Η φωνή της Ανθρωπότητας
Είμαι η φωνή των παιδιών που χάθηκαν.
Στο αέναο πέπλο της ανυπαρξίας
η κραυγή της μητέρας αντηχεί βουβή.
Τα όνειρα των παιδιών αυτών συνθλίβονται
στο κενό του θανάτου.
Η ζωή τους μονάχα μια απατηλή ανάμνηση
στη συνείδηση των μελλοθάνατων.
Όλα όσα αγάπησαν και λάτρεψαν
καταρρέουν μπροστά στο γνωστό
άγνωστο.
Και το μόνο που αφήνουν πίσω είναι μια
φωνή αθάνατη.
Μια φωνή γεμάτη παράπονο για τη
ζωή που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.
Μια φωνή υπενθύμισης για όσους έμειναν
να περιμένουν καρτερικά το δικό τους άγνωστο.
Για όλους εμάς τους μακάριους θνητούς.
Που κάποτε θα αφήσουμε και εμείς
τη δικιά μας φωνή.
Για όλα όσα και εμείς δεν θα προλάβουμε
να ζήσουμε.
Και η φωνή μας θα αντηχεί αιώνια,
συντροφεύοντας τις φωνές των προγόνων μας.
Συντροφεύοντας τις φωνές όσων θα φύγουν
μετά από εμάς.
Αυτή η φωνή θα είναι
η φωνή της Ανθρωπότητας.
Και αυτή δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ.
«Για το ανθρώπινο σώμα, όταν πέφτει η αυλαία της θνητότητάς μας, είναι ακόμα μια νέα αρχή προς ένα τέλος που δεν έρχεται ποτέ. Για τη συνείδησή μας ο θάνατoς είναι ο επίλογος μιας φωνής που προσπαθούσε με αφέλεια αλλά και περίσσιο θάρρος να κρατηθεί ζωντανή μπροστά σε έναν αποχωρισμό που θα τη συνέτριβε. Από το σκοτάδι στο φως και από το φως πάλι πίσω στο σκοτάδι, ένα ανθρώπινο σώμα δρόμος είναι. Μια σαπουνόφουσκα με χέρια, πόδια και δύο γλυκά μάτια να κοιτάζουν αθώα τον σκοτεινό ουρανό να βάζει για ύπνο τα όνειρά τους.
Αυτά τα δύο ανθρώπινα μάτια συνοψίζουν τη Φωνή της Ανθρωπότητας. Το ταξίδι μας από τα λημέρια της ανυπαρξίας πίσω πάλι σε αυτά, με μια στάση στα αστέρια. Με ένα μικρό διάλειμμα στο πριγκιπάτο της σκόνης, ώστε το σώμα να μάθει ότι υπάρχει και η συνείδησή μας σαν ένα νέο Μπιγκ Μπανγκ να γεννηθεί και ύστερα να περπατήσει με ευγνωμοσύνη παράλληλα με το ποτάμι του χρόνου μέχρι να σκάσει η σαπουνόφουσκά της.
Μέχρι να πάψει να τη φοβάται.»