Μιλώ για τον ήλιο που είναι νάμα και πηγή ζωής. Για τον ελληνικό ήλιο, τον εκτυφλωτικό και το μεταμεσονύκτιο, έτσι που μόνο αυτός μπορεί να επιβάλει τη γαλήνη και τη σιγή στα μεσημέρια κάνοντάς τα να μοιάζουν με μεσάνυκτα. Εννοώ εκείνα τα βουβά μεσημέρια του καλοκαιριού, που οι αλάνες αδειάζουν από τα παιδιά και ο πέπλος μιας περίεργης σιωπής σκεπάζει τα πάντα. Γι’ αυτόν τον ήλιο τραγουδώ, τον τόσο διαφορετικό από τον ήλιο του βορρά, για τον ήλιο τον ελληνικό, τον ερωτικό που γεννιέται και αναδύεται στον αφρό της θάλασσας με στοχασμό αλλά και με χάρη. Γι’ αυτόν τον αδιαφιλονίκητα πιστό σύμμαχο της πληγωμένης Αθήνας και της Πατρίδας μας που εναγώνια γυρεύει ένα περίσσευμα τιμής κι εμπιστοσύνης στη χαμένη στις αίθουσες των χρηματιστηρίων του κόσμου αξιοπρέπεια.