Όταν έπεφτε η νύχτα, η γκουβερνάντα της Έβελιν σήκωνε τα σκεπάσματα του κρεβατιού και γλιστρούσε πλάι μου. Ήταν εποχή που παραπονιόμουν ότι υπέφερα από πόνους στα πόδια μου, ψηλά στους μηρούς. Η γκουβερνάντα ξάπλωνε δίπλα μου, φροντίζοντας ωστόσο να μη μ' ακουμπά με το σώμα της, και χάιδευε τα πόδια μου με μια παλάμη ψυχρή και άκαμπτη, λέγοντάς μου πάντα την ίδια ιστορία, με μικρές παραλλαγές και γρήγορο ρυθμό, λες και η βιασύνη της αυτή θα μ' έκανε να κοιμηθώ πιο γρήγορα. Αλίμονο, ο ύπνος τέτοιες νύχτες σπάνια μ' έπαιρνε. Η άθλια πλήξη, που μ' έριχνε το παραμύθι της, κι οι γιγάντιες αράχνες που κατέβαιναν απ' το ταβάνι, μ' έκαναν να κρατάω ανοιχτά τα βλέφαρα.