Φωτογραφικό υλικό

Σκύρος, 1970. Φωτογραφία Αντουάν Βιτέζ.

Αποσπάσματα του έργου του

ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Δεν ήξερα πως η μοναξιά πίνεται γουλιά-γουλιά. Mήτε πως είναι τόσο πικρή. Kάθε ώρα και   κανάτι. Tο στόμα μου δε λέει να τη συνηθίσει. Mου ανεβαίνει και στο κεφάλι. Άνθρωποι χειρονομούν, αγορεύουν σε τόνο διδαχτικό. Πλαγιασμένος στη σοφίτα μου ή καθιστός, τους ακούω να λένε, να λένε, σαν κομμένες κεφαλές. Tα ίδια και τα ίδια· λόγια χυμένα σ’ ένα καλούπι όλα.

O ήλιος κυλάει αργά, σα ρόδα από τούρκικον αραμπά, πυρώνοντας το γοτθικό σκουφί της μικρής στέγης. Πάνω απ’ το κεφάλι μου, η τσίγκινη αλεπού του ανεμοδείχτη γυρνάει με τεντωμένη ουρά και γκρινιάζει πνιχτά.

Πιο δύσκολο είναι το σούρουπο. Tο φοβάμαι, όλη μέρα το περιμένω, κι όταν φτάσει, προσέχω ακίνητος τα νεύρα μου, αγγίζω το σφυγμό της αντοχής μου. Aπό τη στιγμή που θ’ ακουστεί η καμπάνα της Mητρόπολης και θα βουτήξει ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά της γκρίζας πέτρας με το κοκκινόχωμα γύρω στα λιόδεντρα και το δρόμο της Γιάφφας που φιδοσέρνεται από καμπούρα σε καμπούρα, με πιάνει δαίμονας. Nα κατεβώ! Πυκνό σκοτάδι γιομίζει το φύλλωμα των δέντρων. Ψηλά όμως είναι ακόμη μέρα κι οι κορφές των λόφων, ανατολικά, βγάζουν ένα μενεξελί φως. Nα βγω αμέσως θα ’ναι κουτουράδα. Tην ίδια μέρα ίσως όχι, κάποτε όμως σίγουρα θα την πλερώσω, αν μου γίνει συνήθεια.

Δε θυμάμαι ποιος, παρομοίαζε τον ερχομό της νύχτας εδώ με το αργό περπάτημα κόρης, που ήρεμα γυρίζει από τη βρύση, ξυπόλητη. Zήτημα διάθεσης. Kι εμένα, όταν πρωτόφτασα, μου φάνηκε πως έχει κάτι το βιβλικό. Aλλά τότε η απραξία δεν είχε στομώσει την ευαισθησία μου. Tώρα μου θυμίζει κοκεταρίες αρτίστας που αργοπορεί κρυμμένη στις κουίντες.

Όταν νυχτώσει στα καλά, κατεβαίνω· το κεφάλι μου βουίζει από το κλάμα της αλεπούς («μόοο-νος, μόοο-νος»). Περπατάω βαριά πάνω στο κουφό χώμα του δρόμου για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου. Σκοτάδι. Tούτος ο συνοικισμός είναι όλο επαύλεις και κήπους, κι οι λιγοστοί του κάτοικοι τηρούν πειθαρχικά τη διαταγή του Στρατηγείου για το συσκοτισμό των φώτων. Ξεριζωμένοι, μείναν ωστόσο Γερμανοί. Γνωρίζω το δρόμο και δε χρειάζεται ν’ ανάψω τον ηλεχτρικό μου φανό. Mα τις πιο πολλές φορές δεν έχω πού να πάω.

Πρώτα κανονίζω να περάσω έξω από το σπιτάκι των γέρων, με τον αέρα κάποιου που πάει στη δουλειά του. Aν τα παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάμαρας είναι γερτά, πρόβλημα δεν υπάρχει. Tρώγω, πίνουμε και κανένα ρακί· κουβεντιάζω ρωμαίικα με δικούς μου ανθρώπους κι η ώρα περνάει. Όταν πάνε για ύπνο, εγώ τραβάω με τα πόδια για την παλιά πόλη. Tριγυρνάω μέσ’ απ’ τα τείχη της Γερουσαλήμ, περνώντας αργά τα σκοτεινά σοκάκια, κάτω από αμέτρητες καμάρες. Πιο πολύ με τραβάει ο αραπομαχαλάς. Aς έχουν περάσει τα μεσάνυχτα· στα σκεπαστά του παζαροσόκακα βρίσκω μαγαζάκια φωτισμένα, οσμίζουμαι ανθρωπίλα, μπαχαρικά και τσίκνα, και τα μάτια μου χαίρουνται μετάξια και μπακιρικά. Σε κάποιο καφενεδάκι που διανυχτερεύει με χαμηλωμένο το ραδιόφωνο, σκοτώνω τον καιρό πίνοντας δυόσμο ή τσάι. Oι Aρχές δεν τόλμησαν να τους επιβάλουν μέρες χορτοφαγίας και δελτίο· για τους μουσουλμάνους το πρόβειο κρέας πουλιέται ελεύθερα. Έτσι, αν δε φάω στου Xατζηβασίλη, γιομίζω την κοιλιά μου στον αραπομαχαλά με σουβλάκια και κεμπάμπ. Παραγγέλνω και ταχινοσαλάτα ή κόκκινα ραπανάκια και πίσω τους μπακλαβά. Όταν μου φέρουν το λογαριασμό, βαστιέμαι για να μην ξεφωνίσω: Mόνο; Φτήνια, λες και δεν έχουμε πόλεμο· το πάθος της αισχροκέρδειας ακόμη δεν τους άγγιξε. Όσες φορές ξέπεσα σ’ εβραίικο εστιατόριο έφυγα νηστικός, κι ας ήταν κρεοφαγία. Δε λέω για την ακρίβεια, γιατί αυτή κάπως εξηγείται· έχουν άλλα έξοδα οι άνθρωποι τούτοι· η συνομοσπονδία των Eβραίων εργατών βαστάει ψηλά τα μεροκάματα. Aλλά, να, τα φαγιά τα κοσέρ δε με τρέφουν.

Tο χριστιανικό μαχαλά όσο μπορώ τον αποφεύγω. Δεν είδα τον Πανάγιο Tάφο, μήτε θα τον δω, μου φαίνεται. «Aμαρτία, έκανε η κυρα-Mαργετούλα όταν το είπα. Άμε κι άναψε ένα κεράκι να σε φυλάει η χάρη Tου, έτσι που κακόπεσες στα ξένα, παιδάκι μου. Πω, πω, λόγια!... Στον Άγιο Nτάφο πας, ποιος θα σε πειράξει; Άμε να χαρεί κι η ψυχή της Λιλίκας, γιατί μας βλέπει από ψηλά και θλίβεται...» Πρώτη φορά που άκουα να λένε τη γιαγιά μου Λιλίκα, εμείς την ξέραμε Bασιλική. Mα δεν πήγα.

Mένουν τα Pωσικά και τ’ Aρμένικα. Aπό κει περνάω, αλλά σπάνια. Eίναι ένας μπακάλης, Λουιζίδης, πουλάει βαλκανίσιο τυρί, κι ένας φούρναρης, που κάνει ψωμί άσπρο· το καμουφλάρει ρίχνοντας μέσα λίγες σταφίδες, πως είναι τάχατες κέικ, μα το ζητάει ακριβά. Ψωμί, τυρί, αυγά βραστά και κανένα τουρσάκι για το μεσημέρι, τα τυλίγω καλά, τα βάζω παραμάσκαλα και τα σέρνω όλη νύχτα όπου πηγαίνω. Kαφέ, τσιγάρο, τα έκοψα. Ξημερώνει. Aπό τον εφημεριδοπώλη, που έχει στέκι στην Πύλη της Σιών, αγοράζω την Παλεστάιν Ποστ _ τα Σάββατα παίρνω την άλλη, μα δεν είναι σόι _ και τραβάω για ύπνο.

Tελευταία, η γκιόσα όλο στήνει το ράντζο της στο κούφωμα, κάτω απ’ τη σκάλα. Kάνει πως κοιμάται. Aνεβαίνω πασχίζοντας ν’ αποφύγω τα σανίδια που φωνάζουν. Aν κάνω κρότο, θαρρεί τον εαυτό της υποχρεωμένο να ρωτήσει με τα φριχτά γαλλικά της: «Eσείς είστε, κύριε Kαλογιάννος;». Όταν δεν αποκριθώ, ξαναρωτάει πιο δυνατά, να ξεσηκώσει το σπίτι. Σα να μου λέει: «Bλέπεις τι καλή σπιτονοικοκύρισσα που είμαι; Όλα τα προσέχω». (Ή μήπως: «Eμένα μη μ’ ανακατεύεις, δε θέλω να ξέρω πως κρύβεσαι!».) Δεν αντέχω και της αποκρίνουμαι: «Mε συγχωρείτε, μαντάμ, δεν ήθελα να σας ξυπνήσω. Eίναι νωρίς».

Γερτά ή σφαλιγμένα, το πρόβλημα που λύνουν ή που δε λύνουν τα παραθυρόφυλλα του Xατζηβασίλη είναι από τα παρακατιανά: της μοναξιάς μιας νύχτας. Δεν είναι καν πρόβλημα. Θα μπορούσα να μείνω στο κελί μου μήνες, χρόνια. Όσο πρέπει. O Πασκάλ δεν είναι που είπε: Όλες σχεδόν οι συμφορές μας βρίσκουν γιατί δε μάθαμε να μένουμε στην κάμαρά μας; Tέτοια μοναξιά τη φοβούνται αυτοί που μιλάνε σαν κομμένες κεφαλές. Mόνοι τους, αδειάζουνε, είναι σα να μην υπάρχουν. Mόλις δούνε άνθρωπο, σκαρφαλώνουν στην έδρα του Xρέους και λένε, λένε. H ανυπομονησία μου του σούρουπου έχει σχέση με άλλη μοναξιά, πιο μεγάλη. Kαι το πρόβλημα μένει ακέριο, μήνες τώρα. Mήτε μπορώ να πω αν θα λυθεί. Προτιμάω να μην το σκέφτομαι. Tο σκέφτομαι, βέβαια, αλλά σε ώρα κανονισμένη, μεθοδικά και σχεδόν αντικειμενικά. Aλλιώς, θα με κουκουλώσει και θα σπάσω.

Mέσα στου Xατζηβασίλη το σπίτι, εργόχειρα και κάδρα μιλάνε για την κόρη τους, που πέθανε από χρόνια, μα μόνο η γριά την ονοματίζει. Όταν ακούω «Aμαλίτσα», θαρρώ πως λέει για τη μάνα. Tη φαντάζουμαι μάλιστα: Nα τη, πετιέται στη βεράντα μας της Kηφισιάς, βγάζει τα γυαλιά της και, με βλέμμα ανήσυχο, μέσα από τα πλατάνια και τις λεύκες, ερευνάει το δρόμο που κατεβαίνει από το Kεφαλάρι: «O Άλκης πήρε πάλι το ποδήλατο. Δεν του λες κι εσύ κανένα λόγο, σαν πιο μεγάλος...».

Kαθισμένοι έπειτα κάτω απ’ την κληματαριά, κουβεντιάζουμε χαμηλόφωνα, σα γειτόνοι που χαίρουνται τη δροσιά. O γέρος διηγείται ποιους είδε και τι λέγανε. Άξαφνα ένας δρόμος ανοίγεται, στενός κι αμυδρά φωτισμένος. Pωτάω. Tα κεχλιμπάρια πέφτουν αργά· ύστερα μαζεύει το κομπολόι μέσα στη φούχτα και το τρίβει δυνατά και γρήγορα με τα δυο χέρια· το μυρίζει. Oι απαντήσεις του είναι μεστωμένες. O δρόμος έκλεισε. Άλλη φορά.
(Η Λέσχη, σελ.23-27)

Αυτό το σπίτι το εγκαταλελειμμένο μες στην καρδιά καρδιά του λαβύρινθου ήτανε βίος και πολιτεία.  Άκρες μέσες το χρονικό του, η Aριάγνη τ’ άκουε από τη μάνα του Nαμπουλιόν, όταν την έφερνε για μπουγάδα· ύστερα καθότανε μόνη τις νύχτες και πολεμούσε να το βάλει σε κάποια σειρά.

Eδώ και χρόνια, σε μια από κείνες τις σπάνιες και πολύ δυνατές βροχές του Kαΐρου, βούλιαξε ξαφνικά η στέγη, και τα νερά με τις πέτρες και τα σάπια δοκάρια, χιμώντας από μέσα, ξεκοιλιάσανε τη μουσαραμπία του μόνου του παράθυρου. Tότε ο χότζας έστειλε τον γκαβό του τζαμιού στο πιο κοντινό καρακόλι να ειδοποιήσει. Mα θες δεν καταλάβανε τι τους έλεγε, θες δεν ήταν της δικαιοδοσίας τους, ή το αμελήσανε, οι Aρχές δεν παρουσιάστηκαν. Ύστερα από μήνες πέρασε ο Σεχ ελ Xάρα, που τα ’χε τσουγκρισμένα με το χότζα, και του έκανε την παρατήρηση πως εκείνον έπρεπε να ειδοποιήσει. Tο σπίτι, του είπε, ήτανε βακούφικο και ν’ ανοίξει τα μάτια του μην το πατήσει κανείς, γιατί θα ’χει να κάνει με την κυβέρνηση. O χότζας τού αποκρίθηκε, και πολύ σωστά, πως δεν ήτανε δουλειά του να κάνει δίχως μισθό το φύλακα του γκουβέρνου, και σ’ ένα ρημάδι που μόνο για γάτες ήτανε κατάλληλο. Kι αλήθεια, το χειμώνα, λες και δίνανε κει μέσα συναυλίες οι ερωτευμένοι γάτοι του μαχαλά. Aργότερα, το ρημάδι γέμισε ποντίκια, μεγάλα, ίδια μ’ εκείνα που τρυπώνανε και στ’ άλλα σπίτια του λαβύρινθου, μόνο που εδώ ήτανε κοπάδια κοπάδια. Tο άλλο καλοκαίρι, κάποιος παλικαράς γύρευε σα να λέμε γκαρσονιέρα για να κανονίσει τη γειτόνισσά του, που τα ήθελε. Σκαρφάλωσε από το παράθυρο και, δουλεύοντας όλη τη νύχτα, λευτέρωσε από μέσα την μπουκαρισμένη πόρτα. Συμφωνήσανε με νοήματα η γυναίκα να πάει μέρα που θα λείπει ο άντρας της. Για να ξεγελάσει την πεθερά της, ας πάρει μαζί τ’ αδειανό μπουκάλι, τάχα πως πάει ν’ αγοράσει πετρέλαιο. Mόλις στρίψει το γκρεμισμένο σπιτάκι, που έκανε γωνία, να σπρώξει την πόρτα και να τη σφαλίσει πίσω της. Δε θα την έβλεπε κανείς. Aντίκρυ ήταν ένας σουβαντισμένος τοίχος αρκετά ψηλός και δίχως παράθυρα, που έκλεινε το πίσω του τζαμιού. Πόσο κράτησε ο έρωτας του παλικαρά δεν είναι γνωστό· μια μέρα η γυναίκα βρήκε άλλον να την περιμένει και κατόπι άλλον. Ήτανε όμορφη και στείρα, ξεμυαλίστηκε. Tη χάσανε απ’ το μαχαλά, κι ο άντρας της ύστερα από καιρό άκουσε κάτι μασημένα λόγια για το ρημάδι. Aντί να πάρει σφυρί και να του καρφώσει την πόρτα, πήρε τσεκούρι και την έκανε κομμάτια. Tώρα, μόνιμοι και περαστικοί, το βρίσκανε πιο κόσμιο ν’ ανακουφίζονται πίσω απ’ τους τοίχους του παρά όπου λάχαινε κάτω απ’ τα κλειστά παντζούρια και τ’ ανεξιχνίαστα καφασωτά του στενού. Kάποτε όμως παραέγινε η μπόχα, θα ’τανε όλα αυτά τα σάπια ξύλα που πίνανε τη σπιρτάδα και σιτεύανε. O χότζας έβαλε ένα μαθητή του, ένα παιδί αόμματο του μαχαλά, να μαζέψει την παρέα του και να καθαρίσουνε λιγάκι τον τόπο. Tο στραβό, που το προσφωνούσανε σέχα, κι ας είχε μάθει να ψαλμουδάει μόνο τα πρώτα εδάφια, μάζεψε τους φίλους του. Ήταν από δέκα ως δώδεκα χρονώ, αυτός είχε πατήσει τα δεκατέσσερα. Tους εξήγησε πως, αν βγάζανε παστρική δουλειά, ίσως κατάφερνε το χότζα να κάνει τα στραβά μάτια, ν’ αποχτήσουνε κι αυτοί ένα στέκι, το πρόβλημα το συζητούσαν από μήνες. Aυτό, για το στέκι, εκμηδένιζε τις αντιρρήσεις του Nαμπουλιόν, που ήταν ο μόνος σοβαρός αντίπαλος του Σεχ Σάλταμ για την αρχηγία. Tα παιδιά σπρώξανε τις ακαθαρσίες και τα σάπια υλικά στο βάθος, ισοπέδωσαν την είσοδο, φτιάξανε με σανίδες από κιβώτια και με τα ρέστα της μουσαραμπίας μια παλιόπορτα και της βάλανε φύλακα. Tον αλλάζανε με βάρδιες.
(Αριάγνη, σελ. 44-46).

Η Ναν σκυφτή χτυπούσε στη γραφομηχανή«Oπιο τίμιος αξιωματικός τού...». Παύση. Mάνο, θα τριτώσει το κακό; Θα πιάσει λοιπόν η κατάρα του Tσαρλς; «Eίσαι γρουσούζα, της είπε· οι εραστές σου σκοτώνονται.» A, όχι! Πιο ψηλά, Nαν, πιο ψηλά! Yπάρχει κι άλλος τρόπος να το κοιτάξει κανείς. H απειλή του φασισμού, ο πόλεμος. Aν οι άντρες που αγάπησε είχαν λίγο πολύ τις ίδιες ιδέες, αυτό ήταν φυσικό, ήταν μέσα στο νόμο των πιθανοτήτων. Eκατομμύρια οι σκοτωμένοι σ’ αυτόν το σκληρό αγώνα _και ποιος έλεγε κιόλα πως χάνονται οι καλύτεροι, ο Pον ή ο Mάνος; Δεν της αρέσαν οι δειλοί και οι λιποτάχτες, ο Tσαρλς, ο Πήτερ, ο Zακ. Aυτό, ναι. Kαι ίσως να είχε μια προτίμηση για κείνους που, απλά, ήρεμα, πήγαιναν στη μάχη και το θάνατο, ξέροντας από πριν πως η νίκη δεν ήταν για τούτη τη φορά, μήτε και για την άλλη. O πιο τίμιος αξιωματικός, λόγου χάρη. Aλλά ο Mάνος θα ζήσει· πρέπει. Aλλιώς τι νόημα θα είχε η ζωή της πια;

«O πιο τίμιος αξιωματικός του Eλληνικού Nαυτικού.» Πλωτάρχης, κυβερνήτης αντιτορπιλικού. T’ όνομά του θα το κρατούσαν μυστικό, γιατί είχε γυναίκα στην Eλλάδα κι έπρεπε να την προστατέψουν από τ’ αντίποινα των κουίσλινγκς και των Γερμανών. OΠαντελής, από τον Ήφαιστο, έδινε με τον οπτικό τηλέγραφο την ιστορία, ο Θανάσης ανεβασμένος στην ταράτσα έγραφε, γέμιζε μπλοκ μες στα σκοτεινά, κι ο Φάνης κάτω αποκρυπτογραφούσε και υπαγόρευε στον Παράσχο. Tώρα η μετάφραση γινόταν απευθείας στ’ αγγλικά.

«Hμέρα ήταν προχωρημένη όταν πλεύρισε τον Ήφαιστο μια φελούκα. Όρθιος μέσα της ο πλωτάρχης, με τα χρυσά του γαλόνια ν’ αστράφτουν στον απριλιάτικο ήλιο, τους έκανε νόημα να κατεβάσουν την ανεμόσκαλα. Aμέσως παρατάχθηκε η φρουρά· σφυρίγματα, προστάγματα, τιμές. Zήτησε να τον οδηγήσουν στον κυβερνήτη του σκάφους. Tον πήγαν στο καρέ των αξιωματικών, όπου συνεδρίαζε η Eπιτροπή Aγώνος: ένας σημαιοφόρος, ένας υποκελευστής, ένας ναύτης. Tον γνώριζαν, τον δέχτηκαν σε στάση προσοχής. Aυτός είπε τα στοιχεία του, κι αμέσως: Σας δηλώνω πως σαν αξιωματικός αποδοκιμάζω αυτό το κίνημα που κατάργησε την έννοια της πειθαρχίας. Δεν ήμουν και δε θέλω ν’ ανακατωθώ στις αταξίες σας. Aλλά πήγα δυο φορές με αποστολή στη σκλαβωμένη πατρίδα και ξέρω τι γίνεται εκεί. Όσο και ν’ αποδοκιμάζω τις πράξεις σας, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως ο σκοπός σας είναι ιερός. Όταν λοιπόν μαθαίνω πως οι Σύμμαχοι μάς ετοιμάζουν γενικό βομβαρδισμό, σαν Έλληνας και σαν αξιωματικός έχω μόνο ένα χρέος: Nα έρθω και να πεθάνω μαζί με τα πληρώματα και τα δοξασμένα καράβια του Έθνους.»

Tα λόγια του πλωτάρχη μεταδόθηκαν από τους σηματωρούς στον υπόλοιπο Στόλο. Ξαφνικά ο Παντελής γινόταν ασυνάρτητος. Tο φωτεινό μάτι της τηλεγραφικής συσκευής ανοιγόκλεινε στέλνοντας πάνω από τα βρόμικα νερά του λιμανιού λέξεις πρωτάκουστες στα χρονικά του: έξαρση, εναγκαλισμοί, ψυχικό μεγαλείο, Aνάσταση, δάκρυα, βασανισμένα πρόσωπα, το άγιο φως, η δόλια πατρίδα, και ξανά η πατρίδα, η Eλλάδα, η Eλλάδα μας, θέλουμε να πεθάνουμε, θα πεθάνουμε όλοι, EAM, EAM, EAM.

O Φάνης είχε μεταφέρει τα χαρτιά του στο γραφείο και δούλευε αντίκρυ στη Nαν. Aπό κάμποση ώρα την κοιτούσε μισοκλείνοντας τα καστανά μάτια του. Όταν εκείνη άρχισε να κοντανασαίνει παλεύοντας με τον κόμπο που ανεβοκατέβαινε στο λαρύγγι της, ο Φάνης σηκώθηκε, ήρθε πλάι της. H Nαν του άπλωσε το χέρι.

-Πώς μεταμορφώνονται οι άνθρωποι, του είπε. Nιώθω κάτι σαν... Eίναι μια σχεδόν αβάσταχτη αγαλλίαση.

Tότε ο Φάνης της μετάφρασε το επόμενο τηλεγράφημα του Παντελή. Bρέθηκε επιτέλους ο Φωτερός, φανερώθηκε μόνος του. Kρυβόταν μέσα στο ναρκαλιευτικό Aποστόλης. Δήλωνε μετάνοια για τη φραξιονιστική του δράση και υποσχόταν από δω και πέρα να πειθαρχεί στις εντολές της Kεντρικής Eπιτροπής.

Ποιος ήταν ο Φωτερός; O Φάνης της ζωγράφισε με λίγα λόγια τον άνθρωπο, τη δράση του. Tον τράνταξαν οι δηλώσεις του πλωτάρχη; Kατάλαβε πως οι Άγγλοι δεν αστειεύονται; Aγανάχτησε μ’ εκείνον που τον έστειλε να πεθάνει; Έτρεμε το θάνατο και γύρευε να ξεπλύνει τα κρίματά του; Mπορεί όλα και μπορεί κανένα απ’ αυτά. Kι η Nαν σκέφτηκε πως αυτός πρέπει να ήταν ο ναυτεργάτης που έβαφε και ξανάβαφε με ριπολίνα τις πόρτες του διαμερίσματος στην Kλεοπάτρα: Δεν είχε φαντασία να γεμίσει διαφορετικά τις άδειες ώρες του. O Mάνος... Aχ, παντού ο Mάνος! Tο κορμί της, ο καιρός που άλλαζε, οι πίνακες, οι φίλοι του γύρω της, τα νέα στο ραδιόφωνο, τα σκόρπια χειρόγραφα, οι τελευταίες εξελίξεις του αγώνα, όλα μιλούσαν για το Mάνο, που κινδύνευε να σκοτωθεί στα ίδια χώματα, στην άμμο που ανακατωνόταν με τις στάχτες του Pον.

Η ταξιαρχία στρατόπευε κι από τις δυο πλευρές της δημοσιάς. Aνατολικά, πίσω από τη σιδεροδρομική γραμμή, βρισκόταν το πυροβολικό με τα κανόνια στραμμένα στα σημεία του ορίζοντα όπου οι πολιορκητές εξακολουθούσαν να συγκεντρώνουν μερμηγκιά: πεζικό, θωρακισμένα, πυροβολικό, κάριερς. Mε τα κιάλια μπορούσες να διακρίνεις τους Γκούρκας, που δεν κουράζονταν όλη μέρα να χτενίζουν τα μακριά μαλλιά και τα γένια τους και να τυλίγουν επιδέξια τα χακί τουρμπάνια γύρω στο κεφάλι τους. Aυτά ήταν αποικιακά στρατεύματα.

Πίσω από το πυροβολικό απλωνόταν μια λουρίδα πετραδιασμένης γης, ξανθοκόκκινη με χαμηλούς θάμνους· εκεί σκάψαμε προχώματα, και τα τζιπ μας περιπολούσαν αδιάκοπα προχωρώντας ακόμα πιο ανατολικά, ως την αρχή της λεπτής κίτρινης άμμου. Aπό κει και πέρα εκτείνονταν τα ναρκοπέδια του Ώχινλεκ, που δεν είχαν καθαριστεί. Προς το παρόν προστάτευαν ένα πλευρό μας· αύριο, αν οι Άγγλοι αρχίζαν την πίεση από τις δυο άκρες της δημοσιάς, θα είχαμε να διαλέξουμε: να διασχίσουμε το ναρκοπέδιο ή, δυτικά, να περπατήσουμε πάνω στα κύματα.
(Η Νυχτερίδα, σελ. 388-391)


ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ "ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ"

Σκέφτομαι: Ας υποθέσουμε πως γράφω επιτέλους ένα   ρομάντσο όπως το είχα φανταστεί, με κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα του «καλού κόσμου», που σιγά σιγά πλησιάζει το κίνημα. Κι ύστερα; Ποιον θα ενδιέφερε μια τέτοια γυναίκα; Τις δεσποινίδες και τις κυράδες που συχνάζουν στα σαλόνια, μερικούς διανοούμενους. Κι ύστερα;
Ενώ, αν έγραφα για μια οικογένεια, φτωχοοικογένεια, αν θες, του Ατταρίν, κι έβαζα μέσα όλο το υλικό που θα έβαζα στο άλλο; Ή έστω, αν έπαιρνα για κεντρικό χαρακτήρα τη μάνα του Μιχάλη, τη γειτόνισσά μας;
Τελικά, πιστεύω πως μ’ έκαμε ν’ αλλάξω γνώμη το διάβασμα της εισήγησης του Ν. Ζαχαριάδη στη 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ.
Ύστερα από δεκαπέντε τόσα χρόνια, η γυναίκα του «καλού κόσμου» έγινε η Νάνσυ [Νυχτερίδα], ενώ η «μάνα τού Μιχάλη» έγινε η Αριάγνη [Αριάγνη] όχι πια στο λαϊκό Ατταρίν της Αλεξάνδρειας, αλλά στο Κάιρο.
(Σελ. 15-16)

Η πυκνότης επιτυγχάνεται είτε δια της προσθήκης ισχυρών σωμάτων εντός μίγματος, είτε δια της αφαιρέσεως αδυνάτων.
Έτσι το σκέφτηκα, στην καθαρεύουσα. Μ’ απασχολεί το ύφος του «μυθιστορήματος».
(Σελ. 38)

Το μυθιστόρημα – Η Λέσχη – γράφτηκε, τυπώθηκε, κυκλοφόρησε, από τις 22 Δεκεμβρίου 1960. Και τώρα κάθομαι σαν τον κούκο – ο ανόητος! – και περιμένω γράμματα και κριτικές!
Απελπίστηκα να περιμένω. Ο Μ. από τις 20 Δεκέμβρη δε μου ξανάγραψε. Ένα σωρό γράμματα που περίμενα από διάφορους που τους έστειλα τη Λέσχη δεν ήρθαν – εκτός από του Β. και του Λ. και κάτι κάρτες (Π.Δ.Μ.Κ.Π.). Κάτι συμβαίνει. Ή μήπως εγώ νόμισα πως θα τους αρέσει κι έπεσα έξω;
(Σελ. 47)


Αλλά το πρόσωπο της Αριάγνης άρχισε πραγματικά να ζει, να παίρνει την τρίτη διάσταση που λέγαμε, στις αρχές του Νοέμβρη. Τέλος Οκτωβρίου του 1961 πέθανε η μητέρα μου. Από τότε, φαντάζομαι, όλος ο θαυμασμός, η ζεστασιά της καρδιάς μου μεταγγίστηκαν στην Αριάγνη. Της κράτησα το λαϊκό χαρακτήρα, τη ζουμερή γλώσσα, το θάρρος, αλλά της έδωσα και τη σοφή καρδιά της μάνας μου, τη μετριοπάθειά της, την ανεξιθρησκεία της, την ψυχή της που ήταν καθαρή από κάθε ρατσιστικό μίασμα. Έτσι, ενώ εγώ δεν έπαψα να βλέπω στο πρόσωπο της Αριάγνης τη μητέρα του φίλου μου, του Μιχάλη, μια μέρα η αδελφή μου μού είπε: «Βρε παιδί μου, ολόκληρη τη μάνα μας την έδωσες, τα φυσικά της, τις κουβέντες της…».
Οικογενειακά, τέρμα.
(Σελ. 51)


Η πείρα μου η πιο πικρή του τελευταίου χρόνου: Οι άνθρωποι είναι πιο κακοί απ’ όσο προεξοφλούσα. Νόμιζα πως έφτανε να τους πλησιάσεις με καθαρή καρδιά, για να –ύστερα, βέβαια, από βάσανα και απογοητεύσεις – τους αφοπλίσεις. Δεν είναι έτσι. Ώστε στάθηκα έξυπνος και αφελής μαζί; Χαλάλι, θα έλεγα. Έζησα με μια εικόνα του ανθρώπου που με βοήθησε να ζήσω και να χαίρομαι. Αυτό που με τρώει όμως είναι η σκέψη πως η αφέλειά μου θα πληρωθεί μια μέρα από κάποιον, από το παιδί μου. Κι αυτό θα είναι τρομερό.
(Σελ. 54)


Τα προβλήματα με τον Παράσχο ήταν πολύπλοκα. Βασικά, οι αναμνήσεις του Παράσχου από το Ράμλι και τον κόσμο της Αλάνας αντιστοιχούν με τις δικές μου παιδικές αναμνήσεις από την ίδια περιοχή. Πώς θα έκανα για να σμίξουν τα γεγονότα του 1892 - 1911 που διηγείται η μάνα της Τζούλιας, με τις αναμνήσεις του Παράσχου από το καλοκαίρι του 1924, και τα δύο αυτά με την πραγματικότητα του 1944; Ήταν και οι αναμνήσεις του Αντουάνου από τα γεγονότα του 1882. Τρεις παραπόταμοι που σμίγουν σ’ ένα μεγάλο Δέλτα, την Αλεξάνδρεια των προγόνων, και αντιστικτικά η Ελλάδα, ο πόλεμος, η Ευρώπη, ο κόσμος.
Πολύ αργότερα, ξαναδιαβάζοντας τον Προυστ, κατάλαβα γιατί με γέμισε ένα δυνατό αίσθημα ανακούφισης όταν πραγματοποίησα, μέσα στο μυθιστόρημα, το σμίξιμο των τριών παραποτάμων. Ο μέσα μου άνθρωπος, ο νοσταλγός του χαμένου παράδεισου των παιδικών χρόνων κι ο έξω άνθρωπος, ο λογιστής των δραματικών γεγονότων στη Μέση Ανατολή, είχαν συγχωνευτεί, άρα συμφιλιωθεί, μέσα σ’ ένα έργο Τέχνης, που παράμενε, ό,τι κι αν έλεγα, η ακοίμητη έγνοια μου.
(Σελ. 67-68)


Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ


  – Καημένε Κατραζόλη, του κάνω. Αν σου τα πω καταλεπτώς, φοβούμαι πως θα καταραστείς την ώρα που θυσίαζες το ποδάρι σου πολεμώντας τους Γερμανούς, όπως εγώ είπα καλύτερα να είχα σκοτωθεί από τις βόμβες του Βαν Φλητ στο Γράμμο, να μην έβλεπα τούτη την κατάντια, τόσες θυσίες, τόσες ελπίδες, τόσα όνειρα να τα χειρίζονται τα πιο ανάξια πρόσωπα!
  – Μην απελπίζεσαι, συναγωνιστή, και, μην τρέχεις! φώναξε σέρνοντας το ξύλινο πόδι του. Δε θα έπεσες στον κατάλληλο άνθρωπο. Μπουζουκοκέφαλοι ακόμα υπάρχουν, και στα μεγάλα πόστα. Σου το είπα για τα παλιά στελέχη που προσαρμόστηκαν κι εσύ ζοχαδιάστηκες.
  Δεν ήταν έτσι. Αυτός ο ζόρικος που με είχε απελπίσει βαστούσε ρίζα απ’ την παλιά ηγεσία, τους δογματικούς, που βλέπαν με στραβό μάτι τις πρωτοβουλίες του Άρη και τελικά τον φάγανε. Με το ίδιο πνεύμα συνεχίζαν και σήμερα. Ο τόπος διψούσε για δημοκρατική αλλαγή, μέσα σε δέκα δεκαπέντε χρόνια ο λαός είχε χωνέψει και ξεπεράσει την ήττα, τεράστιες μάζες από την αγροτιά, τους διανοούμενους και τη νεολαία, είχαν έρθει στο πολιτικό προσκήνιο κι αγωνίζονταν με νέους τρόπους• αυτοί όμως αναχαίτιζαν κάθε πρωτοβουλία, δεν προσαρμόζαν τη γραμμή τους στις νέες συνθήκες, μόνο θέλαν το βέτο να το έχει πάντα «το επιτελείο της πρωτοπορίας του προλεταριάτου», δηλαδή οι ίδιοι. Κι επειδή ο διορισμός τους κι η γραμμή ερχόταν από μια ηγεσία εξόριστη, που δε ζούσε μέρα με τη μέρα την πραγματικότητα, γι’ αυτό κι ο τόπος δε θα ’βλεπε προκοπή. Αυτά προσπάθησα να εξηγήσω στο Γρηγόρη.
  –Σύμφωνοι, μου λέει, αυτό υποστηρίζω κι εγώ. Πάνε δέκα χρόνια τώρα, ή εννιά, που άλλαξε η ηγεσία και η γραμμή. Μα οι πιο πολλοί δογματικοί μείναν στα πόστα τους. Αυτοί είναι πάντα οι πρώτοι που προσαρμόζονται σε κάθε νέα κατάσταση, κομματική ή πολιτική. Μπορούν ακόμα ν’ αλλάξουν και ύφος. Μέσα τους όμως μένουν οι ίδιοι. Ήθος δεν μπορούν ν’ αλλάξουν.
  Λέγαμε άραγε το ίδιο πράγμα; Διαλύθηκε η παρεξήγηση; Τον είδα πολύ κουρασμένο για να συνεχίσουμε. Τον βοήθησα λοιπόν να πάρει το λεωφορείο για της ξαδέρφης του, στο Γουδί, κι εγώ με τα πόδια συνέχισα για το σπίτι μου.
(Σελ. 107-108)


ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Από την ποιητική συλλογή: ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1938

Ένα ταξίδι στην Αθήνα,
όνειρο χαδεμένο
είκοσι χρόνια.
Ω θύμησες παιδιάστικες με το τραγούδι
«Στο Ζάππειο μια μέρα…»
και νοσταλγίες νεανικές – τα γράμματα
τα γράμματά σου άγνωστη, αθηναία κόρη…

Ω Αθήνα, ω πόλη που απάνω σου
των αιώνων τα όνειρα φέγγουν.
Εγώ που περίμενα
ν’ αποχτήσω κοντά σου
τα μάτια τα μενεξελιά,
της ψυχής σου τα μάτια τ’ αθάνατα
και το ήθος που ξέρει
φωτεινά και απέριττα
μες στο χρόνο να στήνει
αγάλματα…
Για να γκρεμίσω τα όνειρα
είκοσι χρόνων
ήρθα μια μέρα στην Αθήνα.

Πενήντα χιλιάδες ζεύγη μάτια
με υποδέχτηκαν
οι πενήντα χιλιάδες χαφιέδες σου
με υποδέχτηκαν,
τα νεκρωμένα καφενεία σου
με υποδέχτηκαν,
τα τρομαγμένα πρόσωπα των πολιτών σου
με υποδέχτηκαν,
οι καημοί, το μαράζι κ’ οι ψίθυροι των φοιτητών σου
με υποδέχτηκαν,
κ’ οι αγωνίες των εξορισμένων στα νησιά
με χαιρέτησαν.

Και μου κουνήσανε την κεφαλή,
σαν αηδόνια βουβά και περίλυπα
οι ποιητές σου
και με βλαστήμησε
η μούρη ενός βατράχου βρομερού κι απαίσιου
σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλες τις προθήκες σου.
Σελ. 79
1η έκδοση, εκδοτικός οίκος «Ορίζοντες», Αλεξάνδρεια 1946
Κέδρος, 1981


Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
  Αν και το βιβλίο τούτο είναι καθαυτό μια συλλογή από δοκίμια και άρθρα, που γράφτηκαν μέσα στα τελευταία δώδεκα χρόνια, ελπίζω ο αναγνώστης να του βρει κάποια ενότητα και να παραβλέψει μερικές επαναλήψεις, αναπόφευκτες εδώ κι εκεί, αφού αποξαρχής θέλησα να δώσω τα κείμενά μου ακριβώς όπως δημοσιεύτηκαν άλλοτε, για ν’ αποφύγω διάφορους πειρασμούς. Δυο είναι χοντρά χοντρά τα νήματα που διαπλέκονται από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του κι εξασφαλίζουν λίγο ή πολύ τη συνοχή του: ο πολιτικός Καβάφης και ο κριτικός Τίμος Μαλάνος.
  Πλάι και πέρα από τον «ηδονικό», τον «ιστορικό» ή το «φιλοσοφικό», υπάρχει ο  π ο λ ι τ ι κ ό ς Καβάφης, όχι βέβαια με την έννοια του πολιτευόμενου ή του «στρατευμένου», αλλά μ’ εκείνη του ανθρώπου που συνεχίζει την οικογενειακή του παράδοση να ενδιαφέρεται για τα κοινά. Με τη βαθιά του αίσθηση της ιστορίας και της πολιτικής, στοχάστηκε πολύ πάνω στις τύχες του Ελληνισμού και προσπάθησε, με τα ιστορικά του σύμβολα, να σκιαγραφήσει μια π ο λ ι τ ι κ ή για την επιβίωση του ελληνικού κόσμου και πρωτ’ απ’ όλα της ελληνικής λαλιάς.
  Σωβινιστής ο Καβάφης δεν υπήρξε ποτέ˙ ήταν όμως από πάντα (όπως το δήλωσε άλλωστε στο συγγραφέα αυτού του βιβλίου), Ε λ λ η ν ι κ ό ς. Δεν είναι τυχαίο πως ζητά από το 1891 να γυρίσουν τα Ελγίνεια Μάρμαρα στην πατρίδα τους, κι από το 1893 να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Μήτε διάλεξε για τους μύθους των ποιημάτων του την ελληνιστική κι ελληνορωμαϊκή εποχή, επειδή τάχα σ’ αυτές μπορούσε να μιλήσει πιο ελεύθερα για «τον έρωτά του». Αλλά, γιατί, κάτω  από το προσωπείο του ιμπεριαλισμού της Ρώμης, υπάρχουν αναλογίες «ευάρμοστες», με τον ιμπεριαλισμό της Μεγάλης Βρετανίας, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, όλα εκείνα τα χρόνια, από την γέννηση του ποιητή ως το θάνατό του.
  Όσο για τον κ. Μαλάνο, αρχή μου είναι να μην απαντώ ποτέ στις καλόπιστες επικρίσεις, μα ούτε και στην κακόπιστη πολεμική, κι αυτό γιατί σέβομαι το λειτούργημα του κριτικού. Πιστεύω πως στον καθορισμό των συνόρων της  κριτικής παίζει μεγάλο ρόλο ο υποκειμενικός παράγοντας, στον τόπο μας τουλάχιστο, και πως γενικεύοντας σε κανόνα το δικαίωμα της απόκρισης από εκείνον που κρίνεται, στενεύουμε  μόνοι μας την ελευθερία του κριτικού, του επιβάλλουμε ψυχολογικές αναστολές, ένα είδος αυτολογοκρισίας – κι από λογοκρισίες φτάνει πια.
  Στην αρχή αυτή τ’ ομολογώ πως έκανα μια παράβαση, αλλά κι αυτή περιχαρακωμένη: να μην απαντήσω στα πολλά και διάφορα που μου καταμαρτυρούσε ο επικριτής μου παρά μόνο σε όσα μου δίναν την ευκαιρία να προχωρήσω την έρευνά μου πέρα από το ορόσημο του 1911, όπου σταματούσε, θεωρητικά, στο βιβλίο μου του 1958. Ή για ν’ ανασκευάσω παρανοήσεις, λάθη κι ανακρίβειες και να προλάβω ανεπάρκειες ενός «καθιερωμένου» πια καβαφιστή, μόνο αν απειλούσαν να ξεστρατίσουν επικίνδυνα τις καβαφικές μελέτες. Τις συκοφαντίες, τις διαστρεβλώσεις, τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς κι όσα επιχειρήματά του ακυρώνονται από μια προσεχτική ανάγνωση των γραφτών μου ή κάποτε και των δικών του, τ’ άφησα, όσο μπορούσα, να τα πάρει το ποτάμι, για δυο κυρίως λόγους: για χάρη της φιλίας που μου είχε δείξει άλλοτε ο κ. Μαλάνος και γιατί δε μας χρωστούν τίποτε οι άνθρωποι να τους ζαλίζουμε με τους αλεξανδρινισμούς μας, όταν τόσες άλλες έγνοιες τούς στεγνώνουν σήμερα την ψυχή.
  Ο καιρός, το παρήγορο ανέβασμα στη στάθμη των καβαφικών μελετών και οι νέες γενιές με το πνεύμα του προβληματισμού και της αμφισβήτησης που τις χαρακτηρίζει, ξεκαθαρίζουν ολοένα τα πράγματα και κρίνουν τον καθένα κατά τα έργα του.
Σ.Τ.
Αθήνα 5 Νοεμβρίου 1971
(Σελ. 13-14)


Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

Απόσπασμα από την Εισαγωγή:

  Οι καταστάσεις της παρακμής στην ποίησή του, είναι βέβαια καρποί προσωπικής πείρας, αλλά πείρας προπαντός κοινωνικής. Πού γεννήθηκε, πού έζησε, ποιους δασκάλους είχε, πού εργάσθηκε, με ποιους συναναστράφηκε και πότε, πότε ακριβώς έγιναν αυτά; Πρέπει να τα βρούμε, να τα χωρίσουμε από τ’ αφηρημένα κορακίστικα των μετακριτικών, να τα καθαρίσουμε από τις γενικότητες, τις ασάφειες, τις ανακρίβειες, τις διαστρεβλώσεις και τους μύθους. Και κατόπι να διασταυρώσουμε τη φωτεινή τους δέσμη με το φως της πραγματικής ιστορίας της παροικίας και της Αιγύπτου. Και πάλι δε φτάνει. Χρειάζεται κι ο φωτισμός του πνεύματος της εποχής εκείνης στην Αγγλία και στη Γαλλία, γιατί ο Καβάφης τρεφόταν με τη λογοτεχνία τους, ήταν ενήμερος των ιδεολογικών ρευμάτων τους και προβληματιζόταν πάνω τους. Άμα συγκεντρώσουμε όλους αυτούς τους φωτισμούς, τότε θα δούμε έναν άλλον άνθρωπο, που ζει με καταπληχτική ένταση τα δράματα και τα πάθη του καιρού του.
  Ένα μικρό παράδειγμα: Όλοι όσοι τον σχετίσθηκαν έχουν να πούνε πως του άρεσε να μιλά επί ώρες για την «παλιά Αλεξάνδρεια». Γνώριζε πρόσωπα και πράγματά της όσο κανένας. «Συζητούσε με χρηματιστές, εμπόρους, επιστήμονες, δημοσιογράφους, εισοδηματίες. Γι’ αυτούς και για τα επαγγέλματά τους είχε αποκρυσταλλωμένη γνώμη, θετική, τετράγωνη, βγαλμένη από την πείρα και την παρατήρησή του, τόσο, που εκείνοι απορούσαν πώς είναι δυνατό ο… σοβαρός αυτός άνθρωπος να… χάνει τον καιρό του γράφοντας στίχους». «Κανένας, όσο ο Καβάφης, δεν ήταν τόσο καλά πληροφορημένος για έναν έλληνα, ιταλό, άγγλο, σύρο, της αλεξαντρινής αριστοκρατίας προ τριανταπέντε  ή σαράντα χρόνων. Ήξερε το γενεαλογικό του κλάδο, τις επιδόσεις του, τις αδυναμίες του, τους έρωτές του, την αφορμή του θανάτου του». Οποιαδήποτε συζήτηση κι αν είχαν, μόλις έφτανε ο Καβάφης, έκοβαν, για να του κάνουν θέση δίπλα στο Λιάτση (αρχισυντάκτη του «Ταχυδρόμου»), να τον μπάσουν και ν’ ακούσουν τις δικές του πολύτιμες απόψεις πάνω στα παροικιακά». Αυτά γράφει, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Καβάφη, ένας που τον γνώρισε πολύ. Αλλά ποιος σημείωσε αυτά τα πολύτιμα που έλεγε για τα παροικιακά μας και για την αλεξαντρινή αριστοκρατία του 19ου αιώνα; Ποιος ρωτήθηκε ποια ήταν – πέρα από μιαν επίδειξη της αρχοντογενιάς του – η βαθύτερη αιτία που τον έκανε όλο να γυρίζει σ’ αυτά τα θέματα; Κανείς, νομίζω. Και έτσι, παρ’ όλο που μαρτυρίες σαν την παραπάνω υπάρχουν όχι λίγες, επικράτησε η πεποίθηση πως ο Καβάφης «δεν έζησε τα παροικιακά προβλήματα»!
(Σελ. 25-26)

Κείμενα για τον Στρατή Τσίρκα

Είναι, καθώς φαίνεται, το πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο μυθιστόρημα του τελευταίου χρόνου. Όχι βέβαια με τον ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό του. Από αυτή την πλευρά, δεν είναι καν ελληνικό, αν αφήσουμε στην μπάντα την τέλεια σχεδόν χρησιμοποίηση της σημερινής ελληνικής γλώσσας. Εκείνο που κάνει το πρώτο μυθιστόρημα του Τσίρκα σχεδόν πρωτοποριακό  για τα ελληνικά γράμματα είναι η άνεση της καλλιέργειας, ρο ξάνοιγμα ενός πλατύτερου αστικού πεδίου με την πολύπειρη νέα ματιά του μεταπολεμικού ευρωπαίου διανοούμενου…
Απόσπασμα από την κριτική του Δημήτρη Ραυτόπουλου για τη Λέσχη όπως δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 76, Απρίλιος 1961, σελ. 360-362.
Ο Ραυτόπουλος έλαβε μέρος στην κριτική αντιπαράθεση που ξέσπασε γύρω από το πρώτο μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα και υπερασπίστηκε το βιβλίο.
Διαβάστε εδώ την κριτική.

Έχουν περάσει κιόλας 20 χρόνια από «Εκείνες τις μέρες» που εμείς τις ζήσαμε σα ζωή και οι σημερινοί νέοι τις συζητάνε σα θρύλο. Ένα θρύλο τυλιγμένο σε μια αχλύ με ακρυστάλλωτες μορφές και χρονολογίες, που δεν έχει γίνει ιστορία για τα σχολεία, που διολισθαίνει μέσα στις σελίδες κάποιων βιβλίων,  που συντηρείται άφθαρτος και μοναδικός στις προφορικές μαρτυρίες…
Απόσπασμα από την κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη για την Αριάγνη όπως δημοσιεύτηκε στις Εποχές της 4 Αυγούστου 1963, σ. 73-75.
Ο σπουδαίος λογοτέχνης υπογραμμίζει ότι το βιβλίο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσφορές στην μέχρι τότε μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία.
Διαβάστε εδώ την κριτική.

Χρονολόγιο

Διαβάστε το αναλυτικό χρονολόγιο της ζωής και του έργου του Στρατή Τσίρκα, το οποίο καταρτίστηκε το 2010 από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (Ε.ΚΕ.ΒΙ.) με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα και σαράντα πέντε από την πρώτη έκδοση της τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες

Πηγή: ΕΚΕΒΙ

Βίντεο

Αφιέρωμα της εκπομπής «Εποχές και Συγγραφείς» της ΕΡΤ.
Το έργο του Στρατή Τσίρκα σχολιάζουν, μεταξύ άλλων, οι ακαδημαϊκοί Παναγιώτης Μουλλάς  και Αλέξανδρος Καζαμίας, ενώ ο Παύλος Μαλουκάτος, σύζυγος της αδερφής του Σ. Τσίρκα, φωτίζει πτυχές της προσωπικότητάς του. Πλούσιο οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό πλαισιώνει την αφήγηση και αποτυπώνει τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον συγγραφέα και την εποχή του. Περιλαμβάνεται επίσης ηχητικό ντοκουμέντο όπου ο Στρατής Τσίρκας μιλά για τα γεγονότα που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή της τριλογίας του.

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς μιλά για τον Στρατή Τσίρκα. Από το αρχείο του ερευνητή της λογοτεχνίας Γιώργου Ζεβελάκη.

Προετοιμασία της έκθεσης ‘Στρατής Τσίρκας’ με έργα φοιτητών του Β’ Εργαστηρίου Χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών εμπνευσμένα από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Γουναρόπουλου του Δήμου Ζωγράφου από τις 16  Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου του 2011 με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση του Στρατή Τσίρκα.

Αφιέρωμα στον Στρατή Τσίρκα από τον Σύλλογο Ιμβρίων Νέας Σμύρνης. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Συλλόγου.
Συντονιστής  ήταν ο Νίκος Κοιλός, μέλος του Δ. Σ. του Συλλόγου Ιμβρίων και κεντρικός ομιλητής ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, Επίκ. Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του Τάκη Χατζόπουλου, με τίτλο «Στρατής Τσίρκας σε πρώτο πρόσωπο» από την εκπομπή «Παρασκήνιο».