«Η ιστορία είχε αρχή, μέση, τέλος, όπως θα το ήθελε και κείνη ίσως να έχει γίνει, ή και τα δύο, αλλά το μίσος πελώριο φίδι τους τύλιξε και πρώτη φορά κοιτάχτηκαν από τόσο κοντά γυμνοί.
«Δεν καταλαβαίνω» η φωνή του ενοχλημένη και έδειξε άξαφνο ενδιαφέρον για τις εγκαταστάσεις στο εργοστάσιο «κοκκινόχωμα; Άργιλος; Δεν έχω ξαναδεί αυτό το υλικό! Μοιάζει με αστερίτη, είναι;»
«Κοίταξε με, είμαι εγώ, δεν είναι εκείνη, το σπέρμα σου βαθιά μέσα μου σαπίζει, μη φεύγεις, τα σώματα μας στα χαλίκια χαράκτηκαν άτσαλα, μη μ’ αφήνεις, θα το κρατήσω το σπέρμα σου σάπιο και ύπουλο, γιατί δεν είσαι εκείνος που με πάθος ήθελα και γώ δεν ήμουνα ποτέ αυτή η ξέγνοιαστη γυναίκα που αγαπούσες. Τώρα όμως αυτή τη στιγμή, είμαστε μόνοι, εμείς, ολομόναχοι, χωρίς τους άλλους δύο, και ο έρωτας μας φριχτή απαίσια πράξη για δολοφόνους, γι’ αυτό άφησε με να κρατήσω αυτό το σάπιο σπέρμα, το φίδι τυλίχτηκε γύρω μας, αδύνατο να ξεφύγουμε.»
Και έγινε το κακό. Τότε ακριβώς. Χωρίς φιλί, χωρίς όπλο, χωρίς λέξη, χωρίς τα μάτια του δολοφόνου να μια στιγμή ένα πτώμα. Ακίνητα όλα, και το τοπίο μαύριζε και για πρώτη φορά ήρθαν οι γλάροι.»