Απόσπασμα από τη δεύτερη πράξη
ΙΛΑΡΧΟΣ
Ναι, κλαίω κι ας είμαι άντρας. Γιατί; Δεν έχουν μάτια οι άντρες; Δεν έχουν χέρια, πόδια, καρδιά, αισθήματα, τρυφερότητα, πάθη; Δεν τρέφεται ένας άντρας με την ίδια τροφή, δεν πληγώνεται με τα ίδια όπλα, δεν κρυώνει το χειμώνα και δεν ζεσταίνεται το καλοκαίρι όπως και μια γυναίκα; Αν μας τρυπήσετε, δεν θα ματώσουμε; Αν μας γαργαλήσετε δεν θα γελάσουμε; Αν μας φαρμακώσετε, δεν θα πεθάνουμε; Γιατί απαγορεύεται σ’ έναν άντρα να παραπονεθεί ή σ’ έναν στρατιώτη να κλάψει; Επειδή δεν είναι αντρίκιο; Γιατί δεν είναι αντρίκειο;
ΛΑΟΥΡΑ
Κλάψε λοιπόν, αγοράκι μου. Η μανούλα σου είναι εδώ. Θυμάσαι όταν ήρθα για πρώτη φορά στη ζωή σου; Ήμουν σαν δεύτερη μάνα σου.
Το μεγάλο και δυνατό σώμα σου φοβόταν. Ήσουν σαν ένα μεγάλο παιδί που ήρθε πρόωρα στον κόσμο, σχεδόν ανεπιθύμητο.
ΙΛΑΡΧΟΣ
Ναι, αυτό πρέπει να ‘ναι. Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου ποτέ δεν με θέλανε. Κι έγινα ένας άνθρωπος χωρίς βούληση! Όταν εσύ κι εγώ ενωθήκαμε, πίστευα πως ολοκληρωνόμουν σαν άνθρωπος. Έτσι σ’ άφησα να διοικείς εσύ. Εγώ που εξουσίαζα τόσους στρατιώτες, όταν βρισκόμουν μαζί σου εκτελούσα διαταγές! Έτσι έμαθα να σε θεωρώ ανώτερο πλάσμα, χαρισματικό. Σ’ άκουγα σαν να ‘μουν ένα άβουλο παιδί.
ΛΑΟΥΡΑ
Έτσι είναι, γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπησα σαν να ‘σουν το παιδί μου, και πρέπει να μάθεις κι αυτό: όταν με πλησίαζες με άλλη διάθεση, σαν εραστής, γινόμουν αμήχανη, ντρεπόμουν, την ευχαρίστηση της αγκαλιάς την ακολουθούσε η ενοχή, σαν να ντρεπόταν το αίμα μου. Η μάνα που γίνεται ερωμένη! Πφφφ…
ΙΛΑΡΧΟΣ
Το ‘χα προσέξει, αλλά ποτέ δεν καταλάβαινα το γιατί. Και πολλές φορές που νόμιζα ότι δεν με ήθελες σαν άντρα προσπαθούσα να σε κατακτήσω χρησιμοποιώντας το φύλο μου.
ΛΑΟΥΡΑ
Κι αυτό ήταν το λάθος σου. Βλέπεις η μάνα ήταν ο φίλος σου και η γυναίκα ο εχθρός σου. Ο έρωτας ανάμεσα στα δυο φύλλα είναι πόλεμος. Μην φανταστείς ότι σου δόθηκα ποτέ. Δεν έδωσα τίποτα. Μόνο πήρα. Πήρα αυτό που ήθελα. Αλλά υπερείχες, κάτι που ‘νιωθα κι ήθελα να το νιώσεις κι εσύ.