Διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο. Εφτά το πρωί. Ένα εφτά το πρωί απ' αυτά που μπαίνουν από τα μισάνοιχτα ρολά στα τριάρια. Εκείνα τα τριάρια με τα μπαλκόνια ένα επί δυόμισι, με τις καχεκτικές γλάστρες και το μωσαϊκό το γεμάτο σκουριά από τις ξεφτισμένες απλώστρες των ρούχων. Εφτά το πρωί. Το σφύριξε το ξυπνητήρι, το έγδαρε πες καλύτερα, στα βυθισμένα αυτιά του Στέφου, στημένο κάτω από το πορτατίφ και δίπλα στη φωτογραφία με τους τέσσερίς τους, βγαλμένη σε μια εποχή που τα χαμόγελα δεν ήταν ακόμα ενσταντανέ. Με μάτια κλειστά άπλωσε το χέρι του και το ‘κλεισε. Ύστερα, με μάτια κλειστά πάντα, στηρίχτηκε στους αγκώνες του, ανακάθισε, κρέμασε τα πόδια του κι έμεινε για λίγο έτσι. Πίσω του η Αθήνα κοιμότανε. Ή έκανε πως κοιμάται. Καλύτερα.