Νίκος Θέμελης, Η αναζήτηση

 

Συγχαρητήρια σε όλους τους συμμετέχοντες για το υψηλό επίπεδο των έργων τους.

Τα βραβεία απονέμονται στις:

1ο βραβείο: Κωνσταντίνα Σαρινοπούλου, 6ο Λύκειο Ζωγράφου

2ο βραβείο: Χριστίνα Τσάμη Ευαγγελία Μηνά (ομαδική συμμετοχή), Ελληνογαλλική σχολή Καλαμαρί

3ο βραβείο: Ιωάννα Ιωάννου, 2ο Λύκειο Αμαρουσίου
3ο βραβείο: Μαρία Αγγελάκη, 1ο Λύκειο Σαλαμίνας
(Απονέμονται δύο 3α βραβεία, στα δύο έργα που ισοψήφισαν)

Το ειδικό βραβείο συμμετοχής σε σχολείο με τους περισσότερους διαγωνιζόμενους μαθητές απονέμεται στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί.

Η απονομή των βραβείων έγινε την Παρασκευή 28 Ιουνίου στο Polis Art Café, παρουσία της κ. Μαριάννας Θέμελη που απένειμε το 1ο βραβείο, της κ. Κάτιας Λεμπέση που απένειμε τα υπόλοιπα βραβεία και των τριών μελών της κριτικής επιτροπής, που μίλησαν για το σύνολο των υποβληθέντων έργων αλλά και για το σκεπτικό της βράβευσης των συγκεκριμένων έργων. Την κριτική επιτροπή αποτέλεσαν οι συγγραφείς Ευάγγελος Μαυρουδής και Δημήτρης Σωτάκης και ο υπεύθυνος ελληνικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Κέδρος, Θανάσης Μήνας.

Διαβάστε εδώ τα κείμενα που βραβεύτηκαν:

1ο βραβείο: Κωνσταντίνα Σαρινοπούλου, «Η αναζήτηση της Άννας»


1.
Μέσα στις στάχτες είδε το λιωμένο σχεδόν, από την χρήση, δαχτυλίδι. Ήλιο δεν είχε και όμως πάνω του αντανακλούσε μια λάμψη σχεδόν απόκοσμη. Το είδε από μακριά και, με όση δύναμη είχε, έτρεξε να το πιάσει πριν χαθεί, λαχταρώντας να το ακουμπήσει, θέλοντας το άγγιγμα αυτό να ήταν ένα χάδι της νεκρής πια μαμάς της. Η Άννα μόλις 16 ετών είδε την ζωή της να αλλάζει. Μόνη στον κόσμο βρέθηκε να αναζητά το γιατί των γιατί. Να ψάχνει το γιατί των γιατί στη δολοφονία της μητέρας της.
«Ποιος σ' άφησε να περάσεις;» Ο ηλικιωμένος Αστυνομικός δεν πήρε απάντηση.
«Πώς σε λένε κοπέλα μου;» Και πάλι η Άννα έμεινε σιωπηλή.
«Σου μιλάω μ' ακούς;» Ένα δάκρυ τότε άρχισε να κυλά από τα βουρκωμένα μάτια της.
«Νάσια είναι εδώ ένα νιάνιαρο και κλαίει. Μπορείς να αναλάβεις;» Η Νάσια έφτασε. Ήταν μια μάλλον άσχημη γυναίκα. Τα παραπανίσια κιλά και οι έντονες φακίδες ήταν τα πρώτα πράγματα που παρατηρούσες πάνω της. Ήταν και αυτή η μυρωδιά από ιδρώτα που ανέδυε, σου προκαλούσε αυτόματα μια αηδία. Μα όταν άνοιγε το στόμα της, ο πιο μελωδικός ήχος έβγαινε από μέσα της, μουσική από άλλον κόσμο, έναν κόσμο καλύτερο.
«Φώτη αυτή είναι η κόρη του θύματος, γιατί είναι εδώ;» Και χωρίς να τον αφήσει να απαντήσει χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της και είπε. «Άννα δεν σε λένε ψυχή μου;» Περίμενε λίγο και συνέχισε. «Έλα μαζί μου, θα σε πάω κάπου ασφαλέστερα. Να σου γνωρίσω και καλούς ανθρώπους.»
*
Τα δάκρυα είχαν στερέψει και στέκονταν τώρα απέναντι σε έναν άντρα λίγο μελαμψό, το χρώμα του της θύμιζε αυτό της μαμάς της μα και το δικό της. Λάθος τα δάκρυα δεν είχαν τελειώσει. Ώρες μετά, κάποιος την ξύπνησε, μέσα στις μύξες και τα δάκρυα ξύπνησε. Ήρθε μια αγκαλιά απρόσωπη από το πουθενά και κάτι χάδια χωρίς σημασία. Και όταν κι αυτά σταμάτησαν έμεινε μόνη. Λίγα λεπτά μετά άναψε το φως, έντρομη συνειδητοποίησε πως γύρω της είχε μια βρωμερή κουβέρτα. Σηκώθηκε όρθια και την πέταξε κάτω.
Είχε επιστρέψει ο μελαμψός άντρας. Κανένα συναίσθημα αυτή τη φορά. Τράβηξε την καρέκλα του και κάθισε προσεκτικά, λες και κάποιος τον παρακολουθούσε, λες και κάθε του κίνηση μετρούσε.
«Γεια σου Άννα. Με λένε Βλάση. Ξέρω ότι αυτό που σου συνέβη είναι τραγικό μα είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε. Θέλουμε να βρούμε τα καθάρματα που το έκαναν αυτό στη μαμά σου. Κάθε πληροφορία μπορεί να μας είναι χρήσιμη.» Σιωπή. «Μένατε μόνες σας έτσι δεν είναι;»
Ένα κούνημα του κεφαλιού ήταν η απάντηση και σιγή πλάκωσε το δωμάτιο για τελευταία φορά. Τελευταία γιατί τότε το πανέμορφο κορίτσι μίλησε. Τράβηξε τα μαλλιά της πίσω και τα έπιασε με το κοκαλάκι που πάντα είχε στον καρπό της λέγοντας με την πιο ώριμη φωνή της. «Θέλω να βοηθήσω. Μα δεν μπορώ.»
Έμειναν μόνοι για αρκετή ώρα. Είπε πως δεν ήξερε τίποτα, μόνο πως η μάνα της ήταν το πιο αγαθό πλάσμα του κόσμου και πως τελευταία είχε γίνει πολύ καχύποπτη και αγριεμένη. Είπε την αλήθεια.
Κανέναν άλλο συγγενή δεν είχε στην Ελλάδα και ούτε ήξερε αν είχε στην Αλβανία. Στο τμήμα έψαξαν να της βρουν κατάλυμα μα κανείς δεν την δέχονταν.
Μέρες αργότερα ο Βλάσης μπήκε στο κελί που τη είχαν προσφέρει και κάθισε δίπλα της προσφέροντάς της μια αγκαλιά. Ίσως και να απαγορεύονταν μα το έκανε. Την κοίταξε στα μάτια και βούρκωσε. Η Άννα δεν ήξερε τι να πει. Τον είχε για σκληρό. «Αννούλα μου...» της είπε τελικά «Ο νόμος λέει πως δεν μπορείς να μείνεις εδώ άλλο. Δεν ξέρω αν υπάρχει σωστός τρόπος να στο πω... Θα πρέπει να μπεις σε κάποιο ορφανοτροφείο. Για την ακρίβεια σου έχουμε βρει ήδη. Είναι κοντά στο παλιό σου σχολείο οπότε δεν θα αναγκαστείς να αλλάξεις και έχει χίλια δυο πράγματα θα δεις θα σ' αρέσει.» Χαμογέλασε λίγο, μα τα μάτια του πρόδιδαν την αλήθεια, πρόδιδαν την στεναχώρια του. Εκείνη γέλασε σαρκαστικά και φάνηκαν τα κατάλευκα δόντια της πίσω από αυτά τα σαρκώδη χείλη, γέλασε ίσως για πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες. «Νομίζεις πως με νοιάζει πού θα βρίσκομαι όταν ξέρω πως θα είμαι μακριά της;» Σταμάτησε λες και περίμενε απάντηση. «Σε ρωτάω πιστεύεις ότι έχει σημασία κάτι τέτοιο όταν χάνεις τον συνοδοιπόρο σου; Το μόνο στήριγμά σου; Αυτόν που ήταν κοντά σου σε όλα τα δύσκολα;» Το βλέμμα του χαμήλωσε και πράγματι δάκρυα μούσκεψαν το μουστάκι του. Βγήκε χωρίς να πει κάτι άλλο.
Ούτε μια ώρα δεν πέρασε και ήρθαν να την πάρουν. Χαρούμενοι, όλο αγκαλιές και αυτή απαθής να χαϊδεύει το τελευταίο κειμήλιο, το δαχτυλίδι που είχε δει μέσα στις στάχτες του σπιτιού τους. Το είχε αφήσει στην τσέπη του παντελονιού που μέρες τώρα δεν είχε βγάλει. Την μετέφεραν στο δωμάτιο που θα έμενε μέχρι να τελειώσει το σχολείο όπου της έδωσαν την λίστα με τους κανόνες, της μιλούσαν αν και δεν άκουγε, την αγκάλιαζαν αν και δεν ανταπέδιδε και της χάιδευαν τα μακριά μαλλιά της όσο και αν τραβιόνταν.
Οι μέρες περνούσαν και έπρεπε να επιστρέψει στο σχολείο. Δεν το ήθελε. Τι μπορούσε όμως να κάνει. Εκείνο το πρωί σηκώθηκε και απρόθυμα έβαλε τα ρούχα που της είχαν αγοράσει από εράνους. Ήταν άβολα δεν παραπονέθηκε όμως. Κατέβηκε την σκάλα που οδηγούσε στην τραπεζαρία. Παιδικές φωνές και γέλια είχαν γεμίσει τον αέρα. Χαμογέλασε στον εαυτό της, αυτό θα άρεσε στην μαμά της. Έφαγε και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αποφεύγοντας έντεχνα τις παρηγορητικές αγκαλιές που την στοίχειωναν.
Ήταν όλα όπως τα άφησε. Το ίδιο αδιάφορο κτίριο με τα παράθυρα να έχουν κάγκελα σαν κλουβιά και τα παιδιά να φωνάζουν από μέσα σαν αγρίμια. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Αν και στην αρχή όλοι της μιλούσαν με τόνο συμπονετικό και με έναν οίκτο που η Άννα δεν τον άντεχε. Δεν άργησε όμως αν επιστρέψει στην αφάνεια και στις υποτιμητικές ματιές. Δεν την ένοιαζε, τα προτιμούσε αυτά από το ψεύτικο ενδιαφέρον. Ακόμα και οι καθηγητές, άτομα που είχαν τον τίτλο του παιδαγωγού, την ξέχασαν μετά από λίγο.

2.
«Πάμε μια βόλτα όλη μέρα είσαι μόνη σου. Εντάξει και εμείς έχουμε χάσει γονείς και μάλιστα 2 αλλά δεν κάνουμε έτσι.» Αυτός που της μιλούσε ήταν ο Μπεν, ένα άχαρο παιδί λίγα χρόνια μεγαλύτερο. Ξένοι και οι δυο είχαν κολλήσει από την πρώτη στιγμή ακόμα και μέσα από την κατάθλιψη του πονεμένου κοριτσιού. Ένας τουλάχιστον μήνας είχε περάσει από την μέρα εκείνη και ήταν τώρα σίγουρη πως έπρεπε να μάθει τι συνέβη στην μαμά της. Για αυτό τον λόγο δέχτηκε την πρόταση του Μπεν.
Βγήκαν έξω χαροποιώντας την κ. Αδριανή, την υπεύθυνη του ιδρύματος. Τόσο καιρό προσπαθούσε να την πείσει να βγει έξω χωρίς βέβαια αποτέλεσμα.
Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά του αποκάλυψε τον σκοπό της. «Ήσουν πολύ καλός μαζί μου οπότε θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Θέλω να μάθω γιατί σκότωσαν την μαμά μου. Θα με βοηθήσεις;» Ένα συνωμοτικό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. «Όο ναι, θα σε βοηθήσω, θα έχει πλάκα.» Σ' αυτόν του τον κυνισμό έβρισκε παρηγοριά η Άννα. «Έχεις ιδέα από πού θα αρχίσουμε;» είπε ο Μπεν με απορία. Και όντως ήξερε. Θα πήγαιναν πρώτα στο καμένο σπίτι της μήπως βρουν κάτι που δεν είχε δει η αστυνομία.
Όταν είχε σκοτεινιάσει και είχαν ανάψει τα φώτα του δρόμου. Από μακριά ακούγονταν κλάματα μωρού και αυτές οι στριγκλιές των κοριτσιών μετά από τα πράγματα. Το σπίτι δεν ήταν και κανένα παλάτι πριν μα τώρα καμένο τουλάχιστον στο μισό προκαλούσε ένα αίσθημα αυτολύπησης και μιζέριας στους περαστικούς. Ήταν αδύνατο να μην ανέβει ένας λυγμός στον λαιμό της και τα δάκρυα να μην γεμίσουν τα μάτια της. Γαντζώθηκε πάνω στη μπλούζα του Μπεν και πίεσε τον εαυτό της για να μην κλάψει. Πλησίασαν έτσι μέχρι που έφτασαν στην πόρτα της μονοκατοικίας. Δεν ήταν αναγκαίο μα την άνοιξαν και μπήκαν μέσα με μια ευλάβεια θρησκευτική. Ο Μπεν δεν γελούσε πια. Εκείνη άρχισε να κοιτάει από δω και από κει. Ήξερε πού βρίσκονταν το κάθε τι οπότε με ευκολία αναζήτησε αντικείμενα συναισθηματικής αξίας. Ένα μαύρο από την κάπνα μαξιλάρι, δώρο από κάποιον άγνωστο θαυμαστή καθώς και ένα μαντίλι με τα αρχικά της ραμμένα πάνω ήταν τα μόνα πράγματα που δεν είχε πάρει η αστυνομία και ούτε κάποιος λωποδύτης. Αφηρημένη από το ψάξιμο δεν πρόσεξε αυτό που με ευκολία είδε το αγόρι. «Καλά να πάθει η Αλβανίδα της άξιζε! ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ» Με μεγάλα κόκκινα γράμματα ήταν γραμμένα αυτά και άλλα παρόμοια σε έναν από τους λίγους εναπομείναντες τοίχους. Είχε μείνει άφωνος και όταν κατάλαβε η Άννα τι κοιτούσε έπαθε το ίδιο.
Λες και ήταν συνεννοημένοι πλησίασαν τον τοίχο και άγγιξαν τις κόκκινες γραμμές με μίσος. Ήθελαν να τον σπάσουν και τα κομμάτια του να τα σκορπίσουν έτσι ώστε ποτέ κανείς να μην τα δει. Έπρεπε να ειδοποιήσουν την αστυνομία το ήξερα αυτό έτσι έφυγαν βιαστικά με τους δυο θησαυρούς της στα χέρια η Άννα και ο Μπεν με το στόμα κλειστό.
Έφτασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και γνωρίζοντας τα κατατόπια η Άννα οδήγησε και τους δυο στον Βλάση. Έμοιαζε γερασμένος και κάπνιζε τα τσιγάρα του με μια τρέλα στις κινήσει. Έσβηνε το ένα πριν τελειώσει και άναβε το άλλο αμέσως μετά. Έπρεπε να του μιλήσουν για να τους προσέξει και όταν του διηγήθηκαν αυτά που είδαν δεν αντέδρασε. Μόνο είπε «Θα το ερευνήσω». Δεν τον πίστεψαν και καλά έκαναν γιατί πράγματι δεν θα το έκανε ποτέ.
Έπρεπε να γυρίσουν και αυτό έκαναν. Θα το έπαιζαν χαρούμενοι στο ίδρυμα το είχαν πάρει απόφαση. Τι θα έκαναν μετά; Είχανε φτάσει σε αδιέξοδο. Έπρεπε να μιλήσουν σε κάποιον μα ποιον;
Μια βδομάδα μετά και ώρες ολόκληρες συγκέντρωσης και ανάλυσης του προβλήματος από κάθε οπτική γωνία, αναφώνησε η Άννα: «Στην Νάσια... Πώς μπόρεσα να την ξεχάσω; Με βοήθησε τόσο πολύ όταν δεν μιλιόμουν. Με τάιζε με σκέπαζε όταν κρύωνα και δεν το καταλάβαινα και μου τραγουδούσε κάθε βράδυ μ' αυτή την τόσο αγγελική φωνή. Στην Νάσια θα πάμε σήμερα κιόλας.» Και όντως πήγαν χωρίς καθυστέρηση έφυγαν για το τμήμα ξανά.
Ήταν καθισμένη πίσω στην καρέκλα της και απολάμβανε ένα καφέ μυρίζοντας ακόμα ιδρώτα. Σιγοτραγουδούσε έναν άγνωστο ίσως ανύπαρκτο σκοπό και ταξίδευε σε άλλους τόπους. Χάρηκε τόσο όταν είδε την Άννα το χαμόγελο δεν έφυγε από τα χείλη της παρά μόνο την στιγμή που άκουσε για τα γκράφιτι. Ήξεραν τώρα πια ποιος έφταιγε για αυτή την τραγωδία.

3.
Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ. Η Νάσια δεν σταμάτησε να ψάχνει και η Άννα δεν κατάφερε να το ξεπεράσει. Κάποια στιγμή ο Μπεν γύρισε στην Αυστραλία απ' όπου κατάγονταν και ξέχασε για πάντα αυτή την ιστορία. Εσύ που διάβασες την ιστορία της Άννας μάλλον θα χρειαστεί να συνεχίσεις την αναζήτηση. Την αναζήτηση της ανθρωπιάς και της συμπόνιας.  

Κωνσταντίνα Σαρινοπούλου
Μαθήτρια Α' Λυκείου
6ο Γενικό Λύκειο Ζωγράφου

 

2ο βραβείο: Χριστίνα Τσάμη – Εβελίνα Μηνά, «Μια άλλη ιστορία»

 Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας νέος πρίγκιπας, ο Μπάμπης. Η ζωή του ήταν γεμάτη πλούτη, χλιδή, ανέσεις, καθώς ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Μπορούσε να αποκτήσει ό,τι ήθελε χωρίς δυσκολία. Οι γονείς του, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, τον είχαν στείλει στα καλύτερα κολλέγια και είχαν φροντίσει την καλύτερη εκπαίδευση για να γίνει ο καλύτερος βασιλιάς που είχε γνωρίσει ποτέ η χώρα. Φρόντιζαν επίσης να ασκείται τόσο το πνεύμα του όσο και το σώμα του, καθώς προσπαθούσαν η κάθε μέρα του να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες δραστηριότητες έτσι ώστε να είναι ικανός να αναλάβει το θρόνο.  Όταν ο πρίγκιπας Μπάμπης ενηλικιώθηκε έκανε αρκετές γνωριμίες μέσω των γονιών του. Προσπαθούσε πάντα να βρει την κατάλληλη γυναίκα που θα τον οδηγούσε στην ευτυχία. Μετά από μερικά χρόνια αναζήτησης όμως, έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως δεν υπάρχει ιδανική κοπέλα γι' αυτόν.
 Προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο του οδηγώντας όλη μέρα. Ήταν εξαιρετικός οδηγός καθώς είχε πάει στις καλύτερες σχολές ώστε να βγαίνει πάντα πρώτος στους διάφορους αγώνες του βασιλείου. Ήταν τόσο καλός που όλο το χλιδάτο δωμάτιό του ήταν γεμάτο με πολλά βραβεία πρωτιάς. Οι γονείς του βέβαια, παραπονούνταν συνεχώς γιατί δεν έκανε τίποτε άλλο όλη τη μέρα εκτός από κορναρίσματα και κόντρες. Θεωρούσαν πως όλη η καλή εκπαίδευση που του είχαν προσφέρει στα παιδικά του χρόνια είχε αποδειχθεί μάταιη.
 Το πάθος του για την οδήγηση μεγάλωσε όταν άφησε στο γκαράζ τις Porsche και τις Mercedes και οδήγησε για πρώτη φορά νταλίκα. Κάθε μέρα δενόταν όλο και πιο πολύ μαζί της καθώς η βόλτα μ' αυτήν τον έκανε να ξεχνά τα προβλήματά του. Ήταν πολύ στεναχωρημένος και μπερδεμένος γιατί δεν μπορούσε να επιλέξει ποια ζωή ήθελε: αυτή του βασιλιά ή αυτή του νταλικέρη. Οι γονείς του τον πίεζαν όλο και περισσότερο να αφήσει την νταλίκα και να αφοσιωθεί στα βασιλικά του καθήκοντα, όμως εκείνος αρνιόταν. Η πίεση αυτή μεγάλωνε και τον έκανε να ασφυκτιά πλέον. Ώσπου ένα βράδυ, κοντά μεσάνυχτα, πήρε την απόφαση που του άλλαξε τη ζωή. Ο πρίγκιπας Μπάμπης άφησε μια για πάντα τα πλούτη και τη χλιδή αναζητώντας την ευτυχία με το μόνο «άνθρωπο» που τον καταλάβαινε, την νταλίκα. Οι στιγμές που περνούσαν μαζί ήταν οι πιο χαρούμενες και ευτυχισμένες στιγμές του Μπάμπη, ο οποίος τα αρνήθηκε όλα για χάρη του «έρωτά» του. Όμως η μοίρα δεν του επεφύλασσε αίσιο τέλος.
 Καθώς λοιπόν οδηγούσε την αγαπημένη του νταλίκα ένα άσχημο συναίσθημα άρχισε να τον κυριεύει. Ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ενώ συνήθως ξεχνούσε τα πάντα όταν οδηγούσε, τώρα είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα που τον έτρωγε σαν σαράκι. Ξαφνικά, εκεί που πήγαινε εμφανίστηκε μπροστά του μια απότομη στροφή. Προσπάθησε να κόψει ταχύτητα, όμως δεν γινόταν. Πατούσε αγωνιωδώς τα φρένα, αλλά η ταχύτητα δεν μειωνόταν. Αντίθετα η στροφή πλησίαζε απειλητικά. Πίσω από τη στροφή απλωνόταν ένα τεράστιο και αχανές δάσος. Ο Μπάμπης άρχισε να κάνει τον σταυρό του και προσευχόταν να σωθεί. Η νταλίκα βγήκε έξω από τον δρόμο. Αναποδογύρισε, στριφογύρισε, έκανε τούμπες στον αέρα αλλά ο Μπάμπης, κατά έναν μαγικό τρόπο σώθηκε. Βγήκε παραπατώντας από την νταλίκα, η οποία αμέσως μετά άρχισε να φλέγεται. Την παρακολουθούσε καταρρακωμένος και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
 Τότε εμφανίστηκε πίσω του ένας γκρι λύκος με καταπράσινα μάτια σα σμαράγδια. «Τι έχεις;» τον ρώτησε με ανθρώπινη φωνή. Ο Μπάμπης δεν εντυπωσιάστηκε. Στο βασίλειό του υπήρχαν πολλά ζώα που μιλούσαν. Ήταν άνθρωποι που τους είχε μαγέψει η μάγισσα Μιραμπέλα και τους είχε μεταμορφώσει σε ζώα. «Η νταλίκα μου. Η νταλίκα μου τυλίχτηκε στις φλόγες και καταστράφηκε», συνέχισε το κλάμα με ακόμα μεγαλύτερο παράπονο και περισσότερα δάκρυα. Ο λύκος προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον παρηγορήσει. Ο Μπάμπης τότε άρχισε να του λέει για τα προβλήματά του στο σπίτι και για το πόσο ήθελε να ξεφύγει. Του είπε πως δεν άντεχε την πίεση των γονιών του και πως η νταλίκα ήταν ο μόνος τρόπος για να τους αποφεύγει, αλλά η νταλίκα είχε γίνει πλέον στάχτη. Ο λύκος τότε πρότεινε στον Μπάμπη να μείνει στο δάσος. Του υποσχέθηκε πως θα του δίδασκε ένα σωρό χρήσιμα πράγματα. Του είπε πως θα ήταν σαν πανεπιστήμιο μακριά από το σπίτι του. Ο Μπάμπης ενθουσιάστηκε και αποφάσισε να μείνει.
 Οι μέρες περνούσαν και ενώ όλοι στο βασίλειο ήταν ανάστατοι ψάχνοντας τον Μπάμπη, εκείνος περνούσε «ζωή και κότα» στο δάσος, παρέα με το φίλο του τον λύκο. Ξυπνούσαν το πρωί, πλένονταν, κυνηγούσαν, έτρωγαν και μιλούσαν. Ο Μπάμπης άρχισε να περπατά στα τέσσερα. Τα βράδια με πανσέληνο ούρλιαζαν σαν τους υπόλοιπους λύκους. Κι εκεί που κυλούσαν όλα ήρεμα, εμφανίστηκαν στο δάσος άνθρωποι του παλατιού. Ήταν απεσταλμένοι της βασίλισσας που έψαχνε το μονάκριβο γιο της. Τους είχε διατάξει να ψάξουν παντού. Ο Μπάμπης μόλις τους είδε τρόμαξε. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Οι αυλικοί αρχικά δεν κατάλαβαν πως είχαν μπροστά τους τον πρίγκιπα. Παραξενεύτηκαν μόνο που ένας άνθρωπος υπήρχε ανάμεσα στους λύκους. Άρχισαν να τον ρωτούν πώς βρέθηκε εκεί και τον διέταξαν να γυρίσει μαζί τους στον πολιτισμό. Ένας από τους αυλικούς όμως πρόσεξε το σημάδι στο χέρι του, μια κορώνα, σημάδι που είχε μόνο η βασιλική οικογένεια. «Αυτός είναι! Είναι ο πρίγκιπας! Έχει το σημάδι!» φώναξε περιχαρής ο αυλικός. «Σήκω όρθιος!» διέταξε ο επικεφαλής. Ο Μπάμπης σηκώθηκε. Τότε ξεδιπλώθηκαν τα κουρελιασμένα βασιλικά του ρούχα που κρέμονταν κατεστραμμένα γύρω από το σώμα του. «Αυτός είναι!» φώναξαν όλοι μαζί. «Τι θέλετε;» ρώτησε ο Μπάμπης με βροντερή φωνή. «Μας στέλνει η Μεγαλειοτάτη. Σας ψάχνει απεγνωσμένα Υψηλότατε. Ο πατέρας σας έφυγε. Ερωτεύτηκε μια δούλα, την έκλεψε και έφυγαν. Ο λαός χρειάζεται βασιλιά. Η βασίλισσα είναι απελπισμένη.» Ο Μπάμπης έμεινε εμβρόντητος μετά την ανακοίνωση των ειδήσεων. Δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο. «Μα εγώ δε θέλω να γυρίσω. Εδώ είναι ωραία, αισθάνομαι καλά. Στο παλάτι έχει όλο δουλειά, δουλειά, δουλειά και καθήκοντα. Δε μου αρέσει.» «Η βασίλισσα είπε πως αν δε σε φέρουμε θα μας κάνει τροφή για τα γουρούνια.» «Δε σας κάνω καλύτερα τροφή για λύκους;» σκέφτηκε ο Μπάμπης κι άρχισε να περπατάει σκεπτικός. Ο λαός του χρειαζόταν βασιλιά. Έπρεπε να το κάνει για το καλό των υπηκόων του. Μετά από λίγη ώρα σκέψης αποφάσισε να ακολουθήσει τους αυλικούς και να γυρίσει στο παλάτι.
 Οι εορτασμοί για την επιστροφή του ήταν μεγαλόπρεποι και διαρκείς. Τόσο μεγαλόπρεποι που κατάφεραν να ξεπλύνουν την ντροπή για τη φυγή του πατέρα του. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Ωστόσο είχαν βγει πολλές φήμες για τον Μπάμπη. Έλεγαν πως είχε τρελαθεί, πως είχε ασπαστεί τη μαύρη μαγεία, πως είχε γίνει αράχνη. Όμως η επιστροφή του τα αναίρεσε όλα. Αφού οι γιορτές και τα πανηγύρια τελείωσαν και φαγώθηκαν όλα τα ψητά αρνιά, ήταν ώρα πια να αναλάβει ο πρίγκιπάς μας τα καθήκοντά του. Ο Μπάμπης όμως δεν ήθελε και κάθε μέρα όταν τον ξυπνούσε η μαμά του άλλαζε πλευρό και έκανε τον άρρωστο. Η βασίλισσα δεν ήξερε τι να κάνει. Το βασίλειο ήταν ξανά αναστατωμένο. Η βασίλισσα έφερε τους καλύτερους γιατρούς, ψυχολόγους, ψυχιάτρους, ομοιοπαθητικούς αλλά δεν έγινε τίποτα. Ο Μπάμπης παρέμενε ξαπλωμένος και κατσούφης. Η βασίλισσα δεν ήξερε τι ήθελε ο γιος της. Αλλά και ο ίδιος ο Μπάμπης δεν ήξερε τι ήθελε. Ήξερε όμως τι δεν ήθελε. Δεν ήθελε να γίνει βασιλιάς.
 Μια μέρα, η βασίλισσα αποφάσισε να του βρει μια νύφη μήπως κι έτσι θα χαιρόταν. Έβγαλε ανακοίνωση στο βασίλειο να βρεθεί μια κοπέλα αριστοκρατικής καταγωγής. Έπρεπε να παρουσιαστεί μπροστά στον πρίγκιπα με τη συνοδεία του πατέρα ή του αδερφού της, την Κυριακή το πρωί, στις δέκα μετά την εκκλησία. Ο Μπάμπης, εκείνο το πρωί σηκώθηκε με το ζόρι, πλύθηκε, ντύθηκε, τον σταύρωσε η μανούλα του και αυτός έκατσε στον υπέρλαμπρο θρόνο του. Άπλωσε τα πόδια του στο μαξιλαράκι και έφαγε ένα κεράσι. Πέρασαν ψηλές, κοντές, χοντρές, λεπτές, έξυπνες, χαζές, όμορφες, άσχημες κοπέλες που συνοδεύονταν από ψηλούς, κοντούς, χοντρούς, λεπτούς, έξυπνους, χαζούς, όμορφους, άσχημους πατέρες και αδερφούς. Καμιά δεν του άρεσε. Ξαφνικά, ήρθε μια κοντή, όμορφη, λεπτή, έξυπνη αριστοκράτισσα που συνοδευόταν από έναν όμορφο αδερφό. «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Μπάμπης. «Ελεονόρα» απάντησε ντροπαλά η κοπέλα. «Όχι εσένα, τον αδερφό σου.» «Νίκο» απάντησε ο νεαρός. «Λύκο;» ρώτησε ο πρίγκιπας. «Όχι, Νίκο.» Έτσι ο Μπάμπης παντρεύτηκε τον Νίκο.
 Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Χριστίνα Τσάμη
Α' 2 Λυκείου, Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί
Εβελίνα Μηνά
Γ' 1 Γυμνασίου, Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί

 

3ο βραβείο: Ιωάννα Ιωάννου, «Η αφήγηση της Ραχήλ» και Μαρία Αγγελάκη, «Σα να χιόνιζε»

Ιωάννα Ιωάννου, «Η αφήγηση της Ραχήλ»

 Ζω εδώ και αρκετό καιρό στη κούλα, μαζί με την κόρη μου, όπου φροντίζω τον εφέντη Νικολή και τον Ευτύχιο, τον δάσκαλο των γιων του Νικολή ο οποίος μαζί με το Νικολή είχαν μια ιδέα. Να μορφώσουν όλο το λαό, τους αγρότες όλους όσοι ήταν στη δούλεψη του Νικολή είτε είναι Χριστιανοί είτε Μουσουλμάνοι έτσι ώστε να είναι ικανοί από μόνοι τους να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους. Να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους στις συνελεύσεις, που μέχρι πρότινος γινόντουσαν σε βάρος τους και έπαιρναν μέρος μόνο οι μορφωμένοι.
 Όταν πρωτοήρθα ήμουν Εβραία αλλά βαφτίστηκα Χριστιανή ορθόδοξη και βάφτισα και την κόρη μου το ίδιο. Μου έμεινε ωστόσο το όνομα Ραχήλ ενώ την κόρη μου τη φωνάζουμε Μαρία, με το καινούριο της όνομα, το χριστιανικό. Ήμουν η πρώτη εργάτρια στο τσιφλίκι του Νικολή και έχω αποκτήσει πια το κουμάντο. Τόσο καιρό που ζω στη κούλα έχω δει και έχω μάθει πολλά. Εδώ και λίγο καιρό ζει και ο Ευτύχιος στη κούλα, όχι μόνιμα όμως. Έρχεται κάθε Παρασκευή όταν σχολάει με τους γιους του Νικολή και φεύγει Κυριακή για να πάει στο σχολείο να διδάξει και εκεί. Πολύ κουράζεται γιατί κάνει μάθημα σε τόσο κόσμο καθημερινά. Διαβάζει αρχαία κείμενα και φιλοσοφίες στο Νικολή για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Συνήθως στο δείπνο τους άφηνα μόνους να δειπνήσουν. Όταν όμως καθόμουν μαζί τους έκανα συνεχώς μικροδουλειές και με δικαιολογούσε ο εφέντης. Ο Νικολής είναι τίμιος άνθρωπος και όχι εκμεταλλευτής. Μένει παντρεμένος μόνο φαινομενικά γιατί ουσιαστικά με την Άννα δεν κοιμούνται καν στο ίδιο κρεβάτι πια, μαζί μου μένει ο Νικολής στη κούλα. Η Άννα είναι άδικη γυναίκα, δεν αναγνωρίζει τα καλά που έχει κάνει για αυτή ο Νικολής, τον παντρεύτηκε μόνο επειδή την πίεσαν και θεωρεί τον εαυτό της τέλειο αν και έχει πολλά ελαττώματα. Είναι μια γυναίκα πολύ όμορφη εξωτερικά όχι όμως και εσωτερικά, είναι κακιά και άκαρδη. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η γυναίκα του τον Νικολή, απλά κάνουν κοινές εμφανίσεις στις γιορτές και στα επίσημα δείπνα. Παρά την αισχρή συμπεριφορά της Άννας δεν αφήνει κανέναν να καταλάβει τις ελλείψεις της, φαινομενικά τέλειας, οικογένειάς του. Αν και είμαστε ερωτευμένοι δεν την υποτίμησε ποτέ και ούτε παραμελεί τις υποχρεώσεις του τόσο ως σύζυγος αλλά και ως πατέρας είναι αψεγάδιαστος.
 Συχνά του τραγουδάω στη κούλα, αφήνω ελεύθερα τα μακριά μαλλιά μου και χορεύω μόνο για αυτόν. Τον αγαπώ βαθιά και είμαι ικανοποιημένη ακόμα και με αυτή τη σχέση που έχω μαζί του. Δεν αναζητώ τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο γι' αυτό μένω τόσα χρόνια κοντά του. Αν και η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να ήμουν η μοναδική γυναίκα στη ζωή του και να είχαμε κανονική σχέση ωστόσο καταλαβαίνω ότι αυτό δε μπορεί να συμβεί. Θα ήθελα να χώριζε την Άννα και να γινόμουν εγώ νόμιμη σύζυγός του, όμως ο Νικολής δε μου έχει προτείνει να τον παντρευτώ και δε θέλω να τον πιέσω. Ο Νικολής βάζει πάνω από όλα τις ανάγκες της οικογένειάς του, την κοινωνική υπόληψή τους στην κοινωνία τη θεωρεί πολύ σημαντική. Στο χωριό πολλοί υποψιάζονται ότι έχουμε σχέση αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος. Μόνο ο Ευτύχιος και ο Ισμαήλ ξέρουν για τη σχέση μας και δε πρόκειται να μας προδώσουν.
 Ο Ευτύχιος αποφάσισε, ύστερα από πίεση των συναδέλφων του να φύγει και να παντρευτεί. Έτσι σταμάτησε να έρχεται στη κούλα πια. Η αλήθεια είναι πως συμφωνώ μαζί του, αν και το έργο που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας είναι πολύ σημαντικό, είναι πια καιρός να κοιτάξει τη ζωή του. Τα χρόνια περνούν πολύ γρήγορα και θα ήταν άδικο ένας νέος σαν αυτόν, τόσο σοβαρός και ωραίος νέος, να μείνει μόνος του. Ο Νικολής, αν και στεναχωρήθηκε που θα σταματήσει να διδάσκει ο Ευτύχιος, δεν το έδειξε. Αντιθέτως προσφέρθηκε να βαφτίσει και το πρώτο παιδί που θα κάνει. Τέτοιος άνθρωπος είναι ο Νικολής μου, ανιδιοτελής, συνετός και λογικός. Έτσι, ο δάσκαλος έφυγε οριστικά από τη κούλα με την υπόσχεση ότι δε θα ξεχάσει ποτέ τον Νικολή και ότι θα μας επισκέπτεται με τη γυναίκα του.
 Πριν λίγες μέρες συνέβη κάτι τρομερό όμως. Ήταν μεσημέρι κι έκανε τρομερή ζέση, έτσι αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα οι δυο μας, όπως συνηθίζαμε. Είχαμε πλαγιάσει κάτω από ένα αμπέλι και κάναμε έρωτα, μου έλεγε πόσο πολύ με αγαπάει και ξαφνικά... ααχ... αχ... έμεινε ακίνητος με ανοιχτά τα μάτια και σταμάτησε να κτυπά η καρδιά του. Ευτυχώς ήταν κοντά ο Ισμαήλ, αντιλήφθηκε αμέσως τι έγινε και έτρεξε προς το μέρος μας. Αφού βεβαιώθηκε ότι είναι νεκρός με βοήθησε γιατί αλλιώς δεν θα άντεχα να το περάσω μόνη μου όλο αυτό, να είναι νεκρός ο Νικολής μου.
 Αναστάτωση προκλήθηκε στο χωριό όταν διαδόθηκε το νέο για το θάνατο του Νικολή. Τον αγαπούσαν όλοι και λυπήθηκαν, φαινόταν απίστευτο σε όλους μας. Τον είδα για τελευταία φορά λίγο πριν τον θάψουν. Τότε έκοψα δυο τούφες από τα μαλλιά μου ως ένδειξη πένθους και τις έβαλα μέσα στο φέρετρο δίπλα στην καρδιά του για να έχει κάτι δικό μου μαζί του για πάντα και να με θυμάται. Ύστερα πήρα τα ελάχιστα υπάρχοντά μου και έφυγα με την κόρη μου για πάντα από εκείνα τα μέρη. Ο Ισμαήλ θέλησε να με σταματήσει, δεν είχε όμως νόημα, δε με κρατούσε τίποτα πια σε εκείνα τα μέρη που έζησα μαζί του, τίποτα απολύτως! Στα μέρη που ζήσαμε τον έρωτά μας και πέθανε τόσο άδικα ο Νικολής δε γινόταν να συνεχίσω να ζω εκεί ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου... η κόρη μου η Μαρία με κατάλαβε, αφού τόσο καιρό ήξερε για τη παράνομη σχέση μου και έβλεπε πόσο πολύ τον αγαπούσα, δέχτηκε να φύγουμε για το καλό μου.

 

Ιωάννα Ιωάννου
Β' Λυκείου
2ο ΓΕΛ Αμαρουσίου

 

Μαρία Αγγελάκη, «Σα να χιόνιζε»


 ... Πάγωσαν τα χέρια μου κι ανάβοντας το τζάκι δυο φλόγες –φως μέσα στα μάτια μου– έκαψαν τη νύχτα. Εκείνη τη νύχτα εσύ ως φλόγα εισέβαλες στο σπιρτόκουτο της ψυχής μου και το ανατίναξες...
 Η μέρα ήταν παγωμένη κι έξω... σα να χιόνιζε! Δεν ξεκόλλησαν τα μάτια μου από τις νιφάδες καθώς ξεδιπλώνονταν πάνω στην ανάσα του παγερού αέρα. Το χέρι μου κόκκινο – τρέμοντας σχεδόν – κρατούσε σφικτά το κινητό. Η οθόνη φλέρταρε το βλέμμα μου κι όταν φωτιζόταν, έλαμπα κι εγώ. Επέμενες να στέλνεις κι εγώ ως διψασμένη απαντούσα. Κρύωνα κι ένιωθα σα να χιόνιζε εκεί έξω.
 Μέσα σε χώρο γνώριμο σε συνάντησα και το εκκωφαντικό γέλιο σου, τιτίβισμα αηδονιού στην καρδιά της Άνοιξης, για τα αυτιά μου. Δεν τόλμησα να μιλήσω. Κράτησα στην ερημιά του σκοτεινού δάσους όλα τα μυστικά. Τυχαία σε κάποιο ξέφωτο άφησα το χάρτη για να εξερευνήσεις.
 Η αδιαφορία πάγωσε τα κόκαλά μου, μια ανατριχίλα κατέκλυσε το κορμί μου και ένας ανίσχυρος θυμός έσπασε τον πάγο. Ένα λάκτισμα αρκούσε να σπρώξει τους δείκτες του ρολογιού προς τα δεξιά κι αυτή τη φορά δεν προσποιήθηκα, έφυγα στ' αλήθεια. Θέλησα να εξαφανιστώ, να μη βγάλω πνοή παρά μόνο μια φράση: «μη μ' αφήνεις». Τίποτα δε βγήκε από το πηγάδι – είχε στερέψει καθώς έσφιγγα τα δόντια.
 Στριμώχτηκα στις θέσεις ενός παλιού λεωφορείου, τα παράπονά μου εγκλώβισα σε ένα μόλις μήνυμα κι ο προορισμός φάνταζε κοντινότερος απ' ό,τι πριν. Αποκρίθηκες τόσο ψυχρά κι έξω από το βρώμικο παράθυρο έμοιασε σα να χιόνιζε! Σκέφτηκα να κατέβω αμέσως στην ξένη περιοχή –μες στο χιόνι– να τρέξω, να φωνάξω, να βρίσω. Εμένα να κακολογήσω για τη λάθος στιγμή, τη λάθος επιλογή. Τόσο λάθος σαν το χιόνι στην Αθήνα.
 Ένα χέρι με ακούμπησε και ήταν οικείο, ήταν φιλικό. Ακούμπησε τα χείλη μου θέλοντας να τα παρομοιάσει με χαμόγελο. Δε με άφησε να κατέβω, να ξεμυαλιστώ. Έμοιαζα τόσο ενοχλημένη, αηδιασμένη που οι άγνωστοι με έκαναν χάζι γεμάτοι περιέργεια. Τι να μου συνέβαινε άραγε; Το νωπό –από τα δάκρυα– φουλάρι μαρτυρούσε πως δεν ευθυνόταν το χιόνι για το παγωμένο μου πρόσωπο, αλλά ΕΣΥ! Ανερμάτιστος ο λυγμός είχε σκληρύνει τη φωνή μου αλλά όχι την καρδιά μου.
 Συνήλθα από το λήθαργο όταν φωνές αναστάτωσαν όσους βρίσκονταν στο λεωφορείο. Ένας στυγνός και αναίσθητος άνδρας, με αρρωστημένο και βλοσυρό ύφος, με ουλές στο μέτωπο και πενιχρή ομορφιά, χτύπησε μια γυναίκα που φύλαγε ένα θησαυρό στη φουσκωμένη της κοιλιά, για να του παραχωρήσει τη θέση της. Ένας αλλοδαπός –με σπαστά ελληνικά αλλά με λαμπερά μάτια– υπερασπίστηκε την άτυχη γυναίκα και τη βοήθησε να αναπνεύσει επιτέλους.  Άναυδη και αδύναμη σχημάτισα μια γροθιά στο χέρι μου μα δεν αντέδρασα.
 Με ένα μορφασμό απογοήτευσης –ζωγραφισμένο ανεξίτηλα– στο πρόσωπό μου άφησα έναν αναστεναγμό να θαμπώσει το τζάμι.
 Την επόμενη στιγμή το λεωφορείο με άφησε πίσω ποτίζοντας τα ρούχα μου με νόθο καυσαέριο. Περπάτησα λίγο... Κοντοστάθηκα. Άπληστα πήρα από ένα περβάζι κάμποσο χιόνι και έφτιαξα χιονόμπαλα. Την κράτησα στα χέρια μου, άρχισε να λιώνει και τη θρυμμάτισα. Με ικανοποίηση τίναξα τα χέρια μου που έτσουζαν και χάραξα πορεία.
 Ένα αδέσποτο σκυλί με ζύγωσε λαχανιασμένο, έχοντας στο στόμα του ένα μεταλλικό κουτί αναψυκτικού – του αγαπημένου μου. Το άφησε να πέσει μπροστά στα πόδια μου και με κοίταξε στα μάτια κουνώντας ζωηρά την πληγωμένη ουρά του. Έστρεψα το κεφάλι προς το φιλικό μου πρόσωπο, το οποίο με ακολούθησε, κι έγνεψα καταφατικά. Αρχίσαμε μες στο κρύο να ανταλλάζουμε πάσες και ο θόρυβος προκαλούσε το σκυλί να κυνηγήσει το κουτάκι. Προτού το αντιληφθούμε, φθάσαμε στο λιμάνι και το χαριτωμένο σκυλί με το πυκνό τρίχωμα πήρε το κουτάκι, σήκωσε το κεφάλι, με ευγνωμοσύνη ανοιγόκλεισε τα μάτια και κατεβάζοντας τα αυτιά έφυγε, ξέροντας πως δεν είχε κάτι πια να αφουγκραστεί.
 Το σαπιοκάραβο πάσχιζε να μας κρατήσει ζωντανούς, τιθασεύοντας τα κύματα, μες στην αλμύρα και την κακοκεφιά. Η παρένθεση που μου χάρισε μικρές πινελιές στον καμβά πριν λίγο, ήταν ισχνή μες στο χάος του βιβλίου της ζωής. Τώρα το κόκκινο χρώμα δε λέει να εγκαταλείψει το μέτωπο, τα μάγουλα, τη μύτη μου... Ανησύχησαν οι άλλοι και μου πρόσφεραν θερμές κουβέντες μα το ψύχος ήταν ισχυρότερο με αποτέλεσμα να παγώσει το στόμα μου και να σταθώ αμίλητη.
 Όταν το καράβι έφθανε στο λιμάνι και επιβράδυνε ανοίγοντας τη μπουκαπόρτα, είδα μπροστά στα μάτια μου ένα χιονισμένο τοπίο, έρημο και τρομαχτικό. Κουράστηκαν τα μάτια μου να ψάχνουν χρώματα – μόνο σκιές και ασπρόμαυρο μοτίβο. Αποχαιρέτησα με κάλπικο χαμόγελο το φιλικό πρόσωπο, έβαλα τα ακουστικά, δυνάμωσα τη μουσική –του Σπανουδάκη θα 'πρεπε να ήταν, ο Μέγας Αλέξανδρος– και βάδισα σέρνοντας τα πόδια μου στο μεταμφιεσμένο πεζοδρόμιο.
 Σάστισα όταν σκόνταψα πάνω στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Ζαλίστηκα από το σκοτάδι που έσταζε σε κάθε τοίχο, που πλημμύριζε την αυλή, που κατάπινε τα δέντρα και τα λιγοστά άνθη στις απεριποίητες γλάστρες. Διστακτικά τράβηξα το σκουριασμένο σύρτη κι άνοιξα την πόρτα. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, χώθηκα στην αγκαλιά του κρεβατιού μου, τυλίχτηκα με το μαραζωμένο πάπλωμα, έτσι ακριβώς όπως φασκιώνουν ένα νεογνό για να το διατηρήσουν ζεστό και ασφαλές. Αισθανόμουν το σώμα μου βαρύ, τα ρούχα με έπνιγαν, τα αυτιά μου βούιζαν. Ξέσπασα σε κλάματα, λυγμούς, σε παραληρήματα και νευρικά-σπασμωδικά γέλια.
 Ένιωσα μια απαλή δόνηση στην τσέπη μου. Είχες στείλει μήνυμα. Πήρα το κινητό στα χέρια μου, διέγραψα το ασήμαντο μήνυμα πριν καν το διαβάσω. Είχα διαγράψει ήδη τα πάντα από σένα όταν μετέδωσα όλους τους συλλογισμούς και τα συναισθήματα στη χιονόμπαλα που θρυμμάτισα. Τώρα δε θα 'ναι παρά μόνο αναμνήσεις διάχυτες, σημαδεμένες με τα αποτυπώματα λασπωμένων παπουτσιών και μισοσβησμένων τσιγάρων.
 Ένα αερικό –μήτε ψυχρό μήτε κακοπροαίρετο!!!– με ξεσκέπασε, πήρε το κινητό από το χέρι μου και το άφησε να πέσει κάτω. Με σήκωσε, πλησιάσαμε το παράθυρο, τέντωσε το δάχτυλο προς την αυλή μου και ψιθύρισε «χιονίζει εκεί έξω». Απορημένη έψαξα το πρόσωπό του αλλά δυσκολεύτηκα εξαιτίας του αποπνιχτικού σκοταδιού. Παρόλα αυτά ο ψίθυρος ήταν χαρακτηριστικός και μελαγχολικός. Το ανατριχιαστικό «φιλαράκι» μου εξαφανίστηκε προτού το αγγίξω. Πήρα τον αναπτήρα από το γραφείο και βγήκα έξω. Έβγαλα το δακρυσμένο φουλάρι και το έκαψα!
 Πήρα μια βαθιά ανάσα, γεμάτη δηλητηριασμένο καπνό και την κράτησα. Έβγαλα το παλτό. Έβγαλα τη μπλούζα. Έδειξα στον διχασμένο ουρανό την ασχήμια μου και χτύπησα δυνατά το στήθος με τραχύ ατσάλι.
 Αφήνοντας πνιχτή την πνοή, τη στερνή, να μ' εγκαταλείψει, σωριάστηκα στη μέση της αυλής. Και να που το πρόσωπο έγινε άσπρο και το χιόνι κόκκινο!
 Κι όντως χιόνιζε! Το τζάκι έσβησε!

Μαρία Αγγελάκη
Γ' Λυκείου
1ο Γενικό Λύκειο Σαλαμίνας

 

 

***

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΗ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

και θέμα
Τι σημαίνει για σένα Η αναζήτηση του Νίκου Θέμελη; Εκφράσου ελεύθερα…

Tέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα: το γύρισμα του αιώνα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.  Η αναζήτηση είναι ένα μυθιστόρημα που περιγράφει τη διαδικασία αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Έξι διαφορετικά πρόσωπα, χαρακτηριστικοί τύποι της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης (ο αστός, ο έμπορος, ο δάσκαλος, ο αρχιμάστορας κ.ο.κ.), αφηγούνται την προσωπική τους ιστορία. Μέσα από τη σύνθεση των επιμέρους ιστοριών, ξεδιπλώνεται η περιπετειώδης ζωή του κεντρικού ήρωα Νικολή-εφέντη και η σχέση του με τους αφηγητές. Σχέσεις εξουσίας και δεσμοί καταπίεσης, αλλά και σχέσεις φιλίας και έρωτα, ελευθερίας και δημιουργίας. 
Το μυθιστόρημα εκκινεί από  τα Ζαγοροχώρια και εν συνεχεία η δράση μεταφέρεται διαδοχικά στη Λέσβο, στη Σμύρνη, για να καταλήξει στην Κωνσταντινούπολη∙ περιοχές που είτε τροφοδότησαν την ελληνική διασπορά είτε αποτέλεσαν ισχυρά οικονομικά κέντρα της Ομογένειας. Μέσα από τους έξι διαφορετικούς αφηγητές, χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης, στις σελίδες του μυθιστορήματος αποτυπώνονται (με σπάνια πραγματολογική λεπτομέρεια)  η λαογραφία αυτών των περιοχών, οι κατά τόπους αντιλήψεις και νοοτροπίες, το ιστορικό πλαίσιο μιας εποχής κρίσιμης για τα Βαλκάνια. Σε μια δύσκολη πολιτική συγκυρία, με τα ελληνοτουρκικά και το γενικότερο Ανατολικό Ζήτημα σε πλήρη εξέλιξη, τίθενται οι βάσεις για την είσοδο του νεαρού ακόμα ελληνικού κράτους στο διεθνές πλαίσιο και για την εκβιομηχάνιση της χώρας. Ωστόσο, επιβιώνουν ακόμα δίπολα: παράδοση-νεωτερικότητα, αγροτικός κόσμος-αστική τάξη, απομόνωση-κοσμοπολιτισμός, διεθνισμός-μεγαλοϊδεατισμός,  Ανατολή-Δύση.   
Τα ζητήματα που θίγει ο Νίκος Θέμελης στην Αναζήτηση παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα αν εντοπίσει κανείς τις αναλογίες με τη σύγχρονη πραγματικότητα: ο σημερινός κόσμος βρίσκεται ομοίως σε διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού. Η οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση επιφέρουν εντυπωσιακές αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις. Οι αποστάσεις –κυριολεκτικά και μεταφορικά– ολοένα και μικραίνουν, συγχρόνως όμως παρατηρείται έξαρση του εθνικιστικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Υπερδυνάμεις παραπαίουν και νέες υπερδυνάμεις αναδύονται, και, σ’ αυτό τον κόσμο που αλλάζει, η Ελλάδα αναζητά εκ νέου τη θέση της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η αναζήτηση είναι ένα μυθιστόρημα πλούσιο σε εικόνες, χαρακτήρες, ιδέες, που πιστεύουμε ότι θα δώσει τροφή για σκέψη και έμπνευση για δημιουργία στους σημερινούς νέους.

δείτε εδώ περισσότερα για το βιβλίο

Οι Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ διοργανώνουν πανελλήνιο λογοτεχνικό μαθητικό διαγωνισμό με αφορμή το βιβλίο του Νίκου Θέμελη Η αναζήτηση. Το θέμα του διαγωνισμού είναι «Τι σημαίνει για σένα Η αναζήτηση του Νίκου Θέμελη; Εκφράσου ελεύθερα…». Στόχος, η δημιουργική επαφή των εφήβων με ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.

Στο διαγωνισμό μπορούν να λάβουν μέρος μαθητές των τριών τάξεων του Λυκείου, όλων των δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων της χώρας, οι οποίοι, με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου, θα δημιουργήσουν πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο. Το έργο αυτό μπορεί να είναι πεζό, ποιητικό ή θεατρικό.

Οι συμμετοχές μπορεί να είναι ατομικές ή ομαδικές. Ο διαγωνισμός ξεκινά στις 10 Οκτωβρίου 2012 και δεκτά γίνονται τα έργα που θα υποβάλλονται ταχυδρομικά, κατόπιν της παράτασης που δόθηκε, ως τις 28 Φεβρουαρίου 2013 (σφραγίδα ταχυδρομείου).

Η κριτική επιτροπή θα αποτελείται από τους:
Ευάγγελο Μαυρουδή, συγγραφέα,
Θανάση Μήνα, υπεύθυνο ελληνικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Κέδρος,
Δημήτρη Σωτάκη, συγγραφέα.

Θα βραβευτούν τα τρία καλύτερα έργα ανεξαρτήτως μορφής. Επίσης, θα απονεμηθεί ένα ειδικό βραβείο συμμετοχής στο σχολείο με τους περισσότερους διαγωνιζόμενους μαθητές.

1ο Βραβείο: βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 500€
2ο Βραβείο: βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 350€
3ο Βραβείο: βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 200€
Ειδικό Βραβείο Συμμετοχής σε σχολείο: βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 500€

Τα αποτελέσματα θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα www.kedros.gr.


Όροι συμμετοχής στο διαγωνισμό:

1. Στο διαγωνισμό μπορούν να λάβουν μέρος μαθητές των τριών τάξεων του Λυκείου, όλων των δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων της χώρας, οι οποίοι, με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου, θα δημιουργήσουν πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο: πεζό, ποιητικό ή θεατρικό.
2. Κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί να συμμετάσχει με ένα έργο.
3. Οι συμμετοχές μπορεί να είναι ατομικές ή ομαδικές.
4. Όσον αφορά στις ομαδικές συμμετοχές, δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό ατόμων που μπορούν να συμμετάσχουν σε κάθε ομάδα.
5. Διευκρινίζεται ότι κάθε ομαδική συμμετοχή θα θεωρηθεί σαν έναν διαγωνιζόμενος και σε περίπτωση βράβευσης το έπαθλο θα είναι ένα για όλα τα μέλη της ομάδας.
6. Έγκυρα θα θεωρηθούν τα έργα που υποβάλλονται ταχυδρομικά έως και τις 28 Φεβρουαρίου 2013 (σφραγίδα ταχυδρομείου) στη διεύθυνση: Εκδόσεις Κέδρος, Γ. Γενναδίου 3, 106 78 Αθήνα, με την ένδειξη: για το Μαθητικό Διαγωνισμό. Κάθε έργο πρέπει να συνοδεύεται από υπογεγραμμένη αίτηση συμμετοχής και να υποβάλλεται πληκτρολογημένο, σε τρία όμοια αντίτυπα.
7. Όσον αφορά στις ομαδικές συμμετοχές, κάθε ομάδα θα ορίσει έναν υπεύθυνο ομάδας ο οποίος θα υποβάλει το έργο, συμπληρώνοντας το ονοματεπώνυμο, την ηλικία και το σχολείο όλων των υπόλοιπων μελών της ομάδας στο αντίστοιχο πεδίο της αίτησης συμμετοχής.
8. Η αίτηση συμμετοχής είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα
www.kedros.gr
9. Η αιτιολόγηση της αξιολόγησης της κριτικής επιτροπής για τα έργα που δεν θα προκριθούν δεν είναι ανακοινώσιμη.
10. Τα αποτελέσματα θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα
www.kedros.gr στις 10 Μαΐου 2013.
11. Οι νικητές θα ενημερωθούν τηλεφωνικά.
12. Η απονομή των βραβείων θα γίνει σε ειδική τελετή το Μάιο του 2013.
13. Τα βραβεία αντιστοιχούν σε: βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 500€ (1ο βραβείο), βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 350€ (2ο βραβείο), βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 200€ (3ο βραβείο), βιβλία των εκδόσεων Κέδρος αξίας 500€ (ειδικό βραβείο συμμετοχής στο σχολείο με τους περισσότερους συμμετέχοντες μαθητές). Η επιλογή των βιβλίων θα γίνει από τους νικητές.
14. Οι Εκδόσεις Κέδρος διατηρούν το δικαίωμα ανάρτησης των έργων που θα διακριθούν στην ιστοσελίδα
www.kedros.gr και στις σελίδες των εκδόσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  (ενδεικτικά: facebook, twitter) για μη κερδοσκοπική χρήση, με την υποχρέωση αναφοράς του ονόματος του δημιουργού.
15.  Η υποβολή αίτησης συμμετοχής στο διαγωνισμό σημαίνει την ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων του διαγωνισμού.

κατεβάστε εδώ την προκήρυξη του διαγωνισμού και τους όρους συμμετοχής

κατεβάστε εδώ την αίτηση συμμετοχής

δείτε και κατεβάστε την αφίσα του διαγωνισμού εδώ

 




Επιστροφή