Βιογραφικό

Ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Raymond Chandler γεννήθηκε στο Σικάγο το 1888.
Όταν ήταν οκτώ ετών οι γονείς του χώρισαν και αναγκάστηκε να εγκατασταθεί με τη μητέρα του στο Λονδίνο, όπου τελείωσε το αριστοκρατικό Κολέγιο Dulwich. Ακολούθησε η απόκτηση της αγγλικής υπηκοότητας και σπουδές στη Γαλλία και στη Γερμανία, μετά το πέρας των οποίων επέστρεψε στο Λονδίνο το 1907, όπου αποφάσισε να βρει μια θέση στο δημόσιο.
Τα παράτησε για να ασχοληθεί με το γράψιμο και δούλεψε σε αρκετές εφημερίδες ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, βιβλιοκριτικός. Το 1912 επέστρεψε στην Αμερική και κατέληξε στο Λος Άντζελες, όπου άρχισε να εργάζεται ως λογιστής. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου υπηρέτησε στον Καναδικό Στρατό, λαμβάνοντας μέρος σε φονικές μάχες στη Γαλλία, το 1918, μεταξύ Αράς και Κομπρέ (ήταν ο μόνος που διασώθηκε από τη μονάδα του, η οποία εξολοθρεύτηκε πλήρως από βομβαρδισμό), ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και έγινε ανώτερο στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρίας Dabnay στην Καλιφόρνια. Το 1924 παντρεύτηκε την κατά 18 χρόνια μεγαλύτερή του Cissy Pascal, την οποία γνώρισε ενώ ήταν ήδη παντρεμένη.

Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του '30, χάνει τη δουλειά του και στρέφεται οριστικά στη συγγραφή, στέλνοντας ιστορίες στο περιοδικό "Black Mask" των H.L. Mencken, G.L. Nathan και αργότερα του Joseph Shaw (πρώτη εμφάνιση με τη νουβέλα "Blackmailers Don't Shoot", 1933). Ως το 1938 είχε δημοσιεύσει δεκαέξι ιστορίες και δούλευε το πρώτο του μυθιστόρημα, "The Big Sleep", που κυκλοφόρησε το 1939. Γνωρίζοντας αμέσως επιτυχία, εισήγαγε, σύμφωνα με τα λόγια ενός κριτικού, "ένα νέο είδος αστυνομικού μυθιστορήματος, στο οποίο η εφευρετικότητα της πλοκής και της έρευνας συνδυάζεται με ένα χαρακτηριστικό και ξεχωριστό λογοτεχνικό στυλ". Την ίδια επιτυχία με το πρώτο του μυθιστόρημα γνώρισαν και τα άλλα έξι που έγραψε όλα κι όλα: "Farewell, My Lovely" (1940), "The High Window" (1942), "The Lady in the Lake" (1943), "The Little Sister" (1949), "The Long Good-Bye" (1954) και "Playback" (1958). Σε όλα πρωταγωνιστεί ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου.

Το 1950 εξέδωσε 12 από τα διηγήματά του που δεν ανέπτυξε, στη συνέχεια, σε μυθιστορήματα, σε δύο τόμους ("Trouble is My Business", "The Simple Art of Murder" - τα υπόλοιπα οκτώ εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, στον τόμο "Killer in the Rain", 1964).

Πολλά από τα βιβλία του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, ξεκινώντας με το "Αντίο, γλυκιά μου", το 1941, από την εταιρεία RKO, και "Το ψηλό παράθυρο", το 1943, από την 20th Century Fox, με δική του συμβολή στα σενάρια, γεγονός που του πρόσφερε, μεταξύ άλλων, δουλειά σεναριογράφου στο Χόλιγουντ, στο στούντιο της Paramount, το 1943, με μισθό 750 δολάρια την εβδομάδα. Στη συνέχεια, εργάστηκε και για το σενάριο αρκετών ακόμα ταινιών, όπως οι "Double Indemnity" του Μπίλυ Γουάιλντερ (1944), "The Blue Dahlia" του Τζορτζ Μάρσαλ (1946) και "Strangers on a Train" του Α. Χίτσκοκ (1951 -"Η υπόθεση είναι αρκετά χαζή, αλλά απ' ό,τι φαίνεται δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο", γράφει για τη διασκευή του μυθιστορήματος της Π. Χάισμιθ σ' ένα γράμμα του), που ήταν όλες υποψήφιες για Όσκαρ σεναρίου.

Μετά το θάνατο της γυναίκας του Σίσυ, το 1954, και παρά τη διεθνή του αναγνώριση, άρχισε να υποφέρει από κατάθλιψη και, μεθυσμένος, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με περίστροφο την επόμενη χρονιά. Παράλληλα, η υγεία του επιδεινώθηκε εξαιτίας του αλκοολισμού του και χρειάστηκε να μπει πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ωστόσο τον Φεβρουάριο του 1958 πήρε το αεροπλάνο για τη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο, και την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ταξίδεψε ως τη Νάπολη για να πάρει συνέντευξη από τον μαφιόζο Λάκι Λουτσιάνο, που είχε απελαθεί από το αμερικανικό κράτος. Το νήμα της ζωής του κόπηκε τελικά από πνευμονία, τον Μάρτιο του 1959, στη Λα Γιόλα της Καλιφόρνια όπου ζούσε, ενώ τον φρόντιζε η Χέλγκα Γκριν, τον ίδιο μήνα τον οποίο είχε εκλεγεί πρόεδρος της Mystery Writers Association στη Ν. Υόρκη.

Σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που έστειλε το 1950 στον Άγγλο εκδότη του, Χάμις Χάμιλτον, ο Raymond Chandler σημειώνει: "... Ως συγγραφέας μυστηρίου, πιστεύω ότι αποτελώ ένα είδος ανωμαλίας, αφού οι περισσότεροι συγγραφείς μυστηρίου της αμερικανικής σχολής είναι ημιμαθείς· εγώ δεν είμαι μόνο μορφωμένος αλλά και διανοούμενος, όσο κι αν απεχθάνομαι τον όρο αυτό. Θα έλεγε κανείς ότι η κλασική μόρφωση αποτελεί μια μάλλον κακή βάση για να γράψεις μυθιστορήματα σε σκληρή, καθημερινή γλώσσα. Πιστεύω το αντίθετο. Η κλασική εκπαίδευση σε γλιτώνει απ' το να ξεγελαστείς από την επίδειξη, από την οποία είναι γεμάτη η σύγχρονη μυθιστοριογραφία."

πηγή: http://www.biblionet.gr/

Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ο μεγάλος ύπνος, Η μικρή αδερφή, Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, Νουάρ ιστορίες τόμος Α’, Νουάρ ιστορίες τόμος Β’ και Πλεϊμπάκ.

Ο Chandler και το κλασικό φιλμ νουάρ

Το τρέιλερ της ταινίας Ο μεγάλος ύπνος (The Big Sleep, 1946) του σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς σε σενάριο του Ουίλλιαμ Φώκνερ, με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Φίλιπ Μάρλoου και τη Λορίν Μπακόλ στον ρόλο της Βίβιαν Ράτλετζ.

Ένα μικρό απάνθισμα των απόψεων του Ρέιμοντ Τσάντλερ σχετικά με την τέχνη της γραφής.

Η Βίβιαν Ράτλετζ (Λορίν Μπακόλ) με τη συνοδεία ορχήστρας της τζαζ σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας Ο μεγάλος ύπνος.

Το τρέιλερ της ταινίας Αντίο, γλυκιά μου (Farewell, My Lovely, 1975) του σκηνοθέτη Ντικ Ρίτσαρντς με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ στον ρόλο του Φίλιπ Μάρλοου. 

Το τρέιλερ της ταινίας Η κυρία της λίμνης (Lady in the Lake, 1947) του σκηνοθέτη Ρόμπερτ Μοντγκόμερι με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Φωτογραφικό υλικό


Εξώφυλλα του περιοδικού Black Mask, στο οποίο δημοσιεύτηκαν οι πρώτες ιστορίες του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Το Black Mask θεωρείται το πλέον θρυλικό αμερικανικό pulp περιοδικό.
Η έκδοσή του ξεκίνησε το 1920 και φιλοξενούσε αστυνομικές ιστορίες, θρίλερ και ιστορίες μυστηρίου. Εκτός από τον Τσάντλερ, στις σελίδες του αναδείχθηκαν και άλλοι καταξιωμένοι συγγραφείς του είδους, όπως οι  Ντάσιελ Χάμετ, Ερλ Στάνλει Γκάρντνερ, Πολ Κέιν, Θίοντορ Τίνσλεϊ κ.ά.
Το περιοδικό ανέστειλε την κυκλοφορία του το 1951 για οικονομικούς λόγους. Το 1985-87 επανακυκλοφόρησε με την ονομασία  The New Black Mask, φιλοξενώντας ιστορίες νεότερων συγγραφέων του είδους όπως ο Τζέιμς Ελρόι και ο Μάικλ Κόνελι.

Επίσης περιλαμβάνονται φωτογραφίες από κινηματογραφικές αφίσες ταινιών που είναι βασισμένες σε έργα του Raymond Chandler καθώς και πρωτότυπα εξώφυλλα ξένων εκδόσεων των βιβλίων του.

 

Κείμενα για τον Raymond Chandler

«Oι δέκα εντολές του Ρέιμοντ Τσάντλερ»
της Ελένης Κεχαγιόγλου

Τα εφτά (συν ένα ανολοκλήρωτο) μυθιστορήματα και οι πέντε συλλογές διηγημάτων του Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888-1959) εξύψωσαν το αστυνομικό σε λογοτεχνικό είδος απαιτητικότατης αφηγηματικής φόρμας και τον ίδιο σε στυλίστα συγγραφέα πρώτης κλάσης, που θεωρείται πλέον, χάρη στην πλοκή, στο ύφος, στην ατμόσφαιρα μα και τους διαλόγους των έργων του, κλασικός του είδους, με πολλούς επιγόνους.
Και παρότι ισχυριζόταν ότι: «Δεν μου καίγεται καρφί για τις αστυνομικές ιστορίες. Μια δικαιολογία γυρεύω απλώς για να πειραματιστώ στον διάλογο», ουδέποτε αμφισβήτησε τους «κανόνες» που διέπουν το αστυνομικό μυθιστόρημα. Το δε όνομά του έγινε συνώνυμο με το λιτό και σαρκαστικό ύφος του, σε αστυνομικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε έναν ηθικά αμφιλεγόμενο κόσμο. Και ο ήρωάς του, ο αβάσταχτα γοητευτικός Φίλιπ Μάρλοου είναι —μαζί με τον Σέρλοκ Χολμς— ο πιο διάσημος χάρτινος ντετέκτιβ που κυνικός, μοναχικός (αν και πάντοτε έτοιμος να ξελογιαστεί) και μοιραίος κινείται στην πρόστυχη και διεφθαρμένη μεγαλούπολη, με το αλκοόλ να ρέει άφθονο και τα μπλουζ να δίνουν το ρυθμό.

Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Τσάνλερ είχε απαράβατους κανόνες για την αστυνομική λογοτεχνία. Εξάλλου, σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα, που έστειλε το 1950 στον Άγγλο εκδότη του, Χάμις Χάμιλτον, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Ως συγγραφέας μυστηρίου, πιστεύω ότι αποτελώ ένα είδος ανωμαλίας, αφού οι περισσότεροι συγγραφείς μυστηρίου της αμερικανικής σχολής είναι ημιμαθείς […]. Θα έλεγε κανείς ότι η κλασική μόρφωση αποτελεί μια μάλλον κακή βάση για να γράψεις μυθιστορήματα σε σκληρή, καθημερινή γλώσσα. Πιστεύω το αντίθετο. Η κλασική εκπαίδευση σε γλιτώνει απ' το να ξεγελαστείς από την επίδειξη, από την οποία βρίθει η σύγχρονη μυθιστοριογραφία».

Ιδού, λοιπόν, οι 10 εντολές του Ρέιμοντ Τσάντλερ, όπως τις μεταφράζουμε από το Open Culture:

  1. Να είναι πειστικά τα κίνητρα, τόσο στην αρχή όσο και στην κατάληξη μιας υπόθεσης.
  2. Να είναι τεχνικά άρτιες οι μέθοδοι και της δολοφονίας και της διαλεύκανσής της.
  3. Να είναι ρεαλιστική η ιστορία, ως προς τους χαρακτήρες, το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα. Πρέπει να αφορά πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο.
  4. Εκτός από σασπένς και μυστήριο, η εξέλιξη της δράσης, η εξέλιξη της έρευνας, πρέπει να έχει στοιχεία περιπέτειας τέτοια ώστε να αξίζει να διαβαστεί.
  5. Να είναι η ιστορία επί της ουσίας απλή, έτσι ώστε να μπορεί να εξηγηθεί εύκολα όταν έρθει η ώρα.
  6. Πρέπει να μπορεί να μπερδέψει έναν αρκετά έξυπνο αναγνώστη.
  7. Να φαντάζει η λύση αναπόφευκτη άπαξ και αποκαλυφθεί.
  8. Δεν πρέπει κανείς να προσπαθεί να τα κάνει όλα μαζί. Αν πρόκειται για μια ιστορία-γρίφο που λαμβάνει χώρα σε μια ατμόσφαιρα μάλλον ήρεμη και λογική, δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και μια βίαιη περιπετειώδης ιστορία ή μια παθιασμένη ερωτική ιστορία.
  9. Ο εγκληματίας πρέπει στο τέλος να τιμωρείται — αν και όχι κατ’ ανάγκην από τον νόμο. Αν ο ντετέκτιβ αποτύχει να επιλύσει πλήρως την υπόθεση, η ιστορία απομένει ανολοκλήρωτη και αφήνει εκνευρισμένο τον αναγνώστη.
  10. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι ειλικρινής με τον αναγνώστη.

Οι παραπάνω βασικές αρχές του Τσάντλερ εκφράζουν —εμμέσως πλην σαφώς— τη διαφοροποίηση του νουάρ από τις ιστορίες μυστηρίου («βρες τον δολοφόνο»), που καλλιέργησαν, π.χ., η Άγκαθα Κρίστι και ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Ο Τσάντλερ, αντιθέτως, κινήθηκε στο δρόμο που πρώτος άνοιξε ο Ντάσιελ Χάμετ:  το «σκληρό αστυνομικό αφήγημα» («hard-boiled»), όπου το έγκλημα διαπράττεται κατά κανόνα από τους κοινωνικά απόβλητους μα και από τους διεφθαρμένους αστούς στη μεγαλούπολη — και όχι από εκκεντρικούς δολοφόνους σε επαύλεις ή αγροικίες στην εξοχή, κατά το παράδειγμα της Κρίστι. Στην αιχμηρή αυτή κριτική αποτίμηση των αστυνομικών-«βρες τον δολοφόνο» προβαίνει ο Τσάντλερ στο αξιομνημόνευτο δοκίμιό του Η απλή τέχνη του φόνου (The simple art of murder (1950)˙ στα ελληνικά: μτφ. Αργυρώ Πιπίνη, Λυχνάρι 2006).

Στη μελέτη του αυτή, ο Τσάντλερ βάλλει ενάντια στις αστυνομικές ιστορίες όπου οι μηχανορραφίες της πλοκής είναι τέτοιες που υπερβαίνουν κάθε ομοιότητα με την πραγματικότητα. «Εάν η κατάσταση είναι κίβδηλη, μη πειστική, τότε δεν μπορείς να δεχτείς καν ότι πρόκειται για ένα ελαφρύ μυθιστόρημα, διότι δεν υπάρχει υπόθεση». Δεν δίστασε μάλιστα να είναι εξαιρετικά αυστηρός με συγγραφείς σαν την Άγκαθα Κρίστι, καταλογίζοντάς τους ότι είναι όχι απλώς υποκριτές σνομπ μα και βαρετοί. «Οι Άγγλοι», αποφάνθηκε, «μπορεί να μην είναι οι καλύτεροι συγγραφείς στον κόσμο, αλλά είναι ασυγκρίτως οι πλέον πληκτικοί συγγραφείς». Και εδώ αποκαλύπτεται ο σκληρός αγώνας που με επίγνωση έδωσε ο Τσάντλερ με τον εαυτό του προκειμένου να μην είναι απλώς ένας άγγλος διανοούμενος που σπούδασε αγγλική φιλολογία (καθώς έζησε στην Αγγλία από τα 7 του χρόνια έως τα 24 του, οπότε επέστρεψε στην Αμερική όπου γεννήθηκε) και να γίνει συγγραφέας νουάρ ιστοριών αφότου πρώτα μελέτησε την αμερικανική σλανγκ, που χαρακτηρίζει τους διαλόγους του.

Στο ίδιο έργο, ο Τσάντλερ επαινεί τον Ντάσιελ Χάμετ του οποίου τα έργα είναι πλήρη ρεαλισμού. «Ο Χάμετ έδωσε τους φόνους στους ανθρώπους εκείνους που έχουν πράγματι λόγο να τους διαπράξουν, κι όχι σε όποιον να ‘ναι, απλώς για να παρουσιάσει στον αναγνώστη ένα πτώμα. […] Και έγραψε σελίδες που δεν είχαν γραφτεί ποτέ πριν». Συνειδητά ή όχι, πάντως, στο σημείο αυτό ο Τσάντλερ περιγράφει και τον δικό του συγγραφικό εαυτό.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο dim/art


 

«Προτιμώ τη μεγάλη, πρόστυχη, βρώμικη, διεφθαρμένη πόλη» - Ρέιμοντ Τσάνλερ: Ο ρεαλισμός της Μητρόπολης
του Θανάση Μήνα

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1888. Ήταν επτά χρονών όταν ο αλκοολικός πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του. Η αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του επέστρεψε μαζί με τον μικρό στην Αγγλία. Ο Τσάντλερ μεγάλωσε στο Ντάλγουιτς και σπούδασε αγγλική φιλολογία στο τοπικό κολλέγιο. Έλαβε κλασική παιδεία και φιλοδοξούσε να σταδιοδρομήσει ως συγκριτικός φιλόλογος. Παρακολούθησε επίσης οικονομικά μαθήματα σε κολλέγιο της Γερμανίας, ενώ μελέτησε αρκετές ξένες γλώσσες, ανάμεσά τους ελληνικά, αρμενικά και ουγγρικά. Μετά από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι, επέστρεψε στο Λονδίνο το 1907 και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να βρει μια θέση στο δημόσιο. Η αποτυχία τον ώθησε να αφοσιωθεί στη συγγραφή.

Ο νεαρός Τσάντλερ έγραψε τουλάχιστον δεκαοκτώ ποιήματα, που διέπονται από κλασικισμό. Την εποχή που άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια του λογοτεχνικού μοντερνισμού, ο Τσάντλερ παρέμενε πιστός στον ρομαντισμό της εδουαρδιανής περιόδου, στοιχείο που επηρέασε καταλυτικά και τα κατοπινά αστυνομικά αφηγήματά του. Την ίδια εποχή συνεργάστηκε με αρκετές εφημερίδες (με την Daily Express και την Westminster Gazette, μεταξύ άλλων) ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός, και πάλι χωρίς επιτυχία. «Ήμουν εντελώς αποτυχημένος, ο χειρότερος που πέρασε ποτέ», θα παραδεχόταν αργότερα ο ίδιος. O Τσάντλερ «για ένα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα τσιγκλούσε όλη την ώρα τη μούσα, πριν βρει τη δική του φωνή», σημειώνει ο ανανεωτής του γαλλικού αστυνομικού αφηγήματος (polar) Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ.

Το 1912 ο Τσάντλερ εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια˙ δυσκολεύτηκε όμως να προσαρμοστεί στον αμερικανικό τρόπο ζωής: ήταν ένας ρομαντικός Άγγλος διανοούμενος (αν και ο ίδιος απεχθανόταν τον όρο) ο οποίος, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τους ιδιωματισμούς της αμερικανικής γλώσσας. Βάλθηκε λοιπόν να μελετήσει σε βάθος την αμερικανική σλανγκ, άλλο ένα στοιχείο που έμελλε να χαρακτηρίσει την πρόζα του. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στον Καναδικό Στρατό και έλαβε μέρος σε φονικές μάχες στο γαλλικό μέτωπο. Σε μία από αυτές, ήταν ο μόνος επιζών από τη μονάδα του, μια τραυματική εμπειρία την οποία χρησιμοποίησε για να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του Τέρι Λένοξ, ήρωα του Μεγάλου αποχαιρετισμού.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και έγινε ανώτερο στέλεχος πετρελαϊκής εταιρίας. Το 1924 παντρεύτηκε την κατά δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Σίσι Πασκάλ. Ο ίδιος παραδέχεται ότι η σύζυγός του εξελίχτηκε στον πιο σκληρό και αδέκαστο κριτικό των έργων του. Στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, η εταιρία στην οποία εργαζόταν, χρεοκόπησε. Ο Τσάντλερ στράφηκε ξανά στο γράψιμο και συνεργάστηκε με περιοδικά που δημοσίευαν λαϊκά αφηγήματα, τα οποία είχαν μεγάλη πέραση εκείνη την εποχή. Το πιο γνωστό ήταν το Black Mask. Στις σελίδες αυτών των περιοδικών συγγραφείς όπως ο Τσάντλερ διαμόρφωσαν την τυπολογία του νουάρ και του σκληρού αστυνομικού αφηγήματος (hard-boiled). Σε τι συνίσταται αυτή η τυπολογία:
Το σκληρό αστυνομικό αφήγημα της δεκαετίας του '30 εισήγαγε τον νέο αστικό ρεαλισμό στην αστυνομική λογοτεχνία, στην οποία έως τότε κυριαρχούσε η κάπως αριστοκρατική ή ηθικοπλαστική οπτική της κλασικής αγγλοσαξονικής σχολής του είδους (whodunit: βρες το δολοφόνο). Όπως σημειώνει ο Τσάντλερ σε δοκίμιό του για τον Ντάσιελ Χάμετ, το noir και το hard-boiled, πρώτον, παρέδωσαν ξανά το έγκλημα σ’ αυτούς που είχαν πραγματικά λόγο για να το διαπράξουν (στους παρίες, στους κοινωνικά αποκλεισμένους αλλά και στους διαπλεκόμενους με την πολιτική εξουσία) και, δεύτερον, επανατοποθέτησαν το έγκλημα στον φυσικό του χώρο: στην καρδιά του αστικού ιστού - σε αντίθεση, και πάλι, με την κλασική σχολή (Άγκαθα Κρίστι, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ κλπ.) όπου συνήθως τα εγκλήματα διαπράττονται από εκκεντρικούς χαρακτήρες σε απομονωμένες αγροικίες ή επαύλεις. Τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον νουάρ κινηματογράφο δημιουργήθηκε ένα είδος νέου αστικού μελοδράματος (new urban melodrama). Η σκηνογραφία της μεγαλούπολης είναι αναπόσπαστο στοιχείο της τυπολογίας του. «Προτιμώ τη μεγάλη, πρόστυχη, βρώμικη, διεφθαρμένη πόλη», σημειώνει ο Τσάντλερ. Σ’ αυτό το σκηνικό από μπετόν και ατσάλι, σκιές και φώτα νέον, γεννήθηκε ένα νέο είδος μητροπολιτικού ήρωα ή πιο σωστά αντιήρωα, πάντα μοναχικού, με ευμετάβλητα προσωπικά όρια ηθικής˙ ενός τύπου που ψάχνει ή τον γυρεύουν μπελάδες, οι οποίοι πάνε συνήθως χέρι-χέρι με μια μοιραία ξανθιά ή κοκκινομάλλα˙ o ήρωας κινείται πάντα σ’ έναν υπόγειο κόσμο, σε στέκια που αποπνέουν κάπνα και μυρίζουν ξύλο και ουίσκι, ενώ ακούγεται ο ήχος του πιάνου, μπλουζάτα πνευστά και τύμπανα σε φρενίτιδα.


Τον τύπο αυτού του ήρωα αντιπροσωπεύουν ιδανικά ο Φίλιπ Μάρλοου (που αρχικά εμφανίζεται ως Μάλορυ) του Τσάντλερ και ο Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ, τον οποίον ο Τσάντλερ αναγνωρίζει ως τον θεμελιωτή του είδους˙ ο Χάμετ, με τη σειρά του, αναφορικά με την τεχνική της εναγώνιας προσμονής (suspense), κάνει λόγο για μια γραμμή που έχει ως αφετηρία Το στρίψιμο της βίδας του πατριάρχη του νεότερου αμερικανικού αφηγήματος Χένρι Τζέιμς. Γράφει ο Τσάντλερ: «Δεν ανακάλυψα τη σκληρή αστυνομική ιστορία και ποτέ δεν έκρυψα την άποψή μου πως ο Hammett είναι εκείνος που αξίζει το μεγαλύτερο μέρος του επαίνου, αν όχι ολόκληρο […] Ο Χάμμετ, σε αντίθεση με τους περισσότερους αστυνομικούς συγγραφείς, περιέλαβε ως τμήμα της δραματικής συνείδησης της αφήγησής του τη συνθήκη πως η δουλειά του ντετέκτιβ κι η δράση του μέσα στην πλοκή είναι από μόνη της μια δραστηριότητα - παραγωγής του μύθου.» (Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδ. Άγρα, 2009).

Αν όμως ο Τσάντλερ δεν επινόησε τη λογοτεχνία του hard-boiled, τότε σίγουρα ήταν αυτός που την τελειοποίησε (τουλάχιστον όσον αφορά την προ-Τζέιμς Ελρόι εποχή). Το οφείλει και στον ήρωά του, τον Φίλιπ Μάρλοου. Εκεί όπου ο Σαμ Σπέιντ και, κυρίως, ο Κοντινένταλ Οπ του Χάμετ εμφανίζονται σκληροί κι ασήκωτοι, ο Μάρλοου καταφέρνει να δείχνει σκληρός αλλά και συγχρόνως ευάλωτος, γεγονός που του προσδίδει γοητεία. Επίσης, πάντα σε διάλογο με τους ήρωες του Χάμετ, ο Μάρλοου διαθέτει έναν πιο άκαμπτο προσωπικό κώδικά ηθικής, τον οποίο ουδέποτε παραβιάζει, ούτε ακόμα κι όταν παρασύρεται (πιο σωστά ξελογιάζεται) από μοιραίες γυναίκες όπως η Βίβιαν και η Κάρμεν Στέρνγουντ (στον Μεγάλο ύπνο) ή η Αϊλήν Ουέιντ και η Σίλβια Λένοξ (στον Μεγάλο αποχαιρετισμό). Στο τέλος ο ήρωας θα κάνει αυτό που έχει να κάνει και θα φύγει μόνος. Επιπλέον, στα βιβλία του Χάμετ ο υπόκοσμος συγκροτείται αποκλειστικά και μόνο από κακούς τύπους, ενώ στα όργανα του νόμου η διαφθορά παρουσιάζεται συχνά ως ενδημικό φαινόμενο. Στον Τσάντλερ τίθεται με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της ετερότητας. Παρά τον ηθικό του κώδικα, ο Μάρλοου αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους τύπους του υποκόσμου, τους αισθάνεται οικείους παρότι τους αντιμάχεται. Ο επίσης σπουδαίος συγγραφέας αστυνομικών Ρος ΜακΝτόναλντ αποδίδει τη γοητεία του Μάρλοου στο δισυπόστατο του δημιουργού του: του Άγγλου ρομαντικού διανοούμενου σκακιστή που έγραφε σκληρές αστυνομικές ιστορίες: «Είναι αυτή η διπλή υπόσταση που κάνει τον Μάρλοου συναρπαστικό: η μάσκα του σκληρού ντετέκτιβ καλύπτοντας κατά το ήμισυ το ποιητικό και σατιρικό πνεύμα του Τσάντλερ. Ένα μέρος της απόλαυσής μας πηγάζει από το εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα στο πνεύμα του Τσάντλερ και τη φωνή του Μάρλοου.» (Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδ. Άγρα).

Ο Ίαν Ράνκιν σημειώνει: «Ο μεγάλος ύπνος είναι μια ιστορία με σεξ, ναρκωτικά, εκβιασμούς και άτομα της υψηλής κοινωνίας και την αφηγείται ένας κυνικός, σκληρός άντρας, ο Φίλιπ Μάρλοου. Από μόνο του, το βιβλίο είναι το πρότυπο για το μεγαλύτερο μέρος της αστικής αστυνομικής λογοτεχνίας που ακολούθησε, όπως επίσης και πολλών σύγχρονων αστυνομικών θρίλερ του Χόλιγουντ. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από το σωρό, όμως, είναι η ποιότητα του μυαλού που το συνέλαβε. Η ικανότητα του Τσάντλερ στην αστυνομική λογοτεχνία φαίνεται στις ανατροπές της πλοκής, ωστόσο το μυθιστόρημα έχει τη μοιραία εξέλιξη μιας αρχαίας τραγωδίας…»

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ δημοσίευσε ως το 1938 δεκαέξι ιστορίες στο περιοδικό Black Mask. Οι περισσότερες από αυτές έχουν συγκεντρωθεί στις συλλογές Νουάρ Ιστορίες Α' και Β' (Κέδρος, 2011 & 2012, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης, ο Γ' τόμος είναι υπό έκδοση). Οι ιστορίες αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τα μυθιστορήματά του, αρχής γενομένης με το The Big Sleep (1939) [Ο μεγάλος ύπνος, Κέδρος, 2010, μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος]. Ακολούθησαν τα: Farewell, My Lovely (1940) [Αντίο, γλυκιά μου, Άγρα, 1985, 2009, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης], High Window (1942) [Το ψηλό παράθυρο, Άγρα, 1997, 2010, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης), The Lady in the Lake (1943)  [Η κυρία της λίμνης, Ερατώ, 1998, μτφ. Κωνσταντίνος Αργυρός], The Little Sister (1949) [Η μικρή αδερφή, Κέδρος, 2002, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης], The Long Good-Bye (1954) [Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, Κέδρος, 2008, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης) και Playback (1958) [Πλεϊμπάκ, Κέδρος, 2005, μτφ. Αθανάσιος Ζάβαλος], όλα με πρωταγωνιστή τον Φίλιπ Μάρλοου.

Τα βιβλία του Τσάντλερ γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ. Οι πρώτοι κινηματογραφικοί ηθοποιοί που ενσάρκωσαν το χαρακτήρα του Μάρλοου ήταν ο Τζορτζ Σάντερς και ο Λόιντ Νόλαν το 1942. Όμως, αδιαμφισβήτητα, ο απόλυτος Μάρλοου που πέρασε από τη μεγάλη οθόνη ήταν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (με άξια συμπρωταγωνίστρια-και-κάτι-παραπάνω τη Λορίν Μπακόλ) στην κινηματογραφική μεταφορά του Μεγάλου ύπνου από τον Χάουαρντ Χοκς (1946), σε σενάριο του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Αργότερα τον Μάρλοου υποδύθηκαν ηθοποιοί όπως ο Τζέιμς Γκάρνερ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ (δύο φορές), ενώ, το 1973, στον Μεγάλο αποχαιρετισμό ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Όλτμαν επιχείρησε (και πέτυχε) να διαθλάσει την περσόνα του Μάρλοου στο πρίσμα της καλιφορνέζικης αντικουλτούρας του ’60, με πρωταγωνιστή τον Έλιοτ Γκουλντ.

Και ο ίδιος ο Τσάντλερ εργάστηκε στο Χόλιγουντ. Επιλεκτικά: το 1944 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ στο σενάριο της ταινίας Double Indemnity, βασισμένο στο βιβλίο του Τζέιμς Κέιν (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές), συγγραφέα που, σημειωτέον, απεχθανόταν ο Τσάντλερ)˙ το 1946 συνεργάστηκε με τον Τζορτζ Μάρσαλ στην ταινία The Blue Dahlia, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου˙ το 1950, τέλος, στην ταινία Strangers on a Train, έστω και εν μέσω διαφωνιών, συγκρούσεων και αποχωρήσεων,  στο στούντιο συναντήθηκαν τρεις αξεπέραστοι στιλίστες του μυστηρίου: μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ, σενάριο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, σκηνοθεσία του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Ο Τσάντλερ, πάντως, ουδέποτε ένιωσε άνετα στο περιβάλλον του Χόλιγουντ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κι ενώ είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος των Mystery Writers of America, υπέφερε από κατάθλιψη. Η υγεία του όλο και χειροτέρευε. Έφυγε από τη ζωή στις 26 Μαρτίου του 1959, έχοντας προλάβει να πλάσει,  όπως και ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ πριν απ’ αυτόν, έναν ήρωα αρχετυπικό.

Μάρλοου: «Έχω άδεια ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εδώ και ορισμένα χρόνια μάλιστα ασκώ αυτό το επάγγελμα. Είμαι τύπος μοναχικός, άγαμος, πλησιάζω τα σαράντα και δεν είμαι πλούσιος. Έχω κάνει φυλακή περισσότερο από μία φορά και δεν αναλαμβάνω ποτέ διαζύγια. Μ’ αρέσει το αλκοόλ, μ’ αρέσουν οι γυναίκες, μ’ αρέσει το σκάκι και ορισμένα άλλα πράγματα… Είμαι ντόπιος, γεννήθηκα στη Σάντα Ρόζα, οι γονείς μου έχουν πεθάνει κι οι δύο, δεν έχω αδέλφια κι αν κάποιος με χτυπήσει από πίσω σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε στο επάγγελμά μου, κανείς δεν θ’ ανησυχήσει, δεν θα αισθανθεί να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.»

Αποσπάσματα του έργου του

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
(Κέδρος, 2008, 2021, Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣΌταν πρωταντίκρισα τον Τέρι Λένοξ, ήταν τύφλα στο μεθύσι μέσα σε μια Ρολς Ρόις Σίλβερ Ρέιθ στον περίβολο του «Ντάνσερς». Ο παρκαδόρος είχε φέρει το αμάξι και εξακολουθούσε να κρατά την πόρτα ανοιχτή, επειδή το αριστερό πόδι του Τέρι Λένοξ κρεμόταν ακόμα έξω, λες και είχε ξεχάσει ότι του ανήκε. Είχε νεανικό πρόσωπο, αλλά τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα. Από τα μάτια καταλάβαινες ότι ήταν λιώμα, αν και κατά τ’ άλλα έμοιαζε με οποιονδήποτε επίσημα ντυμένο συμπαθητικό νεαρό, που είχε ξοδέψει πάρα πολλά λεφτά σ’ ένα στέκι το οποίο υπήρχε αποκλειστικά γι’ αυτό το λόγο.
Δίπλα του ήταν μια κοπέλα. Τα μαλλιά της είχαν μια υπέροχη απόχρωση σκούρου κόκκινου, στα χείλη είχε ένα αχνό χαμόγελο και στους ώμους φορούσε μια γαλάζια μινκ που έκανε τη Ρολς Ρόις να μοιάζει σχεδόν με κοινό αμάξι.
Εντάξει, όχι ακριβώς. Τίποτα δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Ο παρκαδόρος ήταν ένας συνήθης σκληρός, και καλά, τύπος με λευκό σακάκι που στο μπροστινό μέρος είχε κεντημένο με κόκκινα γράμματα το όνομα του εστιατορίου. Είχε αρχίσει να δυσανασχετεί.
«Ακούστε, κύριε», είπε μ’ έναν εκνευρισμό στον τόνο της φωνής του, «θα σας πείραζε πολύ να τραβήξετε μέσα το πόδι σας για να κλείσω την πόρτα; Ή μήπως να την ανοίξω εντελώς, για να πέσετε όλος έξω;»
Η κοπέλα τού έριξε ένα βλέμμα που θα πρέπει να καρφώθηκε τουλάχιστον δέκα πόντους βαθιά στην πλάτη του.
Εκείνος ούτε που έδειξε να ενοχλείται ή να τρομάζει. Στο «Ντάνσερς» έχουν το είδος των πελατών που σε κάνει να χάνεις πάσα ιδέα για το πόσο επηρεάζουν την προσωπικότητα τα πολλά λεφτά.
Στο πάρκινγκ μπήκε ένα χαμηλό ανοιχτό σπορ αμάξι ξένης προέλευσης κι από μέσα βγήκε ένας άντρας που χρησιμοποίησε τον αναπτήρα του ταμπλό για ν’ ανάψει ένα μακρύ τσιγάρο. Φορούσε καρό πουκάμισο, κίτρινο παντελόνι και μπότες ιππασίας. Προχώρησε αφήνοντας πίσω του σύννεφα κολόνιας και δεν μπήκε καν στον κόπο να ρίξει μια ματιά προς τη Ρολς Ρόις. Μάλλον το θεώρησε γελοίο. Σταμάτησε στη βάση των σκαλιών που οδηγούσαν στην είσοδο και στερέωσε ένα μονόκλ στο μάτι του.
Η κοπέλα είπε με μια πρόσχαρη έκρηξη γοητείας: «Χρυσέ μου, έχω μια θαυμάσια ιδέα. Γιατί να μην πάμε με ταξί ως το σπίτι σου κι από κει να πάρουμε το κουπέ; Είναι τόσο ωραία βραδιά για μια βόλτα ως την ακτή του Μοντεσίτο. Ξέρω κάποιους εκεί που διοργανώνουν ένα χορό δίπλα στη θάλασσα».
Ο ασπρομάλλης τύπος είπε ευγενικά: «Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν το έχω πια. Αναγκάστηκα να το πουλήσω».
Από τη φωνή και τον τρόπο εκφοράς θα πίστευες ότι το δυνατότερο ποτό που είχε πιει ήταν πορτοκαλάδα.
«Το πούλησες, χρυσέ μου; Τι εννοείς;» Τραβήχτηκε από δίπλα του στο κάθισμα, αλλά η φωνή της ακούστηκε ακόμα πιο απόμακρη.
«Εννοώ ότι έπρεπε», είπε. «Για να πάρω κάτι να φάω».
«Κατάλαβα».
Εκείνη τη στιγμή αν άφηνες πάνω της μια μπάλα παγωτού, δεν υπήρχε περίπτωση να λιώσει.
Ο παρκαδόρος είχε τον ασπρομάλλη ακριβώς στο σημείο που μπορούσε να τον αντιμετωπίσει στα ίσια – στην κατηγορία με τους μπατίρηδες.
«Κοίτα, φιλαράκο», είπε. «Πρέπει να παρκάρω το άλλο αμάξι. Τα λέμε άλλη φορά ίσως».
Άφησε την πόρτα ν’ ανοίξει εντελώς. Ο μεθυσμένος γλίστρησε απ’ το κάθισμα και προσγειώθηκε κατάχαμα στην άσφαλτο. Πήγα λοιπόν κι εγώ να κάνω το κομμάτι μου.
Υποτίθεται ότι είναι λάθος να μπλέκεις με κάποιο μεθυσμένο. Ακόμα κι αν σε ξέρει και σε συμπαθεί, υπάρχει περίπτωση να τα βάλει μαζί σου και να σου ρίξει καμιά στα μούτρα. Τον έπιασα απ’ τις μασχάλες και τον σήκωσα όρθιο.
«Ειλικρινά σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε ευγενικά.
Η κοπέλα γλίστρησε πίσω απ’ το τιμόνι.
«Γίνεται τόσο αναθεματισμένα Εγγλέζος όταν πίνει», είπε με φωνή από ανοξείδωτο ατσάλι. «Ευχαριστώ που τον σηκώσατε».
«Θα τον βάλω στο πίσω κάθισμα», είπα.
«Λυπάμαι πολύ. Έχω αργήσει σ’ ένα ραντεβού».
Έβαλε ταχύτητα και η Ρολς Ρόις άρχισε να κυλάει.
«Έτσι κι αλλιώς δεν είναι παρά ένα χαμένο σκυλί», πρόσθεσε χαμογελώντας με απάθεια. «Ίσως μπορείτε να του βρείτε ένα σπίτι. Άλλωστε έχει τρόπους, μέσες άκρες».
Η Ρολς Ρόις έφτασε ως την είσοδο του περιβόλου, βγήκε στη λεωφόρο Σάνσετ, έστριψε δεξιά και απομακρύνθηκε. Όταν επέστρεψε ο παρκαδόρος, εξακολουθούσα να την κοιτάω. Κι εξακολουθούσα να κρατάω τον άντρα, που πλέον κοιμόταν βαθιά.
«Είναι κι αυτός ένας τρόπος να την “κάνεις”», είπα στον τύπο με το λευκό σακάκι.
«Σίγουρα», είπε κυνικά. «Γιατί να χάνεις τον καιρό σου μ’ ένα μεθύστακα όταν έχεις τέτοιες καμπύλες και τα σχετικά;»
«Τον ξέρεις;»
«Άκουσα την τύπισσα να τον φωνάζει Τέρι. Κατά τ’ άλλα μου λέει όσα κι ο κώλος μιας γελάδας. Έτσι κι αλλιώς μόλις πριν δυο βδομάδες έπιασα δουλειά εδώ».
«Φέρε μου το αμάξι, εντάξει;»
Του έδωσα το χαρτάκι.
Μέχρι να φέρει την Ολντς, μου φάνηκε λες και κρατούσα ένα τσουβάλι γεμάτο μολύβι. Ο τύπος με το λευκό σακάκι με βοήθησε να τον βάλουμε στο μπροστινό κάθισμα. Ο πελάτης άνοιξε το ένα μάτι, μας ευχαρίστησε και ξανακοιμήθηκε.
«Είναι ο πιο ευγενικός μεθυσμένος που έχω συναντήσει», είπα στον τύπο με το λευκό σακάκι.
«Τους βρίσκεις σ’ όλα τα μεγέθη, είδη και φερσίματα», είπε. «Κι όλοι τους είναι ρεμάλια. Αυτός εδώ κάποια στιγμή μάλλον έκανε πλαστική».
«Ναι».
Του έδωσα ένα δολάριο κι εκείνος μ’ ευχαρίστησε. Είχε δίκιο για την εγχείρηση. Η δεξιά πλευρά στο πρόσωπο του νέου μου φίλου ήταν παγωμένη, ωχρή και σημαδεμένη από μικρές, λεπτές ουλές. Το δέρμα γύρω απ’ τις ουλές γυάλιζε. Μιλάμε για πλαστική, και μάλιστα ριζική.
«Τι σκοπεύεις να τον κάνεις;»
«Θα τον πάω σπίτι και θα τον συνεφέρω, για να μου πει πού μένει».
Ο τύπος με το λευκό σακάκι μού χαμογέλασε.
«Καλά, κορόιδο. Στη θέση σου θα τον παρατούσα σε κάποιο ρέμα και θα συνέχιζα. Κάτι τέτοιοι μεθύστακες σε βάζουν σε μπελάδες και δεν έχει πλάκα. Έχω μια θεωρία γι’ αυτά τα πράγματα. Με τον ανταγωνισμό που υπάρχει στις μέρες μας, ο καθένας πρέπει να φυλάει τις δυνάμεις του για να προστατέψει τον εαυτό του όταν σφίξει η δαγκάνα».
«Βλέπω ότι το εφαρμόζεις με μεγάλη επιτυχία», είπα.
Φάνηκε να προβληματίζεται κι αμέσως μετά άρχισε να θυμώνει, αλλά μέχρι τότε ήμουν ήδη στο αμάξι και είχα φύγει.
Φυσικά εν μέρει είχε δίκιο. Ο Τέρι Λένοξ μ’ έβαλε σε πολλούς μπελάδες. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αυτή είναι η δουλειά μου.


Η ΜΙΚΡΗ ΑΔΕΡΦΗ
(Κέδρος, 2002, 2021, Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)


Η ΜΙΚΡΗ ΑΔΕΡΦΗΣτο ορθογώνιο τραχύ τζάμι της πόρτας τα μαύρα λεπτά γράμματα σχηματίζουν τις λέξεις: «Φίλιπ Μάρλοου... Έρευνες». Είναι μια φυσιολογικά φθαρμένη πόρτα στο τέλος ενός φυσιολογικά φθαρμένου διαδρόμου σ’ ένα κτίριο που ήταν καινούργιο σχεδόν την ίδια χρονιά που η στρωμένη με πλακάκια τουαλέτα καθιερώθηκε ως θεμέλιος λίθος του πολιτισμού μας. Η πόρτα είναι κλειδωμένη, όμως ακριβώς δίπλα υπάρχει μια άλλη πόρτα με την ίδια επιγραφή που δεν είναι. Περάστε μέσα – δεν θα βρείτε κανέναν άλλο εκτός από μένα και μια τεράστια κρεατόμυγα. Περάστε – όχι όμως αν είστε απ’ το Μανχάταν του Κάνσας.
Ήταν ένα από εκείνα τα καθαρά, φωτεινά καλοκαιρινά πρωινά που έχουμε στην Καλιφόρνια στις αρχές της άνοιξης, προτού κατέβει η ομίχλη. Η περίοδος των βροχών έχει τελειώσει. Οι λόφοι εξακολουθούν να είναι πράσινοι και, πέρα από την πεδιάδα, απέναντι από τους λόφους του Χόλιγουντ, διακρίνεται χιόνι στα ψηλά βουνά. Τα καταστήματα με τις γούνες διαφημίζουν τις ετήσιες εκπτώσεις τους. Οι οίκοι ανοχής που ειδικεύονται σε δεκαεξάχρονες παρθένες βλέπουν τις δουλειές τους να απογειώνονται. Και στο Μπέβερλι Χιλς οι φοινικιές έχουν αρχίσει να ανθίζουν.
Εδώ και πέντε λεπτά παρακολουθούσα με τα μάτια την κρεατόμυγα, περιμένοντάς την να κάτσει κάπου. Δεν ήθελε να κάτσει πουθενά. Προτιμούσε να πετά ανάποδα και να τραγουδά την εισαγωγή της όπερας Παλιάτσι του Λεονκαβάλο. Είχα σηκωμένη τη μυγοσκοτώστρα στον αέρα και ήμουν πανέτοιμος. Το φως του ήλιου έπεφτε εκτυφλωτικό σε μια γωνία του γραφείου μου και ήξερα ότι αργά ή γρήγορα η μύγα θα κατέληγε εκεί. Όμως, όταν τελικά αυτό συνέβη, στην αρχή ούτε που την είδα. Ο βόμβος σταμάτησε και να την εκεί, μπροστά μου. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο.
Το πλησίασα με το αριστερό μου χέρι, πόντο πόντο, υπομονετικά. Σήκωσα αργά το ακουστικό και μίλησα μαλακά: «Περιμένετε παρακαλώ μια στιγμή».
Άφησα απαλά το ακουστικό πάνω στο καφετί στυπόχαρτο. Η μύγα ήταν ακόμα εκεί, γυαλιστερή, γαλαζοπράσινη, γεμάτη αμαρτία. Πήρα βαθιά ανάσα και χτύπησα. Ό,τι απέμεινε από τη μύγα εκσφενδονίστηκε στη μέση του δωματίου κι έπεσε στο χαλί. Πήγα και τη σήκωσα από το φτερό που είχε μείνει άθικτο και την πέταξα στα σκουπίδια.
«Ευχαριστώ που περιμένατε», είπα στο τηλέφωνο.
«Είστε ο κύριος Μάρλοου, ο ντετέκτιβ;» Η φωνή της έμοιαζε νεανική, αγχωμένη, κοριτσίστικη. Της είπα ότι είμαι ο κύριος Μάρλοου, ο ντετέκτιβ. «Πόσο χρεώνετε για τις υπηρεσίες σας, κύριε Μάρλοου;»
«Τι ακριβώς θέλετε;»
Η φωνή άλλαξε ελαφρά. «Δεν νιώθω πολύ άνετα να σας πω από το τηλέφωνο. Είναι – είναι εμπιστευτικό. Προκειμένου να μη σπαταλήσω χρόνο και να έρχομαι στο γραφείο σας, θα ήθελα να μου δώσετε μια ιδέα...»
«Σαράντα δολάρια τη μέρα συν τα διάφορα έξοδα. Εκτός αν πρόκειται για υπόθεση που μπορεί να γίνει έναντι συγκεκριμένης αμοιβής».
«Είναι πολλά τα λεφτά», είπε η νεανική φωνή. «Δηλαδή, μπορεί να κοστίσει εκατοντάδες δολάρια κι εγώ παίρνω μόνο ένα μικρό μισθό και...»
«Πού βρίσκεστε τώρα;»
«Σ’ ένα πολυκατάστημα. Ακριβώς δίπλα από το κτίριο όπου βρίσκεται το γραφείο σας».
«Θα μπορούσατε να είχατε γλιτώσει το κέρμα. Το ασανσέρ είναι δωρεάν».
«Π-πώς είπατε;»
Της το ξανάπα απ’ την αρχή. «Ελάτε πάνω να σας δούμε κι εμείς», πρόσθεσα. «Αν τα μπλεξίματά σας είναι του τύπου μου θα μπορούσα άνετα να σας δώσω μια ιδέα...»
«Πρέπει να ξέρω κάποια πράγματα για σας», είπε η νεανική φωνή γεμάτη σταθερότητα. «Πρόκειται για θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο, πολύ προσωπικό. Δεν θα μπορούσα να το συζητήσω με οποιονδήποτε».
«Αν είναι τόσο ευαίσθητο», είπα, «ίσως πρέπει να μιλήσετε με μια γυναίκα ντετέκτιβ».
«Θεέ μου, δεν ήξερα ότι υπάρχουν και τέτοιες». Παύση. «Πάντως, πιστεύω ότι μια γυναίκα ντετέκτιβ θα ήταν εντελώς ακατάλληλη. Βλέπετε, ο Όριν έμενε σε μια πολύ κακόφημη γειτονιά, κύριε Μάρλοου. Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα. Ο υπεύθυνος του ξενώνα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος χαρακτήρας. Μύριζε αλκοόλ. Εσείς πίνετε, κύριε Μάρλοου;»
«Δηλαδή, τώρα που το λέτε...»
«Δεν νομίζω ότι θα ήθελα να προσλάβω έναν ντετέκτιβ που θα ’κανε χρήση αλκοόλ σε οποιαδήποτε μορφή. Δεν εγκρίνω ούτε τη χρήση καπνού».
«Επιτρέπεται, τουλάχιστον, να ξεφλουδίζω πορτοκάλια;»
Το αυτί μου έπιασε την κοφτή ανάσα στην άλλη άκρη της γραμμής. «Θα μπορούσατε τουλάχιστον να φερθείτε σαν τζέντλεμαν», είπε.
«Δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε στην Πανεπιστημιακή Λέσχη», της είπα. «Έχω ακούσει ότι τους έχουν ξεμείνει ένας δυο τέτοιοι τύποι, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι θα σας αφήσουν να τους χρησιμοποιήσετε». Κατέβασα το ακουστικό.
Ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και δεν με πήγε πολύ μακριά. Θα ’πρεπε να είχα κλειδώσει την πόρτα και να είχα κρυφτεί κάτω απ’ το γραφείο.


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΝΟΣ
(Κέδρος, 2010, 2021, Μετάφραση: Φίλιππος Χρυσόπουλος)

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΝΟΣ«Ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί, μέσα Οκτωβρίου, ο ήλιος ήταν κρυμμένος από τα σύννεφα και φαινόταν πεντακάθαρα ότι θα ξεσπούσε δυνατή βροχή στους πρόποδες των λόφων. Φορούσα το απαλό γαλάζιο κοστούμι μου, με σκούρο μπλε πουκάμισο, γραβάτα και μαντίλι στο πέτο, μαύρα χοντρά παπούτσια περιπάτου, μαύρες μάλλινες κάλτσες με σχέδια σκούρων ρολογιών. Ήμουν περιποιημένος, μπανιαρισμένος, ξυρισμένος και νηφάλιος, και δεν έδινα δεκάρα αν το πρόσεχε κάποιος ή όχι. Ήμουν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι ένας καλοντυμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ήμουν έτοιμος να επισκεφθώ τέσσερα εκατομμύρια δολάρια.
Το κυρίως χολ της οικίας Στέρνγουντ ήταν ψηλό, με εξώστη. Πάνω από την είσοδο, που ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να περάσει ένα κοπάδι από ινδικούς ελέφαντες, υπήρχε ένα μεγάλο βιτρό˙ έδειχνε έναν ιππότη με μαύρη πανοπλία που προσπαθούσε να σώσει μια λαίδη η οποία ήταν δεμένη σε ένα δέντρο και δε φορούσε ρούχα, αλλά είχε πολύ βολικά μακριά μαλλιά για να την καλύπτουν. Ο ιππότης είχε σηκωμένη την προσωπίδα του κράνους του από ευγένεια και έπαιζε με τους κόμπους των σκοινιών που έδεναν τη γυναίκα στο δέντρο, χωρίς να καταφέρνει να τους λύσει. Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι, αν έμενα σε αυτό το σπίτι, αργά ή γρήγορα θα ανέβαινα εκεί πάνω και θα του έδινα ένα χεράκι. Δεν έδειχνε να προσπαθεί πραγματικά.
Στο πίσω μέρος του χολ υπήρχε μια μπαλκονόπορτα, και στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη άπλα από σμαραγδένιο γκαζόν και ένα άσπρο γκαράζ, μπροστά στο οποίο ένας λεπτός, μελαψός νεαρός, σοφέρ με μαύρες γυαλιστερές γκέτες ξεσκόνιζε ένα καστανοκόκκινο Πάκαρντ καμπριολέ. Πέρα από το γκαράζ υπήρχαν μερικά διακοσμητικά δέντρα που ήταν τόσο προσεκτικά κουρεμένα, λες και ήταν σκυλάκια κανίς. Πίσω από αυτά βρισκόταν ένα μεγάλο θερμοκήπιο με θολωτή σκεπή. Ύστερα έβλεπες κι άλλα δέντρα και από πίσω οι πρόποδες των λόφων σχημάτιζαν μια στιβαρή, ανισόπεδη, πλούσια γραμμή.
Στην ανατολική μεριά του χολ βρισκόταν μια σκάλα, στρωμένη με πλακάκια, που οδηγούσε σε έναν εξώστη με σιδερένιο κιγκλίδωμα και σε ένα άλλο βιτρό. Μεγάλες ξύλινες καρέκλες με στρογγυλεμένα κόκκινα βελούδινα μαξιλάρια ήταν τοποθετημένες στα άδεια σημεία του τοίχου. Δεν έδειχναν σαν να μην είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Στη μέση του δυτικού τοίχου βρισκόταν ένα μεγάλο άδειο τζάκι με μπρούντζινο κάλυμμα αποτελούμενο από τέσσερα φύλλα συνδεδεμένα με μεντεσέδες˙ πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα μαρμάρινο γείσο με φτερωτούς έρωτες στις γωνίες. Πάνω από το γείσο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο ζωγραφισμένο με λάδι, και πάνω από το πορτρέτο, μέσα σε μια γυάλινη κορνίζα, βρίσκονταν δύο διασταυρωμένα σημαιάκια του ιππικού τρυπημένα από σφαίρες ή φαγωμένα από σκόρο. Το πορτρέτο απεικόνιζε έναν αυστηρό συνταγματάρχη με πλήρη στολή της εποχής του Μεξικανικού Πολέμου. Ο αξιωματικός είχε ένα περιποιημένο μαύρο τριγωνικό μουσάκι, μαύρο τσιγκελωτό μουστάκι, φλογερά, μαύρα σαν κάρβουνο, μάτια, και γενικότερα την εμφάνιση ενός άντρα που θα σε ωφελούσε να τα έχεις καλά μαζί του. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει να ήταν ο παππούς του στρατηγού Στέρνγουντ. Δεν μπορεί να ήταν ο ίδιος ο στρατηγός, μολονότι είχα ακούσει ότι ήταν πολύ προχωρημένης ηλικίας για να έχει δύο κόρες που ήταν ακόμη στην επικίνδυνη ηλικία των είκοσι.
Είχα ακόμη προσηλωμένο το βλέμμα μου στα φλογερά μαύρα μάτια, όταν άνοιξε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα. Δεν ήταν ο μπάτλερ πάλι. Ήταν μια κοπέλα.
Ήταν γύρω στα είκοσι, μικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη, άλλα έδειχνε σφριγηλή. Φορούσε ανοιχτόχρωμο μπλε παντελόνι που έδειχνε όμορφο πάνω της. Περπατούσε σαν να πετούσε. Τα όμορφα, καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά της ήταν κομμένα πιο κοντά από όσο απαιτούσε η μόδα, με τις γυριστές αγορίστικες μπούκλες. Τα μάτια της είχαν το γκρίζο χρώμα του σχιστόλιθου και το βλέμμα της ήταν σχεδόν ανέκφραστο. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε πλατιά, φανερώνοντας μικρά, κοφτερά δόντια αρπακτικού, λευκά σαν ψίχα φρέσκου πορτοκαλιού και γυαλιστερά σαν πορσελάνη. Έλαμπαν ανάμεσα από τα λεπτά, πολύ σφιγμένα χείλη της. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και δεν έδειχνε πολύ υγιές.»


ΠΛΕΪΜΠΑΚ
(Κέδρος, 2005, Μετάφραση: Αθανάσιος Ζάβαλος)

«Άφησα πίσω μου το Λος Άντζελες και πήρα τον αυτοκινητόδρομο που περνούσε έξω από το Οσεανσάιντ. Είχα χρόνο να σκεφτώ.
Από το Λος Άντζελες μέχρι το Οσεανσάιντ ήταν δεκαοχτώ μίλια αυτοκινητόδρομου ταχείας κυκλοφορίας με τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση, με κουφάρια από τρακαρισμένα, καμένα και εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα κατά διαστήματα, τα οποία σκούριαζαν στα πρανή του δρόμου μέχρι να έρθουν, όποτε τους βολέψει, να τα απομακρύνουν. Αφού δεν υπήρχε τίποτε ενδιαφέρον στη διαδρομή, άρχισα να σκέφτομαι για ποιο λόγο πήγαινα ξανά πίσω στην Εσμεράλντα. Η υπόθεση που είχα αναλάβει είχε τελειώσει και θεωρητικά είχε κλείσει. Συνήθως ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ έχει έναν πελάτη, ο οποίος θέλει για πολύ λίγα χρήματα να μάθει πάρα πολλές πληροφορίες. Την παίρνεις τη δουλειά ή δεν την παίρνεις, ανάλογα με τις περιστάσεις. Το ίδιο και την αμοιβή σου _ μπορεί να την πάρεις, αλλά μπορεί και να μην την πάρεις. Αλλά καμιά φορά, εκτός από τις πληροφορίες ακούς κι άλλα πράγματα, όπως, για παράδειγμα, μια ιστορία για ένα πτώμα σε κάποιο μπαλκόνι το οποίο δεν βρίσκεται εκεί όταν πας να κοιτάξεις. Η κοινή λογική λέει παράτα τα και πήγαινε σπίτι σου, δεν βγαίνει φράγκο από την υπόθεση. Η κοινή λογική όμως πάντα μιλάει όταν είναι πολύ αργά. Κοινή λογική είναι ο τύπος που σου λέει ότι έπρεπε να είχες ρεγουλάρει τα φρένα σου την προηγούμενη βδομάδα, προτού πας και στουκάρεις πάνω στον μπροστινό σου. Κοινή λογική είναι ο κεντρικός μπακ τη Δευτέρα το πρωί, ο οποίος, αν έπαιζε, δεν θα είχε χαθεί το παιχνίδι. Όμως ποτέ δεν παίζει. Όταν γίνεται το παιχνίδι, αυτός βρίσκεται πάντα ψηλά στις κερκίδες με ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι του. Κοινή λογική είναι ο μικρόσωμος άντρας με το γκρι κοστούμι, ο οποίος ορκίζεται ότι δεν κάνει ποτέ λάθος στην πρόσθεση. Μόνο που πάντα προσθέτει λεφτά άλλων κι όχι δικά του.
Στην κατάλληλη έξοδο έστριψα και χώθηκα στο φαράγγι και σε λίγο βρέθηκα στο Ράντσο Ντεσκανσάντο. Ο Τζακ και η Λουσίλ βρίσκονταν στη συνηθισμένη τους θέση. Άφησα κάτω τη βαλίτσα μου και ακούμπησα στον πάγκο.
«Ήταν σωστά τα λεφτά που άφησα;» ρώτησα.
«Ναι, ευχαριστούμε», απάντησε ο Τζακ. «Τώρα θέλετε ξανά το δωμάτιο, φαντάζομαι.»
«Αν είναι δυνατόν.»
«Γιατί δεν μας είπατε πως είστε ντετέκτιβ;»
«Τι ερώτηση κι αυτή!» έκανα μ’ ένα στραβό χαμόγελο. «Λέει ποτέ κανένας ντετέκτιβ ότι είναι ντετέκτιβ; Παρακολουθείς καθόλου τηλεόραση;»
«Όταν έχω ελεύθερο χρόνο. Όχι και πολύ συχνά.»
«Πάντα καταλαβαίνεις ποιος είναι ντετέκτιβ στην τηλεόραση. Είναι αυτός που δεν βγάζει ποτέ το καπέλο του. Τι ξέρεις για τον Λάρι Μίτσελ;»
«Τίποτε», απάντησε ο Τζακ μαγκωμένος. «Ξέρω μόνο πως είναι φίλος του κυρίου Μπράντον. Ο κύριος Μπράντον είναι ιδιοκτήτης αυτού του ξενοδοχείου.»
«Τον βρήκες τον Τζο Χάρμς;» με ρώτησε η Λουσίλ χαρωπά.
«Ναι, ευχαριστώ.»
«Και σου...;»
«Ναι, ναι. Εντάξει.»
«Κλείσ’ το λίγο το στοματάκι σου, μωρό μου», είπε ο Τζακ και μου έκλεισε το μάτι καθώς έσπρωξε το κλειδί του δωματίου προς το μέρος μου. «Η Λουσίλ περνάει βαρετά εδώ πέρα, κύριε Μάρλοου, και σε όποιον πελάτη έρχεται της αρέσει να λέει κάτι παραπάνω. Έχει κολλήσει σ’ αυτό εδώ τα μέρος και δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από μένα και τον τηλεφωνικό της πίνακα. Κι ένα μικρούλι διαμαντένιο δαχτυλίδι που είναι τόσο μικρό, ώστε ντράπηκα όταν της το έδωσα. Αλλά τι να κάνει ένας άντρας; Όταν αγαπάει μια κοπέλα, του αρέσει να βλέπει το δαχτυλίδι του να λάμπει στο δάχτυλό της.»
Η Λουσίλ σήκωσε το αριστερό της χέρι και το έστριψε χαμογελώντας για να λάμψει το μικρό διαμάντι. «Το μισώ αυτό το δαχτυλίδι», είπε σαν να βρισκόταν σε όνειρο. «Το μισώ όπως μισώ τη λιακάδα και το καλοκαίρι και τα λαμπερά αστέρια και την πανσέληνο.»
Πήρα το κλειδί και τη βαλίτσα μου και τους άφησα. Aκόμη λίγη ώρα μαζί τους και υπήρχε κίνδυνος να αρχίσω κι εγώ να ερωτεύομαι τον εαυτό μου. Και τότε μπορεί να ήθελα να του κάνω κι εγώ δώρο ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι.»


ΝΟΥΑΡ ΙΣΤΟΡΙΕΣ τόμος Α'
(Κέδρος, 2011, Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)

«Ο ΜΑΛΟΡΙ βγήκε από το υπόστεγο με το καπέλο του υπό μάλης. Ο πορτιέρης τον κοίταξε απορημένα. O Mάλορι έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι και περπάτησε για λίγο στο πεζοδρόμιο που έβγαζε στον ημικυκλικό ιδιωτικό δρόμο. Στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου, στο σκοτάδι. Σκεφτόταν έντονα. Έπειτα από λίγο μια Ιζότα-Φρατσίνι πέρασε αργά από μπροστά του.
Έμοιαζε με ανοιχτή άμαξα και ήταν τεράστια ακόμη και για τη δεδομένη ξιπασιά που επικρατούσε στο Χόλιγουντ. Περνώντας μπροστά από τα φώτα της εισόδου έλαμψε σαν χορωδία σε μιούζικαλ. Στη συνέχεια, το χρώμα της έγινε θαμπό γκρίζο και ασημί. Στο τιμόνι καθόταν ένας σοφέρ με λιβρέα, άκαμπτος όσο μια στέκα του μπιλιάρδου, μ’ ένα μυτερό καπέλο ριγμένο στραβά πάνω από το ένα του μάτι. Στο πίσω κάθισμα βρισκόταν η Ρόντα Φαρ, βυθισμένη στο κάθισμά της, με την παγωμένη ακινησία κέρινης κούκλας.

Το αμάξι γλίστρησε αθόρυβα στο δρομάκι, πέρασε ανάμεσα από δύο κοντόχοντρες πέτρινες κολόνες και χάθηκε στα φώτα της λεωφόρου. Ο Μάλορι φόρεσε αφηρημένα το καπέλο του.
Κάτι κινήθηκε στο σκοτάδι πίσω του, ανάμεσα στα πανύψηλα κυπαρίσσια. Στράφηκε απότομα και μέσα στο αδύναμο φως βρέθηκε αντιμέτωπος με την κάννη ενός όπλου.
Ο άντρας που κρατούσε το όπλο ήταν μεγαλόσωμος. Φορούσε ένα τσόχινο καπέλο ακαθόριστου σχήματος, ενώ πάνω του κρεμόταν ένα αδιάφορο πανωφόρι. Το αδύναμο φως από ένα στενό παράθυρο, κάπου ψηλά, φώτιζε ένα ζευγάρι πυκνά φρύδια και μια γαμψή μύτη. Πίσω του βρισκόταν ένας άλλος άντρας.
Είπε: «Φιλαράκο, αυτό εδώ είναι όπλο. Όταν κάνει μπαμ ο κόσμος πέφτει κάτω. Θες να δοκιμάσεις;»
Ο Μάλορι τον κοίταξε με άδειο βλέμμα και είπε: «Σύνελθε, μπασκίνα. Τι τρέχει;»
Ο μεγαλόσωμος άντρας γέλασε. Το γέλιο του ακούστηκε μουντό, όπως τα κύματα που σκάνε πάνω σε βράχους μέσα στην ομίχλη. Είπε με έντονο σαρκασμό:
«Ο εξυπνάκιας μάς κατάλαβε, Τζιμ. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να μοιάζει με μπάτσο». Κοίταξε τον Μάλορι και πρόσθεσε: «Σε είδα που κοπάνησες έναν τυπάκο μέσα στο μαγαζί. Το θεωρείς ευγενικό;»
Ο Μάλορι πέταξε το τσιγάρο του και το παρακολούθησε να διαγράφει μια τοξωτή πορεία μέσα στο σκοτάδι. Είπε προσεκτικά:
«Μήπως είκοσι δολάρια θα σε βοηθούσαν να δεις την όλη ιστορία με άλλο μάτι;»
«Όχι απόψε, κύριος. Oποιοδήποτε άλλο βράδυ ίσως, αλλά όχι απόψε».
«Ένα κατοστάρι;»
«Ούτε καν αυτό, κύριος».
«Αυτό», είπε σοβαρά ο Μάλορι, «είμαι σίγουρος ότι το λες με βαριά καρδιά».
Ο μεγαλόσωμος άντρας γέλασε ξανά και τον πλησίασε λιγάκι. Ο άντρας που στεκόταν πιο πίσω βγήκε απ’ τη σκιά κι ακούμπησε το μαλακό, χοντρούτσικο χέρι του στον ώμο του Μάλορι. Ο τελευταίος κινήθηκε ελαφρά προς το πλάι δίχως να μετακινήσει τα πόδια του. Το χέρι γλίστρησε απ’ τον ώμο. Είπε:
«Κάτω τα κουλά σου, μπάτσε!»
Ο άλλος άντρας γρύλισε. Κάτι ακούστηκε να διασχίζει τον αέρα. Κάτι χτύπησε με πολλή δύναμη τον Μάλορι πίσω από το αριστερό του αυτί. Έπεσε στα γόνατα. Έμεινε γονατιστός για μια στιγμή παραπαίοντας και κουνώντας απότομα το κεφάλι. Το βλέμμα του καθάρισε. Κατάφερε να διακρίνει τις πλάκες σε σχήμα ρόμβου που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο. Με αργές κινήσεις στάθηκε στα πόδια του.
Κοίταξε τον άντρα που τον είχε χτυπήσει με το λαστιχένιο κλομπ και τον έβρισε με φωνή θαμπή, πνιχτή, αλλά και με τέτοια συμπυκνωμένη αγριάδα που τον ανάγκασε να κάνει ένα βήμα πίσω, ενώ τα χείλη του που είχαν κρεμάσει έμοιαζαν με λιωμένο λάστιχο.
Ο μεγαλόσωμος άντρας είπε: «Ανάθεμά σε, Τζιμ! Τι διάολο σ’ έπιασε κι έκανες κάτι τέτοιο;»
Ο άντρας με το όνομα Τζιμ έφερε το απαλό, χοντρό του χέρι στο στόμα κι άρχισε να γλείφει τα δάχτυλά του. Έχωσε το κλομπ στην πλαϊνή τσέπη του παλτού.
«Ξέχνα το!» είπε. «Ας πάρουμε τον... "πώς τον είπαμε;" κι ας τελειώνουμε. Έχω ανάγκη ένα ποτό».


ΝΟΥΑΡ ΙΣΤΟΡΙΕΣ τόμος Β'
(Κέδρος, 2012, Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)

«Ο ΝΤΕ ΡΟΥΣ μισόκλεισε τα μάτια και παρατήρησε τα δάχτυλα του κρουπιέρη να γλιστράνε στο τραπέζι και να σταματούν στην άκρη. Ήταν στρογγυλά, αφράτα, κωνικά δάχτυλα, αέρινα δάχτυλα. Ο Ντε Ρους σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το πρόσωπο του κρουπιέρη. Ήταν ένας φαλακρός άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, με ήρεμα γαλάζια μάτια. Δεν είχε καθόλου μαλλιά, ούτε τρίχα.
Ο Ντε Ρους ξανακοίταξε τα χέρια του κρουπιέρη. Το δεξί γύρισε ελαφρά στην άκρη του τραπεζιού. Τα κουμπιά στο μανίκι του καφέ βελούδινου σακακιού του κρουπιέρη _ με κόψιμο που θύμιζε βραδινό σακάκι _ ακουμπούσαν στην άκρη του τραπεζιού. Ο Ντε Ρους χαμογέλασε με τον γνωστό αχνό, ψυχρό τρόπο.
Είχε τρεις μπλε μάρκες στο κόκκινο. Σ’ αυτόν το γύρο η μπίλια σταμάτησε στο 2 μαύρο. Ο κρουπιέρης πλήρωσε δύο από τους τέσσερις άλλους άντρες που έπαιζαν.
Ο Ντε Ρους έσπρωξε πέντε μπλε μάρκες και τις άφησε στο κόκκινο καρό. Κατόπιν έστρεψε το κεφάλι προς τα αριστερά και παρατήρησε έναν ψωμωμένο ξανθό νεαρό να βάζει τρεις κόκκινες μάρκες στο 0.
Ο Ντε Ρους έγλειψε τα χείλη και έστρεψε ακόμη πιο πολύ το κεφάλι, κοιτώντας προς το πλάι της μάλλον μικρής αίθουσας. Η Φράνσιν Λέι καθόταν σε έναν καναπέ κολλημένο στον τοίχο, με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω.
«Μωρό μου, νομίζω πως το ’χω», της είπε ο Ντε Ρους. «Νομίζω πως το ’χω».
Η Φράνσιν Λέι ανοιγόκλεισε τα μάτια και ανασήκωσε το κεφάλι από τον τοίχο. Άπλωσε το χέρι για να πάρει το ποτό από το χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι μπροστά της.
Ήπιε μια γουλιά, κοίταξε το πάτωμα και δεν απάντησε.
Ο Ντε Ρους έστρεψε ξανά το βλέμμα στον ξανθό. Οι υπόλοιποι τρεις είχαν ποντάρει. Ο κρουπιέρης έδειχνε ανυπόμονος και ταυτόχρονα σε εγρήγορση.
Ο Ντε Ρους είπε: «Πώς γίνεται να παίζεις στο 0 όταν παίζω στο κόκκινο, και στο διπλό 0 όταν παίζω στο μαύρο;»
Ο ξανθός χαμογέλασε, ανασήκωσε τους ώμους και δεν είπε λέξη.
Ο Ντε Ρους ακούμπησε το χέρι στην τσόχα και είπε πολύ ήρεμα: «Κύριος, κάτι σε ρώτησα».
«Πού ξέρεις, μπορεί να είμαι ο Τζέσι Λίβερμορ*», γρύλισε ο ξανθός. «Μ’ αρέσει να πουλάω ανοιχτά».
«Τι γίνεται εδώ; Θα το ξημερώσουμε;» είπε απότομα ένας άλλος.
«Παρακαλώ, κύριοι, ποντάρετε», είπε ο κρουπιέρης.
Ο Ντε Ρους τον κοίταξε και είπε: «Προχώρα».
Ο κρουπιέρης γύρισε τη ρουλέτα προς τα αριστερά και με το ίδιο χέρι πέταξε την μπίλια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το δεξί του χέρι ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του τραπεζιού.
Η μπίλια σταμάτησε στο 28 μαύρο, δίπλα στο 0. Ο ξανθός γέλασε. «Παρά τρίχα», είπε, «παρά τρίχα».
Ο Ντε Ρους έλεγξε τις μάρκες του και τις τακτοποίησε προσεκτικά. «Χάνω έξι χιλιάρικα», είπε. «Τα πράγματα είναι λιγάκι ζόρικα, αλλά μάλλον έχει ψωμί η βραδιά. Ποιος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το σφαγείο;»
Ο κρουπιέρης χαμογέλασε αργά και κοίταξε κατάματα τον Ντε Ρους. Ρώτησε σιγανά: «Είπατε σφαγείο;»
Ο Ντε Ρους έγνεψε καταφατικά. Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει.
«Καλά το κατάλαβα ότι είπατε σφαγείο», είπε ο κρουπιέρης και, μετακινώντας το ένα πόδι, έριξε πάνω του όλο του το βάρος.
Οι τρεις από τους άντρες που έπαιζαν πήραν βιαστικά τις μάρκες και πήγαν στο μικρό μπαρ στη γωνία της αίθουσας. Παρήγγειλαν ποτά και έγειραν με την πλάτη στον τοίχο δίπλα στο μπαρ, παρατηρώντας τον Ντε Ρους και τον κρουπιέρη. Ο ξανθός έμεινε στη θέση του και χαμογέλασε σαρκαστικά στον Ντε Ρους.
«Τς, τς, τς», είπε σκεπτικός. «Ωραίοι τρόποι!»
Η Φράνσιν Λέι τέλειωσε το ποτό της κι έγειρε ξανά το κεφάλι στον τοίχο. Χαμήλωσε το βλέμμα και παρατήρησε τον Ντε Ρους φευγαλέα, κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες της.
Μια πόρτα με επένδυση άνοιξε ύστερα από λίγο και ένας μεγαλόσωμος άντρας με μαύρο μουστάκι και πολύ τραχιά μαύρα φρύδια μπήκε μέσα. Ο κρουπιέρης έστρεψε τα μάτια του στον άντρα κι έπειτα στον Ντε Ρους, γνέφοντας με το βλέμμα.
«Ναι, καλά το κατάλαβα πως είπατε σφαγείο», επανέλαβε άτονα.
Ο μεγαλόσωμος άντρας πλησίασε ως τον αγκώνα του Ντε Ρους και τον ακούμπησε με τον δικό του αγκώνα.
«Έξω», είπε ανέκφραστα.
Ο ξανθός χαμογέλασε πλατιά κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες του σκούρου γκρι κοστουμιού του. Ο μεγαλόσωμος άντρας ούτε που τον κοίταξε.
Ο Ντε Ρους κοίταξε πέρα από τη ρουλέτα τον κρουπιέρη και είπε: «Θα πάρω πίσω τα έξι χιλιάρικα και θα σταματήσω».
«Έξω», είπε κουρασμένα ο μεγαλόσωμος άντρας, χώνοντας τον αγκώνα του στα πλευρά του Ντε Ρους.
Ο φαλακρός κρουπιέρης χαμογέλασε ευγενικά.
«Κοίτα», είπε ο μεγαλόσωμος άντρας στον Ντε Ρους, «δεν πιστεύω ν’ αρχίσεις τα ζοριλίκια, έτσι;»
Ο Ντε Ρους τον κοίταξε με έκπληκτο σαρκασμό.
«Βρε, βρε, ο πορτιέρης!» είπε σιγανά. «Πάνω του, Νίκι».
Ο ξανθός έβγαλε το δεξί χέρι από την τσέπη και το σήκωσε. Το κλομπ φάνηκε μαύρο και γυαλιστερό στα δυνατά φώτα. Χτύπησε τον μεγαλόσωμο άντρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού με έναν πνιχτό ήχο. Ο άντρας έκανε να γαντζωθεί απ’ τον Ντε Ρους, που πισωπάτησε γρήγορα και έβγαλε ένα πιστόλι κάτω από τη μασχάλη του. Ο μεγαλόσωμος άντρας αρπάχτηκε απ’ την άκρη του τραπεζιού με τη ρουλέτα κι έπεσε βαρύς στο πάτωμα.
Η Φράνσιν Λέι σηκώθηκε, και βαθιά από το λαιμό της ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος.
Ο ξανθός πήδηξε στο πλάι, στριφογύρισε και κοίταξε τον μπάρμαν. Ο τελευταίος ακούμπησε τα χέρια του στην μπάρα. Οι τρεις άντρες που έπαιζαν ρουλέτα έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά έμειναν στη θέση τους.
Ο Ντε Ρους είπε: «Νίκι, το μεσαίο κουμπί στο δεξί του μανίκι. Πιστεύω ότι φοράει κοριό».
«Ναι». Ο ξανθός έκανε το γύρο του τραπεζιού καθώς έχωνε το κλομπ στην τσέπη. Πλησίασε τον κρουπιέρη, άρπαξε το μεσαίο από τα τρία κουμπιά στο δεξί μανικέτι και το τράβηξε με δύναμη. Στο δεύτερο τράβηγμα ξηλώθηκε, και ένα λεπτό καλώδιο ξεπρόβαλε από το μανίκι.
«Σωστός», είπε χαλαρά ο ξανθός, αφήνοντας το χέρι του κρουπιέρη να πέσει.
«Τώρα λέω να πάρω τα έξι χιλιάρικα», είπε ο Ντε Ρους. «Μετά θα πάμε να μιλήσουμε στο αφεντικό σου».
Ο κρουπιέρης έγνεψε καταφατικά με αργές κινήσεις και άπλωσε το χέρι στο κουτί με τις μάρκες, δίπλα στη ρουλέτα.
Ο μεγαλόσωμος άντρας στο πάτωμα δεν κουνήθηκε. Ο ξανθός έχωσε το δεξί χέρι πίσω από το γοφό του κι έβγαλε ένα 45άρι αυτόματο από τη μέση του.
Το ανέμισε χαμογελώντας με ευχαρίστηση τριγύρω στην αίθουσα.»

Raymond Chandler - H απλή τέχνη του φόνου

μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης

[…] υπάρχουν πολλοί που ακόμα υποστηρίζουν ότι ο Hammet τελικά δεν έγραψε αστυνομικές ιστορίες, αλλά σκληρά αφηγήματα για κακόφημους δρόμους, με στοιχεία μυστηρίου έτσι πεταμένα για τα μάτια του κόσμου, όπως μια ελιά στο μαρτίνι. Πρόκειται για τις γηραιές κυρίες που βρίσκονται σε σύγχυση –και των δύο φύλων (ή κανενός φύλου) και όλων των ηλικιών– που τους αρέσουν δολοφόνοι με αρώματα μανόλιας και που τις αφήνει αδιάφορες η υπενθύμιση ότι ο φόνος είναι πράξη υπέρτατης βαναυσότητας, ακόμα κι αν οι δράστες μοιάζουν καμιά φορά με πλαίη-μπόυς, καθηγητές πανεπιστημίων ή όμορφες γυναίκες με μητρικά αισθήματα και απαλά γκρίζα μαλλιά.

 Υπάρχουν ακόμα οι λίγοι κατατρομοκρατημένοι πρωταθλητές της παραδοσιακής ή κλασικής ιστορίας μυστηρίου, που πιστεύουν ότι δεν γίνεται αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς ένα συγκεκριμένο και ακριβές πρόβλημα περιτριγυρισμένο από αποδεικτικά στοιχεία με χαριτωμένες ταμπελίτσες. Τέτοιες περιπτώσεις θα υπογράμμιζαν, για παράδειγμα, ότι διαβάζοντας το Γεράκι της Μάλτας κανείς δεν ενδιαφέρεται για το ποιος σκότωσε τον Άρτσερ, τον συνεταίρο του Σπέηντ, το οποίο είναι και το μόνο πρόβλημα που θέτει αρχικά το μυθιστόρημα, γιατί το ενδιαφέρον του αναγνώστη συνεχώς γλιστράει προς κάτι το διαφορετικό. Όμως στο Γυάλινο κλειδί [The Glass Key], υπενθυμίζεται συνεχώς στον αναγνώστη ότι το ζήτημα είναι ποιος σκότωσε τον Χένρυ Τέηλορ και πάλι επιτυγχάνεται το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα˙ μια εντύπωση μετάθεσης, συνωμοσίας, αντιμαχόμενων συμφερόντων και η σταδιακή αποκάλυψη των χαρακτήρων – που είναι άλλωστε και η μοναδική αιτία για την οποία το αστυνομικό μυθιστόρημα αξίζει να υπάρχει. Όλα τα υπόλοιπα είναι παιχνίδια του σαλονιού.

 Όλα αυτά όμως (συμπεριλαμβανομένου και του Hammet) δεν μου φτάνουν. Ο ρεαλιστικός συγγραφέας που γράφει για το φόνο, γράφει για έναν κόσμο όπου οι γκάνγκστερς μπορούν να εξουσιάζουν κράτη και σχεδόν εξουσιάζουν τις πόλεις, όπου τα ξενοδοχεία, οι πολυκατοικίες και τα καλά εστιατόρια ανήκουν σε ανθρώπους που έκαναν τα λεφτά τους από τα πορνεία, όπου μια σταρ του κινηματογράφου μπορεί να είναι ο πληροφοριοδότης μιας συμμορίας και ο συμπαθητικός κύριος που στέκεται στο διάδρομο να είναι αρχηγός κακοποιών˙ για έναν κόσμο όπου ο δικαστής, με την αποθήκη του γεμάτη λαθραία ποτά, μπορεί να στείλει στη φυλακή κάποιον που πάνω του βρέθηκε ένα μικρό μπουκαλάκι με αλκοόλ, όπου ο δήμαρχος της πόλης σας μπορεί να παραβλέψει μια δολοφονία για να βγάλει λεφτά, όπου κανένας άνθρωπος δεν είναι ασφαλής όταν περπατάει σ' ένα σκοτεινό δρόμο, επειδή ο νόμος και η τάξη υπάρχουν μόνο στα λόγια˙ για έναν κόσμο όπου μπορείτε να βρεθείτε μάρτυρας ληστείας μέρα μεσημέρι, αλλά να προτιμήσετε να χαθείτε μέσα στο πλήθος παρά να μιλήσετε, γιατί οι ληστές έχουν φίλους που οπλοφορούν ή γιατί στην αστυνομία μπορεί να μην αρέσει η κατάθεσή σας και γιατί είναι βέβαιο ότι ο συνήγορος υπεράσπισης θα έχει όλη την άνεση να σας ταπεινώσει και να σας εξευτελίσει ανοιχτά στο δικαστήριο, μπροστά σε διανοητικά καθυστερημένους ενόρκους, με μια το πολύ πολύ ανούσια παρέμβαση του πολιτικού κατηγόρου.
Δεν είναι ένας κόσμος αγγελικός, σ' αυτόν όμως ζούμε, και ορισμένοι συγγραφείς με δυνατό μυαλό και ψυχρό αμερόληπτο πνεύμα μπορούν να δημιουργήσουν αναπαραστατικές εικόνες του πολύ ενδιαφέρουσες, ακόμα και διασκεδαστικές. Δεν είναι αστείο το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να δολοφονηθεί για ασήμαντη αφορμή και ότι ο θάνατός του είναι το αντίτιμο αυτού που ονομάζουμε πολιτισμό. Όλ' αυτά δεν είναι αρκετά.

 Σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέχνη υπάρχει το στοιχείο της λύτρωσης. Μπορεί να είναι μια γνήσια τραγωδία, αν είναι ορισμένου ύψους, μπορεί να είναι οίκτος και ειρωνεία και μπορεί να είναι το βραχνό γέλιο του ισχυρού άντρα. Αλλά σ' αυτούς τους κακόφημους δρόμους κάποιος πρέπει να προχωρήσει, κάποιος που δεν είναι ο ίδιος επικίνδυνος, δεν είναι σεσημασμένος, δεν φοβάται. Ο ντετέκτιβ αυτού του είδους των ιστοριών πρέπει να είναι τέτοιος άνθρωπος. Ο ήρωας, τα πάντα. Πρέπει να είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος και ταυτόχρονα ένας ασυνήθιστος άνθρωπος. Πρέπει να είναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον ξεπερασμένη πλέον έκφραση, ένας άνθρωπος έντιμος, από ένστικτο, από τη μοίρα του, χωρίς να το σκέφτεται και σίγουρα χωρίς να το διατυμπανίζει. Πρέπει στον κόσμο του να είναι ο καλύτερος άνθρωπος και αρκετά καλός για οποιονδήποτε κόσμο. Η ιδιωτική του ζωή δεν μ' ενδιαφέρει πολύ˙ δεν είναι ούτε ευνούχος ούτε σάτυρος˙ νομίζω ότι θα μπορούσε να αποπλανήσει μια δούκισσα, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος ότι δεν θα πείραζε μια παρθένα˙ αν είναι ένας έντιμος άνθρωπος, είναι έντιμος σε όλα.

 Είναι σχετικά φτωχός, διαφορετικά δεν θα γινόταν ντετέκτιβ. Είναι ένας κοινός άνθρωπος, αλλιώς δεν θα συσχετιζόταν με κοινούς ανθρώπους. Έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει τους ανθρώπους˙ σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα ήξερε τη δουλειά του. Δεν θα πάρει λεφτά με ατιμία και δεν θα δεχτεί καμιά προσβολή χωρίς την πρέπουσα ανταπόδοση, δίχως εμπάθεια. Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος και υπερήφανος˙ περιμένει να τον αντιμετωπίσετε ανάλογα, διαφορετικά θα το μετανιώσετε που τον γνωρίσατε. Μιλάει όπως οι άνθρωποι της ηλικίας του, δηλαδή με καυστικό πνεύμα, με εύθυμη αίσθηση του παραλόγου, με απέχθεια για το ψέμα και περιφρόνηση στις μικροπρέπειες.

 Η αστυνομική ιστορία διηγείται τις περιπέτειές του καθώς ερευνά κάποια κρυμμένη αλήθεια και δεν θα ήταν περιπέτεια αν δεν συνέβαινε σ' έναν άνθρωπο κατάλληλο για περιπέτεια. Η συναίσθηση των καταστάσεων που δείχνει ξαφνιάζει, όμως είναι κάτι που του ανήκει, γιατί ανήκει και στον κόσμο στον οποίο ζει. Αν υπήρχαν αρκετοί σαν αυτόν, πιστεύω ότι ο κόσμος θα ήταν ένας χώρος ασφαλής και ταυτόχρονα όχι τόσο πληκτικός για ν' αξίζει κανείς να ζει.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά στο συλλογικό τόμο Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος (εκδόσεις Άγρα, 1986, 2009).