Ρόμπερτ Γκραίηβς
Η γιαγιά μου η Λίβια ήταν μια από τις χειρότερες Κλαυδίους. Θα μπορούσε θαυμάσια να ήταν η μετενσάρκωση της Κλαυδίας εκείνης, της αδελφής του Κλαύδιου του Ωραίου, που κατηγορήθηκε επί εσχάτη προδοσία γιατί κάποτε όταν το πλήθος εμπόδιζε το αμάξι της στο δρόμο φώναξε: “Αν ζούσε ο αδελφός μου! Εκείνος ήξερε πώς να αναγκάζει τον όχλο να παραμερίζει. Με το μαστίγιό του!” Εγώ, ο Κλαύδιος, Κέδρος, 1977, 1996, μτφ. Αλέξανδρος Κοτζιάς
ΒιογραφικόΟ Ρόμπερτ Γκραίηβς γεννήθηκε στο Γουίμπλεντον της Αγγλίας στις 24 Ιουλίου του 1895. Ήταν γιος του Ιρλανδού συγγραφέα Άλφρεντ Πέρσιβαλ Γκρέηβς και της Γερμανίδας Αμαλίας Φον Ράνκε. Υπηρέτησε στον βρετανικό στρατό στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, φτάνοντας ως το βαθμό του λοχαγού των Βασιλικών Ουαλλών Τουφεκιοφόρων. Μετά τον πόλεμο, δίδαξε για ένα χρόνο αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου (1926). Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και μετά βιοπορίστηκε αποκλειστικά ως συγγραφέας. Συγγραφέας με πλούσιο έργο (η εργογραφία του περιλαμβάνει πάνω από 120 τίτλους), ο Γκραίηβς τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων: μεταξύ άλλων, εξελέγη καθηγητής ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1961 και επίτιμο μέλος του Κολεγίου του Αγίου Ιωάννη της Οξφόρδης το 1971. Απεβίωσε στις 7 Δεκεμβρίου του 1985 στη Μαγιόρκα, όπου ζούσε από το 1929. Αν και είναι περισσότερο καταξιωμένος ως ποιητής, ο Ρόμπερ Γκραίηβς σταδιοδρόμησε και ως πεζογράφος. Τα μυθιστορήματά του χαρακτηρίζονται κυρίως από την ιστορική θεματολογία τους. Ξεχωρίζουν τα Εγώ, ο Κλαύδιος (Κέδρος, 1977, 1996), Κλαύδιος, ο Θεός (Ηριδανός, 1990), Το γραμματόσημο της Αντίγκουα (Μέδουσα, 1991), Βελισάριος (μυθιστορηματική βιογραφία του περίφημου στρατηγού του Ιουστινιανού, Πάπυρος, 1996) κ.ά. Από τα μη μυθοπλαστικά έργα του, ξεχωρίζουν τα Η λευκή θεά (Κάκτος, 1998), «μια ιστορική γραμματική του ποιητικού μύθου», και Η αποκατάσταση του Ευαγγελίου του Ναζωραίου (The Nazarene Gospel Restored, Cassell, 1953) που επανεξετάζει την πρωτοχριστιανική περίοδο. Ο Γκραίηβς ασχολήθηκε επίσης συστηματικά με την ελληνική μυθολογία: στο έργο του Οι ελληνικοί μύθοι (Κάκτος, 1998) συγκέντρωσε το σύνολο των μύθων που διασώθηκαν από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Μετέφρασε ακόμα στα αγγλικά Λατίνους συγγραφείς όπως οι Απουλήιος, Λουκιανός και Σουετόνιος. Σε ό, τι αφορά το ποιητικό του έργο, έχουν εκδοθεί επανειλημμένα συγκεντρωτικές συλλογές των ποιημάτων του, μεταξύ αυτών και το Collected Poems 1975 (Cassell, 1975). Στην Ελλάδα ο Ρόμπερτ Γκραίηβς έγινε γνωστός κυρίως χάρη στο μυθιστόρημά του Εγώ, ο Κλαύδιος, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1934 και μεταφέρθηκε επιτυχημένα στην τηλεόραση σε παραγωγή του BBC το 1976. Στο έργο του αυτό, που μετάφρασε στα ελληνικά το 1977 ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, αφηγητής είναι ο Τιβέριος Κλαύδιος Δρούσος Νέρων Γερμανικός, μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο οποίος ζει τον 1ο αιώνα μ.Χ. (εποχή που έχει πια καταρρεύσει η ρωμαϊκή Δημοκρατία) και επιβιώνει σε ένα περιβάλλον που βρίθει από δολοπλοκίες, συνωμοσίες και ρωμαϊκά όργια: ο ίδιος Κλαύδιος που οι συγγενείς και οι φίλοι του τον αποκαλούν «εκείνος ο Κλαύδιος», «Κλαύδιος ο ηλίθιος», «Κλαύδιος ο ψευδός» ή «ο καημένος θείος Κλαύδιος»∙ ένας ήρωας συνεσταλμένος και ευγενικός, διόλου φιλόδοξος και στην πραγματικότητα έξυπνος και στοχαστικός. Ο Κλαύδιος στις σελίδες του βιβλίου φέρεται να συντάσσει τα απομνημονεύματά του. Η αφήγησή του είναι αυστηρά πρωτοπρόσωπη. Διαμεσολαβεί ανάμεσα στον πραγματικό συγγραφέα και τον αναγνώστη, τονίζοντας το στοιχείο της μυθοπλασίας – ο Γκραίηβς, αν και είναι εξαιρετικά ακριβής στις ημερομηνίες, τα τοπωνύμια, τα συμβάντα, τους θεσμούς που επικρατούσαν κλπ., γράφει με την επίγνωση ότι δεν επιτελεί καθήκοντα ιστοριογράφου. Η οπτική του μυθιστορηματικού ήρωα για τα ιστορικά πρόσωπα και τα γεγονότα κυριαρχεί από την αρχή έως το τέλος, κάτι που ξεκαθαρίζεται από τις πρώτες μόλις σελίδες: «Όρκο παίρνω σ’ όλους τους θεούς, πως στο έργο αυτό εγώ και μόνο είμαι ο γραμματέας μου και ο επίσημος χρονογράφος μου.» Συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με την ιστοριογραφία και το χρονικό ή ακόμη και την επιστολογραφία, ο Ρόμπερτ Γκραίηβς κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αξέχαστο έργο, το οποίο ανασυνθέτει, μυθιστορηματική αδεία, εκατό χρόνια από την Ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: από την εποχή των εμφυλίων συγκρούσεων που επακολούθησαν τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 π.Χ.) έως τα χρόνια του imperator Οκταβιανού Αυγούστου (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.) και από εκεί έως τη δολοφονία του Καλιγούλα (41 μ.Χ.) και την άνοδο του Κλαύδιου στο θρόνο. "Ένας Ελισαβετιανός του αιώνα μας" - άρθρο του Αναστάση Βιστωνίτη για τον Ρόμπερτ ΓκραίηβςAν ζούσε ο Pόμπερτ Γκραίηβς, θα γινόταν στις 24 Iουλίου εκατό ετών. Πέθανε πριν από δέκα χρόνια πλήρης ημερών κι έχοντας αφήσει πίσω του πάνω από εκατόν πενήντα τόμους μυθιστορημάτων, ποιημάτων, δοκιμίων, μεταφράσεων και διηγημάτων, ένα έργο εντυπωσιακό σε όγκο, ποιότητα και τόλμη. Eξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως ο Γκραίηβς διόρθωνε, επεξεργαζόταν και μερικές φορές ξανάγραφε κάθε έργο του όταν επρόκειτο να επανεκδοθεί. Δεν μπορείς να κατηγορείς τους άλλους για εκφραστικά σφάλματα και να επιτρέπεις στον εαυτό σου να γράφει αδέξια, υποστήριζε ο μάστορας αυτός που εκτός από τα δικά του έγραφε και βιβλία για λογαριασμό τρίτων! Την παγκόσμια αναγνώριση ο Γκραίηβς την οφείλει στην πρώιμη αυτοβιογραφία του Aντίο σε όλα αυτά και στα μεγάλα ιστορικά του μυθιστορήματα Eγώ ο Kλαύδιος, Kλαύδιος ο θεός, Kόμης Bελισσάριος, Ιησούς Βασιλεύς και H σύζυγος του κ. Mίλτον. Tο 1948 συντάραξε τα παγκόσμια γράμματα και την ακαδημαϊκή κοινότητα δημοσιεύοντας τη μελέτη του H λευκή θεά, όπου ερμηνεύοντας το ποιητικό φαινόμενο στη Δύση αντλεί υλικό κι επειχειρήματα από τα βαθύτερα κοιτάσματα του πολιτισμού, όπως αναπτύχθηκε στη Mεσόγειο και τα βρετανικά νησιά. Για πρώτη φορά ένα βιβλίο παρουσίαζε τη μυστική γραμματική της ποίησης, που τη συνόδευε ωστόσο μια διείσδυση σε βάθος στους μύθους και στα αινίγματα της αρχαιότητας και των χριστιανικών χρόνων, στις πηγές του δυτικού πολιτισμού και στις φυλετικές του μνήμες που τροφοδότησαν την εικονογραφική φαντασία. O πολιτισμός της Δύσης πήρε, κατά τον Γκραίηβς, στραβό δρόμο επειδή υποκατέστησε τις αξίες της φύσης με διανοητικές κατασκευές και οδηγείται στην κατάρρευσή του, γι’ αυτό και πρέπει να βρούμε έναν παρθένο τόπο προκειμένου να τον ξαναδημιουργήσουμε. Άριστος κάτοχος της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, όπως και της αρχαίας γραμματείας, έπειτα από τις λαμπρές σπουδές του στην Oξφόρδη και αφού δίδαξε για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Kαΐρου (1926), αποφάσισε να ζήσει από το 1929 στη Mαγιόρκα της Iσπανίας χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του (όπως, φαντάζομαι, ο αρχαίος ποιητής Tιμοκρέων) «αλεπού που έχασε την ουρά της», δηλαδή, καθώς εξηγεί ο ίδιος, «τους δεσμούς του με το δυτικό πολιτισμό». Στην απόφασή του αυτή τον οδήγησαν οδυνηρές εμπειρίες: πέρασε από το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, όπου τραυματίστηκε σοβαρά και παρά τρίχα γλίτωσε το θάνατο, χώρισε με τη γυναίκα του και κατηγορήθηκε στην Aγγλία για φόνο. Στη δεκαετία του ’50 ο Γκραίηβς δίδαξε για ένα χρόνο ποίηση στην Oξφόρδη. Στα μαθήματά του επετέθη αγρίως εναντίον όλων σχεδόν των μοντερνιστών. Aφού «χρυσό αντλεί κανείς μόνον από φλέβα χρυσού», όπως έλεγε, ο ποιητής δεν νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί φράσεις από γλώσσες που αγνοεί (σαν τον Πάουντ λ.χ., ο οποίος κατα τον Γκραίηβς δεν γνώριζε ούτε αρχαία ελληνικά ούτε λατινικά ούτε προβηγκιανά), και τα ποιήματα που δεν υπακούουν στους μετρικούς κανόνες είναι χαμένη υπόθεση, γιατί χωρίς το μετρικό σύστημα ο ποιητής είναι αδύνατον να αναχθεί στο επίπεδο της έμπνευσης, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη που βρίσκεται στο μεταίχμιο ύπνου και ξύπνου. Kατά τη γνώμη του ο σημερινός ποιητικός ρυθμός πρέπει να συνδυάζει τον ρυθμό των κουπιών των αγγλικών πλοίων, το βηματισμό των ρωμαϊκών λεγεώνων και τον ρυθμό του διονυσιακού χορού. Aυτός ο δύσκολος κι εν πολλοίς φανατικός άνθρωπος, που δήλωνε προκλητικά πως είχε γυρίσει την πλάτη του στην εποχή του, υπήρξε ωστόσο ένα από τα συγκινητικότερα παραδείγματα αφοσιωμένου ποιητή, για τον οποίον έγραψαν, νεκρολογώντας τον, οι Times του Λονδίνου πως υπήρξε «ο σημαντικότερος ερωτικός ποιητής στην αγγλική γλώσσα μετά τον Tζον Nταν». O ίδιος ο Γκραίηβς ισχυριζόταν πως η ποίηση ήταν ο προορισμός του και η πρόζα το ψωμί του και πως το να γράφει πρόζα ήταν ένας τρόπος να ξύνει τα μολύβια του. Aπό τον καιρό όμως ακόμη του Γουόλτερ Σκοτ δεν εμφανίστηκε συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων που να κατάφερε με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο να δημιουργήσει το τοπίο και την ατμόσφαιρα ιστορικών εποχών – και κατ’ εξοχήν της ρωμαϊκής. Tα ιστορικά υπομνήματα που συνοδεύουν τα μυθιστορήματά του διακρίνονται όχι μόνον από ακρίβεια και καθαρότητα αλλά και από εντυπωσιακή πληρότητα. Kαι να φανταστεί κανείς πως σε συνέντευξή του το 1969 στο Paris Review ο Γκραίηβς δήλωνε πως ουδέποτε στη ζωή του εργάστηκε σε δημόσιες βιβλιοθήκες και πως δεν θεωρούσε καν τον εαυτό του μορφωμένο. Tα μείζονα ποιητικά ερωτήματα, που κατά τον Γκραίηβς συνιστούν και τα αρχέτυπα της γνώσης του πολιτισμού μας, είναι τα παρακάτω: -
Ποιος έσπασε το πόδι του Διαβόλου; -
Ποιο ήταν το τραγούδι των Σειρήνων; -
Πού θα βρούμε τη σοφία; -
Ποιο όνομα πήρε ο Aχιλλέας όταν κρύφτηκε ανάμεσα στις γυναίκες, και: -
Πώς θα λυνόταν ο γόρδιος δεσμός, με τον οποίον ο Mέγας Aλέξανδρος αρνήθηκε να ασχοληθεί και τον έκοψε με το σπαθί του; Δίνοντας τις δικές του απαντήσεις σε τούτα τα άλυτα αινίγματα της αρχαιότητας ο Γκραίηβς στη Λευκή θεά στήνει το τοπίο μιας συναρπαστικής περιήγησης στον αρχαίο κόσμο ακολουθώντας –αλλά με πολύ εντονότερη ιδιοτυπία– το δρόμο που άνοιξε κάμποσα χρόνια νωρίτερα με τον Xρυσό κλώνο ο Tζέιμς Φρέιζερ. Tονίζει πως η εικόνα είναι ο πυρήνας του μύθου, πως το αίνιγμα βρίσκεται στον πυρήνα της εικόνας και πως στην πραγματικότητα η μορφή είναι η ουσία της σκέψης και της τέχνης. Πιστεύοντας πως ο σημερινός πολιτισμός είναι βαθύτατα αντιποιητικός, θέτει το ερώτημα αν η ποίηση θα μπορούσε να διασωθεί καταφεύγοντας στην εκκλησία και απαντά αρνητικά. Πρώτον γιατί αυτό συνεπάγεται μια δογματική και ανελεύθερη κοινωνία και δεύτερον επειδή, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, οι ποιητές δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος της διαμάχης με την εκκλησία, σε αντίθεση με τους ελισαβετιανούς και τους προελισαβετιανούς (όπως λ.χ. ο Tζον Σκέλτον και ο Tζον Nταν) που είχαν τη δύναμη να αντιπαρατεθούν στην εκκλησία, αλλά και αυτοί σε ένα πολύ μυστικό επίπεδο. O ποιητής επομένως θα πρέπει να αρκεστεί σήμερα σε ορισμένες πολύ απλές αλήθειες, οι οποίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: -
H τυπική λογική έχει τους περιορισμούς της και ο καλλιτέχνης μπορεί να πλησιάσει πιο κοντά στην αλήθεια μέσω της συμπύκνωσης και της δραματοποίησης των γεγονότων. -
O πραγματικός κόσμος είναι πολύ πιο μυστηριώδης και μαγικός από όσο φαίνεται και πέραν των γνωστών του ορίων εκτείνεται μια άγνωστη περιοχή που τη φρουρούν οι μορφές της ποίησης. -
Mεγάλο μέρος των σημερινών μας προβλημάτων οφείλεται στη μετατροπή των κοινωνιών από μητριαρχικές σε πατριαρχικές. -
Tο μεγαλύτερο σφάλμα των Eλλήνων ήταν πως εγκατέλειψαν την ποίηση και στράφηκαν στη φιλοσοφία, γι’ αυτό και τα τεράστια προβλήματα κυριολεξίας που αντιμετωπίζουμε σήμερα, αφού η ανακρίβεια οφείλεται στην αδυναμία μας να περιγράψουμε, δηλαδή να δούμε και να αναγνωρίσουμε. Έτσι: -
Όλος ο πολιτισμός της δυτικής χριστιανοσύνης δεν υπάρχει περίπτωση να αποκτήσει το μεγαλείο και τη δύναμη της αρχαιότητας, αφού σφραγισμένος από το προπατορικό αμάρτημα αναγγέλλει μια δίκη που συνεχώς αναβάλλεται, γι’ αυτό και η πνευματική ανασφάλεια που δημιούργησε ο χριστιανισμός υπήρξε η γεννεσιουργός αιτία του σημερινού άγχους. Oι βασικές αυτές θέσεις του Γκραίηβς, που αναπτύσσονται στο έργο του μέσω πλήθους παραδειγμάτων, έχουν μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα για μας τους Έλληνες – και μάλιστα στη σημερινή δύσκολη κι εν πολλοίς αντιποιητική εποχή. Aς ελπίσουμε ότι κάποτε θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα αναλάβει το δύσκολο έργο της μετάφρασης της Λευκής θεάς στη γλώσσα μας*, ενός έργου βαθύτατα ελληνικού και ουσιαστικά ευρωπαϊκού, γραμμένο από έναν υπερβόρειο, έναν ελισαβετιανό του αιώνα μας που διάλεξε να ζήσει και να δημιουργήσει στην Mεσόγειο. Tο Bήμα, 23 Iουλίου 1995. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αναστάση Βιστωνίτη Οι μηχανές της Ιστορίας (εκδόσεις Ολκός, 2013). *Σημείωση του 2007: Tο βιβλίο το μετέφρασε ομάδα φιλολόγων και εκδόθηκε το 1998 από τις εκδόσεις Kάκτος. Αποσπάσματα του έργου τουΑπό το μυθιστόρημα Εγώ, ο Κλαύδιος του Ρόμπερτ Γκραίηβς (Κέδρος, 1977, 1996, μτφ. Αλέξανδρος Κοτζιάς). Η γιαγιά μου η Λίβια ήταν μια από τις χειρότερες Κλαυδίους. Θα μπορούσε θαυμάσια να ήταν η μετενσάρκωση της Κλαυδίας εκείνης, της αδελφής του Κλαύδιου του Ωραίου, που κατηγορήθηκε επί εσχάτη προδοσία γιατί κάποτε όταν το πλήθος εμπόδιζε το αμάξι της στο δρόμο φώναξε: “Αν ζούσε ο αδελφός μου! Εκείνος ήξερε πώς να αναγκάζει τον όχλο να παραμερίζει. Με το μαστίγιό του!” Όταν ένας από τους δημάρχους (tribune στα λατινικά) πλησίασε και θυμωμένος την πρόσταξε να σωπάσει, θυμίζοντάς της πως ο αδελφός της, με την ασέβειά του, είχε χάσει ένα ρωμαϊκό στόλο. “Ένας ακόμη λόγος που ήθελα να ζει”, του απάντησε. “Θα μπορούσε να χάσει και άλλο στόλο, και μετά άλλο, θεού θέλοντος, και να αραιώσει κάπως αυτόν τον άθλιο όχλο.” Και πρόσθεσε: “Είσαι, βλέπω, δήμαρχος, και το πρόσωπό σου είναι κατά το νόμο απαραβίαστο, αλλά μη ξεχνάς ότι εμείς οι Κλαύδιοι είχαμε μαστιγώσει άλλοτε κάμποσους από σας τους δημάρχους, και στα κομμάτια το απαραβίαστό σας”. Έτσι ακριβώς μιλούσε τότε και η γιαγιά μου η Λυβία για το ρωμαϊκό λαό. “Συρφετός και δούλοι! Η Δημοκρατία ήταν ανέκαθεν φούμαρα. Εκείνο που χρειάζεται η Ρώμη είναι πάλι ένας βασιλιάς.” Έτσι τουλάχιστον μίλησε στον παππού μου, βεβαιώνοντάς τον πως ο Μάρκος Αντώνιος, και ο Αύγουστος (ή ο Οκταβιανός, θα ‘πρεπε να πω), και ο Λέπιδος (ένας πλούσιος αλλά αδρανής πατρίκιος, που κυβερνούσαν τώρα οι τρεις τους το ρωμαϊκό κόσμο, κάποτε θα τσακώνονταν, και πως, αν αυτός ελισσόταν σωστά, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το ποντιφικό του αξίωμα και τη φήμη του ακέραιου, που όλες οι φατρίες τού αναγνώριζαν, για να γίνει ο ίδιος βασιλιάς. Ο παππούς μου της απάντησε αυστηρά πως αν του ξαναμιλούσε σ’ αυτό τον τόνο, θα τη χώριζε ∙ γιατί σύμφωνα με τον παλιό τύπο του ρωμαϊκού γάμου ο σύζυγος μπορούσε να διώξει τη γυναίκα του χωρίς να προβάλει κανένα λόγο, επιστρέφοντας την προίκα της αλλά κρατώντας τα παιδιά. Σε τούτο η γιαγιά μου δεν είπε τίποτα αλλά υποκρίθηκε ότι υποτάσσεται ∙ ωστόσο από τη στιγμή εκείνη κάθε αγάπη ανάμεσά τους πέθανε. Χωρίς να το αντιληφθεί ο παππούς μου, η γιαγιά μου παρευθύς καταπιάστηκε να ξυπνήσει το πάθος στον Αύγουστο. Τούτο δεν ήταν δύσκολο, γιατί ο Αύγουστος ήταν νέος και ευσυγκίνητος και κείνη είχε μελετήσει προσεχτικά τα γούστα του; εξάλλου, ήταν, κατά γενική ομολογία, μια από τις τρεις πιο όμορφες γυναίκες της εποχής της. Είχε βάλει στο μάτι τον Αύγουστο και όχι τον Αντώνιο – ο Λέπιδος δεν λογαριαζόταν – σαν καλύτερο όργανο για τις φιλοδοξίες της ∙ το πως ήταν αδίστακτος προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του και τις προγραφές του το είχε αποδείξει δυο χρόνια πρωτύτερα, όταν 2.000 ιππείς και 300 συγκλητικοί της αντίπαλης φατρίας είχαν συνοπτικά θανατωθεί, οι πιο πολλοί ύστερα από επίμονη απαίτηση του Αυγούστου.» Θα πρέπει τώρα να γυρίσω μερικά χρόνια πίσω για να γράψω για τον θείο Τιβέριο, που οι τύχες του δεν είναι άσχετες με τούτη την ιστορία. Η θέση του ήταν δυσάρεστη καθώς παρά τη θέλησή του αναγκαζόταν να βρίσκεται συνεχώς κάτω απο τα βλέμματα του κοινού, πότε σαν στρατηγός σε κάποια εκστρατεία στα σύνορα, πότε σαν ύπατος στη Ρώμη, πότε σαν ειδικός επίτροπος σε μια επαρχία• ενώ το μόνο που επιθυμούσε ήταν ανάπαυση και ησυχία. Οι δημόσιες τιμές ελάχιστη σημασία είχαν γι’ αυτόν, έστω και μόνο γιατί του απονέμονταν, όπως παραπονέθηκε κάποτε στον πατέρα μου, επειδή ήταν μάλλον αρχιθεληματάρχης του Αυγούστου και της Λιβίας, παρά κάποιος που ενεργεί δικαιωματικά και υπεύθυνα. Επιπλέον, καθώς έπρεπε να τηρηθεί η ευπρέπεια της αυτοκρατορικής οικογένειας και καθώς η Λιβία, συνεχώς τον κατασκόπευε, ήταν αναγκασμένος να προσέχει πολύ την προσωπική ηθική του. Ελάχιστους φίλους είχε γιατί από ιδιοσυγκασία του ήταν, καθώς νομίζω το είπα, καχύποπτος, ζηλόφθονος, επιφυλακτικός, και μελαγχολικός, και εκείνοι ήταν μάλλον παράσιτα παρά φίλοι, και τους φερόταν με την κυνική περιφρόνηση που τους αξίζε. Και, τέλος, τα πράγματα με την Ιουλία πήγαιναν απο το κακό στο χειρότερο αφότου παντρεύτηκαν εδώ και πέντε χρόνια. Είχε γεννηθεί ένα αγόρι αλλά πέθανε• και από τότε ο Τιβέριος αρνήθηκε να ξανακοιμηθεί μαζί της• για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν πως η Ιουλία, μεσόκοπη πια, έχανε τη λυγερή κορμοστασιά της – ο Τιβέριος προτιμούσε άγουρες γυναίκες, όσο πιο πολύ μοιάζανε με αγόρια τόσο το καλύτερο και η Βιψανία ήταν ένα τέτοιο πλασματάκι. Ο δεύτερος ήταν πως η Ιουλία είχε απο αυτόν λυσσαλέες αξιώσεις, που ήταν απρόθυμος να ικανοποίησει, και πως όποτε την απόδιωχνε την έπιανε υστερία. Ο τρίτος ήταν πως ανακάλυψε ότι αφότου την περιφρόνησε, εκείνη τον εκδικήθηκε βρίσκοντας αγαπητικούς, που της πρόσφεραν ότι αυτός της στερούσε. Δυστυχώς δεν μπορούσε να βρει απόδειξη για τις απιστίες της Ιουλίας, εκτός απο τις μαρτυρίες των δούλων, γιατί κανλινιζε τις δουλειές της πολύ προσεχτικά• και η μαρτυρία των δούλων δεν ήταν κατάλληλη να την παρουσιάσει στον Αύγουστο προκειμένου να χωρίσει την αγαπημένη μοναχοκόρη του. Πάντως, αντί να τα πει στη Λιβία, που η δυσπιστία του απέναντί της ήταν όση και το μίσος του, προτίμησε να τα καταπιεί αδιαμαρτύρητα. Νόμιζε πως αν τα κατάφερνε να ξεφυγεί απο τη Ρώμη και από την Ιουλία, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνει απρόσεχτη και έτσι τελικά να ανακαλύψει μόνος του ο Αύγουστος τη διαγωγή της. Μόνη του ελπίδα για να ξεφύγει ήταν να ξεσπάσει κάπου στα σύνορα ένας καινούριος πολέμος αρκετά σοβαρός ώστε να του αναθέσουνε τη διοίκηση. Αλλά πουθενά δεν φαινόταν σημείο πολέμου, και εξάλλου είχε βαρέθει πια να πολεμάει. Είχε διαδεχθεί τον πατέρα μου στη διοίκηση του στρατού της Γερμανίας (η Ιουλία επέμενε και τον είχε ακολουθήσει στον Ρήνο) και μόλις πριν από λίγους μήνες είχε επιστρέψει στη Ρώμη• αλλά αφότου γύρισε, ο Αύγουστος τον είχε στρώσει στη δουλειά σαν δούλο, αναθέτοντάς του το δύσκολο και δυσάρεστο έργο του ελέγχου της διοικήσεως των εργαστηρίων και γενικά των συνθηκών εργασίας στις πιο φτωχές συνοικίες της Ρώμης. Κάποια μέρα, σε μια στιγμή απερισκεψίας, είχε ξεσπάσει στη Λιβία: «Α, μάνα, να γλιτώσω έστω και λίγους μήνες απ’ αυτή την αφόρητη ζωή.» Τον τρόμαξε μη δίνοντας του απάντηση και βγαίνοντας υπεροπτικά απο το δωμάτιο, αλλά αργότερα, την ίδια μέρα τον κάλεσε κοντά της και τον ξάφνιασε λέγοντάς του ότι είχε αποφάσισει να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία του και να του εξασφαλίσει από τον Αύγουστο προσωρινή άδεια απουσίας. Πήρε την απόφασή της αυτή, από τη μια γιατί ήθελε να της χρωστάει ευγνωμοσύνη, και από την άλλη γιατί γνώριζε ήδη τις ερωτοδουλειές της Ιουλίας και είχε την ίδια ακριβώς ιδέα με τον Τιβέριο, να της αμολήσει σκοινί και να την αφήσει να κρεμαστεί μονάχη. Αλλά ο κύριος λόγος της ήταν ότι οι μεγαλύτεροι αδελφοί του Ποστούμιου, ο Γαίος και ο Λέυκιος μεγάλωναν πια και οι σχέσεις τους με τον πατριό τους Τιβέριο ήταν τεταμένες. Ο Γαίος, που στο βάθος δεν ήταν κακό παιδί (ούτε και ο Λέυκιος ήταν), είχε ως ένα σημείο καταλάβει στην αγάπη του Αύγουστου τη θέση που κρατούσε κάποτε ο Μάρκελλος. Αλλά τους παραχάιδεψε και τους δύο τόσο αναίσχυντα, παρά τις προειδοποιήσεις της Λιβίας, ώστε είναι θαύμα πως δεν γίνανε πολύ χειρότεροι. Είχαν την τάση να φέρονται με αναίδεια στους μεγαλύτερους τους, ιδίως σε πρόσωπα που ήξεραν ότι θα ευχαριστιόνταν μέσα του ο Αύγουστος αν τους φέρονταν έτσι, και να ζουν σε μεγάλη χλιδή. Όταν η Λιβία είδε ότι ήταν ανώφελη η προσπάθεια να αναχαιτίσει τον νεποτισμό του Αυγούστου άλλαξε την πολιτική της και τον έσπρωχνε να τους ικανοποίει ακόμα μεγαλύτερα χατήρια. Κάνοντας το αυτό, και αφήνοντάς τους να μάθουν ότι το έκανε αυτό, ήλπιζε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Λογάριαζε, επίσης, πως λιγάκι ακόμα αν μεγάλωνε η ξιπασιά τους θα ξεχνιούνταν και θα επιχειρούσαν να καταλάβουν την μοναρχία. Το δίκτυο των κατασκόπων της ήταν έξοχο και θα μυρίζονταν οποιαδήποτε τέτοια συνομοσία εγκαίρως, ώστε να συλληφθούν. Έσπρωξε τον Αύγουστο, να ζητήσει να εκλεγεί απο τώρα ύπατος ο Γαίος, αντί έπειτα απο τέσσερα χρόνια, ενώ ήταν ακόμη μόλις δεκαπέντε χρονών• μολονότι το όριο της ηλικίας που ένας άνδρας μπορούσε νομίμως να εκλεγεί ύπατος είχε οριστεί απο το Σύλλα στα σαράντα τρία, και προηγούμενως έπρεπε να έχει καταλάβει τρία διαφορετικά αξιώματα προοδευτικής σπουδαιότητας. Αργότερα, η ίδια τιμή απενημήθη και στον Λεύκιο. Η Λιβία υπέδειξε ακόμα να παρουσίασει στη Σύγκλητο ο Αύγουστος σαν «Αρχηγούς των Ευελπίδων» Ο τίτλος δεν τους δόθηκε, όπως στην περίπτωση του Μαρκέλλου, μόνο για ειδική περίσταση, αλλά τους επέτρεψε να εξουσιάζουν μόνιμα όλους τους συνομίλικους και ομότιμους τους. Ήταν πια πασίδηλο ότι ο Αύγουστος πρόοριζε τον Γαίο για διάδοχο του• ώστε δεν είναι να απορεί κανείς πως ο ίδιος κύκλος των νεαρών πατρικίων που είχε ορθώσει τις αδοκίμαστες δυνάμεις του νεαρού Μάρκελλου απέναντι στη διοικητική και στρατιωτική αίγλη του βετεράνου Αγρίππα έκανε τώρα το ίδιο με το γιό του Αγρίππα, τον Γαίο, απέναντι στην αίγλη του βετεράνου Τιβέριου, που τον υποβάλλανε σ’ ένα σωρό ταπεινώσεις. Η Λιβία ήθελε να ακολουθήσει ο Τιβέριος το παράδειγμα του Αγρίππα. Αν αποσυρόταν τώρα, με τόσες νίκες και τόσες τιμές στο ενεργητικό του, σε κάποιο κοντινό ελληνικό νησί και άφηνε τον πολιτικό στίβο ελεύθερο στον Γαίο και στον Λεύκιο, τούτο θα δημιουργούσε καλύτερη εντύπωση και θα τον έκανε πολύ πιο δημοφιλή παρά αν έμενε και τον διεκδικούσε. (ο ιστορικός παραλληλισμός θα γινόταν ακόμα στενότερος αν ο Γαίος και ο Λεύκιος πέθαιναν ενόσω ο Τιβέριος έμενε αποτραβηγμένος και αν ο Αύγουστος ένιωθε ξανά την ανάγκη των υπηρεσίων του.) Έτσι του υποσχέθηκε να πείσει τον Αύγουστο να του δώσει επ’αόριστον άδεια απουσίας απο τη Ρώμη και να του επιτρέψει να παραιτηθεί από όλα τα αξιωμάτα του• αλλά να του παραχωρήσει το τιμητικό αξίωμα του δημάρχου – που θα τον εξασφάλιζε από τα δολοφονικά σχέδια του Γαίου, στην περίπτωση που θα σκεφτόταν ο Γαίος να τον ξεπαστρέψει. Η Λιβία δυσκολεύτηκε πολύ να κρατήσει την υπόσχεση της, γιατί ο Τιβέριος ήταν ο πιο χρήσιμος υπουργός και ο πιο πετυχημένος στρατηγός του Αύγουστου, και για μεγάλο διάστημα ο γέρος αρνήθηκε να αντιμετώπισει σοβαρά την παράκλησή του. Αλλά ο Τιβέριος επικαλέσθηκε την κακή του υγεία και υποστήριξε πως η απουσία του θα γλίτωνε τον Γαίο και τον Λέυκιο από πολλές δυσκολίες• ομολόγησε πως δεν τα πήγαινε καλά μαζί τους. Και πάλι ο Αύγουστος δεν θέλησε να ακούσει τίποτα. Ο Γαίος και ο Λέυκιος ήταν μειράκια, τελείως άπειρα ακόμα από πόλεμο ή πολιτική, και δεν θα τον εξυπηρετούσαν σε τίποτα αν ξεσπούσαν σοβαρές ταραχές στην Πόλη, στις επαρχείες ή στα σύνορα. Κατάλαβε, ίσως για πρώτη φορά, πως ο Τιβέριος ήταν τώρα το μοναδικό του στήριγμα για οποιαδήποτε τέτοια ανάγκη. Αλλά θύμωσε που αναγκάστηκε να το παραδειχτεί αυτό. Απέρριψε την παράκληση του Τιβέριου και είπε πως δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Κι έτσι, αφού δεν γινόταν πια τίποτα, ο Τιβέριος πήγε στην Ιουλία και της είπε με προμελετημένη κτηνωδία ότι ο γάμος τους είχε καταντήσει τέτοια φάρσα, ώστε δεν θ’ανεχόταν να μείνει μαζί της στο ίδιο σπίτι ούτε μία μέρα. Της πρότεινε να πάει στον Αύγουστο και να παραπονεθεί πως ο απαίσιος άντρας της την κακομεταχειριζότανε τόσο, ώστε μοναχά αν τον χώριζε θα ξαναγινόταν ευτυχισμένη. Ο Αύγουστος, της είπε, για κάκη του τύχη, ήταν απίθανο να συγκατατεθεί στο διαζύγιο για λόγους οικογενειακούς, πιθανόν ωστόσο θα τον εξόριζε απο τη Ρώμη. Ήταν έτοιμος ακόμα και να πάει εξορία, παρά να εξακολουθήσει να είναι μαζί της. Η Ιουλία αποφάσιε να ξεχάσει πως είχε αγαπήσει κάποτε τον Τιβέριο. Είχε υποφέρει πολλά απ’αυτόν. Όχι μόνο της φερότανε με την πιο μεγάλη περιφρόνηση όποτε βρίσκονταν μονάχοι οι δύο τους, αλλά είχε αρχίσει ήδη να παραδίδεται προσεχτικά σε κείνες τις γελοίες ρυπαρές έξεις, που αργότερα έκαναν τ’ όνομα του βδελυρό σε όλους τους αξιοπρεπείς ανθρώπους• και εκείνη τα είχε μάθει. Έτσι, πήρε τοις μετρητοίς τα λόγια του και παραπονέθηκε στον Αύγουστο πολύ πιο έντονα απ’ό,τι ο Τιβέριος (που ήταν αρκετά ματαιόδοξος ώστε να πιστεύει οτι εξακολουθούσε, παρά ταύτα, να τον αγαπάει) μπορούσε να φανταστεί. Ο Αύγουστος ανέκαθεν έκρυβε με δυσκολία το πόσο αντιπαθούσε τον Τιβέριο σαν γαμπρό του – πράγμα που φυσικά είχε ενθαρρύνει τη φατρία του Γαίου – και τώρα μανιασμένος βημάτιζε πέρα δώθε στο γραφείο του, βρίζοντας τον Τιβέριο με ό,τι βρισιά του ερχόταν στο στόμα. Ωστόσο, θύμισε στην Ιουλία πως εκείνη και μόνο έφταιγε για την απογοήτευσή της από ένα σύζηγο που για τον χαρακτήρα του αυτός επανειλημμένα την είχε προειδοποιήσει. Και, παρ’όλο που τόσο την αγαπούσε και τη λυπόταν, δεν μπορούσε να διαλύσει το γάμο. Γιατί δεν ήταν ποτέ δυνατό να χωρίσουν η κόρη και ο θέτος του γιος έπειτα από μια ένωση που της είχε αποδοθεί τόση πολιτική σημασία, και η Λιβία έτσι ακριβώς θα έβλεπε το ζήτημα, όπως και αυτός, για τούτο ήταν βέβαιος. Θα πρέπει τώρα να γυρίσω μερικά χρόνια πίσω για να γράψω για τον θείο Τιβέριο, που οι τύχες του δεν είναι άσχετες με τούτη την ιστορία. Η θέση του ήταν δυσάρεστη καθώς παρά τη θέλησή του αναγκαζόταν να βρίσκεται συνεχώς κάτω απο τα βλέμματα του κοινού, πότε σαν στρατηγός σε κάποια εκστρατεία στα σύνορα, πότε σαν ύπατος στη Ρώμη, πότε σαν ειδικός επίτροπος σε μια επαρχία• ενώ το μόνο που επιθυμούσε ήταν ανάπαυση και ησυχία. Οι δημόσιες τιμές ελάχιστη σημασία είχαν γι’ αυτόν, έστω και μόνο γιατί του απονέμονταν, όπως παραπονέθηκε κάποτε στον πατέρα μου, επειδή ήταν μάλλον αρχιθεληματάρχης του Αυγούστου και της Λιβίας, παρά κάποιος που ενεργεί δικαιωματικά και υπεύθυνα. Επιπλέον, καθώς έπρεπε να τηρηθεί η ευπρέπεια της αυτοκρατορικής οικογένειας και καθώς η Λιβία, συνεχώς τον κατασκόπευε, ήταν αναγκασμένος να προσέχει πολύ την προσωπική ηθική του. Ελάχιστους φίλους είχε γιατί από ιδιοσυγκασία του ήταν, καθώς νομίζω το είπα, καχύποπτος, ζηλόφθονος, επιφυλακτικός, και μελαγχολικός, και εκείνοι ήταν μάλλον παράσιτα παρά φίλοι, και τους φερόταν με την κυνική περιφρόνηση που τους άξιζε. Και, τέλος, τα πράγματα με την Ιουλία πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο αφότου παντρεύτηκαν εδώ και πέντε χρόνια. Είχε γεννηθεί ένα αγόρι αλλά πέθανε• και από τότε ο Τιβέριος αρνήθηκε να ξανακοιμηθεί μαζί της• για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν πως η Ιουλία, μεσόκοπη πια, έχανε τη λυγερή κορμοστασιά της – ο Τιβέριος προτιμούσε άγουρες γυναίκες, όσο πιο πολύ μοιάζανε με αγόρια τόσο το καλύτερο και η Βιψανία ήταν ένα τέτοιο πλασματάκι. Ο δεύτερος ήταν πως η Ιουλία είχε απο αυτόν λυσσαλέες αξιώσεις, που ήταν απρόθυμος να ικανοποιήσει, και πως όποτε την απόδιωχνε την έπιανε υστερία. Ο τρίτος ήταν πως ανακάλυψε ότι αφότου την περιφρόνησε, εκείνη τον εκδικήθηκε βρίσκοντας αγαπητικούς, που της πρόσφεραν ότι αυτός της στερούσε. Δυστυχώς δεν μπορούσε να βρει απόδειξη για τις απιστίες της Ιουλίας, εκτός από τις μαρτυρίες των δούλων, γιατί κανόνιζε τις δουλειές της πολύ προσεχτικά• και η μαρτυρία των δούλων δεν ήταν κατάλληλη να την παρουσιάσει στον Αύγουστο προκειμένου να χωρίσει την αγαπημένη μοναχοκόρη του. Πάντως, αντί να τα πει στη Λιβία, που η δυσπιστία του απέναντί της ήταν όση και το μίσος του, προτίμησε να τα καταπιεί αδιαμαρτύρητα. Νόμιζε πως αν τα κατάφερνε να ξεφύγει απο τη Ρώμη και από την Ιουλία, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνει απρόσεχτη και έτσι τελικά να ανακαλύψει μόνος του ο Αύγουστος τη διαγωγή της. Μόνη του ελπίδα για να ξεφύγει ήταν να ξεσπάσει κάπου στα σύνορα ένας καινούριος πόλεμος αρκετά σοβαρός ώστε να του αναθέσουνε τη διοίκηση. Αλλά πουθενά δεν φαινόταν σημείο πολέμου, και εξάλλου είχε βαρεθεί πια να πολεμάει. Είχε διαδεχθεί τον πατέρα μου στη διοίκηση του στρατού της Γερμανίας (η Ιουλία επέμενε και τον είχε ακολουθήσει στον Ρήνο) και μόλις πριν από λίγους μήνες είχε επιστρέψει στη Ρώμη• αλλά αφότου γύρισε, ο Αύγουστος τον είχε στρώσει στη δουλειά σαν δούλο, αναθέτοντάς του το δύσκολο και δυσάρεστο έργο του ελέγχου της διοικήσεως των εργαστηρίων και γενικά των συνθηκών εργασίας στις πιο φτωχές συνοικίες της Ρώμης. Κάποια μέρα, σε μια στιγμή απερισκεψίας, είχε ξεσπάσει στη Λιβία: «Α, μάνα, να γλιτώσω έστω και λίγους μήνες απ’ αυτή την αφόρητη ζωή.» Τον τρόμαξε μη δίνοντας του απάντηση και βγαίνοντας υπεροπτικά από το δωμάτιο, αλλά αργότερα, την ίδια μέρα τον κάλεσε κοντά της και τον ξάφνιασε λέγοντάς του ότι είχε αποφασίσει να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία του και να του εξασφαλίσει από τον Αύγουστο προσωρινή άδεια απουσίας. Πήρε την απόφασή της αυτή, από τη μια γιατί ήθελε να της χρωστάει ευγνωμοσύνη, και από την άλλη γιατί γνώριζε ήδη τις ερωτοδουλειές της Ιουλίας και είχε την ίδια ακριβώς ιδέα με τον Τιβέριο, να της αμολήσει σκοινί και να την αφήσει να κρεμαστεί μονάχη. Αλλά ο κύριος λόγος της ήταν ότι οι μεγαλύτεροι αδελφοί του Ποστούμιου, ο Γάιος και ο Λεύκιος μεγάλωναν πια και οι σχέσεις τους με τον πατριό τους Τιβέριο ήταν τεταμένες. Ο Γάιος, που στο βάθος δεν ήταν κακό παιδί (ούτε και ο Λεύκιος ήταν), είχε ως ένα σημείο καταλάβει στην αγάπη του Αύγουστου τη θέση που κρατούσε κάποτε ο Μάρκελλος. Αλλά τους παραχάιδεψε και τους δύο τόσο αναίσχυντα, παρά τις προειδοποιήσεις της Λιβίας, ώστε είναι θαύμα πως δεν γίνανε πολύ χειρότεροι. Είχαν την τάση να φέρονται με αναίδεια στους μεγαλύτερους τους, ιδίως σε πρόσωπα που ήξεραν ότι θα ευχαριστιόνταν μέσα του ο Αύγουστος αν τους φέρονταν έτσι, και να ζουν σε μεγάλη χλιδή. Όταν η Λιβία είδε ότι ήταν ανώφελη η προσπάθεια να αναχαιτίσει τον νεποτισμό του Αυγούστου άλλαξε την πολιτική της και τον έσπρωχνε να τους ικανοποίει ακόμα μεγαλύτερα χατίρια. Κάνοντας το αυτό, και αφήνοντάς τους να μάθουν ότι το έκανε αυτό, ήλπιζε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Λογάριαζε, επίσης, πως λιγάκι ακόμα αν μεγάλωνε η ξιπασιά τους θα ξεχνιούνταν και θα επιχειρούσαν να καταλάβουν την μοναρχία. Το δίκτυο των κατασκόπων της ήταν έξοχο και θα μυρίζονταν οποιαδήποτε τέτοια συνομωσία εγκαίρως, ώστε να συλληφθούν. Έσπρωξε τον Αύγουστο, να ζητήσει να εκλεγεί από τώρα ύπατος ο Γάιος, αντί έπειτα από τέσσερα χρόνια, ενώ ήταν ακόμη μόλις δεκαπέντε χρονών• μολονότι το όριο της ηλικίας που ένας άνδρας μπορούσε νομίμως να εκλεγεί ύπατος είχε οριστεί από το Σύλλα στα σαράντα τρία, και προηγουμένως έπρεπε να έχει καταλάβει τρία διαφορετικά αξιώματα προοδευτικής σπουδαιότητας. Αργότερα, η ίδια τιμή απενεμήθη και στον Λεύκιο. Η Λιβία υπέδειξε ακόμα να παρουσιάσει στη Σύγκλητο ο Αύγουστος σαν «Αρχηγούς των Ευελπίδων» Ο τίτλος δεν τους δόθηκε, όπως στην περίπτωση του Μαρκέλλου, μόνο για ειδική περίσταση, αλλά τους επέτρεψε να εξουσιάζουν μόνιμα όλους τους συνομήλικους και ομότιμους τους. Ήταν πια πασίδηλο ότι ο Αύγουστος προόριζε τον Γάιο για διάδοχο του• ώστε δεν είναι να απορεί κανείς πως ο ίδιος κύκλος των νεαρών πατρικίων που είχε ορθώσει τις αδοκίμαστες δυνάμεις του νεαρού Μάρκελλου απέναντι στη διοικητική και στρατιωτική αίγλη του βετεράνου Αγρίππα έκανε τώρα το ίδιο με το γιό του Αγρίππα, τον Γάιο, απέναντι στην αίγλη του βετεράνου Τιβέριου, που τον υποβάλλανε σ’ ένα σωρό ταπεινώσεις. Η Λιβία ήθελε να ακολουθήσει ο Τιβέριος το παράδειγμα του Αγρίππα. Αν αποσυρόταν τώρα, με τόσες νίκες και τόσες τιμές στο ενεργητικό του, σε κάποιο κοντινό ελληνικό νησί και άφηνε τον πολιτικό στίβο ελεύθερο στον Γάιο και στον Λεύκιο, τούτο θα δημιουργούσε καλύτερη εντύπωση και θα τον έκανε πολύ πιο δημοφιλή παρά αν έμενε και τον διεκδικούσε. (ο ιστορικός παραλληλισμός θα γινόταν ακόμα στενότερος αν ο Γάιος και ο Λεύκιος πέθαιναν ενόσω ο Τιβέριος έμενε αποτραβηγμένος και αν ο Αύγουστος ένιωθε ξανά την ανάγκη των υπηρεσιών του.) Έτσι του υποσχέθηκε να πείσει τον Αύγουστο να του δώσει επ’ αόριστον άδεια απουσίας από τη Ρώμη και να του επιτρέψει να παραιτηθεί από όλα τα αξιώματά του• αλλά να του παραχωρήσει το τιμητικό αξίωμα του δημάρχου – που θα τον εξασφάλιζε από τα δολοφονικά σχέδια του Γάιου, στην περίπτωση που θα σκεφτόταν ο Γάιος να τον ξεπαστρέψει. Η Λιβία δυσκολεύτηκε πολύ να κρατήσει την υπόσχεση της, γιατί ο Τιβέριος ήταν ο πιο χρήσιμος υπουργός και ο πιο πετυχημένος στρατηγός του Αύγουστου, και για μεγάλο διάστημα ο γέρος αρνήθηκε να αντιμετωπίσει σοβαρά την παράκλησή του. Αλλά ο Τιβέριος επικαλέσθηκε την κακή του υγεία και υποστήριξε πως η απουσία του θα γλίτωνε τον Γαίο και τον Λέυκιο από πολλές δυσκολίες• ομολόγησε πως δεν τα πήγαινε καλά μαζί τους. Και πάλι ο Αύγουστος δεν θέλησε να ακούσει τίποτα. Ο Γάιος και ο Λεύκιος ήταν μειράκια, τελείως άπειρα ακόμα από πόλεμο ή πολιτική, και δεν θα τον εξυπηρετούσαν σε τίποτα αν ξεσπούσαν σοβαρές ταραχές στην Πόλη, στις επαρχίες ή στα σύνορα. Κατάλαβε, ίσως για πρώτη φορά, πως ο Τιβέριος ήταν τώρα το μοναδικό του στήριγμα για οποιαδήποτε τέτοια ανάγκη. Αλλά θύμωσε που αναγκάστηκε να το παραδεχτεί αυτό. Απέρριψε την παράκληση του Τιβέριου και είπε πως δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Κι έτσι, αφού δεν γινόταν πια τίποτα, ο Τιβέριος πήγε στην Ιουλία και της είπε με προμελετημένη κτηνωδία ότι ο γάμος τους είχε καταντήσει τέτοια φάρσα, ώστε δεν θ’ ανεχόταν να μείνει μαζί της στο ίδιο σπίτι ούτε μία μέρα. Της πρότεινε να πάει στον Αύγουστο και να παραπονεθεί πως ο απαίσιος άντρας της την κακομεταχειριζότανε τόσο, ώστε μοναχά αν τον χώριζε θα ξαναγινόταν ευτυχισμένη. Ο Αύγουστος, της είπε, για κάκη του τύχη, ήταν απίθανο να συγκατατεθεί στο διαζύγιο για λόγους οικογενειακούς, πιθανόν ωστόσο θα τον εξόριζε από τη Ρώμη. Ήταν έτοιμος ακόμα και να πάει εξορία, παρά να εξακολουθήσει να είναι μαζί της. Η Ιουλία αποφάσισε να ξεχάσει πως είχε αγαπήσει κάποτε τον Τιβέριο. Είχε υποφέρει πολλά απ’ αυτόν. Όχι μόνο της φερότανε με την πιο μεγάλη περιφρόνηση όποτε βρίσκονταν μονάχοι οι δύο τους, αλλά είχε αρχίσει ήδη να παραδίδεται προσεχτικά σε κείνες τις γελοίες ρυπαρές έξεις, που αργότερα έκαναν τ’ όνομα του βδελυρό σε όλους τους αξιοπρεπείς ανθρώπους• και εκείνη τα είχε μάθει. Έτσι, πήρε τοις μετρητοίς τα λόγια του και παραπονέθηκε στον Αύγουστο πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι ο Τιβέριος (που ήταν αρκετά ματαιόδοξος ώστε να πιστεύει ότι εξακολουθούσε, παρά ταύτα, να τον αγαπάει) μπορούσε να φανταστεί. Ο Αύγουστος ανέκαθεν έκρυβε με δυσκολία το πόσο αντιπαθούσε τον Τιβέριο σαν γαμπρό του – πράγμα που φυσικά είχε ενθαρρύνει τη φατρία του Γάιου – και τώρα μανιασμένος βημάτιζε πέρα δώθε στο γραφείο του, βρίζοντας τον Τιβέριο με ό,τι βρισιά του ερχόταν στο στόμα. Ωστόσο, θύμισε στην Ιουλία πως εκείνη και μόνο έφταιγε για την απογοήτευσή της από ένα σύζυγο που για τον χαρακτήρα του αυτός επανειλημμένα την είχε προειδοποιήσει. Και, παρ’ όλο που τόσο την αγαπούσε και τη λυπόταν, δεν μπορούσε να διαλύσει το γάμο. Γιατί δεν ήταν ποτέ δυνατό να χωρίσουν η κόρη και ο θετός του γιος έπειτα από μια ένωση που της είχε αποδοθεί τόση πολιτική σημασία, και η Λιβία έτσι ακριβώς θα έβλεπε το ζήτημα, όπως και αυτός, για τούτο ήταν βέβαιος. Γύρισα μερικά χρόνια πίσω ώστε να μιλήσω για το θείο Τιβέριο, αλλά παρακολουθώντας την ιστορία του, έτρεξα μπροστά από τη δική μου ιστορία. Θα προσπαθήσω ν’ αφιερώσω τα επόμενα λίγα κεφάλαια αποκλειστικά στα γεγονότα που συνέβησαν ανάμεσα στα εννιά και στα δεκάξι μου χρόνια. Κυρίως είναι μια εξιστόρηση των αρραβώνων και των γάμων μας, εμάς των νεαρών πατρικίων. Πρώτος ενηλικιώθηκε ο Γερμανικός – στις 30 Σεπτεμβρίου ήταν η δέκατη τέταρτη επέτειος των γενεθλίων του, αλλά ο εορτασμός της ενηλικιώσεως γινόταν πάντα το Μάρτη. Όπως ήταν το έθιμο βγήκε στεφανωμένος απο το σπίτι μας στο Παλατίνο, νωρίς το πρωί, φορώντας για τελευταία φορά τον παιδικό του χιτώνα με την πορφυρένια ούγια. Ένα σμάρι παιδιά έτρεχαν μπροστά, τραγουδώντας και σκορπώντας λουλούδια, μια ακολουθία από πατρικίους φίλους του τον περιστοίχιζε, κι ένα τεράστιο πλήθος πολίτες έρχονταν από πίσω, σύμφωνα με την τάξη τους. Η πομπή κατέβηκε αργά την πλαγιά του λόφου, και διέσχισε την αγορά όπου ο Γερμανικός επευφημήθηκε με πάταγο. Ανταπέδωσε τις επευφημίες μ’ ένα σύντομο λόγο. Τέλος η πομπή, ανέβηκε στην πλαγιά του Καπιτωλίου λόφου. Στο Καπιτώλιο, ο Αύγουστος και η Λιβία περίμεναν να τον χαιρετήσουν, και κει θυσίασε ένα λευκό ταύρο στο ναό του Καπιτωλίου Διός, του Εριγδούπου, και φόρεσε για πρώτη φορά τη λευκή ανδρική τόγα του. Πολύ απογοητεύτηκα που δεν μ’ αφήσανε να παρευρεθώ. Ήτανε πολύ για μένα να περπατήσω ως εκεί και αν με σήκωναν με το φορείο θα δημιουργούσε κακή εντύπωση. Το μόνο που είδα από την τελετή ήταν όταν, επιστρέφοντας αφιέρωσε στους Εφέστιους θεούς τον παιδικό του χιτώνα, και τα στολίδια του• κι όταν από τα σκαλιά του σπιτιού πέταξε στο πλήθος γλυκίσματα και πεντάρες. Ύστερα από’ να χρόνο παντρεύτηκε. Ο Αύγουστος έκανε με τη νομοθεσία ό,τι μπορούσε για να ωθεί στο γάμο τους νέους καλών οικογενειών. Η Αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγάλη και χρειαζόταν πιο πολλούς διοικητικούς αξιωματούχους και ανώτερους αξιωματικούς απ’ όσους μπορούσαν να προμηθεύσουν η μεγάλη και η μικρή αριστοκρατία, παρ’ όλο που οι τάξεις τους συνεχώς ενισχύονταν με την εισδοχή πληβείων. Όποτε οι καλές οικογένειες παραπονιόνταν για τη χοντροκοπιά αυτών των νεοσυλλέκτων, ο Αύγουστος απαντούσε καυστικά ότι διάλεγε τους λιγότερο άξεστους που μπορούσε να βρει. Η γιατρειά βρισκόταν στα χέρια τους, έλεγε• κάθε άντρας και κάθε γυναίκα της αριστοκρατίας έπρεπε να παντρεύονται νέοι και να φτιάχνουν όσο το δυνατόν μεγάλη οικογένεια. Η σταθερή μείωση των γεννήσεων και των γάμων στις άρχουσες τάξεις είχε γίνει έμμονη ιδέα στον Αύγουστο. Κάποτε, όταν η αριστοκρατική τάξη των ιππέων, απ’ όπου εκλέγονταν οι συγκλητικοί, παραπονέθηκε για την αυστηρότητα της νομοθεσίας του κατά των εργένηδων, κάλεσε ολόκληρη την τάξη στην Αγορά, για να τους δώσει ένα μάθημα. Μόλις συγκεντρώθηκαν εκεί τους χώρισε σε δύο ομάδες, τους παντρεμένους και τους ανύπαντρους. Οι ανύπαντροι ήταν πολύ περισσότεροι από τους παντρεμένους και στην κάθε ομάδα έβγαλε ξεχωριστό λόγο. Τον κυρίεψε φοβερό πάθος, με τους ανύπαντρους, τους αποκάλεσε κτήνη και ληστές και, κατά ένα περίεργο ρητορικό σχήμα, δολοφόνους των απογόνων τους. Ο Αύγουστος ήτανε πια γέρος και είχε όλες τις παραφορές και τις ιδιοτροπίες του γέρου που συνήθισε να διευθύνει τα πάντα σε όλη του τη ζωή. Τους ρώτησε, μήπως είχαν την παραίσθηση ότι είναι Εστιάδες παρθένες; Οι Εστιάδες τουλάχιστον πλαγιάζανε μόνες τους που ήταν κάτι παραπάνω που κάνανε απ’ ότι κάναν αυτοί. Μπορούσαν να του εξηγήσουν, παρακαλώ, γιατί αντί να μοιραστούν το κρεβάτι τους με μια αξιοπρεπή γυναίκα της τάξεώς τους, και ν’ αναστήσουν δικά τους γερά παιδιά, σπαταλούσανε όλο τους τον ανδρισμό τους με γλίτσες σκλαβες και ρυπαρές Ελληνοασιάτιδες πόρνες; Κι αν ήταν να πιστέψει όσα άκουγε, σύντροφοι στα νυχτερινά τους ερωτοκαμώματα ήταν το συχνότερο κάποιο από κείνα τα πλάσματα ενός βδελυρού επαγγέλματος που δεν ήθελα να το κατονομάσει καν, μήπως και η παραδοχή της υπάρξεως του, στην Πόλη ερμηνευθεί σαν ανοχή. Αν ήταν στο χέρι του, θα όριζε, ο κάθε άντρας που υπεκφεύγει τις κοινωνικές του υποχρεώσεις και ταυτόχρονα διάγει ακόλαστη ζωή, να υφίσταται τις ίδιες φοβερές κυρώσεις όπως και μιας Εστίας που λησμονεί τον όρκο της – να θάβεται ζωντανός. Όσο για μάς τους παντρεμένους, γιατί εκείνη την εποχή συγκαταλεγόμουν ανάμεσά τους, μας έπλεξε το πιο περίλαμπρο εγκώμιο, απλώνοντας τα χέρια του θαρρείς για να μας αγκαλιάσει. «Ελάχιστοι, είστε, συγκριτικά με τον τεράστιο πληθυσμό της Πόλης. Είστε πολύ λιγότεροι από τους ομότιμους σας εδώ, που είναι απρόθυμοι να εκτελέσουν τα φυσικά τους καθήκοντα. Ωστόσο γι’ αυτό ακριβώς το λόγο σας επαινώ περισσότερο και σας είμαι διπλά ευγνώμων γιατί εσείς υπακούσατε στις επιθυμίες μου γιατί καταβάλατε κάθε προσπάθεια ώστε να επανδρωθεί το Κράτος. Μόνο αν ζούμε κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Ρωμαίοι του μέλλοντος θα γίνουν μεγάλο έθνος. Στην αρχή είμαστε μόλις μια δράκα, όπως γνωρίζετε, όταν όμως στραφήκαμε προς το γάμο και αποχτήσαμε παιδιά μπορέσαμε να συναγωνιστούμε τα γειτονικά μας κράτη όχι μόνο με την ανδροπρέπεια των πολιτών μας αλλά και με το μέγεθος του πληθυσμού μας. Τούτο πρέπει πάντα να το θυμόμαστε. Πρέπει να παρηγορούμε το θνητό τμήμα της φύσεώς μας με μια ατελεύτητη διαδοχή γενεών, όπως οι δαδούχοι σ’ ένα αγώνισμα δρόμου, ούτως ώστε απο τη μιας στην άλλη ν’ αποθανατίζουμε την πλευρά εκείνη της φύσεώς μας κατά την οποία υστερούμε της θείας ευδαιμονίας. Γι’ αυτό κυρίως το λόγο ο πρώτος και μέγιστος θεός που μας δημιούργησε, χώρισε την ανθρωπινή φυλή στα δύο: Έπλασε το ένα ήμιση άρρεν και το έτερο ήμισυ θήλυ και ενεφύτευσε στα δύο αυτά ήμιση την αμοιβαία επιθυμία, καθιστώντας τη συνεύρευσή τους καρποφόρα, ούτως ώστε δια της συνεχούς τεκνοποιίας να γίνει κατά μία έννοια ακόμα και η θνητότης αθάνατη. Πράγματι, η παράδοση λέγει ότι και αυτοί οι θεοί, άλλοι είναι άνδρες και άλλοι γυναίκες, και ότι όλοι τους είναι αλληλένδετοι με γενετήσιους δεσμούς συγγένειας και πατρότητος. Βλέπετε λοιπόν ότι ώς και στα όντα εκείνα που δεν έχουν εν τέλει ανάγκη από τέτοια τεχνάσματα, ο γάμος και η τεκνοποιία επικροτούνται ως έθος ευγενές.» Ήθελα να γελάσω, όχι μόνο γιατί με παινούσαν για κάτι που μου είχε επιβληθεί λίγο πολύ παρά τη θέληση μου – θα σας πω παρακάτω για την Ουργουλανίλλα, που ήταν τότε η γυναίκα μου – αλλά και γιατί η όλη ιστορία ήταν πέρα για πέρα μια φάρσα. Τι νόημα είχε που μας μιλούσε έτσι ο Αύγουστος αφού το γνώριζε πολύ καλά ότι δεν ήταν οι άντρες εκείνοι που υπεκφεύγανε, καθώς το χαρακτήρισε, αλλά οι γυναίκες; Αν είχε συνάξει τις γυναίκες και τους μιλούσε σωστά, ίσως κάτι να κατάφερνε. Θυμάμαι κάποτε που άκουσα δυο από τις απελεύθερες της μητέρας μου να κουβεντιάζουν για το σύγχρονο γάμο από τη σκοπιά μιας γυναίκας καλής οικογένειας. Τι είχε να κερδίσει απ’ αυτόν; αναρωτιόντανε. Τα ήθη ήταν σήμερα τόσο χαλαρά ώστε κανένας δεν έπαιρνε τον γάμο πια στα σοβαρά. Έστω, μερικοί άντρες της παλιάς σχολής τον σέβονταν τόσο όσο για να’ χουν την προκατάληψη να μην τους σερβίρονται σαν δικά τους, παιδιά φτιαγμένα από τους φίλους τους ή από τους δούλους τους, και μερικές γυναίκες της παλιάς σχολής σέβονταν τα αισθήματα των ανδρών τους τόσο όσο για να προσέχουν πολύ να μην γκαστρωθούν παρά μονάχα από εκείνους. Αλλά κατά κανόνα η κάθε όμορφη γυναίκα μπορούσε σήμερα να πλαγιάσει με όποιον άντρα της άρεσε. Αν παντρευόταν και μετά βαριότανε τον άνδρα της, όπως γινότανε συνήθως, και ήθελε κάποιον άλλον για να διασκεδάσει, θα ’χε πιθανότητα να αντιμετωπίσει τον εγωισμό ή τη ζήλια του άνδρα της. Ούτε η οικονομική της θέση ήταν κατά κανόνα καλύτερη μετά το γάμο. Η προίκα της περνούσε στα χέρια του άνδρα της ή του πεθερού της σαν αρχηγό της οικογένειας, όποτε τύχαινε να ζει και ένας σύζυγος ή πεθερός ήταν συνήθως πιο δύσκολος για να τον φέρεις βόλτα παρά ένας πατέρας ή μεγαλύτερος αδελφός που τις αδυναμίες του τις είχε μάθει από καιρό. Η παντρειά σήμαινε μονάχα εκνευριστικές ευθύνες στο σπίτι. Όσο για τα παιδιά, ποιος τα ήθελε; Ενοχλούσαν την υγεία και τις διασκεδάσεις της κυρίας αρκετούς μήνες πριν από τη γέννα, και μολονότι αμέσως κατόπιν τους είχε παραμάνα, χρειαζόταν κάμποσος καιρός ώσπου να συνέλθει από τη βρωμοδουλειά του τοκετού, και συχνά όταν έφτιαχνε πάνω από δύο η σιλουέτα της, χαλούσε. Δες πως είχε καταντήσει η όμορφη Ιουλία προκειμένου να ικανοποιήσει πειθήνια την επιθυμία του Αύγουστου να έχει απογόνους. Και ο άντρας μιας κυρίας, αν εκείνη τον αγαπούσε, δεν ήταν δυνατό να μην πλησιάζει άλλη γυναίκα όσο διάστημα θα κρατούσ ε η εγκυμοσύνη της και, οπωσδήποτε, δεν γυρνούσε να κοιτάξει το παιδί όταν γεννιόταν. Κι ύστερα, σαν να μην φτάνανε όλ’ αυτά, οι παραμάνες ήταν σήμερα τρομερά απρόσεχτες και συχνά το παιδί πέθαινε. Τι ευλογία που αυτοί οι έλληνες γιατροί ήταν αρκετά έξυπνοι, αν τον πράγμα δεν είχε προχωρήσει πολύ – μπορούσαν να απαλλάξουν μια κυρία από’ να ανεπιθύμητο παιδί μέσα σε δυο τρεις μέρες, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Φυσικά, μερικές κυρίες, ακόμα και πολύ μοντέρνες κυρίες, είχανε μια παρωχημένη λαχτάρα για παιδιά, αλλά μπορούσαν πάντα να αγοράσουν ένα παιδί και να το υιοθετήσουν, από κάποιον κύριο αρχοντικής γενιάς που οι πιστωτές του τον πιέζανε πολύ... Ο Αύγουστος επέτρεψε στους αριστοκράτες ιππείς να παντρεύονται πληβείες, ακόμα και απελεύθερες, αλλά και τούτο δεν βελτίωσε πολύ τα πράγματα. Οι ιππείς αν παντρεύονταν καν, παντρεύονταν για τη μεγάλη προίκα, όχι για να κάνουν παιδιά ή από έρωτα, και μια απελεύθερη δεν ήταν σπουδαίο κελεπούρι• εξάλλου οι ιππείς, και ιδίως εκείνοι που πρόσφατα είχαν προαχθεί στην τάξη, το ‘φεραν βαρέως να παντρευτούν παρακατιανή τους.
Φωτογραφικό υλικόΣε αυτή την ενότητα περιλαμβάνονται φωτογραφίες του Ρόμπερτ Γκραίηβς καθώς και φωτογραφίες από την κλασική τηλεοπτική σειρά Εγώ, Κλαύδιος του BBC που προβλήθηκε το 1976.
|
|