Φραντς Κάφκα
Ποιοι να ήσαν τάχα ετούτοι οι δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν; Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Ανέκαθεν είχε την κλίση να παίρνει τα πράγματα εύκολα, να πιστεύει στο χειρότερο μόνο όποτε το χειρότερο ερχόταν, να μη μεριμνά για την αύριο ακόμα και όταν οι προοπτικές ήσαν απειλητικές. Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη", μτφρ.: Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1995)
ΒιογραφικόΟ Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στην Πράγα στις 3 Ιουλίου του 1883 και ήταν γιος ενός πλούσιου Εβραιο-Τσέχου εμπόρου. Μετά από σύντομες σπουδές στη Φιλολογία και στην Ιατρική, στράφηκε στα Νομικά. Στην Πράγα, μάλιστα, πήρε και το διδακτορικό του και κι έπιασε δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία, ενώ αργότερα εργάστηκε στο ημι-κρατικό «Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε σε κάποιο προάστιο του Βερολίνου και αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία είχε γνωρίσει στο σπίτι του φίλου του Μαξ Μπροντ, και με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια, διέλυσε όμως τον αρραβώνα επειδή ένιωθε ανίκανος να αντιμετωπίσει το γάμο. ¶λλη μια απόπειρά του να παντρευτεί τη Φελίτσε κατέληξε σε αποτυχία, αφού το 1917 έγινε γνωστό ότι πάσχει από φυματίωση και μπήκε σε σανατόριο -με τη συμπαράσταση της αδελφής του Ότλα. Το 1923, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε τη χειραφετημένη Εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Οι άτυχοι έρωτές του, η άσχημη σχέση με τον πατέρα του, έναν αυτοδημιούργητο άντρα που δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του γιού του, η δική του άκαμπτη διανοητική τιμιότητα καθώς και η σχεδόν ψυχοπαθητική ευαισθησία του, έκαναν την υγεία του να κλονιστεί. Πέθανε πριν από 90 χρόνια, στις 3 Ιουνίου 1924. Αν και ήταν Τσέχος, ο Κάφκα έγραψε όλα τα βιβλία του στα γερμανικά. Εφτά από αυτά εκδόθηκαν όσο ζούσε. Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: Η Δίκη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1925, Ο Πύργος το 1926, και η Αμερική το 1927. Ο Κάφκα είναι ο μεγάλος ποιητής και ανατόμος ταυτόχρονα της ακατάβλητης υπαρξιακής αγωνίας που στοιχειώνει τις καθημερινές σκέψεις και τα μύχια συναισθήματα του ανθρώπου. Οι άκαμπτοι κι ανάλγητοι κρατικοί μηχανισμοί και οι εφιαλτικά περίπλοκες κοινωνικές δομές στον ιστό των οποίων ο άνθρωπος ταλαντεύεται ανήμπορος και φιμωμένος, συστέλλουν και διαστέλλουν τα όρια της συνείδησής του, εξορίζοντάς τον στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της, εκεί όπου, γυμνωμένος από το ευπρεπές, σιδερωμένο ένδυμα της κοινωνικότητάς του, έρχεται αντιμέτωπος με τον ανελέητο και απροσάρμοστο βαθύτερο εαυτό του. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είπε για τον Κάφκα: «Ο Κάφκα περιέγραψε με αξιοθαύμαστη εικονοκλαστική δύναμη τα μελλοντικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη μελλοντική αστάθεια του νόμου, το μελλοντικό απολυταρχισμό του κρατικού απαράτ.» Αποσπάσματα του έργου τουΈτσι ξανάρχισε το περπάτημα, αλλά ο δρόμος αποδείχτηκε μακρύς. Γιατί ο δρόμος που βρισκόταν τώρα, ο κεντρικός του χωριού, δεν οδηγούσε στο λόφο του Πύργου, παρά τραβούσε κατά κει και κατόπιν, επίτηδες λες, έστριβε, και μολονότι δεν σε απομάκρυνε από τον Πύργο, δεν σ’ έφερνε και πιο κοντά του. Σε κάθε στροφή ο Κ. περίμενε να ξαναστρίψει ο δρόμος κατά τον Πύργο, και μόνο η προσδοκία του αυτή τον έκανε να συνεχίζει· δεν είχε καμιά διάθεση, έτσι κουρασμένος που ήταν, να εγκαταλείψει το δρόμο κι ακόμη τον είχε ξαφνιάσει σε τι μάκρος τραβούσε το χωριό, που φαινόταν να μην τελειώνει πουθενά· ολοένα τα ίδια σπιτάκια, και τα σκεπασμένα από τους πάγους μικρά παράθυρα και το χιόνι και πουθενά ίχνος ανθρώπου – τέλος όμως ξέφυγε από τα βρόχια του δρόμου κι έστριψε σε μια πάροδο, όπου το χιόνι ήταν ακόμη ψηλότερο, και η προσπάθεια για να βγάλεις το πόδι σου από μέσα σε σκότωνε. Τον περιέλουσε ιδρώτας, σταμάτησε άξαφνα, και δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. […] Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αν δεν είχε συνεχώς τα μάτια του ανοιχτά, εύκολα θα μπορούσε κάποια μέρα, παρά την υποχρεωτικότητα των αρχών και παρά την ευσυνείδητη εκπλήρωση όλων των υπερβολικά ασημάντων καθηκόντων του, εύκολα θα μπορούσε στην εξωυπηρεσιακή ζωή του – ξεγελασμένος από την φαινομενική εύνοια που του έδειχναν – να φερθεί τόσο ασύνετα ώστε σαν συνέπεια ν’ ακολουθήσει μια πτώση και οι αρχές, ήπιες πάντοτε και ευγενείς κατά κάποιον τρόπο παρά τη θέλησή τους, αλλά εν ονόματι κάποιας άγνωστης σ’ αυτόν δημόσιας τάξεως, θα ήταν αναγκασμένες να παρέμβουν και να τον βγάλουν από τη μέση. Και τι ήταν αυτή η εξωυπηρεσιακή ζωή σε τούτο τον τόπο; Ποτέ του δεν είχε δει ως τώρα ο Κ. να εμπλέκονται τόσο η υπηρεσία και η ζωή όσο εδώ, να εμπλέκονται τόσο, που νόμιζες κάποτε πως είχαν αντιστραφεί οι θέσεις τους. Τι σημασία, λόγου χάρη, είχε η εξουσία, η τελείως θεωρητική ως τώρα, που ασκούσε ο Κλαμ στην υπηρεσία του Κ., συγκριτικά με την ουσιαστικότερη εξουσία του στην κρεβατοκάμαρα του Χωρομέτρη; Κατέληγες, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι ενώ μια ελαφρά και επιπόλαιη στάση, μια κάποια εσκεμμένη ανεμελιά, επαρκούσαν όποτε ερχόσουν σε άμεση επαφή με τις αρχές, σε όλα τ’ άλλα χρειαζόσουν την πιο μεγάλη περίσκεψη κι έπρεπε να κοιτάς ολόγυρά σου, απ’ όλες τις μεριές, πριν ριψοκινδυνεύσεις κι ένα μονάχα βήμα. […] […] Ο Πύργος, που το περίγραμμά του άρχιζε κιόλας να χάνεται, ήταν σιωπηλός όπως πάντα. Ίχνος ζωής δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο Κ. εκεί πάνω – ίσως ήταν ολότελα αδύνατο να ξεχωρίσεις τίποτε από τόση απόσταση κι ωστόσο το μάτι το αποζητούσε και δεν άντεχε στην τόση ηρεμία. Όταν ο Κ. κοιτούσε τον Πύργο, συχνά του φαινόταν σα να ’βλεπε κάποιον να κάθεται γαλήνιος εκεί μπροστά του και ν’ ατενίζει, όχι χαμένος σε σκέψεις και κατά συνέπειαν αδιάφορος για τα πάντα, αλλά ελεύθερος και ατάραχος, σαν να ήταν μόνος και κανείς να μην τον έβλεπε, θα ’πρεπε όμως να ’χει προσέξει ότι τον έβλεπαν και εντούτοις η γαλήνη του δεν ταραζόταν στο ελάχιστο˙ και πράγματι – δεν ήξερες αν ήταν αυτό η αιτία ή το αποτέλεσμα – το βλέμμα εκείνου που κοιτούσε από κάτω, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί εκεί και ξεγλιστρούσε πέρα. Το πρόωρο δειλινό έκανε εντονότερη σήμερα αυτή την εντύπωση. Όσο πιο πολύ κοιτούσες τόσο λιγότερα έβλεπες, τόσο πιο βαθιά χάνονταν όλα στο σούρουπο. […] […] Οι υπάλληλοι είναι εξαιρετικά μορφωμένοι αλλά μονόπλευροι˙ στο τμήμα του ένας υπάλληλος μπορεί από μια μόνο λέξη να συλλάβει σειρά ολόκληρη από συλλογισμούς, αλλά και με τις ώρες να του εξηγείς κατιτί εκτός της αρμοδιότητός του, εκείνος θα κουνάει ευγενικά το κεφάλι του ενώ δεν θα ’χει καταλάβει ούτε λέξη. Είναι φυσικότατο, πάρε έστω μια από τις μικρές διοικητικές υποθέσεις που αφορούν ένα συνηθισμένο άτομο – ασήμαντα πράγματα, που ένας υπάλληλος τα ρυθμίζει σηκώνοντας του ώμους – και προσπάθησε να κατανοήσεις εισδύοντας ως το βάθος και μια απ’ αυτές, θα χάσεις ολόκληρη τη ζωή σου χωρίς αποτέλεσμα. […] […] «…Είμαι ο μόνος στενός του φίλος, αλλά ξέρω πως μου λέει μονάχα ένα ελάχιστο μέρος απ’ όσα έχει στην καρδιά του. Μου μιλάει πολύ για τον Πύργο, αλλά από τις αφηγήσεις του, από τις ασήμαντες λεπτομέρειες που μου ανιστορεί, δεν μπορείς να καταλάβεις καθόλου πώς μπόρεσαν αυτά τα πράγματα να τον αλλάξουν τόσο πολύ. Προπαντός δεν μπορώ να καταλάβω πώς η τόλμη που είχε ως παιδί – μας ανησυχούσε, αλήθεια – πώς χάθηκε καθ’ ολοκληρίαν εκεί πάνω τώρα που γίνηκε άντρας. Φυσικά όλη αυτή η άσκοπη παραμονή και αναμονή από το πρωί ως το βράδυ, ημέρα με την ημέρα, που συνεχίζεται δίχως προοπτική μιας αλλαγής, θα πρέπει να τσακίζει έναν άνθρωπο και να τον κάνει αβέβαιο για τον εαυτό του και στο τέλος πράγματι ανίκανο για οτιδήποτε άλλο πέρα από την άσκοπη αυτή αναμονή…» […] Από το μυθιστόρημα Ο Πύργος του Φραντς Κάφκα, μτφρ.: Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1995) Ποιοι να ήσαν τάχα ετούτοι οι δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν; Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Ανέκαθεν είχε την κλίση να παίρνει τα πράγματα εύκολα, να πιστεύει στο χειρότερο μόνο όποτε το χειρότερο ερχόταν, να μη μεριμνά για την αύριο ακόμα και όταν οι προοπτικές ήσαν απειλητικές. Τούτο όμως δεν του φαινόταν τώρα η ορθή τακτική, θα μπορούσες, βέβαια, να θεωρήσεις το όλο πράγμα σαν ένα αστείο, ένα χοντρό αστείο που του είχαν σκαρώσει οι συνάδελφοί του στην Τράπεζα για κάποιον άγνωστο λόγο, ίσως επειδή σήμερα ήταν η τριακοστή επέτειος των γενεθλίων του, ήταν φυσικά πιθανό και τούτο, και ίσως έφτανε να τους γελάσει μόνο κατάμουτρα, και τότε θα γελούσαν και κείνοι μαζί του, ίσως ήτανε απλώς αχθοφόροι από τη γωνία του δρόμου – έμοιαζαν κάτι τέτοιο – εντούτοις από την πρώτη ματιά που είχε ρίξει στο Φραντς, είχε αποφασίσει να μην παραχωρήσει όποιο τυχόν πλεονέκτημα είχε ίσως απέναντί τους. Κάποιος θα πρέπει να συκοφάντησε το Γιόζεφ Κ., διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη. […] […] Ο Κ. ξαφνιάστηκε, τουλάχιστον ξαφνιάστηκε καθώς αναλογίστηκε το ζήτημα από την πλευρά των δεσμοφυλάκων, πως τον είχαν στείλει στο δωμάτιό του και τον άφησαν μονάχο εκεί, όπου είχε πάμπολλες ευκαιρίες να τερματίσει τη ζωή του. Αν και, ταυτόχρονα, αναρωτήθηκε, εξετάζοντάς το από τη δική του σκοπιά, τι λόγους είχε ενδεχομένως ν’ αυτοκτονήσει. Επειδή δυο δεσμοφύλακες κάθονταν έξω από την πόρτα του και του είχαν αρπάξει το πρωινό του; Η αυτοκτονία θα ’ταν τόσο παράλογη, ώστε, ακόμα κι αν την επιθυμούσε, δεν θα την αποφάσιζε λόγω ακριβώς του παραλογισμού της. Αν δεν ήταν τόσο έκδηλη η πνευματική ανεπάρκεια των δεσμοφυλάκων, θα υπέθετε πως κι εκείνοι ακριβώς για τον ίδιο λόγο δεν έβλεπαν κανέναν κίνδυνο αφήνοντάς τον μονάχο. […] […] «…Φαντάζομαι θα πάτε τώρα στην Τράπεζα.» «Στην Τράπεζα;» ρώτησε ο Κ. «Νόμιζα ότι είχα συλληφθεί;» Ο Κ. έκανε την ερώτηση με κάποια προκλητικότητα, γιατί μολονότι η προσφορά του να σφίξουν τα χέρια είχε αγνοηθεί, ένιωθε ολοένα πιο ανεξάρτητος απ’ όλους ετούτους, ιδίως τώρα που ο Επιθεωρητής είχε σηκωθεί. Τους κορόιδευε. Σκέφτηκε να τρέξει πίσω τους ως την εξώπορτα καθώς θα ’φευγαν. Σκέφτηκε να τους προκαλέσει να τον πιάσουν. Έτσι ξανάπε: «Πώς να πάω στην Τράπεζα αφού έχω συλληφθεί;» «Α! καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής, που είχε φτάσει κιόλας στην πόρτα. «Με παρανοήσατε. Φυσικά έχετε συλληφθεί, αλλ’ αυτό δεν σας εμποδίζει να πηγαίνετε στη δουλειά σας. Δεν θα εμποδιστείτε να συνεχίσετε την κανονική σας ζωή.» «Μα τότε δεν είναι άσχημο να σε συλλαμβάνουν», είπε ο Κ. πλησιάζοντας τον Eπιθεωρητή. «Δεν είπα ποτέ πως είναι», είπε ο επιθεωρητής. «Τότε δεν βλέπω ποια η ιδιαίτερη ανάγκη να με πληροφορήσετε για τη σύλληψη», είπε ο Κ. σιμώνοντας περισσότερο. Και οι άλλοι είχανε πλησιάσει. Ήταν τώρα όλοι μαζεμένοι κοντά κοντά, μπρος την πόρτα. «Ήταν καθήκον μου», είπε ο Επιθεωρητής. «Βλακώδες καθήκον», είπε ο Κ. αλύγιστος. «Ίσως», αποκρίθηκε ο Επιθεωρητής, «αλλά δεν είναι ανάγκη να χάνουμε τον καιρό μας με παρόμοιους διαξιφισμούς. Υπέθεσα πως θέλατε να πάτε στην Τράπεζα. Επειδή τόσο διαστρέφετε τα λόγια, επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι δεν σας αναγκάζω να πάτε στην Τράπεζα, απλώς υπέθεσα ότι θέλατε να πάτε. Για να σας διευκολύνω λοιπόν, και για να περάσει κατά το δυνατόν απαρατήρητη η άφιξή σας στην Τράπεζα, κράτησα στη διάθεσή σας τους τρεις κυρίους από δω, που είναι συνάδελφοί σας. […] […] «Η ερώτησή σας αυτή, κύριε Ανακριτά, αν είμαι ελαιοχρωματιστής – ή μάλλον, όχι η ερώτηση, απλώς μια δήλωση κάνατε – είναι τυπική του όλου χαρακτήρα της δίκης στην οποία υπούλως προσήχθην. Μπορείτε να μου αντιτείνετε πως δεν πρόκειται καθόλου για δίκη˙ έχετε απολύτως δίκιο, διότι είναι δίκη μόνον αν την αναγνωρίσω ως δίκη. Αλλά προς στιγμήν την αναγνωρίζω από οίκτο. Δεν μπορείς να την αντιμετωπίσεις παρά μόνο με οίκτο, αν αξίζει καν να την αντιμετωπίσεις. Δε λέω πως η διαδικασία σας είναι αξία περιφρονήσεως, αλλά αυτό τον χαρακτηρισμό σάς τον προσφέρω για να τον σκεφθείτε μόνοι σας.» […] […] «…Ένας οργανισμός που διαθέτει όχι μόνο διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, ηλίθιους Επιθεωρητές και Ανακριτές για τους οποίους το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι ότι αναγνωρίζουν τα όριά τους, αλλά έχει επίσης στη διάθεσή του δικαστική ιεραρχία υψηλής, της υψίστης πράγματι βαθμίδος, με την απαραίτητη και πολυάριθμη ακολουθία κλητήρων, γραφέων, αστυνομικών και άλλων υπαλλήλων, ενδεχομένως και δημίων˙ δε με πτοεί η λέξη. Και ποια η σημασία, κύριοι, αυτού του μεγάλου οργανισμού; Να, σε τι συνίσταται: αθώοι κατηγορούνται ως ένοχοι και παράλογες αξιώσεις εγείρονται εναντίον τους, κατά το πλείστον, είναι η αλήθεια, χωρίς αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωσή μου. Αλλ’ αφού στο σύνολό του είναι παράλογος, πώς είναι δυνατόν οι ανώτερες βαθμίδες να παρεμποδίσουν τη διαφθορά των οργάνων τους; Αδύνατον. Ακόμα και ο ανώτατος Δικαστής αυτού του οργανισμού θ’ αναγκαστεί να παραδεχθεί τη διαφθορά του δικαστηρίου του…» […] […] «Είστε αθώος;» τον ρώτησε. «Ναι», είπε ο Κ. Αυτή η απάντηση τον γέμισε ευτυχία, ιδίως επειδή απευθυνόταν σε ανεπίσημο πρόσωπο και δεν είχε να φοβηθεί συνέπειες. Κανείς ως τώρα δεν τον είχε ρωτήσει τόσο ανοιχτά. Και για ν’ απολαύσει ολότελα τη χαρά του πρόσθεσε: «Είμαι εντελώς αθώος». «Καταλαβαίνω», είπε ο ζωγράφος, σκύβοντας το κεφάλι του σαν να συλλογιζόταν. ¶ξαφνα το σήκωσε πάλι και είπε: «Αν είστε αθώος, τότε το ζήτημα είναι απλούστατο». Τα μάτια του Κ. σκοτείνιασαν˙ ο άνθρωπος αυτός του έλεγε πως ήταν έμπιστος του Δικαστηρίου μιλούσε σαν ανυποψίαστο παιδί. «Η αθωότης μου δεν απλουστεύει καθόλου το ζήτημα», είπε ο Κ. Αλλά δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει, και κατόπιν κούνησε το κεφάλι αργά. «Πρέπει να αντιμετωπίσω αναρίθμητες λεπτομέρειες που μέσα σ’ αυτές χάνεται και το ίδιο το Δικαστήριο. Και τέλος, από το τίποτα, εξυφαίνεται μια τεράστια ενοχή.» «Ναι, ναι, βέβαια», είπε ο ζωγράφος, σαν να ’χε διακόψει δίχως λόγο ο Κ. το νήμα των ιδεών του. «Πάντως εσείς είστε αθώος;» «Ασφαλώς», είπε ο Κ. «Αυτό είναι το κυριότερο», είπε ο ζωγράφος. Δεν επρόκειτο να τον κλονίσουν τα επιχειρήματα˙ ωστόσο, παρά την αποφασιστικότητά του, δεν ήταν σαφές αν τα έλεγε αυτά από πεποίθηση ή από απλή αδιαφορία. Ο Κ. θέλησε να βεβαιωθεί πρώτα πρώτα γι’ αυτό και είπε: «Γνωρίζετε το Δικαστήριο πολύ καλύτερα από μένα, βεβαίως˙ εγώ δεν ξέρω παρά μόνο όσα άκουσα από διαφόρους. Όλοι όμως συμφωνούν σ’ ένα πράγμα, ότι ποτέ δεν απαγγέλλεται αβάσιμα μια κατηγορία και πως από τη στιγμή που το Δικαστήριο θα κατηγορήσει κάποιον, είναι ήδη απολύτως πεπεισμένο για την ενοχή του, και μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία κλονίζεται αυτή η πεποίθηση». «Με πολύ μεγάλη δυσκολία;» φώναξε ο ζωγράφος, υψώνοντας το ένα του χέρι. «Ποτέ το Δικαστήριο δεν κλονίζεται από την πεποίθησή του. Αν ζωγράφιζα όλους τους Δικαστές κατά σειρά σ’ έναν πίνακα και εσείς αναπτύσσατε την υπόθεσή σας μπροστά τους, θα είχατε περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, απ’ ό,τι μπροστά στο πραγματικό Δικαστήριο.» «Καταλαβαίνω», είπε μέσα του ο Κ., ξεχνώντας πως αυτός ήθελε απλώς να βεβαιωθεί για το ζωγράφο. […]
Από το μυθιστόρημα Η Δίκη του Φραντς Κάφκα, μτφρ.: Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1995) Κριτικές για το έργο τουΓλώσσες στο περιθώριο των τελευταίων σελίδων της "Δίκης" Του Γιώργου Βέη Η πραγματικότητα είναι ένα κενό. Ουάλλας Στήβενς Εν αρχή το απαραίτητο θεώρημα-δείκτης, ο ατομικός μου μπούσουλας δηλαδή, ο οποίος θα μας οδηγήσει στα αναγκαία συμπεράσματα μιας συνολικής θέασης της Δίκης (1925): «Τα λόγια, τα γραπτά, γεννιούνται από το μηχανισμό, όχι από κάποια ανθρώπινη φύση· έτσι, εκεί όπου υπάρχει σημείο, δεν μπορεί να υπάρχει ο άνθρωπος· εκεί όπου κάνουμε τα σημεία να μιλούν, ο άνθρωπος πρέπει να σωπαίνει». Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο. Δεν έχει σημασία. Αυτό που λογαριάζει είναι ότι το διαβάζω ομοιοπαθητικά. Για να συνέλθω από το φάσμα της απορίας, που με συνέχει εν γένει. Υποθέτω, θέλω να γράψω καλύτερα: ψυχανεμίζομαι, ότι ο Κάφκα θα ήξερε και ολίγα σανσκριτικά. Ήταν ήδη διαδεδομένα στην εποχή του. Εννοώ στους κύκλους των μυημένων τουλάχιστον. Θα είχε έρθει, λοιπόν, κάποια στιγμή αντιμέτωπος και με την περίφημη αφοριστική δήλωση «itthattāyāti pajā nāti», που πάει να πει κατά λέξη «αυτός εδώ ο κόσμος δεν υφίσταται». Φρονώ ότι η κεντρική ιδέα της αδυσώπητης Δίκης πηγάζει από αυτήν ακριβώς την άρνηση. Ειρήσθω: στη γλώσσα μας πράγματι το αρχικό γράμμα Δ συνδέει άρρηκτα το –εν και το – ίκη. Η συνάφεια προκαλεί στοχασμό και στην προκειμένη περίπτωση. Ασφαλώς θα είχε να προσθέσει πολλά επ’ αυτού ο μακαρίτης ο Νικόλαος Κάλας, που λάτρευε τις ηχηρές συνταυτίσεις του είδους. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα μυθιστόρημα έλλειψης του καθαρού Είναι. Ή για μια γενναία απόπειρα αποκωδικοποίησης ενός ονείρου. Απολύτως εφιαλτικού. Και μάλιστα διαρκείας. Όπου τίποτα δεν υπάρχει. Εκτός βέβαια από το αντίθετο της έννοιας του Ανθρώπου. Ό,τι κινείται στις αίθουσες αναμονής, ό,τι αρθρώνει φόβο στους διαδρόμους και στα κυρίως δώματα της Δίκης είναι το μη όντως ον, ο λεγόμενος «Από-άνθρωπος» επί το ευκρινέστερον. Βεβαίως, δεκαετίες πριν, ο ρηξικέλευθος στοχαστής της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης, ο μονήρης Σοπενχάουερ, είχε διαβλέψει την τραγελαφική διάσταση της δικανικής διαπάλης. Ό,τι δηλαδή συνέχει και τη Δίκη στο σύνολό της. Μεγεθυμένο στον κύβο. Κι αυτή η εξάπλωση του υπαρξιακού σκότους προσδίδει στο κορυφαίο αφήγημα του Κάφκα την ταυτότητα του κενού. Παραθέτω τη συναφή ετυμηγορία του γερμανού φιλοσόφου, τον οποίον ο Εβραίος της Τσεχίας γνώριζε προφανώς σε βάθος: «Δύο άνθρωποι μπορεί συχνά να εμπλέκονται σε έντονη αντιπαράθεση κι ύστερα να επιστρέφουν σπίτι τους έχοντας ενστερνισθεί την άποψη του αντιπάλου τους. Εύκολα ισχυριζόμαστε πως σε κάθε αντιπαράθεση μοναδικός στόχος πρέπει να είναι η ανάδειξη της αλήθειας, ωστόσο, πριν από την αντιπαράθεση, κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια, και μέσα από τα επιχειρήματα, τόσο του αντιπάλου όσο και τα δικά μας, υπάρχει κίνδυνος να παραπλανηθούμε». Η ανίατη ασθένεια του κόσμου, ήτοι η αδολεσχής αυτοαναφορικότητά του, ενδέχεται να τον οδηγήσει μαθηματικά στο λογικό πέρας του. Ο Κάφκα, διαβάζοντας την Τορά ως καθαρόαιμος καβαλιστής, παραμένει πάντα σε ετοιμότητα. Είναι άλλωστε αρμόδιος χειριστής εκτάκτων νεκροδείπνων. Τζακάρτα 26 Σεπτεμβρίου 2013 Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα bookstand.gr στις 15 Οκτωβρίου 2013. O “φυλακισμένος” Κάφκα
Της Λίλας Κονομάρα. Θυμάμαι καλά ένα μόνο περιστατικό από τα πρώτα μου χρόνια. Μια νύχτα, κλαίγοντας συνεχώς, ζητούσα νερό. Φυσικά δεν διψούσα πολύ, αλλά ήθελα να σας εκνευρίσω και να περάσω την ώρα μου. Ύστερα από μερικές άγριες απειλές, οι οποίες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, αρπάζοντάς με από το κρεβάτι με έσυρες στο μπαλκόνι και με άφησες για λίγο εκεί, με το νυχτικό μου, μπροστά στην κλειστή πόρτα. … Σύμφωνα με τον χαρακτήρα μου, δεν μπόρεσα ποτέ να συνδυάσω το γεγονός του να ζητώ νερό χωρίς αιτία, – μου φαινόταν πολύ φυσικό – με το άλλο, ιδιαίτερα τρομερό, να με πετούν έξω. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά εγώ υπέφερα πάντοτε από την φρικιαστική εικόνα ενός τεράστιου πατέρα, που ήταν για μένα η ενσάρκωση της δικαιοσύνης, να έρχεται την νύχτα κατά πάνω μου και χωρίς αιτία να με πετά από το κρεβάτι στο μπαλκόνι. Έτσι αποδείκνυε πόσο μηδαμινός φάνταζα στα μάτια του. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τότε μια μικρή αρχή, όμως το αίσθημα της μηδαμινότητας, που τόσο συχνά με κυριεύει, οφείλει πολλά στην επιρροή σου.( Φραντς Κάφκα Γράμμα στον πατέρα, μτφρ. Φαίδων Καλαμαράς, εκδ. Νεφέλη) Το απόσπασμα αυτό, το οποίο αποτελεί μία από τις πρώτες αναμνήσεις του Φραντς Κάφκα φωτίζει με τρόπο απλό αλλά εξόχως αποκαλυπτικό τη σχέση του με τον πατέρα του και τον τρόπο που αυτή θα καθορίσει τόσο τον χαρακτήρα του όσο και όλο το έργο του. Σε όλο το βιβλίο, ο πατέρας περιγράφεται ως αυστηρός και αυταρχικός, μόνιμη πηγή απαγορεύσεων, απειλών και ματαιώσεων. Ο Κάφκα φοβάται τον ανταγωνισμό μαζί του και έχει διαρκώς το αίσθημα ότι ταπεινώνεται ή ότι απειλείται από τα υποτιμητικά σχόλια εις βάρος του. Από πολύ νωρίς, η πατρική εστία του δημιουργεί έντονα αισθήματα έλξης και απώθησης ταυτόχρονα. Διακατέχεται από το φόβο ότι θα εκδιωχθεί απ’ αυτήν, ότι θα χάσει την αγάπη, τη φροντίδα και την προστασία του πατέρα ενώ παράλληλα ποθεί να αποδεσμευτεί απ’ αυτόν. Είναι δυνατή η σύγκριση με την περίπτωση ενός φυλακισμένου, ο οποίος θέλει να δραπετεύσει, πράγμα που ίσως είναι εφικτό – αλλά επίσης σχεδιάζει, και αυτό ταυτοχρόνως, να μετατρέψει την φυλακή σε πύργο αναψυχής για δική του χρήση. Αλλά αν επιθυμεί να δραπετεύσει δεν μπορεί να αρχίσει τα έργα διαμορφώσεως και αν τα αρχίσει δεν μπορεί να δραπετεύσει. Ο Κάφκα θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πατρική εστία, στην παλιά πόλη της Πράγας, βιώνοντας συνεχώς τα αντικρουόμενα αυτά αισθήματα, ποθώντας δηλαδή να την εγκαταλείψει αλλά και αναζητώντας σ’ αυτήν ένα καταφύγιο. Σιωπηλός, ακοινώνητος, υποχόνδριος, ζει τον περισσότερο καιρό αποκομμένος από φίλους και συγγενείς, αποφεύγει τις συναναστροφές, αποζητά μια ζωή ασκητική. Όπως ομολογεί ο ίδιος απευθύνει σπάνια το λόγο ακόμα και στην ίδια του την οικογένεια. Τα γράμματά του στη Φελίτσε, τη γυναίκα με την οποία θα συνδεθεί κατά την περίοδο 1912-1917 αποκαλύπτουν την εσωτερική του σύγκρουση ανάμεσα στον πόθο του να ζήσει μαζί της και την αδυναμία του να βγει από την απομόνωσή του. Ανέκαθεν μου ήταν δυσάρεστο, της εξομολογείται, ή τουλάχιστον εκνευριστικό να έχω στο δωμάτιό μου έναν ξένο ή ακόμα και ένα φίλο, εσένα βέβαια σου αρέσουν οι άνθρωποι, ίσως και οι παρέες, όμως εγώ θα έπρεπε να καταβάλλω τεράστια προσπάθεια, σχεδόν να πονέσω, για να το ξεπεράσω και να δέχομαι συγγενείς ή ακόμα και φίλους στο σπίτι μου ή – τολμώ τη λέξη – στο σπίτι μας. Προσωρινά λοιπόν, θα επιδίωκα να αποκτήσω ένα διαμέρισμα όσο γίνεται προς τα όρια της πόλης, δηλαδή πραγματικά απρόσιτο… (Γράμματα στη Φελίτσε, μτφρ. Στέλλα Κουνδουράκη, εκδ. Γαβριηλίδης) Ο Κάφκα αντιλαμβάνεται την ιδαιτερότητά του και συχνά στα γράμματά του την προειδοποιεί για την αδυναμία του να γίνει πιο κοινωνικός αλλά και γενικότερα να ασπαστεί έναν αστικό τρόπο ζωής. Αυτοί οι άλλοι, επισημαίνει, είναι σχεδόν κορεσμένοι όταν παντρεύονται, και ο γάμος είναι γι’ αυτούς η τελευταία, μεγάλη μπουκιά. Όχι όμως για εμένα, εδώ δεν είμαι κορεσμένος, δεν έχω ιδρύσει κάποια επιχείρηση που να αναπτύσσεται χρόνο με το χρόνο, δεν χρειάζομαι μια μόνιμη κατοικία για να διευθύνω την επιχείρηση αυτή έχοντας ως βάση την εύτακτη γαλήνη του οίκου μου – και δεν είναι μόνο ότι δεν χρειάζομαι μια τέτοια κατοικία, αλλά μου προκαλεί και φόβο. Μέσα από την ογκώδη αλληλογραφία τους, το σπίτι αναδεικνύεται ενίοτε ως φυλακή, ένα ασφυκτικό περιβάλλον από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει και ενίοτε ως ένα προστατευτικό κέλυφος που τον κρατάει μακριά από διάφορους περισπασμούς, είτε ανώφελους και ενοχλητικούς είτε τρομακτικούς. Γιατί ο μοναστικό αυτός τρόπος ζωής που υιοθετεί οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη γραφή. Σύμφωνα με το καθημερινό πρόγραμμα που παρουσιάζει στη Φελίτσε και από το οποίο ελάχιστα παρεκκλίνει, η λογοτεχνία είναι εκείνη που καθορίζει τις επιλογές του και τον τρόπο διαβίωσης. Τι λες όμως, πολυαγαπημένη Φελίτσε, για έναν έγγαμο βίο, όπου τουλάχιστον κατά τη διάρκεια μερικών μηνών το χρόνο ο άντρας έρχεται από το γραφείο στις 2 και μισή ή στις 3 το μεσημέρι, τρώει, ξαπλώνει, κοιμάται μέχρι τις 7, 8 το βράδυ, τρώει κάτι βιαστικά, πηγαίνει μια ώρα περίπατο, έπειτα κάθεται να γράψει και γράφει μέχρι τη μία ή τις 2 τη νύχτα; Θα μπορούσες άραγε να το αντέξεις; Η μόνη εικόνα που θα έχεις για τον άντρα σου να είναι ότι κάθεται στο δωμάτιο και γράφει; Ο φόβος του ότι η Φελίτσε δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί σ’ αυτόν τον τόσο κλειστό τρόπο ζωής που του υπαγορεύει η γραφή επανέρχεται σε πολλά γράμματά του. Για το γράψιμό μου χρειάζομαι απομόνωση, όχι «όπως ένας ερημίτης», αυτό δεν θα αρκούσε, αλλά όπως ένας νεκρός. Το γράψιμο υπ’ αυτή την έννοια είναι ένας βαθύτατος ύπνος, δηλαδή θάνατος, κι όπως δεν μπορείς ούτε πρόκειται να τραβήξεις το νεκρό από τον τάφο του, έτσι δεν μπορείς να τραβήξεις ούτε κι εμένα απ’ το γραφείο μου τη νύχτα. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επιθυμία του να μοιραστεί τη ζωή του με τη Φελίτσε θα τον ταλανίσει για χρόνια, η σχέση τους θα διακοπεί και θα ξαναρχίσει έως ότου η επιδείνωση της υγείας του τo 1917 οδηγήσει στην οριστική διάλυσή της. Γνωρίζουμε ότι ο Κάφκα ήταν ενήμερος για τις μελέτες του Φρόιντ σχετικά με το οιδιπόδειο, τον ανταγωνισμό με τον πατέρα. Η αρχική εκείνη ανάμνηση που αποτυπώνει τα ασύμβατα αισθήματά του ως προς την πατρική εστία ανιχνεύεται σε όλα τα έργα του. Χαρακτηριστικά στοιχεία η αναληθοφάνεια και το παράλογο ορισμένων πράξεων τις οποίες όμως ο ήρωας όχι μόνο δεν αμφισβητεί αλλά συμμορφώνει τη ζωή του προς αυτές, το μόνιμο αίσθημα ενοχής σε «μια φοβερή δίκη, η οποία παραμένει πάντα χωρίς κατάληξη», το εξίσου αβάσταχτο αίσθημα ιδιομορφίας, μηδαμινότητας και αδυναμίας να ξεφύγει που κάνει τον Γκρέγκορ Σάμσα να κλείνεται στο δωμάτιό του, σε απόλυτη μοναξιά και απόγνωση, αποκλεισμένος διπλά από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο και λόγω της απώλειας του λόγου που συνεπάγεται η μεταμόρφωσή του. Αναφερόμενος στον Κ. της Δίκης, και συγκεκριμένα στη σκηνή όπου ο Κ. μπαίνει σε μια αυλή και παρατηρεί τους ανθρώπους, ο Κούντερα μιλάει γι’ αυτή την «περιγραφική δύναμη που μας κάνει να νιώσουμε ως ποιο βαθμό διψά για την πραγματικότητα ο Κ., πόσο άπληστα ρουφάει τον κόσμο που, μια στιγμή πιο πριν, είχε επισκιαστεί από τις έγνοιες της δίκης», στάση δηλωτική ενός ανθρώπου «που έχασε την κανονική ζωή του και μόνο στα κλεφτά μπορεί να επικοινωνήσει πια μαζί της μέσα από ένα παράθυρο» (Μίλαν Κούντερα Οι προδομένες διαθήκες, μτφρ. Γιάννης Π. Χάρης, εκδ. Εστία). Ωστόσο, θα ήταν σφάλμα να περιορίσει κανείς το έργο του Κάφκα σε ψυχολογικές ερμηνείες. Όπως στην περίπτωση κάθε πραγματικού λογοτέχνη, ο συγγραφέας δεν αυτοβιογραφείται, οι ήρωές του δεν είναι ομοιώματά του. Ο συγγραφέας υπερβαίνει το προσωπικό, τα όποια αυτοβιογραφικά στοιχεία μεταπλάθονται, έτσι ώστε το έργο διευρύνεται και σημασιοδοτείται ποικιλοτρόπως. Οι εικόνες, τα σύμβολα, οι ιστορίες του Κάφκα έχουν αποτελέσει αντικείμενο πληθώρας ερμηνειών – κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών, θεολογικών -εκφράζοντας ακριβώς τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του έργου του αλλά και της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Κάφκα μεταμορφώνει, αναπλάθει την πραγματικότητα που βιώνει δημιουργώντας, σύμφωνα με τον Κούντερα, «την άκρως ποιητική εικόνα ενός άκρως α-ποιητικού κόσμου». Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα oanagnostis.gr στις 27 Απριλίου 2014. 2 […] Στον κόσμο του καφκικού, το κωμικό δεν αντιπροσωπεύει ένα αντιστάθμισμα του τραγικού (το κωμικοτραγικό), όπως συμβαίνει στον Σαίξπηρ. Δεν είναι εκεί για να κάμει πιο υποφερτό το τραγικό χάρη στην ελαφρότητα του τόνου. Δεν συνοδεύει το τραγικό, όχι, το καταστρέφει εν σπέρματι, αποστερώντας έτσι τα θύματα από τη μόνη παρηγοριά, στην οποία μπορούν ακόμα να ελπίζουν: αυτήν που βρίσκεται στο μεγαλείο (αληθινό ή υποθετικό) της τραγωδίας. […] 3 […] Υπάρχουν τάσεις στη σύγχρονη ιστορία που παράγουν καφκικό στη μεγάλη κοινωνική διάσταση: την προοδευτική συγκέντρωση της εξουσίας που τείνει να θεοποιηθεί˙ την γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνικής δραστηριότητας που μεταμορφώνει όλους τους θεσμούς σε λαβυρίνθους ως εκεί που φτάνει το μάτι˙ την αποπροσωποποίηση του ατόμου που προκύπτει απ’ όλα αυτά. Τα ολοκληρωτικά κράτη, ως ακραία συγκέντρωση αυτών των τάσεων, έφεραν στο φως τις στενές σχέσεις μεταξύ των μυθιστορημάτων του Κάφκα και της πραγματικής ζωής. Αν όμως στη Δύση δεν μπορούμε να δούμε αυτόν τον δεσμό, αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή η αποκαλούμενη δημοκρατική κοινωνία είναι λιγότερο καφκική από την κοινωνία της σημερινής Πράγας. Συμβαίνει επίσης, μου φαίνεται, επειδή εδώ χάνει κανείς, μοιραία, την αίσθηση του πραγματικού. Γιατί η λεγόμενη δημοκρατική κοινωνία γνωρίζει κι αυτή επίσης τη διαδικασία που αποπροσωποποιεί και που γραφειοκρατικοποιεί˙ όλος ο πλανήτης έγινε η σκηνή της διαδικασίας αυτής. Τα μυθιστορήματα του Κάφκα είναι μια ονειρική και φανταστική υπερβολή της. Το ολοκληρωτικό κράτος είναι μια πεζή και υλική υπερβολή. […] 5 […] Λέγεται πολύ συχνά πως τα μυθιστορήματα του Κάφκα εκφράζουν την παθιασμένη επιθυμία της κοινότητας και της ανθρώπινης επαφής. Φαίνεται πως αυτό το ξεριζωμένο ον που είναι ο Κ. δεν έχει παρά έναν μόνο σκοπό: να κατανικήσει την κατάρα της μοναξιάς του. Αλλά η εξήγηση αυτή είναι όχι μόνο ένα στερεότυπο, ένας περιορισμός της έννοιας, αλλά και μια παρανόηση. Ο χωρομέτρης Κ. δεν σπεύδει διόλου προς την κατάκτηση των ανθρώπων και της δουλειάς τους, δεν θέλει να γίνει «ο άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων», όπως ο Ορέστης του Σαρτρ. Θέλει να γίνει αποδεκτός όχι από μια κοινότητα, αλλά από έναν θεσμό. Για να τα καταφέρει, οφείλει να πληρώσει ακριβά: οφείλει ν’ αποποιηθεί τη μοναξιά του. Και να η κόλασή του: ποτέ δεν είναι μόνος, οι δύο βοηθοί που του στάλθηκαν από τον πύργο τον ακολουθούν αδιάκοπα. Παρευρίσκονται στην πρώτη του ερωτική πράξη με τη Φρίντα, καθισμένοι πιο πάνω από τους εραστές, στον πάγκο του καφενείου, και, από εκείνη τη στιγμή, δεν εγκαταλείπουν πια το κρεβάτι τους. Όχι η κατάρα της μοναξιάς, αλλά η βιασμένη μοναξιά αυτή είναι η εμμονή του Κάφκα! […] […] Με τον βιασμό της ιδιωτικότητας αρχίζει επίσης η ιστορία του Ιωσήφ Κ.: δύο άγνωστοι κύριοι έρχονται να τον συλλάβουν στο κρεβάτι του. Από εκείνη τη μέρα, δεν θα μείνει πια μόνος: το δικαστήριο θα τον ακολουθεί, θα τον παρατηρεί και θα του μιλάει. Η ιδιωτική του ζωή θα εξαφανιστεί λίγο-λίγο, καθώς θα καταπίνεται από τη μυστηριώδη οργάνωση που τον καταδιώκει. Οι λυρικές ψυχές, που αρέσκονται να κηρύττουν την κατάργηση της μυστικότητας και τη διαφάνεια της ιδιωτικής ζωής, δεν αντιλαμβάνονται ποια διαδικασία θέτουν σε κίνηση. Η αφετηρία του ολοκληρωτισμού μοιάζει μ’ εκείνη της Δίκης: θα έρθουν να σας τσακώσουν στο κρεβάτι σας. θα έρθουν στο κρεβάτι σας, όπως αρέσκονταν να το κάνουν ο πατέρας σας και η μητέρα σας. Αναρωτιόμαστε συχνά αν τα μυθιστορήματα του Κάφκα είναι η προβολή των πιο προσωπικών και ιδιωτικών συγκρούσεων του συγγραφέα ή η αντικειμενική περιγραφή της «κοινωνικής μηχανής». Το καφκικό δεν περιορίζεται ούτε στη σφαίρα του ιδιωτικού ούτε στη δημόσια. Περιλαμβάνει και τις δύο. Το δημόσιο είναι ο καθρέφτης του ιδιωτικού, το ιδιωτικό αντανακλά το δημόσιο. 6 […] Χάρη στο φαντασιακό που κατάφερε να διακρίνει στον γραφειοκρατικό κόσμο, ο Κάφκα πέτυχε αυτό που φαινόταν αδιανόητο πριν από αυτόν: να μετατρέψει ένα βαθιά αντιποιητικό υλικό, όπως αυτό της γραφειοκρατικοποιημένης στο έπακρο κοινωνίας, σε μεγάλη μυθιστορηματική ποίηση˙ να μετατρέψει μιαν ιστορία στο έπακρο τετριμμένη, όπως η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να καταλάβει τη θέση που του είχαν υποσχεθεί (κι αυτό είναι πράγματι η ιστορία του Πύργου) σε μύθο, σε εποποιία, σε πρωτόφαντη ομορφιά. […] 7 […] Ο Κάφκα δεν προφήτευσε. Είδε μόνο ό,τι βρισκόταν «εκεί πίσω». Δεν ήξερε πως η ενόρασή του ήταν επίσης μια προ-όραση. Δεν είχε την πρόθεση ν’ αφαιρέσει το προσωπείο ενός κοινωνικού συστήματος. Έφερε στο φως τους μηχανισμούς που γνώριζε από την ιδιωτική και μικροκοινωνική πρακτική του ανθρώπου, δίχως να υποψιάζεται ότι η κατοπινή εξέλιξη της Ιστορίας θα τους έθετε σε κίνηση πάνω στη μεγάλη σκηνή της. Το υπνωτιστικό βλέμμα της εξουσίας, την απελπισμένη αναζήτηση του λάθους, την αποπομπή και την αγωνία του να είσαι αποδιοπομπαίος, την καταδίκη στον κονφορμισμό, τον φασματικό χαρακτήρα του πραγματικού και τη μαγική πραγματικότητα του φακέλου, τον αέναο βιασμό της ιδιωτικής ζωής κ.τ.λ., όλους αυτούς τους πειραματισμούς που η Ιστορίας έχει εκτελέσει, με τον άνθρωπο μέσα στα τεράστια δοκιμαστήριά της, ο Κάφκα τους είχε εκτελέσει (μερικά χρόνια νωρίτερα) μέσα στα μυθιστορήματά του. […] Μίλαν Κούντερα «Η τέχνη του μυθιστορήματος» Μετάφραση: Φίλιππος Δρακονταειδής Εκδόσεις: Εστία
|
|