ΛΙΧΤΕΝΜΠΕΡΓΚ, ΓΚΕΟΡΓΚ ΚΡΙΣΤΟΦ

ΛΙΧΤΕΝΜΠΕΡΓΚ, ΓΚΕΟΡΓΚ ΚΡΙΣΤΟΦ

Ο Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ (Georg Christoph Lichtenberg) γεννήθηκε στο Όμπερ-Ράμστατ της Γερμανίας την 1η Ιουλίου του 1742. Ήταν το δέκατο έβδομο παιδί της Ένρικε Κατερίνε Έκχαρτ και του πάστορα Γιόχαν Κόνραντ Λίχτενμπεργκ. Ένα παιδικό ατύχημα παραμορφώνει τη σπονδυλική στήλη του προκαλώντας έντονη κύφωση, η οποία αναστέλλει τη σωματική ανάπτυξή του και εκτοξεύει την πνευματική. Ο πατέρας του, αν και ιερωμένος, έχει αρκετές επιστημονικές γνώσεις και επηρεάζει τον μικρό Γκέοργκ, που μέχρι τα δέκα του χρόνια μορφώνεται από τους γονείς του. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του το 1751 βυθίζει την οικογένεια σε οικονομική δυσχέρεια. Ένας θείος πληρώνει τα δίδακτρα του Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ για το περίφημο Γυμνάσιο Darmstädter Pädagogium, όπου διαπρέπει. Αποφοιτά, αλλά η έλλειψη πόρων καθυστερεί την εγγραφή του στο πανεπιστήμιο δύο χρόνια. Το 1763 η μητέρα του παρακαλεί τον ηγεμόνα της Έσης-Ντάρμστατ να χορηγήσει υποτροφία στον γιο της. Ο Λίχτενμπεργκ εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στον κλάδο των Φυσικών Επιστημών. Το 1764 η μητέρα του πεθαίνει, και ο ίδιος αρχίζει να γράφει τα Σημειωματάρια, που τα αποκαλεί ειρωνικά «δεφτέρια» και τα οποία θα τον αναδείξουν σε κορυφαίο ευφυολόγο. Το 1767 αρχίζει να παραδίδει μαθήματα και λίγο αργότερα διορίζεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στην έδρα Φυσικών Επιστημών. Καινοτομεί χρησιμοποιώντας πειραματικές συσκευές στις διαλέξεις του, γεγονός που γεμίζει κάθε φορά ασφυκτικά την αίθουσα. Εισάγει το αλεξικέραυνο του Βενιαμίν Φραγκλίνου στο Γκέτινγκεν, δοκιμάζοντάς το πρώτα στο δικό του σπίτι. Φοιτητές του, γόνοι Άγγλων ευγενών, τον καλούν στο Λονδίνο, το οποίο επισκέπτεται την άνοιξη του 1770 και το φθινόπωρο του 1774. Η βρετανική κουλτούρα τον διαπερνά και τον μετατρέπει σε φλογερό αγγλόφιλο. Συνάπτει φιλία με τα μεγάλα πνεύματα της εποχής, όπως οι ποιητές Γκαίτε και Κλόπστοκ, ο Βρετανός χημικός Τζόσεφ Πρίστλι, ο Ελβετός γεωλόγος Ζαν-Αντρέ Ντελίκ και ο Ιταλός φυσικός Αλεσάντρο Βόλτα, με τον οποίο πειραματίζεται πάνω στον ηλεκτρισμό. Το 1777 ανακαλύπτει τους σχηματισμούς σε μορφή διακλαδώσεων που προκαλούν οι εκκενώσεις του στατικού ηλεκτρισμού, οι οποίοι είναι μέχρι τις μέρες μας γνωστοί ως «σχήματα Λίχτενμπεργκ». Τον ίδιο χρόνο γνωρίζει τη δεκατριάχρονη Μαρία Δωροθέα Στέχαρντ, με την οποία συζεί έως το τραγικό τέλος της το 1782. Τον επόμενο χρόνο γνωρίζει τη Μαργκαρίτε Ελίζαμπετ Κέλνερ, την οποία παντρεύεται το 1789, όταν η επιδείνωση της υγείας του τον αναγκάζει να παραιτηθεί από το πανεπιστήμιο. Μαζί της αποκτά έξι παιδιά. Το 1784 αναλαμβάνει την επιμέλεια του βιβλίου Anfangsgründe der Naturlehre (Βασικές αρχές των φυσικών νόμων), το οποίο καθιερώνεται ως το κλασικό εγχειρίδιο Φυσικής για τα επόμενα χρόνια. Εκδίδει το αλμανάκ Göttinger Taschen-Kalenders, ένα ημερολόγιο τσέπης το οποίο εμπλουτίζει με πληροφορίες για φυσικά φαινόμενα, επιστημονικές ανακαλύψεις και προσωπικές παρατηρήσεις. Υπέρμαχος του ατομικού διαφωτισμού, ο Λίχτενμπεργκ δεν παύει να προτρέπει τους απλούς ανθρώπους να τα εξετάζουν όλα προσεκτικά και να κρίνουν με βάση τη δική τους λογική και εμπειρία. Εκπνέει στις 24 Φεβρουαρίου 1799, τη χρονιά που ο Βόλτα κατασκευάζει τον πρώτο ηλεκτρικό συσσωρευτή.