Το όνειρο του Δαμοκλέους

14.20€ 12.07€

Συγγραφέας: ΚΟΝΓΚΟΛΙ, ΦΑΤΟΣ
Έτος έκδοσης: 2005
ISBN: 960-04-2712-7

Οριστικά εξαντλημένο

Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς Τίρανα, φθινόπωρο του 1997. Σε μια εποχή όπου οι δολοφονίες δεν αποτελούν έκτακτη είδηση, η αυτοκτονία του Ρ. Γκ., γόνου πλούσιας οικογένειας, δεν ξαφνιάζει κανέναν. Ένα ημερολόγιο ρίχνει φως στο προσωπικό δράμα του αυτόχειρα: η κηδεία της μητέρας του την ίδια μέρα με την κηδεία του “Μεγάλου Κύκλωπα” Εμβέρ Χότζα· το σπίτι του πατέρα του, φυλακή πολυτελείας· ο έρωτάς του για την Λίντα, την κόρη του διαβόητου ανακριτή Βαλμίρ Δ. Η βασανισμένη μορφή του αρχαίου Δαμοκλή με τη σπάθη να κρέμεται απειλητικά πάνω από το κεφάλι του, θα γίνει ο μόνιμος εφιάλτης του. Ψυχολογικό δράμα καφκικής ατμόσφαιρας, οδοιπορικό σε μια χώρα αμήχανη ανάμεσα στο ένοχο παρελθόν της και στο άναρχο παρόν της,το μυθιστόρημα του διακεκριμένου σύγχρονου Αλβανού συγγραφέα Φάτος Κονγκόλι τιμήθηκε με το βραβείο Balcanica 2002.

Μέχρι την κυκλοφορία των μυθιστορημάτων του Ισμαήλ Κανταρέ δεν γνωρίζαμε τίποτε για τη λογοτεχνία της γειτονικής μας χώρας. Νομίζω πως δεν ενδιαφερόμαστε και να μάθουμε. Η Αλβανία ως χώρα ενδιέφερε μόνον όσους υποστήριζαν το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, τους πάλαι ποτέ μαοϊκούς και τις «παραφυάδες» τους. Για τους άλλους, τους πολλούς, Αλβανία σήμαινε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και το έπος στα αλβανικά βουνά. Από κοντά πήγαινε και η «Βόρειος Ηπειρος». Μέχρις εκεί. Ο Κανταρέ έκανε την έκπληξη. Σπουδαίος λογοτέχνης. Με ευρωπαϊκά εύσημα και διακηρυγμένη -αλλά καθόλου αληθινή- αντίσταση στο εμβερικό καθεστώς. Τη δεκαετία του 1990 ακολούθησε ο Ντιέτρο Αγκόλι, σαφώς χαμηλότερος σε λογοτεχνικό ύψος από τον Κανταρέ αλλά υπολογίσιμος. Ωστόσο η αλβανική λογοτεχνία δεν ξεκινάει με τον Κανταρέ. Χωρίς να είναι μια λογοτεχνία με μεγάλη παράδοση ή με εντυπωσιακές τομές, τη βρίσκουμε τη δεκαετία του 1930 να δημιουργεί τη δική της «Γενιά του '30». Η γενιά αυτή ξεπετάγεται επί βασιλείας Ζώγκου, ασχολείται κυρίως με κοινωνικά θέματα, αφήνει πίσω της διηγήματα και ποίηση, χωρίς να λείπουν τα μυθιστορήματα και βασικός εκπρόσωπός της είναι ο Μιλός Γκέργκι Νικόλα, γνωστός ως Μιγκένι. Μετά το 1944 επικρατεί ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, που γεννά συνήθως μέτριους συγγραφείς, αλλά όχι μόνον. Από αυτούς που δεν θα ξεχαστούν, ο Γιακόβ Τζόζα με το μυθιστόρημα «Το νεκρό ποτάμι». Τη δεκαετία του 1960 εμφανίζεται ο σημαντικότερος και πιο γνωστός σύγχρονος Αλβανός συγγραφέας, ο Ισμαήλ Κανταρέ. Καμία σχέση με σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ούτε καν με ρεαλισμό, ο Κανταρέ εκμεταλεύεται την πλούσια βαλκανική προφορική παράδοση, κοινή στους λαούς των Βαλκανίων, εισάγει το μυθολογικό και συμβολικό στοιχείο στα έργα του, ανοίγοντας ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο στην πεζογραφία της χώρας του. Παρόμοιας αισθητικής κατεύθυνσης είναι και η ποίηση του Φάτος Αράπι. Στο μεταίχμιο, ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό και την παρωδία, βρίσκεται ο σύγχρονός τους Ντιέτρο Αγκόλι. Είκοσι χρόνια μετά εμφανίζονται οι νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Φάτος Κονγκόλι, ο Κότσο Κόστα, ο οποίος υφίσταται τη λογοκρισία του καθεστώτος για το μυθιστόρημά του «Αυτοί οι δύο κι άλλοι», οι διηγηματογράφοι Φαΐκ Μπαλάντζα και Νάνσι Λέρα και ο νεότερος Μπεσνίκ Μουσταφάι.

Το άτομο και η μοίρα του είναι το καινούριο στοιχείο που αυτή η γενιά εισάγει στην αλβανική λογοτεχνία, φέρνοντάς την πιο κοντά στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Η σκιά του Κάφκα καταφανώς εισχωρεί στο έργο τους, ενώ ο ρεαλισμός τους υπονομεύεται διαρκώς από το παράλογο και το εφιαλτικό. Το άτομο εμφανίζεται εγκλωβισμένο σ' ένα πλέγμα γεγονότων, στα οποία αδυνατεί να παρέμβει, τα οποία τον ξεπερνούν, τελικά τον καταστρέφουν ή τον τρελαίνουν. Το δίκαιο των ισχυρότερων κυριαρχεί. Το φόντο των μυθιστορημάτων τους δεν είναι μόνον η κομμουνιστική εποχή, αλλά και η μετακομμουνιστική, η σημερινή. Κι όταν, όμως, πρόκειται για την περίοδο του παλιού καθεστώτος, προτιμούν να τονίζουν την παράλογη έως και παρανοική πλευρά του μέσα από ψυχολογικής τάξεως ευρήματα, που δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ. Αυτό το στοιχείο συναντούμε στον Μπεσνίκ Μουσταφάι και «Το κενό» του, μυθιστόρημα που το 1999 απέσπασε το βραβείο Medicis στη Γαλλία. Ο ήρωάς του είναι ένας τριανταπεντάρης δασοπόνος- μηχανικός, φιλήσυχος, τακτικός, μετρημένος, χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες και ερωτήματα σχετικά με το τι συμβαίνει στη χώρα του και το καθεστώς. Ενα βράδυ, σε μια μικρή αλβανική πόλη όπου βρίσκεται για υπηρεσία, γνωρίζει την Αννα, μια νεαρή φωτορεπόρτερ, απεσταλμένη γνωστού περιοδικού των Τιράνων, για να τραβήξει φωτογραφίες στο μεταλλωρυχείο της περιοχής. Οταν όμως η Αννα, παρά τις αντιρρήσεις του αρχιεργάτη, κατεβαίνει στις στοές του μεταλλωρυχείου, μια κατολίσθηση την εγκλωβίζει μαζί με άλλους εργάτες στο μεταλλωρυχείο. Καθώς δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες για επιζώντες, όλοι στα Τίρανα τη θεωρούν νεκρή, και το καθεστώς την ανακηρύσσει ηρωίδα που έπεσε ηρωικά την ώρα του καθήκοντος! Από δω και πέρα ο Μουσταφάι αρχίζει να υφαίνει μια απίστευτη ίντριγκα, η οποία σταδιακά εξελίσσεται σ' ένα ψυχολογικό θρίλερ για τον ήρωά του, ο οποίος, ερωτευμένος με την Αννα, προσπαθεί να αποδείξει ότι ζει. Εφόσον όμως το καθεστώς αποφάσισε ότι είναι νεκρή και ηρωίδα, έτσι πρέπει να παραμείνει. Για όλους, είτε είναι οι γονείς της είτε ο πρώην φίλος της είτε ο αδελφός της, δεν υπάρχει. Ο ήρωας παντού, όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, τον αντιμετωπίζουν από διαταραγμένο έως ύποπτο. Γύρω του δεν υπάρχει παρά το κενό στο οποίο έχει πέσει μέσα ο ίδιος. Στο τέλος αυτός ο τακτικός, φιλήσυχος άνθρωπος έχει αρχίσει να γίνεται σχεδόν επικίνδυνος, ενώ ο ίδιος δεν είναι καν σίγουρος αν πραγματικά γνώρισε την Αννα ή όχι. Δηλαδή έχει αρχίσει να τρελαίνεται. Επιστρέφει στο μεταλλωρυχείο σε μια τελευταία προσπάθεια να ανακαλύψει την αλήθεια. Η μόνη αλήθεια τελικά που τον περιμένει είναι ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε. Θα γυρνούσε σ' αυτό που γνώριζε σ' όλη του τη ζωή. Τον ήσυχο, μετρημένο, τακτικό, συνηθισμένο άνθρωπο. Ο Μουσταφάι στήνει την ίντριγκά του αργά και μεθοδικά. Τουτέστιν, δεν αποκαλύπτει τι μέλλει γενέσθαι, ούτε σε αφήνει να το μαντέψεις. Μέχρι το μέσον του μυθιστορήματος ακούμε τα ίδια γεγονότα να εξιστορούνται από δύο φωνές: του μηχανικού και της Αννας. Στη συνέχεια, η Αννα χάνεται. Παραμένει η αγωνιώδης φωνή του μηχανικού, καθώς την ψάχνει μέσα στην πρωτεύουσα χτυπώντας τις πόρτες συγγενών, φίλων και συναδέλφων της. Ενδιαφέρουσα σύλληψη, αν και κάποιες φορές εμφανίζεται μια σχηματοποίηση και υπεραπλούστευση των γεγονότων προκειμένου να αναδειχθεί ο παραλογισμός τους. Το σημαντικότερο, πάντως, είναι πως όλα επικεντρώνονται στον ψυχισμό του ήρωα, κατά πρώτον λόγον και της Αννας, κατά δεύτερον. Ο παραλογισμός του συστήματος δεν καταγγέλλεται ευθέως, ελάχιστες φορές συναντούμε εκπροσώπους του στο μυθιστόρημα, η παντοδυναμία του όμως έχει διαβρώσει τόσο τον ψυχισμό των ανθρώπων, που μετατρέπονται κάθε φορά σε ό,τι εκείνο επιθυμεί. Η ικανοποιητική μετάφραση είναι του Τηλέμαχου Κώτσια.

Πιο απαιτητικό και πολυεπίπεδο είναι το μυθιστόρημα του Φάτος Κονγκόλι «Το όνειρο του Δαμοκλέους». Σαφώς επηρεασμένος από τον μοναχικό της Πράγας, με διακειμενικές «συνομιλίες» με τον αμλετικό μύθο καθώς και τον αρχαιοελληνικό του Δαμοκλέους, κατορθώνει να στήσει ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα, που μιλάει για τη σύγχρονη Αλβανία, τη μετακομμουνιστική, και μάλιστα για την εποχή των αναταραχών της δεκαετίας του 1990, των «πυραμίδων» και των Καλάσνικοφ. Ο Κονγκόλι δεν υιοθετεί ρεαλιστικές μεθόδους, ούτε προστρέχει στην αληθοφάνειά τους για να δείξει το μέγεθος της σκοτεινιάς, στο οποίο είχε καταβυθιστεί η χώρα του, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Καθώς τα Καλάσνικοφ ακούγονται σε όλη την πόλη και καθ' όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου, η είδηση της αυτοκτονίας ενός νεαρού, γόνου ευκατάστατης οικογένειας των Τιράνων, περνάει στα ψιλά. Ο αφηγητής όμως, του οποίου το δωμάτιο νοίκιαζε τον τελευταίο καιρό ο νεαρός, βρίσκει καταχωνιασμένον ένα χοντρό φάκελο με σημειώσεις του αυτόχειρα. Υστερα από δισταγμούς και φόβους που διαρκούν τρία χρόνια, αποφασίζει να τον δημοσιοποιήσει. Η αφηγηματική φωνή αλλάζει καθώς διαβάζουμε τις σημειώσεις του αυτόχειρα. Αμέσως διαφοροποιείται και το κλίμα, καθώς σταδιακά και όσο προχωρούν οι σελίδες, μπαίνουμε σε μια σκοτεινή, καφκική ατμόσφαιρα. Ο νεαρός αφηγητής αισθάνεται διαρκώς κατηγορούμενος και μπλεγμένος σ' έναν ιστό αράχνης. Γύρω του τα πάντα είναι τιναγμένα στον αέρα. Οι οικογενειακές σχέσεις, οι προσωπικές, οι ερωτικές, ο θάνατος της μητέρας του, η τραγική γι' αυτόν σύμπτωση να γίνει η κηδεία της την ίδια μέρα με του «Μεγάλου Κύκλωπα», και βέβαια το έγκλημα, που κυριαρχεί παντού. Ο Κονγκόλι τοποθετεί τον ήρωά του ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Είναι αυτός που του είχαν πει πως το σήμερα θα ήταν διαφορετικό και καλύτερο από το χθες, κάτι τέτοιο όμως, όχι μόνο δεν συμβαίνει, αλλά αυτός αισθάνεται σαν τον Δαμοκλή, με το σπαθί να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Μακριά από το να είναι καταγγελτικός, ο Κονγκόλι οδοιπορεί μαζί με τους ήρωές του στη μετακομμουνιστική χώρα του, η οποία παραπαίει ανάμεσα σ' ένα σκοτεινό και ένοχο παρελθόν κι ένα απειλητικό και διαλυμένο παρόν, αναδεικνύοντας την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνεπής η μετάφραση του Ανδρέα Ζαρμπαλά.

Έλενα Χουζούρη, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 20/01/2006

Οι Αλβανοί συγγραφείς περνούσαν δύσκολα στο κομμουνιστικό καθεστώς, για πολιτικούς λόγους. Σήμερα περνούν το ίδιο δύσκολα, για οικονομικούς λόγους. Οι Αλβανοί διάβαζαν περισσότερο την εποχή του κομμουνισμού απ' ό,τι σήμερα. Οι συγγραφείς της μετακομμουνιστικής περιόδου στρέφονται περισσότερο στο άτομο και τις αγωνίες του. Η εικόνα της αλβανικής λογοτεχνίας, του αλβανικού αναγνωστικού κοινού, της σημερινής Αλβανίας γενικότερα, μέσα από τις, ιδιαίτερα ενημερωτικές, συνεντεύξεις δύο σημαντικών σύγχρονων Αλβανών συγγραφέων, του Φάτος Κονγκόλι και του Μπεσνίκ Μουσταφάι, που είναι και υπουργός Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση Μπερίσα.

-Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης αλβανικής λογοτεχνίας;

Φάτος Κονγκόλι: «Μπορούν να ειπωθούν αρκετά με αφορμή αυτή την ερώτηση. Εν συντομία θα έλεγα ότι η ουσιαστική αλλαγή που συντελέστηκε στα αλβανικά γράμματα κατά τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια είναι η απελευθέρωση από τη λογοκρισία. Η σύγχρονη αλβανική λογοτεχνία δημιουργείται υπό συνθήκες ελευθερίας, σ' ένα δημοκρατικό καθεστώς. Υπό αυτό το πρίσμα, απελευθερωμένη από τα στερεότυπα του αποκαλούμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, είναι μια συνηθισμένη λογοτεχνία, μ' ένα ευρύ όσο και άνισο φάσμα παραγωγής: σε μια πληθώρα δημιουργών και έργων, αρκετοί δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις, μία άλλη μικρότερη μερίδα έχουν κάποιο ενδιαφέρον και ένα ακόμη πιο μικρό ποσοστό διακρίνονται για το έργο τους».

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Είναι δύσκολο να απαντήσω με λίγα λόγια σ' αυτήν την ερώτηση. Θα έλεγα ότι ανάμεσα στους νέους, αυτούς δηλαδή που μπήκαν στη λογοτεχνία μετά την πτώση της δικτατορίας, οι καλύτεροι είναι ποιητές. Προσπαθώ να καταλάβω το γιατί και δεν βρίσκω ότι τους λείπει το ταλέντο. Οι αιτίες πρέπει ίσως να αναζητηθούν έξω από αυτούς. Οι καιροί τρέχουν με αυξανόμενη ταχύτητα και προσφέρουν σ' αυτούς την υπομονή και το περιβάλλον που έχει ανάγκη ένας μυθιστοριογράφος. Επιπλέον πρόκειται για μια εποχή που σημαδεύεται από την ψύχωση του χρήματος. Η λογοτεχνία γενικά δεν αποδίδει οικονομικά σε μια φτωχή χώρα που προσπαθεί να γίνει πλούσια. Ετσι οι νέοι συγγραφείς είναι υποχρεωμένοι να κάνουν χιλιάδες άλλα πράγματα για να ζήσουν, αφιερώνοντας πολύ λίγο χρόνο στη λογοτεχνία. Οι συγγραφείς της πρώτης γενιάς, αυτοί που πρόσφεραν στην αλβανική λογοτεχνία ένα παγκόσμιο σημείο αναφοράς με τα μυθιοστορήματά τους, κατά την άποψή μου γέρασαν άσχημα.

Ξόδεψαν όλη την ενέργειά τους στο να οικοδομούν ένα παρελθόν διαφωνούντων που στην πραγματικότητα δεν το χρειάζονται. Δεν κατανοώ σ' αυτούς παρά την κούραση του Σίσυφου. Ενας συγγραφέας κρίνεται από το έργο του και όχι από τη ζωή του, την οποία δεν μπορεί να αλλάξει αναδρομικά. Είναι η λογοτεχνία που υποφέρει από αυτό το ξόδεμα του χρόνου και της ενέργειας, διότι αυτοί οι συγγραφείς γράφουν κακά μυθιστορήματα».

-Μπορούμε να μιλήσουμε για δύο λογοτεχνίες; Αυτήν κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος και αυτήν μετά από αυτό;

Φάτος Κονγκόλι: «Πιστεύω ότι η λογοτεχνία είναι ενιαία, ασχέτως της εποχής που δημιουργείται. Είμαι της γνώμης ότι θα ήταν άστοχο να μιλήσουμε για δύο λογοτεχνίες, για εκείνη που καλλιεργήθηκε για τέσσερις δεκαετίες επί κομμουνιστικού καθεστώτος και εκείνη που παράγεται σήμερα. Η αλβανική λογοτεχνία έχει πολύ πιο παλιές ρίζες. Ισως θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Υπό αυτό το πρίσμα, θα έλεγα ότι η αλβανική λογοτεχνία εισήλθε σε μια νέα φάση, ποιοτικώς ανώτερη. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να συμπληρώσω κάπως την απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση. Στην περίοδο της δικτατορίας η λογοτεχνία ήταν κανονιστική. Ως εκ τούτου, εκτός από μικρές εξαιρέσεις, δεν καλλιεργούσε πραγματικές αξίες. Πάνω απ' όλα ήταν μια λογοτεχνία ρηχή, πληκτική -η ανθρώπινη ψυχή, ο ανθρώπινος πόνος ήταν τα τελευταία που την απασχολούσαν. Σήμερα οι Αλβανοί συγγραφείς ασχολούνται με θέματα που μέχρι χθες ήταν ταμπού. Πρέπει όμως να τονιστεί το εξής: η δικτατορία πράγματι ζημίωνε ή κατέστρεφε πολλά ταλέντα, αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι και η ελευθερία, από μόνη της, δεν δημιουργεί αυτομάτως ταλέντα.

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Ναι, μπορούμε να μιλήσουμε για δύο λογοτεχνίες. Δεν πρόκειται τόσο για το στιλ ή τις αφηγηματικές τεχνικές όσο αν οι νέοι συγγραφείς είναι πιο αβανγκάρντ. Θέλω να πω πως η διαφορά συνίσταται στη σχέση που είχαν με την αλήθεια οι παλιοί συγγραφείς από αυτήν που έχουν οι νέοι. Στο παρελθόν πολύ συχνά μπορούσε κάποιος να υποχρεωθεί να γράψει για μια αλήθεια που του επιβαλλόταν από το επίσημο κράτος. Ετσι όλο του το έργο στηριζόταν σε μια πλαστογράφηση της αλήθειας. Σήμερα ο συγγραφέας είναι υπεύθυνος για τη δική του αλήθεια, για το δικό του λάθος. Εν κατακλείδι, πρόκειται για την τεράστια διαφορά που προκαλεί δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πραγματικότητες: Την πραγματικότητα στην οποία απουσιάζει η ελευθερία και σ' εκείνη που η ελευθερία είναι παρούσα».

- Ποια ήταν η θέση των συγγραφέων και των γραμμάτων γενικότερα κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος και μετά από αυτό;

Φάτος Κονγκόλι: «Ενα από τα πιο ισχυρά όπλα των κομμουνιστικών καθεστώτων ήταν η δημαγωγία. Η λογοτεχνία αποτελούσε μέρος της δημαγωγίας αυτής. Το δικτατορικό καθεστώς επέβαλε τη σιωπή στους πολιτικούς του αντιπάλους, μεταξύ αυτών πολλοί συγγραφείς, φυλακίζοντάς τους και εξοντώνοντάς τους φυσικά, ενώ τους υπόλοιπους προσπαθούσε να τους εκμεταλλευτεί για προπαγανδιστικούς λόγους. Γι' αυτό, ενώ η εξουσία έδινε την εντύπωση ότι σεβόταν και στήριζε τη λογοτεχνική δημιουργία, αυτό συνέβαινε μόνο στο βαθμό που οι συγγραφείς λειτουργούσαν ως πειθήνα όργανά της. Σε αυτή την περίπτωση ο δρόμος για την έκδοση ενός έργου ήταν ανοιχτός: υπήρχαν προνόμια εργασίας, στέγασης κ.λπ. Ο μηχανισμός αυτός έφτιαχνε συνεχώς "συγγραφείς", οι οποίοι συμμετείχαν σε μια οργάνωση που λεγόταν "Ενωση Συγγραφέων και Καλλιτεχνών Αλβανίας". Η Ενωση αυτή ήταν ένα δυνατό χαρτί στα χέρια του καθεστώτος και έλεγχε αυστηρώς όλη τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική, εν γένει, ζωή της χώρας. Τυπικά η Ενωση εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, σαν απολίθωμα του παλιού καιρού, αλλά ουσιαστικά είναι ανενεργός. Σήμερα οι Αλβανοί συγγραφείς αντιμετωπίζουν προβλήματα εντελώς διαφορετικής τάξης από εκείνα του παρελθόντος. Αν και δεν υπάρχει πλέον ο φόβος των διώξεων για ιδεολογικούς λόγους, είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσουν στις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς. Η πλειονότητα των συγγραφέων ζουν με πενιχρά μέσα. Το να είσαι συγγραφέας στην Αλβανία τού σήμερα δεν είναι και τόσο εύκολο, πρέπει να αποδεχτείς ότι θα αντιμετωπίσεις στερήσεις. Ωστόσο αυτή είναι μια προσωπική επιλογή, με όλα τα επακόλουθα. Ο άνθρωπος πρέπει να αμύνεται των επιλογών του. Ειδάλλως πρέπει να αφήσει τη λογοτεχνία και να ασχοληθεί με κάτι πιο επικερδές».

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Νομίζω ότι έχω απαντήσει σ' αυτήν την ερώτηση. Ωστόσο, θα έλεγα ότι κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού η θέση των συγγραφέων και των γραμμάτων ήταν άσχημη και δύσκολη, για πολιτικούς λόγους. Σήμερα, η θέση τους παραμένει το ίδιο άσχημη και δύσκολη, για οικονομικούς λόγους».

- Οι Αλβανοί αγαπούν το διάβασμα και τι προτιμούν να διαβάζουν;

Φάτος Κονγκόλι:

«Οι Αλβανοί ήταν πάντα δεινοί αναγνώστες. Διάβαζαν πολύ, κυρίως κατά την περίοδο της δικτατορίας. Στις συνθήκες της ερμητικής απομόνωσης της χώρας από τον έξω κόσμο το διάβασμα είχε επεκταθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Διάβαζαν τα πάντα, κυρίως τους μεταφρασμένους, στην πλειονότητα κλασικούς, συγγραφείς από την παγκόσμια λογοτεχνία.

Μετά την πτώση του καθεστώτος, στις αρχές της δεκαετίας του '90, το αναγνωστικό ενδιαφέρον ατόνησε. Ενα μεγάλο ποσοστό Αλβανών μετανάστευσαν στο εξωτερικό, κάποιοι άλλοι ασχολήθηκαν με ιδιωτικές επιχειρήσεις, συνεπώς δεν τους έμενε χρόνος για διάβασμα. Τέλος, η κατηγορία των διανοούμενων, οι μόνιμοι αναγνώστες, βρέθηκαν αντιμέτωποι με οικονομικές δυσκολίες, ενώ η τιμή των βιβλίων παρουσίασε αισθητή αύξηση. Τώρα τελευταία παρατηρείται μια ανάκαμψη του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Απ' όσο γνωρίζω, οι κλασικοί και σύγχρονοι ξένοι συγγραφείς συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις, ενώ αυξάνει η ζήτηση και για τα βιβλία των Αλβανών συγγραφέων».

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Ναι, οι Αλβανοί αγαπούν το διάβασμα και αισθάνομαι ευτυχής που το επιβεβαιώνω. Αλλά ως αναγνώστες είναι σήμερα θύματα δύο προβλημάτων, διαφορετικά το ένα από το άλλο. Το βιβλίο έχει πολύ κακή διανομή. Το βρίσκεις κυρίως στα Τίρανα. Ετσι ο αναγνώστης που μένει στην επαρχία αντιμετωπίζει, συχνά, αξεπέραστες δυσκολίες για να βρει τις καινούριες εκδόσεις. Επίσης το γούστο τού αναγνώστη δέχεται σοβαρά πλήγματα από τις τηλεοπτικές σειρές. Η ελαφριά αμερικανική λογοτεχνία καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο, πετώντας έξω την πραγματική λογοτεχνία. Λόγου χάριν, η Ντανιέλ Στελ δεν αφήνει σχεδόν καθόλου χώρο στον Φιλίπ Ροθ».

- Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες, τα κύρια σημεία των δικών σας λογοτεχνικών έργων;

Φάτος Κονγκόλι: «Στην ερώτηση αυτή ειλικρινά δεν ξέρω τι να απαντήσω. Εγώ γράφω διαισθητικά, στη λογοτεχνία απευθύνεσαι με τη διαίσθηση. Εχω σπουδάσει Μαθηματικά και γι' αυτό δεν είμαι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την ιστορία της λογοτεχνίας· τα λογοτεχνικά ρεύματα τα γνωρίζω λίγο και επιφανειακά. Το λογοτεχνικό μου σχολείο είναι οι μεγάλοι συγγραφείς και τα έργα τους, με έμφαση σ' αυτό που θεωρείται λογοτεχνία του ανθρώπινου πόνου».

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Δεν ξέρω πως να διατυπώσω αυτήν την απάντηση. Ειλικρινά, δεν έχω ποτέ σκεφτεί σοβαρά μπροστά σε μια τέτοια ερώτηση. Γράφω ένα βιβλίο με δοκίμια με τον τίτλο "Η ουρά του κομήτη". Ξέρετε, ο κομήτης παίρνει εντολές από την ουρά κι όχι από το κεφάλι. Κι αυτός είναι ο λόγος που ένας κομήτης είναι τόσο επικίνδυνος. Σκέφτομαι πως η Ιστορία, όσον αφορά το παρόν της Αλβανίας, έχει πάντα να κάνει περισσότερο ή λιγότερο με την ουρά του κομήτη. Η Ιστορία έχει κρατήσει σε ομηρία και έχει παραμορφώσει τραγικά το παρόν της. Ισως εγώ προσπαθώ στα μυθιστορήματα, τα ποιήματα και τα διηγήματά μου να περιγράψω τις βλάβες που προκαλεί η Ιστορία στον Αλβανό, ως άτομο πλέον, τις στερήσεις και τις αγωνίες που αισθάνεται καθώς δεν μπορεί να κάνει το άλμα προς τα εμπρός, γιατί τον τραβάει πίσω η ουρά του κομήτη. Οι ήρωές μου δεν είναι περιθωριακοί. Είναι άνθρωποι που ζουν στην καρδιά της κοινωνίας. Που σημαίνει ότι η αυτή η καθήλωση έχει αγγίξει την καρδιά της κοινωνίας».

- Στα μυθιστορήματά σας κυριαρχεί το άτομο, μπλεγμένο, όμως, σ' έναν κόσμο παράλογο, καφκικό, από τον οποίο δεν μπορεί να βγει. Τι σας ωθεί στο να βλέπετε τον κόσμο με αυτήν τη ματιά;

Φάτος Κονγκόλι: «Η παρατήρησή σας είναι σωστή, στο κέντρο του μυθιστορήματός μου είναι ο άνθρωπος εγκλωβισμένος σ' έναν παράλογο κόσμο, σαν μέσα σ' ένα σιδερένιο κλουβί, από το οποίο δεν μπορεί να βγει. Θα έλεγα ότι αυτό ισχύει όχι μόνο για Το όνειρο του Δαμοκλέους αλλά για όλα τα μυθιστορήματά μου. Τι με ωθεί να βλέπω έτσι τον κόσμο; Τον κόσμο -εννοώ όχι μόνο τον κόσμο στον οποίο έζησα και εξακολουθώ να ζω- τον βλέπω όπως μου παρουσιάζεται, στις πραγματικές του διαστάσεις, και όχι όπως θα ήθελα να είναι. Αν στα μυθιστορήματά μου επέλεγα μια φανταστική απεικόνιση της πραγματικότητας, το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως διαφορετικό. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο».

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Ναι, έχετε δίκιο, είναι το άτομο που κυριαρχεί. Στο κείμενό μου η ιστορία είναι στην υπηρεσία της επίσημης πολιτικής εξουσίας, υπάρχει ένα μηχανισμός τόσο πολύπλοκος, ώστε όταν τίθεται σε λειτουργία καταστρέφει το άτομο. Είναι παράδοξο αλλά η πλειοψηφία κυριαρχεί και χαλιναγωγεί το άτομο μέχρι του σημείου να σβήσει την προσωπικότητά του. Πρόκεται γι' αυτό που ονομάζεται υπεροχή της πλειοψηφίας απέναντι στην μειοψηφία. Τότε το άτομο βρίσκεται σ' έναν λαβύρινθο, χωρίς όμως τον μίτο της Αριάδνης».

- Στα μυθιστορήματά σας δίνετε μια εικόνα πολύ σκοτεινή της σύγχρονης Αλβανίας. Είστε απογοητευμένοι από τη χώρα σας και γιατί;

Φάτος Κονγκόλι: «Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα στον κόσμο η Αλβανία δεν είναι η καλύτερη, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη ζοφερότητα των μυθιστορημάτων μου. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Πράγματι νιώθω μια βαθιά απογοήτευση, αλλά όχι από τη χώρα μου. Τη χώρα μου την αγαπώ, όπως κάθε πολίτης τη δική του. Η απογοήτευσή μου είναι μεταφυσική. Στη δικτατορία το άτομο ήταν καταπιεσμένο και εμένα ανέκαθεν με έλκυε η σχέση ατόμου - πλήθους, ατόμου - εξουσίας. Εκείνα τα χρόνια, το άτομο έβγαινε πάντα χαμένο, ισοπεδωμένο από το πλήθος, καταπιεσμένο από την εξουσία. Αργότερα, μετά το '91, όταν άρχισε η ανατροπή της δικτατορίας, η Αλβανία βίωσε τη λεγόμενη μεταβατική περίοδο. Η πιο μαγική στιγμή εκείνης της νέας εποχής ήταν η αρχή, η είσοδος στον κόσμο της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Ομως αυτό ήταν μόνο μια αυταπάτη. Σύντομα οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια άλλη πραγματικότητα, ορισμένες φορές πολύ άγρια και άπονη, απάνθρωπη θα έλεγα· σ' ένα περιβάλλον ζούγκλας, όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Στο κέντρο των μυθιστορημάτων μου είναι το "αδύναμο" και ανυπεράσπιστο άτομο, που είναι ικανό να σκεφτεί, να στοχαστεί και να αντιληφθεί ότι νικητές βγαίνουν πάντα οι "ισχυροί". Και όλα αυτά δεν μπορούν να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα ψυχικής ευφορίας».

Μπεσνίκ Μουσταφάι: «Θα έκανα δύο ή τρεις διορθώσεις στις παρατηρήσεις σας. Κατ' αρχάς, δεν ανήκω στο είδος των Βαλκάνιων συγγραφέων που εμφανίζονται ως η συνείδηση του έθνους τους και μιλούν εξ ονόματος αυτού. Εσείς έχετε τέτοιους συγγραφείς στη λογοτεχνία σας του 20ού αιώνα, κι εμείς έχουμε, οι Σέρβοι επίσης, το ίδιο και οι Κροάτες, όπως και οι Βούλγαροι. Θα έλεγα ότι, αφότου τα βαλκανικά έθνη απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, άρχισε ένας πόλεμος, σ' επίπεδο μυθοποιητικό, ανάμεσα στους συγγραφείς αυτών των εθνών. Κάθε χώρα είχε τον εθνικό της συγγραφέα, που έχει έρθει στον κόσμο με την αποστολή να δείξει πως η εθνική του κουλτούρα είναι βαθιά αυθεντική και χωρίς καμία ομοιότητα με εκείνη της γειτονικής χώρας, η εθνική γλώσσα, χωρίς αμφιβολία, η πιο αρχαία από της γειτονικής, η Ιστορία της χώρας του πιο ηρωική από της γειτονικής, με έναν ηρωισμό που έχει φανεί σε αιματηρές μάχες, χωρίς τέλος, εναντίον της γειτονικής. Εν κατακλείδι, η αποστολή του εθνικού συγγραφέα είναι να δώσει μια τέλεια εικόνα του λαού του, με μοναδικό σκοπό να δείξει την υπεροχή τής χώρας του έναντι της γειτονικής. Εγώ δεν έχω τέτοιες μυθομανίες. Δεν μιλών, λοιπόν, εξ ονόματος της Αλβανίας, αλλά μόνο για μερικές δεκάδες Αλβανούς που αγαπούν και διαβάζουν τα μυθιστορήματα και τα διήγηματά μου. Προσπαθώ να περιγράψω τη μοίρα τους, που συχνά δεν είναι ευτυχής, αλλά προσπαθούν να ζήσουν δουλεύοντας σκληρά, κάνουν έρωτα, υποφέρουν από αϋπνία, περιμένουν το θάνατο με αγωνία. Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν είμαι απογοητευμένος από τη χώρα μου, αλλά δεν είμαι και ιδιαίτερα υπερήφανος. Ζω την αλβανική μου ταυτότητα απλά, σαν κάτι που δεν το διάλεξα εγώ ο ίδιος, αλλά που δεν είναι ούτε πλεονέκτημα ούτε εμπόδιο στο να δημιουργήσω τη δική μου μοίρα. Εχω την ίδια φιλοσοφία με τους ήρωές μου».
 
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 20/01/2006
Ενας Δαμοκλής από την Αλβανία
 
Ο Αλβανός συγγραφέας Φάτος Κονγκόλι και το μυθιστόρημά του
«Το όνειρο του Δαμοκλέους»
 
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
 
Το άνοιγμα των συνόρων, μετά την έκρηξη στα Βαλκάνια και τη δημιουργία νέων κρατών-εθνών, μας γνώρισε τους γνωστούς άγνωστους γείτονές μας. Μέχρι χθες, που λέει ο λόγος, η Αλβανία ήταν κλεισμένη στην «ασφάλεια» του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα. Με την πτώση του, φωνές δημιουργικές που ασφυκτιούσαν βρήκαν την ιδιαιτερότητα του ηχοχρώματός τους. Ανάμεσα σ' αυτές και ο Φάτος Κονγκόλι (1944), γεννημένος στο Ελμπασάν, σπούδασε μαθηματικά στο Πεκίνο και στα Τίρανα, εργάστηκε σε εφημερίδα και εκδοτικό οίκο και πρωτοδημοσίευσε μόλις το 1992, όταν ανέβηκε στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα.
 
Τη διαφύλαξη της μνήμης υπερασπίζεται ο Φάτος Κονγκόλι, χωρίς όμως οι άνθρωποι να γίνονται δεσμώτες του παρελθόντος
Δεν είναι πολύς καιρός που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το τιμημένο με το Βραβείο Μπαλκάνικα 2002 μυθιστόρημά του «Το όνειρο του Δαμοκλέους» (μτφρ.: Ανδρέας Ζαρμπαλάς, «Κέδρος», σελ. 288, ευρώ 12,60). Μ' αυτό το έργο ολοκληρώνεται η μυθιστορηματική τετραλογία του «Οι φυλακές της μνήμης». Προηγήθηκαν «Ο αχαΐρευτος» (μτφρ.: Κώστας Νάτσιος, «Καστανιώτης», σελ. 168, ευρώ 10,40), «Η σκιά του άλλου», «Ο φιλντισένιος δράκος».

Ο Φάτος Κονγκόλι επικεντρώνει τη δράση στα Τίρανα του 1997, με αφορμή την αυτοκτονία ενός νεαρού, γόνου πλούσιας οικογένειας. Η ενοχή που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του, παίρνει τη μορφή του βασανισμένου αρχαίου Δαμοκλή με τη σπάθη του και θα γίνει ο μόνιμος εφιάλτης του. Αφηγητής, ένας παλιός φίλος τού πατέρα τού αυτόχειρα, αποτυχημένος συγγραφέας, ο οποίος υπογράφει με το ψευδώνυμο «Μπαλζάκ», αποφασίζει μετά από τρία χρόνια να αποκαλύψει το ημερολόγιο του αυτόχειρα.

Παρελθόν και μέλλον

- Τιτλοφορείτε την τετραλογία σας «Οι φυλακές της μνήμης». Φυλακίζεται η μνήμη;

«Θα πρέπει να ιδωθεί μεταφορικά. Γράφοντάς την, προσπάθησα να απελευθερωθώ από αυτή τη μεταφορά που είχε καταπιεστεί μέσα μου επί δεκαετίες. Τα στοιχεία που οδηγούν στη φυλάκιση της ανθρώπινης ύπαρξης και μνήμης είναι πολλά. Μπορεί π.χ. να τα φανταστεί κάποιος που έχει ζήσει υπό δικτατορικό καθεστώς είτε της Δεξιάς, όπως συνέβη στην Ελλάδα, είτε της Αριστεράς, όπως συνέβη στην Αλβανία για περισσότερα χρόνια.

»Το σημαντικότερο, όμως, είναι η διαφύλαξη αυτής της μνήμης, έστω και σε κατάσταση περιορισμού. Ασφαλώς οι άνθρωποι πρέπει να βλέπουν μπροστά· είναι επικίνδυνο να ζουν δεσμώτες του παρελθόντος. Ομως αυτό το τελευταίο δεν πρέπει να ξεχαστεί. Οπως λέει ένας φιλόσοφος "όποιος λησμονάει το παρελθόν, είναι καταδικασμένος να ζήσει εκ νέου". Στην τετραλογία μου προσπάθησα να διαφυλάξω ένα μέρος αυτής της μνήμης».

- Πώς αντιμετωπίσατε τη μετάβαση της αλβανικής κοινωνίας από τη δικτατορία στη δημοκρατία;

«Η Αλβανία εξακολουθεί να βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο παρ' όλο που το δικτατορικό καθεστώς ανετράπη πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Για μένα η μετάβαση αυτή είχε δύο κορυφαίες στιγμές. Η πρώτη ήταν εκείνη της ανατροπής, στα τέλη του '91 αρχές του '92. Εχω ζωντανά στη μνήμη μου τα γεγονότα που τη σφράγισαν και που άνοιξαν το δρόμο σε μια νέα εποχή, διαποτισμένη από ρομαντισμό και μεγάλες προσδοκίες. Δεν έχω βιώσει πιο μαγικές στιγμές.

» Σ' εκείνη την ατμόσφαιρα ρομαντισμού και μεγάλων προσδοκιών, έγραψα, με μια ανάσα, τον "Αχαΐρευτο". Είναι ένα πικρό μυθιστόρημα που χρονικά εκτυλίσσεται το Μάρτη του '91, όταν χιλιάδες Αλβανοί πήραν το δρόμο για την Ευρώπη, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η δεύτερη κορυφαία στιγμή έλαβε χώρα πάλι Μάρτη, αυτή τη φορά του '97. Πιστεύω ότι θα 'χετε ακούσει για την "κατάρρευση των πυραμίδων», το σκάνδαλο με τις εταιρείες-φούσκες και τις ταραχές που επακολούθησαν στην Αλβανία. Αυτή ήταν η στιγμή των μεγάλων απογοητεύσεων. Οι μεγάλες προσδοκίες των Αλβανών καταπλακώθηκαν κάτω από τα ερείπια των πυραμίδων. Οι Αλβανοί τότε αντιλήφθηκαν ότι η θεμελίωση μιας δημοκρατικής κοινωνίας, έπειτα από μιαν άτεγκτη δικτατορία, ήταν μια άγνωστη και εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Το δεύτερο αυτό κορυφαίο μεταβατικό γεγονός λειτουργεί ως φόντο στο "Ονειρο του Δαμοκλέους"».

Απαισιόδοξοι ήρωες

- Στο οποίο κυρίαρχο στοιχείο είναι ο πεσιμισμός, σαν οι ήρωές σας να μην έχουν τέλος. Εσείς ως άνθρωπος είσθε απαισιόδοξος;

«Εχετε δίκιο για τους ήρωές μου. Είναι έτσι όπως τους περιγράφετε. Δεν νομίζω όμως ότι υπαίτιος είμαι εγώ με την απαισιοδοξία μου. Κάποτε, στα νιάτα μου, ήμουν πιο αισιόδοξος, με όλη τη σημασία της λέξης. Οταν είσαι νέος έχεις περισσότερα κίνητρα στη ζωή».

-Εχετε δηλώσει ότι «ασχοληθήκατε με τα μαθηματικά, διότι στην άλγεβρα δεν υπάρχει μαρξιστική ιδεολογία». Πώς συνδέεται η δήλωση αυτή με την πολιτική σας στάση;

«Δεν είχα κάποια κλίση στα μαθηματικά. Δέχθηκα να φοιτήσω σ' αυτόν τον τομέα, κατόπιν προτροπής του πατέρα μου. Ανήκω σε μια γενιά στην οποία ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος και εγώ, απρόθυμα, πειθάρχησα. Ο πατέρας, αφοσιωμένος κομμουνιστής και βιολιστής, είχε καταλάβει ότι το να ασχολείσαι εκείνη την εποχή στην Αλβανία με τα γράμματα και τις τέχνες ήταν μια καταραμένη υπόθεση. Αυτός υποστήριζε ότι "στην άλγεβρα δεν υπάρχει μαρξιστική ιδεολογία"».

- Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η χώρα σας;

«Ολοι ομόφωνα παραδέχονται ότι το σπουδαιότερο είναι η διαφθορά, η οποία έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα για την κοινωνία μας».

- Μετά τους πρόσφατους πολέμους στα Βαλκάνια και τη διαμόρφωση του νέου χάρτη κρατών, ποιο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η Αλβανία στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο;

«Η Αλβανία είναι μια μικρή χώρα. Οι Αλβανοί, όμως, που ζουν συνολικά στα Βαλκάνια δεν είναι λίγοι. Υπό αυτό το πρίσμα, η Αλβανία παίζει και πρέπει να παίξει ένα ρόλο σε σχέση με την προώθηση και διασφάλιση της ειρήνης, της τάξης και του αλληλοσεβασμού των βαλκανικών χωρών· έναν μετριοπαθή, εξισορροπητικό ρόλο, εφόσον διεκδικούμε την ένταξή μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία οι Ελληνες είναι μέλη εδώ και αρκετό καιρό».

 
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ  25/01/2006