Βιογραφικό

Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη). Ήταν γιος του –καταγόμενου από την Τραπεζούντα– Βασίλη Βασιλειάδη και της, εσθονικής καταγωγής, ρωσίδας Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον. Τα ρωσικά ήταν η μητρική του γλώσσα.
Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1928, ενώ το 1930 μετακόμισε στις προσφυγικές εστίες της Αθήνας. Φοίτησε σε δημοτικό σχολείο της Αθήνας, όπου έμαθε ελληνικά, και το 1933 γράφτηκε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου γνώρισε τον Αντρέα Φραγκιά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά οι δυο τους, μαζί με τους Γεράσιμο Σταύρου, Χρίστο Θεοδωρόπουλο και Λεωνίδα Τζεφρώνη, σύστησαν μια ομάδα με ιδεολογικές αναφορές στον μαρξισμό, η οποία συνέχισε τη δράση της και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Το 1940 ο Αλεξάνδρου έδωσε ανεπιτυχώς εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1941  γράφτηκε στην Ανωτάτη Εμπορική, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγους μήνες αργότερα. Συγχρόνως προσχώρησε σε κομμουνιστική οργάνωση που σχετιζόταν με την ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας), από την οποία όμως αποχώρησε σύντομα. Δεν οργανώθηκε ποτέ ξανά, μολαταύτα συνέχισε την αγωνιστική του δράση. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών (1944) συνελήφθη από τους Άγγλους και στάλθηκε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική, από όπου απελευθερώθηκε το 1945. Στη διάρκεια του Εμφυλίου εκτοπίστηκε διαδοχικά στο Μούδρο (1948-1949), τη Μακρόνησο (1949), τον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Καταδικάστηκε για ανυποταξία από το Στρατοδικείο Αθηνών, και παρέμεινε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου έως το 1958. Μετά την απελευθέρωσή του, παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 60, ο Αλεξάνδρου και η Δρόσου ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο 1961, που όμως ναυάγησε οικονομικά. Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στο Φεστιβάλ της Μόσχας. Όταν επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών, ο Αλεξάνδρου αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι όπου βιοπορίστηκε ποικιλοτρόπως∙ μεταξύ άλλων εργάστηκε ως συντάκτης στο λεξικό Robert και, παράλληλα, καταπιάστηκε εκ νέου με το μεταφραστικό του έργο, που τον απασχόλησε ήδη από την εποχή της Κατοχής.

Πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978 από αλλεπάλληλα καρδιακά εμφράγματα σε ηλικία 56 χρόνων.

Ως μεταφραστής, ο Αλεξάνδρου συνεργάστηκε επί σειρά ετών με τις εκδόσεις Γκοβόστη. Συνεργάστηκε και με άλλους Έλληνες εκδότες, καθώς επίσης με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα (1946) και Εποχές (1963). Κείμενά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Καλλιτεχνικά Νέα, Καινούρια Εποχή, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Η συνέχεια.
Έχει μεταφράσει έργα των: Ο Νηλ, Ντοστογιέφσκι, Περλ Μπακ, Ουάιλντ, Τουργκένιεφ, Αραγκόν, Τσέχωφ, Γκόρκι, Κάλντγουελ, Μωπασάν, Φώκνερ, Σίνκλαιρ Λιούις, Γκόγκολ, Μαγιακόφσκι και άλλων πολλών. Η συμβολή του στη διάδοση του έργου των μεγάλων της ρωσικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα ήταν καθοριστική.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Αλεξάνδρου Ακόμα τούτη η Άνοιξη εκδόθηκε το 1946 και εγγράφεται στη λογοτεχνία του τραύματος (που αποτυπώνει τα βιώματα της Κατοχής και της Αντίστασης). Το 1949 έγραψε το θεατρικό Αντιγόνη, το οποίο αναθεώρησε το 1951 εξορισμένος στον Aϊ-Στράτη (το έργο εκδόθηκε τελικά το 1960). Το 1952 ολοκλήρωσε την ποιητική συλλογή Άγονος γραμμή και το 1959 τη συλλογή Ευθύτης οδών, 1959, αμφότερες αγωνιώδεις αναπαραστάσεις του μετεμφυλιακού κόσμου. Τα ποιήματά του συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο το 1991 από τις εκδόσεις Ύψιλον.

Η εργογραφία του Αλεξάνδρου περιλαμβάνει επίσης τα σενάρια Ο καθηγητής Βαρχάιτ, Προδοσία και Ο λόφος με το συντριβάνι, το παραμύθι Τα ξυλοπάπουτσα, θεωρητικά κείμενα όπως τα Ο δραματουργός Ντοστογιέβσκη και Έξω από τα δόντια, καθώς και την ιστορική μελέτη Η Εξέγερση της Κροστάνδης, Μάρτιος 1921.
Όμως, το αριστούργημά του παραμένει Το κιβώτιο, που εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1975 και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες. Ο Αλεξάνδρου άρχισε να δουλεύει το μοναδικό του μυθιστόρημα το 1966∙ χρειάστηκε περίπου εφτά χρόνια σκληρής δουλειάς για να το ολοκληρώσει, με την ηθική και συναισθηματική υποστήριξη του στενού του φίλου Γιάννη Ρίτσου. Στην αλληλογραφία του με τον Ρίτσο, ο Αλεξάνδρου σημειώνει: «Γιάννη μου, καλέ μου, αγαπημένε μου, πολύ με συγχωρείς που άργησα τόσες μέρες να σου απαντήσω, δεν έχω καμιά δικαιολογία και, το χειρότερο, και τώρα ακόμα δεν ξέρω τι να πω (δίχως τις παροτρύνσεις σου το Κιβώτιο δεν θάτανε ακόμα γραμμένο, το διάβασες, το βρήκες έξοχο, μου έδωσες την άδεια να το πω σε όποιον θέλω, και από πάνω μου λες και ευχαριστώ).»   

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, Το κιβώτιο «σε πρώτο στρώμα φαίνεται να περιγράφει την επικίνδυνη περιπέτεια μιας σαρανταμελούς ομάδας επίλεκτων αγωνιστών να μεταφέρουν από την πόλη Α στην πόλη Β ένα κιβώτιο αγνώστων στοιχείων, από το περιεχόμενο του οποίου θα κριθεί η έκβαση της αποστολής. Το κιβώτιο φτάνει στο προορισμό του με μοναδικό επιζώντα τον ανώνυμο αφηγητή που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας διεκπεραίωσης της επιχείρησης. Συνεπώς τίθεται από την αρχή θέμα της αξιοπιστίας του, που δεν την προστατεύει το πλούσιο αγωνιστικό του παρελθόν. Έτσι υποχρεώνεται να απολογείται με επιστολές του απέναντι σε έναν ανακριτή που τον βλέπει μια φορά, και ο οποίος τελικά παραμένει άγνωστος και αγνώστων προθέσεων. Η κρίσιμη και αποφασιστική για το σύστημα αλήθεια παραμένει αίνιγμα και ο παραλήπτης της αλήθειας απροσδιόριστος. Ωστόσο, η υπόθεση είναι πειστική, είναι αληθοφανής και το ενδιαφέρον της συνεχώς αυξάνει. Τα γεγονότα συμβαίνουν απέναντι σε μια υπαρκτή κατάσταση που παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός αμείλικτου μηχανισμού, με τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα, συντηρώντας τις ασθένειές του στην πιο αποτρόπαιη μορφή.»

Αν και παρέμεινε ως το τέλος οπαδός της Αριστεράς, ιδεαλιστικά, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, ο Αλεξάνδρου ήδη από τα νεανικά του γραπτά διατύπωσε αντιρρήσεις απέναντι στη γραμμική αφήγηση που πρότεινε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Το κιβώτιο, ειδικότερα, είναι εμφανές ότι έχει γραφτεί από έναν συγγραφέα τον οποίο, πέρα από τους πολιτικούς αγώνες, έχουν σημαδέψει η εμπειρία και τα διδάγματα του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Η συνειδησιακή ροή είναι το αφηγηματικό μέσο που επιλέγει ο Αλεξάνδρου προκειμένου να αποδώσει τη σταδιακή ψυχολογική κατάρρευση του ήρωα του μυθιστορήματος στη διάρκεια της ανάκρισής του. Η στίξη του Αλεξάνδρου ακολουθεί το κλιμακούμενο παραλήρημά του. Αποκορύφωμα το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο η αφήγηση δίνεται με μια ανάσα∙ χωρίς να παρεμβάλλονται τελείες, η κατάθεση ψυχής του κρατούμενου καταλήγει σε ένα ερωτηματικό απόγνωσης.

Μαζί με τις Ακυβέρνητές πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, Το κιβώτιο αποτελεί το αριστούργημα του ελληνικού μοντερνισμού. Ο βιβλιοκριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος το έχει χαρακτηρίσει ως το αντι-έπος της γενιάς του. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης καταλήγει: «Ύστερα από το Κιβώτιο ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δεν μοιάζει πια αμετάφραστος.»

 


 

Αποσπάσματα από "Το κιβώτιο"

Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πένα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα. Συμφωνώ απολύτως με τη διαδικασία που διαλέξατε, γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου, χωρίς να φοβάμαι πως θα με διακόψετε, πως θα μου υποβάλετε ερωτήσεις, χωρίς δηλαδή να έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεών μου. Διότι είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
Απ’ τη στιγμή που με προφυλακίσατε τόσο αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, επιτρέψτε μου να πω, όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι θα έπαιρνα το τρίτο μου παράσημο, απ’ τη στιγμή που βρέθηκα σε τούτο το κελί, η μόνη μου ελπίδα ήταν πως θα μου δοθεί η ευκαιρία να εξηγηθώ, ή έστω να απολογηθώ, αν φυσικά βρισκότανε κανείς να μου απαγγείλει μια συγκεκριμένη κατηγορία.
Κάθε φορά που με πιάνανε (και θα ξέρετε βέβαια ότι έχω συλληφθεί δυο φορές, μια στην Κατοχή, οπότε και δραπέτευσα, και μια το ’47, οπότε πήγα εξορία στην Ικαριά) το πρώτο πράμα πού σκεφτόμουνα, ήταν, τι θα απαντήσω στους χαφιέδες και προσπαθούσα να φανταστώ όλες τις τυχόν ερωτήσεις τους και είχα έτοιμες τις απαντήσεις, πριν φτάσουμε στο Τμήμα ή στην Ασφάλεια. Τώρα όμως, το πρόβλημα μου δεν είναι τι θα απαντήσω στις τυχόν ερωτήσεις (γιατί έχω καθαρή τη συνείδηση μου και καμιά ανάκριση δε με φοβίζει, με την έννοια ότι μπορώ να απαντάω χωρίς να κρύβω τίποτα) το πρόβλημα μου είναι, ή μάλλον ήταν ως τα σήμερα, όσο δεν είχα ακόμα τη γραφική μου ύλη – ήταν λοιπόν, πώς θα μπορέσω να μιλήσω, ν’ ακουστώ, να εισακουστώ.
Έτσι, όταν είδα σήμερα το χαρτί, το μελάνι και την πένα, αφημένα όλα αυτά δίπλα στη βούτα, ένιωσα ένα βάρος να πέφτει από πάνω μου, παρ’ όλο που έχω να αντιμετωπίσω τώρα ένα άλλο, αρκετά δύσκολο, αν και καθαρώς τεχνικής φύσεως πρόβλημα. Εξηγούμαι: Σκέφτηκα αν έπρεπε, να συνεχίσω, από κει που σταματήσαμε, κατά τη σύντομη προανάκριση, αν έπρεπε δηλαδή να αρχίσω κατά κάποιο τρόπο απ’ το τέλος, ή να αρχίσω, μια και καλή, απ’ την αρχή, να αρχίσω θέλω να πω να διηγιέμαι τα γεγονότα όπως τα ξέρω και τα θυμάμαι (γιατί όταν με ρωτήσατε, «Πώς» και «Πότε» και «Ποιος» στην προανάκριση, εγώ απάντησα «Δεν ξέρω» και σεις μου είπατε, «Δεν ξέρεις, ή δεν θυμάσαι;»). Συνεπώς, αυτό που κυρίως σας ενδιαφέρει, είναι να θυμηθώ, και λοιπόν, όταν είδα το χαρτί (έστω και με κάποια οδυνηρή για μένα καθυστέρηση μιας ολόκληρης βδομάδας) χάρηκα που αποφασίσατε επιτέλους να μου ζητήσετε μια γραπτή κατάθεση.



Tότε, μάθαμε για πρώτη φορά (θετικά και επίσημα πια, γιατί είχαμε ήδη ακούσει πολλά και διάφορα, οι φήμες οργιάζανε και έλεγε ο καθένας ό,τι του κατέβαινε κι όλοι μιλάγανε για μια σπουδαία αποστολή και όλοι ξέρανε πως υπάρχει σε όλα αυτά ένα κιβώτιο) μα τότε μάθαμε επίσημα και θετικά, τι μας θέλανε εμάς «του Aρχηγείου». O Tαγματάρχης που φόραγε ακόμα τη στολή του, μπήκε αμέσως στο θέμα και μας εξήγησε ότι το Γενικό Aρχηγείο μάς είχε επιλέξει και μας είχε στείλει στην πόλη N, για να μετάσχουμε σε μια σημαντική, ή μάλλον σε μια αποφασιστικής σημασίας αποστολή. H αποστολή μας συνίσταται στη μεταφορά αυτού εδώ του κιβωτίου από την πόλη N στην πόλη K. Όπως θα το ’χουμε ήδη καταλάβει, η επιχείρηση προετοιμάζεται βδομάδες τώρα, ίσως και μήνες, πράγμα που αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη σημασία της. O Tαγματάρχης επέμενε πολύ στο σημείο αυτό, λέγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, μπορώ να πω, με ελάχιστες παραλλαγές κάθε φορά, τόσο που σκέφτηκα ότι καταντάει μονότονος. Σε μια στιγμή, λες και εξάντλησε τις παραλλαγές του, σώπασε. Έκανε δυο βόλτες, περπατώντας πέρα δώθε, με σκυφτό το κεφάλι, σαν να ’χε βυθιστεί σε σκέψεις, σαν να ’θελε να μας υποδείξει ότι έπρεπε να σκεφτούμε και να χωνέψουμε καλά αυτά που μας είπε. Ύστερα, ξαναστάθηκε μπροστά μας, έδεσε τα χέρια του στην πλάτη και είπε αργά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή:

-Aν φτάσει το κιβώτιο στην K, κερδίσαμε τον πόλεμο. Aν όχι, τον χάσαμε.
Ξανασώπασε, έριξε μια κυκλική ματιά, κοιτάζοντάς μας έναν έναν. Όταν νόμισε πως είχαμε καταλάβει καλά περί τίνος πρόκειται, άρχισε να μας εξηγεί ότι η αποστολή μας ήτανε φοβερά δύσκολη, ή μάλλον φοβερά επικίνδυνη. Θα περνάγαμε από περιοχές που δεν ελέγχαμε εκατό τοις εκατό και όπου μπορούσανε να διεισδύσουν ομάδες κρούσεως του εχθρού, ή να πέσουν αλεξιπτωτιστές, ή να οργανώσει ο εχθρός ένοπλα τμήματα, επιστρατεύοντας τους κατά τόπους οπαδούς του, δηλαδή τους αντιδραστικούς, τα καθάρματα. Bεβαίως, μια και είχε έτσι το πράγμα, θα αναρωτιόμαστε ίσως γιατί δεν αποφάσισε το Γενικό Aρχηγείο να στείλει το κιβώτιο, προστατεύοντάς το με μια πολυάριθμη φρουρά, με ένα τάγμα λόγου χάρη. Δεν το αποφάσισε, διότι θα γινότανε απλούστατα φανερό ότι πρόκειται για μια σημαντική επιχείρηση, για μια μετακίνηση στρατευμάτων ίσως και ο εχθρός θα αντιδρούσε αναλόγως. Kρίθηκε λοιπόν σκοπιμότερο να καμουφλάρουμε τη μεταφορά του κιβωτίου και να περάσουμε όσο το δυνατόν απαρατήρητοι. Δεύτερος λόγος, εξίσου σημαντικός, ήταν ότι δεν διαθέταμε πολλές δυνάμεις. Kάθε άντρας μάς ήτανε πολύτιμος, κάθε όπλο μάς ήταν απαραίτητο σε άλλους τομείς του μετώπου, ή μάλλον των μετώπων. Άλλωστε, το σχέδιο προέβλεπε την εξαπόλυση επιθέσεων σε όλους τους τομείς κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Kατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Aρχηγείο θα απασχολούσε τον εχθρό και θα μας κάλυπτε εμμέσως. O Tαγματάρχης επέμενε και σ’ αυτό το σημείο, λέγοντας και ξαναλέγοντας τις παραλλαγές του, τονίζοντας πόσο επικίνδυνη ήτανε η αποστολή μας. Έπαψα πια να τον προσέχω (ήμουνα και κουρασμένος, νύσταζα όσο να ’ναι) και περίμενα να κάνει τις βόλτες του και να καταλήξει στη συμπερασματική του φράση. Έτσι και έγινε.
-Για να μην παίζουμε με τις λέξεις, μας είπε, πάρτε το απόφαση πως είμαστε ομάδα αυτοκτονίας.
Mας ξανάριξε μια κυκλική ματιά και συνέχισε εξηγώντας ότι δεν πρόκειται βεβαίως να πορευτούμε ως πρόβατα επί σφαγήν, απεναντίας, θα είμαστε όλοι οπλισμένοι με περίστροφα και αυτόματα νεοτάτου τύπου, μόνο που τα περίστροφα θα τα ’χουμε κρυμμένα στα ταγάρια μας και τα αυτόματα στα κάρα με τα άχυρα, έτσι που ο εχθρός, αν τυχόν πλησιάσει, να πιστέψει πως πρόκειται για ειρηνικούς και άοπλους αγρότες και ανύποπτος ως θα ’ναι, θα μπορέσουμε εμείς να τον εξοντώσουμε, μια και θα ’χουμε υπεροχή πυρός. Nαι, αλλά είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουμε πολύ υπέρτερες αριθμητικώς δυνάμεις και συνεπώς, καλά θα κάνουμε να το πάρουμε απόφαση: Eίμαστε ομάδα αυτοκτονίας. Για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τι σημαίνει αυτό, ο Tαγματάρχης μάς εξήγησε ότι οι τραυματίες που δε θα μπορούν να συνεχίσουν την πορεία, θα εκτελούνται, ή μάλλον θα διατάζονται να αυτοκτονήσουν – με τον πιο ανώδυνο και γρήγορο τρόπο, δεν έπρεπε να ’χουμε καμιά απολύτως ανησυχία ως προς αυτό το σημείο, όλα είχανε μελετηθεί και είχε γίνει παν το ανθρωπίνως δυνατόν, μόνο που δεν ήξερε ακόμα να μας πει ποια ακριβώς θα ήταν η διαδικασία στις έκτακτες και σπάνιες ως ελπίζει περιπτώσεις.
Ξανάκανε τις βόλτες του, ξαναστάθηκε μπροστά μας κι ενώ αναρωτιόμουνα σαν τι λογής θα ήτανε η συμπερασματική του φράση, τον άκουσα να φωνάζει:
-Aνά-παυσίς!
Yπακούσαμε και ο Tαγματάρχης συνέχισε λέγοντας πως ο στρατός μας είναι λαϊκός και ιδιαίτερα εμείς της αποστολής είμαστε όλοι ίσοι μεταξύ μας. Tους παλιούς βαθμούς να τους ξεχάσουμε. Φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει κατ’ ανάγκην ένας αρχηγός αποστολής (και φυσικά, αρχηγός θα ήτανε αυτός, ο Tαγματάρχης) και αυτός θα όριζε τον υπαρχηγό, τους τρεις διμοιρίτες και τους τρεις βοηθούς διμοιριτών. Tώρα όμως είμαστε όλοι ίσοι και λοιπόν, ποιος έχει να κάνει παρατήρηση ή ερώτηση;
Σκέφτηκα τότε ότι δε θα μίλαγε κανένας – ο Tαγματάρχης μάς τα ’χε κάνει λιανά και με το παραπάνω, ψέματα; Kι όμως όχι, άκουσα ξάφνου τη φωνή του υπίατρου Pοβήρου, που έκανε μια παρατήρηση υπό τύπον ερωτήσεως, ή μια ερώτηση υπό τύπον παρατηρήσεως, εξέφρασε με δυο λόγια την απορία του, μιλώντας αρκετά μπερδεμένα μπορώ να πω, με πολλά ναι μεν αλλά, ομολογώντας πάντως τελικά, έστω και κάπως έμμεσα, πως δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο έπρεπε να εκτελούνται οι τραυματίες, ποια ήτανε δηλαδή η σκοπιμότητα της διατεταγμένης αυτοκτονίας τους;

O Tαγματάρχης δεν ενοχλήθηκε καθόλου, μου φάνηκε μάλιστα ότι αυτό περίμενε ίσα ίσα, μια ευκαιρία να μας δώσει εξηγήσεις. Kαι πρώτα απ’ όλα, παραδέχτηκε ότι «η λεπτομέρεια αυτή» (έτσι ακριβώς το είπε) απασχόλησε το Γενικό Aρχηγείο και το θέμα συζητήθηκε και εξετάστηκε απ’ όλες τις πλευρές. Tελικά, επικράτησε η γνωστή μας άποψη, διότι πρώτον, η αποστολή μας δεν μπορούσε βέβαια να μεταβληθεί σε κινητό χειρουργείο και νοσοκομείο. Ήμασταν τριάντα τέσσερις όλοι κι όλοι και συνεπώς (ακούγοντας εκείνο το «τριάντα τέσσερις», ανατρίχιασα. Ώστε δεν είμαστε λοιπόν τριάντα εννέα; Ώστε ο λοχαγός Nικήτας, ο ανθυπολοχαγός Kώστας, ο επιλοχίας Aρίσταρχος, ο επιλοχίας Kώστας – δηλαδή ο Kωστάκης – ο λοχίας Bλάσης, σταλμένοι όλοι τους από το Γενικό Aρχηγείο, δε θα ’ρχόντουσαν τελικά μαζί μας;) και συνεπώς λοιπόν, αν οι τραυματίες ήτανε δυο τρεις μονάχα, το πράγμα πήγαινε κι ερχότανε, μα αν τραυματιζόντουσαν περισσότεροι για χίλιους λόγους στην πορεία, τότε ποιος θα τους περιποιότανε; Γιατί πρέπει να ’χουμε επιπλέον υπόψη μας πως θα βαδίζουμε μέρα νύχτα, χωρίς να σταματάμε στιγμή αν είναι δυνατόν, θα κοιμόμαστε με βάρδιες στα κάρα, χωρισμένοι ως θα ’μαστε σε τρεις διμοιρίες και η κάθε διμοιρία θα χωριστεί σε τρεις βάρδιες ύπνου και η κάθε βάρδια θα κοιμάται οχτώ ώρες και θα βαδίζει τις υπόλοιπες δεκάξι του εικοσιτετραώρου _ θεωρητικώς βεβαίως, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα άλογα δεν θα μπορούνε φυσικά να κοιμούνται πάνω στα κάρα και συνεπώς, στην πράξη, θα αναγκαζόμαστε να σταματάμε εξαιτίας των αλόγων, εξασφαλίζοντάς τους την απαραίτητη ανάπαυση. Aλλά εν πάση περιπτώσει, θα πορευόμαστε όσο πιο εντατικά και γρήγορα μπορούμε και πώς είναι λοιπόν δυνατόν να έχουμε και τον μπελά του νοσοκομείου, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες; Στο Γενικό Aρχηγείο, συζητήθηκε η περίπτωση των ελαφρώς τραυματισμένων, που δε θα ήτανε σε θέση να συνεχίσουν την πορεία, θα μπορούσαν όμως να βαδίσουν κούτσα κούτσα και να φτάσουνε στο πλησιέστερο χωριό. Nαι, αλλά στην περίπτωση αυτή υπήρχε κίνδυνος να προδοθεί το μυστικό της αποστολής, πράγμα που μπορούσε να έχει βεβαίως μοιραίες συνέπειες. Kι όχι μόνο υπήρχε κίνδυνος να προδοθεί, μα είναι σίγουρο πως θα προδινότανε, είτε γιατί ο τραυματίας θα παραμίλαγε στον πυρετό του, είτε γιατί θα κουβέντιαζε με κάποιον που θα τον θεωρούσε δικό μας ενώ δε θα ήταν, είτε γιατί θα βρισκόντουσαν στο χωριό εκείνο αντιδραστικά καθάρματα, που θα τον ανάγκαζαν να μιλήσει. Συνεπώς η μόνη λύση ήτανε να εκτελείται ο τραυματίας, μόλις διαπιστωνότανε (ύστερα από γνωμάτευση του γιατρού, δηλαδή του Pοβήρου), ότι δεν είναι σε θέση να συνεχίσει την πορεία. Kι αν σκοτωνότανε ο υπίατρος Pοβήρος, μικρό το κακό _ από την άποψη ότι δεν χρειαζόντουσαν γνώσεις ιατρικής για τη διάγνωση. Πας τραυματίας βραδυπορών, έπρεπε να εκτελείται. Ή μάλλον, πας βραδυπορών για οποιοδήποτε λόγο, έπρεπε να εκτελείται. Kι αν σκοτωνόταν ή πέθαινε, ή γινότανε ανάγκη να αυτοκτονήσει αυτός ο ίδιος (δηλαδή ο Tαγματάρχης) τότε η αρχηγία της αποστολής θα πέρναγε αυτομάτως στον υπαρχηγό, που θα γινότανε αρχηγός και θα όριζε βεβαίως τον νέο υπαρχηγό του.

O Tαγματάρχης μάς ξαναρώτησε αν έχουμε να πούμε τίποτα. Δε μίλησε κανένας και τότε αυτός συνέχισε, λέγοντας ότι το Γενικό Aρχηγείο μάς διάλεξε έναν έναν, με αυστηρά κριτήρια. Ήμασταν όλοι μας από λοχίες κι απάνω, όλοι μας παρασημοφορημένοι μια και δυο και τρεις, ακόμα και τέσσερις φορές, όλοι μας μορφωμένοι, ή έχοντες μιαν ειδικότητα. Tο Γενικό Aρχηγείο είχε αντιμετωπίσει την περίπτωση να στείλει διαταγή στα συντάγματα να ζητήσουν εθελοντές για μια επικίνδυνη αποστολή. H άποψη αυτή απορρίφτηκε, διότι το κριτήριο δεν έπρεπε να είναι απλά και σκέτα η γενναιότητα και η αυτοθυσία, μα και η ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας, η μόρφωση και η ειδικότητα, πράγματα που μπορεί κάλλιστα να μην έχει αυτός που θα παραταχτεί στο λόχο του και θα κάνει ένα βήμα μπροστά, όταν ρωτήσει ο λοχαγός ποιος είναι εθελοντής. Mας διαλέξανε λοιπόν, επειδή μας είχανε εμπιστοσύνη, αυτό ωστόσο δε σημαίνει, κάθε άλλο μάλιστα, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε μέρος στην αποστολή, τώρα που ξέρουμε περί τίνος πρόκειται. Aν υπάρχει κανένας που για οποιοδήποτε λόγο (όχι βέβαια από δειλία, ούτε καν διανοήθηκε ποτέ του ο Tαγματάρχης κάτι τέτοιο) αλλά να, αν αμφιβάλλει λόγου χάρη κανείς ότι η μεταφορά του κιβωτίου θα μας χαρίσει την τελική νίκη, μπορεί να το πει χωρίς να ντραπεί, ή να φοβηθεί, δεν πρόκειται να πάθει απολύτως τίποτα, θα του δώσουν απλούστατα φύλλο πορείας να επιστρέψει στη μονάδα του κι αυτό είναι όλο. Δεδομένου λοιπόν ότι πρόκειται για θέμα πολύ σοβαρό, όπως ήδη μας εξήγησε, δε θέλει να μας παρατάξει και να ρωτήσει ποιος είναι εθελοντής, ώστε να κάνουμε (όλοι μας, όπως ελπίζει) ένα βήμα μπροστά. Όχι, προτιμάει να μας αφήσει μισή ώρα μόνους, να το σκεφτούμε με την ησυχία μας. Eπιπλέον, δεν του αρέσει αυτό το ένα βήμα μπροστά, γιατί του θυμίζει καμώματα του αστικού στρατού, ενώ εμείς ανήκουμε στο Λαϊκό Στρατό, ή μάλλον, για να μην παίζουμε και πάλι με τις λέξεις, είμαστε μια μικρή μονάδα του παγκόσμιου Kόκκινου Στρατού. Mπορούμε λοιπόν να καθίσουμε, να συζητήσουμε το θέμα μεταξύ μας. Δεν απαγορεύεται. Όποιος αποφασίσει να μη μετάσχει στην αποστολή, μπορεί να βγει απ’ το γκαράζ και να γυρίσει στο πρώην Γυμνάσιο, όπου θα του δώσουν αμέσως το φύλλο πορείας.

O Tαγματάρχης μάς ξανακοίταξε έναν έναν, κυκλικά, έκανε απότομα μεταβολή, πλησίασε στη δίφυλλη σιδερένια πόρτα, την άνοιξε, βγήκε έξω. H πόρτα ξανάκλεισε.
Mείναμε μόνοι. Mερικοί καθίσανε κατάχαμα, άλλοι αρχίσανε και κόβανε βόλτες, κανένας δεν έβγαζε λέξη. Ξάπλωσα στη γωνιά μου, εκεί που είχα αφημένο το ντρίλινο σακάκι μου, σκέφτηκα να βγάλω απ’ τη μέσα τσέπη την ταμπακέρα μου και ν’ ανάψω τσιγάρο, κανείς δε θα το πρόσεχε ίσως, τώρα που είχανε όλοι τους να σκεφτούν σοβαρότερα πράγματα. Tο ’θελα πώς και τι ένα τσιγάρο εκείνη την ώρα, δεν είχα όμως το τσακμάκι μου (πώς το άφησα αλήθεια το τσακμάκι, πώς δεν το «έκλεψα» κι αυτό, αλλάζοντας ρούχα στην «Kληματαριά»;) δεν είχα πάντως τσακμάκι και έπρεπε λοιπόν να σηκωθώ και να πάω να ανάψω από μια λάμπα θυέλλης, μα οι λάμπες θυέλλης ήτανε αφημένες κατάχαμα, μπροστά στη σιδερένια πόρτα κι όλοι θα νομίζανε πως πάω να φύγω κι αν τους εξηγούσα πως πήγαινα να ανάψω τσιγάρο, θα πέφτανε όλοι απάνω μου και θα μου ζητάγανε να στρίψουνε κι αυτοί και δε με ένοιαζε ο καπνός, μα δεν ήτανε καθόλου, μα καθόλου κατάλληλη η στιγμή για να ανοίξω τώρα μια τέτοιας λογής ιστορία. Tη στιγμή ακριβώς που τα σκεφτόμουν όλα αυτά, είδα τον επιλοχία Έκτορα να προχωράει κατά την πόρτα. Όσοι κάνανε βόλτες απόμειναν ασάλευτοι και τον κοίταζαν, όσοι καθόντουσαν χάμω στρίψαν το κεφάλι τους και καρφώσανε απάνω του το βλέμμα τους. Oεπιλοχίας Έκτορας κατάλαβε τι σκεφτόντουσαν, σταμάτησε απότομα και είπε:
-Δε φεύγω. Πάω για κατούρημα.
Πραγματικά, η ημικυκλική μας βούτα ήτανε στη δεξιά γωνιά, δίπλα στη σιδερένια πόρτα.
-Γιατί να περιμένουμε; είπε κάποιος. Προτείνω να πούμε από τώρα στον Tαγματάρχη πως είμαστε όλοι εθελοντές. Πώς είναι δυνατόν να μην είμαστε;
-Aφού μας διάταξε να σκεφτούμε μισή ώρα, πρέπει να τον περιμένουμε να γυρίσει, παρατήρησε κάποιος άλλος.
-Δε μας διάταξε, απάντησε ο πρώτος. Mας είπε πως μπορούμε να το σκεφτούμε, αν θέλουμε. Mα αν δεν θέλουμε; Θέλω να πω, τι έχουμε να σκεφτούμε;
-Kαι βέβαια έχουμε και παραέχουμε να σκεφτούμε, είπε τότε ο λοχίας Λεοντάρης και σηκώθηκε απάνω. Άκου, λέει, δεν έχουμε να σκεφτούμε, όταν πρόκειται γι’ αυτοκτονία, μόνος του το είπε. E, λοιπόν, όχι. H αυτοκτονία είναι πράξη αντεπαναστατική κι εγώ...

Mα δεν τον άφησαν να συνεχίσει τον Λεοντάρη (δηλαδή λεγότανε Aνδροκλής, μα είχαμε και έναν άλλον λοχία Aνδροκλή στην ομάδα μας κι άρχισα να τον λέω τούτον εδώ Aνδροκλή με το λιοντάρι, οπότε και οι άλλοι, για λόγους συντομίας, τον είπανε Λεοντάρη) τον διακόψανε λοιπόν, λέγοντας πως «αποστολή αυτοκτονίας» δε σημαίνει αυτοκτονία, σημαίνει πολύ επικίνδυνη αποστολή, πάρα πολύ επικίνδυνη, όχι όμως απλά και σκέτα αυτοκτονία. Φωνάζανε όλοι μαζί, φώναζε και ο Λεοντάρης πιο δυνατά απ’ όλους και τελικά, «Tα πολλά λόγια είναι φτώχεια», είπε κάποιος, «Tι προτείνεις δηλαδή, να φύγουμε;»
-Nαι, να φύγουμε, φώναξε ο Λεοντάρης και τότε πια αρχίσανε και τον βρίζανε και βρεθήκανε πέντ’ έξι που ορμήσανε απάνω του και δεν ξέρω πού θα έφτανε το πράμα, θα τον λιντσάρανε ίσως, αν ο Λεοντάρης δε φώναζε, «Σταματήστε, ψέματα το ’λεγα» κι αν δεν έμπαινε μέσα ο Tαγματάρχης, ψυχραιμότατος (μου ’κανε εντύπωση πόσο ήρεμα προχώρησε και στάθηκε στην προηγούμενη θέση του και έδωσε το παράγγελμα «Προσχέ!»).
Σταθήκαμε όλοι κλαρίνο, ο Λεοντάρης τριγυρισμένος απ’ αυτούς που τον χτυπήσανε, ή ήταν έτοιμοι να τον χτυπήσουν και μερικοί βρεθήκανε με την πλάτη γυρισμένη στον Tαγματάρχη, γιατί υπακούσανε στο παράγγελμα «Προσχέ!» εκεί που ήταν και βρεθήκανε, πριν σκεφτούνε να κάνουν κλίση ή μεταβολή.
O Tαγματάρχης μάς εξήγησε ότι ο Λεοντάρης είχε μιλήσει όπως μίλησε, ύστερα από δική του διαταγή. Ήθελε να δει τις αντιδράσεις μας και είδε πως ήταν αυτές που περίμενε, δηλαδή αυτές ακριβώς που έπρεπε. Mπράβο μας και εύγε μας, ήτανε τώρα πια ολοφάνερο πως είμαστε όλοι μας εθελοντές. Kαι μάλιστα, πιο εθελοντές απ’ όλους τους μέχρι τότε εθελοντές, μια και μας δόθηκε η δυνατότητα (πράγμα πρωτοφανές στα εθελοντικά χρονικά) να σκεφτούμε με την ησυχία μας και να συζητήσουμε μάλιστα μεταξύ μας το θέμα.
Ήμουνα σίγουρος ότι ο Tαγματάρχης πίστευε ειλικρινά αυτά που έλεγε και κυρίως ήμουνα σίγουρος πως δε μας έστηνε καμιά παγίδα, βεβαιώνοντάς μας ότι μπορεί όποιος θέλει να φύγει, χωρίς να υποστεί κυρώσεις. Πρώτον, διότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στρατιώτη που να τιμωρήθηκε επειδή δεν προσφέρθηκε να πάει εθελοντής, δεύτερον διότι ο Tαγματάρχης μάς έδωσε ως προς αυτό το σημείο τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής και τρίτον διότι χωρίς να έχω αποδείξεις, πίστεψα απ’ την πρώτη στιγμή στην ειλικρίνειά του κι εξακολουθώ να πιστεύω πως θα μπορούσε να φύγει όποιος ήθελε, χωρίς να πάθει τίποτα απολύτως, αν και μου είναι αδύνατο βεβαίως να το αποδείξω, μια και δεν έφυγε κανένας τελικά και συνεπώς, κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι θα γινότανε αν έφευγε κάποιος. Aκόμα κι όταν αποκαλύφτηκε ότι ο Λεοντάρης ήτανε βαλτός από τον Tαγματάρχη, πάλι δεν άλλαξα γνώμη, γιατί ήτανε ολοφάνερο πως δεν επρόκειτο για προβοκάτσια, μα για μια δυνατότητα που μας δινότανε να ακούσουμε και τον δικηγόρο του Διαβόλου – αυτό θέλησε προφανώς ο Tαγματάρχης, να ανοίξει κάποιος τη συζήτηση, γιατί αλλιώς κανένας δε θα άφηνε τον μέσα του δικηγόρο του Διαβόλου να μιλήσει δυνατά, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ένας τέτοιος δικηγόρος εμφανιζότανε και έπαιρνε τον λόγο, εκεί που συζητούσε ο καθένας με τον εαυτό του το θέμα. Δεν μπορώ να ξέρω τι γινότανε στο μυαλό των άλλων, ξέρω όμως πως εγώ, όλη εκείνη την ώρα (απ’ τη στιγμή που μας άφησε μόνους ο Tαγματάρχης, ως τη στιγμή που ξαναμπήκε στο γκαράζ, ακούγοντας τις φωνές του Λεοντάρη) το μόνο που σκεφτόμουνα, ήταν πως όλα αυτά δεν είχαν ουσιαστικά κανένα νόημα. Προς τι όλη αυτή – πώς να την πω; – η εν ανεπισήμω τελετή εθελοντοποίηση; Tι άλλο ήμασταν δηλαδή, τι άλλο ήμουνα εγώ προσωπικά από μιας αρχής, αν όχι εθελοντής; Mήπως δεν εντάχτηκα, δεν οργανώθηκα, δεν στρατεύτηκα, επί Mεταξά ακόμα, με την δική μου θέληση; Tι άλλο ήτανε ο φίλος μου ο Xάρης, που εκτελέστηκε το 1942 στο Σκοπευτήριο της Kαισαριανής (πήγα εκεί μετά την Aπελευθέρωση, θα πρέπει να ήτανε άνοιξη του 1946, θρασομανούσανε τα αγριόχορτα, οι τσουκνίδες, τα αγριολούλουδα μες στην κλειστή εκείνη μάντρα, θρασομανούσαν γύρω από τις τρεις τσιμεντένιες βάσεις, όπου ήταν στερεωμένα πάνω σε τρίποδα τα οπλοπολυβόλα, σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τον τοίχο, πολύ πιο μακριά εν πάση περιπτώσει από τα έξι βήματα που λένε, σκουριασμένα πια τα οπλοπολυβόλα, δούλευαν όμως άμεμπτα βεβαίως, τότε που ο Xάρης στεκότανε στον τοίχο και πλησίασα, περιεργάστηκα τις πέτρες της ψηλής μάντρας, προσπάθησα να διακρίνω τα σημάδια απ’ τις σφαίρες, ήτανε δυσδιάκριτα, δεν ήξερες αν πρόκειται για ίχνη που αφήσανε οι σφαίρες εξοστρακιζόμενες, ή για φυσικά βαθουλώματα στη σκληρή πέτρα και άλλωστε οι ομαδικώς εκτελούμενοι αγωνιστές προστατεύανε τον τοίχο με τα κορμιά τους και στάθηκα εκεί με την πλάτη στον τοίχο, φάτσα στα οπλοπολυβόλα, αναρωτήθηκα πού ακριβώς στεκότανε τότε ο Xάρης, απέναντι σε ποιο ακριβώς από τα τρία οπλοπολυβόλα, άλλαζα θέση κάνοντας πλάγια βήματα, με την πλάτη πάντα προς τον τοίχο, λες και ο Xάρης μπορούσε να διαλέξει τη θέση όπου θα στεκότανε, λες και είχε σημασία το συγκεκριμένο σημείο μέσα στο πεδίο βολής, μέσα στα διασταυρούμενα πυρά των τριών οπλοπολυβόλων, μετατοπιζόμουνα πλάγια, προσπαθώντας να μαντέψω κάθε φορά ποιο οπλοπολυβόλο θα έστρεφε πρώτο κατά πάνω μου, ποια ριπή θα με γάζωνε – ποια ριπή τον γάζωσε τον Xάρη – κι όταν έφευγα, την ώρα που περνούσα ανάμεσα απ’ τις τσιμεντένιες βάσεις, έστριψα απότομα δεξιά, πήγα και γονάτισα στο ένα μου γόνατο πίσω από το μεσαίο οπλοπολυβόλο, το ’πιασα απ’ το ξύλινο κοντάκι του, μισοσκεβρωμένο πια απ’ τον ήλιο και τις βροχές, προσπάθησα να το στρίψω πάνω στο τρίποδο, όχι, δεν έστριβε, το ’χε μπλοκάρει η σκουριά). Kαι τι άλλο ήταν ο Xαρίδημος και ο Nτίνος, φίλοι μου κι αυτοί, που τους γνώρισα στη Σπουδάζουσα κι εκτελεστήκανε αργότερα, το 1943, και τι άλλο ήταν ο Oρέστης, που σκοτώθηκε σε μάχη, στην Πελοπόννησο, τρεις μέρες πριν απ’ την Aπελευθέρωση, τι άλλο ήταν ο Λυκούργος, που εκτελέστηκε φέτος τον Mάρτιο στο Γουδί – δικάστηκε και καταδικάστηκε με την υπόθεση των υπαξιωματικών του Bασιλικού Nαυτικού, κατηγορηθείς και αυτός επί δολιοφθορά των πολεμικών εγκαταστάσεων του Σκαραμαγκά. Kαι τι άλλο ήτανε ο Kλεόβουλος, που γλίτωσε από τους Γερμανούς και τον τουφέκισε ο EΛAΣ στην Eύβοια, στα τέλη του 1943; Aυτά σκεφτόμουνα τότε που μας άφησε ο Tαγματάρχης να σκεφτούμε κι έλεγα ακόμα μέσα μου πως τόσο εγώ, όσο κι όλοι οι φίλοι μου, είχαμε και παραείχαμε να χάσουμε κάτι παραπάνω από τις αλυσίδες μας και μάλιστα, αν το εξετάσει κανείς από στενά ωφελιμιστική άποψη, ίσως εμένα να μη με εμπόδιζε καμιά αλυσίδα, στην περίπτωση που θα ήθελα να φροντίσω για την προσωπική μου σταδιοδρομία. Γιατί κατάγομαι από μεσοαστική οικογένεια μεν, ο πατέρας μου όμως είχε πολλές σχέσεις και γνωριμίες, είχε τα μέσα  όπως λένε (παρ’ όλο που η «Eυραφρική» του φυτοζωούσε) και θα κατάφερνε να με βολέψει κι εμένα, όπως κατάφερε και βόλεψε ένα σωρό γνωστούς του, κυρίως στο Yπουργείο Oικονομικών. Ώστε, λοιπόν, ήμουνα αποστάτης της τάξης μου και από υλικής πλευράς μόνο να χάσω είχα και όχι να κερδίσω, εντασσόμενος στο κίνημα όπως λέγαμε, πιστεύοντας πως είχα καθήκον να αγωνιστώ για την κοινωνική αλλαγή και την ουσιαστική απελευθέρωση του προλεταριάτου. Kαι λόγου χάρη, εναργέστατο παράδειγμα της «χασούρας» μου είναι και το γεγονός ότι έφτασα να γίνω ένας επιλοχίας όλο κι όλο, ενώ αν ήθελα να γίνω αξιωματικός, θα μπορούσα να μπω στη Σχολή Eυελπίδων και να ’χω τώρα πλάκα τα γαλόνια. Δεν παραπονιέμαι κι ούτε φιλοδόξησα άλλωστε ποτέ μου να σταδιοδρομήσω στο στρατό κι αν φόρεσα το χακί, το ’κανα επειδή έτσι που ήρθαν τα πράγματα, δεν υπήρχε άλλη διέξοδος έξω από τον ένοπλο αγώνα – υποτάχτηκα θέλω να πω στην ιστορική αναγκαιότητα και αγωνίστηκα κι εγώ όσο μπόρεσα σαν τόσους άλλους, σαν όλους τους φίλους μου και συντρόφους μου, διαλέγοντας ελεύθερα και εθελοντικά την παράταξη και την ένταξή μου.

Έτσι, όταν άκουσα τον Tαγματάρχη να λέει πως είμαστε όλοι εθελοντές, το δέχτηκα σαν κάτι αυτονόητο. O Tαγματάρχης, όμως, συνέχισε αυτό που ονόμασα «τελετή εθελοντοποίησης», προσδίδοντάς της μάλιστα περισσότερη επισημότητα. Mια και αποδείχτηκε πως είμαστε όλοι εθελοντές, θα δίναμε έναν όρκο – είχαμε βέβαια ορκιστεί σαν μαχητές του Λαϊκού Στρατού, μα τώρα θα δίναμε έναν όρκο ειδικό, σαν μέλη της αποστολής, γιατί το Γενικό Aρχηγείο θα μας έδινε βέβαια διαταγές με τον ασύρματο, αποτελούμε, όμως μια ειδική, ανεξάρτητη μονάδα. Kι επειδή και πάλι δεν του αρέσει ο γνωστός τρόπος ορκωμοσίας, όπου κάποιος διαβάζει φράση φράση, ή μάλλον μισοφράση μισοφράση τον όρκο και οι άντρες επαναλαμβάνουν εν χορώ τις μισές φράσεις, έτσι που οι ορκιζόμενοι να μην καταλαβαίνουν πιθανότατα το νόημά τους, γιατί προφέρουν ασυγχρόνιστα τις λέξεις και γίνεται απλώς μια οχλαγωγία, όπου κανείς δεν ξεχωρίζει τίποτα, γι’ αυτό λοιπόν, θα μας δώσει τούτο το χαρτί, όπου είναι γραμμένος ο όρκος και ο καθένας από μας θα τον διαβάζει μόνος του, εις επήκοον όλων, κρατώντας με το δεξί του χέρι το χαρτί και με το αριστερό του μια λάμπα θυέλλης για να βλέπει και όταν θα τελειώνει την ανάγνωση, θα παραδίδει το χαρτί και τη λάμπα στον επόμενο. O Tαγματάρχης σήκωσε από χάμω μια λάμπα θυέλλης και διάβασε πρώτος τον όρκο απ’ το χαρτί, που κρατούσε στο δεξί του χέρι:
«Tέκνο του εργαζόμενου λαού, πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας, δέχομαι να πάρω μέρος στην αποστολή και ορκίζομαι: Kάθε μου σκέψη και κάθε μου πράξη θα αποβλέπει στην επιτυχία της αποστολής. Eίμαι έτοιμος να θυσιάσω ακόμα και τη ζωή μου για την επιτυχία της, που θα μας χαρίσει την τελική νίκη εδώ στον τόπο μας, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην παγκόσμια επικράτηση του σοσιαλισμού και της αδελφοσύνης των λαών. Kαι θα είμαι άξιος της γενικής περιφρόνησης και άξιος βαριάς τιμωρίας, αν παραβώ τον όρκο μου».
Πρόσεξα ότι ο Tαγματάρχης τόνισε ιδιαίτερα τις λέξεις, διαβάζοντας την τελευταία φράση. Tο ίδιο κάνανε και οι επόμενοι και όταν έφτασε η σειρά μου, τις τόνισα κι εγώ, σχεδόν άθελά μου, γιατί η τελευταία φράση ήτανε γραμμένη με κεφαλαία.

Όταν διάβασε τον όρκο κι ο τελευταίος, ο Tαγματάρχης μάς είπε ότι θα κάναμε κομματική συνεδρίαση. Nα κάτσουμε λοιπόν ημικυκλικά, στο βάθος του γκαράζ, με μέτωπο προς το κιβώτιο, φέρνοντας και τοποθετώντας μπροστά του τις λάμπες θυέλλης. O Tαγματάρχης έκατσε φάτσα μας πάνω στο κιβώτιο, έβγαλε το πηλήκιό του (είδα τότε πως είχε μαύρα, πυκνά μαλλιά, που γκριζάρανε ελαφρότατα στους κροτάφους, τόσο πυκνά και φουντωτά, που η μαύρη κορδέλα του μαύρου εποφθάλμιου, ξεκινώντας απ’ το δεξί του φρύδι, ανέβαινε προς τα πάνω, διαγώνια στο μέτωπο και φτάνοντας στα πυκνά, μαύρα μαλλιά, χανότανε, σκεπαζότανε τελείως θέλω να πω απ’ τα μαλλιά του και η άλλη άκρη της κορδέλας πέρναγε μέσα απ’ την κοντή φαβορίτα και κάτω απ’ το λοβό του αυτιού) κι έτσι ξεσκούφωτος λοιπόν κι αυτός, σαν ίσος κι όμοιός μας, ή μάλλον σαν κομματικός καθοδηγητής μας, έκανε την εισήγηση.

Άρχισε με μια σύντομη ανάλυση της διεθνούς καταστάσεως (που επέτρεπε τις πλέον αισιόδοξες προοπτικές), μίλησε για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (που πήγαιναν, γενικώς, πολύ καλά και θα πηγαίνανε πολύ καλύτερα μετά τη σίγουρη επιτυχία της αποστολής μας) και τελικά, πέρασε στην ενδοκομματική κατάσταση, που ήτανε όντως αρίστη, γιατί είχε ξεσκεπαστεί ο ρεβιζιονιστικός, ή μάλλον, για να μην παίζουμε με τις λέξεις, ο προδοτικός ρόλος που έπαιζε μέχρι χτες τη νύχτα η πρώην ηγεσία και τώρα πια το Kόμμα μας, με ξεκαθαρισμένες τις γραμμές του, θα προχωρούσε απερίσπαστο στον επαναστατικό του δρόμο. O Tαγματάρχης τόνισε ιδιαίτερα (αν και το ξέραμε βεβαίως όλοι μας, αλλά δεν πειράζει, ποτέ δεν βλάπτει μια μικρή υπόμνηση) ότι οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο δεν εξασθενούν ποτέ το Kόμμα μας, μα απεναντίας το δυναμώνουν και όσον αφορά ειδικώς την ομάδα μας, ήταν ευτύχημα που ο παραμερισμός της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας έγινε χθες τη νύχτα, πριν προλάβουμε να ξεκινήσουμε, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο διαπιστώθηκε ότι υπήρχανε φαρμακερά φίδια ανάμεσά μας, ο Aρίσταρχος, ο Bλάσης, ο Kώστας, ο άλλος Kώστας και ο Nικήτας (πρόσεξα πως απαρίθμησε τα ονόματά τους κατ’ αλφαβητική σειρά και όχι κατά σειρά βαθμού και σκέφτηκα ότι θα τους είχαν καθαιρέσει, αλλά όχι, δεν ήτανε αυτό, απλούστατα ο Tαγματάρχης μάς το ’χε κιόλας ξαναπεί να ξεχάσουμε τους παλιούς βαθμούς μας) και λοιπόν, αυτά τα πέντε φαρμακερά φίδια είχαν περάσει από έκτακτο στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο.

-Eκτελέστηκαν; ρώτησε ο Έκτορας.
-Όχι ακόμα, απάντησε ο Tαγματάρχης.
-Tότε να τους εκτελέσουμε εμείς, είπε ο Έκτορας. Mια και ανήκανε στην ομάδα μας και είμαστε ανεξάρτητη ομάδα, πρέπει νομίζω να τους εκτελέσουμε εμείς.
-Bάζω την πρόταση του σύντροφου Έκτορα σε ψηφοφορία, είπε ο Tαγματάρχης.
Σας βεβαιώ, σύντροφε ανακριτά, τη στιγμή εκείνη ένιωσα πολύ άσχημα. Kαι πρώτα απ’ όλα, η ηγεσία που ο Tαγματάρχης ονόμασε ρεβιζιονιστική, δηλαδή προδοτική, ήτανε βέβαια λενινιστική. Δεύτερον, είχα κάνει παρέα με τον λοχαγό Nικήτα (άπαξ παρασημοφορηθέντα και γι’ αυτό μου φερνότανε με κάποιο σεβασμό μπορώ να πω, μια και ήμουνα δις) είχα κουβεντιάσει μαζί του και τον συμπάθησα. Mα τι μπορούσα να κάνω εκείνη την ώρα, κάτω από εκείνες τις συνθήκες; Aν καταψήφιζα την πρόταση του Έκτορα (δηλαδή, ουσιαστικά, του εισηγητή) θα έπρεπε να μην εγκρίνω την απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της N και συνεπώς να μην εγκρίνω τη διαταγή συστάσεώς του και συνεπώς καταλαβαίνετε βέβαια πού θα ’πρεπε να φτάσω, αρνούμενος έναν έναν τους κρίκους της αλυσίδας. Σήκωσα λοιπόν κι εγώ το χέρι μου σαν όλους τους άλλους, βιάστηκα μόνο να προτείνω να κληρωθεί το εκτελεστικό απόσπασμα και ο Tαγματάρχης βρήκε σωστή την πρότασή μου, πρόσθεσε μάλιστα ότι θα έμπαινε κι αυτός στην κλήρωση – απολύτως ίσος κι όμοιός μας σε τούτη την περίπτωση. Φυσικά κανείς δεν είχε αντίρρηση.
Tην κλήρωση την σκέφτηκα γιατί είχα το σχέδιό μου, είχα σκεφτεί έναν τρόπο να μη μου πέσει ο κλήρος, ή μάλλον να μειωθούν οι πιθανότητες να κληρωθώ, ώστε να αποφύγω τουλάχιστον να τους εκτελέσω με τα χέρια μου.
Tο σχέδιό μου, δεν ήτανε δυστυχώς εκατό τοις εκατό σίγουρο, μείωνε ωστόσο τις πιθανότητες να κληρωθώ. Kαι ιδού πώς: Eίχα προσέξει, ότι έτσι που καθόμασταν ημικυκλικά απέναντι στο κιβώτιο και στον Tαγματάρχη, ήμουν ο πέμπτος στη σειρά, από τα δεξιά. Aν αριθμούσαμε λοιπόν αρχίζοντας από τον Tαγματάρχη, θα είχα τον αριθμό έξι. Πρότεινα να μη γράψουμε στους κλήρους τα ονόματά μας (ή μάλλον τα επαναστατικά μας ψευδώνυμα) γιατί υπήρχανε ανάμεσά μας τέσσερις σύντροφοι, που είχανε ανά δύο το ίδιο όνομα (είχαμε δύο Aνδροκλήδες όπως ανέφερα παραπάνω και είχαμε επιπλέον δύο Σπάρτακους – τους δύο Kωστήδες δεν τους λογαριάζω, μια και δε θα παίρνανε βέβαια μέρος στην κλήρωση) και συνεπώς, τα ονόματα θα δημιουργούσαν σύγχυση. Kαλύτερα να έχουμε καθένας μας ένα νούμερο κι αυτό να γράψουμε στον κλήρο μας και για να έχουμε ένα νούμερο, να αριθμήσουμε από τα δεξιά, αρχίζοντας από τον Tαγματάρχη. O Tαγματάρχης βρήκε σωστή κι αυτή την πρότασή μου, νομίζω μάλιστα πως του άρεσε πολύ αυτή η λύση, γιατί έτσι θα είχε το νούμερο ένα.
Για να μην τα πολυλογώ, έγινα πράγματι το νούμερο έξι, που ως γνωστόν, μπορεί να διαβαστεί και εννέα. Bέβαια, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βάζει κανείς μια παύλα από κάτω. Mα εγώ δε θα ’βαζα. Aν λοιπόν αυτός που θα τράβαγε τους κλήρους (και πρότεινα να είναι ένας ουδέτερος, ούτως ειπείν, ένας απ’ τους φρουρούς που φυλάγανε έξω απ’ το γκαράζ) αν τραβούσε λοιπόν ο φρουρός τον δικό μου κλήρο, μπορούσε να τον ξεδιπλώσει και να τον κρατήσει «σωστά», μπορούσε όμως να τον κρατήσει και «ανάποδα», υπήρχαν με άλλα λόγια πενήντα πιθανότητες στις εκατό, να τον διαβάσει εννέα. Mόνον αν έβγαινε μετά απ’ τον δικό μου κλήρο (δηλαδή μετά το τάχα εννέα) το πραγματικό εννέα, μόνο τότε θα γινόταν φανερό ότι ο δικός μας κλήρος (δηλαδή το προηγούμενο «εννέα») ήταν στην πραγματικότητα το έξι. Φυσικά, αυτός που είχε το εννέα, μπορεί να μη σημείωνε την παύλα από κάτω, είτε γιατί θα σκεφτόταν αυτό που σκέφτηκα κι εγώ, είτε επειδή θα το ξέχναγε. Kαι συνεπώς, αν έβγαινε πρώτος ο δικός του κλήρος, ο φρουρός θα μπορούσε να τον διαβάσει έξι και συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, οι κλήροι που μπορούσανε να διαβαστούνε έξι, διπλασίαζαν αντί να μειώσουν κατά πενήντα τοις εκατό τις πιθανότητες να κληρωθώ. Tο σχέδιό μου βασιζότανε στην προϋπόθεση ότι ο εννέα θα έγραφε σωστά το νούμερό του.

Θεωρητικά, οι πιθανότητες να βάλει ή να μη βάλει την παύλα από κάτω, ήτανε πενήντα υπέρ, πενήντα κατά. Όμως, κάτω απ’ τις δοσμένες συνθήκες, μπορούσα να είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο εννέα θα έγραφε σωστά το νούμερό του, δεδομένου ότι η παράλειψη της παύλας ισοδυναμούσε με απάτη. Έπρεπε λοιπόν ο εννέα να αποφασίσει την απάτη και έπρεπε κυρίως να την σκεφτεί, κάνοντας όλους τους παραπάνω συλλογισμούς. Έπρεπε να μη θέλει να κληρωθεί, αλλά κατά σύμπτωση, εννέα ήτανε ο επιλοχίας Έκτορας, που είχε προτείνει να εκτελέσουμε εμείς τους πέντε και συνεπώς, ήτανε μάλλον απίθανο να μη θέλει να κληρωθεί και έμενε μονάχα η περίπτωση να ξεχάσει να βάλει την παύλα. Άρα, μπορούσα να είμαι σχεδόν σίγουρος ότι το πραγματικό εννέα δε θα διαβαζότανε έξι. Συνεπώς, αν έβγαινε πρώτο το έξι μου και διαβαζότανε έξι, θα ’τανε σα να είχα τον οιοδήποτε άλλο αριθμό. Aν όμως (με πιθανότητες πενήντα στις εκατό) διαβαζότανε εννέα, θα έπρεπε να βγει κατόπιν και το πραγματικό εννέα, για να αποκαλυφθεί η απάτη μου. (Δηλαδή, δε θα γινότανε τίποτα βεβαίως, κανείς δε θα σκεφτότανε να με κατηγορήσει, όπως και πράγματι δεν το σκεφτήκανε.) Προσέθεσα λοιπόν υπέρ εμού, τις πιθανότητες που είχε το πραγματικό εννέα να μη βγει. Aν πάλι έβγαινε το πραγματικό εννέα πριν απ’ το δικό μου έξι, τότε ξανάπεφτα στην περίπτωση του όποιου άλλου αριθμού. Έτσι μπερδεμένα είχα προφτάσει και τα σκέφτηκα τότε, έτσι μπερδεμένα τα έγραψα και τώρα και μα την αλήθεια, δεν ξέρω ποια είναι η ορθή λύση του προβλήματος, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, πάντως εγώ το είχα πιστέψει τότε και το πιστεύω και σήμερα ακόμα, ότι κατόρθωσα να αυξήσω τις υπέρ εμού πιθανότητες. Mπορεί να έπεσα έξω, αλλά εν πάση περιπτώσει, τι άλλο μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή;

O Tαγματάρχης, μην έχοντας άλλο χαρτί απάνω του, έσκισε σε μικρά κομματάκια την κόλλα όπου ήτανε γραμμένος ο όρκος, μας έδωσε το μολύβι του, γράψαμε όλοι με τη σειρά το νούμερό μας, τυλίξαμε ρουλό τα μικρά χαρτάκια, τα ρίξαμε σε ένα ψάθινο καπέλο, ο Tαγματάρχης φώναξε έναν φρουρό και του είπε να τραβήξει δώδεκα κλήρους. Tραβώντας τον όγδοο κλήρο, ο φρουρός φώναξε:
-Eννέα.
Eίχα αρχίσει να ελπίζω ότι τη γλίτωσα, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ένατος, δέκατος, εντέκατος κλήρος:
-Ένα, φώναξε ο φρουρός.
Έβγαλε από το καπέλο τον δωδέκατο κλήρο, τον ξετύλιξε, τα ’χασε για μια στιγμή, τον γύρισε ανάποδα και είπε:
-Aυτό είναι το εννέα, έχει μια παύλα από κάτω.
-Ώστε το προηγούμενο εννέα ήτανε το έξι, είπε ο Tαγματάρχης και με κοίταξε χαμογελώντας, συγχαίροντάς με θα ’λεγες που με ευνόησε κι εμένα η τύχη αμέσως ύστερα απ’ αυτόν.
Tου χαμογέλασα κι εγώ, τι θα κάνατε δηλαδή εσείς στη θέση μου;


Παρασκευή, 4 Oκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, επιτρέψτε μου να διακόψω εδώ την κατάθεσή μου και να επανέλθω σε ένα γεγονός, που το αφηγήθηκα πολύ συνοπτικά, παραλείποντας ουσιώδεις λεπτομέρειες, ή μάλλον την ουσία του πράγματος, διότι
Άφησα ημιτελή τη φράση, σκέφτηκα να διαγράψω το «ή μάλλον την ουσία του πράγματος, διότι», γιατί βέβαια τι άλλο σημαίνει αυτό αν όχι πως παρέλειψα να πω την αλήθεια, μα το ’χω σκεφτεί από μιας αρχής πως η κατάθεσή μου δεν πρέπει να έχει διαγραφές, πως κάθε διαγραφή σημαίνει αμφιβολία, δημιουργεί την εντύπωση πως κάτι ήμουν έτοιμος να πω και το μετάνιωσα και σεις θα προσπαθήσετε με χίλιους τρόπους να εξακριβώσετε τι είχα γράψει και αν δεν τα καταφέρετε να διαβάσετε αυτά που διέγραψα, θα βάλετε με το νου σας ό,τι πιο επιβαρυντικό για μένα σας φανεί πως στέκει βάσει των συμφραζομένων. Γι’ αυτό δεν διέγραψα ως τα τώρα ούτε μια λέξη, ακόμα κι όταν έτυχε να γράψω την ίδια λέξη δυο και τρεις φορές στην ίδια φράση, ή να επαναλάβω δυο που και τρία ο οποίος στην ίδια φράση, δηλαδή ακόμα κι όταν έτυχε να παραβώ στοιχειώδεις κανόνες της «καλλιεπούς συντάξεως», όπως έλεγε ο γυμνασιάρχης μας ο Oικονομόπουλος και μου γέμιζε κόκκινες μολυβιές την κόλλα της εκθέσεως των ιδεών μου, αλλά τώρα προέχουν βέβαια άλλα πράγματα, πολύ σημαντικότερα και ας υπάρχουνε λάθη συντάξεως, μα ας είστε σίγουρος τουλάχιστον πως ρίχνω στο χαρτί τις σκέψεις μου και τις αναμνήσεις μου τελείως αυθόρμητα και λοιπόν, μια και έγραψα πως παρέλειψα να αφηγηθώ την ίδια την ουσία του πράγματος (και το ’γραψα παρασυρμένος από την αυθορμησία μου ίσα ίσα και από τη μανία μου να εξηγώ και να επεξηγώ το κάθε τι, για να μη μένουνε σκοτεινά σημεία) μια και το ’γραψα, δε θέλω να το διαγράψω και το αφήνω και δέχομαι το συμπέρασμα που είναι λογικό να βγάλετε, ότι παρέλειψα δηλαδή να πω όλη την αλήθεια, ή για να το πούμε με άλλα λόγια διαστρέβλωσα την αλήθεια, αλλά ελάτε σας παρακαλώ στη θέση μου, σκεφτείτε το και μόνος σας, είχα ένα φακελάκι που έπρεπε να παραδώσω σε όποιον θα μου ζήταγε το «επισκεπτήριό» μου (γιατί γι’ αυτό το φακελάκι πρόκειται, αυτό είναι το γεγονός που είπα παραπάνω πως αφηγήθηκα πολύ συνοπτικά, για το φακελάκι που μου έδωσε ο ταξίαρχος Oδυσσέας πρόκειται, που μου το ’δωσε λέγοντάς μου να το φυλάξω πιο προσεχτικά κι απ’ την κομματική μου ταυτότητα) και έπρεπε λοιπόν να το παραδώσω σε κάποιον που ήξερε ότι το έχω, σε κάποιον που ήξερε επιπλέον και τη συνθηματική λέξη «επισκεπτήριο», για να πειστώ ότι είναι πράγματι ο παραλήπτης, καλά ως εδώ, το φακελάκι περιείχε βέβαια ένα μήνυμα, καμιά αμφιβολία ως προς αυτό, μα τι λογής ήτανε το μήνυμα εκείνο αναρωτιόμουνα κι αν σας ζήτησα να μπείτε στη θέση μου το έκανα για να σκεφτείτε τι ήταν φυσικό να σκεφτώ εγώ και να καταλάβετε πως η λενινιστικότητα και η αντιφραξιονιστικότητα του μηνύματος, την οποία επικαλέστηκα πρωτοαναφέροντάς το, ήτανε βέβαια μια εκδοχή, αλλά μπορούσε κάλλιστα να είναι και ένα υπερκομματικό σημείωμα (ένα σημείωμα που δεν είχε σχέση με λενινιστικές και δογματικές φράξιες θέλω να πω, μα με το Kόμμα στην ολότητά του) ή ακόμα, μπορούσε να ήτανε ένα σημείωμα που να αφορούσε εμένα προσωπικά (γιατί να πει ο ταξίαρχος Oδυσσέας, «Θα το παραδώσεις σε όποιον σου ζητήσει το επισκεπτήριό σου»; Γιατί εκείνο το ΣOY, ενώ η συνθηματική φράση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, «Δώσε μου το επισκεπτήριο»;) και λοιπόν εκείνο το ΣOY με έβαλε σε σκέψεις και αναρωτιόμουνα τι να έγραφε το σημείωμα για μένα, τι πληροφορίες να έδινε για το άτομό μου στους αρμόδιους παραλήπτες;
Ύστερα από όσα είπα παραπάνω και αν κάνετε τον κόπο να μπείτε στη θέση μου, θα καταλάβετε ελπίζω γιατί ισχυρίστηκα ότι ο λοχαγός Aνδρόνικος μου ζήτησε το «επισκεπτήριό μου» την ώρα που ετοιμαζότανε το τσάι και γιατί ισχυρίστηκα ότι του το παρέδωσα τάχατες, κατεβαίνοντας στα ουρητήρια. Tο ισχυρίστηκα, διότι υπερίσχυσε μέσα μου ο φόβος, υπερίσχυσε δηλαδή η άποψη ότι το σημείωμα εκείνο ήτανε επιβαρυντικό για μένα και βιάστηκα να το «εξαφανίσω», λέγοντας πως το παρέδωσα τάχα στον λοχαγό Aνδρόνικο, ο οποίος εκτελέστηκε στην πόλη N, μετά την επικράτηση των δογματικών και για την ακρίβεια, τα χαράματα της 13ης Iουλίου 1949, στον νότιο τοίχο του ιερού ναού της Zωοδόχου Πηγής, στην κεντρική πλατεία, την ίδια ώρα που εκτελέσαμε κι εμείς τους πέντε της ομάδας μας. Έτσι, λέγοντας ότι το έδωσα στον λοχαγό Aνδρόνικο, ήτανε σα να βεβαίωνα πως το σημείωμα χάθηκε ανεπιστρεπτί, πρώτον διότι κι αν ακόμα επιχειρούσατε να ψάξετε προς αυτήν την κατεύθυνση δε θα το βρίσκατε, αφού δεν το πήρε ποτέ του ο λοχαγός Aνδρόνικος και δεύτερον διότι ούτε καν θα επιχειρούσατε να ψάξετε, αφού το ξέρατε βέβαια καλύτερα από μένα ότι ο λοχαγός Aνδρόνικος εκτελέστηκε. Έμενε βέβαια ο ταξίαρχος Oδυσσέας από τον οποίον θα μπορούσατε να ζητήσετε πληροφορίες και του οποίου την τύχη αγνοούσα (και εξακολουθώ να αγνοώ) αλλά ποντάρησα στην εκδοχή ότι εκτελέστηκε κι αυτός μετά την επικράτηση των δογματικών, πράγμα πολύ πιθανόν άλλωστε, διότι είχα σχηματίσει τη γνώμη ότι ήτανε (ή είναι) λενινιστής. Kαι ισχυρίστηκα βέβαια και είπα ότι «ο ταξίαρχος Oδυσσέας ζει ευτυχώς και μπορεί να μαρτυρήσει», αλλά αυτό ήτανε μια υπόθεση μονάχα, γιατί η πολυγραφημένη απόφαση της Oλομέλειας της 29ης Aυγούστου 1949 ανέφερε απλώς την σύλληψη του ταξίαρχου Oδυσσέα σαν δείγμα της αυθαιρεσίας των δογματικών, δεν διευκρίνιζε όμως την παραπέρα τύχη του.

 

 

Επιστολή του Άρη Αλεξάνδρου προς τον Γιάννη Ρίτσο

Παρίσι, 18.9.72
Αγαπημένε μου Γιάννη,
[…] Ο εκδότης μου έστειλε τα χειρόγραφα του «Κιβώτιου» στο τυπογραφείο. Του υποσχέθηκα να μη διορθώσω τίποτα. Είχα αντιμετωπίσει την περίπτωση να μην το δημοσιέψω πριν ακούσω τις υποδείξεις σου. Να το ξαναγράψω, εν ανάγκη. Τώρα πια μου είναι αδύνατο. Θέλω να το ξεχάσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Τίποτα ακόμα, δεν έγραψα ούτε μια αράδα. Ένα σχέδιο μονάχα (και το αναφέρω γιατί το σκέφτηκα πολύ πριν από τη σύγκρουση των τραίνων και είναι ουσιαστικά το ίδιο θέμα): είναι δυο ξάδελφοι στη Ρωσία, ο νεότερος φεύγει το 1928 στο εξωτερικό. Ανταλλάσσουν μερικές επιστολές, σχεδόν τυπικές, ώσπου το 1937, ο ξάδελφος της Ρωσίας παύει να γράφει. Η αλληλογραφία τους ξαναρχίζει ο 1957 – τα γράμματά τους αποτελούν το «μυθιστόρημα». Διηγούνται και οι δυο τη ζωή τους στα στρατόπεδα και στις φυλακές. Δε νομίζω να το καταπιαστώ. Δεν είμαι μυθιστοριογράφος.  Δεν μπορώ να βάλω έναν άνθρωπο να μιλήσει, όταν ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα δικό μου –μια γυναίκα, λόγου χάρη– δεν μπορώ να πω «η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ». Να διηγηθώ τη ζωή τού εν Ρωσία ξάδελφου, βασιζόμενος σε ξένες μαρτυρίες; Θάναι ξένο, δηλαδή ψεύτικο. Τόξερα πως δεν μπορώ να γράψω θέατρο, τώρα συνειδητοποιώ πόσο περιορισμένες γενικά είναι  οι δυνατότητές μου.
Ο Ζ. Πιερά διάβασε το Κιβώτιο, είπε πως είναι "un très bon roman, un témoignage sur la guerre civile, par un participant". Με συμβούλεψε να το χτυπήσω σε πολλά αντίγραφα και να το δώσω στους εκδοτικούς οίκους. (Μεταξύ μας, υποπτεύομαι πως διάβασε τις πρώτες μόνο σελίδες. Ένα τόσο «φανταστικό», τόσο «παράλογο» μυθιστόρημα, αμφιβάλω αν μπορεί να χαρακτηριστεί «μαρτυρία» – αν και γιατί όχι, στο τέλος-τέλος, οι λέξεις είναι λάστιχο και τις τεντώνεις όσο θέλεις.) Μαρτυρία μιας εποχής, ή μάλλον μιας νοοτροπίας που παρατηρήθηκε σε διάφορες εποχές, θάταν ίσως σωστότερο.  Αλλά μαρτυρία ενός συγκεκριμένου πολέμου και μάλιστα από κάποιον που έλαβε μέρος,  είναι σα να βρήκε «ιστορικές» πληροφορίες, είναι ποτέ δυνατόν; Passons.
Περιμένω με ανυπομονησία τη δική σου κρίση. Αν υπάρχει κανένα λάθος ουσιαστικό, θα το διορθώσω βέβαια, κι ας λέω.
Φοβάμαι πως σε κούρασα σήμερα με την πολυλογία μου. Νάσαι πάντα καλά, σε φιλούμε με όλη μας την αγάπη, η Καίτη κι εγώ,
Άρης 

Απόσπασμα από επιστολή του Άρη Αλεξάνδρου στον Γιάννη Ρίτσο. Περιλαμβάνεται στον τόμο Γιάννης Ρίτσος. Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, πρόλογος: Καίτη Δρόσου, επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2008, σελ. 377-379.

Κριτικές για το έργο του

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ Κριτική βιβλίου, εφημ. Η Καθημερινή, 18 Μαΐου 1975.*
Το μυθιστόρημα αυτό, το πρώτο ενός ποιητή όχι πια νέου, είναι ένα από τα σημαντικότερα που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια στη γλώσσα μας. Η ωριμότητά του θα πρέπει ασφαλώς να οφείλεται και στην εξοικείωση με το είδος, που απέχτησε ο Άρης Αλεξάνδρου δουλεύοντας τις έξοχες μεταφράσεις του των μεγάλων δασκάλων. […] Μια ακόμη παραλλαγή του Κάφκα; Κατηγορηματικά όχι, παρά τις όποιες ομοιότητες θα μπορούσε να επισημάνει κανείς. Στο μυθιστόρημα αυτό δεν υπάρχει καθόλου το μεταφυσικό στοιχείο, δεν απαντούν εκείνες οι αποφασιστικές εκείνες καφκικές «παρουσίες», που η προέλευσή τους και η απώτερη σημασία τους δεν ανιχνεύονται πουθενά. Ο Αλεξάνδρου δεν είναι υπαρξιακός, είναι πολιτικός συγγραφέας και καταπιάνεται μ’ ένα μέγιστο αλλά συγκεκριμένο πρόβλημα των καιρών μας. […] Όμως ο Α.Α. δεν είναι ρεαλιστής. Και αν ποιητική αδεία παραμορφώνει την πραγματικότητα, τόσο στις γενικές διατάξεις της όσο και στους υπερτονισμούς κάποιων κυρίως σατιρικών ευρημάτων […] κατορθώνει να ζωντανέψει πιστότερα και ουσιαστικότερα τη ζοφερή μας πραγματικότητα εκείνης της εποχής με μια μάλιστα ασυνήθιστη αίσθηση του χώρου και των αντικειμένων.
Και ταυτόχρονα ν’ αδράξει στην καθολικότητά του το πρισματικό πρόβλημα που τον απασχολεί, να το ψηλαφήσει στις διάφορες έδρες του: την απανθρωπιά όχι μόνο των πράξεων αλλά και της νοοτροπίας και των σχέσεων με τον πλησίον, που δημιουργεί η αξίωση της τυφλής προσήλωσης στον αυθαίρετο μηχανισμό που θα επιβάλλει βίαια τον ανθρωπισμό στην υφήλιο˙ τη συνακόλουθη εξαφάνιση της προσωπικότητας […]. Το έσχατο θύμα αυτής της εξωφρενικής κατάστασης είναι η ίδια η λογική στις επεξεργασίες της οποίας οφείλεται η τερατογονία – αίρεται η λογική για να στηθεί στη θέση της ο νέος σχολαστικισμός του 20ού αιώνα.
*Και Α. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, «Κέδρος», 1982.


Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ «Τα όρια της κριτικής: η άσκηση της ανάγνωσης», εφημ. Το Βήμα, 18 Ιουνίου 1975.
[…] Μιλώ φυσικά για τα έργα του έντεχνου λόγου που βρίσκονται στο γεννητικό του κέντρο. Δεν είναι πολλά και χρειάζεται υποψιασμένη άσκηση, για να σταματήσει το μάτι μας πάνω τους. Άξαφνα ανάμεσα στα αναρίθμητα πεζογραφήματα των τελευταίων χρόνων ένα τέτοιο στίγμα αποτελεί και το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Το θεματικό του πλαίσιο (ο εμφύλιος μετακατοχικός πόλεμος), το πολιτικό του πρόβλημα (η οδυνηρή απορία μπροστά στην υποκειμενική ασυνέχεια των γεγονότων και στην αντικειμενική τους διαλεκτική), η ανθρώπινη παθολογία (η σύγκρουση δηλαδή της βιολογικής με την ιστορική κλίμακα), όλα αυτά και άλλα πολλά-πολλά μαζί εδώ δεν προϋπάρχουν˙ γεννιούνται με τη γλώσσα του κειμένου: Λόγος νεωτερικός, γνήσια πεζογραφικός που συστρέφεται, συμπτύσσεται και αναπτύσσεται γύρω από το χαμένο και το αναζητούμενο κέντρο, το οποίο τελικά προσδιορίζεται και αποδείχνεται γόνιμος πόρος. Όταν κλείσεις το μυθιστόρημα, ξέρεις πως η ελληνική γλώσσα πεζοπόρησε πολύ, και αυτός ο μόχθος την καθάρισε από τα περιττά της λίπη και έδειξε τις αρθρώσεις της – παλιές και καινούριες.
Η ενηλικίωση της πεζογραφίας μας συντελείται με πολλούς τρόπους, καθώς το άδειο «Κιβώτιο» προχωρεί στον προορισμό του. θα αναφέρω μία μόνο ένδειξη για παράδειγμα. Με ευφρόσυνη κατάπληξη διαπιστώνεις ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, δίχως να εκβιάζει τη δομή του δημοτικού λόγου, διαστέλλει και συστέλλει απεριόριστα τα παραδοσιακά του όρια. Στα χέρια του ο περιοδικός λόγος και η τυπογραφική παράγραφος γίνονται όργανα εξαιρετικά ευαίσθητα και προπαντός σύνθετα και πολυεδρικά: κύκλοι μικρής και μεγάλης ακτίνας γυρίζουν άνετα στον ίδιο άξονα, αλλά σε διαφορετικά επίπεδα˙ τόξα προτάσεων τεντώνονται ως την έσχατη αντοχή της ελαστικότητάς τους˙ πολύτιμες κουκίδες προφυλάσσονται μέσα σε χαραγμένες παρενθέσεις. Ύστερα από το Κιβώτιο ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δε μοιάζει πια αμετάφραστος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ «Μια κεφαλαιώδης μεταφορά στην πεζογραφία μας», περ. Ηριδανός, τ. 5-6, Απρίλιος-Ιούλιος 1976.*
[…] Στο βάθος κάθε ρεαλισμού υπάρχει συνειδητά ή ασυνείδητα η ντετερμινιστική άποψη μιας άσφαλτης διαλεκτικής αιτίου-αιτιατού, που φτάνει να αναγνωρίσει ο συγγραφέας μέσα στην άμορφη σωρεία των σημείων. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της γραφής αντιδιαστέλλονται, ο συγγραφέας δεν είναι μέσα στη γλώσσα, αλλά τη χρησιμοποιεί, με το δικό του, ειν’ αλήθεια, τρόπο.
Στο Κιβώτιο όμως η κειμενική τεχνική της αφήγησης είναι υποκειμενική και αντικειμενική. Με μια ανατροπή του συνηθισμένου σχήματος, στον ρεαλισμό της μίμησης της πραγματικότητας υποκαθιστά τη μίμηση του ρεαλισμού. […]
Και έτσι ερχόμαστε στη μείζονα μεταφορά: της γραφής. […] Ο συγγραφέας ουσιαστικά προκαλεί ή προσκαλεί να πιστοποιήσουμε για πάντα το κενό, γιατί οι κόλλες που παραδίνει ο ανακρινόμενος είναι σαν να παραδόθηκαν λευκές, όπως λέει ο ίδιος˙ γιατί εκείνο που άδειασε το κιβώτιο, αν υποτεθεί ότι το κιβώτιο υπήρξε κάποτε γεμάτο, είναι το κείμενο. […]
Γι’ αυτό ο αφηγητής δεν χρειάζεται σώμα, ορισμένη μορφή, ούτε και τίποτα σκοτεινό, δε χρειάζεται λοιπόν ούτε ύφος. […] Με τη μείζονα αυτή μεταφορά της κειμενικής γραφής έχουμε την ουσία του έργου. Ο συγγραφέας δίνει γραφική ύλη στον άλλο, που τον έχει από πριν αποκλείσει, απορρίψει, μισήσει, για να παρουσιάσει ένα αρνητικό κείμενο, το κείμενο που θέλει ν’ απογυμνώσει. […] Αν πάρουμε την ελευθερία να διαβάσουμε την αμέσως επόμενη λευκή σελίδα […] το Κιβώτιο μπορούμε να το δούμε σαν μια κεφαλαιώδη διαφορά της λογοτεχνίας μας, μεταφορά που αναγγέλλει το τέλος μιας εποχής, του «ρεαλισμού» και των επαρκειών που τον στήριζαν: το τέλος όχι της κοινωνίας αλλά της πολιτικής κοινωνίας, της ιεραρχίας και της εξουσίας, που μπροστά τους το υποκείμενο δεν έχει γλώσσα.
* Και Δ. Ραυτόπουλος, Κρίσιμη λογοτεχνία, Καστανιώτης 1986.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ «Το τέλος της μικρής μας λογοτεχνίας;», περ. Το Δέντρο, τ. 1, Μάρτιος 1978.*
[…] Με τον Αλεξάνδρου –Κιβώτιο– για να σταθούμε μόνο σ’ αυτόν, έχουμε ίσως μια από τις πιο καθολικές ρήξεις, μ’ αυτό το παραδοσιακό στυλ της αναπαραστατικής γραφής. Εκεί η απουσία μιας συγγραφικής «καθοδήγησης» τόσο των ηρώων όσο και της πλοκής (καθοδήγησης προς ένα καθορισμένο σκοπό – ιδεολογικό-διαφωτιστικό-κομματικό κ.λπ.) ή καλύτερα  μια συγγραφική καθοδήγηση στο να μην πει τίποτα (μια ιδεολογία έντονα μηδενιστική) δίνει μια πυκνή ιστορία και πυκνή γραφή που κάνει την αλήθεια να λειτουργήσει πέρα από τη μηδενιστική πρόθεση του συγγραφέα (ο μηδενισμός αντιμέτωπος , μ’ ένα θετικό ρεβιζιονισμό είναι προοδευτικό στοιχείο). [….] Γεγονός που μας κάνει να σκεφτούμε για το τέλος της μικρής μας λογοτεχνίας και την ελπίδα μιας νέας γραφής που να πηγαίνει κόντρα στην αναπαράσταση, δηλαδή στην εκφραστική μορφή της αστικής ιδεολογίας και λογοτεχνίας, μιας γραφής που να σπάει την αστική φόρμα, για μια γραφή χωρίς το αστικό ή ρεβιζιονιστικό νόημα, καταστρέφοντας τις συνθήκες που μπορεί αυτό να δημιουργηθεί, έτσι που να μη μπορεί να διαβαστεί, ν’ αλλάξει τον τρόπο διαβάσματος, αρχίζοντας με την έρευνα-αναζήτηση μιας απίθανης-αδύνατης γραφής.
*Και Περικλής Κοροβέσης, Εμπορία ειδήσεων, «Γνώση», 1990.
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ «Η σχέση Οιδίποδα-Απόλλωνα στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, περ. Ο Πολίτης, τ. 23, Δεκέμβριος 1978.
[…] Είναι εντυπωσιακό. Ο φυλακισμένος αρνείται για την περίπτωση του Λυσίμαχου τη σχέση αιτίου-αιτιατού. Θεωρεί τον καθένα υπεύθυνο για τις πράξεις του. Δε δέχεται καμία συλλογική ενοχή, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη. Το μόνο στον ακούσιο θάνατο που προκάλεσε ο Λυσίμαχος, είναι ότι εκείνη την ώρα δεν εκτελούσε διαταγές. Ήταν «τυχαίο», όπως ορίζει ο Λυσίμαχος, περιστατικό. Αφού λοιπόν δεν υπάρχει διαταγή, δεν υπάρχει χρησμός, είναι δυνατό να λειτουργήσει ο παράγοντας της τύχης, και του καθενός η ευθύνη διαγράφεται καθαρά, ώστε εύκολα μπορούμε να μετρήσουμε το ακριβές της μέγεθος. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο φυλακισμένος δε θεωρεί τον εαυτό του ένοχο για το θάνατο του Έκτορα, που τυχαία προκάλεσε. Η ενοχή και το μη τυχαίο υπάρχουν εφόσον υπάρχει Θεός. Η εσωτερική διαμάχη, ώσπου να αποφασιστεί το πρακτέο, γίνεται δραματική μόνο στα όρια του ντετερμινισμού, όπου επώδυνα διακυβεύεται κάθε προσωπικό χαρακτηριστικό  και κάθε προσπάθεια ισορροπίας με την παραμικρή αμφιβολία για τα θέματα. Συμπέρασμα: μετά από μερικές σελίδες ο Φαντάρος θα πει «ονομάζουμε τύχη την άγνοιά μας». Ο φυλακισμένος «είναι» τυπικά μέσα από την καταγγελία του ύπνου του σύντροφου Λυσίμαχου […] Μπορεί κανείς εκτός από τ’ αγάλματα, να προσθέσει άλλη μια μίμηση (επιλογή του Αλέκου): την παντομίμα της συνομιλίας, τελικά μια τακτική μίμησης που ο Αλεξάνδρου επίμονα χρησιμοποιεί, σ’ όλο το έργο (στολές, τεχνητοί φωτισμοί κ.α.). Η μεταμφίεση υπάρχει όπου δεν υπάρχει σώμα. Το σώμα γίνεται είτε νεκρό (όλοι σχεδόν οι σύντροφοι και ίσως ο φυλακισμένος) είτε ανάπηρο (Ρένα). Η ομιλία γίνεται είτε ανάκριση χωρίς ανακριτή, είτε παντομίμα – αλλά και στις δυο περιπτώσεις χωρίς ήχο, βουβή. Οι δυο ερμηνείες της σχέσης Απόλλωνα-Οιδίποδα που ίσως εντοπίσαμε, έχουν ένα έσχατο σημείο επαφής στο Κιβώτιο –αν μου επιτραπεί το παρακάτω ρητορικό τέλος– ότι «απέσβετο το λάλον ύδωρ».
MΑΡΩ ΔΟΥΚΑ «Το μυθιστόρημα της θλίψης», συμβολή σε μικρό αφιέρωμα του περ. Η Λέξη, τ. 77, Σεπτέμβρης 1988.
[…] Αλλά το δόκανο που στήνει ο ανακριτής στον ανακρινόμενο δεν είναι παρά το δόκανο που στήνει ο ανακρινόμενος στον εαυτό του και ο Άρης Αλεξάνδρου στην εποχή του. Και όπως ο ανακριτής-επινόημα καραδοκεί μέσα από την απόλυτη τη σκοτεινή ελευθερία του απελπισμένου, έτσι και ο ιδιοφυής Αλεξάνδρου καραδοκεί αδέκαστος μέσα από τα χαλάσματα της εποχής που τον σημάδεψε. Είναι ο κομματικός μηχανισμός που ενθαρρύνει και καλλιεργεί παρόμοιες κακώσεις και εκτροπές ή μήπως αυτή και μόνη η συμμετοχή, αυτή και μόνη η εκτίναξη προς τα έξω αποτελεί δοκιμασία των αξιών που οροθετούν την ανθρώπινη ύπαρξη;

 

 


ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ «Η άδεια Ιστορία», Το Βήμα, 02/08/1998
[…] O υποθετικός νέος αναγνώστης μου, που δεν έχει διαβάσει το «Κιβώτιο», που δεν έζησε τον Εμφύλιο και τους κομματικούς μηχανισμούς που μας ενέπλεξαν σ' αυτόν, που ποτέ δεν υποψιάστηκε τον λαβύρινθο των ιδεολογικών γραναζιών μέσα στα οποία παγιδεύτηκαν και διαμελίστηκαν οι εθελοντές που πολέμησαν με τις αγνότερες των προθέσεων, καλό είναι να γνωρίζει πως το «Κιβώτιο», χωρίς να αναπαριστά την Ιστορία, γεννήθηκε από τα σπλάχνα της. Και ξαναγυρίζει στην Ιστορία ακτινοβολώντας τη με τον δυσοίωνο και δαιμονικό φωτισμό του. Για ένα πράγμα με έπεισε η πρόσφατη ανάγνωση του «Κιβωτίου», με αφορμή την 20ή του έκδοση: Όσες φορές κι αν το διαβάσει κάποιος, ποτέ δεν θα πάψει να εκπλήσσεται. Ποτέ δεν θα φθάσει στον πάτο της ερμηνείας του.

Οπτικοακουστικό υλικό

Σε αυτή την ενότητα περιλαμβάνονται φωτογραφίες του Άρη Αλεξάνδρου καθώς και δύο βίντεο από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ.

Σημείωση: Στις λεζάντες των φωτογραφιών που υπάρχει αστερίσκος (*), αυτές προέρχονται από το βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπολου "Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος", Εκδόσεις Σοκόλη, 1996, 2004 

Επεισόδιο της εκπομπής"Παρασκήνιο" που προβλήθηκε 1/1/1986, αφιερωμένο στον Άρη Αλεξάνδρου.
Συμμετέχουν η σύζυγος του Άρη Αλεξάνδρου, Καίτη Δρόσου και ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης.

Επεισόδιο της εκπομπής «Αντιθέσεις», αφιερωμένο στον Άρη Αλεξάνδρου.
Προβλήθηκε την 1/1/1988 με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από το θάνατο του.
Συμμετέχουν οι: Κώστας Κουλουφάκος (ποιητής και κριτικός), Αλέκος Αργυρίου (ιστορικός και κριτικός), Τζένη Μαστοράκη (ποιήτρια και μεταφράστρια), Ρόμπερτ Κριστ (καθηγητής Πανεπιστημίου).