Στον τόμο περιλαμβάνονται οι συλλογές:
ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΩ
ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ
ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ
ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ
ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ
ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΩ
1975
ΘΑΝΑΤΟΣ
Συντάσσω κάθε πρωί ευάρμοστα το θάνατό μου
τον στοιχειοθετώ τον παρεμβάλλω σ’ όλους τους χώρους
τον εσωκλείω σε φακέλους τον στρίβω τσιγάρο
τον πυροδοτώ.
Όλος αλκή ακονίζομαι
στο ξυραφάκι που διαρκεί και διαρκεί.
ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ
1978
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ
Δε μου ανήκει στίχος κανένας. Οι φίλοι μου τους χειρούργησαν όλους.
Οι ακέραιοι φίλοι μου Μπρασένς και Φερρέ. Και οι άλλοι.
Και δεν είναι κεφάλι τούτο, είναι μίσος.
Και τα πλαστικά κρινάκια της μαμάς τ’ απόθεσα στην πύλη του Πολυτεχνείου.
Δεν είναι κεφάλι τούτο που δεν ξεχωρίζει το τόξο απ’ το βέλος.
Έτσι και να σκοτώσω δε θα το χαρώ
δε θα μάθω ποτέ με τι σκότωσα.
Δεν είναι κεφάλι τούτο που καπνίζει
κορδελίτσες χορεύτριες οριεντάλ
σάρκες κι οστά ιδεών κι απολαμβάνει.
Πήρα κι εγώ το σκαρπέλο και το συγύρισα
βγήκα επιτέλους στον αγώνα
ξεκάλτσωτος με πέδιλα της κακιάς ώρας και σγουρό μαλλί σίγουρο.
Μα πάλι δε διαβάζονται οι στίχοι μου˙
μέσα κι έξω όλοι μου οι στίχοι
ραβδώσεις της ζέβρας κι εγώ δεσμοφύλακας.
Όπως απέξω έτσι και μέσα βρήκα
του Σαρτρ το χαλικάκι
στο μάτι τους
και στο δικό μου μάτι τον ίδιο λύκο βρήκα
να βυζαίνει και να μη σηκώνομαι.
Τι άλλο να θέλει το ποίημα
παρά να περάσεις την κλωστή στη βελόνα
– κι αλήθεια τη νύχτα γεμίζει κλωστές το δωμάτιο –
ακόμα κι ο Όμηρος τα κατάφερε, σκέφτομαι˙
αλλά πού βελόνα να τρυπήσω τη νύστα στον κρόταφο…
ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ
1982
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Ο Θάνατος μεγαλώνει…
Στην αρχή δε φαντάστηκα…
28 Δεκεμβρίου: η γιαγιά.
Με τη φουρκέτα, που καθάριζε βύσσινα.
Μετά, 17 Ιουλίου: η χρυσή καδένα του πατέρα.
Λίγο λίγο ήρθαν κι άλλοι. Διακριτικά.
Μ’ ένα ξενόκουμπο, μ’ ένα δίσκο της Μένδρη
με κάτι. Την ορισμένη μέρα
ξέθαβα το θυμητάρι
κλειδωνόμουνα στο δωμάτιο.
και πενθούσα καπνίζοντας.
Έξω οι φίλοι παντρεύονταν, κάναν παιδιά.
Εγώ, ούτε είδηση. Τακτοποιούσα μονάχα:
6 Μαρτίου, 16 Αυγούστου, 30 Νοεμβρίου…
Αγύρτες, άγιοι κι ωραίες
παίρναν τη θέση τους
και σφάλιζαν τις μέρες.
Κι έτσι μ’ έκλεισαν πια στο δωμάτιο
σαν τα βρέφη
που σφίγγουνε κάτι στο χέρι τους
και κανείς κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει
με κρατάνε στη φούχτα τους
κι έχω γίνει εδώ μέσα
ο τρυφερότερος
όλων σας.
ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ
1991
ΕΓΩ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΟΥ
Σε βλέπω τώρα που γερνάς
και είσαι η μόνη εναπομείνασα
με τις παλιές εκείνες πούδρες που αντιστέκονται
με το κουμκάν της Τρίτης
το κολιέ τα σκουλαρίκια του ΄50
και μου θυμίζει τις καλές εποχές
που όλοι οι δικοί μας ζούσαν
και ρυθμίζατε το μέλλον μου
με τόση ασφάλεια ανυποψίαστη.
Σε βλέπω και με πιάνει πανικός
να, ότι ζεις
κι απ’ ώρα σ’ ώρα
ότι ραγίζεις
και σου το λέω σαν να ‘φταιγες εσύ
και μου απαντάς
διώχνε τις μαύρες σκέψεις όλοι κάποια μέρα
άντε σινεμαδάκι να ξεσκάσεις
κοίταξε το μέλλον σου.
Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν
φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου
μια και το μόνο μέλλον μου είναι
να γίνουν όλα γύρω παρελθόν.
ΑΚΥΡΟ ΘΑΥΜΑ
1996
ΜΑΣΚÉ
Στον τελευταίο χορό μεταμφιεσμένων
καθένας θα ντυθεί το τολμηρότερο.
Εδώ τις έχω τις στολές
αναποφάσιστες:
Άγγλος αποικιοκράτης στην Ινδία
συγκλητικός του Κόμμοδου με πλήρη γούστα
λόρδος απρόσιτος σε ιπποδρομίες του Άσκοτ
κρουπιέρης μεγιστάνων στο Λας Βέγκας
ποιητής μιας ρίζας άδικης, ξεριζωμένης.
Αν όμως οι άποικοι ξεσηκωθούν;
Κι αν τα’ όργιο κλείσει μ’ εντολή σφαγής;
Τι πλήξη ο διαρκής θρίαμβος των αλόγων μου!
Πάντα θα παίζουνε και πάντα θα μοιράζω;
Και πώς να μου ριζώσει η ρίζα για καλά,
αν πρώτα δεν την κόψω από τη ρίζα;
Α μπα. Μ’ ό,τι φοράω θα πάω.
Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ
έναν εκ γενετής συνταξιούχο.