Η Ανδρομάχη παντρεύτηκε πολύ μικρή. Τώρα πλησιάζει τα τριάντα. Έχει κιόλας δυο παιδιά πριν την εφηβεία, έναν ζηλιάρη άντρα που σκορπάει στον τζόγο όλα του τα λεφτά, κάποιους εραστές που (δυστυχώς και ευτυχώς) τους έχει ξεπεράσει, μια πεθερά κέρβερο, την θεοπάλαβή της μάνα κι έναν πατέρα που πεθαίνει. Αγαπάει με πάθος τη ζωή, όμως η «ζωή» που έχει χτιστεί γύρω της την σφίγγει από παντού. Θέλει να φύγει, αλλά δεν μπορεί. Γι’ αυτό κι αρχίζει να γράφει σε κάποιον που ζει μακριά, σ’ άλλη πόλη. Προσπαθεί με πείσμα να μείνει ζωντανή μέσα απ’ το γράψιμο, με μια αγωνία που, στην ουσία, αδιαφορεί για το πρόσωπο του αποδέκτη των γραμμάτων. Φλέγεται να εκφραστεί, τελείως αυθόρμητα, παραδομένη σ’ έντονες μεταπτώσεις, με δραματικότητα, άλλά κι ένα εκρηκτικό χιούμορ. Στήνει μπροστά της έναν καθρέφτη: Αντικρίζει το θηρίο κατάματα. Όσο γράφει, το κατανοεί. Συμφιλιώνεται μαζί του και μαθαίνει να το ελέγχει. Στο τελευταίο γράμμα ο δρόμος της είναι ήδη ανοιχτός. Δεν την φοβίζει πια. Έγκλημα και φαντασία Ένα κειμενάκι που δεν χώρεσε στο Θηρίο είναι παντού.
Καλημέρα, μόλις ξύπνησα κι έχω κάτι μούτρα... Χτές το βράδυ παραλίγο να σκοτώσω τον άντρα μου. Είχα πάει με τη Λένα την ξαδέρφη μου να πιούμε ένα κρασί και να τα πούμε. Ε, αυτό τον πείραξε γιατί την ζηλεύει τη Λένα, λέει τι λέμε τόσες ώρες κι άρχισε μια μουρμούρα, έλεγε, έλεγε, έβριζε. Ήμουν έτοιμη ν’ απλώσω δίπλα το χέρι μου στο κομοδίνο ν’ αρπάξω ένα βαρύ άγαλμα που είναι κει και να τον χτυπήσω στο κεφάλι δυνατά, ξανά και ξανά ώσπου να λιώσει το κεφάλι του και να μην ξαναμιλήσει ποτέ. Πήρα όμως βαθιές αναπνοές και βούλωσα τ’ αυτιά μου με τα χέρια μου κι έτσι με πήρε ο ύπνος. Πάντως ήταν πολύ δυνατή επιθυμία, έγινα βίαιη, δεν είπα κουβέντα, αν μιλούσα, αν φώναζα, αν έβριζα, θα ξεσπούσα. Τώρα καταλαβαίνω πώς γίνονται τα εγκλήματα. Ήταν έντονο, το ’φερνα συνέχεια στο μυαλό μου, το κεφάλι του λιώμα, αλλά δεν θυμάμαι τις σκέψεις που μ’ έκαναν να κάνω πίσω, δεν θυμάμαι τι σκέφτηκα, κρίμα ή κάτι τέτοιο, ή θα στεναχωρηθούν τα παιδιά, ή θα πάω φυλακή, όχι δεν έκανα σκέψεις τέτοιες λογικές. Α ναι, τώρα θυμάμαι, όταν έκλεισα τ’ αυτιά μου άρχισα να φαντάζομαι ότι τον σκότωνα, με κάθε λεπτομέρεια, ξέρεις μια ολόκληρη ιστορία που δεν ξέρω τι τέλος είχε ακριβώς γιατί με πήρε ο ύπνος. Ναι, όλος ο θυμός μου κι η επιθετικότητά μου βγήκαν στην ιστορία, ευτυχώς. Φαίνεται, αυτοί που σκοτώνουν κάποιον που τους καταπιέζει και τους βασανίζει, δεν έχουν φαντασία και το κάνουν πραγματικά.
Κωστής Γκιμοσούλης