Τα Ποιήματα 1945-1971 περιλαμβάνονται στον τόμο «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα άπαντα (1945-1998)»
Συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών συλλογών:
Η λησμονημένη (1945)
Παραλογαίς (1948)
Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952)
Όταν σας μιλώ (1956)
Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958)
Ο περίπατος (1960)
Τα στίγματα (1962)
Σφραγίδα ή η όγδοη Σελήνη (1964)
Το σκεύος (1971)
ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ
Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως
Να πεθάνουν
Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
ΤΟ ΨΩΜΙ
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα
ζεστό
ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με
μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος
άγγελος κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ο υ ρ α ν ό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πήγαιναν
στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε
ο υ ρ α ν ό
Ας μη το κρύβουμε
διψάμε για ουρανό!
ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός
άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ’ αγοράζουν
εγώ δεν τα πουλώ
οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε
εγώ δεν τα πουλώ
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους