Αύριο μπορεί να είναι μια μέρα χωρίς φαντάσματα. Αυτό σκέφτεται η Εριέτα καθώς χάνεται τις νύχτες στις σελίδες των βιβλίων. Οι αναμνήσεις την κατακλύζουν. Κι αυτή σ’ ένα παλιό τετράδιο σκαλίζει όνειρα, επιθυμίες, ερωτηματικά για όσα έζησε ή δεν μπόρεσε να ζήσει, για όσα δεν κατάφερε τόσα χρόνια να πει στο γιο της. Για τον πατέρα της, που υγρό πυρ έκανε την μπίρα και κατακτούσε τον κόσμο στα πανηγύρια με καφάσια ολόκληρα. Για τη μάνα της, που, αφού βασανίστηκε να μάθει τα κουμπιά του πλυντηρίου ρούχων, ακούμπησε πάνω του τη σκάφη, σε μια υγρή συνωμοσία ROL και Πικρής, μικρής μου αγάπης. Για τον άντρα της, που του αφοσιώθηκε μια ζωή όσο εκείνος ήταν δοσμένος στην επιστήμη και στην καριέρα του. Για την παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε – μπορεί μια θάλασσα να πνίξει τις στενόχωρες σκέψεις; –, για τη δικτατορία και τα χρόνια που ακολούθησαν. Για όσα την έκαναν να αλλάξει. Και για όσα θα τολμήσει πλέον να ζήσει.
Ο εξομολογητικός μονόλογος μιας γυναίκας, μια ειλικρινής καταβύθιση στις διαδρομές της ζωής της με φόντο τη νεότερη ελληνική ιστορία και μια κοινωνία που αλλάζει πρόσωπο.
Συνέντευξη της συγγραφέα από το Θανάση ΜήναΝίκη Τρουλλινού – «Πολύ συχνά, είμαστε, εμείς οι ίδιοι οι αναγνωστικές μας επιλογές» Η ΝίκηΤρουλλινού γεννήθηκε στα Χανιά το 1953. Στα νεανικά της χρόνια οργανώθηκε στην Αριστερά και τελείωσε τη Νομική στην περίοδο της δικτατορίας. Κάτοικος Ηρακλείου από το 1979, άλλοτε δικηγόρος στο επάγγελμα και επί 20 χρόνια διδάσκουσα στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΤΕΙ Ηρακλείου, από το 2001 διατηρεί ξενώνα στον Ψηλορείτη και ασχολείται με τον αγροτουρισμό. Το 1995 εξέδωσε με δικά της έξοδα την πρώτη της συλλογή με διηγήματα με τίτλο «Ένα μολύβι στο κομοδίνο», ενώ ακολούθησαν οι συλλογές «Μαράλ όπως Μαρία» και «Και Φύσηξε νοτιάς…». Μάστορας της μικρής φόρμας, το 2009 δημοσίευσε στον Κέδρο το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «ΜΆ ένα καφάσι μπύρες», που αγαπήθηκε από το κοινό και τους κριτικούς. Σε τούτο το βαθιά υπαρξιακό βιβλίο, από το οποίο δεν λείπουν τα πολιτικά σχόλια, η ΝίκηΤρουλλινού καταθέτει τον εξομολογητικό μονόλογο μιας γυναίκας, της Εριέτας, που πορεύεται σε μια ελληνική κοινωνία που αλλάζει πρόσωπο, προς το καλύτερο αλλά και προς το χειρότερο.
Κρίνοντας από το βιογραφικό σου, θαρρώ πως μάλλον δεν σου μοιάζει η ηρωίδα του βιβλίου, η κάπως παθητική Εριέτα. Τι λες; Ναι, δεν είμαι η Εριέτα. Ίσως γιατί δεν είμαι παθητικός άνθρωπος. Όμως, το ερώτημα ήταν ακριβώς αυτό: μπορώ να στήσω, με πειστικότητα, στα πόδια του έναν ανθρώπινο χαρακτήρα που να απέχει πολύ από μένα; Δεν μΆ αρέσουν άλλωστε οι αυτοβιογραφίες…όμως τι είναι οι ήρωες στην λογοτεχνία; Ένα κολλάζ επινοήσεων, θραυσμάτων του εαυτού μας, παρατηρήσεων γύρω μας…
Πώς σου ήρθε η ιδέα για τον πατέρα της που επιστρέφει από τη Μακρόνησο και φτιάχνει περιουσία με «ιερόν πυρ» την μπύρα;Είναι κοινός τόπος ότι πολλοί αγωνιστές επιστρέφοντας από τις εξορίες ασχολήθηκαν με το εμπόριο, μπορούσαν να δουν πιο μακριά χωρίς τα ματογυάλια της όποιας συλλογικότητας. Και η μπύρα ενέχει το στοιχείο του μεθυσιού. Τι πιο συμβολικό για ό,τι ακολούθησε μετά.
Η αφύπνιση της ηρωίδας σου και η επιθυμία της για μια νέα αρχή έρχεται μέσα από το διάβασμα και κατά κάποιον τρόπο μέσα από το διάβασμα σχηματοποιούνται και οι αναμνήσεις της. Θυμάσαι τι ήταν αυτό που σε παρακίνησε να αρχίζεις να διαβάσεις; Ωρίμασες και συ παρέα με τα αναγνώσματά σου;Ίσως το γεγονός ότι μΆ άρεσε να "φεύγω", να ταξιδεύω, να ζω άγνωστα πράγματα. Και διάβαζα πολύ από μικρή. Καταβρόχθιζα! Από τον Μικρό Ήρωα ως τον Ντίκενς, και πάει λέγοντας. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων που μΆ έπαιρνε μαζί της η μεγάλη μου αδερφή, στις βιβλιοθήκες των συμμαθητριών μου…Μέσα στην τάξη, στο πίσω θρανίο…Ναι, νομίζω ότι τα διαβάσματά μας μάς ακολουθούν, ή, καλύτερα, προηγούνται. Ή, πολύ συχνά, είμαστε, εμείς οι ίδιοι οι αναγνωστικές μας επιλογές.
Μου άρεσε ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίον «παίζεις» με τους ελληνικούς μύθους της δεκαετίας του 60 και της εποχής της μεταπολίτευσης. Δείχνεις να μην τους ασπάζεσαι αλλά και να μην τους απομυθοποιείς ισοπεδωτικά. Θεωρείς ότι πρόκειται για μια γενιά που έχει πνιγεί στις διαψεύσεις;Δεν ασπάζομαι πολλούς από τους μύθους, ενέχουν το στοιχείο της υπερβολής, είμαστε μεγάλοι μάστορες στο να φτιάχνουμε μύθους σΆ αυτόν τον τόπο. Αλλά δεν μ' αρέσει και η ισοπέδωση, τι μένει μετά; Είμαστε μια γενιά που, όσο έχει πνιγεί στην διάψευση, άλλο τόσο έχει διαψεύσει τον ίδιο της τον εαυτό.
Το ΜΆ ένα καφάσι μπύρες, καίτοι μυθιστόρημα, έχει πιο πολύ τη μορφή νουβέλας; Με δεδομένη την προϋπηρεσία σου στο διήγημα, νομίζεις ότι σου πάει καλύτερα η μικρή φόρμα;Μου αρέσει πολύ η μικρή φόρμα. Νιώθω όμορφα με τα διηγήματα που έχω γράψει. Ίσως γιατί ο παράγων "γλώσσα" στη μικρή φόρμα είναι τόσος σημαντικός. Και η δουλειά πάνω στη γλώσσα είναι ένα τόσο όμορφο ταξίδι!
Έχεις στο μυαλό σου το επόμενο βήμα σου ως συγγραφέας;Νομίζω πως ναι.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Ματαιωμένες ζωές , ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 21 Μαρτίου 2009 Με σημαίες και με ταμπούρλα και με μπίρες , ΤΑ ΝΕΑ, Παρασκευή, 17 Απριλίου 2009Οταν τα βιβλία αλλάζουν τη ζωή , ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Κυριακή 10 Μαΐου 2009 Ανοίγοντας πόρτες ερμητικά κλειστές , ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Τετάρτη 20 Μαΐου 2009 Απάθεια σε ζόρικες εποχές , ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Παρασκευή 29 Μαΐου 2009 Από τη σκιά των μυστικών στο φως των λέξεων , diavasame.gr, Παρασκευή 29 Μαΐου 2009 Το παζλ ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος , Η ΑΥΓΗ, 05/07/2009