Ψιλόβρεχε. Απ’ ό,τι είδε στο φως μια κολόνας, χιονόνερο ήταν. Για να συντομεύσει τη διαδρομή, έστριψε σ’ ένα ήσυχο δρομίσκο. Τα μαγαζιά, με κατεβασμένα κιοπέγκια. Δε φαινόταν ψυχή. Αφέθηκε και πάλι στο δίλημμα, με τον Άρη ή να καταπνίξει τους δισταγμούς του κι επιτέλους να τη συναντήσει. Και πάλι τι μπορούσε να δώσει αυτή η συνάντηση; Δεν ήταν απλοϊκή η ελπίδα του γι αυτήν;
Ξάφνου, ένας μεγαλόσωμος ηλικιωμένος άνδρας σκόνταψε πάνω του. Ενώ κινδύνεψε εξαιτίας του να χάσει την ισορροπία του, του ζήτησε και συγγνώμη. Θα μοιάζε αλήτης με το παλιομοδίτικο πανωφόρι και το αστείο μικροσκοπικό του μουστάκι, αν δεν… τι; Δεν μπόρεσε να το προσδιορίσει, έσβησαν τα φώτα. Επιχείρησε να τον παραμερίσει, πράγμα όμως αδύνατο, γιατί με το σώμα του τού έκλεινε τις διεξόδους. Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα. Του αγνώστου με τέτοια ένταση θαρρείς κι ακτινογραφούσε τις πιο μύχιες του σκέψεις. Και οι επόμενες απόπειρες απέτυχαν. Το σάλιο του έγινε πηχτό, κατάπιε με δυσκολία. Να το βάλει στα πόδια; Αδύνατον, είχαν ριζώσει. Κάτι απίθανα εξωπραγματικό.
Από τις φαντασιώσεις που γεννιούνται στο μυαλό, σ’ εκείνη τη περίεργη κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μάλλον εφιάλτης. Που θέλεις να τρέξεις και δεν μπορείς, να ουρλιάξεις και δε βγαίνει άχνα.