Ήταν ένα σπίτι. Άδειο, ερείπιο. Ερχόταν στο όνειρο ίδιο. Κάθε φορά έτσι. Ακατοίκητο και αγαπημένο. Τετράγωνο και στα παράθυρα ούτε κουρτίνες, ούτε ξώφυλλα. Η πόρτα δεν έκλεινε και έμπαζε κρύο. Εκεί πήγαινε. Εκεί γύριζε. Με μια έννοια δική της. Με μια σημασία που θα έσμιγε τη ζωή της με το θάνατο των άλλων. Των αγαπημένων. Θα είχανε περάσει από κείνο το σπίτι κάποτε, χωρίς να μείνουν. Περαστικοί και πολυαγαπημένοι. Η ζωή της και η απουσία τους. Αυτά τα δύο μαζί και τα ίδια.
Γύρο από το σπίτι, άδειο. Τίποτα. Και το σπίτι σαν άγνωστο και ωστόσο αγαπημένο. Στη μέση του άδειου, το σπίτι. Πήγαινε εκεί. Τους συναντούσε. Πάντα στο όνειρο. Το σπίτι παράξενα γνώριμο. Αγαπημένο. Είχε παραδεχτεί αυτή την ακατανόητη για τους άλλους σχέση – η ζωή της και ο θάνατος των άλλων. Μια σχέση αγάπης, σπαρακτική. Στο όνειρο έρχονταν όλοι. Κι ύστερα είχε αρχίσει να τους μπλέκει. Τα πρόσωπα τους με τα ονόματα. Τα χέρια με τη φωνή τους. Και κει τελείωνε το όνειρο. Όχι ακριβώς «τελείωνε». Άπλωνε. Αραίωνε. Και χωρούσε «του κόσμου όλα τα πάθια» όπως έλεγε η γιαγιά. Κι ο κόσμος ήταν οι άλλοι.
Πάντα αυτούς γύρευε, πάντα αυτοί ήταν το νόημα, το περιεχόμενο η ίδια της η ζωή – οι άλλοι. Είχε ένα σπαρακτικό είδος εξάρτησης από τους άλλους, από τα μάτια, το στόμα, τα χέρια τους, τα πρόσωπα τους σημαδεύανε τις μέρες της με άσπρο, με γαλάζιο, με μώβ, με μαύρο, με τίποτα – τους αγαπούσε. Κι αυτή η αγάπη της έδινε κάτι σαν δύναμη, σαν ένα φως, όπως αν είχε έρθει στ’ αλήθεια η μάγισσα και την είχε αγγίξει στο μέτωπο με το ραβδί της, μ’ ένα φιλί, με μια λέξη «να είσαι ευλογημένη». Ήταν ευλογημένη. Ήταν δυνατή. Και μόνη.
Κ.Μ.