Χρονολόγιο

1909-1916: Ο Ευγένιος Ιονέσκο γεννιέται στις 26 Νοεμβρίου του 1909 στη Σλάτινα της Ρουμανίας, περίπου 150 χλμ. από το Βουκουρέστι. Πατέρας του είναι ο σπουδαστής Νομικής Ευγένιος Ιονέσκο και μητέρα του η γαλλικής καταγωγής Τερέζ Ιπκάρ. Ο Ιονέσκο βαφτίζεται χριστιανός ορθόδοξος, δόγμα στο οποίο θα παραμείνει πιστός έως τον θάνατό του, παρότι για μεγάλες περιόδους της ζωής του είναι σκεπτικιστής απέναντι στη μεταφυσική. Λίγο μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του σπουδάζει Νομικά. Το 1911 γεννιέται η αδελφή του Μαριλίνα και το 1912 ο αδελφός του Μιρσέα, ο οποίος όμως πεθαίνει μόλις δεκαοκτώ μηνών. Το 1916 και ενώ έχει ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, ο πατέρας του επιστρέφει στη Ρουμανία, όμως η υπόλοιπη οικογένεια παραμένει στο Παρίσι. Μετά τη λήξη του πολέμου ο πατέρας Ιονέσκο συνεχίζει να αγνοείται και οι συγγενείς του πιστεύουν ότι σκοτώθηκε στο μέτωπο. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καν λάβει μέρος στον πόλεμο. Στη διάρκειά του, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βουκουρέστι, παντρεύτηκε ξανά και εργάστηκε ως γενικός επιθεωρητής της αστυνομίας.   

1917-1919: Ο Ιονέσκο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας εξαιτίας της αδύναμης κράσης του. Η μητέρα του τον στέλνει στη γαλλική επαρχία (στη Μαγιέν), όπου ο Ιονέσκο ζει δύο ήρεμα χρόνια φιλοξενούμενος μιας τοπικής οικογένειας. Μελετητές του έργου του αναφέρουν ότι αυτή ήταν και η πιο ευτυχισμένη περίοδος ζωής του. 
1919: Μετά το διαζύγιο των γονιών του, ο πατέρας του αποκτά την κηδεμονία του γιου του. Ο Ιονέσκο εγκαθίσταται στο Βουκουρέστι μαζί με την αδελφή του. Μαθαίνει ρουμανικά και φοιτά αρχικά στο Κολλέγιο του Αγίου Σάββα και μετά στο Κολλέγιο της Κραϊόβα. Κατά την περίοδο αυτή, οι σχέσεις του με την νέα οικογένεια του πατέρα του είναι τεταμένες, ειδικά η σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του.

1928:  Παρά τις επιθυμίες του πατέρα του που τον προορίζει να σπουδάσει μηχανικός, ο Ιονέσκο στρέφεται στη λογοτεχνία και την ποίηση. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το πρώτο του ποίημα στην επιθεώρηση Bilete de papagal. Από το 1929 έως το 1933 σπουδάζει γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Το 1930 δημοσιεύει στην επιθεώρηση Zodiac το πρώτο του κριτικό κέιμενο για το αυτόχειρα Ρουμάνο ποιητή Ιλάριε Βόρονκα (1903-1946). Μέχρι το 1935 δημοσιεύει κείμενά του στις επιθεωρήσεις  Vremea (Χρόνος), Azi (Παρόν), Floarea de Foc (Λουλούδι της Φωτιάς), Viata Literara (Λογοτεχνική Ζωή) καθως και στο αντιφασιστικό περιοδικό Critica. Το 1931 δημοσιεύει το ποιητικό έργο Elegii pentru fiinte mici (Ελεγείες για μικροσκοπικά πράγματα).

1934: Δημοσιεύει τη συλλογή κριτικών δοκιμίων Nu (Όχι). Τα κείμενα αυτά προκαλούν σκάνδαλο στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρουμανίας. Ο Ιονέσκο, με το σαρκαστικό του ύφος, βάλλει κατά της κατεστημένης ελίτ των Ρουμάνων λογοτεχνών της εποχής (Τούντορ Αργκέζι, Ίον Μπάρμπου, Καμίλ Πετρέσκου, Μιρσέα Ελιάντ) κατηγορώντας τους για συντηρητισμό.    

1936:  Παντρεύεται τη Ροντίτσα Μπουριλεάνου. Περνούν τον μήνα του μέλιτος στην Κωνστάντζα και στην Ελλάδα. Η μητέρα του πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο. Εργάζεται ως καθηγητής γαλλικών στην πόλη Τσερναβόντα και παραδίδει σεμινάρια στο Βουκουρέστι. Διορίζεται στο υπουργείο Παιδείας της Ρουμανίας.

1937-1939: Αναλαμβάνει υπεύθυνος του τμήματος κριτικής της επιθεώρησης Facla, ενώ δημοσιεύει άρθρα του στην καθημερινή εφημερίδα Rampa (Η Σκηνή) και στο περιοδικό Parerile Libere (Ελεύθερες Γνώμες). Το 1938 λαμβάνει κρατικό δάνειο προκειμένου να εγκατασταθεί στο Παρίσι για να υποστηρίξει τη θέση του για το διδακτορικό του με θέμα Το ζήτημα της αμαρτίας και το ζήτημα του θανάτου στη γαλλική ποίηση από την εποχή του Μποντλέρ (διατριβή την οποία ποτέ δεν ολοκλήρωσε).  Το 1939 συνδέεται με τους κύκλους της επιθεώρησης Esprit.

1940-1945: Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιστρέφει στο Παρίσι και εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1942 γυρνά στη Γαλλία μαζί με τη γυναίκα του. Εγκαθίστανται στη Μασσαλία, ζουν σε ξενοδοχείο και αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ασχολείται για τα προς το ζην με τη μετάφραση. Διορίζεται στο πολιτιστικό τμήμα της  Βασιλικής Πρεσβείας της Ρουμανίας. Τον Αύγουστο του 1944 γεννιέται η κόρη του Μαρί-Φρανς.

1945-1949: Ασχολείται συστηματικά με τη γαλλική μετάφραση έργων του Ρουμάνου ποιητή Ουρμόζ, ο οποίος θεωρείται πρόδρομος του σουρεαλισμού, της λογοτεχνίας του παραλόγου και της αντι-πρόζας. Το 1948 πεθαίνει ο πατέρας του, με τον οποίον ο Ιονέσκο έχει διακόψει σχέσεις. Γράφει το θεατρικό έργο Η φαλακρή τραγουδίστρια, που ανεβαίνει για πρώτη φορά τον Μάιο του 1950 στο Théâtre des Noctambules στο Παρίσι σε σκηνοθεσία του Νικολά Μπατάιγ. Το έργο δεν γνωρίζει ιδιαίτερη επιτυχία όμως κερδίζει τον θαυμασμό ορισμένων διανοουμένων. Ο Ιονέσκο συνδέεται φιλικά με τον Αντρέ Μπρετόν, τον Λουίς Μπουνιουέλ, τον Αρτίρ Αντάμοφ κ.ά. Λαμβάνει τη γαλλική υπηκοότητα.   

1950-1958: Υποδύεται τον χαρακτήρα του Στεφάν Τροφίμοβιτς στη θεατρική διασκευή των Δαιμονισμένων του Ντοστογιέφσκι από τον σκηνοθέτη Νικολά Μπατάιγ. Η ροπή του προς την περιπέτεια και τον νιχιλισμό τον ωθεί στο να γίνει μέλος του επονομαζόμενου Κολεγίου της Παταφυσικής, στο οποίο είναι επίσης μέλη οι Μπορίς Βιάν, Ρεϊμόν Κενό, Μαρσέλ Ντισάν και Ζακ Πρεβέρ. Κείμενά του δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Cahiers du Collège de Pataphysique. Στο διάστημα αυτό γράφει μια σειρά από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του: Les Salutations (1950), La Leçon (Το Μάθημα, 1951), Les Chaises (Οι Καρέκλες, 1952), Le Maître (Ο αρχηγός, 1953), Victimes du devoir (Θύματα του καθήκοντος, 1953), La Jeune Fille à marier (1953), Amédée ou Comment s'en débarrasser (Αμεντέ, 1954), Jacques ou la soumission (Ο Ζακ ή η υποταγή, 1955), Le Nouveau Locataire (Ο Καινούριος Νοικάρης, 1955), Le Tableau (1955), L'Impromptu de l'Alma (1956), L'avenir est dans les œufs (1957), Tueur sans gages (Δολοφόνος χωρίς ανταμοιβή, 1958), Rhinoceros (Ρινόκερος, 1959) κ.ά. Την ίδια περίοδο εμπλέκεται σε μια από τις πιο γνωστές πολεμικές της σύγχρονης θεατρικής ιστορίας και με μια σειρά από δημοσιεύματα, αντιπαρατίθενται σφοδρά με τον Άγγλο κριτικό θεάτρου του Observer, Κένεθ Τάιναν. 

1960-1964: Γράφει τα έργα Apprendre à marcher (1960), Délire à deux (1962), Le Roi se meurt (Ο βασιλιάς πεθαίνει, 1962), Le Piéton de l'air (Ο πεζός στον αέρα, 1963), La Soif et la faim (Η δίψα και η πείνα, 1964).

1966: Συμμετέχει σε μια ιστορική performance στο Théâtre de France, κατά την οποία ο Ιονέσκο και οι Μαρία Κασαρές και Ζαν-Λουί Μπαρό διαβάζουν κείμενα από έργα τα οποία αυτοσχεδιάζουν επιτόπου.

1969-1970: Του απονέμεται το μετάλλιο του Μονακό. Τον Δεκέμβριο του 1969 τιμάται με το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Θεάτρου της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 1970 γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

1971-1980: Δίνει διαλέξεις και παρουσιάζει θεατρικές παραστάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Τιμάται με πλήθος βραβείων και αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Γουόργουικ και του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. Του απονέμεται το μετάλλιο Μαξ Ράινχαρτ στη διάρκεια των εορτασμών για τα πενήντα χρόνια του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Τον Αύγουστο του 1978 πραγματοποιείται σε κάστρο της Νορμανδίας το δεκαήμερο φεστιβάλ La Décade Ionesco, στο οποίο συμμετέχουν κορυφαίοι μελετητές του έργου του από όλο τον κόσμο (Ρότζερ Μπέσκι, Μιρσέα Ελιάντ, Μάρτιν Έσλιν, Εμανουέλ Ζακάρ, Ιβ Μορό, Κολέτ Βέιλ κ.ά.). Οι εισηγήσεις του συνεδρίου δημοσιεύονται στον τόμο Ionesco: Situation et perspectives. Γράφει τα έργα Jeux de massacre (Το παιχνίδι της σφαγής, 1970), Macbett (Μακμπέτ, 1972), L'Homme aux valises (1975), Voyage chez les morts (1980).

1982-1987: Το Δεκέμβριο του 1982, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση της Βιρτζίνια Γουλφ, ανεβάζει στο Μουσείο Πομπιντού τη θεατρική παράσταση Freshwater . Τα επόμενα δύο χρόνια η ίδια παράσταση ανεβαίνει σε θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου καθώς και στο Φεστιβάλ του Σπολέτο. Στο μεταξύ η υγεία του έχει επιβαρυνθεί. Το 1984 πέφτει σε διαβητικό κώμα για δύο μέρες και νοσηλεύεται για μεγάλο διάστημα. Παρόλα αυτά, τον επόμενο χρόνο ταξιδεύει για διαλέξεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Το 1985 τιμάται με το Διεθνές Βραβείο Σύγχρονης Τέχνης του Μόντε Κάρλο, ενώ ορίζεται μέλος της κριτικής επιτροπής της Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου του απονέμεται στο Σικάγο το βραβείο Τ. S. Elliott - Ingersoll παρουσία του νομπελίστα Σολ Μπέλοου. Τον Μάρτιο του απονέμεται το μετάλλιο της Πόλης του Παρισιού. 

1989-1994: Ασχολείται με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρουμανία, στην οποία επιθυμεί να ταξιδέψει για να συνδράμει το κίνημα κατά του καθεστώτος Τσαουσέσκου.  Όμως, το 1989 αντιμετωπίζει ξανά προβλήματα υγείας και νοσηλεύεται εκ νέου. Η κόρη του διαβάζει στη θέση του ένα κείμενο-καταπέλτη κατά της ρουμανικής κυβέρνησης. Το Μάρτιο του ίδιου χρόνου συνυπογράφει μαζί με τον Σάμουελ Μπέκετ και άλλους 710 συγγραφείς την παγκόσμια διακήρυξη του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση. Του απονέμεται το Βραβείο Μολιέρου. Στις 28 Μαρτίου του 1994 πεθαίνει στην οικία του στο Παρίσι. Η σορός του ενταφιάζεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.

Βίντεο

Συνέντευξη του Ευγένιου Ιονέσκο σε τρία μέρη (με αγγλικούς υπότιτλους):

Παράσταση "Ρινόκερος".
Εθνικό Θέατρο, Κεντρική Σκηνή
Χειμερινή περίοδος 1996-1997

Σκηνοθεσία: Γιάννης Ιορδανίδης
Παίζουν: Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Γιώργος Μοσχίδης, Μαρία Κωνσταντάρου, Γιάννης Ροζάκης, Νταίζη Σεμπεκοπούλου, Στέλιος Λιονάκης κ.ά.

Φωτογραφίες από παραστάσεις

Αμεδαίος ή Πώς να το ξεφορτωθούμε, Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή, 1981

Φωτογραφικό υλικό

Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται αφίσες θεατρικών παραστάσεων έργων του Ιονέσκο και εξώφυλλα ξένων εκδόσεων των βιβλίων του καθώς και κάποιες άλλες φωτογραφίες που έχουν σχέση με τη ζωή και το έργο του.

Θεωρητικά κείμενα για το συγγραφέα και οπτικοακουστικό υλικό

Από το ψηφιοποιημένο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, για καθεμιά από τις παρακάτω παραστάσεις, μπορείτε να δείτε τους συντελεστές, να «ξεφυλλίσετε» το πρόγραμμα (το οποίο μεταξύ άλλων περιέχει θεωρητικά κείμενα από σημαντικούς συγγραφείς), να διαβάσετε τις κριτικές που είχαν γραφτεί και τέλος να απολαύσετε το σημαντικό οπτικοακουστικό υλικό.

Πείνα και δίψα (1974)
Εθνικό Θέατρο
Κεντρική Σκηνή
Σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος

Μαθήματα και ασκήσεις συνομιλίας και προφοράς - Ο καινούργιος ενοικιαστής (1978)
Εθνικό Θέατρο
Νέα Σκηνή | Ενιαία παράσταση
Σκηνοθεσία: Γιώργος Χριστοδουλάκης
Αμεδαίος ή Πώς να το ξεφορτωθούμε (1980)
Εθνικό Θέατρο
Νέα Σκηνή
Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαηλίδης
Μονόπρακτα: Οι καρέκλες - Το μάθημα - Η φαλακρή τραγουδίστρια (1990)
Εθνικό Θέατρο
Τρίτη Σκηνή | Ενιαία παράσταση
Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Ο βασιλιάς πεθαίνει (1992)
Εθνικό Θέατρο
Νέα Σκηνή
Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης
Ρινόκερος (1997)
Εθνικό Θέατρο
Κεντρική Σκηνή
Σκηνοθεσία: Γιάννης Γ. Ιορδανίδης

Από το ψηφιοποιημένο αρχείο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, για καθεμιά από τις παρακάτω παραστάσεις, μπορείτε να δείτε τους συντελεστές, να «ξεφυλλίσετε» το πρόγραμμα (το οποίο μεταξύ άλλων περιέχει θεωρητικά κείμενα από σημαντικούς συγγραφείς), να διαβάσετε τις κριτικές που είχαν γραφτεί και τέλος να απολαύσετε το σημαντικό οπτικοακουστικό υλικό.

 
Ο επισκέπτης / Το κενό / Η γεμάτη βροχή νύχτα στις έξη του μηνός - Θέμελης Γιώργος, Ιονέσκο Ευγένιος, Ιωαννίδης Χάρης (1970)
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
Πρώτη Παρουσίαση: Θεσσαλονίκη, Θέατρο Γαλλικού Ινστιτούτου, 2
Σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος

 

Ο βασιλιάς πεθαίνει (1970)
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
Πρώτη Παρουσίαση: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Κεντρική Σκηνή
Σκηνοθεσία: Θάνος Κωτσόπουλος

 

 

 

 

 

 

Δολοφόνος χωρίς πληρωμή (1972)
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
Νέα σκηνή
Σκηνοθεσία: Μαίρη Βοσταντζή
Ρινόκερως (1980)
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος./ Κλιμάκιο Θράκης
Πρώτη Παρουσίαση: Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης
Σκηνοθεσία: Στέλιος Γούτης
Παίζοντας / Ιστορία ζωολογικού κήπου / Καρέκλες - Μπέκετ Σάμουελ, Άλμπυ Έντουαρντ, Ιονέσκο Ευγένιος (1990)
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
Πρώτη Παρουσίαση: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Υπερώον
Σκηνοθεσία για το έργο «Καρέκλες»: Ελένη Καρπέτα

Από την ιστοσελίδα του Θεάτρου Τέχνης, μπορείτε να διαβάσετε τους συντελεστές της κάθε παράστασης από το 1960 μέχρι και σήμερα.

Μονόπρακτα (1960)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Ρινόκερως (1961)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Ο βασιλιάς πεθαίνει – Ο αρχηγός (1963)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Το παιχνίδι της σφαγής (1971)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Πρόσωπα του παραλόγου (1982)
Ιονέσκο Ευγένιος, Μπέκετ Σάμουελ, Πίντερ Χάρολντ, Αναγνωστάκη Λούλα
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Σκηνοθεσία: Μίμης Κουγιουμτζής
Πρόσωπα μέσα στο χρόνο (1983)
Καμπανέλλης Ιάκωβος, Ουίλλιαμς Τέννεσση, Πιραντέλλο Λουίτζι, Ιονέσκο Ευγένιος
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο
Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
Το παιχνίδι της σφαγής (1997)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Φρυνίχου 14, Πλάκα
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λαζάνης
Ο βασιλιάς πεθαίνει (2010)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Φρυνίχου 14, Πλάκα
Σκηνοθεσία: Μάνια Παπαδημητρίου

Αποσπάσματα του έργου του

ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ναι, σίγουρα. Μιλούσαμε για τη ζωή, κυρία μου. Στη ζωή πρέπει όλα να τα φιλοσοφούμε.
ΦΩΝΗ ΘΥΡΩΡΟΥ
Μην μου μιλάτε για φιλοσόφους! Ό,τι θέλουν λένε. Είμαι σίγουρη ότι δεν ξέρουν περισσότερα από μας. Εγώ πιστεύω ότι μόνος του ο καθένας πρέπει να βρίσκει τη λύση στο πρόβλημά του. Αν υπάρχει λύση, που συνήθως δεν υπάρχει.
ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΩΝΗ
Σ’ αυτό έχετε απόλυτο δίκιο.
ΦΩΝΗ ΘΥΡΩΡΟΥ
Οι φιλόσοφοι όλο κάτι αοριστίες λένε, κάτι για αισθήματα και συναισθήματα. Και τι μου χρησιμεύουν εμένα τα αισθήματα; Τα αισθήματα θα με βοηθήσουν να σκουπίσω τη σκάλα;
ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΩΝΗ
Δεν έχω διαβάσει φιλοσόφους.
ΦΩΝΗ ΘΥΡΩΡΟΥ
Δεν χάνετε και πολλά. Αλλά τι να τους κάνετε εσείς τους φιλοσόφους; Εσείς είστε μορφωμένος από μόνος σας. Οι φιλόσοφοι είναι καλοί για κάτι θυρωρούς όπως εγώ.
ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΩΝΗ
Γιατί το λέτε αυτό; Οι φιλόσοφοι είναι χρήσιμοι σε όλους.
ΦΩΝΗ ΘΥΡΩΡΟΥ
Ξέρω τι σας λέω. Εσείς μπορείτε να διαβάζετε και καλά βιβλία, εγώ διαβάζω φιλοσόφους γιατί δεν έχω λεφτά. Φτηνούς φιλοσόφους, που τους παίρνω από το περίπτερο. Ενώ εσείς, και να μην έχετε λεφτά, μπορείτε να πάτε σε μια βιβλιοθήκη. Εσείς μπορείτε να διαλέξετε βιβλία, ενώ εγώ παίρνω ό,τι φτηνό βρίσκω μπροστά μου. Αλλά και σε τι χρησιμεύουν τα έργα των φιλοσόφων;
ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΩΝΗ
Σε πολλά. Μας μαθαίνουν τη φιλοσοφία της ζωής.
ΦΩΝΗ ΘΥΡΩΡΟΥ
Εγώ την ξέρω καλά τη φιλοσοφία της ζωής.
ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ε, τότε μπράβο σας!

Δολοφόνος χωρίς ανταμοιβή, Δεύτερη πράξη, σελ. 62-63, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2012


ΓΕΡΟΣ
Στην αρχή ο κόσμος μ’ άφηνε κατάπληκτο. Κι εγώ κοίταζα γύρω κι έλεγα, «Τι είν’ ολ’ αυτά!» Και μετά ρωτούσα, «Ποιος είμ’ εγώ;», κι έμενα κατάπληκτος όταν ανακάλυπτα τον εαυτό μου. Και με γέμιζε ο κόσμος, και με γέμιζε ο εαυτός μου, κι ένιωθα την ανάγκη να το πω, να το φωνάξω. Αλλά σε ποιον; Σ’ εμένα για μένα και μετά για τους άλλους. Όμως, το «Ποιος είμ’ εγώ;» είναι μια πολύ προσωπική ερώτηση. Μπορείς να την απευθύνεις μόνο στον εαυτό σου. Ένα μοναχικό άτομο κάνει ερωτήσεις σ’ ένα απρόσωπο σύμπαν... Μετά από το «Τι είν’ ολ’ αυτά!» και το «Ποιος είμ’ εγώ;» αναπόφευκτα έρχεται το ερώτημα «Τι γυρεύω εγώ εδώ, περιστοιχισμένος απ’ όλα αυτά;» Αυτό το ερώτημα είναι σαφώς ελλιπέστερο. Δεν είναι και τόσο μεταφυσικό, είναι περισσότερο πρακτικό, ιστορικό. Όμως, ήδη, στην προηγούμενη κατάπληξη υπήρχε μια αόριστη αίσθηση απειλής, γιατί και ο κόσμος και ο εαυτός μου με ανησυχούσαν και με γέμιζαν τρόμο. Έτσι ξεκινά η ζωή μας. Είναι γοητευτική όσο ισχύουν τα ερωτήματα. Μετά, όταν παύεις να θέτεις ερωτήματα, έχεις αρχίσει να κουράζεσαι. Και τότε μένει μόνο η απειλή κι αυτή η βασανιστική ανησυχία. Ο κόσμος γίνεται οικείος και φυσικός. Δεν απομένει παρά μόνο η κούραση, η βαριεστιμάρα και ο πάντοτε παρών φόβος που υπήρχε από την αρχή. Η ζωή δεν είναι πια θαύμα, είναι εφιάλτης. Δεν ξέρω πώς εσύ κατάφερες να κρατήσεις μέσα σου ανέπαφο το θαύμα. Για μένα κάθε στιγμή είναι και αβάσταχτη και άδεια. Όλα είναι αποτρόπαια. Βαριέμαι τόσο, που ανησυχώ γι’ αυτό.
ΓΡΙΑ
Πώς είναι δυνατόν να βαριέσαι; Βαριούνται τα δέντρα; Ένας δρόμος γιατί δεν βαριέται; Η λίμνη καθρεφτίζει τον ουρανό και γίνεται αναπόσπαστο μέρος του.
ΓΕΡΟΣ
Τα έπιπλα βαριούνται. Οι τοίχοι αποπνέουν βαριεστιμάρα. Οι πόρτες είναι θλιμμένες: πόρτες ανοιχτές είναι σαν να ουρλιάζουν, κλειστές είναι σαν να βογκάνε.
ΓΡΙΑ
Τα φυτά ξεδιπλώνονται στο φως. Τα φύλλα μένουν αμάραντα. Κι εγώ χαϊδεύω με το βλέμμα καθετί που κοιτάζω.
ΓΕΡΟΣ
Τα πρόσωπα κλείνουν σαν όστρακα όταν βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο. Κι εγώ κάνω το ίδιο, αρνιέμαι οτιδήποτε κοιτάζω. Τα κεφάλια μοιάζουν όλα με το κούτσουρο του χασάπη: μαυρισμένα από το αίμα και βρώμικα. Ως κι οι πέτρες, γεμάτες ασήκωτη σιωπή, είναι κλεισμένες καθεμία στη φυλακή της.

Το παιχνίδι της σφαγής, Σκηνή του γέρου και της γριάς, σελ. 96-97, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2009


ΝΤΑΙΖΗ
(Αφαιρώντας τον επίδεσμο, παρά τις διαμαρτυρίες του) Πάντα φοβισμένος, πάντα να σκέφτεσαι τα χειρότερα! Ορίστε, τίποτα. Μέτωπο πεντακάθαρο!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
(Ψηλαφώντας το μέτωπό του) Έχεις δίκιο. Με απαλλάσσεις απ’ τα συμπλέγματά μου. (Η Νταίζη τον φιλάει στο μέτωπο) Τι θα γινόμουν χωρίς εσένα;
ΝΤΑΙΖΗ
Δεν σ’ αφήσω μόνο σου ποτέ πια.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Όσο θα είμαι κοντά σου, δεν θα έχω φόβους.
ΝΤΑΙΖΗ
Θα τους διώχνω εγώ.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Θα διαβάζουμε βιβλία μαζί. Θα γίνω σοφός.
ΝΤΑΙΖΗ
Και τις ώρες που δεν θα υπάρχει στους δρόμους συνωστισμός, θα πηγαίνουμε μεγάλες βόλτες.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Ναι, στις όχθες στου Σηκουάνα, στον κήπο του Λουξεμβούργου…
ΝΤΑΙΖΗ
Και στον ζωολογικό κήπο.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Κοντά σου θα γίνω θαρραλέος και δυνατός. Θα σε προστατεύω εγώ απ’ όλους τους κακούς.
ΝΤΑΙΖΗ
Δεν θα χρειαστεί να με προστατέψεις από τίποτα, χαζούλη. Εμείς δεν θέλουμε το κακό κανενός, γι’ αυτό και κανένας δεν θα θελήσει να μας βλάψει.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Μερικές φορές κάποιοι μας κάνουνε κακό χωρίς να το θέλουν – ή αφήνουν το κακό να εξαπλωθεί. Ξέρω πως δεν συμπαθούσες και πολύ τον καημένο τον Παπιγιόν, αλλά ίσως δεν θα έπρεπε να του μιλήσεις τόσο σκληρά την ημέρα που ο Μπεφ μάς ήρθε ρινόκερος. Δεν έπρεπε να του πεις ότι είχε χοντροδάχτυλα σαν παχύδερμο…
ΝΤΑΙΖΗ
Μα αφού είχε!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Το ξέρω, αγάπη μου. Όμως του το είπες κατάμουτρα και, ίσως, επηρεάστηκε.
ΝΤΑΙΖΗ
Λες;
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Βέβαια δεν το έδειξε, από αξιοπρέπεια. Όμως σίγουρα μέσα του πληγώθηκε. Και μπορεί γι’ αυτό να πήρε πιο γρήγορα την απόφασή του. Αν του είχες φερθεί πιο ήπια, ίσως θα είχες σώσει μια ζωή.
ΝΤΑΙΖΗ
Δεν μπορούσα να μαντέψω τι θα του συνέβαινε… Και ήταν φοβερά αγενής!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Εγώ δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν ήμουν πιο ήπιος, πιο καλός με τον φίλο μου τον Ζαν. Ποτέ δεν κατάφερα να του αποδείξω πόσο φίλο μου τον ένιωθα. Δεν του έδειξα όση κατανόηση έπρεπε.
ΝΤΑΙΖΗ
Μην βασανίζεσαι άδικα. Έκανες ό,τι μπορούσες. Κανένας δεν κατορθώνει το αδύνατον. Μην νιώθεις τύψεις τώρα. Πάψε να τους σκέφτεσαι όλους αυτούς – ξέχασέ τους. Βγάλε απ’ το μυαλό σου αυτές τις κακές μνήμες!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Το προσπαθώ, αλλά ξανάρχονται. Τόσο ζωντανές μνήμες!
ΝΤΑΙΖΗ
Δεν σε φανταζόμουν τόσο ρεαλιστή, σε θεωρούσα πιο ρομαντικό. Δεν έχεις καθόλου φαντασία; Ο ρεαλισμός έχει πολλές πλευρές, διάλεξε αυτήν που σου ταιριάζει. Δραπέτευσε για λίγο στο χώρο της φαντασίας.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Στα λόγια τα πάντα είν’ εύκολα.
ΝΤΑΙΖΗ
Μήπως δεν σου φτάνω εγώ για να ξεπεράσεις ορισμένα πράγματα;
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Εσύ; Μου φτάνεις και με το παραπάνω!
ΝΤΑΙΖΗ
Καταστρέφεις τα πάντα με τις τύψεις σου. Καθένας κάνει σφάλματα, όμως εσύ κι εγώ έχουμε κάνει πολύ λιγότερα από τόσους άλλους.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Το πιστεύεις αυτό;
ΝΤΑΙΖΗ
Ναι. Είμαστε σχετικά καλύτεροι από τους περισσότερους ανθρώπους. Εμείς είμαστε καλοί, κι οι δυο μας.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ
Αυτό είν’ αλήθεια. Κι εσύ είσαι καλή κι εγώ είμαι καλός.
ΝΤΑΙΖΗ
Άρα έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε. Επίσης, έχουμε μια υποχρέωση προς τον εαυτό μας: να ζήσουμε ευτυχισμένοι, ανεξάρτητα από τα γεγονότα γύρω μας. Η ενοχή είν’ επικίνδυνο σύμπτωμα. Δείχνει έλλειψη αγνότητας.

Ρινόκερος, Τρίτη πράξη, σελ. 163-165, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2009


ΜΑΝΤΛΕΝ
Τι; Τι σ’ απασχολεί;
ΑΜΕΝΤΕ
Αναρωτιέμαι αν εγώ τον σκότωσα!
ΜΑΝΤΛΕΝ
Ποιος άλλος; Εγώ, μια κακομοίρα, αδύναμη γυναικούλα;
ΑΜΕΝΤΕ
Όχι. Όχι, βέβαια.
ΜΑΝΤΛΕΝ
Ε, τότε;
ΑΜΕΝΤΕ
Πες μου, ήταν εκείνος ο νεαρός Ρωμαίος που εμείς… εγώ σκότωσα; Μου φαίνεται πως… Γιατί έχω τόσο άθλια μνήμη;… Νομίζω πως ο νεαρός είχε φύγει όταν έγινε το έγκλημα.
ΜΑΝΤΛΕΝ
Μόνος σου παραδέχτηκες ότι τον σκότωσες. Και είπες ότι το θυμόσουν. Έτσι δεν είπες;
ΑΜΕΝΤΕ
Μπορεί να έκανα λάθος… Τα μπλέκω όλα μέσα στο μυαλό μου, τα όνειρα με την πραγματικότητα, τις αναμνήσεις με τη φαντασία… Τώρα πια δεν ξέρω ούτε που βρίσκομαι.
ΜΑΝΤΛΕΝ
Αν δεν ήταν ο νεαρός, ποιος άλλος μπορεί να ήταν;
ΑΜΕΝΤΕ
Μπορεί να ήταν το μωρό.
ΜΑΝΤΛΕΝ
Ποιο μωρό;
ΑΜΕΝΤΕ
Δεν θυμάσαι; Μια γειτόνισσα μας παρακάλεσε να της φυλάξουμε το μωρό. Χρόνια πριν. Και δεν ήρθε ποτέ να το ζητήσει…
ΜΑΝΤΛΕΝ
Βλακείες!... Γιατί να πέθανε το μωρό; Και γιατί, όταν πέθανε, το κρατήσαμε εδώ και τ’ αφήσαμε να μεγαλώσει; Τόσο σκορπόμυαλος είσαι; Και το σκότωσες;… Δολοφόνε!... Παιδοκτόνε!
ΑΜΕΝΤΕ
Λέω… είναι πιθανόν… Δεν ξέρω. Μήπως έκλαιγε πολύ δυνατά; Το κλάμα των μωρών μ’ εκνευρίζει… Μπορεί να μ’ εμπόδιζε στη δουλειά μου, να συγγράψω το θεατρικό μου. Και μπορεί να έγινα έξαλλος που ούρλιαζε συνέχεια… να θόλωσε το μυαλό μου… να του έριξα μια… λίγο παραπάνω άγρια… Δεν είναι δύσκολο να σκοτώσεις ένα μωρό… Φραπ μια – σαν μύγα!
ΜΑΝΤΛΕΝ
Άκου να δεις, έχουμε έναν νεκρό: είτε είναι ο νεαρός, είτε είναι το μωρό, δεν αλλάζει η κατάσταση. Εμείς απ’ τον νεκρό θέλουμε να γλιτώσουμε.
ΑΜΕΝΤΕ
Φυσικά, φυσικά! (Αμέσως μετά το πρόσωπό του φωτίζεται από χαρά) Γιατί να μην πέθανε από φυσικό θάνατο; Γιατί επιμένεις ότι εγώ το σκότωσα; Τα μωρά είναι πολύ ευαίσθητα, η ζωή τους κρέμεται από μια κλωστή.
ΜΑΝΤΛΕΝ
Δεν ήταν το μωρό. Εγώ θυμάμαι καλύτερα από σένα. Ήταν ο νεαρός!
ΑΜΕΝΤΕ
Ένας νεαρός… εραστής… που έρχεται εδώ… πίνει πολύ… βλέπει μια ωραία γυναίκα… πολύ αισθησιακή… του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι… παθαίνει εγκεφαλικό και… Θεέ μου!...
ΜΑΝΤΛΕΝ
Δηλαδή εγώ φταίω; Αυτό θες να πεις;… Νομίζω πως έχουμε καταλήξει ότι δεν ήταν δικό μου το λάθος!...
ΑΜΕΝΤΕ
Συγγνώμη.

Αμεντέ, Δεύτερη πράξη, σελ. 57-59, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2010


ΖΑΚ ΜΗΤΕΡΑ
(Κλαίγοντας) Ζακ, παιδί μου, μετά απ’ όσα έχουμε κάνει για σένα. Μετά από τόσες θυσίες μας! Αυτό δεν το περίμενα ποτέ από σένα. Ήσουν η μεγαλύτερή μου ελπίδα… Και ακόμα είσαι, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω, ναι, δεν μπορώ να πιστέψω, μα το Δία, πως θα συνεχίσεις να είσαι τόσο πεισματάρης! Μα, δεν αγαπάς καθόλου τους γονείς σου, τα ωραία ρούχα σου, την αδερφή σου, τον παππού και τη γιαγιά σου; Αχάριστε, σ’ εμένα; Σ’ εμένα που ξέχναγα να σου δώσω το μπιμπερό σου – όπως και στην αδερφή σου, φυσικά; (Στη Ζακλίν) Δίκιο δεν έχω, κόρη μου;
ΖΑΚΛΙΝ
Δίκιο, μαμά. Ω, μετά από τόσες θυσίες!
ΖΑΚ ΜΗΤΕΡΑ
Βλέπεις… βλέπεις; Εγώ, αγόρι μου, σου έριχνα ξύλο στο πισινό, όχι ο μπαμπάς σου που, όπως βλέπεις, είναι δυνατότερος και θα σου τις έβρεχε καλύτερα, όμως, όχι, εγώ έκανα τον κόπο, γιατί σε αγαπούσα τόσο πολύ. Επίσης, εγώ σε τιμωρούσα στο τραπέζι να μη φας γλυκό, εγώ σε φιλούσα, εγώ σε φρόντιζα, εγώ σου έλεγα να σκάσεις όποτε έκλαιγες, εγώ σε κλείδωνα στο σκοτάδι όποτε έκανες αταξίες. Εγώ σε μάθαινα ν’ ανεβαίνεις τα σκαλιά, όποτε υπήρχαν σκαλιά, κι εγώ σε κουτρουβάλιαζα στα σκαλιά, όποτε υπήρχαν σκαλιά. Έφτασα μέχρι και να σου τρίβω τις γάμπες με τσουκνίδες, αχάριστο πλάσμα! Ήμουν για σένα όχι μόνο η μάνα σου, αλλά και η φίλη σου, ο άντρας σου, η βάρκα σου, το δημαρχείο σου και η χήνα σου. Ποτέ δεν υποχώρησα σε κάποιο εμπόδιο, ποτέ δεν έκανα πίσω σε κάποιο οδόφραγμα για να ικανοποιήσω όλες τις παιδικές σου επιθυμίες. Αχάριστο παιδί, ξεχνάς ότι εγώ σε κάθιζα στα γόνατά μου και σου έβγαζα ένα ένα τα δοντάκια σου, εγώ σου ξερίζωνα τα νυχάκια των ποδιών σου για να μουγκρίζεις σαν αξιολάτρευτο μοσχαράκι.
ΖΑΚΛΙΝ
Αχ, τι γλυκά που είναι τα μοσχαράκια! Μουουού! Μουουού! Μουουού!                  
ΖΑΚ ΜΗΤΕΡΑ
Κι εσύ τώρα έχεις βγάλει τη μούγκα, πεισματάρικο αγόρι! Αρνιέσαι ν’ ακούσεις αυτά που σου λέω.
ΖΑΚΛΙΝ
Έχει βουλώσει τ’ αυτιά του. Και το μούτρο του έχει ένα ύφος απαίσιο.
ΖΑΚ ΜΗΤΕΡΑ
Ποτέ μάνα δεν ήτανε τόσο δυστυχισμένη. Γέννησα ένα τέρας, έφερα στον κόσμο ένα έκτρωμα – γιατί τέρας κι έκτρωμα είσαι! Να, ορίστε, η γιαγιά σου θέλει να μιλήσει, έστω και αν τραυλίζει – ίσως γιατί είναι ογδονταέντεκα χρόνων. Να δω αν αυτή θα σε συγκινήσει με τα λόγια της, το παρελθόν της, το μέλλον της.
ΖΑΚ ΓΙΑΓΙΑ
(Με υπέργηρη, τρεμουλιαστή φωνή) Άκουσέ με καλά, και να μ’ ακούς γιατί εγώ έχω μεγάλη πείρα κι έχω αφήσει πολλά πίσω μου. Εγώ, όπως κι εσύ, είχα ένα μακρινό θείο με τρία σπίτια, κι εκείνος ο θείος έδινε πάντα τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των δύο σπιτιών, αλλά ποτέ του τρίτου. Γιατί στο τρίτο σπίτι κρυβότανε καμιά φορά, επειδή ήταν αρχικατάσκοπος. (Ο Ζακ παραμένει πεισματικά σιωπηλός) Μπα. Δεν κατάφερα να τον πείσω. Αχ, τι θ’ απογίνουμε;
ΖΑΚΛΙΝ
Να, θέλει να σου μιλήσει ο παππούς σου. Αλλά δεν μπορεί, ο καημένος. Παραγέρασε. Είναι ενενηνταδεκατρία!
ΖΑΚ ΜΗΤΕΡΑ
(Κλαίγοντας) Παλιός όσο η αρχαία Τροία!
ΖΑΚ ΠΑΤΕΡΑΣ
Και κωφάλαλος. Αλλά καταφέρνει να μουρμουράει.
ΖΑΚΛΙΝ
Είναι κι αυτό μια μορφή έκφρασης.       

από το έργο Ο Ζακ ή η υποταγή, Ο Ζακ ή η υποταγή | Ο αρχηγός, σελ. 11-13, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2008


ΜΠΑΝΚΟ
Η λεπίδα του σπαθιού μου είναι κατακόκκινη από το αίμα. Σκότωσα δεκάδες με τα ίδια μου τα χέρια. Πολλές δεκάδες αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν μου είχαν φταίξει σε τίποτα. Εκατοντάδες άλλους έδωσα διαταγή στ’ αποσπάσματα να τους εκτελέσουν. Χιλιάδες άλλους έκαψα ζωντανούς, όταν έδωσα διαταγή να πυρποληθεί το δάσος όπου είχαν καταφύγει. Δεκάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά πέθαναν από ασφυξία στα υπόγεια, θαμμένοι στα ερείπια σπιτιών που έδωσαν διαταγή ν’ ανατιναχθούν. Εκατοντάδες χιλιάδες πνίγηκαν στη Μάγχη, μέσα στην απελπισμένη προσπάθειά τους να διαφύγουν. Εκατομμύρια πέθαναν από φόβο ή αυτοκτόνησαν. Δεκάδες εκατομμύρια πέθαναν από θυμό, αποπληξία ή θλίψη. Δεν υπάρχει αρκετή γη να θαφτούν όλοι αυτοί. Τα πρησμένα κορμιά των νεκρών ρούφηξαν όλα τα νερά των λιμνών όπου τα πέταξαν. Νερό δεν υπάρχει πια. Ούτε αρκετά όρνια να μας απαλλάξουν από τα πτώματα. Κι όμως, υπάρχουν ακόμα ζωντανοί που πολεμάνε! Πρέπει να τελειώνουμε και μ’ αυτούς. Άμα τους κόβει το κεφάλι το σπαθί, το αίμα τους ξεπηδάει από το λαιμό τους σαν σιντριβάνι. Πίδακες αιμάτινοι πνίγουν τους δικούς μου στρατιώτες. Τάγματα, ταξιαρχίες, μεραρχίες, ολόκληρα στρατεύματα με τους αρχηγούς τους, ξεκινώντας από ταξίαρχους και συνεχίζοντας με υποστράτηγους, αντιστράτηγους, στρατηγούς και στρατάρχες. Τα κομμένα κεφάλια των εχθρών μας φτύνουν και μας βρίζουν. Μπράτσα αποκομμένα από το υπόλοιπο κορμί κραδαίνουν ακόμα τα σπαθιά τους ή μας πυροβολούν με τα πιστόλια τους. Ακρωτηριασμένα πόδια μάς κλοτσάνε στον πισινό. Αυτοί όλοι ήταν προδότες, φυσικά. Εχθροί του κράτους και του αγαπημένου ηγεμόνα μας, του Αρχιδούκα Ντανκάν, που ο θεός να τον έχει καλά. Ήθελαν να τον ανατρέψουν. Με τη βοήθεια ξενόφερτων στρατευμάτων. Εμείς είχαμε δίκιο, μου φαίνεται. Μέσα στην έξαψη της μάχης, πάντα χτυπάς στην τύχη. Ελπίζω να μην σκότωσα κάποιον δικό μας κατά λάθος. Πολεμούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον, τόσο στριμωγμένοι που ελπίζω να μην ξενύχιασα κάποιον δικό μας. Μα, ναι, εμείς είχαμε δίκιο. Ήρθα να ξεκουραστώ λίγο σ’ αυτή την πέτρα. Νιώθω μια περίεργη ναυτία. Άφησα ολομόναχο τον Μακμπέτ να διοικεί όλο τον στρατό. Πρέπει να πάω να τον ξεκουράσω λίγο. Παράξενο, παρ’ όλη την κόπωση δεν νοιώθω καθόλου πείνα. (Βγάζει από την τσέπη του ένα μεγάλο μαντίλι και σκουπίζει το μέτωπο και το υπόλοιπο πρόσωπό του) Χτυπούσα πολύ δυνατά: να, με πονάει λίγο ο καρπός μου. Ευτυχώς που δεν είναι κάτι πιο σοβαρό. Ευχάριστη μέρα η σημερινή. Νιώθω τον εαυτό μου ανεβασμένο. (Φωνάζει προς τη δεξιά κουΐντα) Ακόλουθε! Πήγαινε πλύνε το σπαθί μου στο ποτάμι και φέρε μου κάτι να πιω!

Μακμπέτ, σελ. 26-27, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2009


ΛΟΧΑΓΟΣ
Συγνώμη που ρωτάω, αλλά… Μήπως υπάρχει καμιά πυρκαγιά στο σπίτι σας;
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Υπάρχει ιδιαίτερος λόγος που ρωτάτε;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Ναι, και συγγνώμη που σας το λέω. Έχω εντολή να σβήσω όλες τις πυρκαγιές της πόλης.
ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΤΙΝ
Όλες; Ω, το κρίμα.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Δυστυχώς όλες.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Στο σπίτι μας; Δεν ξέρω αν έχουμε. Θέλετε να πάω να δω;
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ
Μπα, δεν μας μύρισε τίποτα καμένο.
ΛΟΧΑΓΟΣ
(Απελπισμένος) Τίποτα; Είστε σίγουροι; Ούτε μια φλογίτσα κάπου, στο υπόγειο, στη σοφίτα;
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Φοβάμαι πως θα σας στεναχωρήσω. Τίποτα. Πάντως, άμα δούμε την πρώτη σπίθα, θα σας ειδοποιήσουμε. Στο τζάκι σάς κάνει;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Παρακαλώ. Οπουδήποτε. Θα με υποχρεώσετε.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Θα κάνω ό,τι μπορώ. Σας το υπόσχομαι.
ΛΟΧΑΓΟΣ
(Στο ζεύγος Μάρτιν) Ούτε στο δικό σας σπίτι; Τίποτα;
ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΤΙΝ
Δυστυχώς…
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ
Δεν πάνε καλά οι δουλειές σας αυτόν τον καιρό;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Χάλια. Η φωτιά έχει γίνει πιο σπάνια κι από το χρυσάφι. Και, όπως ξέρετε, άμα δεν υπάρχει κατανάλωση, πώς θα βγει η επιχείρηση;
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ
Σωστά. Το ίδιο συμβαίνει παντού και τίποτα δεν πάει μπροστά. Κρίση παντού, στο εμπόριο, στη γεωργία, στις πυρκαγιές….
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ
Άμα δεν κινείται το εμπόριο και άμα δεν είναι ακμαία η γεωργία, πώς περιμένετε να έχουμε επάρκεια στις πυρκαγιές;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Επάρκεια; Πουθενά. Ούτε στις πυρκαγιές ούτε στις πλημμύρες.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Ναι, αλλά έχουμε επάρκεια στη ζάχαρη.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΙΘ
Γιατί τη ζάχαρη την κάνουμε εισαγωγή από το εξωτερικό.
ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΤΙΝ
Ενώ οι πυρκαγιές δεν συμφέρουν, έχουνε μεγάλη φορολογία.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Βέβαια, πού και πού, κάτι συμβαίνει για να δικαιολογούμε την παρουσία μας ως Υπηρεσία. Κάνας εμπρησμός, καμιά φωτιά από τσιγάρο. Αλλά όχι συχνά. Την περασμένη βδομάδα μια κοπέλα πέθανε γιατί άφησε το γκάζι ανοιχτό.
ΚΥΡΙΑ ΜΑΡΤΙΝ
Μα, πώς το ξέχασε;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Δεν το ξέχασε. Νόμισε πως ήταν η τσάντα της.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ
Α, την αφηρημένη.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Να πάτε να δείτε και τα μαγαζάκια που πουλάνε και σπίρτα.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Πήγαμε. Τα πουλάνε, δεν τ’ ανάβουνε, άρα κανένα τέτοιο μαγαζάκι δεν πιάνει φωτιά.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ
Αφού είν’ έτσι, να σας στείλω στον εφημέριο της ενορίας μας.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Α, εκεί δεν μπορώ να επέμβω. Άμα αρχίσω να σβήνω τις φωτιές που ανάβουν μεταξύ των παπάδων, θα θυμώσει ο αρχιεπίσκοπος που ανακατεύομαι στα δικά τους. Αυτοί όλοι τις κουκουλώνουν τις φωτιές τους και τις σβήνουν μόνοι τους.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ
Τότε, πηγαίνετε στο σπίτι των Ντυράν.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Μάταιο. Δεν είναι Βρετανοί υπήκοοι. Οι ξένοι έχουν δικαίωμα ν’ αγοράζουν σπίτια, όμως δεν έχουν δικαίωμα να ζητάνε τη βοήθειά μας όταν αυτά τα σπίτια πιάνουνε φωτιά.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ
Μα, τι λέτε; Πέρσι το σπίτι των Ντυράν έπιασε φωτιά και κάποιοι τη σβήσανε.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Μόνοι τους, και κρυφά από τις αστυνομικές αρχές. Αλλά δεν πρόκειται να τους καταγγείλω…

Η φαλακρή τραγουδίστρια, Σκηνή 8, σελ. 44-46, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2007


ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ
Όλα είναι κιόλας χτες.
ΖΥΛΙΕΤ
Κάθε σήμερα γίνεται χτες.
ΓΙΑΤΡΟΣ
Όλα οδεύουν προς το παρελθόν τους.
ΜΑΡΙ
Αγάπη μου, βασιλιά μου, δεν υπάρχει παρελθόν και δεν υπάρχει μέλλον. Να θυμάσαι πως καθετί είν’ ένα παρόν μέχρι το τέλος του. Όλα είναι παρόν. Γίνε κι εσύ παρόν!
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Αχ, εγώ είμαι το παρόν του παρελθόντος.
ΜΑΡΙ
Όχι, δεν είσαι!
ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ
Έτσι μπράβο, Μπερανζέ! Προσπάθησε να δεις τα πράγματα καθαρά.
ΜΑΡΙ
Ναι, βασιλιά μου, προσπάθησε να δεις τα πράγματα καθαρά, αγάπη μου. Πάψε να βασανίζεσαι. Το «υπάρχω» και το «πεθαίνω» είναι απλώς λέξεις, πλάσματα της φαντασίας μας. Άμα το καταλάβεις αυτό, τίποτα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει. Ξέχασε αυτά τα χωρίς σημασία στερεότυπα. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι σημαίνει «υπάρχω» και «πεθαίνω». Αν κάποια στιγμή νομίσουμε πως το μάθαμε, η γνώση μας έχει εξαπατήσει. Σύνελθε και συγκρατήσου. Μην ξαναχάσεις τον εαυτό σου από τα μάτια σου! Όλα τ’ άλλα άσ’ τα να βυθιστούν στη λήθη! Τώρα υπάρχεις, τώρα είσαι οντότητα. Ξέχνα τα υπόλοιπα. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Πάψε να είσαι μια συνεχής ερώτηση. «Τι;» «Γιατί;» «Πώς;» Μην ξεχνάς: το ότι δεν μπορείς ν’ απαντήσεις σε κάτι αποτελεί απάντηση. Βυθίσου μέσα στον απύθμενο θαυμασμό και στην άκρατη κατάπληξη και θα δεις ότι θα υπερβείς τα όριά σου και θα υπάρχεις στο διηνεκές. Όλα είναι παράξενα κι ακαθόριστα. Άφησέ τα να σε θαμπώνουν και να σε καταπλήσσουν. Σπάσε τα σίδερα της φυλακής σου και ρίξε τους τοίχους. Δραπέτευσε από τους ορισμούς των λέξεων, είναι ασφυκτικά δεσμευτικοί. Και τότε μόνο θ’ ανασάνεις!
ΓΙΑΤΡΟΣ
Πνίγεται.
ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ
Ο φόβος του κλείνει τον ορίζοντα.

Ο βασιλιάς πεθαίνει, σελ. 59-60, Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2009

Ευγένιος Ιονέσκο – Η ελεγεία ενός παράλογου κόσμου

«Πράγματι, η ανθρωπότητα θέλει να αυτοκτονήσει, αλλά δεν το θέλει πραγματικά, μόνο κατά το ήμισυ· αυτό εξηγεί τους πολέμους, τους βομβαρδισμούς, τις διώξεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Θέλει και δεν θέλει. Ξέρουμε, όμως όλοι μας πως έχουμε ό,τι χρειάζεται για να τα τινάξουμε όλα στον αέρα. Αυτό θα γίνει από λάθος, ένα λάθος γεμάτο νόημα, από μια παράλειψη ή σε μια στιγμή συλλογικής απελπισίας» (σελ. 17)

«Αν οι άνθρωποι δεν είχαν θελήσει να καταστραφούν, θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν όλα. Δεν θα υπήρχε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν θα υπήρχαν γενοκτονίες. Γιατί δεν αγαπάμε αλλήλους; ρωτούσε με προφανή αφέλεια ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι. Γιατί να μην αγαπιόμαστε ή τουλάχιστον γιατί δεν αδιαφορούμε ο ένας για το άλλο; Έχει διαρκέσει πολύ η ανθρώπινη περιπέτεια, μου έλεγε ένας φίλος, δυστυχής για τη δυστυχία των ανθρώπων· πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτήν.» (σελ. 39)

«Υπάρχουν εκπλήξεις κατά καιρούς. Είδα πρόσφατα την ταινία του Κακογιάννη Ιφιγένεια. Ξεχνούμε τον Σαίξπηρ και τον Σοφοκλή, ξεχνούμε τον Ευριπίδη, γιατί διαβάζουμε και σχολιάζουμε ό,τι γράφεται καθημερινά. Σίγουρα, υπάρχει κάτι καινούργιο στην επιστήμη. Δεν ξέρω αν υπάρχουν καινούργια πράγματα στη φιλοσοφία. Αλλά στη λογοτεχνία μερικοί μεγάλοι τα είπαν όλα. Σκληροί είναι οι θεοί, τρομερά και αλλόκοτα τα πάθη, δυστυχείς οι άνθρωποι. Ωστόσο, υπάρχει κάτι ανακουφιστικό: το έργο του Ευριπίδη μας μιλά σαν να γράφτηκε χθες. Μας ανακουφίζει, επειδή το έργο τους μας αποδεικνύει πως υπάρχει, διαμέσου των αιώνων, μία ανθρώπινη ταυτότητα που διαιωνίζεται. Μας απελπίζει, επειδή η ανθρώπινη μοίρα παραμένει συγκινητική, τραγική μέσω της ιστορίας, μέσω των κοινωνικών ανατροπών. Μας εμψυχώνει, επειδή τούτο αποδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν παραμορφώνεται, πως υπάρχει μια διάρκεια και πως θα συνεννοούμαστε πάντοτε. Ο σκηνοθέτης, ο Κακογιάννης, ξεπέρασε τον εαυτό του. Είναι η πιο ωραία ταινία που είδα ποτέ. Θα ξαναδιαβάσω τον Ευριπίδη. Ένα διάστημα, είχα μεγάλη αδυναμία στο γιαπωνέζικο θέατρο, αλλά νομίζω ότι το ελληνικό θέατρο είναι πολύ πιο αληθινό και ανθρώπινο. Μας συμφιλιώνει με τα ελαττώματα και τις αρετές του ανθρώπου…» (σελ. 76-77)

«Οι ιδεολογίες, οι θρησκείες, οι αντι-θρησκείες, οι φιλοσοφικές διδασκαλίες δεν προσέφεραν, φαίνεται, παρά προσχήματα στη βία. Η βία υπερβαίνει πάντα το σκοπό της. Έτσι, μετά την ανατροπή κάποιου καθεστώτος, έρχεται η βία να συνεχίσει το έργο της, κρίνοντας και αποκεφαλίζοντας. Φοβόμαστε την εκδίκηση των ηττημένων. Απεχθανόμαστε εξίσου νικητές και  νικημένους.» (σελ. 80)

Τα αποσπάσματα προέρχονται από τη συλλογή δοκιμίων Ionesco . Η ελεγεία ενός παράλογου κόσμου (εκδ. Ροές, 2007, σειρά Micromega, μετάφραση: Μίρκα Σκάρα, επιμέλεια: Ε. Κ. Γαζής – Γ. Ξενάριος, επιλογή κειμένων - πρόλογος: Αλέξανδρος Βέλιος)