Η ΠΙΣΙΝΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

10.14€ 8.62€

Συγγραφέας: ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ
Έτος έκδοσης: 1999
ISBN: 978-960-04-1584-1
ΣΕΛ.: 216
Σχήμα: 14 Χ 20,6
Βάρος: 328.00 γραμ.
Μαλακό εξώφυλλο

Το βιβλίο δεν είναι διαθέσιμο αυτή τη στιγμή

Ο Βασίλης είναι τριάντα και κάτι με ζωή "δουλειά - σπίτι - αϋπνία - τηλεκοντρόλ". Θα γερνούσε στο διαμέρισμα των Ιλισίων αν δεν έμπαινε ξανά στη ζωή του ένας παιδικός φίλος, λαμπερό σκουλήκι της μικρής οθόνης. Κοντά του (σε μια σχέση με λανθάνουσες αποχρώσεις) αναλαμβάνει το ρόλο του τηλε-προβοκάτορα, κατασκευαστή ειδήσεων για την εκπομπή "Ζοφερά Δράματα". Φτιάχνει ειδήσεις που παραπέμπουν στα δελτία των οκτώμισι με την Έφη Σκάη και ρεπορτάζ σαν περιλήψεις ταινιών του σινεμά. Μήπως η ζωή αντιγράφει τελικά την τέχνη; Θα απαντήσει ο Βασίλης στην ανάπαυλα από τα ραντεβού του πληρωμένου κρεβατώματος.

Διαβάστε την κριτική της Μάρης Θεοδοσοπούλου

Το Βήμα, 23/5/1999

Τόπο στους νέους συγγραφείς είναι το σύνθημα της τελευταίας δεκαετίας του λήγοντος πλέον αιώνα. Το εφαρμόζουν οι εκδότες, επικροτούν οι δημοσιογράφοι. Η αγορά χρειάζεται συνεχώς καινούργια ονόματα σε όλους τους τομείς, προφανώς και στον χώρο του βιβλίου. Και οι συγγραφείς λογικό είναι να επωφελούνται. Το πρώτο βιβλίο του Μ. Μιχαηλίδη κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1997, το δεύτερο τον Απρίλιο του 1999, η απόσταση μεταξύ τους μικρότερη του ενάμιση χρόνου. Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για μυθιστορήματα των 360 και των 220 σελίδων αντιστοίχως, τότε έχουμε έξαψη παραγωγικότητας. Οπωσδήποτε μεμονωμένες περιπτώσεις παραγωγικών συγγραφέων ανέκαθεν υπήρχαν. Λαμπρό παράδειγμα, ο Μ. Καραγάτσης, ο οποίος τη δεκαετία του '40 σημείωνε εξαιρετικές επιδόσεις. Η διαφορά είναι ότι σήμερα παρατηρείται γενικότερη τάση εντατικοποίησης των ρυθμών έκδοσης που παρασύρει ακόμη και ωριμότερους συγγραφείς.
Από μία άποψη, συμβάλλει και η εποχή μας, ιδιαίτερα πρόσφορη για μυθιστορήματα σκληρού ρεαλισμού ή και κυνικής σάτιρας. Τόσα κραυγαλέα συμβαίνουν που θα ήταν κρίμα να τροφοδοτούν μόνο τη δημοσιογραφία. Ορισμένες μάλιστα δολοφονίες ή άλλα γεγονότα, όμοια συνταρακτικά, καταγράφονται με τόσο εκτενή και παχυλά σε λεπτομέρειες ρεπορτάζ ώστε τα πρόσωπα του δράματος να εντυπώνονται βαθιά στη συλλογική μνήμη. Λ.χ., αποκλείεται να υπάρχει Ελληνας που να μη θυμάται τον Θεόφιλο Σεχίδη. Ακόμη κι αν έχει ξεχάσει το όνομά του, σίγουρα ανακαλεί την εικόνα του «οικογενειοκτόνου της Θάσου», όπως τον αποκάλεσαν· μακρυμάλλης, με απλανές και αδιάφορο βλέμμα. Κι όμως έχει ήδη περάσει τριετία από τον χρόνο του εγκλήματος, τον Αύγουστο του 1996.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν ένας σχεδόν έτοιμος ήρωας, εν αναμονή του μυθιστορήματος που θα τον υιοθετούσε, εντασσομένου στην παράδοση της λογοτεχνίας-ντοκουμέντου, που ξεκινά με το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε και φθάνει στα καθ' ημάς με το «Ζ» του Β. Βασιλικού. Αυτό το εγχείρημα εν μέρει πραγματοποιεί το δεύτερο βιβλίο του Μ. Μιχαηλίδη. Συγγραφική αδεία, το δράμα λαμβάνει χώρα, τον Ιούνιο του 1997, στα Κάτω Λαχούρια Βόλου. Η διαστρέβλωση τοπωνυμίων και ονομάτων, κατά πρόδηλο και άμεσα αναγνωρίσιμο τρόπο, είναι μία επιπλέον ένδειξη της σκωπτικής διάθεσης του συγγραφέα. Ετσι ο δολοφόνος ονομάζεται Θεόδωρος Χαρμίδης και είναι, όπως και το υπαρκτό πρόσωπο, γιος δασκάλου, σπουδαστής Νομικής, ετών 24, με «σκληροπυρηνική ματιά».
Κατά τη μυθιστορηματική εκδοχή, πλέον ευφάνταστη της πραγματικότητας, ο Χαρμίδης, τις παραμονές του πολλαπλού εγκλήματος, συναντά στο καφενείο του χωριού έναν ταξιδιώτη. Με τη συζήτηση, ο ξένος κατορθώνει να μπει στον φαντασιακό κόσμο του ψυχοπαθούς Χαρμίδη και να μοιρασθεί μαζί του τον εφιάλτη μιας οικογένειας που δήθεν συνωμοτεί εναντίον του. Μάλιστα, του υποδεικνύει να αμυνθεί χρησιμοποιώντας το τσεκούρι. Ταυτόχρονα, για να τον ερεθίσει και να επισπεύσει την πράξη του, τον αμφισβητεί. Τελικά, ο περαστικός εξωθεί τον Χαρμίδη στο έγκλημα ώστε να έχει την ευκαιρία να βιντεοσκοπήσει τα πέντε κατακρεουργημένα πτώματα της οικογένειας και να παραδώσει, στη συνέχεια, τον δολοφόνο στην Αστυνομία με τηλεοπτική κάλυψη.
Στόχος, η πραγματοποίηση ενός ακόμη ρεπορτάζ για την επιτυχημένη τηλεοπτική εκπομπή «Ζοφερά Δράματα». Παρωδία όλων των επώνυμων και τόσο δημοφιλών εκπομπών που φέρνουν στη δημοσιότητα και παραδίδουν στις αδηφάγες κάμερες τα «ρεμάλια» και τα καρκινώματα της κοινωνίας. Και προφανώς η υπόθεση Χαρμίδη δεν καλύπτει ολόκληρο το μυθιστόρημα, αλλά μόνο ένα από τα 11 συνολικά κεφάλαια αυτής της άμεσης σάτιρας, που πραγματεύεται τη δόλια σχέση μεταξύ πραγματικότητας και τηλεοπτικής ανάκλασής της. Οσο για τον περαστικό από τα Κάτω Λαχούρια, τον αδίστακτο παρακινητή του εγκλήματος, είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Βασίλης Γουλής. Παθιασμένος θεατής ταινιών, εμπνέεται από τον κινηματογράφο για το στήσιμο της τηλεοπτικής εκπομπής. Προς διευκόλυνση του αναγνώστη, στο τέλος του μυθιστορήματος, αντί των φιλολογικών παραπομπών που συνηθίζουν οι νεότεροι συγγραφείς, δίνεται κατάλογος των ταινιών, με την υπόθεση σε περίληψη.
Το εύρημα του συγγραφέα, στο οποίο και στηρίζεται ελλείψει μυθοπλασίας, είναι η διαπίστωση ότι τα ΜΜΕ δεν καταγράφουν την πραγματικότητα αλλά παρεμβαίνουν δημιουργικά αναπλάθοντάς την προς όφελος του θεάματος. Αυτή η ιδέα επιτρέπει στον Μ. Μιχαηλίδη να σχολιάσει χλευαστικά τις αμαρτίες της Αθήνας, είτε εντοπίζονται στο παλαιό στέκι της Συγγρού είτε στα σκοτεινά του Ζαππείου. Αν και σε κάποια κεφάλαια γίνεται κατάχρηση του ευρήματος και το μυθιστόρημα ρέπει προς την ηθικολογία. Οπως στο «ρέιβ» πάρτι των εφήβων, όταν για τις ανάγκες της εκπομπής διοργανώνεται μια «επιχείρηση αρετής» και παρουσιάζονται ναρκωτικές ουσίες. Εμφατικά ο συγγραφέας προβάλλει μια νεολαία απροσάρμοστη αλλά αγνή, θύμα στις πονηρές απαιτήσεις του τηλεοπτικού κοινού.
Το μυθιστόρημα αντλεί από την επικαιρότητα της διετίας 1996-1997. Η εγγύτητα με τα γεγονότα παρασύρει τον συγγραφέα στην αντιγραφή και της παραμικρότερης λεπτομέρειας από τα χρονικά της δημοσιογραφίας. Με αποτέλεσμα κάποτε η σάτιρα να γίνεται ωμή ως χονδροειδής. Παράδειγμα, εκείνη η ιστορία που κυκλοφόρησε δύο μήνες μετά τον θάνατο της Α. Βουγιουκλάκη περί υιοθεσίας της από μία οικογένεια της Αχλαδερής Ευβοίας. Προς διακωμώδηση της ομαδικής ψύχωσης, η καρικατούρα των χωρικών, ιδίως της υποτιθέμενης μητέρας της εθνικής σταρ, σπρώχνεται στο γκροτέσκο.
Ένα ευαίσθητο σημείο της σάτιρας είναι κατά πόσο αποκαλύπτει την ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα. Προφανώς κάθε σάτιρα προϋποθέτει την κοινωνική κριτική, αρκεί να μην καταλήγει στον χλευασμό. Όπως και γίνεται στο κεφάλαιο με τους νεόπλουτους αθηναϊκού προαστίου που φοβούνται τους αλβανούς λαθρομετανάστες. Δεν είναι ανάγκη να αποδοθούν ως ηλίθιοι για να ευτυχήσει η γελοιογράφηση. Σε κάθε περίπτωση πληθαίνουν οι νεότεροι πεζογράφοι που επιδίδονται στην επιθετική σάτιρα· ο Μ. Μιχαηλίδης ακολουθεί τον Χρ. Χωμενίδη.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν του ήρωα. Πλατσουρίζοντας σε πισίνα των βορείων προαστίων, ο Βασίλης Γουλής βουτά στην «πισίνα των αναμνήσεών» του. Η αφήγηση ξεκινά δύο χρόνια νωρίτερα, όταν συναντά τυχαία, δέκα χρόνια μετά την αποφοίτηση, τον «κολλητό» του από το γυμνάσιο, που διευθύνει την εκπομπή «Ζοφερά Δράματα». Ξανασμίγουν και ο αφηγητής χειραγωγεί τον φίλο του, χωρίς όμως να αποβλέπει στο υλικό όφελος ή στην προβολή. «Ανθρωπος χωρίς φραγμούς, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς φιλοδοξίες», θυμίζει τον πρωταγωνιστή του προηγούμενου μυθιστορήματος του Μ. Μιχαηλίδη «Ο μηχανισμός της σύγχυσης». Πάσχει από αϋπνίες και κάνει νυχτερινές βόλτες στους ίδιους δρόμους με τον «Ραμόν» στο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά.
Με τις συχνά εγκληματικές πράξεις του ο ήρωας ζητεί να διασκεδάσει την πλήξη του παραβιάζοντας τα σύνορα φαντασίας και πραγματικότητας. Ωστόσο, ο συγγραφέας καταστρέφει, ως ένα βαθμό, τη γοητεία του ήρωά του υποβάλλοντας φροϋδικές ερμηνείες για τις παράξενες, ερωτικές και άλλες, συνήθειές του. Να σημειώσουμε επίσης το επιμελημένο λεκτικό του αφηγητή, που όμως ξενίζει όταν αυτός εμφανίζεται ως απόφοιτος συνοικιακού γυμνασίου στη δεκαετία του '80, ο οποίος μάλιστα επαίρεται ότι δεν ανοίγει βιβλίο.
Σε κάθε περίπτωση ο Μ. Μιχαηλίδης και μια καλή ιδέα είχε για σαρκαστικό μυθιστόρημα και τα μέσα δείχνει να διαθέτει για την πραγμάτωσή του κατά τον ευτυχέστερο τρόπο. Εχουμε όμως την εντύπωση ότι ο χρόνος της συγγραφής βιάστηκε. Αλλωστε, όλα στη ζωή επείγουν, εκτός από την έκδοση ενός βιβλίου.