Είκοσι εννιά ελληνικά λαϊκά παραμύθια στην ντοπιολαλιά της προέλευσής τους, με κοινό στοιχείο τη σημασία του φαγητού στην πλοκή τους.
Μια μικρή μελέτη, ως πρόλογος, ξεναγεί τον αναγνώστη σΆ αυτόν τον κόσμο με τις πραγματικές ή συμβολικές πανδαισίες, τα εξωτικά ή απατηλά εδέσματα, με φρούτα και ζαρζαβατικά που γονιμοποιούν, ζαχαρένιους γαμπρούς, ψωμί κι αλάτι, αίμα, γάλα του φεγγαριού και... καλή σας όρεξη!
«Αχάραγα την άλλη μέρα σηκώνεται η μάγισσα, παίρνει ζάχαρη και μέλι, παίρνει άσπρο αλεύρι, κάντιο και ροδόνερο, παίρνει βανίλια και μόσκο και αθόγαλο, τα ζυμώνει, τα μυρώνει, τα πλάθει και κάνει ένα τσουπωτό παλικάρι με τα όλα του».
(«Ο Ζαχαράκης», παραμύθι της Ηπείρου, από το Δείπνο με μάγισσες και κολατσιό με δράκους)
Μια συλλογή παραμυθιών που απευθύνεται σε ερευνητές, σε όσους αγαπούν τα παραμύθια και σε μεγάλα παιδιά.
Πρόλογος
Παραμύθι μύθι μύθι
το κουκί και το ρεβίθι
που το κάνουνε στραγάλι
να το τρώνε οι μεγάλοι
που το κάνουν μπεμπεμπλιά
να το τρώνε τα παιδιά.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας...
Ή, μήπως, καλή σας όρεξη;
Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα Άταν άστοχη μια τέτοια αποστροφή. Πάρα πολλά λαϊκά παραμύθια συνδέονται στενά με την τροφή, αρχίζουν με την έλλειψή της, γαρνίρονται με την ποικιλία της κι ολοκληρώνονται με τον θρίαμβό της σε μεγαλειώδη συμπόσια, όπου όμως, σε όχι λίγες περιπτώσεις, συνυπάρχει μια αυτοσαρκαστική διάθεση του παραμυθά για τη μιζέρια της πραγματικότητας.
Πέρασα κι εγώ από κει
και μου Άδωκαν ένα κουλούρι
και το Άκανα τσούρι τσούρι
και μου το Άφαγε ο σκύλος ο κουντούρης.
Κεντρικό θέμα της συλλογής λοιπόν, η τροφή. Η τροφή είναι ιερή, συνιστά την αρχέγονη εγγύηση επιβίωσης, γιΆ αυτό και ο ρόλος της ξεπερνά τα όρια και την πρακτική της καθημερινότητας. Ακόμη και στους νεκρούς προσφέρεται τροφή, και ο θάνατος, αυτός ο καταλύτης της ζωής, γίνεται αφορμή ενίσχυσής της: τα κόλλυβα και τα επιμνημόσυνα συμπόσια – για τους ζωντανούς – έχουν ηλικία χιλιάδων χρόνων.
«Ολόγυρά του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι.»* {* Θεοκρίτου Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι (Γυνή αοιδός στ. 115-116), μετ. Ι. Πολέμη}
Η σχέση όμως του παραμυθιού με την τροφή, ως ορντέβρ, κύριο πιάτο ή επιδόρπιο της ιστορίας, δεν περιορίζεται στο περιεχόμενό του, αλλά επηρεάζει και τη λειτουργικότητά του. Αν σήμερα το παραμύθι χρησιμοποιείται προπάντων ως ορεκτικό από τους γονείς για τα παιδιά τους, παλαιότερα η ανθρώπινη ομάδα του ανέθετε τον ακριβώς αντίθετο ρόλο. Να κάνει τους ανθρώπους να ξεχνάνε την πείνα τους και, με τα μυθικά φαγοπότια και τα φανταστικά και φαντασιακά τσιμπούσια, να ικανοποιούνται και να ελπίζουν.
Η παρούσα συλλογή, με τον απειλητικό τίτλο, ακολουθεί στην ουσία τον υπότιτλο. Αποτελεί μια – ασφαλή – περιπλάνηση στα λαϊκά παραμύθια που διάλεξα από το αρχείο μου με κοινό στοιχείο την έντονη παρουσία της τροφής, τη σημασία του φαγητού στην πλοκή και, κυρίως, τους τρόπους της πρόσληψης, της ετοιμασίας και της κατανάλωσής του.
Τα παραμύθια είναι ελληνικά, λαϊκά, από διάφορα μέρη, καταγραμμένα όπως τα άκουσα από τις ίδιες τις παραμυθούδες και τους παραμυθάδες, ή όπως μου τα διηγήθηκαν γιοι, κόρες κι εγγονές τους, και μερικά όπως τα θυμάμαι η ίδια από παλαιές διηγήσεις. Αυτή η πολλαπλότητα των πηγών εξηγεί και την ποικιλία των γλωσσικών μορφών που παρατηρεί κανείς στη συλλογή, καθώς και το προσωπικό ύφος της αφήγησης που είναι φανερό σε ορισμένα παραμύθια, αν και η γοητεία της φωνής των πιο ηλικιωμένων προσώπων-αφηγητών, με τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων τους καθώς αφηγούνται, δεν αποδίδεται με κανέναν τρόπο. Με πλάγια γράμματα σημειώνονται μόνο ορισμένες χαρακτηριστικές αποστροφές που δείχνουν πολύ εύγλωττα τη στάση του προσώπου που αφηγείται απέναντι στο παραμύθι του και στο κοινό του.
Αν και αρχική επιθυμία μου ήταν να εκδώσω το σύνολο των παραμυθιών που έχω μαζέψει, τελικά μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον να τα χωρίσω κατά θέματα – όσο αυτό είναι δυνατόν – ώστε να αναδειχθούν καλύτερα οι ποιητικές εκδοχές της πραγματικότητας. Και ποιο θέμα θα ήταν πιο ορεκτικό από την τροφή…
Αυτή λοιπόν η συλλογή προσκαλεί τον αναγνώστη να δει τα παραμύθια με άλλο μάτι... Να μπει σΆ έναν κόσμο που κατακλύζεται από γεύσεις και οσμές, πραγματικές και συμβολικές πανδαισίες, καθημερινών, εξωτικών ή ανύπαρκτων εδεσμάτων, γλυκών, φρούτων, ακόμα και... σωμάτων με σάρκα και, κυρίως, με αίμα.
O σκοπός έχει κάτι το παιγνιώδες, αλλά γιΆ αυτό ίσως οδηγήσει σε μια πιο αυθόρμητη προσέγγιση στο λαϊκό παραμύθι, και μια βαθύτερη ίσως γνωριμία με αυτό, καθώς στην εποχή μας το παραμύθι διαρκώς περνά από νέες δοκιμασίες: πότε εξοστρακίζεται και προγράφεται ως υποπροϊόν ή ως ψυχοφθόρο, και πότε χρίζεται το πολυτιμότερο αντικείμενο πολυεπιστημονικής ανατομίας και αναλύεται μέχρι διαλύσεως. Το λαϊκό παραμύθι όμως, σε πείσμα όλων, είναι παιχνίδι, δηλαδή απόλαυση.
Η διάρθρωση λοιπόν των παραμυθιών σε αυτόν τον τόμο υπαγορεύεται από τη λογική της ανάδειξης της κεντρικής ιδέας της συλλογής, πάντα σε παιγνιώδες πνεύμα. Υπακούει σε ένα είδος γαστρονομικών – και γαστριμαργικών – κανόνων, ώστε να εξασφαλίζει συγγένεια γεύσεων και τέρψεων, οι οποίες από παραμύθι σε παραμύθι εντείνονται, καταλαγιάζουν, πλουτίζονται σταδιακά με ελαφρές δόσεις από τις επόμενες που τις διαδέχονται, ώσπου κι αυτές με τη σειρά τους να οδηγηθούν στην κορύφωση πριν εισαγάγουν τις νέες προκλήσεις. Φυσικά, δεν είναι αναγκαίο να διαβαστούν τα παραμύθια με τη σειρά, σαν μενού. Όπως και στα συμπόσια, έτσι και στο χάρτινο γεύμα μας διαλέγουμε ό,τι μας αρέσει.
«Περί ορέξεως ουδείς λόγος».
Η ανθολόγηση παραμυθιών για την ανάδειξη επιμέρους θεμάτων μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέροντα αποτελέσματα:
• Προσελκύεται η προσοχή σε στοιχεία που για διάφορους λόγους συχνά παραμελούνται, ενώ είναι πιθανόν να αποτελούν το κλειδί για την παρακολούθηση και τη δικαιολόγηση όχι μόνο των επεισοδίων του συγκεκριμένου παραμυθιού, αλλά και, γενικότερα, φαινομένων του λαϊκού πολιτισμού, όπως είναι: απόηχοι από παλιές δοξασίες και συνήθειες, αξίες, πρακτικές λησμονημένες ή απορριμμένες, ανεξήγητες σήμερα, καθώς προέρχονται από περασμένη κοινωνική πραγματικότητα, ή από το περιθώριο.
• Γεννιούνται αφορμές και πεδία για συγκρίσεις, συλλογισμούς, ενδεχομένως και ανατροπές στερεοτύπων, τα οποία επικρατούν επειδή άλλα στοιχεία, πιο ισχυρά, πιο προβεβλημένα ή πιο αποδεκτά από τη συνείδηση, τρέφουν τη φαντασία, τραβούν την προσοχή και επηρεάζουν την κρίση του ακροατή-αναγνώστη. Πράγματι, ορισμένες συνήθειες που επικρατούν σε πρωτόγονους λαούς και μοιάζουν τόσο απάνθρωπες δεν έχουν άλλη δικαιολογία παρά ότι εξυπηρετούν και εξασφαλίζουν την επιβίωση σε περιβάλλον απειλητικό ή ολέθριο.* (* Μαρία Σακαλάκη Το απαγορευμένο στους δεσμούς συγγένειας)
• Αποκαλύπτουν ορισμένες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που οδηγούν στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, της μυθικής σκέψης, των διαδικασιών ενσωμάτωσης των ατόμων στην ομάδα, αντιμετώπισης του ¶λλου, και άλλα.
• Προσφέρουν στους ειδικούς και στους ερευνητές ένα ήδη έτοιμο σώμα για μελέτη και περαιτέρω εμπλουτισμό, κάτι που ελαφρώνει σε έναν βαθμό τον μόχθο αναζήτησης πρώτης ύλης.
Βέβαια, η επιδίωξη ομαδοποιήσεων των παραμυθιών με βάση κάποιες κοινές σΆ αυτά παρουσίες είναι ουτοπία. Σχεδόν όλα τα θέματα μπορούν να ανιχνευθούν σε πολλά παραμύθια, αρκεί να τα φωτίσει κανείς με το κατάλληλο φως... Σε πολλές περιπτώσεις θα ήταν δυνατόν τα ίδια παραμύθια να ανήκουν ταυτόχρονα σε σύνολα με διαφορετικούς τίτλους.
Η σχέση ωστόσο του παραμυθιού με την πραγματική ή τη συμβολική τροφή είναι ενδιαφέρουσα πρόκληση, γιατί το φαγητό, είτε ως ζωτική ανάγκη είτε ως ψυχικό καταφύγιο, αποτελεί καίριο μέρος της ζωής και του πολιτισμού. Το παραμύθι και το φαγητό ήταν μέχρι πριν από πενήντα χρόνια οι καλύτερες αφορμές και ευκαιρίες που διαθέτανε οι άνθρωποι για συγκέντρωση με ενεργητική προσωπική συμμετοχή.
Φυσικά, τα ψωμιά, ο φούρνος γεμάτος καρβέλια και η παρουσία μιας γυναίκας που καταπιάνεται με αυτόν γνωρίζοντας ή μη γνωρίζοντας την τέχνη, τα μήλα, το νερό, τα ψητά και τα ωμά, οι ανθρωποφάγοι δράκοι, οι μάγισσες-αρμέχτρες του φεγγαριού, και τόσα άλλα που σερβίρονται και σερβίρουν στα παραμυθένια δείπνα έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης σε αρκετά συγγράμματα και είναι πράγματι ενδιαφέρουσες οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες και οι διεπιστημονικές προσεγγίσεις, συσχετίσεις και αναλύσεις που έχουν διατυπωθεί.
Ας μην κρυφακούμε όμως διαρκώς πίσω από την πόρτα.
Ας μην κοιτάμε συνεχώς πίσω από την κλειδαρότρυπα.
Η ποιότητα μιας σύνθεσης δεν εξαρτάται από τα επιμέρους στοιχεία και τα κρυμμένα μυστικά, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο αυτά οργανώνονται και συνδέονται μεταξύ τους. (Εξάλλου η ίδια η πόρτα μπορεί να είναι ένα κομψοτέχνημα...)
Και ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι ένα δείπνο – κάθε δείπνο – είναι σίγουρα πολύ πιο ευχάριστο από τα υπολείμματα, που φανερώνουν τη σύστασή του και τις συνήθειες των συνδαιτυμόνων.
Και τρώγανε και πίνανε
και καμιανού δε δίνανε.