Ο Γιάννης Κοντός είναι μια από τις πιο πρωτότυπες και δυναμικές φωνές της λεγόμενης "Γενιάς του 1970", και μάλιστα από το πρώιμο στάδιο της.
Δημιουργικά και αφομοιωτικά διδαγμένος από τους μεταπολεμικούς επιφανείς προγόνους τους Τάκη Σινόπουλο και Μίλτο Σαχτούρη, πέτυχε να παρακάμψει την αναλυτικότητα του πρώτου ή τις κλειστοφοβικές εμμονές του δεύτερου και να τις αντικαταστήσει με την καιριότητα του απροσδόκητου και τον εναγκαλισμό όλων των εξωτερικών μορφών της πόλης και της ζέουσας καθημερινότητας.
Ο Κοντός δημιούργησε με τα χρόνια, είτε μέσα από ποιητικές πρόζες είτε μέσω συνήθως σφιχτών ευρηματικών ποιημάτων, το αποτύπωμα του σύγχρονου κόσμου που μας περιβάλλει, αντιπροσωπευμένο από τα τραύματα-εμφανή και αφανή- του ποιητικού "εγώ" του. Ενώ στην επικράτειά του, εικαστική, χρωματική, κυκλοφορούν ελεύθερα, σχεδόν γεναιοδώρως ασύδοτα, όλα τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα παλιά ονόματα, οι ιδέες, τα ζώα, τα φυτά, οι μνήμες, οι έρωτες, τα δωμάτια και τα αδιέξοδά τους, ο Κοντός τα συστεγάζει αριστοτεχνικά, αλλά μόνον κατ' επίφαση σουρεαλιστικά. Ναι, ο υπερρεαλισμός τον τροφοδοτεί στην εικονοποιία του, στους συντακτικούς ή γλωσσικούς του ακροβατισμούς, καμιά φορά και στην ίδια του τη σύλληψη, δεν είναι όμως ο αληθινός πατέρας και οδηγός του.
Θα' λεγα ότι τα κύρια ατομικά στοιχεία που περισσότερο τον προσδιορίζουν είναι ένα είδος προωθημένης, "οικείας" προφορικότητας στον ποιητικό του λόγο καθώς και συχνά μια μελαγχολικά εκφερόμενη στοχαστικότητα θυμοσοφικής τάξης. Ο Κοντός είναι μεν οικείος, δεν αυτοβιογραφείται όμως ποτέ. Ψήγματα μόνο απ' τη ζωή του ή τις πρόδηλες φοβίες του παρουσιάζονται στο ποιητικό υλικό, που έχει σχεδόν πάντα φαντασιακό πυρήνα. Έτσι, η γραφή του γίνεται ανάλαφρα και μαζί δεσποτικά εξωστρεφής. Μ' αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης σαγηνευτικά "παγιδεύεται" ανάμεσα στον ατομικό λυρισμό του ποιητή και στη συλλογική μας φρίκη που εκείνος ζωγραφίζει, συνήθως μ' ένα ακαριαίο, απρόοπτο διάβημα.
Ο φιλμικός χαρακτήρας πολλών ποιημάτων, συνδυασμένος με τις τελειοποιημένες πια τεχνικές ενός ταχυδακτυλουργού της εννοιολογικής ανατροπής, συχνά προσφέρει σε θραύσματα βίου και με τον δραματικότερο τρόπο την αδυσώπητα παράλογη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου:
"Άνοιξες την πόρτα και μετά
άλλη κι άλλη και βρέθηκες
στο κλουβί με τα λιοντάρια.
Είπες: Θεέ μου, τι γυρεύω εδώ;
Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα".
Συλλογικό ακατανόητο πεπρωμένο, ανεντόπιστη η ευθύνη. Αυτή δεν είναι η εποχή μας;
Ο Κοντός μας παρηγορεί με μια ποίηση φανατικά ανθρωποκεντρική. Δείχνει στο σημερινό άνθρωπο, που έχει τώρα βάναυσα εξωθηθεί στην περιφέρεια, ότι αυτός ο άνθρωπος και η οδύνη του θα είναι πάντοτε το αληθινό μας κέντρο και η απαστράπτουσα ψυχή μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
Ποιητής, δοκιμιογράφος, θεατρικός κριτικός
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΥ
Έτσι όπως ανοίγει τα πανιά του το καλοκαιράκι
βλέπω τον Μαγιακόφσκι ξυπόλητο να βαδίζει πάνω
στην Κασπία Θάλασσα. Έτσι χλωρός ακόμα
είναι στον κήπο μας.
Κατηφόρες που έχει ο χρόνος, βογκητά και λησμονιές.
Ελλειπτικά που είναι τα φιλιά σου, έχουν τη φορά
του αποχωρισμού. Και τι είναι ο χρόνος;
Ένα σφυράκι είναι που σου χτυπάει τις νύχτες τα μάτια
και σπάει τα κρύσταλλα του ουρανού και τρέχουν:
λέξεις, κόμματα, τελείες και παρενθέσεις.
Και εκείνη η σπηλιά – που δεν φαίνεται στον χάρτη –
μας κρύβει από τον κόσμο και με ψιθύρους και ματιές
φεύγουμε γι’ αλλού.