Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 2011
Βραβείο Ιδρύματος «Κώστα και Ελένης Ουράνη»
της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του, 2011
Μεγάλο Βραβείο του «Αναγνώστη», 2023
Βραβείο Λογοτέχνη, Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου, 2023
«Σύλβια Πλαθ»
Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του•
αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο, ματωμένο.
Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
Ήχοι βημάτων ακαθόριστων, επισκέψεων θανάτου.
Μουσική κλαγγή ξύλου, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρυα, παρελθόν, ενάργεια, μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη. Το εικαστικό περιεχόμενο των ποιημάτων του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι πλούσιο. Τις σκληρές εικόνες διαδέχονται ιλαρά ανθρώπινα και φυσικά τοπία μνήμης. Η ανθρωπογεωγραφία του δεν περιορίζεται, φυσικά, στα νοσοκομεία και στις περιφορές νεκρών, αν και ο πυρήνας ετούτης της ποίησής του και οι παράμετροι πάνω στις οποίες κινείται, μπαίνω στη διαδικασία να υποψιάζομαι, πως είναι η αντινομία, η αδικία, το αναπότρεπτο του θανάτου και η τραγική μοίρα του ανθρώπου, o οποίος είναι το μόνο πλάσμα που γνωρίζει, όπως θεωρούμε, ότι πίσω από την πόρτα, στη φόδρα του πανωφοριού του, κάτω από το δέρμα του, υπάρχει τρυπωμένος και καιροφυλακτεί ο Θάνατός του.
Ελένη Χωρεάνθη, diastixo.gr, 02/10/12
Χωρίς να απομακρύνεται από τους βασικούς άξονες της ποίησης του, ο Μαρκόπουλος με τον «Κρυφό Κυνηγό» υφαίνει με υψηλής θερμοκρασίας υλικά μια ελεγεία στη μνήμη, στο θάνατο -αυτόν τον κρυφό κυνηγό-, ένα Ρέκβιεμ για ό,τι αναίτια και ανά πάσα στιγμή μπορεί να χαθεί, για την ίδια την ζωή που μπορεί να κυλήσει αιφνιδίως στην άλλη πλευρά και να σβήσει.
Έλενα Χουζούρη, bookpress.gr, 05/11/11
Η προσωποπαγής γραφή του πολύπειρου Γιώργου Μαρκόπουλου τεκμηριώνει άλλη μια φορά την αξία της. Η αποτελεσματική διαχείριση του όλου εμπειρικού καταπιστεύματος αποδίδει πάντα καρπούς.
Γιώργος Βέης, Η Καθημερινή, 17/05/11
Διαβάστε και διαδώστε τον Κρυφό κυνηγό του Γιώργου Μαρκόπουλου.
Γιάννης Κοντός, Ελευθεροτυπία, 29/01/11
Ο κύριος Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ο «Αέρας [που] φυσούσε παντού και στα βουνά πέρα μακριά / ήσυχα ήσυχα μέρες καίγονταν παλιές».
Δημήτρης Αθηνάκης, Η Αυγή, 26/10/2010
Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου (1951), από την πρώτη συλλογή του το 1968, όταν φοιτητής μέσα στη χούντα έστηνε με φίλους του βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, ως την έβδομη συλλογή σήμερα, ακολουθεί δύο δρόμους, του εξομολογητικού λυρισμού και μιας αφηγηματικότητας εστιασμένης περισσότερο στα πάθη παρά στα κλέη των πολλών, στις ήττες και τις διαψεύσεις τους. Δώδεκα χρόνια μετά την προηγούμενη, βραβευμένη ποιητική του συλλογή, «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» (1998), επανέρχεται σήμερα με μια πολύ προσωπική συλλογή, στην οποία το πάσχον ποιητικό υποκείμενο εξοικειώνεται με το φάσμα του αναπόδραστου και την αλλοίωση του σώματος, βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της σιωπής και την εξημερώνει.
Τιτίκα Δημητρούλια, Η Καθημερινή, 05/09/10
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, που μπήκε στην κόλαση της ποίησης πριν από σαράντα πέντε χρόνια, στη μαινόμενη ηλικία των 17 ετών, δημιούργησε ένα μικρό σε έκταση αλλά βαθύ σε επεξεργασμένο συναίσθημα έργο. Η ποίησή του αποκλίνει αισθητά από το ποιητικό κλίμα των ποιητών της γενιάς στην οποία κατατάχθηκε, κυρίως λόγω του σημαντικού ρόλου που κρατά στην προβληματική του η υπαρξιστική προβληματική των μεταπολεμικών χρόνων. Εξάλλου, οι συνθετικοί τρόποι του δεν απομακρύνονται από τον καρυωτακικό μινιμαλισμό, ο οποίος αποτέλεσε την αποκλειστική συνθήκη άρθρωσης ποιητικού λόγου στον 20ό αιώνα (συμπεριλαμβανομένης της γενιάς του 1930).
Γιώργος Μπλάνας, Η Αυγή, 08/08/10
Συνέντευξη του Γιώργου Μαρκόπουλου με αφορμή την ποιητική του συλλογή "Κρυφός Κυνηγός", η οποία βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2011,
Γρηγόρης Μπέκος, Το Βήμα, 05/02/12
Τα νέα ποιήματα του Γιώργου Μαρκόπουλου
«Κρυφός κυνηγός»: όρος ποδοσφαιρικός. Σημαίνει τον παίκτη εκείνο που, χωρίς να είναι εξαρχής επιφορτισμένος με την υποχρέωση του σκοραρίσματος, περιφέρεται στα αντίπαλα καρέ, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, που θα του δοθεί η ευκαιρία να αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα επιτυγχάνοντας το πολυπόθητο γκολ. Η απρόβλεπτη συμπεριφορά του, η σκληρότητά του, οι ύπουλες βλέψεις του, οι κρυφές κινήσεις του -και, βέβαια, το αιφνίδιο, ακαριαίο, αποτέλεσμα των πράξεών του- παραπέμπουν, συνειρμικά, στους άπειρους τρόπους που μετέρχεται ο θάνατος, προκειμένου να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Στην προκειμένη περίπτωση παραπέμπουν στον πλέον αμείλικτο «εκπρόσωπο» του θανάτου, στον καρκίνο, προς τον οποίο αποτεινόμενος, πρόσωπο με πρόσωπο, ο ποιητής χαρακτηρίζει άνθρωπο ύπουλο και σκληρό, που κανείς δεν ξέρει πότε και πού θα πραγματοποιήσει την αιφνίδια, καταστροφική εμφάνισή του. Κρυφός κυνηγός, όμως, είναι και ο ίδιος ο ποιητής στο πεδίο της ζωής -ένα μεγάλο μέρος του οποίου σφετερίζεται ο θάνατος- και, βέβαια, στο πεδίο της ποίησης. Και αυτός περιφέρεται, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, την ευκαιρία, για την εκπόρθηση της εστίας ενός ιδεατού, κι όμως τόσο βασανιστικού αντιπάλου: της σιωπής, προκειμένου να δει να σπαρταράει στα σπλάχνα-δίχτυα της το ποίημα.
Και πράγματι, όλα σχεδόν τα ποιήματα της παρούσης συλλογής είναι «κατορθωμένα» στην ασύμμετρη διάρκεια των σκληρών αγώνων που έδωσε ο ποιητής, αντιμετωπίζοντας πραγματικούς ή φανταστικούς αντιπάλους, με αθλοθετημένο έπαθλο την αυτογνωσία, τη δυνατότητα μετατροπής της μνήμης σε κινητήριο μοχλό-έναυσμα ποιητικών περιπλανήσεων και την ικανότητα επικοινωνίας με το απτό, το συγκεκριμένο, αλλά και το απροσδιόριστο· το ομολογημένο, αλλά και το ανομολόγητο, όπως ανομολόγητος είναι ο ουσιαστικός και όχι ο υποκριτικός, ο επιδερμικός και ψευδεπίγραφα δραματοποιημένος φόβος του θανάτου. Ανομολόγητος και, όμως, ομολογημένος διά της πλαγίας οδού, στο πεδίο της ποίησης, εκεί όπου όλα, φωτισμένα από το αλλιωτικό φως του ονείρου και νοτισμένα από την υγρασία του περιβάλλοντος, την υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού υποκειμένου συναισθήματος, αποκτούν μιαν άλλη διάσταση και μιαν άλλη βαρύτητα. Στο σταυροδρόμι αυτό, όπου πραγματοποιούνται παράδοξες συζεύξεις ηλικιών και παραμυθητικές της ψυχής συναντήσεις, επιτρέπονται επικλήσεις και καλέσματα απόντων, που με τη βοήθεια μιας υπέρογκης και άγρυπνης μνήμης αποκτούν υλική υπόσταση.
Υπάρχουν ποιήματα, όπως αυτά της ενότητας του «Νοσοκομείου», όπου η οδυνηρή προσωπική εμπειρία κατατίθεται με τη μορφή οιονεί ημερολογιακών εγγραφών. Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής «μιλάει» για όλα όσα αισθάνεται ή αντιλαμβάνεται -εν εγρηγόρσει ή βυθισμένος σε μία κατασταλτική της σκέψης ληθαργική κατάσταση- τον καθιστά κάτι σαν χρονικογράφο της αγωνίας, του φόβου και της οδύνης, των δικών του μα και των άλλων που, όπως κι αυτός, βρίσκονται αντιμέτωποι, όχι ακριβώς με τον θάνατο, αλλά με τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, στη θέα της οποίας μεγιστοποιούνται η αγάπη και ο πόθος για τα επίγεια καθημερινά, ενώ, παράλληλα, γίνεται υπέρογκη η ανάγκη διαφύλαξης των πολύτιμων τιμαλφών στοιχείων της ζωής του καθενός. Η συχνά λεπτομερής και, κάποτε, φωτογραφική καταγραφή σκηνών, συνθηκών και καταστάσεων στους θαλάμους και στα διάφορα εξεταστικά ή θεραπευτικά τμήματα του νοσοκομείου υπερβαίνει τις όποιες ρεαλιστικές αφηγηματικές προθέσεις ή προδιαγραφές και αποκτά τις διαστάσεις ενός, με στοιχεία εφιάλτη, πλην όμως, νηφάλιου ονείρου, κατά τη διάρκεια του οποίου αίρονται οι πραγματικές ή οι νομιζόμενες αντιθέσεις και όλα όσα συμβαίνουν, συλλαμβανόμενα με τη νόηση ή τη διαίσθηση, χωρίς να χάνουν το ατομικό στίγμα του ομιλούντος, αποκτούν έναν υπερβατικό, αν και όμως κάθε άλλο παρά μεταφυσικό, χαρακτήρα.
Το παράδοξο, στην προκειμένη περίπτωση, έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ στα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου -τουλάχιστον σ' αυτά που συγκροτούν τον θεματικό, συναισθηματικό και συγκινησιακό κορμό του- κυριαρχεί η αίσθηση του θανάτου, απουσιάζουν εντελώς ο φόβος, το αίσθημα της αδικίας και η μεμψιμοιρία. Ο θάνατος γυμνός, αμείλικτος τιμωρός, απαλλαγμένος από κάθε μεταφυσικό έρεισμα, δρα ως στοιχείο επιβεβαιωτικό της ζωής· αποτελεί το έσχατο όριό της και, παράλληλα, λειτουργεί ως έναυσμα αυτοσυνειδησιακών-υπαρξιακών καταβυθίσεων, αναζητήσεων και περιπλανήσεων, αλλά και ως μέτρο ανθρωπιάς και ευαισθησίας γι' αυτόν που, παντοιοτρόπως, τον αισθάνεται. Η αίσθηση του θανάτου, ακόμα και όταν παρεισφρέει στον χώρο τού εν υπνώσει ή τού εν εγρηγόρσει, στην κατάσταση του λήθαργου-ονείρου, μολονότι θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός φοβερού εφιάλτη, στα ποιήματα του Γιώργου Μαρκόπουλου, δρα περισσότερο ως παράγων θαλπωρής, τρυφερότητας και παραμυθίας. Εξάλλου, όπως «δηλώνεται» στο υπέροχο ποίημα «Νεκροταφείο αυτοκινήτων», ο θάνατος των ανθρώπων, και δη των αγαπημένων, ποτέ δεν είναι οριστικός και τελεσίδικος· η σωματική τους απουσία αναπληρώνεται από τη σωματοποιημένη τους θύμηση, όπως αυτή διατηρείται ζωντανή στη μνήμη των επιζώντων. Μόνον ο θάνατος των άψυχων πραγμάτων μπορεί -κι αυτό υπό προϋποθέσεις- να καταστεί οριστικός, οπότε τα κατάλοιπά τους δεν προσφέρονται για μνημονικές και συναισθηματικές ανακυκλώσεις, παρά μόνο για επιβεβαίωση της ματαιότητας και της ανέκκλητης φθοράς της ύλης.
Η νοσηρή περιρρέουσα ατμόσφαιρα του νοσοκομείου δημιουργεί στο πάσχον ποιητικό υποκείμενο την ανάγκη διεύρυνσης του ζωτικού του χώρου, την ανάγκη διαπλάτυνσης του ασφυκτικά περιορισμένου παρόντος· οπότε, με δεδομένη την επισφάλεια του μέλλοντος, αναζητά ερείσματα στα περασμένα, όπου δεσπόζει η προστατευτική μορφή του πατέρα, προς τον οποίο και αποτείνεται, με προφανή στόχο την κάλυψη του συναισθηματικού κενού και την άμβλυνση της εντονότατης υπαρξιακής του αγωνίας. Γύρω από τη δεσπόζουσα μορφή του πατέρα ιριδίζουν μνήμες των παιδικών και των νεανικών του χρόνων, που, όλες, ευφρόσυνες, πικρές ή τραυματικές, τον ενισχύουν, τον θάλπουν και τον παρηγορούν στην προσπάθειά του να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του με τον εαυτό του και με τους άλλους και να επανασυνθέσει τη ζωή του με κύριο συνεκτικό ιστό την αγάπη και τη συγκινημένη αίσθηση της αιωνιότητας που περιβάλλει τις σημαντικές αλλά και τις ασήμαντες περιστάσεις του ανθρώπινου βίου. Η μνήμη, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η μακρινή κι ωστόσο τόσο κοντινή, απόλυτα ταυτισμένη με το σώμα και τη σκέψη, πατρίδα του ποιητή και περιουσία του η θύμηση όσων τον αγάπησαν· η θύμηση και η παρουσία όσων αυτός αγάπησε και αγαπά. Μνήμη κι αγάπη, σε συνδυασμό με την παρηγορητική βεβαιότητα ότι όλα στη ζωή, ακόμα και τα πιο καθημερινά, έχουν το μερτικό τους στην αιωνιότητα, τον συνδράμουν στις, κάποτε υμνητικές, επισημάνσεις της αέναης εναλλαγής που συντελείται στην καρδιά του ρέοντος χρόνου. Οπως συμβαίνει στο ποίημα «Αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο», όπου ο ποιητής, με τα έκπληκτα μάτια του ανανήψαντος, με κατακτημένη πλέον την επίγνωση της ανεξαγόραστης αξίας της ζωής, υμνεί τη μεγαλειώδη, σχεδόν τελετουργική εναλλαγή των εποχών. Κι ακόμα, όπως συμβαίνει στα κείμενα που απαρτίζουν την ενότητα «Μετά των αγίων», όπου μικρά στιγμιότυπα, ενσταντανέ της μνήμης, περιστατικά εκ πρώτης όψεως ασήμαντα και ανάξια προσοχής για τους βυθισμένους στην άχαρη καθημερινότητά τους ανθρώπους, στα μάτια και στη διαβρωμένη από συγκίνηση σκέψη του ποιητή γίνονται σταθερές -παρά την αίσθηση του φευγαλέου που τις χαρακτηρίζει- νησίδες· πατήματα για τις μετακινήσεις του σε χώρους απρόσβλητους από τους φθοροποιούς απόηχους της πραγματικότητας.