και έπειτα ταξιδεύουν στη Ζυρίχη. Εκεί η Λουτσία υποβάλλεται σε ψυχοθεραπεία υπό την επίβλεψη του Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος, όταν διάβασε τον Οδυσσέα, υποστήριξε ότι ο συγγραφέας του βιβλίου πάσχει από σχιζοφρένεια. Ο Πολ Λεόν αναλαμβάνει γραμματέας του Τζόυς αντικαθιστώντας τον Μπέκετ. Ο Λεόν θα διασώσει τις επιστολές του Τζόυς, που σήμερα ανήκουν στο αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ιρλανδίας.     

1933
Τον Μάιο οι Τζόυς ταξιδεύουν στη Ζυρίχη και στη συνέχεια επισκέπτονται το Εβιάν, κοντά στην λίμνη της Γενεύης, όπου νοσηλεύεται η Λουτσία. Στις 6 Δεκεμβρίου εκδίδεται η ιστορική απόφαση του Αμερικανού δικαστή Τζον Μ. Γούλσεϊ, που άρει την απαγόρευση της κυκλοφορίας του Οδυσσέα στις Η.Π.Α.

1934
Τον Φεβρουάριο ο Οδυσσέας εκδίδεται στη Νέα Υόρκη. Τον Απρίλιο ο Τζόυς ταξιδεύει στη Ζυρίχη για να κάνει εξετάσεις στα μάτια του. Περνάει στην Ελβετία το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου για να είναι κοντά στην Λουτσία. Τον Ιούνιο δημοσιεύεται το απόσπασμα The Mime of Mick Nick and the Maggies από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν. Στο τέλος του χρόνου εκδίδεται το βιβλίο του Φρανκ Μπάντγκεν James Joyce and the Making of Ulysses.

1935
Στο τέλος του Ιανουαρίου ο Τζόυς επιστρέφει στο Παρίσι. Η Λουτσία, που δείχνει σημάδια καλυτέρευσης, εγκαθίσταται αρχικά στο Λονδίνο και κατόπιν στο Δουβλίνο, όπου μένει μαζί με την παλιά ευεργέτη του Τζόυς, Χάριετ Σο Γουίβερ. Στις 22 Οκτωβρίου κυκλοφορεί στις Η.Π.Α., σε 1.500 αντίτυπα, η συλλεκτική εικονογραφημένη έκδοση του Οδυσσέα με σχέδια του Ανρί Ματίς.

1936
Στις 3 Οκτωβρίου κυκλοφορεί η πρώτη βρετανική έκδοση του Οδυσσέα. Τον Δεκέμβριο κυκλοφορεί η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Τζόυς.

1937
Τον Αύγουστο ταξιδεύει ξανά στη Ζυρίχη. Τον Οκτώβριο εκδίδεται σε τόμο το κεφάλαιο Storiella as She Is Syung, από την Αγρύπνια των Φίνεγκαν. Είναι το τελευταίο απόσπασμα που δημοσιεύεται πριν από την τελική έκδοση του βιβλίου.

1938
Στις 13 Ιανουαρίου ο Τζόυς συνθέτει το Γράμμα και τον μονόλογο της Άννας. Το πιο φιλόδοξο έργο του, Η αγρύπνια των Φίνεγκαν, ολοκληρώνεται.

1939
Στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα των πεντηκοστών έβδομων γενεθλίων του, ο Τζόυς παραλαμβάνει το πρώτο τυπωμένο βιβλίο του μυθιστορήματός του. Στις 4 Μαΐου Η αγρύπνια των Φίνεγκαν εκδίδεται συγχρόνως στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Τον Αύγουστο οι Τζόυς ταξιδεύουν στη Βέρνη. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου τους βρίσκει στη Ζυρίχη. Επιστρέφουν στη Γαλλία και εγκαθίστανται κοντά στο Βισύ, όπου νοσηλεύεται πλέον η Λουτσία.

1940
Μετά την γερμανική κατάληψη της Γαλλίας, στις 14 Δεκεμβρίου οι Τζόυς γυρίζουν στην ουδέτερη Ελβετία. Δεν κατορθώνουν να εξασφαλίσουν άδεια εξόδου από τη χώρα για τη Λουτσία.

1941
Στις 11 Ιανουαρίου εισάγεται σε νοσοκομείο της Ζυρίχης και υποβάλλεται σε εγχείρηση προχωρημένου έλκους. Στις 13 Ιανουαρίου ο Τζαίημς Τζόυς χάνει τη μάχη με τον θάνατο. Κηδεύεται στο κοιμητήριο Φλάντερν της Ζυρίχης. Στην κηδεία του ο Ελβετός τενόρος Max Meili τραγουδά το Addio terra, addio cielo από την όπερα Ορφέας του Μοντεβέρντι. Στον τάφο του συγγραφέα αναγράφεται: “He Lived, he loved, He laughed, he left. James Joyce”. Η Νόρα Τζόυς φεύγει από τη ζωή 10 χρόνια μετά τον σύζυγό της, στις 10 Απριλίου του 1951.

Bloomsday, του Θανάση Μήνα

Ο Οδυσσέας αφηγείται ένα 24ωρο στη ζωή του κεντρικού ήρωα Λεοπόλδου Μπλουμ. Εκτυλίσσεται στο Δουβλίνο, τη γενέθλια πόλη του συγγραφέα, στις 16 Ιουνίου του 1904, ημερομηνία που έκτοτε έμεινε στην ιστορία ως Bloomsday ˙ πρόκειται για την ημέρα που ο Τζόυς βγήκε για πρώτη φορά ραντεβού με τη μετέπειτα σύζυγό του, Νόρα Μπάρνακλ. Πλέον η ημερομηνία αυτή αποτελεί σημαντική γιορτή για την ιρλανδική πρωτεύουσα.  Εξάλλου, αρκετά από τα κτίρια, τα μνημεία, τα τοπωνύμια κλπ., που αναφέρονται στο βιβλίο, διασώζονται ως τις μέρες μας, διατηρώντας εν μέρει την εικόνα εκείνης της παλαιάς πόλης που περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο ο Τζόυς στον Οδυσσέα.  

Ο πρώτος εορτασμός της Bloomsday παραδόξως πραγματοποιήθηκε, όχι στο Δουβλίνο, αλλά στο Παρίσι. Ούτως ή άλλως ο Τζόυς αναγνωρίστηκε με καθυστέρηση στην πατρίδα του επειδή απέρριπτε τον ρωμαιοκαθολικισμό (αλλά και τον προτεσταντισμό), συστατικό στοιχείο της ιρλανδικής κουλτούρας, αλλά και επειδή προτιμούσε να γράφει στα αγγλικά και όχι στα ιρλανδικά (σε μια εποχή έξαρσης του ιρλανδικού εθνικισμού).  Ο Τζόυς κατηγορήθηκε αρχικά από μερίδα των συμπατριωτών του για κοσμοπολιτισμό, αλλά και ότι παρουσίασε στον Οδυσσέα μια βρώμικη και προσβλητική τοιχογραφία του Δουβλίνου και των κατοίκων του. Σήμερα, βεβαίως, οι κατηγορίες αυτές έχουν καταρρεύσει∙ το ιστορικό Δουβλίνο του 1904 είναι το Δουβλίνο του Οδυσσέα, και ο Τζόυς αναγνωρίζεται καθολικά ως ο κορυφαίος Ιρλανδός συγγραφέας του 20ού αιώνα.

Στις 16 Ιουνίου του 1929, λοιπόν, η Σύλβια Μπητς, εκδότρια του οίκου Shakespeare and Company (που πρώτος κυκλοφόρησε τον Οδυσσέα) και ιδιοκτήτρια του ομώνυμου παρισινού βιβλιοπωλείου, παρέθεσε ένα λογοτεχνικό γεύμα στο οποίο έγιναν αναγνώσεις αποσπασμάτων του μυθιστορήματος. Το γεύμα αυτό ήταν ο προάγγελος της Bloomsday.

Στις 16 Ιουνίου του 1954, ακριβώς 50 χρόνια από τον μυθιστορηματικό περίπατο του Λεοπόλδου Μπλουμ, η Bloomsday γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Ιρλανδία. Ο δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού Envoy Τζον Ράιαν και οι συγγραφείς Φλαν Ο’ Μπράιεν, Πάτρικ Κάβανο και Άντονι Κρόνιν διοργάνωσαν μια περιήγηση στους δρόμους του Δουβλίνου, ακολουθώντας πιστά τους σταθμούς της διαδρομής του κυρίου Μπλουμ και των υπόλοιπων ηρώων: τον πύργο Μαρτέλλο (όπου φέρεται να διαμένει ο Στήβεν Ντένταλους, έτερος κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος), το κτίριο στο νο.7 της οδού Έκλες (όπου τοποθετείται η οικία του Λεοπόλδου και της Μόλλυς Μπλουμ), την παμπ του Νταίηβυ Μπερν, το νεκροταφείο της πόλης όπου γίνεται η ταφή του Πάντυ Ντίγκναμ στις σελίδες του βιβλίου κλπ. Κατά τη διάρκεια της περιήγησής τους διάβαζαν μεγαλόφωνα αποσπάσματα από τον Οδυσσέα καταναλώνοντας παράλληλα σημαντικές ποσότητες αλκοόλ, όμοια με τους ήρωες του βιβλίου.  

Έκτοτε η Bloomsday έγινε θεσμός και εορτάζεται με επιτυχία κάθε χρόνο στο Δουβλίνο αλλά και σε άλλες περιοχές της Ιρλανδίας, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο.  Οι εορτασμοί τελούν υπό την αιγίδα του Κέντρου Τζαίημς Τζόυς, που καταρτίζει το πρόγραμμα των εκδηλώσεων.

Μια ενδεικτική διαδρομή  στο πλαίσιο της Bloomsday θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: αναχώρηση από τον πύργο Μαρτέλλο, πέρασμα από την οικία των Μπλουμ στην οδό Έκλες, διάσχιση της οδού Ο’ Κόννελλ και στη συνέχεια στάση στην παμπ του Νταίηβυ Μπερν για πρωινό ∙ σερβίρεται και τηγανητό συκώτι, το αγαπημένο έδεσμα του κυρίου Μπλουμ. Κατόπιν επίσκεψη στην οικία Μάλλινγκαρ, στο Πανδοχείο της Γέφυρας, και επιστροφή στο κέντρο της πόλης ακολουθώντας παράκτια τον ποταμό Λίφι. Κατάληξη στο κτίριο που βρίσκεται στο νο. 15 της οδού Ασερ’ς Άιλαντ, όπου εκτυλίσσεται το αριστουργηματικό διήγημα του Τζόυς Οι Νεκροί. Καθόλη τη διαδρομή οι αναγνώσεις δίνουν και παίρνουν και η μαύρη ιρλανδέζικη μπύρα ρέει άφθονη. Πολλοί από τους συμμετέχοντες μάλιστα φορούν ενδυμασίες της εδουαρδιανής περιόδου, προκειμένου να αναπαραστήσουν πιστά το πνεύμα της εποχής του μυθιστορήματος. Κάπως έτσι η Bloomsday έχει καθιερωθεί ως η σημαντικότερη γιορτή της πόλης του Δουβλίνου, υστερώντας σε σύγκριση μόνο μπρος στην εθνική εορτή του Αγίου Πατρικίου.

 

του Θανάση Μήνα

Αποσπάσματα από τον Οδυσσέα

μετάφραση: Σωκράτης Καψάσκης
Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης

«Με μετρημένο βήμα, ανάμεσα από φορτηγά, ο κ. Μπλουμ διέσχισε την αποβάθρα σερ Τζων Ρότζερσον, την οδό Γουίντμιλ, πέρασε μπροστά από το λινοτριβείο Λισκ, το γραφείο Ταχυδρομείου και Τηλεγραφείου. Μπορούσε να είχε δώσει και αυτήν εδώ σαν διεύθυνσή του. Ύστερα πέρασε από τον Οίκο του Ναύτη. Απέφυγε τους πρωινούς θορύβους της αποβάθρας και προτίμησε την οδό Λάιμ. Κοντά στα παραπήγματα Μπρέιντυ ένας μαθητευόμενος βυρσοδέψης περιφερόταν άσκοπα, μ’ έναν κουβά γεμάτο πατσές περασμένον στο μπράτσο του, καπνίζοντας μια μασημένη γόπα. Ένα μικρότερο κορίτσι, με το μέτωπό του σημαδεμένο από έκζεμα, τον παρατηρούσε, κρατώντας αδιάφορα το στραβωμένο τσέρκι του. Πες του πως αν καπνίζει δεν θα μεγαλώσει. Ουφ, άσ’ τονε! Η ζωή του δεν ήταν δα στρωμένη με τριαντάφυλλα! Περιμένοντας έξω από τις ταβέρνες για να κουβαλήσει τον πατέρα του σπίτι. Μπαμπά, ξαναγύρισε στη μαμά. Νεκρή ώρα ∙ δεν θα έχει πολύ κόσμο εκεί πέρα. Διέσχισε την οδό Τάουνσεντ, πέρασε μπροστά από τη σκυθρωπή πρόσοψη του Μπέθελ. Ελ, ναι∙ το σπίτι του∙ Άλεφ, Μπεθ. Κατόπιν πέρασε μπροστά από το γραφείο κηδειών Νίκολς. Έχει οριστεί για τις έντεκα. Έχω πολλή ώρα μπροστά μου. Θα έλεγα ότι ο Κόρνυ Κέλλεχερ είναι αυτός που πάσαρε αυτή τη δουλειά στον Ο’Νηλ. Τραγουδάει με κλειστά τα μάτια του. Ο Κόρνυ. Τη συνάντησε στον κήπο κάποτε. Μες στο σκοτάδι. Τι πλάκα! Σπιούνος της αστυνομίας. Τότε μου έδωσε τ’ όνομά της και τη διεύθυνσή της μαζί με το σουραύλι, σουραυλάκι μου. Ω, βέβαια, αυτός την πάσαρε. Θάψετέ τον φτηνά μέσα σ’ ένα οτιδήποτε. Μαζί με το σουραύλι σουραυλάκι μου, το σουραύλι σουραυλάκι μου.
Στην οδό Γουέστλαντ στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα της Εταιρείας Μπέλφαστ και Ανατολικού Τεΐου και διάβασε τις ετικέτες πάνω στα τυλιγμένα μ’ ασημόχαρτο πακέτα: επίλεκτο χαρμάνι, αρίστη ποιότης, οικογενειακό τέιον. Τι ζέστη! Τσάι. Πρέπει ν’ αγοράσω λίγο από τον Τομ Κέρναν. Αλλά είναι απρεπές να του ζητήσω κάτι τέτοιο σε μια κηδεία. Καθώς τα μάτια του συνέχιζαν να διαβάζουν αδιάφορα, έβγαλε ήρεμα το καπέλο του, μυρίζοντας την μπριγιαντίνη των μαλλιών του, και πέρασε με αργή χάρη το δεξί χέρι του από το μέτωπο και τα μαλλιά του. Πολύ ζεστό πρωινό. Το βλέμμα του από τα μισόκλειστα μάτια του κατέληξε στον μικροσκοπικό κόμπο της δερμάτινης λωρίδας στο εσωτερικό του καπέλου πολυτελ. Ακριβώς εκεί. Το δεξί χέρι του βυθίστηκε στο εσωτερικό του καπέλου του. Τα δάχτυλά του βρήκαν γρήγορα πίσω από τη λωρίδα ένα επισκεπτήριο και το μετέφεραν στην τσέπη του γιλέκου του.»

Σελ. 99-10

 


 

ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΧΟΥΛΟΣ, ο Μπάκ Μάλιγκαν εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο, κρατώντας ένα κύπελλο με σαπουνάδα, όπου ήταν ακουμπισμένα σταυρωτά ένας καθρέφτης και ένα ξυράφι. Το απαλό πρωινό αεράκι φούσκωνε ανάλαφρα την κίτρινη, δίχως ζώνη, ρόμπα του. Σήκωσε ψηλά το κύπελλο και έψαλλε:
- Introibo ad altare Dei.
Στάθηκε, κοίταξε τη στριφτή σκάλα και φώναξε άγρια:
- Έλα πάνω Κίντς. Έλα πάνω, φριχτέ Ιησουίτη!

Προχώρησε σοβαρός κι ανέβηκε στο κυκλικό κανονιοβολείο. Έστριψε ολόγυρα κι ευλόγησε τρεις φορές με επισημότητα τον πύργο, την γύρω περιοχή και τα βουνά που ξύπναγαν. Ύστερα, βλέποντας τον Στήβεν Ντένταλους που ανέβαινε, υποκλίθηκε προς το μέρος του και σχημάτισε γρήγορους σταυρούς στον αέρα, γουργουρίζοντας και κουνώντας το κεφάλι του. Στο τελευταίο σκαλί, με τα μπράτσα ακουμπισμένα στη κουπαστή, κακοδιάθετος και νυσταγμένος, ο Στήβεν Ντένταλους, κοίταζε ψυχρά την κινούμενη γουργουριστή μορφή που τον ευλογούσε, μακρουλή σαν του αλόγου, με τα ξανθά ακούρευτα μαλλιά, στο χρώμα της ωχρής βελανιδιάς.

Ο Μπακ Μάλλιγκαν κοίταξε μια στιγμή κάτω από τον καθρέφτη κι ύστερα σκέπασε με σβελτάδα το κύπελλο.
 – Πίσω στον στρατώνα, είπε κατηγορηματικά.
Και πρόσθεσε σε τόνο κηρύγματος:
- Διότι τούτο, ω φίλτατοι, είναι η αληθής Ευχαριστία, σώμα και ψυχή, και αίμα και πληγές. Πιο αργά η μουσική, παρακαλώ. Κλείστε τα μάτια σας κύριοι. Μια στιγμή. Ένα μικρό πρόβλημα με αυτά τα αιμοσφαίρια. Σιωπή, όλοι.

Κοίταξε λοξά προς τον ουρανό κι έβγαλε ένα μακρόσυρτο βαθύ σφύριγμα, ύστερα στάθηκε για λίγο σε μια εκστατική αναμονή, καθώς τα ομοιόμορφα άσπρα δόντια του έλαμπαν εδώ κι εκεί με χρυσές αναλαμπές. Χρυσόστομος. Δύο δυνατά διαπεραστικά σφυρίγματα απάντησαν μέσα στη γαλήνη.
- Σ΄ευχαριστώ, παλιόφιλε, φώναξε ζωηρά. Αρκεί. Κλείσε το ρεύμα, παρακαλώ.
Πήδησε από το κανονιοβολείο και κοίταξε σοβαρά τον παρατηρητή του, μαζεύοντας γύρω στα πόδια του τις ξεδιπλωμένες άκρες της ρόμπας του. Η παχουλή, σκοτεινή μορφή του και το κατσούφικο στρογγυλό σαγόνι του, ανακαλούσαν ένα κληρικό, προστάτη των τεχνών του μεσαίωνα. Ένα ευχάριστο χαμόγελο χαράκτηκε γαλήνια πάνω στα χείλη του.
- Έχει πολύ πλάκα το γελοίο σου όνομα! είπε χαρούμενα. Αρχαίο ελληνικό!

Κούνησε το δάχτυλο του με φιλική διάθεση και γελώντας μόνος του προχώρησε προς το στηθαίο.
Ο Στήβεν Ντένταλους ανέβηκε βαριεστημένα τα σκαλιά, ακολουθώντας τον ως τα μισά και κάθησε στην άκρη του κανονιοβολείου, παρατηρώντας τον ακίνητος, καθώς εκείνος στερέωνε τον καθρέφτη του στο στηθαίο, βύθισε το πινέλο στο κύπελλο και άπλωνε τη σαπουνάδα στα μάγουλα του και το λαιμό του.
Η χαρούμενη φωνή του Μπακ Μάλλιγκαν συνέχισε:
- Και το δικό μου όνομα είναι γελοίο. Μάλαχι Μάλλιγκαν. Δύο δάκτυλοι. Όμως ηχεί σαν ελληνικό, έτσι; Πηδηχτό και ηλιοφώτιστο σαν κατσικάκι. Πρέπει να πάμε στην Αθήνα. Θα έρθεις μαζί μου, αν μπορέσω και καταφέρω τη θεία μου να μου πασάρει καμιά εικοσαριά λίρες ;
Ακούμπησε το πινέλο πλάι και γελώντας μ’ευχαρίστηση φώναξε:
- Άραγε θα’ρθει ο άχρηστος Ιησουίτης;
Σώπασε και άρχισε να ξυρίζεται προσεχτικά.
- Πες μου, Μάλλιγκαν, είπε ήρεμα ο Στήβεν.
- Ναι, αγάπη μου.
- Πόσο θα μείνει ο Χέηνς σ’ αυτόν τον πύργο;
O Μπάκ Μάλιγκαν έδειξε το ξυρισμένο μάγουλό του πάνω από τον δεξή του ώμο.
- Θεέ μου, δεν είναι φριχτός; είπε ειλικρινά. Ένας χοντροκέφαλος Σάξονας. Νομίζει πως δεν είσαι τζέντλεμαν. Θέε μου, αυτοί οι βρομιάρηδες οι Άγγλοι! Έτοιμοι να κλατάρουν από λεφτά και δυσπεψία. Επειδή έρχεται από την Οξφόρδη. Ξέρεις, Ντένταλους, στην πραγματικότητα εσύ είδαι αυτός που έχει γνήσιους οξφορδιανούς τρόπους. Δεν μπορεί να σε καταλάβει. Ω, τ’ όνομα που σου έδωσα εγώ είναι τέλειο. Ο Κίντς, η λεπίδα του μαχαιριού.
Ξύριζε προσεχτικά τό σαγόνι του.
- Παραμιλούσε όλη νύχτα για κάποιο μαύρο πάνθηρα, είπε ο Στήβεν. Πού βάζει την οπλοθήκη του;
- Ένας συφοριασμένος μανιακός, είπε ο Μάλλιγκαν. Φοβήθηκες;
- Βεβαίως είπε ο Στήβεν έντονα και με αυξανόμενο φόβο. Μέσα στο σκοτάδι εδώ, μ’ έναν άγνωστο που παραμιλάει κι ωρύεται πως θα πυροβολήσει κάποιο μαύρο πάνθηρα. Εσύ έσωσες ανθρώπους από πνιγμό, Όμως εγώ δεν είμαι ήρωας. Αν μείνει αυτός, εγώ θα φύγω.

Ο Μπάκ Μάλιγκαν κατσούφιασε κοιτάζοντας τη σαπουνάδα πάνω στο ξυράφι του. Τινάχτηκε από τη θέση του κι άρχισε να ψάχνει βιαστικά τις τσέπες του παντελονιού του.
- Γρήγορα, φώναξε με πνιγμένη φωνή.
Προχώρησε προς το κανονιοβολείο και χώνοντας το χέρι του στην πάνω τσέπη του Στήβεν είπε:
- Δανείστε μας το μυξοκούρελό σας να σκουπίσω το ξυράφι μου.
Ο Στήβεν τον ανέχθηκε καθώς τραβούσε και κράτησε επιδεικτικά από την άκρη του το ζαρωμένο βρώμικο μαντήλι. Ο Μπάκ Μάλλιγκαν σκούπισε προσεχτικά το ξυράφι. Ύστερα, κοιτάζοντας το μαντήλι, είπε:
- Το μυξοκούρελο του βάρδου. Μια νέα καλλιτεχνική απόχρωση για τους Ιρλανδούς ποιητές• μυξοπράσινο. Μπορείς ακόμα και να το γευτείς, έτσι ;
Ξαναγυρίζοντας στο στηθαίο κοίταξε πέρα προς τον κόλπο του Δουβλίνου, καθώς τ΄ απαλά μαλλιά του, χρώματος ωχρής βελανιδιάς, ανέμιζαν ανάλαφρα.
- Θέε μου, είπε ήρεμα. Η θάλασσα δεν είναι έτσι όπως την αποκαλεί ο Άλτζυ, η γκρίζα γλυκιά μας μάνα; Ή μυξοπράσινη θάλασσα. Ή άρχιδοσφίχτρα θάλασσα. Επί οίνοπα πόντον. Ω, Ντένταλους, οι Έλληνες. Πρέπει να σου τους γνωρίσω. Πρέπει να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο! Θάλαττα! Θάλαττα! Είναι η μεγάλη γλυκιά μας μάνα. Έλα να την κοιτάξεις.

Ο Στήβεν σηκώθηκε κι ανέβηκε στο στηθαίο. Ακουμπώντας πάνω του κοίταξε κάτω στη θάλασσα και το πλοίο του ταχυδρομείου, καθώς έβγαινε από το στόμιο του λιμανιού του Κίνγκσταουν.
- Η παντοδύναμη μάνα μας είπε ο Μπάκ Μάλλιγκαν.
Έστρεψε απότομα τα μεγάλα εξεταστικά μάτια του από τη θάλασσα στο πρόσωπο του Στήβεν.
- Η θεία μου νομίζει ότι σκότωσες τη μάνα σου, είπε. Γι’αυτό και δεν μ’ αφήνει να΄ χω παρτίδες μαζί σου.
- Κάποιος τη σκότωσε, είπε μελαγχολικά ο Στήβεν.
- Να πάρει ο διάολος, Κίντς, μπορούσες να γονατίσεις όταν η ετοιμοθάνατη μάνα σ΄ το ζήτησε, είπε ο Μπάκ Μάλλιγκαν. Είμαι και εγώ υπερβόρειος όπως και εσύ. Αλλά όταν σκεφτεί κανείς ότι η μάνα σου με τη στερνή της ανάσα σε παρακάλεσε να γονατίσεις και να προσευχηθείς γι’αυτήν. Κι εσύ αρνήθηκες. Κάτι στραβό βρίσκεται μέσα σου.
Σώπασε και σαπούνισε πάλι ελαφρά το άλλο μάγουλο. Ένα συγκαταβατικό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη σου.
- Όμως είσαι καλός γελωτοποιός, μουρμούρισε μόνος του. Ο Κίντς, ο καλύτερος γελωτοποιός απ’ όλους.

Σελ. 25-27


6.
 O ΜΑΡΤΙΝ ΚΑΝΝΙΝΓΧΑΜ, ΠΡΩΤΟΣ, έχωσε το καλυμμένο με ημίψηλο κεφάλι του στην άμαξα που έτριζε και, μπαίνοντας με ευλυγισία, κάθισε. Πίσω του ο κ. Πάουερ, χαμηλώνοντας προσεκτικά, μπήκε με τη σειρά του.
- Έλα, Σίμων.
- Μετά από εσένα, είπε ο κ. Μπλουμ.
Ο κ. Ντένταλους φόρεσε γρήγορα το καπέλο του και μπήκε λέγοντας:
- Ναι, ναι.
- Μπήκαμε όλοι;  ρώτησε ο Μάρτιν Κάννινγχαμ. Πέρασε, Μπλούμ.
Ο κ. Μπλούμ μπήκε και κάθισε στην άδεια θέση. Τράβηξε την πόρτα πίσω του και τη χτύπησε δυνατά, μέχρι που έκλεισε εντελώς. Πέρασε το μπράτσο του στην κρεμαστή λαβή και κοίταζε σοβαρά από το ανοιχτό παράθυρο της άμαξας τα κατεβασμένα στόρια των σπιτιών της λεωφόρου. Κάποιο τραβήχτηκε στα πλάγια• μια γριά κρυφοκοίταζε. Η μύτη της πλακουτσωτή πάνω στο τζάμι. Ευχαριστούσε το άστρο της που γλίτωσε κι αυτή τη φορά. Απερίγραπτο το ενδιαφέρον που δείχνουν σ’ ένα πτώμα. Ευχαριστημένοι όταν μας βλέπουν να φεύγουμε, τους δίνουμε τόσους μπελάδες με τον ερχομό μας. Εργασία που φαίνεται να τους ταιριάζει. Κρυφομιλητά και κρυφοκοιτάγματα από τις γωνίες. Βαδίζουν απαλά με βελούδινες παντούφλες, από φόβο μήπως τον ξυπνήσουν. Ύστερα τον ετοιμάζουν. Τον σαβανώνουν. Ή Μόλλυ και η κ. Φλέμινγκ στρώνουν το κρεβάτι. Τράβα λίγο κατά σένα. Το σάβανο μας. Πότε δεν ξέρει κανείς ποιός θα τον αγγίξει όταν πεθάνει. Ποιος θα τον πλύνει και θα τον λούσει. Έχω την εντύπωση ότι κόβουν τα νύχια και τα μαλλιά. Φυλάνε μερικά σ΄ένα φάκελο. Πάντως αυτά συνεχίζουν να μεγαλώνουν. Βρώμικη δουλειά.

Περίμενα όλοι. Δεν ειπώθηκε τίποτα. Πιθανόν να φορτώνουν τα στεφάνια. Κάθομαι πάνω σε κάτι σκληρό. Αχ, αυτό το σαπούνι στην κωλότσεπη. Καλύτερα να του αλλάξω θέση. Περίμενε κάποια ευκαιρία.
Περίμεναν όλοι. Ύστερα, κάπου πιο μπροστά, ακούστηκε ο θόρυβος των τροχών που γύριζαν•
ύστερα ο θόρυβος πλησίασε• ύστερα ο θόρυβος από τις οπλές των αλόγων. Ένα τράνταγμα. Η άμαξα ξεκίνησε με τριξίματα και κουνήματα Άλλες οπλές και τριγμοί τροχών ακούστηκαν πιο πίσω. Τα στόρια των παραθύρων της λεωφόρου πέρασαν μπροστά τους και ο αριθμός 9 με την πόρτα του μισάνοιχτη και το ρόπτρο της τυλιγμένο σε μαύρο κρέπι. Διασκελισμός περιπάτου.

Παρέμειναν ακίνητοι, καθώς τα γόνατά τους τραντάζονταν, μέχρι που έστριψαν τη γωνία, παράλληλα με τις ράγες του τραμ. Οδός Τρίτονβιλλ. Γρηγορότερα. Οι τροχοί κροτάλιζαν καθώς κυλούσαν πάνω στο πλακοστρωμένο οδόστρωμα και τα λασακαρισμένα τζάμια χόρευαν με κρότο στις υποδοχές τους.
- Από ποια διαδρομή μας πηγαίνει; ρώτησε ο κ. Πάουερ, κοιτάζοντας έξω, πότε από το ένα και πότε από τ’ άλλο παράθυρο.
- Από το Άιριστάουν, είπε ο Μάρτιν Κάννινγχαμ. Από το Ρίζεγκζεντ. Την οδό Μπράντζουικ.
Ο κ. Ντένταλους συγκατένευσε, κοιτάζοντας έξω:
- Να ένα ωραίο παλιό έθιμο, είπε. Χαίρομαι που βλέπω ότι δεν έχει ατονήσει.
Κοίταζαν όλοι για λίγο μέσα από τα παράθυρα τους τούς περαστικούς να βγάζουν τις τραγιάσκες τους και τα καπέλα τους. Σεβασμός. Η άμαξα λοξοδρόμησε από τις ράγες του τραμ προς το ομαλότερο έδαφος της οδού Γοώτερυ. Ο κ. Μπλουμ, παραφυλάγοντας, είδε ένα αδύνατο νεαρό άντρα, ντυμένο στα μαύρα και μ’ ένα καπέλο με φαρδύ μπόρ.
- Ντένταλους, μόλις πέρασε ένας φίλος σου, είπε.
- Ποιος;
- Ο γιός και κληρονόμος σου.
- Πού; ρώτησε ο κ. Ντένταλους κι έσκυψε έξω από το απέναντι παράθυρο για να δει.
Η άμαξα, περνώντας ανάμεσα από ανοιχτούς οχετούς και σωρούς από χώματα του σκαμμένου δρόμου, μπροστά από λαϊκές πολυκατοικίες, πήρε στροφή και γέρνοντας ξανά πρός τις ραγιές του τραμ συνέχισε να κυλάει μέσα στο θόρυβο των τροχών της που  έτριζαν. Ο κ. Ντένταλους γέρνοντας πίσω στο κάθισμα του ρώτησε:
- Ήταν μαζί του κι αυτός ο αλήτης, ο Μάλλιγκαν; O πιστός του Άχάτης ;
- Όχι, είπε ο κ. Μπλουμ. Μόνος του ήταν.
- Φαντάζομαι πως θα είχε πάει στη θεία του τη Σάλλυ, είπε ο κ. Ντένταλους, στη φάρα τών Γκούλντινγκ, στον μεθύστακα τον λογιστάκο και στην Κρίσσι, αυτό το σβωλάκι από  σκατό, το σοφό παιδί που γνωρίζει καλά τον πραγματικό πατέρα του.

Στην οδό Ρινγκζετ ο κ. Μπλουμ χαμογέλασε άκεφα. Αδελφοί, Γουάλας, κατασκευσταί φιαλών. Γέφυρα Ντόντερ.
Ο Ρίτσι Γκούλντινγκ και ο χαρτοφύλακάς του με τά δικόγραφα• Γκούλντινγκ, Κόλλις, καί Γουώρντ είναι η επονομασία της εταιρείας. Τα αστεία του άρχισαν να μπαγιατεύουν. Κάποτε ήταν το δέκα το καλό. Μιά Κυριακή χόρευε βάλς στην οδό Στέημερ μαζί με τόν Ιγνάντιο Γκάλλαχερ, με τα δυο καπέλα της πατρώνας στερεωμένα με φουρκέτες στο κεφάλι του. Το γλέντι είχε αρχίσει αποβραδίς. Όμως να που όλα εδώ πληρώνονται• φοβάμαι ότι εκεί οφείλεται ο πόνος της μέσης του. Η γυναίκα του περνάει τη μέση με ζεστό σίδερο. Αυτός νομίζει πως θα γιατρευτεί με τα χάπια. Όλα τους ίδια είναι, ψίχουλα από γαλέτα. Γύρω στα εξακόσια τοις εκατό κέρδος.
- Κάνει παρέα με ένα σωρό παρακατιανούς, είπε μουγκρίζοντας ο κ. Ντένταλους. Αυτός ο Μάλλιγκαν είναι ένας μολυσμένος διπρόσωπος παλιορουφιάνος απ’ ότι λένε. Τ’ όνομά του βρωμάει σ’ όλο το Δουβλίνο. Αλλά με τη βοήθεια του θεού και της αγίας μητέρας Του, μία απ΄αυτές τις ημέρες θα κάτσω να γράψω ένα γράμμα στη μητέρα του ή στη θεία του, ή ότι και να του είναι, που θα της ανοίξει διάπλατα τα μάτια. Θα προκαλέσω την καταστροφή του, σας το λέω και να το θυμάστε.
Οι φωνές του επικάλυψαν τον κρότο των τροχών.
- Δεν θα επιτρέψω σ΄αυτό τον μπάσταρδο τον ανιψιό της να μου καταστρέψει το παιδί. Στο γιο ενός μικροπωλητή. Που δούλευε για πενταροδεκάρες στον ξαδέλφό μου τον Πήτερ Πώλ ΜακΣούινευ. Όχι,  βέβαια.

Σταμάτησε. Ο κ. Μπλουμ έστρεψε το βλέμμα του από το θυμωμένο μουστάκι του στο μειλίχιο πρόσωπο του κ. Πάουερ. Και στα μάτια και το γένι του Μάρτιν Κάννινγχαμ που έτρεμε από το κούνημα. Σαματατζής, ισχυρογνώμων άνθρωπος. Όλο τον γιο του σκέφτεται. Δίκιο έχει. Κάτι που αφήνει κανείς πίσω του. Άν είχε επιζήσει ο μικρούλης Ρούντη. Αν τον έβλεπα να μεγαλώνει. Αν ακούγα τη φωνή του μέσα στο σπίτι. Αν τον έβλεπα να περπατάει δίπλα στη Μολλυ, φορώντας την καλή του φορεσιά. Ο γιος μου. Εγώ μέσα στα μάτια του. Θα ήταν τόσο παράξενη αίσθηση. Γεννημένος από μένα. Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα για αυτό. Πρέπει να έγινε εκείνο το πρωινό στην οδό Ρέημοντ, τότε που αυτή ήταν στο παράθυρο κι έβλεπε τα δύο σκυλιά να το κάνουνε, κοντά στον τοίχο, που έγραφε Σταματήστε να κάνετε το κακό. Και ο αστυνομικός που κοίταζε ψηλά μ’ ένα διάπλατο χαμόγελο. Φόραγε εκείνο το φόρεμα με το σκίσιμο που δεν το μαντάρησε ποτέ της. Ακούμπησέ μου τον, Πόλντυ. Θεέ μου, έχω ανάψει, πόσο πολύ γουστάρω. Έτσι, αρχίζει η ζωή.
Ύστερα φούσκωσε η κοιλιά της. Αναγκάστηκε ν’ αρνηθεί συμμετοχή στη συναυλία του Γρεύστοούνς. Ο γιος μου μέσα της. Θά μπορούσα να τον βοηθήσω να πάει μπροστά στη ζωή του. Θα μπορούσα. Να τον κάνω ανεξάρτητο. Θα μπορούσα. Να μάθει και γερμανικά.
- Καθυστερήσαμε; ρώτησε ο κ. Πάουελ.

Σελ. 118–120

«Τζαίημς Τζόυς», του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη

 

Κείμενο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια. Όχι μονάχα να ζούνε περιπέτειες αλλά να τις προκαλούν. Αναστατώνουν τα πάντα και τους πάντες γύρω τους, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουν. Αλλάζουν το τοπίο της τέχνης τους. Μεταβάλλουν δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Συνθέτουν ανήκουστες μελωδίες με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τις νότες, ακόμα και με το πώς ανάβουν το τσιγάρο τους ή αγγίζουν την αγαπημένη τους. Είναι αυτοί που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και επιβάλλουν αναίμακτα τους δικούς τους. Είναι αυτοί που μετά το πέρασμά τους από τούτον τον πλανήτη τίποτα πια δεν είναι όπως ήταν πριν. Είναι αυτοί που παράγουν νέα κριτήρια.

Τέτοιος άνθρωπος, τέτοιος καινοτόμος ήταν ο Τζέιμς Τζόυς. Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες. Κάθε του βιβλίο ήταν κάτι πέρα και πάνω από τυπωμένες σελίδες, κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία: ήταν ανάσα, βρυχηθμός, σπασμός, ουρλιαχτό, ψίθυρος, εξέγερση, μουσική των κορμιών, κλείσιμο αμετάκλητο ενός κύκλου και υπαινιγμός για το άνοιγμα χιλίων άλλων. «Αυτή η ξέφρενη Σύνοψη των πιο δελεαστικών παιχνιδιών, αυτή η Ποιητική τέχνη σε δέκα χιλιάδες μαθήματα, δεν είναι δημιουργία της τέχνης αλλά αυτοψία του πτώματός της», έγραψε εύστοχα και ανησυχητικά κάποιος θεωρητικός για το περιλάλητο Finnegans Wake. Δεν είναι καθόλου λίγο να καταφέρνεις να συμπυκνώσεις όλο το νόημα, όλο το μεγαλείο και όλη την τραγωδία της Μοντέρνας Τέχνης σε ένα μυθιστόρημα! Καθόλου λίγο!

Το Δουβλίνο είναι πια ο Τζόυς, είναι το «Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόυς», όπως το Παρίσι είναι το Παρίσι του Ζακ Πρεβέρ. Απαθανάτισε την πόλη όπου είδε, τις 2 Φεβρουαρίου του 1882, το πρώτο φως, όπου περιπλανιόταν ατέρμονες ώρες ρουφώντας το παγερό φως πάνω στη θάλασσα, στην άμμο, στα φουσκωμένα κύματα, παίζοντας ακατάπαυστα με τους λεκτικούς αντικατοπτρισμούς που χόρευαν στο μυαλό του από την εφηβεία και σ’ όλη του τη ζωή. Ταλαιπωρημένος από τους Ιησουίτες του Κολεγίου Κλόνγκουζ Γουντ, όπου τον έστειλε ο πατέρας του για να τον προικίσει με την καλύτερη παιδεία, ο Τζόυς θα τους χαρακτηρίσει « ένα τάγμα άκαρδων ανθρώπων που φέρουν το όνομα του Ιησού κατ’ αντίφρασιν», θα αποφασίσει να αμαρτήσει με μια γυναίκα που θα εκστασιαζόταν μαζί του μέσα στην αμαρτία, θα θελήσει να γίνει ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος, ένας ανέστιος ποιητής της ζωής, ένας μεθοδικά ανέμελος παρίας. Το κύριο μέλημά του ήταν να δουλεύει ξανά και ξανά τις συλλαβές μέχρι να μοιάσουν με «αναρίθμητα πολύχρωμα πρίσματα». Ο Ερρίκος Ίψεν και, φυσικά, ο Βάρδος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μαζί με το σύνθημα «Μακριά απ’ το να σε λυπούνται» θα γίνουν οι στύλοι για το γαϊτανάκι των περιπετειών του Τζόυς, θα γίνουν οι προσηλώσεις και τα σημεία αναφοράς του. Η πνευματική νάρκη που άπλωναν τα εκκλησιαστικά δόγματα του ήταν απεχθής. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο με σάρκα και οστά, και μετά να τον μετατρέψει σε ένα πολυκύμαντο, βουερό, παλλόμενο έργο τέχνης.

Όπως τόσοι άλλοι λάτρεις των λέξεων και της ζωής, έτσι και ο Τζόυς θα ονειρευτεί το Παρίσι, ναι, κυριολεκτικά, το είδε στον ύπνο του και ήταν «ένα φως μέσα στο δάσος του κόσμου για τους εραστές». Και φυσικά θα πάει στο Παρίσι. Και θα γίνει εκεί ο βαθύτερος εαυτός του. Ο ίδιος του ο μύθος με σάρκα και οστά. Το γαλάζιο θα γίνει το αγαπημένο του χρώμα, θα έχει γι’ αυτόν μαγικές ιδιότητες φυλαχτού. Θα κάνει παρέα με γλεντζέδες φοιτητές, γλεντζές κι ο ίδιος, και θα φωτογραφίζεται μιμούμενος τις πόζες του Αρθούρου Ρεμπώ, σαν άσωτος μποέμ μ’ ένα μακρύ παλτό και αγέρωχο βλέμμα. Είναι ήδη ένας ανυπότακτος, ένας μοναδικός. Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία».

Συνεπής στα λόγια του ήρωά του, ο Τζόυς θα ζήσει εκτός πατρίδας, εκτός εκκλησίας, εκτός οικογένειας, και, κατά πολλές έννοιες, εκτός λογοτεχνίας. Θα καταπιεί τόμους ολόκληρους, θα ελιχθεί στο αχανές ορυχείο της μυθιστοριογραφίας και της ποίησης, θαρρείς για να απορρίψει εντέλει τους πάντες και τα πάντα και να γίνει ο ίδιος ένα έργο τέχνης, ελισσόμενος ανάμεσα στα κολοσσιαία αριστουργήματα χωρίς να γίνει υποτακτικός τους, όπως ακριβώς ελισσόταν στα μπαρ όπου ήταν πασίγνωστος, «ένας υπεροπτικός νεαρός», όπως γράφει όμορφα η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «με τριμμένα ρούχα, λαστιχένια παπούτσια και ναυτικό καπέλο, ικανός να ξεγλιστράει και να προσποιείται, να συζητάει για τον Ευκλείδη, τον Ακινάτη και τη Νέλλυ την Πουτάνα και να προειδοποιεί τους εχθρούς του ότι θα τους κουρελιάσει με τους σατιρικούς του στίχους». Είναι καλό να υπενθυμίζουμε ότι, παρ’ όλα όσα λένε, στην  επιστήμη της εξέγερσης η συνείδηση έρχεται πάντα πολύ νωρίς, κι ότι ο Τζόυς από πολύ νεαρός είχε κατασταλάξει σε θέσεις που άλλοι χρειάζονται δεκαετίες για να υιοθετήσουν όταν πια είναι πολύ αργά. Πίστευε, και το έλεγε μεγαλόφωνα, μεθυσμένος από ιρλανδέζικο ουίσκι και σιγουριά, ότι το ταλέντο του θα καίγεται πάντα με την «αρραγή έκσταση μιας ακατέργαστης πολύτιμης πέτρας», ότι η βία και ο πόθος είναι η αναπνοή της λογοτεχνίας, ότι αν κιοτέψεις έστω και μια στιγμή στη ζωή ή στην τέχνη είναι αναπόφευκτη η ολέθρια ολίσθηση στο βδέλυγμα των βδελυγμάτων: στη μετριότητα!

Θα γνωρίσει τη Νόρα Μπάρνακλ, και θα την ερωτευτεί παράφορα, αδιαφορώντας όπως κάθε γνήσιος άντρας αν αξίζει ή όχι τις περιποιήσεις, τις ικεσίες, τις καντάδες, τους καβγάδες, τον πόνο που συνοδεύουν κάθε τρελό έρωτα – καίτοι το «τρελός» όταν μιλάμε για τον Έρωτα είναι ένας φαιδρός πλεονασμός: κάθε έρωτας είναι τρελός ειδεμή πρόκειται για ανώδυνο και άτονο, για άχρωμο και άοσμο προσκοπισμό! Η κρίσιμη συνάντησή τους στις 16 Ιουνίου του 1904, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, θα αναχθεί – και ιδού η ακαταμάχητη δύναμη του ερωτευμένου άντρα – όχι μονάχα σε μία από τις πλέον εμβληματικές ημερομηνίες της λογοτεχνίας αλλά και σε παγκόσμια γιορτή: ο Τζόυς την έκανε πρωταγωνίστρια στο αριστούργημά του, τον Οδυσσέα και έκτοτε όλος ο κόσμος ονομάζει «Μπλούμζντεη», «Μέρα του Μπλουμ», τη 16η Ιουνίου, και στο Δουβλίνο συρρέουν κάθε χρόνο πλήθη για να την τιμήσουν! Πρόκειται για μια από τις ευγενέστερες εκδικήσεις της λογοτεχνίας και του έρωτα το να ξεφαντώνει κάθε χρόνο μια πόλη γεμάτη προσκυνητές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης επειδή ένας συγγραφέας αντάμωσε με την αγαπημένη του!

O πλάνης Τζόυς θα ζήσει στην Τεργέστη, διδάσκοντας και διαβάζοντας, πίνοντας και γράφοντας, όπως έκανε σχεδόν σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα γεννηθεί ο γιος του, ο Τζόρτζιο και η θυγατέρα του, η Λουτσία. Θα συνθέσει τους περίφημους Δουβλιζένους, θα μετακομίσει στη Ρώμη, θα εργαστεί ως τραπεζικός υπάλληλος, θα επιστρέψει στην Τεργέστη, θα δανείζεται διαρκώς, πνιγμένος πάντα στα χρέη, και θα έχει τη φαεινή, πλην παταγωδώς αποτυχημένη ιδέα, να γίνει εισαγωγέας πυροτεχνημάτων και πράκτορας υφασμάτων!

Ενώ θα μένει προσηλωμένος στη Νόρα,  ο ρομαντικός Τζέιμς Τζόυς δεν έμεινε αλώβητος από τα βέλη του έρωτα (ποιος μένει, άλλωστε; Μονάχα οι δειλοί!) Θα ξετρελαθεί με την Γερτρούδη Κέμπφερ, μια νεαρή γιατρό και συνάμα ασθενή – έπασχε από φυματίωση και βαθιά μελαγχολία. Θα παρασυρθεί σε αφροσύνες για τα μάτια αντιλόπης και τη χαρούμενη τραγουδιστή φωνή της Αμαλίας Πόππερ, μιας φοιτήτριάς του. Θα σαγηνευτεί από την αριστοκρατική ομορφιά της Μάρθας Φλάισμαν, θα την βομβαρδίζει με παθιασμένες ερωτικές επιστολές προτού καν μάθει το όνομά της – τις άφηνε ο ίδιος στο διαμέρισμά της και μετά στεκόταν έξω στο δρόμο  και την απολάμβανε την ώρα που εκείνη διάβαζε τις πυρωμένες και απρεπείς ικεσίες του. Η Φλάισμαν θα απαθανατιστεί,  θα γίνει η Ναυσικά του στον Οδυσσέα, υπέρτατη τιμή για μια γυναίκα που διάβαζε άψυχα μυθιστορήματα, που άλλαζε διάθεση ανάλογα με το φεγγάρι, που κύριο μέλημά της ήταν η ενδυματολογία. Κι ανάμεσα στη Νόρα και τους έρωτές του, ανάμεσα στους κανονιοβολισμούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την καταφυγή του στη Ζυρίχη και στην ουδετερότητα της Ελβετίας,  ο Τζόυς θ’ αρχίσει να συνθέτει τον Οδυσσέα, έχοντας πια την οικονομική υποστήριξη της διορατικής ευεργέτισσάς του, της εύπορης Χάριετ Σω Γουήβερ. Θα τον ολοκληρώσει στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1920 και έμελλε να μείνει άλλα είκοσι χρόνια, έως λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, εκδίδεται στο Παρίσι ο Οδυσσέας, από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare & Co, της Αμερικανίδας Σύλβια Μπητς. Η έκρηξη έχει συντελεστεί, και η ιστορία της λογοτεχνίας παίρνει άλλη τροπή. Φυσικά, στις πουριτανικές Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο απαγορεύεται ως «πορνογράφημα», και θα χρειαστεί να κυλήσουν δύο ολόκληρες δεκαετίες ώσπου ο περίφημος πια δικαστής Γούλζυ με μιαν ακόμα πιο περίφημη αγόρευση αποφασίσει την ανάκληση της απαγόρευσης. Στο ρόλο άριστου λογοτεχνικού κριτικού, ο Γούλζυ θα μιλήσει  για «την οθόνη της συνείδησης με τις διαρκώς μεταλλασσόμενες καλειδοσκοπικές της εντυπώσεις, για πλαστουργημένα παλίμψηστα όχι μόνο της ζωής όπως την παρατηρεί καθένας γύρω του, αλλά και της ζώνης του λυκόφωτος, με τα ιζήματα από προηγούμενες αποτυπώσεις όπου κυριαρχεί το ασυνείδητο».

Στον Οδυσσέα οι λέξεις είναι ζωντανές, συνδυάζονται μαγικά, στροβιλίζονται, πάλλονται, σκιρτούν. Ο Σάμιουελ Μπέκετ επεσήμανε ότι, φέρ’ ειπείν , όταν μιλάει ο Τζόυς για μια χοροεσπερίδα, οι λέξεις δεν περιγράφουν το χορό αλλά χορεύουν οι ίδιες, κι αυτό είναι επίτευγμα του ποιητή, είναι απόλυτος σεβασμός αλλά και απέραντη μουσική ευαισθησία προς την πρώτη ύλη σου, τις λέξεις. Ο ίδιος ο Τζόυς, σε μιαν επιστολή του, χαρακτηρίζει τη γραφή του, το στιλ του, «ένα μουδιασμένο, στουμπωμένο, πατικωμένο, γοργονοειδές, μαρμελαδιαστό, νανουριστικό γράψιμο με κάτι από λιβάνι, μαριολατρεία, αυνανισμό, μύδια βραστά, την παλέτα ενός ζωγράφου, παπαρδέλες, κτλ, κτλ». Καινοτόμος δίχως χιούμορ είναι κάτι σαν εσπρέσο ντεκαφεϊνέ! Αλλά οι κακοήθεις και οι εξουσιαστές δεν έχουν χιούμορ, καθώς φαίνεται. Μετά την έκρηξη που προκάλεσε αυτός ο κυκεώνας των λέξεων, αυτός ο ορυμαγδός των συγκινήσεων, θα αρχίσει και η καταλαλιά: ο Τζόυς θα χαρακτηριστεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισάνθρωπος, κοκαϊνομανής, υποχονδριακός κολεγιόπαις που τον τρώνε τα σπυριά του (αυτό από την Βιρτζίνια Γουλφ!), δευτέρας διαλογής (της ιδίας!!!), κόλακας και με το αζημίωτο συνοδός δουκισσών, μπολσεβίκος προπαγανδιστής, κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυστρίας, ενώ κάποιος παράφρων γραφειοκράτης θα πει ότι το κείμενο του Οδυσσέα ήταν ένας κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με τη βρετανική Ιντέλιτζενς Σέρβις! Πολλοί συνάδελφοί του θα επιτεθούν στο στυλ του, θα το καταγγείλουν ως πεποιημένο, εξεζητημένο, αναληθοφανές. Αλλά όπως σημειώνει η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «Από το σχεδόν υπό πολιορκία φυλάκιό του, ο Τζόυς είπε ότι η δεν είχε σημασία αν η τεχνική του ήταν αληθοφανής ή όχι, σημασία είχε ότι του χρησίμευσε ως γέφυρα για να περάσουν από κάτω τα δεκαοκτώ επεισόδια του Οδυσσέα. Τα στρατεύματά του είχαν περάσει, και οι αντίπαλοί του μπορούσαν να τινάξουν τη γέφυρα στον αέρα. Δεν τον ένοιαζε πια».

Παγερά αδιάφορος, ο Τζόυς θα προσηλωθεί στη συγγραφή του περιβόητου Finnegans Wake, διακηρύσσοντας σκασμένος στα γέλια ότι καταπιάνεται με ένα έργο που θα κάνει τους φιλολόγους να σπαζοκεφαλιάζουν τους επόμενους δύο αιώνες. Το έργο αυτό, ένα λεκτικό επίτευγμα άνευ προηγουμένου,  το έφτιαξε από το τίποτα εντελώς, με κεραυνούς και αστροπελέκια, δουλεύοντας εξαντλητικά επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα στο χωνευτήρι του μυαλού του, πλάθοντας έναν κυκεώνα από «λεξισκουπίδια», από «γλωσσομολυβδοπελεκήματα» όπως έλεγε ο ίδιος μια λεκτική ροή των όπως έρχονται λέξεων, και γελώντας βροντερά μες στα άγρια χαράματα, καθώς ήξερε πολύ καλά ότι πετυχαίνει να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, να φέρει στο πεδίο της εγρήγορσης αυτό που άλλοι κάνουν στον ύπνο τους.

Το 1939, θα εκδοθεί το Finnegans Wake, αυτός ο μεγαλειώδης θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ίδιας της ζωής. Την ίδια χρονιά, ο Σάμιουελ Μπέκετ θα τον βοηθήσει να μαζέψει τα χαρτιά και τα μολύβια του, και να εξοριστεί για μιαν ακόμα φορά. Οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία, το Παρίσι έπεσε, και ο Ιρλανδός βρέθηκε και πάλι στη Ζυρίχη. Ο Τζόυς, σχεδόν τυφλός, με κλονισμένη την υγεία, θα καταρρεύσει στις 13 Ιανουαρίου του 1941, τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα πενήντα εννιά του χρόνια. Στη λιτή κηδεία του, ο τενόρος Μαξ Μιελί τραγούδησε την άρια «Addioterraaddiocielo» του Μοντεβέρντι. Ένα Βρετανός υπουργός είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Πιο μεστή και πιο… τζοϋσική, η Νόρα Τζόυς, μούσα αλλά και θύμα της ασύγκριτης πένας του Τζέιμς Τζόυς, θα του επιφυλάξει τον καλύτερο, και τόσο ζηλευτό, επιτάφιο: «Ο καημένος μου ο Τζιμ», θα γράψει στην αδελφή της, «ήταν σπουδαίος άνθρωπος».

Οπτικοακουστικό υλικό

Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Οδυσσέα του 1967, σε σκηνοθεσία του Τζόζεφ Στρικ, με την Μπάρμπαρα Τζέφορντ και τον Μάιλο Ο’ Σι στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Η ιρλανδική κινηματογραφική παραγωγή του Μπλουμ του 2003, σε σκηνοθεσία του Σον Γουόλς, με τον Στίβεν Ρία στον ρόλο του Χάρολντ Μπλουμ και την Αντζελίν Μπολ στον ρόλο της Μόλλυ. 

Το αγγλικό ντοκιμαντέρ James Joyce's ‘Ulysses’ της σειράς Ten Great Writers of the Modern World (1988).

Το φιλμ Οι Δουβλινέζοι του Τζον Χιούστον, που βασίζεται στο διήγημα Οι νεκροί του Τζόυς. Πρωταγωνιστεί η Αντζέλικα Χιούστον. Το φιλμ αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του μεγάλου Αμερικανού σκηνοθέτη.

 

Κριτικές - Παρουσιάσεις (Ελλάδα)

Κριτικές - Παρουσιάσεις (Ελλάδα)

Επαναλαμβάνουν συνέχεια ότι ο Οδυσσέας δεν διαβάζεται και, κατά συνέπεια, τα σχόλια αφορούν κυρίως φορμαλιστικά ζητήματα. Ακούμε πως «ο Τζόις ήθελε να απορυθμίσει τη γλώσσα». Μα όχι, καθόλου: αντίθετα, ήθελε να την ρυθμίσει αλλιώς, απηχώντας έναν κόσμο σε πλήρη απορύθμιση (όλο και περισσότερο). Υπήρχε κάτι σάπιο στην αγγλική γλώσσα, στην Ιρλανδία, στον δυτικό πολιτισμό, στη μεταφυσική, στον χώρο, στον χρόνο, στη θρησκεία, στα αντικείμενα, στους άνδρες, στις γυναίκες. Ο Τζόις ήθελε απλώς να συμμαζέψει αυτό το χάος. Το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό, αλλά πάντα πολύ ξεκάθαρο (εκτός από τη σκοπιά της κυριαρχίας ή της υποτέλειας). Το θέμα είναι το νόημα του Οδυσσέα και όχι οι λέξεις που το εκφράζουν.
Philippe Sollers, Le Monde des livres,  11/06/2014
Σπύρος Σταβέρης, Lifo, 1/2/22

Ο «Οδυσσέας» είναι ίσως η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε ο Τζόυς στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, ένα βιβλίο που σίγουρα πρέπει να υπάρχει στη βιβλιοθήκη κάθε σπιτιού.
tvxs.gr,
13/1/22

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ του Τζαίημς Τζόυς είναι ένα έργο με πολυσήμαντα μέσα, πρωτότυπους στόχους και μηνύματα, με συμβολισμούς, αντιθέσεις, με αιχμές για τα εθνικά ζητήματα αλλά κυρίως με ιδέες πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και προσωπικής ζωής, έργο με βαθύτερη πολιτική χροιά όπου ο χώρος και η περιπλάνηση προβάλλει ως υπόβαθρο και συντελεστής συγχρόνως. Οι αναφορές του σε θέματα εθνικής επικράτειας και τόπων ανθρώπινου μόχθου είναι σημειακές εκφράζουν παρ’ όλ’ αυτά τον προβληματισμό του γι’ αυτά.
Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου, tovivlio.net, 6/11/14

Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία.
Γιώργος-Ίκαρoς Μπαμπασάκης, Lifo,13/6/12

Η αφήγηση είναι πολυεπίπεδη, με μια απίστευτη ποικιλία αποχρώσεων όπου ο συγγραφέας, χωρίς να παρουσιάζεται ως κλασικός παντογνώστης αφηγητής, αποδεικνύεται απόλυτος κάτοχος του υλικού του. Τα επεισόδια που περιγράφει, κυρίως όμως ο ανεπανάληπτος τρόπος με τον οποίο τα συνθέτει, η διείσδυση στο υπόστρωμα του χαρακτήρα του καθενός από τα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του ώσπου να καταλήξει στο απίστευτο τελευταίο κεφάλαιο, τον λεγόμενο «μονόλογο της Μόλλυ», συνθέτουν ένα έργο το οποίο ουδείς προσπάθησε να μιμηθεί ως σήμερα χωρίς να αποτύχει οικτρά, αποδεικνύοντας, πολύ απλά, ότι η μοναδικότητα δεν επαναλαμβάνεται.
Αναστάσης Βιστωνίτης, Το Βήμα, 29/01/12

Ο Οδυσσέας, «έργο μπροστά από την εποχή του, αλλά και από κάθε άλλη εποχή», έφερε επανάσταση στην τεχνική της αφήγησης. Ο Τζόυς δεν δίστασε να πειραματιστεί, ανά κεφάλαιο, με όλες σχεδόν τις γνωστές αφηγηματικές φόρμες και τα είδη της λογοτεχνίας (πρόζα, ποίηση, θέατρο, φάρσα, ρομάντζο κ.λπ.). Σήμερα χαιρετίζεται από την κριτική ως το έργο που καθόρισε την περίοδο του μοντερνισμού και ως το απόλυτο λογοτεχνικό αριστούργημα του 20ού αιώνα∙ ως ένα «υπερκείμενο που ακυρώνει κάθε άλλο μυθιστόρημα».
culturenow.gr, 10/1/12

Ο «Οδυσσέας» του Τζαίημς Τζόυς δεν είναι απλώς ένα εμβληματικό βιβλίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι ένα βιβλίο μυθικό... Ίσως το σημαντικότερο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα!
Από την παρουσίαση του βιβλίου από τον Πάνο Ραμαντάνη

«Αναζητώντας τον Κύριο Τζαίημς Οδυσσέα Τζόυς», Podcast του Γιάννη Καισαρίδη

Αναζητώντας τον Κύριο Τζαίημς Οδυσσέα Τζόυς
100 χρόνια από την έκδοση του Οδυσσέα του
2 Φεβρουαρίου 1922 - 2022
 
 
Ο Γιάννης Καισαρίδης είναι πεζογράφος. Η συλλογή διηγημάτων του Μισάντρα (εκδόσεις Κέδρος) τιμήθηκε το 2006  με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τελευταίο βιβλίο του: Ώρες αιώρες (Κέδρος, 2021)).