8.96€ 7.61€

Author: ΠΥΡΠΑΣΟΥ, ΕΦΗ
Published: 2012
ISBN: 978-960-04-4323-3
Pages: 56
Shape: 12 Χ 19,5
Weight: 96.00 γραμ.
Soft cover


Τα πρόσωπα του έργου κατάγονται από τη διάλυση και το πένθος. Καθένα από τα τρία μέρη μπορεί να σταθεί μόνο του, αλλά μοιραία συνδέεται με τα άλλα: ο ίδιος αέρας, η ίδια ασφυξία.
Μια είδηση. Μια είδηση που αλλάζει χέρια. Μια αλήθεια που μαγνητοφωνείται κρυφά μέσα σε ένα ψυχιατρείο.
Αυτοκτονίες που στην πραγματικότητα συνιστούν δολοφονίες.
Τρία τραγούδια ήττας και νίκης.
Κι ένα παραμύθι.
Για ένα παιδί που δεν γεννήθηκε. Που μιλάει για δύο ανθρώπους που καταφέρνουν να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν: μακριά από δω.

(θεατρικό έργο)


Το 2006, στην Αμάρυνθο Ευβοίας, μια δεκαπεντάχρονη Βουλγάρα βιάζεται από τέσσερις συμμαθητές της ενώ συμμαθήτριές της μαγνητοσκοπούν με τα κινητά. Η τοπική κοινωνία και η δικαιοσύνη επιτίθενται στο θύμα. Οι θύτες είναι «μικρά παιδιά, θα ξεχάσουν». Η είδηση αυτή συμπύκνωσε για μένα το σφαγείο της νεοελληνικής κοινωνίας. Η απορία αναπόφευκτη, παρά το θλιβερό αυτονόητο της απάντησης : «Και καλά οι πατέρες, οι μάνες των βιαστών πώς αντέχουν και σιωπούν;» Έτσι φτιάχνεται ο μονόλογος της Μαρίας. Της μάνας ενός από τα αγόρια που «ο ανδρισμός τους προσεβλήθη» τόσο ώστε να εγκληματίσουν. Της μάνας, που θύμα η ίδια της ανδρικής βίας, παρανοεί ενώπιον της πράξης του παιδιού της και μέσα από την ιδιωτική ψυχιατρική κλινική όπου την κλείνουν για να τη φιμώσουν, μαγνητοφωνεί την αλήθεια και τη στέλνει μέσω της αλλοδαπής νοσοκόμας σε μια δημοσιογράφο που της είχε δώσει τότε την κάρτα της. Πριν καταπιεί μαζεμένα όλα τα χάπια που μαζεύει στο μαξιλάρι της, την ακούμε να καταγράφει: «Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι τι είχα αποφασίσει να κάνω. Δε θυμάμαι να το έκανα. Το έκανα όμως. Σίγουρα. Αλλιώς δε θα ήμουνα εδώ, έτσι δεν είναι; Είναι ιδιωτική κλινική, πληρώνουν για μένα, αλλά κανείς δεν ήρθε να με δει ποτέ. Δε μου μιλάει κανείς. Ευνούχισα εγώ το γιο μου με το μεγάλο το μαχαίρι; Κανείς. Την ώρα που κοιμόταν είχα αποφασίσει να το κάνω. Ποιος θα μου πει; Έχει περάσει τόσος καιρός χωρίς απάντηση. Σταμάτησα να ρωτάω».
Μια αντίστροφη «Φόνισσα», μια ζωή δολοφονημένη που δε συναινεί σε άλλες δολοφονίες αθώων.
Η δημοσιογράφος στην οποία απευθύνεται η είδηση, η Εύα, αυτοκτονεί όταν μαθαίνει από τις ειδήσεις ότι ο Δημήτρης, γιος τέως δικαστή του Αρείου Πάγου, φοιτητής Ιατρικής στην Ιταλία που τα τελευταία χρόνια είχε εξαφανιστεί απ’ όλους και τον οποίο αγάπησε όσο τίποτα, έχει πέσει νεκρός από σφαίρες αστυνομικών, αφού πρώτα εξαπέλυσε ο ίδιος εναντίον τους πυρ για να αποφύγει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Στο πορτμπαγκάζ βρίσκονται έντυπα «επαναστατικού περιεχομένου». Ήταν όντως τρομοκράτης; Το όπλο το είχε για να σκοτώσει ή για να αυτοκτονήσει; Η Εύα, που έχει παραιτηθεί από την «πασοκοφυλλάδα» όπου εργάστηκε «σαν το σκυλί» και ετοιμάζεται να συνεχίσει τη ζωή της στο πλευρό του πλούσιου βουλευτή της αριστεράς με τις ατελέσφορες επαναστατικές θέσεις, πριν αποχωρήσει, μονολογεί : «Έλεγα θα παντρευτούμε όπως οι Βενετσιάνοι δόγηδες πετώντας τα δαχτυλίδια στη θάλασσα. Τι μεσολάβησε; Τι προηγήθηκε; Ξεριζωμοί, Κατοχή, Εμφύλιοι, Δικτατορίες, εξορίες, μπουζούκια, βίλες, αντιπαροχές, αντιπαροχές, αντιπαροχές και ράντσα στα νοσοκομεία. Κλεπταποδόχοι και ληστές.
Της σης λατρείας την εμην δυσπραξίαν, σαφώς επίστασ', ουκ αν αλλάξαιμι εγώ3.
Δημήτρη, Δημήτρη, Δημήτρη μου. Με τα ξέχειλα μαλλιά και το μεγάλο πεπρωμένο του φόνου4. Σε ποια επικράτεια εισήλθαμε; Κανείς δεν ξέρει…»
Η κασέτα με την είδηση θα φτάσει στα χέρια του Γιώργου, ενός «έντιμου» δημοσιογράφου, γιου αγωνιστή κατά της δικτατορίας, που συναντιέται με τον Νίκο, «ξεπουλημένο» τηλεοπτικό δημοσιογράφο, πρώην συνάδελφό του στην εφημερίδα και πρώην φίλο του, για να του την παραδώσει αφού ο ίδιος δε θέλει πια τίποτα: «Γιατί δε θέλω. Γιατί δε θέλω να τη δώσω στην κωλοφυλλάδα αυτή, γιατί δε θέλω να την πουλήσω σε άλλη κωλοφυλλάδα, γιατί δε θέλω να την πουλήσω πουθενά, γιατί δεν έχω να πάω πουθενά, γιατί βαρέθηκα, σιχάθηκα να συναλλάσσομαι, γιατί σιχάθηκα να είμαι τα ρέστα, τα ρέστα του εαυτού μου, κι αυτά τα ρέστα, ξέρεις, ψιλά, κουδουνίζουν μέσα στον ύπνο μου, βλέπω το χέρι μου να τα μετράει, να με μετράει και να μη φτάνουν να δώσω στην ανιψιά μου αύριο να πάρει τσίχλες, γιατί οι θησαυροί πια κυκλοφορούν σε τσίχλες, έτσι λέει η διαφήμιση, τόσες χιλιάδες ευρώ στο κουτάκι, γιατί καταργήθηκε η περιπέτεια της ύπαρξης, οι μύθοι αντικαταστάθηκαν, αφοπλίστηκαν, δεν τους φυλάνε πια δράκοι τους θησαυρούς, δεν τους στοιχειώνουν πειρατές. Και γιατί στην τελική η είδηση αυτή δε μου ανήκει. Κατά σύμπτωση βρέθηκε στα χέρια μου. Δεν προοριζόταν για μένα». Οι δυο άντρες, οι δυο στάσεις ζωής θα αναμετρηθούν, και ο Γιώργος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια πληροφορία που θα του αποκαλύψει το δικό του «ξεπούλημα»: αυτό του έρωτα και της ζωής που ακύρωσε στο βωμό των φόβων του. Η καρδιά του δεν αντέχει.
Οι τρεις ήρωες - η Μαρία, η Εύα και ο Γιώργος - θα βρεθούν στον Άδη. Ο Γιώργος θα τους πει ένα παραμύθι που μιλάει για δύο ανθρώπους που κατάφεραν επιτέλους να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκαν: μακριά από δω. Ένα παραμύθι που απευθύνεται στο παιδί εκείνο που δεν άφησε κάποτε να γεννηθεί. Για να το πει η Εύα στο παιδί. Σ’ αυτό που θα κάνουν εκείνη και ο Δημήτρης μες στο θάνατο. Γιατί τον βρίσκει τον Δημήτρη η Εύα εκεί. Και τον παντρεύεται. Κι αν είναι με τους χαμένους, τιμή τους. Που λέει ο Γιώργος Σκούρτης στους Εκτελεστές.

Ο partigiano, porta mi via, ché mi siento di morir».

«Ω παρτιζάνε, πάρε με μακριά γιατί νιώθω ότι πεθαίνω».

Και το μακριά εδώ προφέρεται βία. Αναπόφευκτα.