Ελιά αιωνόβια
Ρόζοι χοντροί, ανάγλυφοι, με τρύπες και κουφάλες,
σε σχήματα, όψεις και μορφές αλλόκοτες.
Μπράτσα στριφτά και σώματα δρακόντων σφικτά δεμένα,
χαμηλά νΆ αρχίζουν, απΆ τις ρίζες,
κοσμήματα αλλοτινά στο άξιό σου σώμα.
Μα και ολόκληρες κρυφές βίγλες στα σωθικά σου,
παράξενα να σου κοσμούν τον γέρικο κορμό,
σαν κατοικίες άγνωστων όντων και ξωτικών,
που σΆ αγκαλιάζουν νιώθοντας την άμετρή σου προσφορά
σΆ ανθρώπους και θεούς.
Πάνω στους κλώνους τους γερούς,
ασημοστολισμένα τα φύλλα στα κλωνάρια σου,
λόγχες ασημοπράσινες, του ήλιου τις ακτίδες στο πέρασμά
τους να κεντούν
και δίπλα τους να λάμπει πολύτιμος, αστραφτερός καρπός
με το χρυσό του λάδι.
Κι όλο, καλοσυνάτη, νΆ αφήνεις μερικούς στη γη,
ώριμους, τρυφερούς, γλυκούς,
να Άναι τροφή ασύγκριτη στο κρύο του χειμώνα,
στην τσίχλα και στον κότσυφα, στον σπίνο κι όλα τα πουλιά,
που δίνεις τα κλωνάρια σου να κτίσουν τις φωλιές τους.
¶ξια κόρη της θεάς που ευλόγησε το βιο σου
κι έδωσε ίσκιο ελαφρύ, φτωχοί να ξαποσταίνουν.