ΤΣΙΜΙΑΚΑΚΗ, ΕΥΑ

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κέρκυρα. Από την Κερκυραία μητέρα μου διδάχτηκα την επτανησιακή κουλτούρα, από τον Κρητικό πατέρα μου την κρητική. Οι δύο αυτοί πολιτισμοί με τις ξεχωριστές τους παραδόσεις ρίζωσαν μέσα μου χωρίς ποτέ να καταλάβω ποια τελικά επικράτησε. Όταν ήμουνα παιδί άκουγα παραμύθια τόσο με την κερκυραϊκή ντοπιολαλιά όσο και με την κρητική διάλεκτο. Από πολύ νωρίς άρχισα να σκαρώνω ιστορίες και στη συνέχεια να τις δραματοποιώ έχοντας για θίασό μου τις τέσσερις πέντε κούκλες μου. Στα παιδικά, εφηβικά και πρώτα φοιτητικά μου χρόνια το να γράφω για μένα ήταν διασκέδαση, χαρά και ικανοποίηση. Αλλά, κυρίως, ήταν ο μυστικός μου κόσμος.

Σπούδασα νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και άρχισα να δουλεύω ως ασκούμενη από το δεύτερο κιόλας έτος. Τότε σταμάτησα να γράφω παραμύθια. Κάπου κάπου δραπέτευα βέβαια, μέσα από τις προσπάθειές μου να προσεγγίσω τον κόσμο της τέχνης. Μικρές, σύντομες ανάσες για να επιστρέψω ξανά στις δικαστικές αίθουσες. Ώσπου έγινα μητέρα. Τότε θυμήθηκα πως κάπου ξεχασμένες στα συρτάρια μου είχα αφήσει μισοτελειωμένες ιστορίες που περίμεναν ένα τέλος. Ήρωες που κοιμόντουσαν και πρόσμεναν να τους ξυπνήσω κα να τους επαναφέρω στη ζωή. Η θεατρική ομάδα «Σούσουρο» που ιδρύσαμε με κάποιους φίλους μού δίνει την ευκαιρία να δραματοποιώ τα παραμύθια μου, αυτή τη φορά με έναν αληθινό θίασο. Παρ’ όλα αυτά, αντέχω ακόμα να δικηγορώ.