Βιογραφικό

Ο Philip Kerr γεννήθηκε στο Εδιµβούργο το 1956. Σπούδασε νοµικά και φιλοσοφία στο Πανεπιστήµιο του Μπέρµιγχαµ, όπου, μεταξύ άλλων, εντρύφησε στο γερμανικό δίκαιο και στη γερμανική φιλοσοφία, διαβάζοντας σχετικά κείμενα στο πρωτότυπο. Όπως λέει ο ίδιος: «Η πιο ενδιαφέρουσα νομική φιλοσοφία είναι η γερμανική, οπότε το λογικό ήταν να πάω στη Γερμανία, όπως και έκανα, και ειδικά στο Βερολίνο, το οποίο επισκέφθηκα αρκετές φορές». Η μελέτη αυτή του έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθεί περαιτέρω με την ιστορία της Γερμανίας στον εικοστό αιώνα, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στην ιστορία του ναζισμού.
Μετά το πέρας των σπουδών του εργάστηκε ως κειµενογράφος σε πολλές διαφημιστικές εταιρίες, μεταξύ αυτών και στη Saatchi and Saatchi. Στο διάστημα αυτό γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν Βερολινέζο αστυνομικό το 1936. Η ιδέα του υλοποιήθηκε το 1989 με την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος, με τίτλο Οι Βιολέτες του Μάρτη. Πρόκειται για το βιβλίο με το οποίο παρουσίασε στο κοινό τον Μπέρνι Γκούντερ, τον κυνικό και ταυτόχρονα μελαγχολικό ντετέκτιβ που ζει την άνοδο και την πτώση του ναζισμού. Ακολούθησαν τα µυθιστορήµατα Ο χλοµός εγκληµατίας (1990) και Γερµανικό ρέκβιεµ (1991), µε φόντο το µεσοπολεµικό και µεταπολεµικό Βερολίνο αντίστοιχα. Το 1993 τα τρία µυθιστορήµατα συγκεντρώθηκαν από την Penguin Press σε έναν τόµο µε τον γενικό τίτλο Berlin Noir, που θεωρείται ένα από τα σηµαντικότερα έργα της σύγχρονης αστυνοµικής λογοτεχνίας.
Στα ελληνικά εκδόθηκαν για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Κέδρος το 2002-2003, στη σειρά αστυνοµικής λογοτεχνίας ΜΑΥΡΟ ΒΕΛΟΥΔΟ. Το 2012 κυκλοφόρησαν σε επίτοµη έκδοση µε τον τίτλο Η τριλογία του Βερολίνου. Από την κυκλοφορία του Γερμανικού ρέκβιεμ έως την επιστροφή του Μπέρνι Γκούντερ με το The One from The Other μεσολάβησαν δεκαέξι χρόνια, διάστημα στο οποίο ο Philip Kerr έγραψε πλήθος άλλων βιβλίων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα Φιλοσοφικά εγκλήματα (Κέδρος, 2015).
Έγραψε επίσης σημαντικά βιβλία για παιδιά, μεταξύ των οποίων τα: Η πιο τρομακτική ιστορία όλων των εποχών και Φρίντριχ, ένας σπουδαίος ντετέκτιβ (θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Κέδρος). Ακολούθησαν και άλλα μυθιστορήματα με ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ήδη κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος: Μοιραία Πράγα, Άνθρωπος χωρίς ανάσα, Φλόγα που σιγοκαίει, Η γυναίκα από το Ζάγκρεµπ, Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, Η άλλη πλευρά της σιωπής, Φοβού τους Δαναούς. Το προσεχές διάστημα αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η έκδοση του μυθιστορήματος που πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν από τον θάνατό του, με τίτλο Metropolis.
Ο Philip Kerr διοχέτευσε το πάθος του για το ποδόσφαιρο σε μια άλλη σειρά μυθιστορημάτων, αυτή τη φορά με ήρωα τον προπονητή-ντετέκτιβ Σκοτ Μάνσον. Τα βιβλία αυτά – Ξαφνικός θάνατος (2016), Το χέρι του Θεού (2016) και Ψεύτικο εννιάρι (2017) – κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Κέδρος.
Τιµήθηκε µε τα βραβεία RBA International Prize for Crime Writing και British Crime Writers’ Association’s Ellis Peters Historic Crime Award.
Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος µε τις εφηµερίδες Sunday Times, Evening Standard και New Statesman.
Ήταν παντρεµένος µε τη συγγραφέα Jane Thynne και πατέρας τριών παιδιών.
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 62 ετών, στις 23 Μαρτίου 2018.

Ο ντετέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ

Ποιος είναι ο Μπέρνι Γκούντερ;

Είναι σαρκαστικός, απότομος και κυνικός, με τραχύ χιούμορ και μια ιδιαίτερη αίσθηση περί δικαίου και αδίκου. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι είναι γνήσιος Βερολινέζος. Αλλά εν μέρει και στα βιώματά του. Πήρε μέρος στον Μεγάλο Πόλεμο και, όπως ο Χίτλερ, τιμήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό. Δεύτερης τάξεως, βέβαια, αλλά, όπως αρέσκεται να λέει, "τα περισσότερα μετάλλια πρώτης τάξεως απονεμήθηκαν σε ανθρώπους που βρίσκονται στα νεκροταφεία".

Υπηρέτησε επί έντεκα χρόνια στο τμήμα Ανθρωποκτονιών της Kriminalpolizei, ή Kripo, δηλαδή του Εγκληματολογικού τμήματος της αστυνομίας του Βερολίνου. Στα χρόνια αυτά ήρθε αντιμέτωπος με κάθε είδους παρεκτροπή, διαφθορά και βιαιότητα, προτού την κάνει το 1933, όταν επικράτησαν οι Εθνικοσοσιαλιστές και άρχισαν να πετάνε έξω από την υπηρεσία όσους δεν ήταν μέλη του κόμματος.

Πίνει πολύ, καπνίζει υπερβολικά και τρώει λίγο παραπάνω απ' ό,τι θα 'πρεπε - βέβαια, ο εγκλεισμός του σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου θα φροντίσει να του κόψει όλες τις κακές συνήθειες.

Η γυναίκα του πέθανε στην πανδημία της ισπανικής γρίπης, το 1918, και έκτοτε το μάτι του Μπέρνι παίζει, αλλά δεν τα πάει καλά με τις μακροχρόνιες σχέσεις. Άλλωστε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχει κανείς μακροχρόνιες σχέσεις, οποιουδήποτε είδους, στη Ναζιστική Γερμανία, όπου οι άνθρωποι πολύ συχνά εξαφανίζονται. Πάντως όλες αυτές οι εξαφανίσεις είναι καλές για τη δουλειά του, εφόσον είναι ιδιωτικός ερευνητής και πολλές από τις υποθέσεις του έχουν να κάνουν με τον εντοπισμό ανθρώπων που εξαφανίστηκαν.

Ξεκινώντας από τη Γερμανία του '30 και φτάνοντας ως το 1954, η δράση των εννέα μέχρι σήμερα βιβλίων του Philip Kerr με ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ αποτυπώνει πολύ περισσότερα από τις θηριωδίες του Ναζιστικού καθεστώτος: αναφέρεται στην κτηνωδία του Ανατολικού Μετώπου, στην μεταπολεμική πείνα και εκμετάλλευση, και φτάνει μέχρι τον Ψυχρό Πόλεμο, που χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων από το διπλό παιχνίδι που έπαιζαν πολλοί, καθώς και από μια αμείλικτη αδιαφορία για την ηθική και την ανθρώπινη ζωή. Ο Μπέρνι μισεί τους πάντες χωρίς να κάνει διακρίσεις: Ρώσους, Γάλλους, Βρετανούς, Αμερικάνους, και φυσικά τους Γερμανούς - γιατί τους έχει δει όλους εν δράσει, και ξέρει πόση μαυρίλα κρύβουν οι ψυχές τους.

Πάνω απ' όλα, όμως, ο Μπέρνι είναι ένας γενναίος άντρας. Γιατί όταν κάποιος δεν έχει τίποτε άλλο να χάσει, το μόνο που μετράει είναι η τιμή του.

Δυο λόγια για τη σειρά βιβλίων με ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ:

Το πρώτο βιβλίο της σειράς εκδόθηκε το 1989. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί εννέα βιβλία με ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ. Η σειρά έχει γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία και αναγνώριση από τους κριτικούς, τόσο στον αγγλόφωνο κόσμο όσο και παγκοσμίως.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε πως οι ιστορίες του Μπέρνι Γκούντερ πρόκειται να γίνουν τηλεοπτική σειρά για την HBO, με εκτελεστικό παραγωγό τον Tom Hanks.

Τα βιβλία της σειράς:

· March Violets (1989) – Οι Βιολέτες του Μάρτη (Κέδρος, 2003, και στον τόμο Η τριλογία του Βερολίνου, Κέδρος, 2012). Έχει επίσης εκδοθεί στα Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Εβραϊκά, Ιαπωνικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Κροατικά, Νορβηγικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά, Ρουμανικά, Ρωσικά, Σουηδικά, Τσεχικά, Φινλανδικά

· The Pale Criminal (1990) – Ο χλομός εγκληματίας (Κέδρος, 2003, και στον τόμο Η τριλογία του Βερολίνου, Κέδρος, 2012). Έχει επίσης εκδοθεί στα Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Εβραϊκά, Ιαπωνικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Νορβηγικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά, Ρουμανικά, Ρωσικά, Σουηδικά. Τσεχικά. Κυκλοφορεί και στη Βραζιλία.

· A German Requiem (1991) – Γερμανικό ρέκβιεμ (Κέδρος, 2003, και στον τόμο Η τριλογία του Βερολίνου, Κέδρος, 2012). Έχει επίσης εκδοθεί στα Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Ιαπωνικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Νορβηγικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά, Ρουμανικά, Ρωσικά, Τσεχικά

· The One From the Other (2006) - Το ένα από το άλλο (Κέδρος,2022). Έχει επίσης εκδοθεί στα Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Ιαπωνικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά, Ρωσικά. Κυκλοφορεί και στη Βραζιλία.

· A Quiet Flame (2008) - Φλόγα που σιγοκαίει (Κέδρος, 2015) Έχει επίσης εκδοθεί στα Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά.

· If the Dead Rise Not (2009) - Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται (Κέδρος, 2016). Έχει επίσης εκδοθεί στα Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά.

· Prague Fatale (2011) – Μοιραία Πράγα (Κέδρος, 2013). Έχει επίσης εκδοθεί στα Δανικά, Ισπανικά, Καταλανικά, Ολλανδικά.

· Field Grey (2011) - Στο Χακί (Κέδρος, 2024)

· A man without breath (2013) - Άνθρωπος χωρίς ανάσα (Κέδρος, 2014).  Έχει επίσης εκδοθεί στα Δανικά και Ολλανδικά.

· The lady from Zagreb (2015) - H γυναίκα από το Ζάγκρεμπ (Κέδρος, 2015) 

· The οther side of silence (2016) - Η άλλη πλευρά της σιωπής (Κέδρος, 2017) 

· Prussian blue (2017) - Πρωσικο μπλε (Κέδρος, 2020) 

· Greeks bearing gifts (2018) - Φοβου τους Δαναούς (Κέδρος, 2018) 

· Metropolis (2019) - Μητρόπολη (Κέδρος, 2021) 

πηγές:
http://philipkerr.org/
http://berniegunther.com/

Κριτικές για το έργο του

Μοιραία Πράγα

Της Χίλντας Παπαδημητρίου

Στην πρωτοφανή άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας που ζούμε, δύσκολα θα βρει ο αναγνώστης πιο εκκεντρικό, κυνικό και μελαγχολικό ήρωα από τον Μπέρναρντ Γκούντερ, του Φίλιπ Κερ. Τη γνωριμία του Βερολινέζου Μπέρνι κάναμε στην περίφημη Τριλογία του Βερολίνου (η οποία στην πραγματικότητα αποτελείται από τρία ξεχωριστά μυθιστορήματα: τις Βιολέτες του Μάρτη, τον Χλομό Εγκληματία και το Γερμανικό Ρέκβιεμ). Στο τέλος του τρίτου βιβλίου, το οποίο γράφτηκε το 1991, ο αναγνώστης έμενε με την εντύπωση ότι οι περιπέτειες του Μπέρνι είχαν πάρει τέλος οριστικά, μαζί με τον πόλεμο, τους ναζί και τα εγκλήματά τους.

Εντούτοις, μια δωδεκαετία αργότερα και κατόπιν απαιτήσεως του αναγνωστικού κοινού, ο Κερ αποφάσισε να βγάλει από τη ναφθαλίνη τον Γκούντερ και να τον επαναφέρει στη δράση. Έκτοτε έχει γράψει άλλα έξι μυθιστορήματα με ήρωα τον κυνικό Βερολινέζο που δεν χωνεύει ούτε τα έντερά του: απεχθάνεται τους συμπατριώτες του φυσικά, αλλά και τους Ρώσους, τους Άγγλους, τους Γάλλους· μόνο για τους εβραίους εκφράζει κάποια ψήγματα συμπάθειας. Στα τέσσερα βιβλία που ακολούθησαν την Τριλογία, ο Κερ έβαλε τον Μπέρνι να προχωράει μέσα στο χρόνο και να ανοίγει καινούργια κεφάλαια στη ζωή του: να αναζητά καταφύγιο πρώτα στην Αργεντινή, μετά στην Κούβα του Μπατίστα και τέλος να επανέρχεται στην πατρίδα του, θέλοντας και μη.

Λίγο πριν την Τελική Λύση

Φίλιπ Κερ: «... με ενδιέφερε πάντοτε ο Ράινχαρντ Χάιντριχ και η δολοφονία του».

Η Μοιραία Πράγα μας ξαφνιάζει με το άλμα που κάνει πίσω στο χρόνο. Και συγκεκριμένα, στον Σεπτέμβριο του 1941, μερικούς μήνες μετά την επίθεση της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση. Σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν ένα χρόνο στο περιοδικό Economist, ο Φίλιπ Κερ εξηγεί ως εξής τη στροφή του ήρωά του στο παρελθόν: «... με ενδιέφερε πάντοτε ο Ράινχαρντ Χάιντριχ και η δολοφονία του. Κι ιδιαίτερα, οι έξι μήνες που προηγήθηκαν της δολοφονίας. Πήγα στην Πράγα και άφησα την ιστορία να με πάρει από το χέρι». Ο εν λόγω Ράινχαρντ Χάιντριχ είναι ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, και η δολοφονία του οργανώθηκε κι εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1942 από την τσέχικη αντίσταση.

Ο Μπέρναρντ Γκούντερ, όπως τον γνωρίσαμε στην Τριλογία, ήταν βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος μετά από επιτυχημένη θητεία στο Εγκληματολογικό του Βερολίνου, παραιτήθηκε το 1933, αρνούμενος να γίνει μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν οι ναζί κέρδισαν τις εκλογές. Στην Τριλογία, ο Γκούντερ έβγαζε τα προς το ζην ως ιδιωτικός αστυνομικός σε μια πόλη, και μια χώρα κατ' επέκταση, η οποία βυθιζόταν με γοργό ρυθμό στην παράνοια, την οικονομική κρίση, το μίσος και τη βία. Ωστόσο, το ταλέντο του Γκούντερ στην εξιχνίαση περίπλοκων υποθέσεων δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την επιστροφή του στο Εγκληματολογικό, παρότι μισεί ακόμα τους ναζί και δεν διστάζει να εκφράσει τις αντικαθεστωτικές απόψεις του. Στη Μοιραία Πράγα, μόλις έχει επιστρέψει από το ανατολικό μέτωπο και βασανίζεται νυχθημερόν από τη φρίκη των ομαδικών εκτελέσεων που είδε στην Ουκρανία.

Ο Μπέρναρντ Γκούντερ βασανίζεται νυχθημερόν από τη φρίκη των ομαδικών εκτελέσεων που είδε στην Ουκρανία.

Το φθινόπωρο του 1941, όσο ο Γκούντερ προσπαθούσε να εξιχνιάσει στο Βερολίνο διάφορα μεμονωμένα εγκλήματα που έμοιαζαν αστεία μπρος στο τεράστιο έγκλημα που συντελούταν σε όλη την Ευρώπη, ο στρατηγός Ράινχαρντ Χάιντριχ, από την έδρα του στην Πράγα, έβαζε τις τελευταίες πινελιές στην Τελική Λύση – όπως ονόμασαν οι ναζί κατ' ευφημισμό το Ολοκαύτωμα. Προηγουμένως, όμως, έπρεπε να εξοντώσει την τσέχικη αντίσταση, η οποία παρά τις ανηλεείς διώξεις, είχε καταφέρει να εξευτελίσει τους Γερμανούς με χτυπήματα ακόμα και μέσα στο Βερολίνο. Από εδώ ξεκινάει ουσιαστικά η πλοκή του βιβλίου, από την απαίτηση του Χάιντριχ να σπεύσει ο Μπέρναρντ Γκούντερ στην Πράγα για να εξιχνιάσει μια υποτιθέμενη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του με δηλητήριο. Παρότι μισεί τον Χάιντριχ, ο Γκούντερ δεν μπορεί να μην υπακούσει. Γρήγορα, η υπόθεση εξελίσσεται σ' ένα «μυστήριο κλειδωμένου δωματίου», στο ύφος της Άγκαθα Κρίστι. Ο Γκούντερ βρίσκεται κλεισμένος σε μια έπαυλη έξω από την Πράγα, μαζί με μια ομάδα από υψηλόβαθμους ναζί αξιωματούχους που είναι όλοι ύποπτοι για κάτι: για το φόνο ενός υπασπιστή του Χάιντριχ, για κατασκοπία, για συγκάλυψη τα δικών τους βρόμικων μυστικών.

Ο Ιρλανδός Φίλιπ Κερ επαναλαμβάνει συχνά ότι χρησιμοποιεί την αστυνομική φόρμα για να σχολιάσει την Ιστορία: την ιστορία της Γερμανίας, την ιστορία της εξάπλωσης του ναζισμού, τον Ψυχρό Πόλεμο. Έχοντας μελετήσει εξονυχιστικά την άνοδο των ναζί στην εξουσία αλλά και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τοποθετεί στην πλοκή του πολλά αληθινά πρόσωπα, επιφανή στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, τα οποία δείχνει σε όλη τη μικρότητα, την ανοησία και την αρρώστια τους. Κι εδώ υπάρχει μια ένσταση: οι ανακρίσεις αυτών των αλαζονικών και δόλιων τύπων είναι ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της αφήγησης. Αν καταφέρεις να απομνημονεύσεις ποιος είναι ποιος, φυσικά. Ο Κερ εντάσσει στην πλοκή υπερβολικά πολλά πρόσωπα, με χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα ίσως στον Γερμανό αναγνώστη ή στον ιστορικό της περιόδου, αλλά όχι στο μέσο Έλληνα αναγνώστη. Παρ' όλα αυτά, παρακολουθούμε με απόλαυση τον Μπέρνι να εξιχνιάζει μ' επιτυχία το φόνο, και μαζί μ' αυτόν ένα σωρό ακόμα αλληλένδετα μυστήρια, έστω κι αν δεν καταφέρει τελικά να οδηγήσει το δολοφόνο ενώπιον της δικαιοσύνης. Ποιας δικαιοσύνης, άλλωστε; Ο Μπέρνι δεν έχει αυταπάτες.

Μελέτη της ψυχοπαθολογίας του ναζισμού

Το πρώτο τέταρτο του βιβλίου, το οποίο διαδραματίζεται στο Βερολίνο και αφορά το φόνο ενός αλλοδαπού εργάτη και την απόπειρα βιασμού μιας κοπέλας της νύχτας, κυλάει με πολύ αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με την καταιγιστική συνέχεια. Σ' αυτό το κομμάτι, ο Κερ τοποθετεί εσκεμμένα αρκετά στοιχεία και πληροφορίες που θα του χρειαστούν αργότερα, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να γυρίσει πίσω και να ξαναδιαβάσει ίσως κάποιες σελίδες του πρώτου μέρους. Η σκιαγράφηση του Βερολίνου εκείνης της εποχής είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστική, αν και κάποιες επαναλαμβανόμενες περιγραφές της αθλιότητας που βίωναν οι γερμανοί πολίτες μετά το άνοιγμα του ανατολικού μετώπου θα μπορούσαν να λείπουν. Είναι αμέτρητες οι φορές που ο Γκούντερ μας θυμίζει ότι στην πόλη του, εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχε μπύρα, καπνός, καφές, λουκάνικα, βενζίνη.

Η σκιαγράφηση του Βερολίνου εκείνης της εποχής είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστική.

Η Μοιραία Πράγα ξεπερνάει τα πλαίσια ενός συνηθισμένου αστυνομικού αφηγήματος και γίνεται μια μελέτη της ψυχοπαθολογίας του ναζισμού. Συχνά, φέρνει στο νου το θεατρικό του Μπρεχτ Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, έτσι όπως περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα τις επιπτώσεις της ναζιστικής εξουσίας στην καθημερινή ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Φίλιπ Κερ, στην ίδια συνέντευξή του στον Economist, δηλώνει ότι θεωρεί πολύ εύκολη λύση να περιγράψει κανείς τους ναζί σαν «τέρατα» και «κτήνη». Στη Μοιραία Πράγα δεν διστάζει να δείξει τις «ανθρώπινες» πλευρές τους, όπως την αγάπη του Χάιντριχ για τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι. Και λέει: «Αυτά που έκαναν [τα τάγματα των SS] είναι αντιπροσωπευτικά όσων μπορεί να κάνει ένα ανθρώπινο πλάσμα. Όταν συνειδητοποιείς ότι όλα αυτά τα διέπραξαν άνθρωποι κι όχι τέρατα και κτήνη, τότε μοιάζουν ακόμα πιο φρικιαστικά».

Το βιβλίο δεν είναι αυτό που λέμε «ένα ευχάριστο αστυνομικό ανάγνωσμα». Απαιτεί την προσοχή του αναγνώστη και μια ματιά ίσως στην Wikipedia, για ένα φρεσκάρισμα των ιστορικών γεγονότων. Στο τέλος, σε αφήνει με μια πικρή γεύση στο στόμα και πολλές δυσάρεστες σκέψεις: για την ιστορική μνήμη, την αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου για τα διδάγματα του παρελθόντος, τον εφησυχασμό και την απάθειά του μπρος στο φαινόμενο του νέο-φασισμού.

Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα Book Press στις 15/11/2013       


Εγκλήματα στο νουάρ Βερολίνο

Του Φίλιππου Φιλίππου

Η επανέκδοση της Τριλογίας του Βερολίνου του Φίλιπ Κερ σε έναν καλαίσθητο τόμο αποτελεί μικρό εκδοτικό γεγονός. Ο συγγραφέας στα τρία μυθιστορήματα με ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ, πρώην αστυνομικό και νυν ιδιωτικό ντετέκτιβ, αναφέρεται στην προπολεμική Γερμανία του Χίτλερ, μα και στη μεταπολεμική, τότε που η χώρα θύμιζε «ξεπεσμένη ντίβα», θαμμένη στα ερείπια ενός ένδοξου παρελθόντος.                          Στο πρώτο από αυτά, το Οι Βιολέτες του Μάη, που διαδραματίζεται το 1936 στο Βερολίνο λίγο πριν από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Γκούντερ προσλαμβάνεται από τον βιομήχανο Χέρμαν Σιξ για να βρει ένα διαμαντένιο κολιέ που έχει κλαπεί. Το κόσμημα βρισκόταν στο χρηματοκιβώτιο της Γκρέτε, κόρης του Σιξ, η οποία βρέθηκε απανθρακωμένη στο σπίτι της μαζί με τον σύζυγό της. Ο Γκούντερ ανακαλύπτει ότι «κλειδί» στην υπόθεση είναι η σύζυγος του Σιξ, η Ιλσε Ρούντελ, μια σταρ του κινηματογράφου.

Στο δεύτερο, το Ο χλομός εγκληματίας, που τοποθετείται στο 1938, όταν όλα δείχνουν ότι το όραμα του Χίτλερ να κατακτήσει τον κόσμο είναι εφικτό, ο Γκούντερ αναλαμβάνει να επικοινωνήσει με έναν εκβιαστή ο οποίος έχει κλέψει ερωτικά γράμματα ενός άνδρα. Τα γράμματα έχουν σταλεί από τον Λάνγκε, γιο μιας μεγαλοεκδότριας, στον εραστή του, δόκτορα Κίντερμαν, και ο εκβιαστής απειλεί ότι θα τα παραδώσει στους ναζιστές. Ταυτόχρονα, ο ήρωας συνεργάζεται με την αστυνομία για την εξιχνίαση μιας σειράς δολοφονιών με θύματα ωραία κορίτσια, εγκλημάτων που αποδίδονται στους εβραίους.

Το τρίτο, το Γερμανικό ρέκβιεμ, εκτυλίσσεται το 1947. Η Γερμανία είναι μια χώρα ερειπίων. Ο Γκούντερ, παντρεμένος με τη δασκάλα-σερβιτόρα Κίρστεν, προσπαθεί να επιβιώσει σε μια πόλη όπου οι κάτοικοι πεινούν, ενώ η μαύρη αγορά και η πορνεία οργιάζουν. Ενας συνάδελφός του από τα παλιά, ο Εμιλ Μπέκερ, έγκλειστος σε φυλακή της Βιέννης κατηγορούμενος για τον φόνο ενός αμερικανού λοχαγού, μαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατά με έναν αμερικανό αξιωματικό και ζητεί τη βοήθειά του. Ο Γκούντερ σπεύδει στην αυστριακή πρωτεύουσα και μπλέκει με μυστικές υπηρεσίες καθώς και με μια οργάνωση ναζιστών που επιδιώκουν την ανασύσταση του Ράιχ.

Και στις τρεις σκοτεινές υποθέσεις που αναλαμβάνει ο Γκούντερ το έγκλημα είναι συνυφασμένο με την πολιτική. Ο ήρωας-αφηγητής αναγκάζεται να συνεργαστεί με τους οπαδούς του Χίτλερ ώστε να διαλευκανθούν τα εγκλήματα και να τιμωρηθούν οι δράστες. Πρόκειται για έναν κυνικό άνθρωπο που θυμίζει τον Φίλιπ Μάρλοου, ο οποίος περιπλανάται στους σκοτεινούς δρόμους διακινδυνεύοντας και κάνοντας έρωτα με μοιραίες γυναίκες.

Ο Φίλιπ Κερ, ο οποίος χάρη σε αυτή την εξαιρετική τριλογία πήρε μια θέση ανάμεσα στους καλύτερους σύγχρονους ευρωπαίους συγγραφείς νουάρ ιστοριών, μιλάει για το έγκλημα και τον πόλεμο, αλλά κυρίως μιλάει για τη Γερμανία. Αξίζει να προσέξουμε μια φράση από το Γερμανικό ρέκβιεμ: «Με τη βιομηχανία και την τεχνολογία μας θα επιτύχουμε αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει ο Χίτλερ […] Ο Γερμανός μπορεί να μην κυριαρχήσει ποτέ στρατιωτικά, μπορεί όμως να κυριαρχήσει από οικονομική άποψη. Την Ευρώπη δεν θα την κατακτήσει η σβάστικα, αλλά το μάρκο».

Η τριλογία του Κερ εκδόθηκε την περίοδο 1989-1991, με πρόσφατη τότε την επανένωση των δύο Γερμανιών, και η παραπάνω φράση αποδεικνύεται προφητική - με το ευρώ στη θέση του μάρκου.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα στις 09/09/2012

Συνεντεύξεις

Πολλοί ξεχνούν τον αναγνώστη - Συνέντευξη του Philip Kerr στον δημοσιογράφο Νίκο Κουρμουλή που δημοσιεύτηκε στις 11/12/2013 στην ηλεκτρονική εφημερίδα Bookpress.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η'Χρυσή Αυγή' θα έπρεπε να ονομαστεί 'Ψεύτικη Αυγή' - Συνέντευξη που έδωσε ο Philip Kerr στον δημοσιογράφο Μάκη Προβατά κατά την επίσκεψη του στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2012 με αφορμή την παρουσίαση της Τριλογίας του Βερολίνου

 

 

 

 

Τα ηθικά διλήμματα πίσω απο ένα φόνο- Συνέντευξη του Philip Kerr στον δημοσιογράφο Ηλια Μαγκλινη για την εφημερίδα Καθημερινή, 2/2/2012

Αποσπάσματα του έργου του

Παρασκευή, 5 Μαρτίου 1943

Λίγες μέρες αργότερα ο γιατρός μου έδωσε και άλλες ασπιρίνες, με συμβούλεψε να αναπνέω μπόλικο καθαρό αέρα για να βοηθήσω την αναπνοή μου και μου είπε ότι μπορούσα να πάω στο σπίτι μου. Το Βερολίνο ήταν γνωστό για τον καθαρό αέρα του, αλλά από τότε που είχαν έρθει στα πράγματα οι ναζί είχε χαλάσει κάπως.
Συμπτωματικά βγήκα την ίδια μέρα που οι Αρχές είπαν στους Εβραίους που κρατούνταν στα γραφεία της Κοινωνικής Πρόνοιας ότι μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου όταν το έμαθα, πόσο μάλλον οι άντρες και οι γυναίκες που αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι Αρχές μάλιστα είχαν εντοπίσει μερικούς Εβραίους που είχαν ήδη εκτοπιστεί και τους είχαν φέρει πίσω στο Βερολίνο για να τους ελευθερώσουν μαζί με τους υπόλοιπους.

Τι συνέβαινε; Τι είχε στο μυαλό της η κυβέρνηση; Ήταν δυνατόν μετά τη συντριπτική ήττα τους στο Στάλινγκραντ οι ναζί να έχαναν την πυγμή τους, ή μήπως είχαν ακούσει στ’ αλήθεια τις διαμαρτυρίες χιλίων αποφασισμένων Γερμανίδων; Δύσκολο, αλλά ήταν η μόνη εξήγηση. Στις 27 Φεβρουαρίου είχαν συλληφθεί δέκα χιλιάδες Εβραίοι και στη Ρόζεν Στράσε είχαν πάει λιγότεροι από δύο χιλιάδες. Μερικοί είχαν προφυλακιστεί στην αίθουσα μουσικής στη Μάουερ Στράσε, άλλοι στους στάβλους πίσω από τους στρατώνες της Ράτενοερ Στράσε και περισσότεροι στη συναγωγή της Λέβετσο Στράσε στο Μοαμπίτ. Διαμαρτυρίες όμως έγιναν μόνο στη Ρόζεν Στράσε, όπου βρίσκονταν κρατούμενοι παντρεμένοι με Γερμανίδες, και μόνο από κει αφέθηκαν ελεύθεροι Εβραίοι. Απ’ ό,τι άκουσα αργότερα, όλοι οι άλλοι, από τα υπόλοιπα προσωρινά κρατητήρια, εκτοπίστηκαν στην Ανατολή. Αν όμως η διαμαρτυρία είχε πιάσει πραγματικά τόπο, προέκυπτε το ερώτημα τι θα είχε συμβεί αν ανάλογες διαμαρτυρίες είχαν λάβει χώρα και νωρίτερα. Η σκέψη πάντως πως η πρώτη οργανωμένη αντίδραση στο καθεστώς των ναζί ύστερα από δέκα χρόνια είχε κατά πάσα πιθανότητα επιτύχει ήταν καθησυχαστική.

Μια άλλη σκέψη ωστόσο ήταν πως αν δεν είχα βοηθήσει τον Φραντς Μάγιερ θα παρέμενε στα γραφεία της Κοινωνικής Πρόνοιας στη Ρόζεν Στράσε, η γυναίκα του και οι αδελφές της θα παρέμεναν απέξω με τις άλλες γυναίκες και θα ήταν όλοι ζωντανοί. Δίχως σπίτι πιθανότατα, αλλά αναμφίβολα ζωντανοί. Αυτού του είδους τον πονόδοντο καμία ασπιρίνη δεν τον ανακουφίζει.

Έφυγα από το κρατικό νοσοκομείο, αλλά δεν επέστρεψα στο σπίτι μου, τουλάχιστον όχι αμέσως. Πήρα ένα τρένο της Ringbahn προς τα βορειοδυτικά, το Γκεζούντμπρουνεν, για να ξαναρχίσω δουλειά.
Το Εβραϊκό Νοσοκομείο στο Βέντινγκ αποτελούνταν από έξι εφτά μοντέρνα κτίρια στη γωνία Σουλ Στράσε και Εξερτσίρ Στράσε, δίπλα στο νοσοκομείο του Αγίου Γεωργίου. Όση έκπληξη προκαλούσε το γεγονός ότι υπήρχε εβραϊκό νοσοκομείο, άλλη τόση μου προκάλεσε η ανακάλυψη ότι το μέρος ήταν σύγχρονο, σχετικά καλά εξοπλισμένο και γεμάτο γιατρούς, νοσοκόμες και ασθενείς. Εφόσον όλοι ήταν Εβραίοι, το μέρος φρουρούσε ένα μικρό απόσπασμα των Ες Ες. Μόλις έδωσα τα διαπιστευτήριά μου στη ρεσεψιόν, ανακάλυψα ότι το νοσοκομείο είχε και τον δικό του κλάδο της Γκεστάπο, ένας αξιωματικός της οποίας κλήθηκε να έρθει να με δει μαζί με τον διευθυντή του νοσοκομείου, δρα Βάλτερ Λούστιγκ.

Ο Λούστιγκ έφτασε πρώτος και αποδείχτηκε πως είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Ένας κόπανος από τη Σιλεσία – η Σιλεσία βγάζει τους πιο αντιπαθητικούς Πρώσους –, ο Λούστιγκ ήταν επικεφαλής του ιατρικού τμήματος στο Αρχηγείο της Αστυνομίας στην Aλεξάντερπλατς και πάντα αντιπαθούσαμε ο ένας τον άλλο. Εγώ τον αντιπαθούσα γιατί δεν μπορώ τους πομπώδεις τύπους με ύφος ανώτερου Πρώσου αξιωματικού, εκείνος προφανώς νόμιζε πως τον αντιπαθούσα επειδή ήταν Εβραίος. Στην πραγματικότητα όμως συνειδητοποίησα για πρώτη φορά την καταγωγή του στο νοσοκομείο, όταν είδα το κίτρινο αστέρι στη λευκή ρόμπα του. Με αντιπαθούσε επειδή ήταν ο τύπος που αντιπαθεί όλους τους υφισταμένους του, ή τους ημιμαθείς σύμφωνα με τα δικά του, υψηλά, ακαδημαϊκά κριτήρια. Στο Άλεξ τον φωνάζαμε Δόκτωρ Δόκτωρ, επειδή είχε πανεπιστημιακό δίπλωμα στη Φιλοσοφία και στην Iατρική και πάντα μας υπενθύμιζε αυτή του τη διάκριση.

Μόλις με είδε, χτύπησε τις φτέρνες του και υποκλίθηκε σφιχτός σαν να παρουσιαζόταν ύστερα από παρέλαση στην Πρωσική Στρατιωτική Ακαδημία.
«Χερ Γκούντερ», είπε. «Ύστερα από τόσα χρόνια συναντιόμαστε ξανά. Σε τι οφείλω αυτή την άφατη χαρά;»
Η καινούργια θέση του ως μέλους μιας φυλής απόβλητων δεν είχε επηρεάσει καθόλου το στιλ του, όπως παρατήρησα από το κερωμένο μουστάκι του. Δεν είχα ξεχάσει το πομπώδες ύφος του, αλλά φαίνεται πως είχα ξεχάσει την ανάσα του, που απαιτούσε μια απόσταση τουλάχιστον μισού μέτρου ώστε κάποιος με βαρύ κρυολόγημα να αισθάνεται ασφαλής δίπλα του.
«Χαίρομαι κι εγώ που σας βλέπω, δόκτορ Λούστιγκ. Ώστε εδώ βρίσκεστε. Πάντα αναρωτιόμουν τι απογίνατε».
«Δεν φαντάζομαι να μένατε ξάγρυπνος από την απορία».
«Όχι, δεν θα το έλεγα. Αυτό τον καιρό κοιμάμαι σαν σκύλος δίχως όνειρα. Πάντως χαίρομαι που σας βλέπω καλά». Έριξα μια ματιά γύρω μου. Υπήρχαν μερικές εβραϊκές σχεδιαστικές λεπτομέρειες στους τοίχους, αλλά όχι τα γωνιώδη αστρολογικού τύπου σκαριφήματα που αρέσκονταν να προσθέτουν οι ναζί στις εβραϊκές ιδιοκτησίες: «Ωραίο μέρος έχετε εδώ, γιατρέ».
Ο Λούστιγκ υποκλίθηκε πάλι και κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του:
«Ναι, ναι, αλλά, ξέρετε, tempus fugit».*
«Έχετε έναν ασθενή, τον Φραντς Μάγιερ, που μεταφέρθηκε εδώ τη Δευτέρα το βράδυ, ή ίσως τα ξημερώματα της Τρίτης. Είναι σημαντικός μάρτυρας σε μια έρευνα περί εγκλημάτων πολέμου που διεξάγω για τη Βέρμαχτ. Θα ήθελα να τον δω, αν γίνεται».
«Δεν είστε πλέον στην αστυνομία;»
«Όχι», του έδωσα την επαγγελματική κάρτα μου.
«Τότε φαίνεται πως έχουμε κάτι κοινό. Ποιος θα το φανταζόταν;»
«Η ζωή επιφυλάσσει όλων των ειδών τις εκπλήξεις στους ζωντανούς».
«Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια, ειδικά εδώ μέσα, χερ Γκούντερ. Διεύθυνση;»
«Δική μου ή του χερ Μάγιερ;»
«Του χερ Μάγιερ, φυσικά».
«Διαμέρισμα τρία, Λουτσόβερ Στράσε δέκα, Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο».
Επανέλαβε κοφτά το όνομα και τη διεύθυνση στη γοητευτική νοσοκόμα που τον συνόδευε. Αμέσως, και χωρίς να της πει κανείς τίποτα, εκείνη πήγε στο γραφείο πίσω από τη ρεσεψιόν και έψαξε σε μια μεγάλη αρχειοθήκη με τις καρτέλες των ασθενών. Με κάποιο τρόπο μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ο Λούστιγκ δεν ήταν συνηθισμένος να περιμένει. Ήδη χτυπούσε τα δάχτυλά του για να την κάνει να βιαστεί:
«Έλα, έλα, δεν θα χάσω όλη τη μέρα μου εδώ».
«Βλέπω, γιατρέ, πως είστε πολυάσχολος όπως πάντα», είπα καθώς η νοσοκόμα γυρνούσε προς το μέρος του και του έδινε την καρτέλα.
«Τουλάχιστον αυτό μου προσφέρει κάποια ασυλία», μουρμούρισε κοιτάζοντας τις σημειώσεις. «Ναι, τώρα θυμάμαι την περίπτωση. Ο κακομοίρης. Έχασε το μισό κεφάλι του. Πώς ζει ακόμα αποτελεί ιατρικό παράδοξο. Βρίσκεται σε κώμα από τη στιγμή που ήρθε εδώ. Θέλετε ακόμα να τον δείτε; Ίσως το χάσιμο χρόνου να αποτελεί υπηρεσιακή συνήθεια στο Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου, όπως στην Κρίπο».
«Ξέρετε, θα ήθελα να τον δω. Θέλω να βεβαιωθώ πως δεν σας φοβάται όσο η δεσποινίς από εδώ».

Χαμογέλασα στη νοσοκόμα. Σύμφωνα με την εμπειρία μου όλες οι νοσοκόμες αξίζουν ένα χαμόγελο, ακόμη και οι όμορφες.
«Πολύ καλά», ο Λούστιγκ άφησε έναν βαρύ αναστεναγμό όλο ανησυχία και βάδισε βιαστικά στο διάδρομο. «Ελάτε, χερ Γκούντερ», φώναξε, «ακολουθήστε με. Πρέπει να βιαστούμε αν είναι να βρούμε τον χερ Μάγιερ ικανό να ψελλίσει τη μία και μοναδική πολύτιμη λέξη που ίσως βοηθήσει αποφασιστικά την έρευνά σας. Προφανώς τα δικά μου λόγια μετράνε ελάχιστα αυτή την εποχή».
Λίγα λεπτά αργότερα συναντήσαμε έναν άντρα με μια ογκώδη ουλή κάτω από το κατσουφιασμένο στόμα του, η οποία έμοιαζε με τρίτο χείλος.
«Έτσι έχουν τα πράγματα», πρόσθεσε ο γιατρός. «Ο επιθεωρητής του Εγκληματολογικού, Ντόμπερκε. Είναι και ο επικεφαλής του γραφείου της Γκεστάπο στο νοσοκομείο. Μια πολύ σημαντική θέση, που διασφαλίζει τη διαρκή μας ασφάλεια και την πιστή εξυπηρέτηση της εκλεγμένης μας κυβέρνησης».
Ο Λούστιγκ έδωσε στον άντρα της Γκεστάπο την κάρτα μου:
«Ντόμπερκε, από εδώ ο χερ Γκούντερ. Παλιά εργαζόταν στο Άλεξ και τώρα στο Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου, στο νομικό τμήμα της Βέρμαχτ. Επιθυμεί να δει αν ένας από τους ασθενείς μας είναι σε θέση να δώσει την κρίσιμη κατάθεση που θα αλλάξει το ρου του στρατιωτικού δίκαιου».
Βάδισα βιαστικά πίσω από τον Λούστιγκ, το ίδιο και ο Ντόμπερκε. Σκέφτηκα πως ύστερα από τόσες μέρες στο κρεβάτι η βίαιη εκείνη άσκηση θα μου έκανε καλό.

Mπήκαμε σε ένα θάλαμο γεμάτο άντρες σε διάφορα στάδια ασθένειας. Όλοι φορούσαν το κίτρινο αστέρι στην πιτζάμα ή στη ρόμπα τους, κάτι που σ’ εκείνο το χώρο έμοιαζε εντελώς άχρηστο. Έδειχναν υποσιτισμένοι, αλλά αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο στο Βερολίνο. Δεν υπήρχε κανείς στην πόλη, Εβραίος ή Γερμανός, που δεν χρειαζόταν ένα γερό γεύμα. Μερικοί κάπνιζαν ή μιλούσαν και άλλοι έπαιζαν σκάκι. Κανείς δεν μας έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Ο Μάγιερ βρισκόταν πίσω από ένα παραβάν στο τελευταίο κρεβάτι, κάτω από ένα ψηλό παράθυρο που έβλεπε σε μια όμορφη πρασιά και σε μια στρογγυλή διακοσμητική λιμνούλα. Όχι πως υπήρχε περίπτωση να επωφεληθεί από τη θέα: είχε κλειστά τα μάτια και έναν επίδεσμο γύρω από το λειψό κεφάλι του, που έμοιαζε με ξεφούσκωτη μπάλα ποδοσφαίρου. Παρότι τραυματίας, παρέμενε ιδιαίτερα γοητευτικός, σαν κατεστραμμένο αρχαίο ελληνικό άγαλμα στο ναό της Περγάμου.

Ο Λούστιγκ πήρε μηχανικά το σφυγμό και τη θερμοκρασία τού αναίσθητου άντρα, με το ένα μάτι στη νοσοκόμα και το άλλο στο διάγραμμά του, βγάζοντας αποδοκιμαστικούς ήχους και κουνώντας επικριτικά το κεφάλι του. Το ύφος του δίπλα στον ασθενή θα είχε προκαλέσει αμηχανία ακόμη και στον Βίκτορ Φρανκενστάιν.
«Το περίμενα», είπε αποφασιστικά. «Είναι φυτό. Αυτή ήταν η πρόγνωσή μου». Χαμογέλασε ζωηρά: «Προχωρήστε όμως, χερ Γκούντερ. Μπορείτε να ρωτήσετε τον ασθενή ό,τι θέλετε. Μόνο μην περιμένετε απαντήσεις». Γέλασε: «Ειδικά με τον επιθεωρητή Ντόμπερκε πλάι σας».
Έπειτα έφυγε αφήνοντάς με μόνο με τον Ντόμπερκε.

Από το μυθιστόρημα Άνθρωπος χωρίς ανάσα (Κέδρος, 2014, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης, σελ. 37-43)


Δευτέρα-Τρίτη, 8-9 Ιουνίου 1942

Ήταν μια ωραία, ζεστή μέρα όταν μαζί με τον Ράινχαρντ Τρίσταν Όιγκεν Χάιντριχ, το στρατηγό των Ες Ες, τον Προστάτη του Ράιχ στη Βοημία και στη Μοραβία, επέστρεψα από την Πράγα στο σταθμό Ανχάλτερ του Βερολίνου. Φορούσαμε κι οι δυο μας τη στολή της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ες Ες, αλλά εγώ, σε αντίθεση με το στρατηγό, ήμουν ένας άνθρωπος με χοροπηδηχτό βήμα, με ένα σκοπό στο κεφάλι μου και χαμόγελο στην καρδιά μου. Χαιρόμουν που βρισκόμουν στην πόλη όπου γεννήθηκα. Αποζητούσα ένα ήσυχο βράδυ με ένα καλό μπουκάλι Μακενστέντερ και μερικά πούρα Κεμάλ, που είχα απαλλοτριώσει από τις προσωπικές προμήθειες του Χάιντριχ, από το γραφείο του στο Kάστρο Χράντσανι. Δεν ανησυχούσα πάντως καθόλου για το αν θα έπαιρνε χαμπάρι την αμελητέα κλοπή. Για τίποτα δεν ανησυχούσα πολύ.

Ήμουν ό,τι δεν ήταν ο Χάιντριχ. Ήμουν ζωντανός.
Οι εφημερίδες στο Bερολίνο άφησαν να διαρρεύσει ότι ο άτυχος Προστάτης του Ράιχ είχε δολοφονηθεί από μια ομάδα Εγγλέζων αλεξιπτωτιστών τρομοκρατών, που είχαν προσγειωθεί στη Βοημία. Ήταν λίγο πιο περίπλοκο απ’ αυτό, μόνο που δεν σκόπευα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Όχι ακόμη. Όχι για πολύ. Ίσως ποτέ.
Είναι δύσκολο να πει κανείς τι συνέβη στην ψυχή του Χάιντριχ, δεδομένου βέβαια ότι είχε ψυχή. Μάλλον ο Δάντης θα μπορούσε να μου δώσει τα φώτα του, αν ποτέ σκόπευα να πάω να τον ψάξω κάπου στον Κάτω Κόσμο. Από την άλλη έχω πολύ καλή εικόνα για το τι συνέβη στο σώμα του.
Ο καθένας απολαμβάνει μια καλή κηδεία και οι ναζί δεν αποτελούσαν εξαίρεση, χαρίζοντας στον Χάιντριχ το καλύτερο κατευόδιο που κάθε ψυχωτικός, αιμοσταγής δολοφόνος θα είχε ελπίσει. Όλο το σκηνικό ήταν τόσο υψηλού επιπέδου, που νόμιζες ότι κάποιος σατράπης της Περσικής Αυτοκρατορίας είχε χάσει τη ζωή του σε μια λαμπρή, νικηφόρα μάχη – και φαινόταν ότι παρείχαν τα πάντα, εκτός από την τελετουργική θυσία μερικών εκατοντάδων σκλάβων – παρότι, αν σκεφτείς το πώς κατέληξε ένα τσεχικό χωριουδάκι μεταλλωρύχων ονόματι Λίντιτσε, έκανα λάθος.

Από το σταθμό ο Χάιντριχ μεταφέρθηκε στο Συνεδριακό Κέντρο του Αρχηγείου της Γκεστάπο, όπου έξι άντρες της τιμητικής φρουράς, φορώντας τις μαύρες στολές τους, φυλούσαν τη σορό για λαϊκό προσκύνημα. Ήταν ευκαιρία για πολλούς Βερολινέζους να τραγουδήσουν το «Ντινγκ-Ντονγκ! Η μάγισσα πέθανε!»,* ενώ έριχναν κλεφτές ματιές, όρθιοι στις μύτες των ποδιών τους, στο Παλάτι του Πρίγκιπα Άλμπρεχτ. Μαζί με άλλες σχεδόν επικίνδυνες δραστηριότητες, όπως το σκαρφάλωμα στην κορυφή του παλιού πύργου της ραδιοφωνίας στο Σαρλότεμπουργκ ή την οδήγηση στην όχθη στη λεωφόρο Άβους, ήταν ωραία να ’χεις να κοκορεύεσαι ότι τα έκανες αυτά.

Στο ραδιόφωνο εκείνη τη νύχτα ο Φύρερ εκφωνούσε τον επικήδειο του νεκρού Χάιντριχ και τον περιέγραφε ως «τον άντρα με τη σιδηρά καρδιά», πράγμα που υποθέτω το έλεγε για καλό. Αλλά και πάλι ίσως ο δικός μας μοχθηρός Μάγος του Οζ να είχε απλώς μπερδέψει τον Τενεκεδένιο με το Δειλό Λιοντάρι.
Την επομένη, με πολιτικά ρούχα και νιώθοντας πέρα για πέρα άνθρωπος, βρέθηκα με χιλιάδες άλλους Βερολινέζους έξω από την Καγκελαρία του Νέου Ράιχ, προσπαθώντας να φανώ εξίσου συντετριμμένος με τη μυρμηγκοφωλιά των τυφλών οργάνων του Χίτλερ, που ξεχύθηκαν από το μέγαρο της Καγκελαρίας για να ακολουθήσουν τον αστραποβόλο κιλλίβαντα που μετέφερε το σημαιοστολισμένο φέρετρο του Χάιντριχ ανατολικά, κατά μήκος της Φος Στράσε, και μετά βόρεια, στη Βίλχελμ Στράσε, προς την τελευταία κατοικία του στρατηγού στο Κοιμητήριο Ινβαλίντεν, δίπλα σε μερικούς πραγματικούς Γερμανούς ήρωες, όπως ο Φον Σάνχοστ, ο Ερνστ Ούντετ και ο Μάνφρεντ φον Ριχτόφεν.*

Κανείς δεν αμφισβητούσε την ανδρεία του Χάιντριχ: η παρορμητική, μισοτελειωμένη προσφορά του στη Λουφτβάφε, την ώρα που οι περισσότεροι μεγαλογαλονάδες έμεναν στην ασφάλεια των μετόπισθεν και στα ζεστά καταφύγιά τους, ήταν το πιο εμφανές παράδειγμα της γενναιότητάς του. Υποθέτω ότι ο Χέγκελ θα αναγνώριζε τον ηρωισμό του Χάιντριχ ως την ενσάρκωση του πνεύματος των αυταρχικών ημερών μας. Κατά τη γνώμη μου όμως οι ήρωες πρέπει να έχουν πάρε δώσε με τους θεούς και όχι με τις σκοτεινές και διαταραγμένες δυνάμεις των Τιτάνων. Ειδικά στη Γερμανία. Οπότε δεν μου καιγότανε καρφάκι που τον έβλεπα νεκρό. Εξαιτίας του Χάιντριχ ήμουν αξιωματικός στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Και σύρθηκα να κερδίσω το σπιλωμένο, ασημένιο παράσημο, το επάρατο σύμβολο της μακράς θητείας μου πλάι στον Χάιντριχ, σφραγίδα του μίσους, του φόβου και, μετά την επιστροφή μου από το Μινσκ, και της ενοχής.

Αυτά εννέα μήνες πριν. Συνήθως προσπαθώ να μην τα σκέφτομαι, αλλά, όπως παρατήρησε ένας άλλος διάσημος Γερμανός παράφρων, είναι δύσκολο να κοιτάς πάνω από την άκρη της αβύσσου χωρίς και η ίδια η άβυσσος να σε κοιτά.*

Από το μυθιστόρημα Μοιραία Πράγα (Κέδρος, 2013, μτφ. Δημήτρης Αθηνάκης, σελ. 9-11)


Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου ήταν αργά – περασμένες μία. Το διαμέρισμά μου βρίσκεται στην Τραουτενοστράσε, στο Βίλμερσντορφ, μια μικρή γειτονιά, αν και πολύ καλύτερη από το Βέντινγκ, το βερολινέζικο προάστιο στο οποίο μεγάλωσα. O δρόμος μου βρίσκεται βορειοανατολικά της Γκουντζελστράσε, μετά την πλατεία Νικολσμπέργκερ, στο κέντρο της οποίας υπάρχει ένα μάλλον γραφικό σιντριβάνι. Έμενα σ’ ένα μάλλον άνετο διαμέρισμα, στο τέρμα της πλατείας Πράγκερ. Είχα ενοχές, επειδή πείραξα τον Μπέρκελ μπροστά στην Ντάγκμαρ. Επιπλέον, ένιωθα άσχημα για τις πρωτοβουλίες που είχα πάρει με την Κάρολα, την υπάλληλο, στο Τιεργκάρντεν, κοντά στη λίμνη με τα χρυσόψαρα. Έμεινα για λίγο στο αμάξι καπνίζοντας σκεφτικός. Οφείλω να παραδεχτώ ότι ο γάμος της Ντάγκμαρ με είχε επηρεάσει περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Καταλάβαινα ότι το να μελαγχολώ γι’ αυτό δεν μου πρόσφερε τίποτα. Πίστευα ότι δεν θα μπορούσα να την ξεχάσω, παρ’ όλο που έβαζα στοίχημα ότι θα ’βρισκα αρκετούς τρόπους για να μην τη σκέφτομαι.

Όταν βγήκα από το αμάξι, αντιλήφθηκα τη μεγάλη σκούρα μπλε Μερσεντές κάμπριο που ήταν παρκαρισμένη καμιά εικοσαριά μέτρα πιο κάτω, καθώς και τους δυο άντρες που στηρίζονταν πάνω της περιμένοντας κάποιον. Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Ο ένας από τους δύο πέταξε το τσιγάρο του κι άρχισε να περπατά βιαστικά προς το μέρος μου. Καθώς πλησίαζε, μπόρεσα να διακρίνω ότι ήταν υπερβολικά περιποιημένος για να ανήκει στην Γκεστάπο. Ο άλλος φορούσε στολή σοφέρ, αν και θα ένιωθε πολύ πιο άνετα μ’ ένα λεοπάρ κορμάκι, αφού το σώμα του παρέπεμπε σε αρσιβαρίστα τσίρκου. Η παρουσία του ήταν κάτι λιγότερο από διακριτική. Αυτό έδινε στον καλοντυμένο και μικρότερο σε ηλικία άντρα έναν αέρα αυτοπεποίθησης.

«Χερ Γκούντερ; Είστε ο χερ Μπέρνχαρντ Γκούντερ;» Σταμάτησε μπροστά μου. Του έριξα το πιο σκληρό βλέμμα μου, ένα βλέμμα που θα ’κανε ακόμα και αρκούδα να ανοιγοκλείσει με έκπληξη τα μάτια της. Δεν αντέχω να με ενοχλούν έξω από το σπίτι μου στη μία τα ξημερώματα.
«Είμαι ο αδερφός του. Ο ίδιος είναι εκτός Βερολίνου αυτήν τη στιγμή.» Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά. Δεν το έχαψε.
«Eίστε ο χερ Γκούντερ; Ο ιδιωτικός ερευνητής; Ο εργοδότης μου θα ήθελε να σας μιλήσει.» Έδειξε τη μεγάλη Μερσεντές. «Περιμένει στο αυτοκίνητο. Μίλησα με τη θυρωρό και μου είπε ότι θα γυρίζατε αργά το απόγευμα. Αυτό έγινε πριν από τρεις ώρες. Όπως καταλαβαίνετε, περιμένουμε εδώ αρκετή ώρα. Πρόκειται για κάτι πραγματικά επείγον.»
Σήκωσα το χέρι μου και κοίταξα το ρολόι.
«Φίλε, είναι μία και σαράντα τα ξημερώματα, άρα, ό,τι κι αν πουλάς, δεν μ’ ενδιαφέρει. Είμαι κουρασμένος, πιωμένος και θέλω να πάω στο κρεβάτι μου. Το γραφείο μου είναι στην Αλεξάντερπλατς. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη κι άσ’ το μέχρι αύριο.»
Ο νεαρός άντρας, ένας ευχάριστος τύπος με φρέσκο πρόσωπο, έκανε μια κίνηση φράζοντάς μου το δρόμο. «Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο», είπε, και στη συνέχεια χαμογέλασε χαριτωμένα. «Σας παρακαλώ, μιλήστε του έστω για ένα λεπτό. Σας ικετεύω.»
«Να μιλήσω σε ποιον;», γρύλισα κοιτάζοντας το αυτοκίνητο.
«Ορίστε η κάρτα του.» Μου την έδωσε, κι έμεινα να την κοιτάζω αποβλακωμένος, λες και ήταν το τυχερό δελτίο κάποιας λοταρίας. Εκείνος έγειρε προς το μέρος μου και κοιτάζοντάς την ανάποδα διάβασε για λογαριασμό μου. «“Δρ. Φριτς Σεμ, Γερμανός Δικηγόρος, των Σεμ και Σέλεμπεργκ, Ούντερ ντεν Λίντεν, Aριθμός 67.” Kαλή διεύθυνση.»
«Συμφωνώ», είπα. «Όμως πώς γίνεται ένας δικηγόρος να είναι έξω τόσο αργά, και μάλιστα από ένα τόσο καλό γραφείο; Μήπως νομίζεις ότι πιστεύω στις νεράιδες;» Παρ’ όλα αυτά τον ακολούθησα μέχρι το αυτοκίνητο. Ο σοφέρ άνοιξε την πόρτα. Έβαλα το ένα πόδι στον αναβατήρα και κοίταξα μέσα. Ένας άντρας που μύριζε κολόνια έγειρε μπροστά. Το σκοτάδι έκρυβε τα χαρακτηριστικά του. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ψυχρή και αφιλόξενη όπως κάποιου που ζορίζεται στην τουαλέτα.
«Είστε ο Γκούντερ, ο ντετέκτιβ;»
«Aκριβώς», είπα. «Κι εσείς πρέπει να είστε ο...» Υποκρίθηκα ότι διάβαζα την κάρτα του. «...Δρ. Φριτς Σεμ, Γερμανός Δικηγόρος.»

Πρόφερα τη λέξη «Γερμανός» με μια εσκεμμένα σαρκαστική έμφαση. Ανέκαθεν απεχθανόμουν αυτήν τη λέξη σε κάρτες και επιγραφές, επειδή υπαινισσόταν έναν φυλετικό σεβασμό. Πόσο μάλλον τώρα, που – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στους δικηγόρους – αποτελεί πλεονασμό, αφού οι Εβραίοι απαγορεύεται έτσι κι αλλιώς να ασκούν τη δικηγορία. Δεν υπήρχε περίπτωση να περιγράψω τον εαυτό μου ως «Γερμανό Ιδιωτικό Ερευνητή», με τον ίδιο τρόπο που δεν θα με αποκαλούσα «Λουθηρανό Ιδιωτικό Ερευνητή» ή «Αντικοινωνικό Ιδιωτικό Ερευνητή» ή «Διαζευγμένο Ιδιωτικό Ερευνητή», παρ’ όλο που είμαι ή, κάποια στιγμή, υπήρξα όλα τα παραπάνω. (Aυτές τις μέρες δεν πολυεμφανίζομαι στην εκκλησία.) H αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους πελάτες μου είναι Εβραίοι. Η συνεργασία μαζί τους είναι ιδιαίτερα επικερδής – τα λεφτά στο χέρι. Η ιστορία είναι πάντα η ίδια: εύρεση αγνοουμένων. Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και για το αποτέλεσμα: ένα πτώμα πεταμένο στο κανάλι Λάντβερ, προσφορά της Γκεστάπο ή των Μυστικών Υπηρεσιών· μια μοναχική αυτοκτονία σε κάποια βάρκα στον Βάνσι· ένα όνομα σε κάποια λίστα της αστυνομίας με κατάδικους που έχουν σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Από την πρώτη στιγμή, λοιπόν, αντιπάθησα αυτόν το δικηγόρο, αυτόν το Γερμανό δικηγόρο.

«Ακούστε, χερ δόκτορ», είπα. «Όπως έλεγα και στον δικό σας από δω, είμαι κουρασμένος. Επιπλέον έχω πιει αρκετά, ώστε να ξεχάσω πως ο διευθυντής της τράπεζάς μου ανησυχεί για την ευημερία μου.» Παρ’ όλο που ο Σεμ έβαλε το χέρι στην τσέπη του, δεν αναπήδησα καν, γεγονός που αποδεικνύει πόσο άκεφος ήμουν. Όπως και να ’χει, έβγαλε το πορτοφόλι του.
«Έκανα μια έρευνα για το άτομό σας και πληροφορούμαι ότι οι υπηρεσίες που προσφέρετε είναι αξιόπιστες. Σας χρειάζομαι αυτήν τη στιγμή και για τις επόμενες μια δυο ώρες, διάστημα για το οποίο θα σας πληρώσω διακόσια μάρκα – ουσιαστικά τα χρήματα που βγάζετε σε μια βδομάδα.» Aκούμπησε το πορτοφόλι στο γόνατό του κι έβγαλε δυο κατοστάρικα πάνω στο παντελόνι του, πράγμα που δεν πρέπει να ήταν και πολύ εύκολο, αφού είχε μόνο ένα χέρι. «Στη συνέχεια ο Ούλριχ θα σας φέρει σπίτι με το αυτοκίνητο.»

Πήρα τα χαρτονομίσματα. «Δεν βαριέσαι», είπα. «Έτσι κι αλλιώς σκόπευα μόνο να πέσω να κοιμηθώ. Kοιμάμαι κι άλλη ώρα.» Έσκυψα το κεφάλι και μπήκα στο αυτοκίνητο. «Πάμε, Ούλριχ.»
Η πόρτα έκλεισε και ο Ούλριχ κάθισε στη θέση του οδηγού. Ο Φρεσκοπρόσωπος κάθισε δίπλα του. Κατευθυνθήκαμε δυτικά.
«Πού πηγαίνουμε;», είπα.
«Όλα στην ώρα τους, χερ Γκούντερ», είπε. «Πάρτε ποτό ή τσιγάρο αν θέλετε.» Άνοιξε ένα ντουλαπάκι με ποτά που έμοιαζαν λες κι είχαν διασωθεί απ’ τον Τιτανικό. Αμέσως μετά έβγαλε μια ταμπακέρα. «Είναι αμερικάνικα.»

Είπα ναι στον καπνό αλλά όχι στο ποτό. Όταν κάποιος είναι προετοιμασμένος να αποχωριστεί διακόσια μάρκα τόσο εύκολα όσο ο δρ. Σεμ, το καλύτερο είναι να κρατάς το μυαλό σου καθαρό.
«Θα σας ήταν εύκολο να ανάψετε το τσιγάρο μου;», είπε ο Σεμ και το έβαλε στα χείλη του. «Τα σπίρτα είναι το μοναδικό αντικείμενο που δεν μπορώ να χειριστώ. Έχασα το χέρι μου με τον Λούντεντορφ, στην πολιορκία του φρουρίου της Λιέγης. Έχετε ενεργό υπηρεσία;» Η φωνή του ήταν όλο ευαισθησία – μειλίχια θα μπορούσε να πει κανείς. Απαλή και αργή, με μια υποψία ωμότητας. Το είδος της φωνής, σκέφτηκα, που θα μπορούσε να σε κάνει να ενοχοποιήσεις πολύ ευχαρίστως τον ίδιο σου τον εαυτό. Το είδος της φωνής που θα είχε βοηθήσει πολύ τον ιδιοκτήτη της, αν δούλευε για την Γκεστάπο. Άναψα τα τσιγάρα και βολεύτηκα στο τεράστιο πίσω κάθισμα της Μερσεντές.

«Ναι, ήμουν στην Τουρκία.» Χριστέ μου. Ξαφνικά όλος ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται για το πολεμικό μου ιστορικό. Αναρωτήθηκα μήπως θα ήταν καλή ιδέα να ζητήσω το παράσημο των Παλαιμάχων. Κοίταξα απ’ το παράθυρο και διαπίστωσα ότι κατευθυνόμασταν προς το Γκρούνβαλντ, ένα δάσος στα δυτικά της πόλης, κοντά στον ποταμό Χάβελ.
«Βαθμός;»
«Λοχίας.» Τον άκουσα να χαμογελά.
«Εγώ ήμουν ταγματάρχης», είπε και με έβαλε στη θέση μου. «Και γίνατε αστυνομικός μετά τον πόλεμο;»
«Όχι αμέσως μετά. Για λίγο δούλεψα δημόσιος υπάλληλος, αλλά δεν άντεχα τη ρουτίνα. Στο σώμα κατατάχτηκα το 1922.»
«Και πότε φύγατε;»
«Ακούστε, χερ δόκτορ, αν θυμάμαι καλά, όταν μπήκα στο αυτοκίνητο δεν μου ζητήσατε να ορκιστώ ότι θα είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»
«Με συγχωρείτε», είπε. «Απλώς ήμουν περίεργος να μάθω αν φύγατε οικειοθελώς ή αν...»
«Ή αν μ’ ανάγκασαν; Θέλει κότσια για να μου κάνεις μια τέτοια ερώτηση, Σεμ.»
«Αλήθεια;», είπε αθώα.
«Όμως, θα απαντήσω στην ερώτησή σου. Έφυγα. Πιστεύω ότι αν είχα μείνει κι άλλο, στο τέλος θα με ξεπάτωναν, όπως έκαναν με όλους τους άλλους. Δεν είμαι εθνικοσοσιαλιστής, διάολε, ούτε όμως και κομμουνιστής. Απεχθάνομαι τον μπολσεβικισμό, όπως τον απεχθάνεται και το Κόμμα – ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για την τωρινή Κρίπο ή Σίπο ή όπως αλλιώς ονομάζεται. Στα κατάστιχά τους, αν δεν είσαι μαζί τους, είσαι εναντίον τους.»

Από το μυθιστόρημα Οι Βιολέτες του Μάρτη (Κέδρος, 2003, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης) που περιλαμβάνεται στον τόμο Η τριλογία του Βερολίνου (Κέδρος, 2012, σελ. 18-22).


Δευτέρα, 26 Σεπτεμβρίου

Kοίταξα έξω απ’ το παράθυρο του διαμερίσματός μου στις ράχες των διπλανών πολυκατοικιών και είδα σε κάποια σαλόνια οικογένειες που είχαν συγκεντρωθεί κιόλας με προσμονή γύρω απ’ το ραδιόφωνο. Aπό το μπροστινό παράθυρο του διαμερίσματός μου είδα ότι η Φαζανενστράσε ήταν έρημη. Πήγα στο δικό μου σαλόνι κι έβαλα ένα ποτό. Aπό το κάτω πάτωμα ακουγόταν κλασική μουσική απ’ το ραδιόφωνο. Λίγος Mπετόβεν ήταν ό,τι έπρεπε για πριν και μετά τις ραδιοφωνικές ομιλίες των ηγετών του Kόμματος. Eίναι αυτό που συμβαίνει πάντα: όσο πιο άσχημη είναι η εικόνα, τόσο πιο περίτεχνη η κορνίζα.
Συνήθως δεν ακούω τις εκπομπές του Kόμματος. Προτιμώ ν’ ακούω τις δικές μου σκέψεις. H αποψινή εκπομπή όμως δεν ήταν από τις συνηθισμένες. Mιλούσε ο Φύρερ στο Σπόρτσπαλαστ στην Ποτσνταμερστράσε κι όλοι περίμεναν ότι θα ανακοίνωνε τις πραγματικές του προθέσεις ως προς την Tσεχοσλοβακία και τη Σουδητία.

Προσωπικά, είχα καταλήξει προ πολλού στο συμπέρασμα ότι για χρόνια ολόκληρα ο Xίτλερ εξαπατούσε τον κόσμο με τις ομιλίες του περί ειρήνης. Kι απ’ τα γουέστερν που είχα δει στον κινηματογράφο ήξερα ότι, όταν ο άντρας με το μαύρο καπέλο ενοχλεί τον διπλανό του στο μπαρ, στην πραγματικότητα προκαλεί το σερίφη για μια αναμέτρηση. Στην προκειμένη περίπτωση ο σερίφης συνέβαινε να είναι Γάλλος και δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει κανείς ότι δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να μείνει μέσα και να προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι οι πυροβολισμοί που άκουγε στην άλλη πλευρά του δρόμου δεν ήταν παρά λίγα βεγγαλικά.

Mε την ελπίδα να έκανα λάθος στις εκτιμήσεις μου, άνοιξα το ραδιόφωνο και μαζί με εβδομήντα πέντε ακόμη εκατομμύρια Γερμανούς περίμενα να μάθω τι μας περίμενε.
Πολλές γυναίκες λένε ότι, ενώ ο Γκέμπελς έχει απλώς κάτι που σε ελκύει, ο Xίτλερ σίγουρα σε συνεπαίρνει. Mου είναι δύσκολο να κάνω κάποιο σχόλιο γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υπνωτιστική επίδραση που ασκούν στον κόσμο οι ομιλίες του Φύρερ. Σίγουρα το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο Σπόρτσπαλαστ έδειχνε να την απολαμβάνει. Yποθέτω όμως ότι θα έπρεπε να βρίσκεται κανείς εκεί για να σχηματίσει μια εντύπωση για την πραγματική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Kάτι σαν επίσκεψη σε χωματερή.

Για μας που ακούγαμε από το σπίτι δεν υπήρχε τίποτα το απολαυστικό, καμιά ελπίδα που να προκύπτει απ’ όσα έλεγε ο υπ’ αριθμόν ένα πολιτικάντης μας. Aπλώς συνειδητοποιούσαμε την τρομακτική αλήθεια ότι βρισκόμασταν λίγο πιο κοντά στον πόλεμο απ’ ό,τι την προηγούμενη μέρα.

Από το μυθιστόρημα Ο χλωμός εγκληματίας (Κέδρος, 2003, μτφ. Ντενίζ Ρώντα) που περιλαμβάνεται στον τόμο Η τριλογία του Βερολίνου (Κέδρος, 2012, σελ. 529-530).


Τα ρούχα μου μου έκαναν καλύτερα. Το παντελόνι μου δεν κρεμόταν πια χαλαρά απ’ τη μέση μου σαν φόρμα κλόουν. Όταν φορούσα το σακάκι μου δεν θύμιζα πια μαθητάκο που δοκίμαζε τα κοστούμια του πατέρα του με την ανάλογη αισιοδοξία. Όσο για το κολάρο του πουκαμίσου μου, εφάρμοζε άνετα στο λαιμό μου, σαν επίδεσμος στο μπράτσο ενός δειλού. Χωρίς αμφιβολία, στους δύο μήνες που ήμουν στη Βιένη είχα πάρει κάποια κιλά, έτσι που τώρα έμοιαζα περισσότερο όπως ήμουν όταν πήγα στο σοβιετικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου και λιγότερο όπως όταν είχα γίνει όταν βγήκα από κει. Παρ’ όλο όμως που αυτό μ’ ευχαριστούσε, δεν το έβρισκα σαν δικαιολογία για να χάσω τη φόρμα μου κι είχα αποφασίσει να περνάω λιγότερο χρόνο καθισμένος σε κάποιο τραπέζι του Kαφέ Σβάρτσενμπεργκ και να γυμνάζομαι περισσότερο.

Ήταν εκείνη η εποχή που άρχιζαν ν’ ανθίζουν τ’ απογυμνωμένα δέντρα μετά το χειμώνα και το σκεφτόσουν πια να φορέσεις παλτό. Βλέποντας μόνο κάνα δυο συννεφάκια σ’ έναν κατά τα άλλα καταγάλανο ουρανό, αποφάσισα να πάω μια βόλτα στο Δακτύλιο και να εκθέσω τη μελανίνη μου στην ανοιξιάτικη λιακάδα.

Όπως ένας πολυέλαιος δείχνει υπερβολικά μεγάλος σε κάποιο δωμάτιο, έτσι και τα δημόσια κτίρια στη Ρινγκστράσε, χτισμένα σε μια εποχή στην οποία επικρατούσε μια αυτοκρατορική αισιοδοξία, έδειχναν υπερβολικά μεγάλα, υπερβολικά πλούσια για τη γεωπολιτική πραγματικότητα της νέας Αυστρίας. Η Αυστρία, μια χώρα έξι εκατομμυρίων κατοίκων, δεν ήταν παρά η γόπα ενός πολύ μεγάλου πούρου. Κι ο Δακτύλιος στον οποίο έκανα τον περίπατό μου έμοιαζε περισσότερο με μια τουλίπα καπνού.
Ο Aμερικανός σκοπός έξω απ’ το ξενοδοχείο Μπρίστολ, που το είχαν επιτάξει οι συμπατριώτες του, σήκωνε ψηλά το ροδαλό πρόσωπό του, για να νιώσει τις πρωινές ηλιαχτίδες. Ο Pώσος συνάδελφός του, που φρουρούσε το επίσης επιταγμένο Γκραντ Οτέλ, έμοιαζε σαν να είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του στο ύπαιθρο, τόσο ηλιοκαμένος ήταν.

Περνώντας στη νότια πλευρά του Δακτυλίου, για να είμαι πιο κοντά στο πάρκο, καθώς πλησίαζα στο Σουμπερτρίνγκ, βρέθηκα κοντά στη ρωσική κομαντατούρα, στο πρώην Ξενοδοχείο Ιμπέριαλ. Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Κόκκινου Στρατού σταματούσε έξω απ’ το τεράστιο κόκκινο αστέρι και τις τέσσερις καρυάτιδες που δέσποζαν στην είσοδο. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και βγήκε έξω ο συνταγματάρχης Πορόσιν.

Δεν έδειξε καθόλου ξαφνιασμένος που με είδε. Σαν να περίμενε, θαρρείς, να με βρει να περπατάω εκεί, με κοίταξε απλώς για μια στιγμή, λες κι είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες από τότε που καθόμουν στο γραφείο του, στο μικρό Κρεμλίνο του Βερολίνου. Πρέπει να είχα μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα, γιατί ύστερα από ένα δευτερόλεπτο χαμογέλασε, μουρμούρισε «Ντομπράγε ούτρα (καλημέρα)» και μπήκε στην κομαντατούρα, ακολουθούμενος από δύο χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, οι οποίοι στράφηκαν πίσω και με κοίταξαν καχύποπτα, ενώ στεκόμουν εκεί έχοντας χάσει τα λόγια μου.

Αρκετά προβληματισμένος για το λόγο που είχε εμφανιστεί τώρα στη Βιένη ο Πορόσιν, πέρασα αφηρημένος το δρόμο για να πάω στο Kαφέ Σβάρτσενμπεργκ και λίγο έλειψε να με χτυπήσει με το ποδήλατό της μια ηλικιωμένη, που μου χτύπησε με μανία το κουδούνι της.
Κάθισα στο συνηθισμένο μου τραπέζι, για να σκεφτώ τι μπορούσε να σημαίνει η εμφάνιση του Πορόσιν στο προσκήνιο, και παράγγειλα ένα ελαφρύ γεύμα καταστρατηγώντας την πρόσφατη απόφασή μου για δίαιτα.
Μου φαινόταν πως θα μπορούσα να εξηγήσω πιο εύκολα την παρουσία του συνταγματάρχη στη Βιένη έχοντας πάρει πρώτα έναν καφέ και λίγο κέικ. Στο κάτω κάτω, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην έρθει. Ως συνταγματάρχης της ΜVD, θα πρέπει να μπορούσε να πηγαίνει όπου ήθελε. Το ότι δεν μου είχε μιλήσει περισσότερο ή το ότι δεν με είχε ρωτήσει πώς πήγαιναν οι προσπάθειες που έκανα για τον φίλο του θα πρέπει να οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ήθελε να συζητήσει αυτό το ζήτημα μπροστά στους άλλους δύο αξιωματικούς. Δεν είχε παρά να σηκώσει το τηλέφωνο και να καλέσει το αρχηγείο της Διεθνούς Περιπόλου, για να μάθει αν ο Μπέκερ βρισκόταν ακόμα στη φυλακή.
Την ίδια στιγμή όμως, ένιωσα ένα βαθύ προαίσθημα ότι ο ερχομός του Πορόσιν απ’ το Βερολίνο συνδεόταν με τη δική μου έρευνα και όχι απαραίτητα για καλό σκοπό. Ένιωθα όπως κάποιος που έχει φάει δαμάσκηνα για πρωινό και περιμένει να έχει κάποια συμπτώματα σύντομα.

21
Kαθεμιά απ’ τις Τέσσερις Δυνάμεις αναλάμβανε διοικητική ευθύνη για την αστυνόμευση της Κεντρικής Πόλης εναλλάξ, για ένα μήνα. Η «καρέκλα» στην οποία είχε αναφερθεί ο Μπελίνσκι βρισκόταν σε μια αίθουσα συσκέψεων στο αρχηγείο των ενωμένων δυνάμεων, στο Παλέ Aουερσπέργκ. Η συγκεκριμένη θέση ωστόσο καθόριζε και το ποιος καθόταν δίπλα στον οδηγό στο όχημα της Διεθνούς Περιπόλου. Παρ’ όλο όμως που η ΔΠ ήταν όργανο των Τεσσάρων Δυνάμεων και, θεωρητικά, ελεγχόταν από το συνασπισμό, στην πραγματικότητα αυτοί που φρόντιζαν για τη λειτουργία και τον εφοδιασμό της ήταν οι Αμερικανοί. Όλα τα οχήματα, το πετρέλαιο και η βενζίνη, οι ασύρματοι και τα εξαρτήματά τους, η συντήρηση των οχημάτων και των ασυρμάτων, η λειτουργία του ραδιοφωνικού δικτύου και η οργάνωση των περιπόλων ήταν υπό την ευθύνη του αμερικανικού 796ου. Αυτό σήμαινε ότι απ’ όλα τα μέλη της περιπόλου μόνο ο Αμερικανός ήταν αυτός που οδηγούσε πάντα το όχημα, που χειριζόταν τον ασύρματο κι έκανε τη συντήρηση πρώτου κλιμακίου. Έτσι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την ίδια την περίπολο, η έννοια της «καρέκλας» ήταν κάτι σαν «κινητή εορτή».

Παρ’ όλο που οι Βιενέζοι αναφέρονταν σ’ αυτήν ως «οι τέσσερις στο τζιπ» ή «οι τέσσερις ελέφαντες στο τζιπ», στην πραγματικότητα το «τζιπ» είχε μπει προ πολλού στην άκρη, επειδή ήταν πολύ μικρό για να βολέψει μια περίπολο τεσσάρων ανδρών, τον πομπό βραχέων κυμάτων και τους συλληφθέντες, όποτε υπήρχαν. Τώρα το προσφιλές μεταφορικό μέσο ήταν ένα όχημα Διοίκησης και Αναγνώρισης τριών τετάρτων του τόνου.

Όλ’ αυτά τα έμαθα από τον Pώσο υπαξιωματικό που οδηγούσε το καμιόνι της ΔΠ, που ήταν παρκαρισμένο σε μικρή απόσταση απ’ το Kαζίνο Oριένταλ στην Πέτερσπλατς. Εκεί μέσα περίμενα καθιστός, αφού με συνέλαβαν, μέχρι να πιάσουν οι συνάδελφοι του «καπράλ» τη Λότε Χάρτμαν. Μια και ο καπράλ δεν μιλούσε γαλλικά ή αγγλικά αλλά μόνο λίγα σπαστά γερμανικά, ενθουσιάστηκε που βρήκε κάποιον με τον οποίο μπορούσε να συζητήσει, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος ήταν ένας κρατούμενος που έτυχε να μιλάει ρωσικά.

«Δυστυχώς, δεν μπορώ να σου πω πολλά πράγματα για το λόγο που σε συνέλαβαν, πέρα απ’ το ότι έχει να κάνει με τη μαύρη αγορά», μου είπε. «Θα μάθεις περισσότερα όταν φτάσουμε στην Κερτνερστράσε. Τότε θα μάθουμε κι οι δυο, ε; Εγώ μπορώ να σου πω μόνο τη διαδικασία. Ο λοχαγός μου θα συμπληρώσει τα στοιχεία σου στο έντυπο σύλληψης, εις διπλούν – όλα είναι εις διπλούν – και θα δώσει και τα δύο στην αυστριακή αστυνομία. Εκείνοι θα στείλουν ένα αντίγραφο στον αξιωματικό δημόσιας ασφάλειας της στρατιωτικής διοίκησης. Αν σε κρατήσουν για το στρατοδικείο, ο λοχαγός μου θα ετοιμάσει το κατηγορητήριο· κι αν σε κρατήσουν για να δικαστείς σε αυστριακό δικαστήριο, η τοπική αστυνομία θα πάρει τις σχετικές εντολές.» Ο καπράλ σκυθρώπασε. «Να σου πω την αλήθεια, αυτό τον καιρό δεν πολυασχολούμαστε με αδικήματα της μαύρης αγοράς. Ούτε και με τον τομέα των ηθών, εδώ που τα λέμε. Γενικά, κυνηγάμε λαθρέμπορους ή παράνομους μετανάστες. Αυτοί οι τρεις κόπανοι που είναι μαζί μου νομίζουν ότι μου έστριψε, το ξέρω. Εγώ όμως έχω τις εντολές μου.»

Χαμογέλασα με συμπάθεια και του είπα πόσο εκτιμούσα το ότι μου εξηγούσε την κατάσταση. Σκεφτόμουν να του προσφέρω τσιγάρο, όταν άνοιξε η πόρτα του ρέο και ο Γάλλος στρατονόμος βοήθησε την κάτωχρη Λότε Χάρτμαν ν’ ανέβει και να καθίσει δίπλα μου. Ύστερα ανέβηκε και ο ίδιος με τον Άγγλο και κλείδωσαν από μέσα την πόρτα. Ο φόβος που ένιωθε η Λότε ήταν σχεδόν το ίδιο έντονος όσο και το βαρύ άρωμά της.
«Πού μας πάνε;», μου ψιθύρισε.
Της είπα ότι πηγαίναμε στην Κερτνερστράσε.
«Δεν επιτρέπονται οι ομιλίες», είπε ο Άγγλος στρατονόμος σε φριχτά γερμανικά. «Οι κρατούμενοι να πάψουν να μιλάνε μέχρι να φτάσουμε στο αρχηγείο.»
Κρυφογέλασα. Η γλώσσα της γραφειοκρατίας είναι η μόνη ξένη γλώσσα που μπορεί να μιλήσει καλά ένας Άγγλος.
Η Διεθνής Περίπολος στεγαζόταν σ’ ένα παλιό ανάκτορο κοντά στη Λυρική Σκηνή. Το ρέο σταμάτησε απέξω και μας οδήγησαν με στρατιωτικό βήμα μέσα από μια πανύψηλη τζαμόπορτα, σ’ ένα χολ σε στιλ μπαρόκ, όπου το πανταχού παρόν χέρι του Bιενέζου μαρμαροτεχνίτη είχε αφήσει τα ίχνη του σε μια συλλογή από άτλαντες και καρυάτιδες. Ανεβήκαμε μια σκάλα, στενή σαν τις ράγιες του τρένου, περνώντας δίπλα από υδρίες και προτομές λησμονημένων ευγενών, και μπήκαμε, από μια δίφυλλη πόρτα ψηλότερη κι απ’ τα ξυλοπόδαρα του γίγαντα του τσίρκου, σ’ ένα συγκρότημα γραφείων με τζαμαρίες. Ο Pώσος καπράλ άνοιξε την πόρτα ενός γραφείου, οδήγησε μέσα τους δύο κρατούμενούς του και μας είπε να περιμένουμε εκεί.

«Τι είπε;», ρώτησε η φροϊλάιν Χάρτμαν καθώς ο Ρώσος έκλεινε την πόρτα βγαίνοντας.
«Είπε να περιμένουμε.» Κάθισα, άναψα τσιγάρο και κοίταξα γύρω στο δωμάτιο. Υπήρχε ένα γραφείο, τέσσερις καρέκλες κι ένας μεγάλος ξύλινος πίνακας ανακοινώσεων, από κείνους που βλέπεις έξω απ’ τις εκκλησίες. Εδώ όμως ήταν όλα γραμμένα στο κυριλλικό αλφάβητο, σε στήλες με αριθμούς και ονόματα σημειωμένα με κιμωλία, με τις επικεφαλίδες «Καταζητούμενοι», «Απόντες», «Κλεμμένα Οχήματα», «Επείγοντα Μηνύματα», «Εντολές Α΄ Προτεραιότητας» και «Εντολές Β΄ Προτεραιότητας». Στη στήλη με την επικεφαλίδα «Καταζητούμενοι» εμφανιζόταν το δικό μου όνομα κι εκείνο της Λότε Χάρτμαν. Ο Pώσος λακές του Μπελίνσκι το είχε οργανώσει με πολύ πειστικό τρόπο.

Από το μυθιστόρημα Γερμανικό ρέκβιεμ (Κέδρος, 2003, μτφ. Ντενίζ Ρώντα) που περιλαμβάνεται στον τόμο Η τριλογία του Βερολίνου (Κέδρος, 2012, σελ. 860-865).